Κάτι μέσα μου με γκρέμισε
‘Ομοιο με χέρι Θεού
Π’ οδηγεί τ’ άρμα
Στο εδώ ή στο εκεί του Ιπποδρόμου
Κάποτε και στο εκτός αλλού
Εμένα HOTEL ΟΝΕΙΡΟ μεριά
Χώρο άσκησης ολίγου κολασμού
Δανείζομαι τη φωνή των ασκητών
Ή είναι η φωνή που με κατέχει;
Αρκούσε η θλίψη της επάνω θάλασσας …
Αμφίδρομα και δίκοπα φιλιά
Τα φώτα των αφανών καραβιών
Ανάβουν ό,τι οριοθετούν:
Αυτό κι εκείνο κι όλα τα ταξίδια.
Ίσως πάλι να ‘φταιγαν
Τα σημάδια των καθημερινών εραστών:
Πωλήτριες π’ απόψυξαν τη σουπιά τους στα σεντόνια
Τα τσιχλένια «Αχ!» των γραμματέων στα μαξιλάρια
Η διάχυτη οσμή σακουλιασμένων διευθυντών
Ο νιπτήρας γεμάτος αφρούς στιγμιαίων Ρωμαίων
(Ήταν το σώμα μου που προβαλλόταν στο δωμάτιο);
Και τανάπαλιν κι ανά ζεύγη και χιαστί
Κρίσεις κι εκκρίσεις και καταθλίψεις …
‘Εμαθες!
Λίγα πικνίκ στο λίγο τους πέταγμα.
(Θεέ μου …
Ούτε να σαρκάσω δεν μπορώ πια!
Το «Χα!» κόβει σαν ξυράφι).
Εγώ; Πεσμένος! Πού; Να ‘μαι!
Ποιός ξέρει πόσο από την Ιθάκη …
Στην απορία έφτασα την πατρίδα μου!
Άλλωστε, πώς μπορώ να σπάσω
Σε χτες, σε σήμερα, σε αύριο;
Πώς, έστω, να παραμείνω τουρίστας
Απλή προσωποποίηση της ευτελούς ύπαρξης
Όταν ο εντός μου ιεροεξεταστής
Ασίγαστος υπονομεύει τις βιώσεις;
Πες μου Μούσα!
Στις επόμενες ραψωδίες
θα βρω ίσκιο
να δροσίσω την ψυχή μου;
Kost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου