Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Αλεξάντρ Μπλοκ και «Οι Δώδεκα»



Ο Αλεξάντρ Μπλοκ και «Οι Δώδεκα»Του Θαν άση Γιούνη


Στα σαράντα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Γιάννης Ρίτσος μετέφρασε τους Δώδεκα του Αλεξάντρ Μπλοκ, πρώτα για το αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης κι έπειτα σε αυτόνομη έκδοση. Το Φεβρουάριο του 1958, λοιπόν, αντιμετώπισε δίωξη μαζί με τον Μάρκο Αυγέρη και το Νικηφόρο Βρεττάκο για το αφιέρωμα στην Οκτωβριανή Επανάσταση: το «έγκλημα» που του καταλογίστηκε ήταν η απόδοση των Δώδεκα στα ελληνικά. Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν τελικά με βούλευμα, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, κι αφού προηγήθηκε έντονη διαμαρτυρία της Εθνικής Εταιρείας Συγγραφέων της Γαλλίας προς την ελληνική κυβέρνηση υπέρ του Ρίτσου.

Η πρόσφατη επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια, σε μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα (εκδ. Γκοβόστη), ξαναφέρνει στο προσκήνιο το  ποίημα των πρώτων ημερών της επανάστασης. Παλιότερες εκδόσεις, όπως η απόδοση απ’ τον Πέτρο Κολακλίδη το 1945 και το 1997, είναι εξαντλημένες και δυσεύρετες. Μια άλλη μετάφραση είναι αυτή της Ελένης Κατσιώλη στη μικρή ανθολογία Εξεγερμένοι Ποιητές.
Αν ο Μαγιακόφσκι είναι ο ποιητής της επανάστασης, οι Δώδεκα του συμβολιστή Αλεξάντρ Μπλοκ είναι το ποίημά της: μιλάει για την επανάσταση χωρίς να είναι επαναστατικό, σαν τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι, και ταυτόχρονα για μια Αποκάλυψη, χωρίς να είναι θρησκευτικό.
Έτος Ένα της Επανάστασης, όπως το ονομάζει ο Βίκτορ Σερζ, μετά τη διάλυση της Συντακτικής απ’ τους Μπολσεβίκους και τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες, κι ενώ ο εμφύλιος έχει ήδη αρχίσει. Μαύρη νύχτα, λευκό χιόνι κι ένας αέρας φυσάει μανιασμένα στην Πετρούπολη. Μια ομάδα δώδεκα πολιτοφυλάκων ερυθροφρουρών με χαρακτηριστικά περιθωριακών, λούμπεν προλετάριων περιπολεί και σαρώνει τα σύμβολα του παλιού κόσμου βίαια και ορμητικά. Ψάχνοντας για αντεπαναστάτες, στο τέλος του ποιήματος, καλούν μια μορφή, μια σκιά, να βγει έξω, να παρουσιαστεί. Είναι ο Ιησούς Χριστός που μπαίνει επικεφαλής των  Δώδεκα και τους οδηγεί με την κόκκινη σημαία.
Η εικόνα του Χριστού, και μάλιστα στη λαϊκή, αγροτική εκδοχή του, ενός Χριστού των μουζίκων, προκάλεσε έναν ιδεολογικό σεισμό: ο Μπλοκ είχε ταχθεί με την επανάσταση, όμως ο ίδιος ήταν εκπρόσωπος της παλιάς ιντελιγκέντσιας των ευγενών. Το ποίημα δίχασε τους διανοούμενους. Σημαντικές μορφές της επανάστασης, όπως ο Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι, ο Μπουχάριν, ο Μαγιακόφσκι, αλλά και αντίπαλοί της, όπως ο Μπερντιάεφ, έγραψαν γι' αυτό.
Το ποίημα αυτό καθαυτό έχει τη δική του δυναμική και επιδέχεται πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο αναγνώστης πρέπει να έχει μια ιδέα για τον προσωπικό, συχνά αντιφατικό και ιδιαίτερο τρόπο που ο Μπλοκ πλησίασε την επανάσταση -- έναν τρόπο που διαφέρει από την προσέγγιση των Σοσιαλιστών.
Οι συμβολιστές και η Επανάσταση
Η παλιά διανόηση με λίγες εξαιρέσεις αντιμετώπισε εχθρικά την επανάσταση και η Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών απομονώθηκε και περιχαρακώθηκε στον εαυτό της. Απ’ τους κύκλους των συμβολιστών ελάχιστοι πέρασαν στην πλευρά της επανάστασης, ενώ άλλοι προτίμησαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Οι  θρησκευτικοί συμβολιστές, οι λεγόμενοι και «σοφιολογιστές» (Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, Πάβελ Φλορένσκι, Σεργκέι Μπουλγκάκοφ κ.ά.), ήταν στραμμένοι στο μυστικισμό και τα θεοκρατικά τους σχήματα απέδιδαν θείο και εσχατολογικό χαρακτήρα στις εθνικές περιπέτειες της Ρωσίας και τα κοινωνικά φαινόμενα.
Οι ερωτικοί και μεταφυσικοί συμβολιστές γύρω από τον Ντμίτρι Μερεζκόφσκι (θεωρείται ο εισηγητής του μοντερνισμού στη ρωσική λογοτεχνία), τη Ζινάιντα Γκίπιους, τον Ραζάνοφ κ.ά.,  αλλά και η 7μελής ομάδα του φυλλαδίου «Βέκχι» (Σηματοδότες), που ασκούσε κριτική τόσο στη σλαβόφιλη όσο και στη φιλοδυτική διανόηση, είχαν αποδυθεί σε μια προσπάθεια ν’ αποδομήσουν τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της στρατευμένης διανόησης του 19ου αιώνα (της εποχής των Τσερνισέφσκι, Πισάρεφ, Ντομπρολιούμποφ και των Ναρόντνικων). Οι ίδιοι καλούσαν τους διανοούμενους που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1905 να μεταμεληθούν και τους θεωρούσαν υπεύθυνους για τα σκληρά μέτρα που πήρε η εξουσία.
Οι «Βεχότσκι», με σημαντικότερο τον Μπερντιάεφ, ήταν φιλελεύθεροι και όχι τσαρικοί. Ήθελαν την κοινωνική αλλαγή, αλλά φοβούνταν τους αγρότες και τους προλετάριους. Η οπτική τους ήταν ταξική. Με συντριβή ο Μπερντιάεφ, εμιγκρές πλέον, έγραψε στην αυτοβιογραφία του:
Ζούσαμε σε μια διαφορετική εποχή αποξενωμένοι απ’ την ιστορική πάλη. Κλεισμένοι σ’ ένα χρυσελεφάντινο πύργο, επιχειρώντας ν’ ανοίξουμε μια μυστικιστική συζήτηση, ενώ κάτω απ’ τα παράθυρά μας το τραγικό πεπρωμένο της Ρωσίας ακολουθούσε το δρόμο του» (βλ. Νάντια Βαλαβάνη, "Ρωσικός Μοντερνισμός και Καλλιτεχνική Πρωτοπορία", περιοδικό Θέσεις, τ. 104 ).
Έτσι οι συμβολιστές έμειναν έξω από τις επαναστατικές διεργασίες. Μια τριάδα επιφανών συμβολιστών, ωστόσο, υποστήριξε την επανάσταση.
Ο πρώτος ήταν ο Βαλέρι Μπριούσοφ, ηγετική φυσιογνωμία του συμβολισμού, ο πιο καλλιεργημένος ποιητής της Ρωσίας κατά τον Γκόρκι, που από την ποίηση της παρακμής έφτασε να γράψει για τον Οκτώβρη: «Έζησα την πιο δοξασμένη μέρα της Γης». Πολλά ποιήματα απ’ τις τελευταίες του συλλογές («Σε τέτοιες μέρες», 1921) αφιερώνονται στην επανάσταση.
Ο δεύτερος ήταν ο Αντρέι Μπέλι, γνωστός στο ελληνικό κοινό όχι τόσο  απ’ τα ποιήματα, αλλά απ’ το αριστούργημά του Πετρούπολη, που κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις μέσα στο 2017.  Ο Μπέλι συνεργάστηκε με την Πρόλετκουλτ, έγραψε το δοκίμιο «Επανάσταση και πολιτισμός» και στο ποίημα «Χριστός Ανέστη» μίλησε για την επανάσταση με μεταφορές απ’ τη ζωή του Χριστού: ο σταυρωμένος Χριστός είναι η Ρωσία που σπάζει τα δεσμά της σκλαβιάς της κι ανασταίνεται (βλ. Παναγιώτης Μανιάτης, Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση, Δίαυλος). Η στενή σχέση του με τον Αλεξάντρ Μπλοκ, με τον οποίον μοιράζονταν κοινές αναζητήσεις, χάλασε, όταν η γυναίκα του Μπλοκ, Λιουμπόφ Μεντελέγιεβα (κόρη του διάσημου Μεντελέγιεφ, που δημιούργησε τον πρώτο περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων), συνδέθηκε ερωτικά για δύο χρόνια με τον Μπέλι.
Ο τρίτος συμβολιστής ήταν ο πιο καταξιωμένος εκείνη την εποχή ποιητής της Ρωσίας, ο Αλεξάντρ Μπλοκ.
Αλεξάντρ Μπλοκ: Απ’ τα «Ποιήματα για τη θαυμάσια Δέσποινα» στο πλευρό της επανάστασης
Ο Αλεξάντρ Μπλοκ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1880, σε οικογένεια διανοουμένων. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και ο παππούς του πρύτανης στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Μετά το διαζύγιο των γονιών του έζησε στο Σαχμάτοβο, κοντά σε αριστοκράτες συγγενείς.
Επηρεάζεται απ’ τον μυστικισμό του Σολοβιόφ και τις ιδέες του για τη μεσσιανική αποστολή της Ρωσίας στον κόσμο, για να εξελιχθεί στον πιο σπουδαίο ποιητή του ρωσικού συμβολισμού.
Ο συμβολισμός εκφράζει ιδέες και συναισθήματα. Όχι όμως με την άμεση περιγραφή, ούτε προσδιορίζοντάς τα με φανερές παρομοιώσεις ή συγκεκριμένες εικόνες, αλλά με την υποβολή αυτών των ιδεών και συναισθημάτων, την ανασύνταξη στο νου του αναγνώστη, που χρησιμοποιεί σύμβολα τα οποία δεν επεξηγούνται (βλ. Charles Chadwick, Συμβολισμός, Σειρά: Η γλώσσα της κριτικής, εκδ. Ερμής).
Σε άλλες εκδοχές του συμβολισμού, ο ποιητής εξυψώνεται στη θέση του προφήτη ή καλύτερα ενός οραματιστή, όπως λέει ο Ρεμπώ, που είναι προικισμένος με την ικανότητα να βλέπει, πίσω και πέρα απ’ τα αντικείμενα του πραγματικού κόσμου, τις ουσίες που κρύβονται στον ιδεατό κόσμο.
Κατά τον Μπωντλαίρ, «τα πάντα, μορφή, κίνηση, αριθμός, χρώμα, άρωμα, στον πνευματικό όσο και στον φυσικό κόσμο, είναι μεστά σημασίας, αμοιβαία, αντίστροφα, αντίστοιχα».
Τα ποιήματα του Μπλοκ, από την πρώτη κιόλας περίοδο, είναι άψογα στην ιδεαλιστική εικονοποιία, τη μουσικότητα, το ρυθμό. Αγαπά τη μουσική κι αυτό χαρακτηρίζει όχι μόνο τους στίχους αλλά όλη την ύπαρξή του.  Συχνά μιλά με μουσικούς όρους για σημαντικά γεγονότα ή αφουγκράζεται σαν μουσική πράγματα από το μέλλον.
Αργότερα δεν διστάζει να εισαγάγει νεωτεριστικούς ρυθμούς, ακανόνιστους, λαϊκή γλώσσα, αργκό του περιθωρίου (όπως στους Δώδεκα) αλλά και να χρησιμοποιήσει λαϊκά τραγούδια, μπαλάντες, στιχάκια του πεζοδρομίου.
Ένας πρώτος κύκλος είναι τα «Ποιήματα για τη θαυμάσια Δέσποινα» (μτφρ στα ελληνικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης), που είναι αφιερωμένα στη γυναίκα του Λιουμπόφ Μεντελέγιεβα. Ο Μπλοκ βασανίζεται από τη διάσταση ανάμεσα στην πλατωνική θεώρηση της ομορφιάς και τη σκληρή πραγματικότητα στα εξαθλιωμένα προάστια των ρωσικών μεγαλουπόλεων. Πολύ αντιπροσωπευτικό ποίημα γι' αυτό το αίσθημα είναι «Η αναπάντεχη χαρά», που αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης. Ανήσυχος κι ευαίσθητος, ο Μπλοκ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία.
Τα χρώματα είναι βασικό συστατικό της ποίησής του γιατί αποτελούν υπαινικτικές, μυστικιστικές νύξεις πάνω στην ανθρώπινη εμπειρία. Η πρώτη περίοδος κυριαρχείται από το λευκό, την αθωότητα, τη νιότη, τον έρωτα. Η δεύτερη από το μπλε, την αδυναμία εκπλήρωσης των ιδανικών, την απουσία σκοπού. Η τρίτη, η προεπαναστατική, από το κόκκινο της φωτιάς, της επανάστασης, του αίματος.
Ο Αλεξάντρ Μπλοκ, που πέθανε πρόωρα, μόλις το 1921, είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του Αργυρού Αιώνα της ρωσικής λογοτεχνίας (πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.) με τα ποικιλόμορφα ρεύματα (συμβολιστές, παρακμιακοί, ακμεϊστές, φουτουριστές). Η Άννα Αχμάτοβα νεκρολογεί τον αγαπημένο της Αλέξανδρο, τον «ήλιο της ρωσικής ποίησης», όπως αποκαλούσαν και τον Πούσκιν, και τον θεωρεί το ανάστημα εκείνο με το οποίο πρέπει να συγκριθεί κάθε ποιητής για να δει τι αξίζει.
Είναι αρκετά γνωστοί οι στίχοι απ’ το ποίημα του Μπλοκ «Για την Άννα Αχμάτοβα»:
Η ομορφιά είναι τρομακτική, σας λένε
σεις ρίχνετε κουρασμένα στους ώμους ένα ισπανικό σάλι
στα μαλλιά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο…
Ο ξεχωριστός Σεργκέι Γιεσένιν τρέμει από συγκίνηση όταν τον παρουσιάζουν στον Μπλοκ. Αχμάτοβα, Τσβετάγιεβα, Ναμπόκοφ, Πάστερνακ του αφιερώνουν στίχους, ενώ το 1921 ο ποιητής Ίλια Ιόνοφ, που ήταν φυλακισμένος επί τσαρισμού, μνημονεύει τη «φωτεινή ιπποτική του μορφή», που αυτός και οι σύντροφοί του έβλεπαν απ’ τα κάγκελα της φυλακής.
Η στροφή του Μπλοκ, που θα τον οδηγήσει κοντά στην επανάσταση και τους Δώδεκα, αρχίζει μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 και τις ωμότητες του τσαρικού καθεστώτος που ακολούθησαν. Απομακρύνεται απ’ τον μυστικισμό και τον ορθόδοξο συμβολισμό και ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησής του ξεδιπλώνεται.
Πολύτιμες πληροφορίες για την πνευματική πορεία του Μπλοκ  μέχρι τους Δώδεκα μας δίνει ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, που αφιερώνει στον ποιητή ένα κεφάλαιο απ’ το δεύτερο μέρος του βιβλίου του «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη» (βλ. Anatoly Lunacharsky, On Literature and Art). Ο ευρυμαθής και καλλιεργημένος Λουνατσάρσκι, ανοιχτός στο διάλογο, έβλεπε προστατευτικά τον Μπλοκ. Δεν απαξίωνε αλλά εκτιμούσε τον συμβολισμό και την προσφορά του στη λογοτεχνία: το επιβεβαιώνει ο Νίκος Καζαντζάκης όταν περιγράφει στη Ρουσία (απ’ τη σειρά Ταξιδεύοντας) μια πολύωρη συνάντηση και συζήτηση με τη σύζυγο του Λουνατσάρσκι, Άννα Αλεξάντροβνα, και μια ομάδα νέων ποιητών στο Κρεμλίνο.
Ο Μπλοκ ήταν αριστοκράτης περισσότερο με την πνευματική έννοια του όρου παρά με αυτή των υλικών προνομίων της τάξης του. Είχε επίγνωση της κοινωνικής του καταγωγής αλλά και των τεράστιων ευθυνών της τάξης των ευγενών για όσα υπέφερε ο ρωσικός λαός. Ήταν ένας déclassé, όπως τον ονομάζει ο Λουνατσάρσκι, που στο τέλος της ζωής του δεν είχε τίποτε κοινό με τους ευγενείς.
Ο Μπλοκ μιλάει με πικρή ειρωνεία για την περίοδο αντίδρασης και το …«ευαίσθητο, αριστοκρατικό χέρι»του Στολίπιν που έσφιγγε τη θηλιά στο λαιμό του λαού και της Ρωσίας. Η περίοδος της αντίδρασης ήταν μια «μακρά, άγρυπνη, στοιχειωμένη νύχτα».
Απεχθάνεται τη μπουρζουαρζία και τις οικονομικές της  δραστηριότητες  απ’ τη σκοπιά του ευγενούς και οργίζεται με την κοινωνική αδικία. Σ’ αυτό το πνεύμα είναι γραμμένο το ποίημά του «Εκδίκηση». Στο μεταξύ έχει αποστασιοποιηθεί απ’ την ελίτ της  ιντελιγκέντσιας. Όλοι αυτοί, γράφει, οι μορφωμένοι καλλιτέχνες, με τις  κυρίες τους, οι φιλόσοφοι, οι ιερείς,  ξέρουν ότι έξω από τις πόρτες τους  οι φτωχοί τω πνεύματι έχουν ανάγκη από πράξεις αντί για μια τερατώδη λαχτάρα για λέξεις. Οι πόρνες τουρτουρίζουν στις γωνίες των δρόμων, οι άνθρωποι πεινούν, άλλοι απαγχονίζονται.
Ίσως η λύση βρίσκεται στον «μυστηριώδη» λαό.  Στις 18 Ιουνίου του 1917 ο Μπλοκ γράφει στο ημερολόγιό του: «Δε θα εκπλαγώ αν ο λαός, έξυπνος, ήρεμος και προικισμένος,  ξεκινήσει ξαφνικά τόσο ήρεμα και μεγαλοπρεπώς, να κρεμάσει και να συνθλίψει τη διανόηση, για να δημιουργήσει τάξη, για να καθαρίσει το μυαλό της χώρας απ’ τα σκουπίδια». Και στις 30 του ίδιου μήνα: «Αν έρθει το προλεταριάτο στην εξουσία, θα υπάρξει μια μακρά αναμονή για τάξη και οργάνωση. Μπορεί να μη συμβεί στη διάρκεια της ζωής μας, αφήστε όμως  το προλεταριάτο ν’ ασκήσει την εξουσία γιατί μόνο τα παιδιά θα μπορούσαν να φτιάξουν κάτι νέο και ενδιαφέρον απ’ αυτό το αρχαίο παιχνίδι».
Ο Μεγάλος Πόλεμος για τον ποιητή  είναι ένα κακούργημα της γερασμένης Ευρώπης. Το ποίημα «Σκύθες», γραμμένο κι αυτό το 1918, όπως και οι Δώδεκα, είναι κλειδί για να καταλάβουμε πώς βλέπει την επανάσταση ο Μπλοκ.
Αρκετοί Ρώσοι λόγιοι και ποιητές αναζητούσαν μια προγονική ταυτότητα στους Σκύθες, πότε με υπερηφάνεια και πότε με αυτοσαρκασμό. Είναι εντυπωσιακό ότι και η φουτουριστική ομάδα ΥΛΑΙΑ, των Μαγιακόφσκι, Κρουτσόνιχ, Καμένσκι, Μπουρλιούκ, Ματιούσιν, Χλέμπνικοφ κλπ., βαφτίζεται έτσι απ’ την αρχαία ελληνική ονομασία που προσδιόριζε την περιοχή των Σκυθών, απ’ τη λέξη ύλη, ξυλεία  που τη συναντάμε στον Ηρόδοτο.
Οι Σκύθες ήταν πολεμικός λαός που ζούσε στην περιοχή της σημερινής Ρωσίας και εξαφανίστηκε την ύστερη ρωμαϊκή εποχή.  Στη μεσαιωνική δυτική και Βυζαντινή κουλτούρα απέκτησαν μυθικές διαστάσεις. Ήταν οι βάρβαροι που έκαναν επιδρομές στην Ευρώπη, γνώριμοι κι όμως ξένοι -- μια βιβλική τιμωρία για το μεσαιωνικό χριστιανισμό. Αυτή την αμφισημία εκμεταλλεύεται ο Μπλοκ και  απευθύνεται έμμεσα στους Ευρωπαίους που προσπαθούν, με την ιμπεριαλιστική επέμβαση, να καταπνίξουν τη νεαρή επανάσταση.
Με τη μάσκα των Σκυθών κατασκευάζει το αφήγημα μιας Ρωσίας που είναι υπερδύναμη και ορίζει τη ρωσική ταυτότητα ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Μογγολία, σαν μια ασπίδα μεταξύ των δύο, που όμως η Ευρώπη δεν την εκτιμά, αλλά εκμεταλλεύεται τη Ρωσία και τώρα στρέφει και τα όπλα εναντίον της.
Η επανάσταση δεν είναι μόνο μια κοινωνική ανατροπή αλλά  και αναγέννηση της Ρωσίας που καλείται να παίξει τον ιστορικό της ρόλο. Είναι ταυτόχρονα μια ρήξη αλλά και μια συνέχεια με ένα παρελθόν που προϋπήρχε, κι αυτό είναι το ισχυρό  κράτος ως ορθωτής του έθνους.  Τα ιδεώδη της Οκτωβριανής επανάστασης, κατά τον Μπλοκ, θα σταματήσουν το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό ανάμεσα στην Ευρώπη και τους Βαρβάρους. Ο χαρακτήρας της Ρωσίας γίνεται έτσι διεθνιστικός και εθνικιστικός ταυτόχρονα. Η Ρωσία στον Μπλοκ γίνεται φορέας μιας κοσμοϊστορικής αλλαγής που ανασυγκροτεί την ίδια και μεταλλάσσει τον κόσμο.
Για τελευταία φορά λογικέψου παλιέ κόσμε!
γιατί στην αδελφική γιορτή του κόσμου και της ειρήνης
τελευταία φορά σε τέτοια φωτεινή αδελφική γιορτή
σε καλεί η βαρβαρική μας λύρα.
Η επανάσταση ήρθε θυελλώδης και μαγευτική κι ο Αλεξάντρ Μπλοκ καλεί τη διανόηση, με άρθρο του το 1918, ν’ ακούσει αυτή τη μουσική συμφωνία:
Με όλο σας το σώμα, με όλη σας την καρδιά, με όλη σας την ύπαρξη ακούστε την Επανάσταση.

Οι Δώδεκα
Το ποίημα είναι γραμμένο σε αργκό, σα μπαλάντα του Φρανσουά Βιγιόν, σε μια γλώσσα του κοινωνικού περιθωρίου, σοκαριστική σε σχέση με το παλαιότερο εκλεπτυσμένο γλωσσικό ύφος του Μπλοκ.
Είναι οργανωμένο σε 12 τμήματα-εικόνες.
Χειμώνας του 1917 -1918.
Δώδεκα μπολσεβίκοι πολιτοφύλακες,  δώδεκα όπως οι Απόστολοι , τη Δωδεκάτη ώρα, που είναι το πέρασμα απ’ τον παλιό στο νέο κόσμο της επανάστασης,  περιπολούν στους μισοέρημους δρόμους της Πετρούπολης, μέσα σε μια άγρια χιονοθύελλα.  Το ποίημα αρχίζει με τον αέρα που είναι μια συμβολική εικόνα της επανάστασης που σαρώνει τα πάντα:
Μαύρη ‘ναι η νύχτα
Λευκό το χιόνι.
Λυσσάει ο άνεμος, λυσσάει: πάει
να σε σωριάσει
χάμω να σαρώσει
απ’ άκρη σ’ άκρη την Θεία Πλάση!
Οι απλοϊκοί και τραχείς ερυθροφρουροί, με θάρρος και μίσος για τους «μπουρζουάδες», συναντούν διάφορα πρόσωπα, ιδεότυπους της προεπαναστατικής κοινωνίας: μια  θεοφοβούμενη γριά, δύο δεσποινίδες μικροαστές, ένα μπουρζουά, έναν εστέτ διανοούμενο για τον οποίο μιλάνε κοροϊδευτικά, έναν παπά. Συναντούν και την Κάτια, μια πόρνη που είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία ενός αξιωματικού.
Την Κάτια συνοδεύει ο Βάνιας, ένας ύποπτος τύπος, μια «βλακόφατσα» που έχει περάσει με τη μεριά των Λευκών και των μπουρζουάδων.
Οι Δώδεκα, άγριοι και εξαχρειωμένοι, «τους λείπουν μόνο οι χειροπέδες» ή, σε άλλη μετάφραση, «ο άσσος καρό τους λείπει » (τέτοια σήματα φορούσαν οι φυλακισμένοι), χάνουν για λίγο το ζευγάρι απ’ τα μάτια τους και το ξαναβλέπουν μέσα σε μια άμαξα. Ένας από τους δώδεκα, ο Πέτια, πυροβολεί τον Βάνια, αλλά η σφαίρα βρίσκει στο κεφάλι την Κάτια που πέφτει νεκρή στο χιόνι. Ο Πέτια συγκλονισμένος εξομολογείται στους συντρόφους του ότι αγαπούσε αυτή την κοπέλα κι αυτοί με αντρίκιες κουβέντες τον συνεφέρνουν. Δεν είναι καιρός για τέτοια. Η Κάτια (ή Κάτκα), ο σύνδεσμος του παλιού με το νέο, απομένει στο χιόνι.
Οι Δώδεκα συνεχίζουν αγριεμένοι απ’ την απόκοσμη ατμόσφαιρα και τις σκιές, σαν απόστολοι μιας νέας πίστης «χωρίς σταυρό». Ο στίχος επαναλαμβάνεται τρεις φορές κι άλλη μια φορά σε παραλλαγή προς το τέλος:
και προχωρούν, χωρίς Θεό κι αγίους. Προχωρούν: Δώδεκα κι όλα τα ζητούν, τίποτε δε συγχωρούν
Κάνουν πλιάτσικο σ’ ένα σπίτι, ψάχνοντας για ποτό. Στη συνέχεια βλέπουν έναν μπουρζουά χωμένο στο γιακά του απ’ την παγωνιά και δίπλα του παγωμένο έναν ψωριάρη σκύλο που είναι η εικόνα του παλιού κόσμου κι αυτό δηλώνεται καθαρά στο ποίημα:
Σαν το σκυλί ο μπουρζουάς, ψωριάρης, πεινασμένος
στέκεται εκεί: ένα βουβό ερωτηματικό
και δίπλα ο κόσμος ο παλιός, γρυλίζει, κουρνιασμένος,
με την ουρά στα σκέλια μπας και βρει παρηγοριά.
Έτσι φτάνουμε  στο τελευταίο, το δωδέκατο κάντο.  Οι Δώδεκα βλέπουν μια σκιά:
Θα σου δείξω εγώ…. Ρε συ, όσο είσαι ζωντανός,
έβγα έξω μη σε βγάλω πεθαμένο/ ρε τι πράγμα είναι αυτός, ε δε θα σε περιμένω
Και τότε…
Προχωρούν μαχητικά
Πίσω ο σκύλος πεινασμένος και μπροστά
με την κόκκινη σημαία αιματωμένη
άγγιχτη από τις σφαίρες και τον άγριο χιονιά
μ’ ένα μαργαριταρένιο
πέπλο άσπιλου χιονιού
και λευκά ρόδα στεμμένη
μ’ αλαφρό πόδι προβαίνει
η μορφή του Ι’σού Χριστού
(Ο Γιώργος Μπλάνας γράφει Ι’σού και όχι Ιησού όπως οι άλλοι μεταφραστές για ν’ αποδώσει τη λαϊκή  αργκό).
Μόλις δημοσιεύτηκαν οι Δώδεκα, στην εφημερίδα των Σοσιαλεπαναστατών Εργατικό Λάβαρο, τον Μάρτιο του 1918, άρχισαν οι αντιδράσεις.
Στο ενδέκατο κεφάλαιο του εξαιρετικού βιβλίου του Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης («Πολεμικός Κομμουνισμός»), ο Βίκτορ Σερζ γράφει:
Όταν ο Αλεξάντρ Μπλοκ έγραψε τους Δώδεκα, οι λόγιοι έπαψαν να τον χαιρετούν στο δρόμο. Η σύμπλευση με τους Μπολσεβίκους ισοδυναμούσε με όνειδος για τους περισσότερους διανοούμενους.
Οι συντηρητικοί και φιλελεύθεροι τον κατηγόρησαν για βλασφημία, προδοσία του αριστοκρατικού αισθητισμού και δουλικότητα προς το νέο καθεστώς, χαρακτηρίζοντας τους στίχους του  γελοίους, φθηνούς τραχείς, άξεστους και χυδαίους. Οι πιο θρησκευόμενοι είδαν το Χριστό του ποιήματος να οδηγεί τη Ρωσία στη σταύρωσή της. Μετά το θάνατό του, το 1921, οι τόνοι έπεσαν: έτσι κι αλλιώς απογοητεύτηκε απ’ την επανάσταση, σταμάτησε να γράφει, έπινε, γύριζε στα πορνεία κι είχε παραισθήσεις (βλ. Γ. Μπλάνας, Εισαγωγή, σ. 14).
Ο Μπερντιάεφ προσπάθησε να υπερασπιστεί τον Μπλοκ γράφοντας ότι δεν θα μπορούσε να μετατρέψει το χάος της ψυχής του πνευματικά, θρησκευτικά, μυστικά ή ηθικά.  Όλα τα μετέτρεπε σε λυρική ποίηση.
Ήταν ένας απελπισμένος λυρισμός.
Η πλευρά των επαναστατών απ’ τη μια καλωσόρισε τους Δώδεκα βλέποντας τη νίκη των ιδεών της στους στίχους ενός ευγενούς κι απ’ την άλλη ενοχλήθηκε επειδή οι Δώδεκα παρουσιάζονται σαν λούμπεν και περιθωριακοί τύποι και προβληματίστηκε για τη μορφή του Χριστού που οδηγεί τους ερυθροφρουρούς. Αλήθεια, γιατί ο Χριστός;
Ο Λουνατσάρσκι γράφει ότι ο Μπλοκ απάντησε στην παρατήρηση του ποιητή Νικολάι Γκιουμιλιόφ, ότι η εικόνα του Χριστού στο τέλος του φάνηκε τεχνητή, ως εξής: «Μακάρι το τέλος να ήταν διαφορετικό. Όταν το τελείωσα ένιωσα έκπληξη κι εγώ ο ίδιος. Γιατί ο Χριστός; Ήταν στ’ αλήθεια ο Χριστός; Μα όσο περισσότερο κοιτούσα τόσο πιο  καθαρά είδα το Χριστό».
Ο ζωγράφος Γιούρι Άννενκοφ, ένας απ’ τους κορυφαίους της εποχής, κυβιστής με εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά, που εικονογράφησε την πρώτη έκδοση,  είπε ότι ο Μπλοκ άλλαζε συνεχώς γνώμη για το πού θα τοποθετηθεί η εικόνα του Χριστού στο βιβλίο μεταβάλλοντας έτσι την όποια βαρύτητα είχε γι' αυτόν το αποκαλυπτικό όραμα. Έτσι ο Άννενκοφ δεν έβαλε καθόλου το Χριστό στο βιβλίο αλλά εστίασε στην Κάτια, στους Δώδεκα, και στις άλλες μορφές.
Ο Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι, ο Μπουχάριν, χωρίς να είναι κριτικοί λογοτεχνίας, έγραψαν εξαιρετικά  δοκίμια για τους Δώδεκα που θα τα ζήλευαν πολλοί σημερινοί επαγγελματίες του είδους.
Ο Λουνατσάρσκι που, όπως είδαμε, είχε μελετήσει το έργο του Μπλοκ, γράφει στο τελικό του συμπέρασμα ότι οι ήρωές του  ήταν καθαρά στοιχειακοί φορείς της επαναστατικής αρχής. Το επαναστατικό στοιχείο τους σηκώνει πολύ ψηλότερα από την πληβεία εμπροσθοφυλακή της επανάστασης. Σύμφωνα όμως με τον Μπλοκ , το στοιχείο αυτό είναι καταλασπωμένο απ’ τις περιθωριακές τάσεις τους, που πλησιάζουν τον υπόκοσμο. Ο Χριστός, λέει ο Λουνατσάρσκι, δεν ήταν ένα συνειδητό δημιούργημα αλλά μια αποκάλυψη, ένας συνδυασμός παιδικών αναμνήσεων και ουτοπικών οραμάτων σαν αυτά που συναντάμε στον Ντοστογιέφσκι. «Τουλάχιστον είναι σαφές πως στους Δώδεκα θέλησε να δώσει μια πραγματική εικόνα της ουσιαστικής δύναμης της επανάστασης».
Ο Λέον Τρότσκι έγραψε ένα  διεισδυτικό κείμενο για τον Μπλοκ και τους Δώδεκα που καλύπτει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του Λογοτεχνία και Επανάσταση και που πραγματικά αξίζει να το διαβάσει κανείς ολόκληρο. Ο Μπλοκ ανήκει, κατά τον Τρότσκι, στην προοκτωβριανή λογοτεχνία. Ο ίδιος, όμως, ξεπέρασε αυτή την απόσταση και μπήκε στη σφαίρα του Οκτώβρη γράφοντας τους Δώδεκα»: «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να αμαυρωθεί ο Μπλοκ από εκείνα τα μικροσκοπικά ποιητικά ή μισοποιητικά μορμολύκεια που στριφογυρίζουν γύρω από τη μνήμη του και που, σαν ευσεβείς ηλίθιοι, δεν κατάλαβαν, γιατί ο Μπλοκ, που χαιρέτισε τον Μαγιακόφσκι σαν μεγάλο ταλέντο, χασμουρήθηκε φαρδιά πλατιά στην ποίηση του Γκιουμιλιόφ».
Ο Τρότσκι αναλύει τη σχέση του ποιητή με την ιντελιγκέντσια, το εναγώνιο αίσθημα του χάους  που τραβούσε την ψυχή του πότε προς το μυστικισμό και πότε προς την επανάσταση,  την τρομερή μουσική της επανάστασης που άκουσε ο ποιητής, τις ενοχές του για την «απιστία» του προς το παρελθόν που τον κάνουν να παίρνει την επανάσταση στις πιο χοντροκομμένες  μορφές της.
Ο Μπλοκ σιώπησε μετά τους Δώδεκα. Έπαψε ν’ ακούει «μουσική». Το βάδισμα της Ιστορίας, γράφει ο Τρότσκι απ’ την πλευρά του επαναστάτη, δεν προσαρμόζεται στις ψυχικές ανάγκες ενός ρομαντικού χτυπημένου απ’ την Επανάσταση. Για  να μπορέσει κανείς να κρατηθεί πάνω στις πρόσκαιρες αμμόξερες χρειάζεται άλλη πίστη στην Επανάσταση, κατανόηση των διαδοχικών ρυθμών της κι όχι μόνο κατανόηση της χαοτικής μουσικής των παλιρροιών της. Ο Μπλοκ δεν μπορούσε να τα κατέχει όλα αυτά. Οι ηγήτορες της επανάστασης ήταν όλοι τους άνθρωποι που η ψυχολογία τους και η διαγωγή τους του ήταν ξένα πράγματα.
Παρ’ όλα αυτά οι Δώδεκα δεν είναι το ποίημα της Επανάστασης. Είναι το κύκνειο άσμα της τέχνης που πέρασε στην επανάσταση. Αυτό το ποίημα θα μείνει. Γιατί αν τα δειλινά ποιήματα του Μπλοκ είναι θαμμένα μέσα στο παρελθόν, οι Δώδεκα θα μείνουν με το σκληρό αγέρα τους, με τις προκηρύξεις τους, με την Κάτκα να κείτεται στο χιόνι, με το επαναστατικό τους βήμα και τον παλιό κόσμο που ψοφάει σαν ψωραλέο σκυλί.
Ο Νικολάι Μπουχάριν εγκωμιάζει τον Μπλοκ. «Οι Δώδεκα θα μείνουν για πάντα ένα μνημείο του επαναστατικού χάους των πρώτων χρόνων της εξέγερσης. Ακόμα και η δομή του στίχου, με τις εναλλαγές στο ρυθμό, χρησιμεύει για να μεταφέρει αυτή την καλειδοσκοπική εικόνα και την αόρατη εσωτερική λογική της. Ο Μπλοκ, με τη δημόσια διακηρυγμένη κατάφασή του προς την επανάσταση, κέρδισε το δικαίωμα να στέκεται δίπλα μας στα οδοφράγματα της Ιστορίας και δεν μπορούμε παρά να τον θεωρήσουμε σημαιοφόρο του νέου κόσμου: έναν έμπειρο γιο του παλιού κόσμου που στάθηκε με τα νέα σύμβολά του μπροστά στις πύλες της νέας εποχής, έναν ποιητή βαθιά φιλοσοφικό και βαθιά συναισθηματικό» (Γ. Μπλάνας, Εισαγωγή, σ. 17).
Στο βιβλίο Ποίηση και επανάσταση (εκδ. Θεμέλιο 1982), ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι έγραψε: «Ο Μπλοκ είδε τίμια και με ενθουσιασμό τη μεγάλη μας επανάσταση, μα οι λεπτές, κομψές λέξεις του συμβολιστή δεν είχαν τη δύναμη ν’ αντέξουν και να σηκώσουν τις βαριές, πολύ χειροπιαστές, πολύ άξεστες εικόνες της. Στο περίφημο ποίημά του Οι Δώδεκα, ο Μπλοκ κοψομεσιάστηκε».
Στο ίδιο πνεύμα και ο Καζαντζάκης: «Ο Μπλοκ και πολλοί άλλοι Ρούσοι διανοούμενοι είδαν την Ωραία Κυρά, την Ιδέα τους, να σαρκώνεται και τρόμαξαν. Αλλιώς την είχαν μέσα στο κεφάλι τους, αλλιώς κατέβηκε αυτή στο χώμα, σαν Επανάσταση, όλο αίμα και λάσπη. Τρόμαξαν λοιπόν οι ντελικάτοι εραστές της κι έφυγαν ή μαράζωσαν απ’ τον καημό τους και πέθαναν» (Ταξιδεύοντας, Ρουσία, σ. 154).
Ο Γκόρκι είπε ότι το ποίημα ήταν ειρωνικό, σατιρικό. Ο Βίκτορ Σκλόφσκι ήταν αυτός που παρατήρησε ότι το στυλ και η γλώσσα των Δώδεκα θύμιζε πολύ τις παραστάσεις του κωμικού και μίμου Μιχαήλ Σαβογιάροφ, τις οποίες ο Μπλοκ παρακολουθούσε συχνά στα θέατρα και τα καφέ σαντάν. Η ατμόσφαιρα των παραστάσεων, όταν ο Σαβογιάροφ έκανε τον εγκληματία, έχει περάσει στην Πετρούπολη των Δώδεκα, σύμφωνα με τον Σκλόφσκι. Μια τρομακτική πόλη μέσα στη χιονοθύελλα το χειμώνα του 1918.
Τι απ’ όλα αυτά είναι λοιπόν οι Δώδεκα; Ο Γιώργος Μπλάνας προτείνει έναν αναγνώστη που θ’ αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο και τους στίχους να επιλέγουν για λογαριασμό του τη θέση που θα βλέπει κάθε φορά τα τεκταινόμενα. Το ποίημα δημιουργεί μια νέα συνθήκη ελευθερίας του αναγνώστη.
Διότι το ίδιο το ποίημα μοιάζει πότε με σουπρεματιστικό ή κονστρουκτιβιστικό  πίνακα,  πότε με νούμερο επιθεώρησης, πότε με κολάζ, πότε με ταινία του Τζίγκα Βερτόφ, πότε με λαϊκό τραγούδι, πότε με προδρομικό έργο σοσιαλιστικού ρεαλισμού, πότε με λιμπρέτο για καντάτα του Λούρια και πότε με ανορθόδοξο συμβολιστικό ποίημα.
Επιλογικά
Αναμφισβήτητα ο Μπλοκ τάχθηκε με την επανάσταση κι εργάστηκε κιόλας για ένα διάστημα γι' αυτή σε διάφορες θέσεις.
Οι Δώδεκα είναι ένα παλλόμενο έργο κι ο Μπλοκ ένας ποιητής που πάλλεται από συναισθήματα και αντιφάσεις, αδιαφορώντας αν στο τέλος θα συντριβεί.
Ο Μπλοκ ήταν κι αυτός θύμα του λιμού του 1918. Στο τέλος της ζωής του δεν είχε ούτε τα στοιχειώδη. Αρρώστησε, και χρειάστηκε νοσηλεία στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση αρχικά αρνήθηκε. Με τη μεσολάβηση του Γκόρκι και του Λουνατσάρσκι το επέτρεψε, αλλά ήταν ήδη αργά.
Μετά τους Δώδεκα και τους Σκύθες, ο Μπλοκ δεν έγραψε ξανά και είπε στο φίλο του συγγραφέα Κορνέι Τσουκόφσκι: «Όλοι οι ήχοι σταμάτησαν. Δεν ακούς πως δεν υπάρχουν πια ήχοι;».
Με το ένα πόδι στην παράδοση και το άλλο στην πρωτοπορία, με λυρικές εξάρσεις και κινηματογραφικό μοντάζ, το ποίημα συνταράσσει με τη γλωσσική του βία,  που προέρχεται απ’ το έπος, με το βηματισμό του στίχου που ακολουθεί τον άγριο βηματισμό των ερυθροφρουρών, με το Χριστό να νοείται σαν μια πολυπρόσωπη  κοσμική Πρόνοια που ανοίγει το δρόμο για το μέλλον.
Αυτή η νύχτα που  ο Μπλοκ τη χρωματίζει με λευκό, μαύρο και κόκκινο, ίσως δεν είναι άγια, είναι όμως  μια νύχτα ιερής οργής, όπως λέει κι ο ίδιος σ’ ένα στίχο. Μα για ποια βλασφημία θα μπορούσε να μιλήσει κανείς;  Στη Ρωσία με τη μεγάλη Ορθόδοξη παράδοση ήταν επόμενο η μορφή του Χριστού συχνά να συνδέεται με  το όραμα μιας νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η Επανάσταση έφτασε στις διαστάσεις μιας νέας πίστης. « Στις φάτνες των μουζίκων/  γεννήθηκε μια φλόγα/ για την ειρήνη όλου του κόσμου» έγραψε ο Γιεσένιν. Ο Χριστός μεταστοιχειώνεται σε επανάσταση στη σκέψη και το έργο και του  Καζαντζάκη.
Μήπως ο Χριστός, σαν αιώνιο σύμβολο ελπίδας, δεν βρίσκεται σε όλη τη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα;  Μήπως ο αλλόκοτος ήρωας πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο, που ενσαρκώνει την αληθινή αγάπη και την αυταπάρνηση που φτάνει ως τη θυσία, δεν είναι ο Χριστός όπως τον πιστεύει ο Ντοστογιέφσκι;
Πηγή: rednotebook.gr
https://tvxs.gr/news/blogarontas/o-aleksantr-mplok-kai-oi-dodeka

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου