Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΣΤΗΝ ΔΕΘ

(Παρ. 19/9/14- 11:20)
Του ΔΗΜ. ΜΠΕΛΑΝΤΗ*
Η παρουσίαση των βασικών προγραμματικών θέσεων άμεσης πολιτικής στην ΔΕΘ του 2014 αποτελεί μια σημαντική στιγμή στην εκδίπλωση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει της πιθανής ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας στο κοντινό μέλλον. Κατ’ αρχήν, το στοιχείο της πολιτικής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ για μια σειρά από ζητήματα άμεσης ανακούφισης των λαϊκών τάξεων και αναζωογόνησης της οικονομίας, ανεξάρτητα από το πλήρες ή το απολύτως ικανοποιητικό της έκτασης αυτών των δεσμεύσεων, έχει μεγάλη θετική πολιτική σημασία. Η τήρηση αυτού του μίνιμουμ «συμβολαίου με τον λαό» και η μη υπαναχώρηση από την εφαρμογή του θα παράσχει διευρυμένη πολιτική νομιμοποίηση σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και θα δημιουργήσει όρους για την πολιτική και κοινωνική της υποστήριξη. Επίσης, παρά την κριτική που ασκείται-και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένα – από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ ως προς αυτές τις θέσεις, η τήρηση αυτού του μίνιμουμ προγράμματος θα ενισχύσει τις δυναμικές κοινωνικής και τελικά και πολιτικής ενότητας της Αριστεράς.
Αντιθέτως, η τυχόν ολική ή και μερική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή αυτού του μίνιμουμ προγράμματος θα αποσταθεροποιήσει και ναρκοθετήσει το κυβερνητικό του εγχείρημα, όταν και όποτε αυτό υπάρξει. Το ότι μπορεί να υπάρξει μια κοστολογημένη, επιτυχής και ρεαλιστική εφαρμογή θέσεων που εντάσσονται σε μια εναλλακτική πολιτική από την ισχύουσα, παρά τον περιορισμένο ή και σχετικά μετριοπαθή χαρακτήρα τους, είναι ένα στοιχείο που τροποποιεί ριζικά την πολιτική ατζέντα υπέρ μιας αριστερής εναλλακτικής λύσης, αν και δεν ανατάσσει αυτόματα την κατάσταση κοινωνικής νηνεμίας που επικρατεί. Δεν είναι τυχαίο που το Υπουργείο Οικονομικών απάντησε σχεδόν αμέσως με εκτεταμένο (δώδεκα σελίδες) κείμενό του στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην ΔΕΘ. Δεν είναι τυχαίο που έχει ανοίξει ένας γόνιμος διάλογος για το θέμα αυτό μεταξύ των αριστερών οικονομολόγων (Τσακαλώτος, Λαπαβίτσας, Δραγασάκης κ.α. ).
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΕΘ : ΟΧΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
     Είναι μάλλον προφανές το ότι οι θέσεις στην ΔΕΘ δεν συνιστούν ένα ολοκληρωμένο ή έστω και περιορισμένο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα. Θυμίζουμε εδώ ότι ως μεταβατικό πρόγραμμα ορίζεται μια δέσμη πολιτικών μέτρων, μεταρρυθμίσεων και ρήξεων, οι οποίες ανατρέπουν την συνισταμένη της αστικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ενισχύουν ποιοτικά την θέση των λαϊκών τάξεων, ενισχύουν την πολιτική ταξική πάλη από εργατική-λαϊκή σκοπιά, αποδυναμώνουν την άρχουσα τάξη, οξύνουν την σύγκρουση μαζί της και ανοίγουν μεσοπρόθεσμα τον δρόμο προς την σοσιαλιστική προοπτική της χώρας και προς μια περίοδο αποφασιστικών ρήξεων . Το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα ( αναγόμενο σε μια λενινιστική- γκραμσιανή ή τροτσκιστική ή αριστερή ευρωκομμουνιστική στρατηγική εκδοχή) είναι το σημείο σύνθεσης και μετάβασης στις δυτικές κοινωνίες από τον μακροχρόνιο πόλεμο θέσεων στον καταληκτικό πόλεμο κινήσεων ή ελιγμών που χαρακτηρίζεται από την «επαναστατική κατάσταση» και την εμφάνιση θεσμών δυαδικής εξουσίας. Ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα στις δυτικές κοινωνίες , ακόμη και σε περιπτώσεις με πολύ ιδιαίτερα προβλήματα ανθρωπιστικής καταστροφής, διάλυσης του κοινωνικού κράτους και εθνικής κυριαρχίας/κρίσης  όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα απολύτως στεγανό «στάδιο» ή μεταβατικό πολιτικό καθεστώς, το οποίο θα ξέφευγε για μια απροσδιόριστη περίοδο από το ζήτημα της σοσιαλιστικής εξουσίας. Οι απαραίτητες πρώτες φάσεις αντιμνημονιακής εκκαθάρισης και ρήξης και δημόσιας τόνωσης μιας ακόμη καπιταλιστικής οικονομίας δεν μπορούν να εφαρμοσθούν πλήρως παρά μόνο από ένα κοινωνικό μπλοκ με εργατική ηγεμονία, το οποίο θα αρχίσει να αμφισβητεί στην πράξη την καπιταλιστική/μονοπωλιακή ιδιοκτησία και εξουσία. Το πρόβλημα με το ΚΚΕ δεν έγκειται στο ότι αναγνωρίζει την έλλειψη σταδίων αλλά στο ότι δεν προάγει πραγματικά και εξειδικευμένα μιασοσιαλιστική στρατηγική μέσω μεταβατικών στόχων. Ιδίως, η επιθετικότητα της εθνικής και διεθνούς αστικής τάξης στο σύνολό της-και παρά τις τριβές για μια πιο «ήπια» διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού που σχετίζονται κυρίως με την ΕΚΤ- αποδεικνύει το ανέφικτο ενός προσωρινού σταθερού κοινωνικού συμβολαίου ή ενός στεγανού μεταβατικού σταδίου σε μια περίοδο κρίσης του καπιταλισμού και κρίσης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα .
    Το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να θέτει όχι μόνο ζητήματα που αφορούν την τιμή της εργατικής δύναμης και το ύψος του άμεσου και έμμεσου μισθού αλλά και τα ζητήματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία και τον κοινωνικό έλεγχο στις τράπεζες και τις στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις είτε ανήκουν σήμερα στο Δημόσιο είτε έχουν αποκρατικοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδικασία αποκρατικοποίησης ή ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα και το ζήτημα του οικονομικού και κοινωνικού κόστους για την κοινωνικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων. Χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να υπάρξει μια παραγωγική ανασυγκρότηση αριστερού και ριζοσπαστικού τύπου. Το ζήτημα του δημόσιου ελέγχου και της ιδιοκτησιακής κατάστασης των τραπεζών (βλ. και απόφαση συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ) είναι κομβικό για την χρηματοδότηση και την κεφαλαιακή επάρκεια ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Επίσης, ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να απαντά στο ζήτημα της κοινωνικής αναδιανομής και της αλλαγής του οικονομικού ταξικού συσχετισμού δύναμης εντός και μιας γενικότερης ρήξης με το ιμπεριαλιστικό και νεοφιλελεύθερο ευρωενωσιακό πλαίσιο (Σύμφωνο Σταθερότητας, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Συνθήκη Λισσαβώνας κλπ). Το ζήτημα της κοινωνικής αναδιανομής σχετίζεται αναπόφευκτα και με την εύρεση των χρηματικών πόρων για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών και για τη δημόσια τόνωση της παραγωγικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας. Το ζήτημα της κοινωνικής αναδιανομής αφορά το εισόδημα των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ( και η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα είναι μια πολύ καλή αρχή), την αποκατάσταση όχι μόνο της ανθρωπιστικής κατάστασης αλλά και του ελλειμματικού στην Ελλάδα μέχρι το 2009 κοινωνικού κράτους, την αποκατάσταση μιας ενεργού οικονομικής ζήτησης για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και με αποδέκτη μια παραγωγική διαδικασία στην Ελλάδα, η οποία θα απαντά σε αυτήν την ενεργό ζήτηση υποκαθιστώντας σε έναν βαθμό τις εισαγωγές. Βεβαίως, η επιτυχία μιας τέτοιας κίνησης συνδέεται και με τις τάσεις στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία.  Υπό αυτήν την έννοια, το ζήτημα δεν είναι αυτό που λένε οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι (βλ. και απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών ) ότι η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα αφορά ένα πολύ υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (70 % έναντι μέσου όρου 56 % στην Ε.Ε.) ή ότι η συνολική κατανάλωση στην Ελλάδα δεν έχει μειωθεί σε σχέση με το 2010 παρά την λιτότητα αλλά το ποιος καταναλώνει από κοινωνική και ταξική σκοπιά και τι καταναλώνει σε σχέση με την παραγωγική δομή της χώρας. Επίσης, είναι λογικό σε συνθήκες φτώχειας το όποιο εισόδημα υπάρχει να καταναλώνεται και να μην αποταμιεύεται. Τα οικονομικά της «προσφοράς» και της ανόδου της ανταγωνιστικότητας χάριν των χαμηλών μισθών, που πρεσβεύουν οι νεοφιλελεύθεροι, είναι οικονομικά της πλήρους ταξικής μεροληψίας εκ μέρους του κεφαλαίου αλλά και οικονομικά της τουλάχιστον προσωρινής έντονης ύφεσης. Συνεπώς, το ζήτημα ενός μίνιμουμ προγράμματος (πλήρους ή σχετικά ελλιπούς όπως αυτό που παρουσιάσθηκε) είναι μεν παραδεκτό αλλά δεν απαντά στο γενικότερο ζήτημα ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος. 
      ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΔΕΘ ΩΣ ΕΝΑ ΜΙΝΙΜΟΥΜ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 
      Μην αποτελώντας οι θέσεις στην ΔΕΘ ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα με την παραπάνω έννοια, έχουν μια πολιτική αξία ως ένα άμεσο μίνιμουμ πολιτικό και κυβερνητικό πρόγραμμα με την έννοια αυτού που λεγόταν παλιότερα «πρόγραμμα των πρώτων εκατό ημερών» . Τονίσαμε ήδη τον θετικό χαρακτήρα των πολιτικών δεσμεύσεων που ελήφθησαν , αλλά αυτό δεν επιλύει όλα τα ζητήματα ούτε είναι επαρκές. Με τις πολύ σημαντικές εξαιρέσεις των 751 ευρώ, της κατάργησης του ΕΝΦΙΑ και πιθανόν των αντισυνταγματικών απολύσεων και διαθεσιμοτήτων των δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων στο Δημόσιο και της ρύθμισης των «κόκκινων δανείων» , δίδεται η αίσθηση ορισμένες φορές ότι η μεγάλη ανατροπή στο θέμα των δημοσίων εσόδων θα επιτευχθεί μέσω   μιας καλύτερης λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, της πάταξης της φοροδιαφυγής και της καλύτερης ρύθμισης των οφειλομένων δόσεων στην Εφορία ή της πάταξης του λαθρεμπορίου καυσίμων. Χωρίς να αποκλείονται αυτές οι βελτιώσεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποδώσουν πολύ βραχυπρόθεσμα και μάλιστα με έναν κρατικό μηχανισμό εν μέρει πολιτικά εχθρικό. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της βραχυχρόνιας εισαγωγής ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος που δεν θα τσακίζει την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και εισόδημα, που θα αυξάνει τα αφορολόγητα αλλά και θα φορολογεί και εντοπίζει ικανοποιητικότερα τα εύπορα αστικά και ανώτερα μεσαία στρώματα και θα προασπίζει την κύρια κατοικία. Επίσης, τίθεται ζήτημα ικανοποιητικής λειτουργίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, σταδιακής αλλαγής της νομοθεσίας και νομολογίας για τις εργασιακές σχέσεις και αποτελεσματικότητας των συλλογικών συμβάσεων. Τέλος, στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα θα πρέπει- και πέρα από το ζήτημα των συντάξεων –να εγκαινιασθεί σταδιακά μια πολιτική ανόδου του εισοδήματος των εργαζομένων και αποκατάστασης των απωλειών στις αποδοχές που έχουν επέλθει από το 2010 μέχρι και σήμερα. Προτεραιότητα, βεβαίως, έχει η άρση των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων και η αποκατάσταση των άδικα και σκόπιμα απολυμένων. Αλλά και η κοινωνική ανακούφιση των μεσαίων στρωμάτων , που μπορούν να είναι σύμμαχα των εργατικών, προϋποθέτει η πλήρης αποκατάσταση του εργατικού εισοδήματος να συνδέεται με μέτρα χαλαρωτικά των οικονομικών υποχρεώσεων των μικροαστικών και κατώτερων μεσοαστικών στρωμάτων.
      Το παραπάνω μίνιμουμ πρόγραμμα, εμπλουτιζόμενο με τον κατάλληλο τρόπο, χρειάζεται, όπως έδειξε με την παρέμβασή του και ο Κ. Λαπαβίτσας, καλύτερη χρηματοδοτική θεμελίωση και θεμελίωση του κόστους του ( η μεγάλη ψαλίδα μεταξύ της κοστολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ στα 11 δις και της κοστολόγησης του Υπουργείου Οικονομικών στα 27 δις για το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ δεν αναιρεί πάντως ότι πολλά μεγέθη είναι κοινά και στις δύο λίστες κοστολόγησης) . Εκτός αυτού, όμως, χρειάζεται να αναδειχθεί ακόμη παραπάνω ότι και αυτό το μίνιμουμ πρόγραμμα, το οποίο δεν απαντά εκ της μετριοπάθειάς ή εκ της προσωρινότητός του  στα ζητήματα των τραπεζών, των δημοσίων επιχειρήσεων, των γενικότερων αλλαγών στο φορολογικό σύστημα, ανοίγει αντικειμενικά ένα ευρύτατο πεδίο συγκρούσεων και ρήξεων με το εθνικό κεφάλαιο και ορισμένα μεσαία στρώματα στην Ελλάδα, με την ηγεσία της ευρωζώνης και της Ε.Ε. και με τον ιμπεριαλισμό. Είναι απολύτως απίθανο αυτές οι δυνάμεις να αποδεχθούν ακόμη και τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, καθώς αυτό θα ανοίξει την «όρεξη» στις εργατικές τάξεις και των άλλων χωρών. Είναι απολύτως απίθανο να δεχτούν την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ με δεδομένη την στρατηγική της απαλλοτρίωσης της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας στην Ελλάδα ή και την άρση των απολύσεων στο Δημόσιο ή την χρήση αποθεμάτων του ΤΧΣ. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το λαϊκό κίνημα στην χώρα μας πρέπει να είναι έτοιμοι για μια εκτεταμένη ρήξη με τις δυνάμεις της ευρωζώνης, η οποία θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες και εκβάσεις. Η μη προετοιμασία ή η απροθυμία για κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αναδίπλωση της Αριστεράς και σε μια μονομερή διαχείριση της φτώχειας με τα –αναγκαία αλλά όχι επαρκή- προσωρινά εργαλεία της επιδότησης της τροφής, της στέγης και των φαρμάκων.  Όμως, ο περιορισμός της αριστερής πολιτικής στην άμεση ανακούφιση της φτώχειας θα φτωχύνει και το περιεχόμενο της αριστερής πολιτικής και θα την μετατρέψει σε μια δύναμη επιδοματικής φιλανθρωπίας και ήπιας διαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού, όπως συνέβη εν μέρει με τοPT του Λούλα στην Βραζιλία.
      Επίσης, στερείται κάθε λογικής η επισήμανση ότι οι καλύψεις του μισθού και των κοινωνικών αναγκών και πολύ περισσότερο των δημοσίων επενδύσεων θα συντελεσθούν με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και «χωρίς ελλείμματα», ότι «δεν θα επιστρέψουμε στα ελλείμματα». Όσο και αν ανέβουν τα δημόσια έσοδα, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ιστορικό προηγούμενο όπου μια οικονομία να μπήκε σε αύξουσα αναπτυξιακή τροχιά χωρίς σημαντικά –έστω και προσωρινά- ελλείμματα. Επιπλέον, τα «τριάντα ένδοξα χρόνια» το καπιταλισμού ήταν σχεδόν σταθερά χρόνια αναπτυξιακών ελλειμμάτων. Η τοποθέτηση αυτή περί «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» συνεπάγεται την βαθύτερη παραδοχή νεοφιλελεύθερων και ευρωενωσιακών πολιτικών αντιλήψεων.
      ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
      Συναφές είναι και το θέμα της διαχείρισης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Το ζήτημα του χρέους και της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του είναι «μονόδρομος» για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής αλλά και για την παραγωγική τόνωση της χώρας . Χωρίς αυτό, με την θηλιά στον λαιμό, κάθε διορθωτική κίνηση είναι καταδικασμένη. Το ζήτημα της διεθνούς διάσκεψης παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες , αφού προϋποθέτει έναν πολύ ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δύναμης, κάτι που δεν φαίνεται να προκύπτει στο ορατό μέλλον. Επίσης, οι όποιες κινήσεις χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ δεν φαίνεται να οδηγούν σε μια πολιτική ριζικών διαγραφών στο ελληνικό χρέος. Το ζήτημα , τέλος, των αναγκαίων μονομερών ενεργειών της Ελλάδας κατά των μνημονιακών ρυθμίσεων, που θα μπορούσαν να εγκαινιασθούν με έναν πολυνόμο που θα καλύπτει το μίνιμουμ πρόγραμμα και θα εγκαινιάζει έναν οδικό χάρτη για την κατάργηση της εφαρμοστικής νομοθεσίας σε όλους τους τομείς, αναπόφευκτα μπορεί να δημιουργήσει μια χρηματοδοτική εμπλοκή και μια κρίση στην διεθνή διαχείριση του χρέους. Αυτό, δυστυχώς, δεν φαίνεται να απασχολεί επαρκώς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αν και μπορεί να αποτελέσει σύντομα ζήτημα αιχμής.
      Από μια άποψη, είναι σωστό το επιχείρημα ότι δεν μπορείς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα (θέση του Λαπαβίτσα) . Μέσα στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο και στο Σύμφωνο Σταθερότητας, μέσα στα όρια του κοινού νομίσματος και της αδυναμίας νομισματικής υποτίμησης, δεν υπάρχουν ουσιαστικά ευρέα περιθώρια κοινωνικής και φιλεργατικής πολιτικής, εκτεταμένων δημοσίων επενδύσεων και ενός αναζωογονητικού ( εν μέρει κεϋνσιανού- αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, αν συνδέεται με θεσμούς εργατικού/κοινωνικού ελέγχου, καθώς η κριτική στον κεϋνσιανισμό είναι διαφορετική, όταν απορρέει από ριζοσπαστικές θέσεις και διαφορετική, όταν απορρέει από συγκαλυμμένες νεοφιλελεύθερες θέσεις) παραγωγικού προγράμματος. Όμως, αυτή η αντίφαση πρέπει και μπορεί να αναδειχθεί και κάθε πολιτική δύναμη να αναλάβει δημόσια τις συνέπειες για όσα προτείνει. Από αυτήν την άποψη, η εκφορά των πρόσφατων θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και η αναγκαιότητα ριζοσπαστικής διεύρυνσής τους έχει σημαντικά θετικές όψεις, καθώς ανοίγει αντικειμενικά μια δημόσια αντιπαράθεση με ρηκτικές και ριζοσπαστικές δυναμικές.

      Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

      http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=17777:mpelantis-deu&catid=72:dr-ekdilosis&Itemid=279

      Δεν υπάρχουν σχόλια:

      Δημοσίευση σχολίου