Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός στη χώρα μας είναι ατελείωτα. Κάθε αξιολόγηση των κυβερνήσεων, από τους ιμπεριαλιστές, φέρνει νέα βάρη, που προστίθενται σε όλα τα προηγούμενα και χειροτερεύουν διαρκώς τη θέση των εργαζόμενων. Ξένο και ντόπιο κεφάλαιο αναζητούν τις «τεχνικές λεπτομέρειες» που θα διασφαλίσουν τη διατήρηση αυτής της κατεύθυνσης και μετά τον Αύγουστο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιδιώκει, από τη μια, να εφαρμόσει πιστά τις απαιτήσεις τους και, από την άλλη, να βρει κάποια στηρίγματα για το παραμύθι της «εξόδου», και μάλιστα «καθαρής».Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, η συνδικαλιστική ηγεσία, όχι μόνο δεν αναλαμβάνει την οργάνωση της αντίστασης αλλά κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εμπεδώσει την ηττοπάθεια και την υποταγή και διεκδικεί από το σύστημα την αναγνώριση αυτής της υπηρεσίας, ώστε να αναπαράγεται η ίδια και ένας ολόκληρος μηχανισμός που ελέγχει σχεδόν το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας.
Η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού αρχίζει να δείχνει το πραγματικό μέγεθος της εξαθλίωσης που περιμένει τους σημερινούς και ακόμα περισσότερο τους αυριανούς συνταξιούχους. Χιλιάδες εργαζόμενοι θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους με τις φετινές δηλώσεις, ενώ η νέα μείωση του αφορολόγητου-με κατεύθυνση μηδενισμού- είναι πολύ πιθανό να ισχύσει από την επόμενη χρονιά, νωρίτερα δηλαδή από τις ως τώρα δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Η ανεργία είναι παγωμένη σε μεγάλα ποσοστά, η ελαστική εργασία με κάθε μορφή έχει γίνει ο κανόνας για ολοένα μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, οι μισθοί έχουν ισοπεδωθεί και μαζί ισοπεδώνονται όλοι οι όροι δουλειάς. Εργατικά «ατυχήματα», που όλο πληθαίνουν, καταστρατήγηση του ωραρίου, κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, ανασφάλιστη και απλήρωτη δουλειά είναι μέρος μόνο των αποτελεσμάτων της εργοδοτικής αυθαιρεσίας που απελευθερώνει η αντεργατική πολιτική. Το σύστημα αξιοποιεί το συνολικό αρνητικό συσχετισμό για να μεγαλώνει το βαθμό εκμετάλλευσης και, ταυτόχρονα, για να ποινικοποιεί τη συλλογική συνδικαλιστική και πολιτική δράση που θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτόν το συσχετισμό. Σε κεντρικό επίπεδο, περνάει νόμους χτυπήματος της απεργίας σε πρωτοβάθμιασωματεία ενώ η εργοδοτική τρομοκρατία κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς.
Τίποτα από αυτά δεν συγκινεί και δεν αγγίζει τις δυνάμεις, αστικές και ρεφορμιστικές, που κυριαρχούν σε όλα τα επίπεδα των συνδικαλιστικών οργάνων. Συνεχίζουν, όπως κάνουν εδώ και δεκαετίες, να κινούνται για τις δικές τους επιδιώξεις, μακριά από τις ανάγκες των εργαζόμενων και αντίθετα με τα συμφέροντά τους. Η ανάγκη της ηγεσίας των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για επαναφορά του θεσμικού τους ρόλου συμπίπτει με την ανάγκη της κυβέρνησης και του κεφαλαίου για εμπέδωση της «νέας κανονικότητας». Να παγιώσει, δηλαδή, το σκηνικό που έχουν διαμορφώσει οι εκατοντάδες αντεργατικοί νόμοι της προηγούμενης περιόδου, να διορθώσει κάποιες από τις αναπόφευκτες παρενέργειες μιας, τέτοιου επιπέδου, ανατροπής των όρων δουλειάς και ζωής των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και ανέργων και να αδυνατίσει τις όποιες διαθέσεις αντίστασης σ’ αυτήν τη συνεχή επίθεση. Για να λειτουργήσει ως «κανονική», η «νέα» κατάσταση του εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα, απαιτείται και η επαναφορά της παρουσίας των «κοινωνικών εταίρων». Η ΓΣΕΕ λοιπόν χρησιμοποιεί τη συγκυρία για να υλοποιήσει τη διαχρονική πρόταση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ για «κοινωνική συμμαχία», σε συνθήκες πλήρους αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης, την οποία κάνουν ότι δεν βλέπουν αυτοί που δεν είναι διατεθειμένοι να συμβάλουν στην ανατροπή της.
