Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

ποίηση kost 1


Ο άνεργος ποιητής



Σπασμένες κούκλες
να χάσκουν άδειο χώρο

στους δρόμους της βομβαρδισμένης Πολιτείας

στο νεκροτομείο τις κόβουν και τις ράβουν
Οι λέξεις

Και
φαντάροι με γδαρμένα μυαλά

π’ ανοίγουν τον ιβίσκο του θανάτου στο κρανίο τους
μουχλιασμένα χαράματα στα φυλάκια εξορίας

Οι στίχοι
Αυτόν τον Αιώνα



Συνταξιούχοι στιχοπλόκοι στις ταβέρνες
Τα παιδιά των θεών ξεφτιασιδωμένα
χρώματα πούντρες πλαστικό
πτώματα οστράκων κάτω από σκόνη σιωπής
γιομάτα χλιμιντρίσματα παγετώνων
φτύνοντας τσόφλια το κεφάλι γουλί

τριγυρίζουν από πόλη σε πόλη
σαν τιμωρημένες πόρνες του ‘20

όλα τα πουλιά στραγγαλισμένα
σωροί στις πλατείες και τα πάρκα
Μέσα στα μάτια τους το φονικό
Κανείς δεν ένοιωσε την προοπτική

Αυτόν τον Αιώνα



Η ποίηση του μπετόν

Ο παλμός του ’33 και του ‘68
γάγγραινα στις πληγές τ’ ονείρου
αγκυλωτοί σταυροί κι’ η Ούλρικε
Ξυπνητήρια αφοπλισμένα στα Μουσεία
σα ρυθμός
τ’ όρνεο
ροκανίζει μάτια αγγέλων
φτερούγες
δάκτυλα
η ποίηση του μπετόν
Κανείς δεν ένοιωσε την προοπτική
Αυτού του Αιώνα


Το ξέρω, το ‘μαθα πια, το ξέρω.
Ο Ωκεανός δεν έχει καταφύγια
κι εγώ δεν οριοθετώ τον ορίζοντα
και η γραφή της Κυβερνητικής δίνει όνομα
στο έμβρυο των τρωκτικών
στα υπόγεια των Ανακτόρων.
Εγκλωβισμένος στο κυκλώνειο μάτι της εποχής
μ’ ένα καλοκαιρινό κουστούμι
έξω ο καιρός είναι απατηλά όμορφος
και το κρύο ανυπόφορο
φθαρμένο στους πάγκους των ταμείων ανεργίας
από το χλευασμό των υπαλλήλων της νεκροπομπής
ιχνηλατώ στην αρμύρα τ’ αποτυπώματα της Ουτοπίας


Κι εγώ ο ποιητής αφοπλισμένος
σαν ξυπνητήρι
σα λέξη
νύχτα φωταγωγημένος
στις προθήκες των ξεκοιλιασμένων λεωφόρων
της προοπτικής Αυτού του Αιώνα
σημαδεύω στους κροτάφους
στις παιδικές καρδιές σημαδεύω
με μια πριονισμένη καραμπίνα
τα σκυλιά του Παυλώφ




                      πάλι στη σφενδόνη, 1987



Η ευθεία γραμμή θα ΄ναι απάνθρωπη













Η εποχή της σήψης
θα ´ρθει έρποντας
από τις στήλες των εφημερίδων
Οι ερπύστριές της
θα μασήσουν
τις ψυχές μας
από τις οθόνες
Η ποίησή μας
βερνικωμένη
θα λεηλατείται
από Δημοσιογράφους
και Ειδήμονες
Παρδαλές θεωρίες
θα επικαλύπτουν
το φλοιό του Κέδρου
Η ποίηση
όμως
απαρατήρητη
θα διαφεύγει
μέσα
στις αναφορές των χαφιέδων
και στ’ αστυνομικά δελτία
Στα μηχανογραφικά πλοκάμια
της Λερναίας Ύδρας
θα περιμένει
άταφη
το θάνατό της



Μετά
θα φεγγοβολήσει
στο στερέωμα
η Αίρεση
που θα ονομάζεται τέχνη
Ανυψωμένα
είδωλα Κέδρων
θα οριοθετούν
τη γη

του θειαφιού
Οι γυιοί
και οι θυγατέρες μας
Λίγοι
μα φοβεροί
κι αμείλικτοι
Θα σπείρουν
τους τελευταίους
στεναγμούς
των υπόγειων υδάτων
κρατώντας
Κάκτους
και
Φύκια
πέραν των συνόρων
Αναπόφευκτη
θα πραγματωθεί
η προφητεία:
Ξεριζώστε τους
από τον κήπο
των φυτών
Αποκλείστε τους
από την ήρεμη φύση
Μα
ιδιαίτερα
ξεριζώστε τους

το γυμνό γέλιο
τη γυμνή λάμψη
το γυμνό λυγμό
Θάψτε
το γέλιο τους
για πάντα
Θάψτε
τη λάμψη τους

για πάντα
Το λυγμό τους
θάψτε
κάτω
από τις ναρκωμένες αισθήσεις τους
Θριαμβεύουσα
η ιλουστρασιόν εκδοχή
της αποδοχής
της ήττας

τ´ονείρου
θ´αγγίξει
το νάνο
ορίζοντα
Τότε
ανεμπόδιστη
ήρεμα
κι απλά

θα επικρατήσει
ή εποχή
των παγετώνων
Οι άνθρωποι

που δεν υπήρξαν παιδιά
που δεν υπήρξαν έφηβοι
που δεν θα υπάρξουν άνθρωποι
θα επιβεβαιώνουν

αριθμητικά
τον κύκλο των γενεών
Ακόμα
και τα είδωλα
θα σαπίσουν

ξεχασμένα
Το νεκροταφείο
θα σφραγίσει
την καγκελόπορτα των θροϊσμάτων
πίσω του


Γι´ αυτό λέω:
Γυμνώστε το στιλέτο!




                                 πάλι στη σφενδόνη, 1987



                                           Ερωτικό


Δε μισώ
τα οδοφράγματα με τους καμένους ήλιους
και τα χρυσάνθεμα
πίσω απ' τις φτερούγες
και το λευκό
ενός ανυποψίαστου θανάτου
 - αλλά πες μου!
Πώς αλλιώς να σ’ αγγίξω;
Οι λέξεις πληγώνουν εξακολουθητικά                                            
και γαντοφορεμένο χέρι
πριν χυθούν
γίνονται ουλές και ρυτίδες
και στα χείλη σου
αποκοιμούνται δυο πτώματα -
παρά είναι τ' αντικαθρέφτισμα
μιας λυσσαλέας αβύσσου
έξω απ’ τον απύθμενο ιστό
Εντός σου
σκιρτώ και μπουσουλάω
σα σκοτεινός στίχος
μουγκός τυφλός κι ασπόνδυλος
Φορώ δέρματα ερπετών
διαστέλλοντας το μύθο
μέχρι την αρχέγονη μήτρα
Φυτρώνω τ’ αναπότρεπτο στο κορμί μου
ράμφη φαεθωνικών γυπαετών
προς την οδοντική απειλή
του γυμνού Μολώχ

Υπάρχει μια καρδούλα φοβισμένη
γιατί
στην άλλη άκρη της πτώσης
η νύχτα φυσάει πληγωμένη
κι εμείς προχωράμε
υπό το φώς των λυχναριών
με μικρά χάσματα

                       πάλι στη σφενδόνη, 1987

              

                           Τουρίστες και περιηγητές




Ήπιαν κι έφαγαν
ο ένας τον άλλον
και κατά ομάδες
κι όποια μορφή
και ροκάνισαν
τα οστά των προγόνων
κι έγλειψαν στο δάπεδο
τα τρίμματα της μυστικής πατρίδας
και του κυττάρου
κι εξάντλησαν
τ’ αποθέματα της ημέρας
και τις αισθήσεις
κι όταν τίποτα δεν έμεινε
απ’ το χώρο και το χρόνο
κατέβηκαν όλοι μαζί
ακόρεστοι τουρίστες
αδειανοί περιηγητές
κι εκπορνευτές ξεναγοί
στις ηλιόλουστες πισίνες
να χωνέψουν
την εκπορνευόμενη αλήθεια
τη Ναυσικά και τον Τηλέμαχο
και το θεϊκό Ταξιδευτή

Και στ’ άντερά τους
ηχούσε μεγαλοπρεπώς
ο Κακός Γέρος που Περπατάει
στο Τέλος του Κόσμου


             Λευκές λέξεις το μέλλον μου

Οι λέξεις
δεν υπήρξαν
ποτέ αθώες
Ανάμεσά τους
σκοντάφτουν πτώματα
κάθε γράμμα και σανίδα
κάθε ήχος και καρφί
Ω! Θείο κοράκι!
Έχω μια βαρκούλα
Με λευκό πανί
Κι έναν αγέρα παιδικό
Στα σπλάγχνα μου
Που τώρα ξεψυχάει …


                           Μελέαγρος




Να βγω, είπα, απ’ τις φωνές,
να κοπάσει η βοή, να μην ακούω πια,
σα χιτώνα να τις πετάξω από πάνω μου,
να κλείσουν στα δάχτυλα οι πληγές
κι η καπνίλα να ‘ναι του τσιγάρου,
να ξεχάσω τη διαλεκτική των λέξεων,
να ξεχαστεί κι ο άδηλος έρωτας,
φερ’ ειπείν, ενός σκορπιού και μιας φωτιάς.
Να βγω, θυμάμαι, είπα,
στον καθημερινό ήλιο των ανθρώπων,
όλα ν’ ανήκουν στην αριθμητική
και το άρα στ’ αριστοτελικό Όργανον,
να γυρίσω στο σπίτι καθαρός
όμοιος με αποτοξινωμένο οικογενειάρχη,
«Ήρθε ο πατέρας», να λένε οι γιοί μου …
Και βγήκα, θυμάμαι,
μισοφαγωμένος από το ερώ της ερώτησης.
Ναι, θυμάμαι, βγήκα
στα «Ναι!» και στα «Όχι!» των δογματικών
κι ήταν άνοιξη …
«Καλώς το Μελέαγρο», είπε η μητέρα.






                             Μικρό ταξίδι μου ΄μελλε


Με το ‘να μάτι
να ‘ναι
δω μάτωμα
και χτύπος Ατρειδών
κι εκεί
σκοτεινός γδούπος
θηβαϊκής Σφίγγας
και με τ’ άλλο
πότε πουλί
στην άκρη της γλώσσας
που ραμφίζει
μισό κραυγή μισό ερώτηση
τον τιτανικό ουρανό
και πότε γρύλλος
π’ ορίζει
με ηλακάτη ρυθμού
τη γη των πυγολαμπίδων
Κόρη των Φαιάκων
Πώς να ταξιδέψω
Στον μακρινό Παρνασσό;
Χωρίς Ελένη
κολλάνε τα κύματα στ’ αυτί
και γλαρώνουν τα καράβια
χωρίς Ιφιγένεια
στην μυθική Αυλίδα
και δε φέρνει Σειρήνες η θάλασσα
στην τρικυμία της μπανιέρας
Μικρό ταξίδι μου ‘μελλε
κι αναίμακτο
με σαλιωμένα δάχτυλα
από μια σελίδα σ’ άλλη
από την Άννα στη Φανή
έστω και με κάποια Πηνελόπη
Αλλά
και χωρίς σκέψη
η μικρή σαύρα εναντιοδρομεί
στο τέλος της αφής
και το τραγούδι ξαναρχίζει
αφού
κι ο θάνατος στην Ελευσίνα
είναι κάποιος προορισμός
κι ο σιωπηλός θεριστής
νύχτα οδηγεί στο Ταίναρο
τις μοιρολογήτρες
απ' τη Μάνη.






                     Πέρση
Έρχονται …
Πάντα έρχονται
Τα μουδιασμένα στρατόπεδα.
Κάρα και χαλκός
Φιδώνουν τους κάμπους
Ατέλειωτες οι ιχνογραφίες της σκόνης.
Κι ύστερα
Η ώρα του μαραγκού
Και του ιεροσκόπου
Και του τιτιβίσματος των ήπιων φωτιών.
Μα συ Πέρση
Μην ξεγελαστείς.
Η θαλασσοταραχή πέφτει
Πριν αφανίσει το πλοίο
Κι ο άνεμος στέκεται
Πριν σπάσει τα παραθυρόφυλλα.
Να!
Δαγκώνουν ανυπόμονα
Το χαλινό τ’ άλογα
Όπως πάντα
Λίγοι οι της απέναντι πλευράς
Με καυτό σίδηρο
Θα σβήσουν τους υμνογράφους σου.
Όταν οι Σπαρτιάτες
Τελειώσουν το νεκρικό καλλωπισμό τους
Εσύ ετοιμάσου…
Φτάνουν
Βέλη σα στιγμιαία αποκάλυψη
Κι ακόντια βαμμένα
Απ’ τα βαλτώδη
Και ουράνια τοπία
Της ψυχής
Και τα κοράκια βαριά
Αποστρέφουν το βλέμμα τους.
Μα πιότερο
Τους κόκκινους να φοβάσαι!
Δεν πληγώνονται οι πληγές!

Θροΐζουν και πέφτουν
Με μικρές φωνούλες
Οι λεύκες
Στον ύπνο της Περσεφόνης;

                        Το τελευταίο έπος
Εδώ, ο άντρας με το τσιμεντένιο μάτι λέει:
«Φύγε!
Φύγε μακριά στη θάλασσα των δακρύων
και πιο πέρα
παιδί της μέσα μελαγχολίας.
Δε χωράς σε τούτα τα μέρη
Η δυστυχία βαθειά σαν ύπνος λωτού πλακώνει…
Οίδα και είδα
πολλά πτώματα ανέμων
στις ρόγες σπαραζόντων δακτύλων
από τις χορδές του Ληλάντιου»…
… και δραπέτευσε ξένος από τη μοίρα του
και συνάντησε τη γριά μάγισσα στα τοπία των οθόνων
ξεμαλλιασμένη να μασουλάει το χαλασμένο της συκώτι
κι αχνίζανε γύρω της τα καζάνια στη φωτιά
και τα σφαγμένα της κοκόρια
στη σειρά ξεπλένανε τους λαιμούς τους
και τσιτσίριζαν αναπηδώντας στις στάχτες
οι κομμένες γλώσσες των καναριών
και στρώνανε χιλιόμετρα σιωπής
και κρεμούσανε κλουβιά με κάκτους στα πλατάνια
και στους κάκτους ταξίδευαν
σκορπιοί κι αράχνες ταραντούλα
κι η γριά μουγκή πρόγκαγε την τρέλα των γηρατειών
κι έγδερνε με το σουγιά της τις εφηβικές καρδιές
και ξέραινε στον ήλιο τα δέρματα
και τ’ άλειφε μ’ ανθρώπινο λίπος κι αλάτι
και τα ‘στρωνε στο δάπεδο της καλύβας για να ζεσταθεί
κι ο ξένος πέρασε σίφουνας από κοντά της
και μύριζε σαν πρωινό μπουμπούκι
κι η γριά πόνεσε στη μνήμη των δροσοσταλίδων
και ξέρασε χολή και μισομασημένο συκώτι
και καταράστηκε τον ξένο Ξένος να ‘ναι
και να ‘ναι ξενιτειά τα βήματά του
και το σώμα του να περιπλανιέται ξένο
και ξένες να κουδουνίζουν οι αισθήσεις του
κι οι σκέψεις του να ξενιτεύουν τις πατρίδες
κι η ξενιτειά σαν ξενιτειά να έρχεται
και σαν ξενιτειά ν’ αγκυλώνει την ψυχή του …

… κι εδώ
το πτώμα του Άβελ
το νυχτερινό αντίφωνο
έκραζε: «Σιωπή …»
Έκραζε: «…σιωπή…», «…σιωπή…»
πίσω από τις κουρτίνες των ιβίσκων και των ορφανών φεγγαριών…


…κι ήρθε η όμορφη μάννα σκίζοντας το διαχωριστικό κιγκλίδωμα
και δύο πληγές για πόδια
και σάρκα καυτή και υγρή Παρθένα εαρινή άμμος
και χαλκοπράσινες σαύρες για μαλλιά
και κοιλότητες σχισμές Καταφύγια πυγολαμπίδων
και πτερύγια δελφινιού Να σπαθίζουν
Ανασαλεμένα ηδονικά
απ' τα τραγίσια ποδάρια τ’ απόβλητου θεού
κι είχε στη γιορτή των βράχων Αφρός απαστράπτουσα
και κουνάβια αναδύονται Απ’ τον θολωτό τάφο
και μηρυκάζουνε μαλάκια Φτέρες, βρύα και κάστανα
και ρουφάνε δροσοσταλιές Κι ανθόνερο
και μουσκεμένα κουνάβια Φυλάσσουν τη σαρκοφάγο
και βαθειά στα σπλάγχνα της Ιερά λιοντάρια γυμνάζονται
κι ο αρπιστής τρύπησε το κέλυφος του καλοκαιριού
κι ο ήλιος γαύγιζε κι έγλειφε τις πληγές του
και πελώριος και μαύρος δάγκωνε τους κρυφούς οφθαλμούς
κι ο αρπιστής ζήτησε συγχώρεση από τον ποιητή
και πήρε δυο βήματα λεμονιάς και σκίνου
από τις λέξεις και τους στίχους
και κοινωνούσε με χέρια διψασμένα και νευρικά …

Απαράμιλλα
Όμοιες πόλεις εκχωρούν
Το βαριεστημένο όνειρο της βουλιμίας τους
Στα ισιώματα της γης.
Η σκόνη, το νερό κi ο ήλιος
μοναχά
γητεύουν το ξεγελασμένο μάτι,
π’ απλώνει περιπαικτικά τον άλλο του Τιθωνό.

…και ζήλεψε τη συντροφιά της φορμόλης
και τον εξαντλητικό πονόδοντο του έχειν
και στην αδυσώπητη εξορία του τσιμεντένιου ματιού
ο πωλητής έβγαλε τον άγγελο απ' το κουτί

ί
κι είπε:
«Κύριε, κάνατε κακή επιλογή
Κάτι πήγε στραβά με το DNA του
Προσέξτε το στήθος του
Είναι μικρό για γυναίκα
και μεγάλο για άντρα
Τα φτερά του αδύναμα
μετά την πτώση του από τα καρέ
Και κάθε λεπτό
ο μόνος του ήχος είναι:
«Ποτέ πια»!
Σας συμβουλεύω
προτιμείστε αυτό το κοράκι
Έχει τα ίδια προσόντα
κι επί πλέον
το ράμφος του χρησιμοποιείται
και σα χαρτοκόπτης »
Κι ο αλήτης στο πάρκο είπε:
«Κύριε
Μην τον αφήνεται
να πατάει το γκαζόν
Φέρνει ποδοβολητά
ξεχασμένων λύκων»
Κι ο αστυφύλακας είπε στον ανώτερό του:
«Κύριε
κυκλοφορούσε στους δρόμους
βρώμικος και γυμνός
χωρίς περιλαίμιο και λουράκι
Το βράδυ στο κρατητήριο
λέρωσε το δάπεδο»…
κι έσφιγγε η τεράστια μέγγενη του φωτός
και βυθιζότανε στον πόνο τ’ ανθρώπου
και τετερίζανε τα έντομα στους κρατήρες του ερωτήματος
και στα θαμπά δάκρυα της πληγωμένης κερασιάς
και το ουρλιαχτό της πόλης ξεφλούδιζε οστά
και τα μικρά θαύματα τρομάζανε με την ύπαρξή τους
και πούλησε τον άγγελό του στα παλιατζίδικα
κι αναζήτησε την αυγή του ματιού στη σφενδόνη
και τούφες-τούφες ξερίζωνε το φως από τους προβολείς
και θεϊκός συνδαύλιζε σωρούς και καπνούς
και γαύγιζαν από παντού μεγάφωνα και σειρήνες
κι οι μπάντες ανεμίζανε το μπολερό τους
και γυμνωθήκανε μέλη και καλωδιωμένα μυαλά
κι έμοιαζε στο θάνατο ο έρωτας …

Έρχονται…
πάντα έρχονται τα μουδιασμένα στρατόπεδα
Κάρα και χαλκός φιδώνουν τα τοπία
ατέλειωτες οι ιχνογραφίες της σκόνης
Κι ύστερα
η ώρα του μαραγκού
και του ιεροσκόπου
και του τιτιβίσματος των ήπιων φωτιών
Όταν
οι Σπαρτιάτες τελειώσουν τον νεκρικό καλλωπισμό τους
εσύ ετοιμάσου!
Λες και δεν ξέρουμε
πως αισθάνονται οι πολλοί
για όσους δεν πάνε στις Τροίες
για μπρίκια κι Ελένες!


… και ξεπηδήσανε πίδακες ανώφελης φωτιάς
ξανά και ξανά και ξανά στα Ιεροσόλυμα
κι ο μικρός αρπιστής … Το πάει! Δεν τον πάει!
έσυρε τ’ άλογό του εκτός της σκηνής του Ιερού Τέρατος
και στη καλύβα της γριάς μάγισσας μπάλωσε τα εγκαύματα
και με την άρπα του συγκλόνιζε τους κάκτους στα κλουβιά
κι αναπηδούσανε ονειρεμένοι κορυδαλλοί στ’ αγκάθια
και οι απολιθωμένες γλώσσες των καναρινιών
και το χάραμα ξεπρόβαλε η Μούκαινα του Παλαμηδιού
Μαινάδα άτεκνη Γυναίκα χώμα τέρας κι άνεμος
κι αμόλαγε τις αγριόγατες της σιωπής
και τις παύσεις των εγκλωβισμένων κεραυνών
κι όλες τις φωτιές των πάγων
κι όλα τα μαύρα δάκρυα
Κουνάβι πιασμένο στο δόκανο έσταζε τη ζωή του στο χώμα
κι ανέραστη έκοβε άνθη διονυσιακού πυρετού
και την καταγωγή της προσέφερνε γαμήλιο δώρο
και μετά από αιώνες ο αρπιστής γύρισε στην πόλη
κι έτριζε στ’ Ανάπλι η γκιλοτίνα
και στο κάστρο τα φαντάσματα μάσαγαν ηλιόσπορους
και φωτογραφίζονταν απ' ανυποψίαστους τουρίστες
και ξεναγούς με ηλιοκαμένους μηρούς…


Νύχτες της προσμονής
και της αρμύρας του πονεμένου κορμιού…
Έλα τρελό φιλί
συνάντησέ με
μ΄ ένα λύκο που ουρλιάζει στη φλέβα
κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των ουρανίων δεσμοφυλάκων!
Να σπάσει η νωθρή αμέλεια των ημερών
και το αλλού να γίνει εδώ…
να μυρίσει πατρίδα βατόμουρο…


… και βούιξε η εκπυρσοκρότηση της λέξης
κι η εξοστρακισμένη σφήκα ταξίδευε στη μνήμη
σαν αιγαιοπελαγίτικος γλάρος στα νυχτωμένα νησιά
και πυροδότησε τις σκιές των μαύρων βράχων
και η ξερή ρίζα τσάκισε σ’ ένα σύννεφο «κρακ»!
και δάχτυλα μουσικές κλιμακώσανε την επιστροφή
και πίσω στην πατρίδα ο τζίτζικας έλυνε το κουβάρι
και στους όχθους του κήπου
ο κηπουρός θέριζε τα βάτα
κι οδηγούσε το δρεπάνι βαθειά μέσα του
κι ερχόταν η χελιδόνα
κουρδίζοντας με το κεφαλάκι της
τα δόντια της θηλιάς
και φύτευε ρόδα κι άμμο
και τρεις πληγές φεγγάρια
στα σώματα των κοριτσιών
και σιώπαινε τ’ αηδόνι των χλωμών νερών
κι έφτανε ο Έλληνας Χριστός στα πατητήρια
κι ευλογούσε απλόχερα και μυστικά
τους γιούς και τις θυγατέρες του Διόνυσου
και το νέο χρόνο της μετάληψης
και σμίγανε το λιβάνι το ρετσίνι κι οι γλυκοί καπνοί
και το κλαρίνο ανακαλούσε την Πολιτεία των ανθρώπων
και στήνανε το χορό των γερανών μπλεγμένα δάχτυλα
και πεθαμένοι και ζωντανοί κι αγέννητοι
και δεν άντεχε ο λογισμός την έκρηξη του ροδιού
κι αποκοιμιότανε κάτω απ’ το τρικυμισμένο πούσι του κορμιού
και ξύπναγε το φυλακισμένο θεριό στα βαγένια
και τα μουγκρητά του ακούγονταν απ’ τη φλέβα
και μέχρι τον υγρό ύπνο των λεκιασμένων σεντονιών
και θυμάμαι τους αλλοπαρμένους νέους
με μάτια και πόδια γυμνά και ξέφρενα
να φέρνουνε τον χαρωπό θάνατο των τσαμπιών
κι οι παιδούλες ρουφάγανε κολασμένα φιλιά
και χείλη Μουσταλευριά και ψιλοκομμένο καρύδι
και σουτζούκια ανεμίζανε στα χαγιάτια
κι οι γέροι ορίζανε τη μέρα του φλισκουνιού
και της σφαγμένης γίδας
και θυμάμαι τα μωρά στις νάκες
και γάτες ησύχαζαν στα κοφίνια
και τα ζώα ρουθούνιζαν ερεθισμένα από την αναμονή
και αποχαιρετούσανε με νευρικές οπλές τ’ αγαπημένο χώμα
κι η γκουστέρα ξεμύτιζε παραξενεμένη στα θολά βλέμματα
κι ο άγιος καβαλάρης περίλυπος κατηφόριζε στο χειμαδιό
κι η πατρίδα ήτανε τ’ αρκαδικού κυκλάμινου
και των ονείρων της νωχελικής νεροφίδας
και των φωνών μας που τις λεν αερικά
και μετά από πολλά καλοκαίρια …
Ανάθεμα στους φελλούς και στους ειδήμονες!



Πατρίδα τραγούδι
γεμάτο ανέμους
και πόθους κυμάτων
οι δρόμοι σου πάνε!

Ληστές σεργιανίζουν
στο φως της Σελήνης
κι έμποροι πουλάνε
λωτούς και κοράκια

Μαζί μου προχώρα
ατίθασο μάτι!
Χορεύουν φλόγες
σαλεύουν ναυάγια

Το μέγα ρολόι
αδειάζει τις ώρες
λευκές πεταλούδες
στα βάθη ανέμων

ανοίγει και κλείνει
μπουμπούκια και δίνες
παράφορα χείλη
ριγούν μουσκεμένα

λεπτές στροβιλίζει
χορεύτριες πόνου
Δική του η πίστα!
Δικό μου το αίμα;

Υψώσου μαζί μου
πουλί του θανάτου!
Οι γρύλλοι σημαίνουν
«Φωτιά και μαχαίρι»!

Απλώνω φτερούγες
και νύχια σκοτάδια
Τη θλίψη της νύχτας
θα ντύσω ρεσάλτο

από πλοίο σε πλοίο
γερνούν τα πελάγη
η ρώτα αλλάζει
σκουριάζουν οι ναύτες

Μαζί μου περπάτα
πουλί του θανάτου!
Αυτό το ταξίδι
θα είναι των γρύλλων…








Στους δρόμους της Β. Κυνουρίας

Ολούθε δυο χαρακιές ανέμου «Οίκαδε!»
σπάζουν τα τσόφλια των μπουμπουκιών
κι ο κούκος ξεδιψάει κατανυκτικός
στην έσωθεν κρήνη μου
Ως κι ο ουρανός χρήζει απάντησης
Λυκαυγής φοράει το ερωτηματικό
που εξωθεί και μας συντρίβει
Μπροστά η πρωινή Αφροδίτη
και πίσω της η ημισέληνος Εκάτη
Να σημαίνει το σύρσιμο της σαύρας
ή την ίδια τη σαύρα κοιμωμένη
λίγο προτού ισιώσει το σουραύλι της
και καταπιεί το δώρο τα’ αγέρα;
Ή μήπως δηλώνει το εν μετεωριμώ
ήμα της δεντρογαλιάς;
Ή απλώς η φτερωτή έχιδνα
μας μαζεύει στη σαγήνη της;
Αξιώθηκα τέτοιον τόπο
Ενδύω ενδεδυμένος Ενδυμίων
Φρουμάζει η πάχνη κάτω απ’ το μάτι
κι αυτό τόπος μου είναι
και η φωνή κι ο γέροντας του τόπου είναι
«Γέροντα! Γέροντα! Δώσ’ μου το δρεπάνι!
Να πάω για θάνατο; Για θερισμό»;
                                 
     



                       Δέσποινα του μελαγχολικού ουρανού  

   
Ω! Κυρά των ερωτευμένων πεταλούδων


και Κυρά των κρύων Οκτώβρηδων και των Εσπερινών


Κόρη της φλογάτης παπαρούνας


Φοβερή Αφέντρα των άφθονων φεγγαράδων


και του φασκόμηλου και της φουντωτής αφάνας


Φύσα! Φάγε! Στριφογύρισε!


Σε σένα προστρέχω Δέσποινα του μελαγχολικού ουρανού!
  

         

                          HOTEL ΟΝΕΙΡΟ μεριά

Κάτι μέσα μου με γκρέμισε
‘Ομοιο με χέρι Θεού
Π’ οδηγεί τ’ άρμα
Στο εδώ ή στο εκεί του Ιπποδρόμου
          Κάποτε και στο εκτός αλλού
Εμένα HOTEL ΟΝΕΙΡΟ μεριά
          Χώρο άσκησης ολίγου κολασμού
          Ανάμεσα σε δυο συναλλαγές.
Δανείζομαι τη φωνή των ασκητών
Ή είναι η φωνή που με κατέχει;
Αρκούσε η θλίψη της επάνω θάλασσας …
Αμφίδρομα και δίκοπα φιλιά
Τα φώτα των αφανών καραβιών
Ανάβουν ό,τι οριοθετούν:
Αυτό κι εκείνο κι όλα τα ταξίδια.
Ίσως πάλι να ‘φταιγαν
Τα σημάδια των καθημερινών εραστών:
Πωλήτριες π’ απόψυξαν τη σουπιά τους στα σεντόνια
Τα τσιχλένια «Αχ!»  των γραμματέων στα μαξιλάρια
Η διάχυτη οσμή σακουλιασμένων διευθυντών
          Ο νιπτήρας γεμάτος αφρούς στιγμιαίων Ρωμαίων
          (Ήταν το σώμα μου που προβαλλόταν στο δωμάτιο);
Και τανάπαλιν κι ανά ζεύγη και χιαστί
          Κρίσεις κι εκκρίσεις και καταθλίψεις …
‘Εμαθες!
Λίγα πικνίκ στο λίγο τους πέταγμα.
(Θεέ μου …
Ούτε να σαρκάσω δεν μπορώ πια!
Το «Χα!» κόβει σαν ξυράφι).
Εγώ; Πεσμένος! Πού; Να ‘μαι!
Ποιός ξέρει πόσο από την Ιθάκη …
          Στην απορία έφτασα την πατρίδα μου!
Άλλωστε, πώς μπορώ να σπάσω
Σε χτες, σε σήμερα, σε αύριο;
Πώς, έστω, να παραμείνω τουρίστας
          Απλή προσωποποίηση της ευτελούς ύπαρξης
Όταν ο εντός μου ιεροεξεταστής
Ασίγαστος υπονομεύει τις βιώσεις;

Πες μου Μούσα!
Στις επόμενες ραψωδίες
θα βρω ίσκιο
να δροσίσω την ψυχή μου;



                   

                            Ακριβή μου Άρτεμη


Εσύ ακριβή μου Άρτεμη
Αρχειοθετείς στο πεινασμένο σου υπογάστριο
Μορφές μορφών αχώνευτων στις βλεφαρίδες.
Υπάρχει το μέσα ρω
Που σε κλέβει και σε διαθέτει
Απ' αγκαλιές και πέραν του νόστου
Και έως την υγρή επαναφορά του άλλου σου
          Δηλωτικό σύμπτωμα κι αυτό της παρουσίας…
Πριν
Πυρετικοί συνειρμοί πνίγουν
Το διασκορπιστικό επιφώνημα «ω»!
Μετά
Ιχνηλατώ βήματα διονυσιακής καύσης
          Εκχυμώσεις και σπασμένα δόντια
          Και καβουρντισμένα λόγια
          Κι αποκαΐδια αρχέτυπων
          Στην αφή και το σάλιο
-         Κάπνινος φθέγγομαι.
Τώρα περιηγητής
Ισολογίζομαι στην απόμαχη εξιστόρηση
          Τρυπώνω στα χάρτινα καταφύγια.
Ουλές μελανιού κι εγωτικές μελανιές
          Διασώζουν το περίγραμμα των παθών
Αυτάρκεις σαν καλή ερώτηση
Ολικές σαν απάντηση στις επόμενες
Εξαντλούν την οικία πατρίδα:
Το χορό των υποδυομένων,
Το πρόσωπο, το ρω, το σώμα,
Τον αφανισμένο Γκιώνη που μας κλαίει
Στην τάφρο αιχμαλωσίας μας
Και πάντοτε μας ανακαλεί.
Λοιπόν
Να φαγωθείς σε θέλω
Να σε στείλω στο τελευταίο μου κύτταρο
Και στο προτού υπάρξω
Και κατόπιν στο μετέπειτά μου
Και στο σήμερα
Καθώς ονειροπολώ την ανταρσία του λοβού σου
          Ίδια τ’ αλογάκι της Παναγιάς
          Με μικρό πυρετό στο μάτι
          Με μικρά χάσματα στα πόδια
          Και με μικρή πατρίδα
          Στα μικρά του φτερά,
Ένα ταξίδι στο επώδυνο φως:
Κολλάν οι φτερούγες
Στον τρόπο των ρόδων
Κι η φωνή του πετειναριού
Βαθειά μέσ’ απ’ το κόκκαλο
Δεμένη σαν απόγνωση στην αυλόπορτα
Μιας αυγής παλάμης.
Αλλά … να ΄τος!
Κι ο ελεατικός θεός που σε συγκρατεί
Ένθεν των συνόρων!
Μουσούδα νωχελικού γουρουνιού
Γρυλίζει τον απέναντι καιρό,
Την ώρα των χωμάτινων πεταλούδων
Βεβαιώνει τη γραφή του κορμιού σου
          Το ταξίμι των γραμμών της παλάμης
Τα δικά σου αυτονόητα:
Πληγές δίχως αίμα
Αίμα δίχως πόνο
Πόνος δίχως πληγές
; Έτσι ατελείωτος ο βουστροφηδόν δρόμος των νοημάτων,
; Έτσι απέραντος ο μέγας ενιαυτός της διαφυγής
Κι ο έρωτας λειψός κι άχρωμος
Σα λεκτική ισοσθένεια
Παραπέμπεται στα δήθεν της προσμονής.
(Αχ! Να ‘κανα έτσι
Και να τα ΄φτυνε ο Θεϊκός Υπολογιστής,
Να τα ‘χανε χορεύοντας το σταθερό βρύο
Κι εσύ να ‘πεφτες
Ολοκόκκινη από τα σκυλιά τ’ Ακταίωνα
Γιατί  έπρεπε, λένε,
Κυνηγός ο εραστής της Σελήνης).



                     Tίνος η φωνή;


Όπως μετά το θέατρο του Μπρεχτ
Άνευ μυθικού προσώπου
Άνευ από μηχανής Θεού
Δε με ταυτίζομαι!
Ξανά!
Τίνος η φωνή; Δική μου ή ξένη;
Αδιάφορο!
Οι στίχοι ζούνε σαν τις σφαίρες
Εν αναμονή, πακεταρισμένοι,
Τελικώς ανήκουν στο σώμα που πληγώνουν.
Εγώ, πάντως ριγμένος
Εκεί που τ’ αλλού γίνεται εδώ
Ανατολικά των αισθήσεων
Και δυτικά του λογισμού
Όπου κανένα θρόισμα αδειανού πέπλου
Δε θηρεύει τον ύπνο των καλύκων
Στα πεδία βολής του γενναίου ουρανού,
Τίποτα δε διατρέχει το βουβό νεύρο
Για ν’ αποδώσει το μερτικό του μετάλλου,
Πάρεξ συμβάντα ηχητικών χασμάτων
Ανεπαίσθητες γλωσσικές εκτροπές
Σα ντοκουμέντα εκ των υστέρων
Αναδύουν τα παραλειπόμενα της κρουαζιέρας,
Όσα κάνουν πλέον το ταξίδι, ταξίδι:
Το χέρι που δεν πρόλαβε το μάτι
Το μάτι που σάστισε
Τ’ αυτί π’ αρνήθηκε
Η κάμερα που δεν έγινε μνήμη ψηλάφησης
Εμένα που ξέχασα να προσεύχομαι!


Στο σκοτεινό θέατρο

Στο σκοτεινό θέατρο

Κλαιν’ οι μαριονέτες.

Ανίκανες να πέσουν

Ανίκανες να σηκωθούν

Την θλίψη τους

Απλώνουν στα σκοτάδια.

Στους φωτισμένους τοίχους

Γυαλίζουν οι νυχιές.


                         Φτωχέ μου Ηνίοχε


Τι ζητάς φτωχέ μου Ηνίοχε
Ντυμένος τη μίμηση της κίνησης;
Σ’ άκουσα
          Τέσσερες μ’ εξ
«Λοχία της αλλαγής…»
Φώναζες…
          «Λοχία της αλλαγής!
Αντικατάστησέ με»!
Κι ύστερα…
          Μήτε χαράδρα της Ρεκά
          Μήτε «Ελελεύ!» Γιακωβίνων
Σ’ άκουσα
          «Φύλακες γρηγορείτε…»
             …Έκανες πως ψηλαφούσες την ύβριν.
Μάταιες φωνές
Ξεριζωμένες απ’ τη φλέβα
Κι απ’ το φόβο
Κι απ’ το φως που ‘φυγε
Και η κρυφή φωνή σου,
Βλέμμα - παγιδευτής ήχων –
Χωρίς άρμα στο εκθετήριο,
Χάσκει τον άδειο ουρανό
Του προδομένου Ενδυμίωνα.
«Ποιός διάβολος χαρά
Ποια φυγόκεντρη κατάρα
Σ’ έσυρε δώθε;
Δεν έχει άνεμο σ’ αυτό το σινεμά
Ούτε κρύο…
Ούτε ζέστη…
Παντού κλιματιστικά»!
Όμως…
«Ομολογώ! Ψέματα!»
          Δική σου ή δική μου η φωνή;
«Βαρέθηκα τις εντός εναντιοδρομίες.
Απόκαμα. Μου ξέφυγαν τα γκέμια.
Έφαγαν τις αποστάσεις τους τ’ άλογα.
Ο Ιππόδρομος θόλωσε κι έσβησε.
Μοναχά οι λέξεις
          (Απέμειναν;)
Βάτραχοι μνήμης
Ενάλλονται  περιπαθείς
Από ρυτίδα σε ρυτίδα ρίγους.




         
                   Η προσευχή ενός άθεου ποιητή


 Έφτασα μακριά
Κύριε
Ως την άκρη του ματιού και πέραν
Και δε βρήκα σκιά
Να ξαποστάσω το λαχανητό μου
Μήτε Βιβλικές παραφράσεις
           Λυσσομανούντα κοπάδια νυχτερίδων
           Και τέτοια
Στην κοιλάδα των χαλασμένων ρολογιών
Παντού τα ερείπια της αρχαίας καταιγίδας
Πάντα παρών ο ιεροεξεταστής νους
Ολόιδιος με νυστέρι προβολέα
Να ξεχαρβαλώνει την ύπαρξη
           Και τα χρώματα των γυναικών
           Παραμένανε χρώματα
           Κι ας εύρισκα το πρωί
           Το αίμα και την ψυχή μου
           Στα νύχια και στα χείλη τους
Σ’ αναζήτησα στο πέρας της γλώσσας
Κύριε
           Σε κάθε παρεκτρεπόμενη μετωνυμία
           Σε κάθε σπασμένη σύνταξη
           Σε κάθε σκοτεινό στίχο
‘Οποτε η παράβαση με καλούσε
Και ενείχε υποψία έστω ανταπόδωσης
Αλλά ο ουρανός παρέμενε βουβός
Με μίνιο και γυμνούς αγγέλους καρφωμένους στις ρωγμές
            Χάντρινο μάτι ψεύτικου ψαριού
            Στις προθήκες των μαγαζιών
Κι είχα μια γεύση του κορμιού για μοίρα.
Κύριε
Δώσε μου πίσω
Τα παιδικά μου όπλα
Και το χάρτινο λυχναράκι της Ανάστασης
Δώσε μου
Κύριε
Τα συμφραζόμενο του πρώτου μύθου!
… Τουλάχιστον να ξέρω πότε ματώνω αληθινά …


                          

                                      Η ύβρις


Τρέχει ενιαυτούς η ελευσίνια Σελήνη
Αφροί γύρω της και καλπάζοντα νέφη
Τρελέ κυνηγέ! Συγκράτησε τα’ άλογο
δώθε απ’ τους όχθους των χαρμόσυνων θανάτων
Αλυχτούν οι σκύλοι το σγουρότροπο φως
π’ αναδύει το μέσα τοπίο
Λεξότοποι και τοπολέξεις
και τα ρέοντα προς ύδατα ύδατα
δένουν μυστικά το θαύμα του ροδιού
‘Έξω! Έξω από την ελεατική γη
οι βέβηλες οπλές τ’ ανέμου!
Σφυρίζουν τα βέλη τ’ αδυσώπητο τραγούδι
αχνίζει το αίμα των ενασγιμάτων
Ιδού το χέρι μου! Ιδού η αφή μου!
Ιδού το τιτίβισμα τ’ αρχαίου κυττάρου!
Βρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου
Βρέχει το εναργητένιο κάτοπτρο!
Βρέχει παντού ουρανό! Βρέχει βαθειά του!
Ποιος εγώ
Πυθαγόρας στους κρυστάλλινους ρόμβους
Παραμονεύει άρρητους στεναγμούς κορυδαλλών;
Ή, εσύ, άλλε μου Ηνίοχε, που τόσο αγάπησες
το συναμφότερο πόνο των κοριτσιών
και τις αγουρίδες της κληματαριάς του σπιτιού,
θα υποκύψεις στην ενάργεια της εποχής;
Πάει πια το δρέπανο και το τόξο και τ’ ακόντιο;
Πάει η πληγωμένη φωνή της μέθης;
Μητέρα Σελήνη άσε ξέπλεκα τα ξόρκια!
Καμιά λύπη για τις κραυγές των μανδραγόρων!
Το σκοτάδι απλώνει σκοτάδι
μουρμουρίζει στη φλέβα σαν παλιό κρασί
Πιες κυνηγέ! Πιες όλη τη ματιά!
Πιες τη μυρωδιά της πλυμένης νύχτας …
κι απ’ τ’ αυτί τα σαυροδρόμια!
Το φλασκί υπάρχει για ν΄αδειάσει!

Χείλη μου, λερωμένα από φονικά χείλη μου,
πού η εντός και πού η εκτός εξορία;