Πέρα από την ιδεολογική πλευρά αυτής της κίνησης, που δηλώνει ενάντια στην πολιτική της λιτότητας αλλά δεν μας λέει ενάντια σε ποιους, όταν εργαζόμενοι και εργοδότες εμφανίζονται στην «ίδια» πλευρά, υπάρχει και πραγματική βάση «κοινωνικού διαλόγου». Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης υπάρχει η ρύθμιση της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, που επιθυμεί τόσο η ΓΣΕΕ για να καταγράψει μια «νίκη» όσο και το «σοβαρό» κομμάτι των εργοδοτών, που διαμαρτύρονται για αθέμιτο ανταγωνισμό από τους μικρότερους εργοδότες που δεν συμμετέχουν στις κλαδικές εργοδοτικές ενώσεις. Η ρύθμιση προϋποθέτει νέα νομοθεσία για τον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) καθώς και νομοθετική ρύθμιση για την αντιπροσωπευτικότητα της εργοδοτικής ένωσης που υπογράφει την κλαδική σύμβαση, αν, δηλαδή, καλύπτει το 51% των εργαζόμενων στον κλάδο, με ανοιχτό το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας και του σωματείου. Η όλη διαδικασία «κοινωνικού διαλόγου» είναι απαίτηση των ιμπεριαλιστών και περιγράφεται στο κείμενο συμφωνίας της κυβέρνησης. Η συμμετοχή της ΓΣΕΕ είναι, επομένως, κομμάτι της υλοποίησης αυτού του σχεδιασμού.
Σχετικά με τον ΟΜΕΔ, οι προτάσεις της κυβέρνησης, που προέκυψαν από ανεξάρτητη νομική μελέτη, βρίσκονται κοντά στις προτάσεις της ΓΣΕΕ. Βασίζονται στις αποφάσεις του ΣτΕ, που είχαν ανατρέψει προηγούμενες ρυθμίσεις,και σύμφωνα με τις οποίες επαναφέρθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και προσφυγής για ολόκληρη την ύλη της συλλογικής διαφοράς. Η γενική στάση της ΓΣΕΕ είναι η επαναφορά της ισχύος του ΟΜΕΔ, μειώνοντας τις δυνατότητες καθυστέρησης της διαδικασίας, έφεσης επί της απόφασης κτλ. Στις προτάσεις της, περιλαμβάνεται και το πώς θα στελεχώνεται αυτό το κρατικό όργανο. Αυτή η στάση οφείλεται στο ρόλο που έπαιζε για χρόνια ο ΟΜΕΔ, που μπορεί μεν να αξιοποιούσε ένα συνολικό συσχετισμό για το κλείσιμο επιμέρους συλλογικών συμβάσεων με φαινομενικά θετικό πρόσημο, στην πραγματικότητα όμως, αποτέλεσε ένα διαρκή μηχανισμό (από τους πολλούς) κρατικής παρέμβασης στα συνδικαλιστικά ζητήματα. Έσκαψε το λάκκο των εργαζόμενων καθώς αφαιρούσε μέρος του εδάφους πάνω στο οποίο μπορούν να συγκροτούνται, αυτό του συλλογικού αγώνα των ίδιων απέναντι στους εργοδότες. Στις περισσότερες περιπτώσεις κλαδικών ή/και επιχειρησιακών συμβάσεων, η «αντιπαράθεση» περιοριζόταν στα γραφεία του ΟΜΕΔ, με τους εργαζόμενους σε ρόλο παθητικού θεατή. Έτσι εξηγείται η θετική διάθεση και των κλιμακίων της ΕΕ και του ΔΝΤ για επαναφορά της λειτουργίας του ΟΜΕΔ, αφού αυτή θα γίνει στα πλαίσια ενός πολύ πιο αρνητικού συσχετισμού ενώ θα δώσει ξανά ένα από τα άλλοθι της συνδικαλιστικής ηγεσίας για την ύπαρξή της στην πλάτη της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων. Έτσι κι αλλιώς, η συζήτηση για τις προϋποθέσεις επεκτασιμότητας μιας κλαδικής σύμβασης δεν έχουν ακόμα αρχίσει και μπορούν να καταλήξουν με τρόπο ώστε στην πράξη να πρόκειται για «πουκάμισο αδειανό».
Μέσα λοιπόν σε έναν πολύ αρνητικό συσχετισμό καλούνται οι εργαζόμενοι να δώσουν τη μάχη της απεργίας. Συσχετισμό που ορίζεται τόσο από την επίθεση του συστήματος όσο και από την κυριαρχία των εργατοπατέρων. Η επιτυχία της απεργίας θα κριθεί από τη συμμετοχή των ίδιων των εργαζόμενων, όπως πάντα και ανεξάρτητα από τις σταθερές και γνωστές διαθέσεις της ηγεσίας. Από το αν και σε ποιο βαθμό θα καταφέρει να εκφράσει την αγανάκτηση που, παρότιβουβή, είναι υπαρκτή και δικαιολογημένη από την πραγματικότητα και το μέλλον που σχεδιάζεται.Μέσα στο αρνητικό κλίμα, καλούνται να παρέμβουν οι δυνάμεις που θέλουν να στηρίζουν και να στηρίζονται στο εργατικό κίνημα, αναδεικνύοντας την ανάγκη μαζικής αντίστασης στην αντεργατική πολιτική που συνεχίζεται παρά την κυβερνητική προπαγάνδα αλλά και καταγγέλλοντας το ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών στην κατάπνιξη κάθε αγωνιστικής διάθεσης. Καταγγελία που απαιτείται να εκφραστεί και με τη συγκρότηση απεργιακών συγκεντρώσεων σε αντιπαράθεση και όχι στο πλάι αυτών των ηγεσιών. Θα δώσουμε, λοιπόν, τη μάχη ώστε αυτή η απεργία να λειτουργήσει στην κατεύθυνση συγκρότησης δυνάμεων αντί να επιτείνει την απογοήτευση και την παραίτηση
https://antigeitonies.blogspot.gr/2018/05/30_23.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου