Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Να πως περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «NO LOGO» τα σύγχρονα εργοστάσια κάτεργα


Η Ναόμι Κλάιν και τα εργοστάσια κάτεργα 

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές 

Είναι δεδομένο ότι η εμπορική δύναμη των σύγχρονων πολυεθνικών εταιρειών στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαφήμιση. Η δημιουργία ενός πανίσχυρου επωνυμίου (σήμα κατατεθέν) μιας εταιρείας σηματοδοτεί την εξασφάλιση των πωλήσεων σε τόσο μεγάλο βαθμό, που εν τέλει αποτελεί και τον πρωταρχικό της στόχο.


Οι διαφημιστικές εκστρατείες για την προώθηση του επωνυμίου έχουν μετατραπεί σε κυρίαρχη στρατηγική του σύγχρονου πολυεθνικού κόσμου καθιστώντας τη διαδικασία της παραγωγής περιττό βάρος. 
Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «NO LOGO» είναι καταλυτική: «Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή τη λογική, οι εταιρείες δεν πρέπει να ξοδεύουν τους περιορισμένους χρηματικούς πόρους τους σε εργοστάσια τα οποία απαιτούν υλική συντήρηση, σε μηχανές οι οποίες θα φθαρούν ή σε υπαλλήλους οι οποίοι σίγουρα θα γεράσουν και θα πεθάνουν. Αντίθετα, οφείλουν να κατευθύνουν αυτούς τους πόρους προς τα εικονικά τούβλα και τη λάσπη που χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν την επωνυμία του προϊόντος. Τουτέστιν, προς τις χορηγίες, τη συσκευασία των προϊόντων, την επέκταση και τη διαφήμιση». (σελ. 250 – 251). 
Η λογική της απαλλαγής από την παραγωγή προς όφελος της επωνυμιοποίησης των προϊόντων κρίνεται ξεκάθαρα πιο επικερδής, αφού η διείσδυση στην αγορά έχει να κάνει με τη δύναμη του επωνυμίου, δηλαδή με βαρύτητα που αυτό αποκτά στη συνείδηση των καταναλωτών. Σε τελική ανάλυση, ποιος ενδιαφέρεται αν η Nike παράγεται στην Αμερική ή την Ασία; 
Το ζητούμενο είναι η επωνυμία της Nike να λειτουργεί ως εγγύηση στα αθλητικά είδη. Συγκεκριμένα η Nike «έχει γίνει πρότυπο για τα επωνύμια που θέλουν ν’ απελευθερωθούν από την παραγωγή των προϊόντων τους». (σελ. 252). Και δεν είναι μόνο αυτή: «Στα μισά της δεκαετίας του 1990 για παράδειγμα, η εταιρεία αθλητικών παπουτσιών Vans έκανε το μεγάλο βήμα ξεφεύγοντας από τον παλιομοδίτικο κόσμο κατασκευής προϊόντων, μετασχηματιζόμενη σύμφωνα με το πρότυπο της Nike». (σελ. 252). 





Champion

Σε λίγο μπήκε και η Adidas στο παιχνίδι: «Παρόμοια τροχιά ακολούθησε και η Adidas, η οποία το 1993 παρέδωσε τη λειτουργία της στον Ρόμπερτ Λούις Ντρέιφους, πρώην ανώτατο εκτελεστικό στέλεχος του διαφημιστικού κολοσσού Saatchi & Saatchi». (σελ. 252 – 253) 
Η παραγωγή δεν έχει πια κανένα ενδιαφέρον σε σχέση με τον αγώνα της επωνυμιοποίησης: «Έτσι, απελευθερωμένη από τις αλυσίδες της παραγωγής, η εταιρεία βρήκε το χρόνο και τα χρήματα για να δημιουργήσει όνομα όπως αυτό της Nike. “Κλείσαμε τα πάντα”, δήλωσε περήφανα ο εκπρόσωπος της Adidas, Πίτερ Ξανάντι. “Το μόνο που κρατήσαμε είναι ένα μικρό εργοστάσιο, ως το παγκόσμιο κέντρο της τεχνολογίας μας, το οποίο αντιστοιχεί μονάχα στο 1% της συνολικής μας παραγωγής”». (σελ. 253). 
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι τελικά και η παραγωγή πρέπει να γίνει. Δεν μπορείς να πουλάς κάτι που δεν παράγεται. Κι εδώ έρχεται ο ρόλος των εργοληπτών, που αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας τις παραγγελίες των πολυεθνικών παράγοντας τα προϊόντα για λογαριασμό τους: «… πολλές εταιρείες σήμερα προσπερνούν εντελώς την παραγωγή. Αντί να κατασκευάζουν τα προϊόντα τους στα δικά τους εργοστάσια, τα “προσπορίζονται” από αλλού, όπως ακριβώς οι κλάδοι επεξεργασίας φυσικών πρώτων υλών προσπορίζονται το ουράνιο, το χαλκό ή τα κούτσουρα. Οι εταιρείες κλείνουν τα υπάρχοντα εργοστάσια και μεταφέρουν την κατασκευή των προϊόντων τους σε εργολήπτες εξωχωρίων κέντρων». (σελ. 252). 
Και βέβαια, οι εργολήπτες αυτοί διαχειρίζονται το εργατικό προσωπικό που παράγει τα προϊόντα των πολυεθνικών έχοντας ένα βασικό στόχο: τη μείωση του κόστους: «Από το Ελ Πάσο μέχρι το Πεκίνο, από το σαν Φρανσίσκο μέχρι την Τζακάρτα κι από το Μόναχο μέχρι την Τιχουάνα, τα παγκόσμια επωνύμια αποβάλλουν την ευθύνη της παραγωγής και την εναποθέτουν στους ώμους των εργολάβων τους: Τους λένε δηλαδή πώς να φτιάχνουν τα αναθεματισμένα τα πράγματα, και να τα φτιάχνουν φτηνά, ώστε να υπάρχουν πολλά χρήματα μετά για την επωνυμιοποίησή τους. Κάντε τα πραγματικά πολύ φτηνά». (σελ. 252). 
Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής για την εργασία στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου δε χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία για να τα καταλάβει κανείς: «Το Νοέμβριο του 1997, η Levi Strauss ανακοίνωσε μια πλήρη αναδιοργάνωση με παρόμοια κίνητρα. Τα έσοδα της εταιρείας είχαν πέσει μεταξύ του 1996 και του 1997, από 7,1 δισ. δολάρια σε 6,8 δισ. Αλλά μια απλή πτώση της τάξης του 4% δε φαίνεται να εξηγεί και την απόφαση της εταιρείας να κλείσει έντεκα εργοστάσια. Αυτή η διακοπή λειτουργίας είχε σαν αποτέλεσμα ν’ απολυθούν 6.395 εργάτες, οι οποίοι ισοδυναμούσαν με το ένα τρίτο του ήδη συρρικνωμένου εργατικού δυναμικού στη Βόρεια Αμερική». (σελ. 155). 
Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή: «… τον επόμενο χρόνο, χωρίς να έχει ικανοποιηθεί ακόμη από τα αποτελέσματα των πράξεών της, ανακοίνωσε άλλο ένα γύρο κλεισιμάτων εργοστασίων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Συνολικά θα έκλειναν έντεκα ακόμη εργοστάσια, ανεβάζοντας το σύνολο των απολυμένων εργατών σε 16.310, σε διάστημα μόνο δύο χρόνων». (σελ. 155). 


Η αποικιοκρατία έχει πλέον αλλάξει μορφή. Οι σύγχρονοι δούλοι είναι οι άνθρωποι που «εργάζονται» στα εργοστάσια κάτεργα της πολυεθνικής παραγωγής. 
Κι αν κάποιος θέλει συνολικότερα στοιχεία επί του θέματος, η Ναόμι Κλάιν παραθέτει: «Παρόλο που δεν προσελκύουν πια τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, όπως έκαναν κάποτε, όλο και περισσότερα κλεισίματα εργοστασίων ανακοινώνονται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη κάθε εβδομάδα – μόνο το 1997, έχασαν τις δουλειές τους 45.000 εργάτες στον τομέα της ένδυσης. Ο αριθμός των εργασιακών θέσεων που “πετούν” πέρ’ από τον ωκεανό και σ’ αυτόν τον τομέα είναι δραματικά υψηλός. Και παρόλο που το κλείσιμο των εργοστασίων ελάχιστα μειώθηκε από τις χειρότερες μέρες της ύφεσης του τέλους της δεκαετίας του 1980 και των αρχών του 1990, ο λόγος τον οποίο επικαλείται τώρα η αγορά για τις “αναδιοργανώσεις” έχει αλλάξει. Προηγουμένως, οι μαζικές απολύσεις παρουσιάζονταν σαν μια ατυχής ανάγκη, η οποία συνδεόταν με την απογοητευτική απόδοση της εταιρείας. Τώρα, αποτελούν απλώς συνετές αλλαγές των εταιρικών στρατηγικών, έναν “επαναπροσδιορισμό της κατεύθυνσης της στρατηγικής μας”, για να χρησιμοποιήσουμε και τη φρασεολογία της Vans». (σελ. 253 – 254). 
Τα παραδείγματα εταιρειών που ακολούθησαν αυτή την τακτική είναι αναρίθμητα. Θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει πολυεθνική που να μην έχει προϊόντα που να παράγονται στην Ασία. Το ζήτημα, όμως, δε σταματά εδώ: «Κι όπως οι παλιές θέσεις εργασίας “πετούν” μακριά, έτσι φεύγει μαζί τους και κάτι άλλο. Η παλιομοδίτικη ιδέα ότι ο κατασκευαστής είναι υπεύθυνος για το εργατικό του δυναμικό. Ο εκπρόσωπος της Disney Κεν Γκριν έδωσε το στίγμα του βάθους αυτής της μεταβολής, όταν πιέστηκε δημοσίως σχετικά με το θέμα των επιπλήξεων που δέχτηκε η εταιρεία του, εξαιτίας των απελπιστικών συνθηκών εργασίας σ’ ένα εργοστάσιο της Αϊτής, το οποίο παράγει ρούχα για την Disney. “Δεν έχουμε κανέναν υπάλληλο στην Αϊτή”, είπε, αναφερόμενος στο γεγονός ότι το εργοστάσιο ανήκει σε εργολάβο. “Εσείς έχετε ιδέα των εργασιακών συνθηκών που επικρατούν στην παραγωγή του δημοσιογραφικού χαρτιού που χρησιμοποιείτε;” Ρώτησε ο Γκριν την Κάθι Μαϊτένιι του Catholic Register». (σελ. 252). 
Οι πολυεθνικές κατάφεραν να κερδίσουν τα πάντα: και απαλλάχτηκαν από την παραγωγή και απολαμβάνουν πάμφθηνα προϊόντα και δεν έχουν καμία ευθύνη. Φυσικά, τα κέρδη τους εκτινάχθηκαν στα ύψη. Κι αυτό κάνει τις απαιτήσεις στην κερδοφορία να γίνουν ακόμη υψηλότερες: «Εταιρείες οι οποίες κατά παράδοση έμεναν ικανοποιημένες μ’ ένα μεικτό κέρδος της τάξης του 100% ανάμεσα στο κόστος της εργοστασιακής παραγωγής και τη λιανική τιμή πώλησης χτενίζουν τώρα ολόκληρο τον πλανήτη προκειμένου να βρουν εργοστάσια τα οποία θα παράγουν τόσο ανέξοδα τα προϊόντα τους, ώστε το μεικτό κέρδος να πλησιάζει το 400%». (σελ. 251). 
Και φυσικά, η Γουόλ Στριτ υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των εξελίξεων. Η περίπτωση της Sara Lee Corp. είναι εξόχως χαρακτηριστική για τη στάση του χρηματιστηριακού κόσμου: «Αναλογιστείτε μονάχα την περίπτωση της Sara Lee Corp., ενός παλιού τύπου πολυκλαδικού ομίλου που συμπεριλαμβάνει όχι μονάχα τις ομώνυμες κατεψυγμένες τροφές, αλλά και “μη ενσωματωμένα” επωνύμια, όπως τα εσώρουχα Hanes, η Wonderbra, τα δερμάτινα είδη Coach, τα αθλητικά ενδύματα Champion, τα βερνίκια παπουτσιών Kiwi και τα λουκάνικα και κρεατικά Ball Park Franks. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η Sara Lee σημείωνε μια σταθερή ανάπτυξη, υγιή κέρδη, καλό μέρισμα στις μετοχές της και κανένα χρέος, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Γουόλ Στριτ απογοητεύτηκε απ’ αυτήν και υποτίμησε τις μετοχές της. Τα κέρδη της εταιρείας είχαν ανέλθει κατά 10% το φορολογικό έτος 1996 – 1997 αγγίζοντας το ένα δισεκατομμύριο δολάρια, αλλά η Γουόλ Στριτ […] καθοδηγείται τόσο από οικονομικούς όσο κι από πνευματικούς στόχους. Οπότε η Sara Lee, η οποία καθοδηγούνταν μονάχα από την πραγματική της παραγωγή, σε αντίθεση με τις απαστράπτουσες ιδέες της ταυτότητας των επωνυμίων, βρέθηκε απλούστατα έξω από την οικονομική μόδα». (σελ. 254). 




Η Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα είναι νησιωτική χώρα νοτιοανατολικά της Ινδίας με έκταση 65.610 τ.χλμ. και πληθυσμό 21.203.000 κατοίκων σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2016. Ήταν γνωστή ως Κεϋλάνη έως το 1972, ενώ από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους χαρτογράφους αναφερόταν ως Ταπροβάνη. 
Αν ήθελε η Sara Lee να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Γουόλ Στριτ, έπρεπε να προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις»: «Γι’ αυτό, και προκειμένου να διορθώσει την κατάσταση, το Σεπτέμβριο του 1997, η εταιρεία ανακοίνωσε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης αξίας 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που σκοπό είχε να την απαλλάξει από το “υλικό” μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την εκκαθάριση της βιομηχανικής της βάσης. Δεκατρία εργοστάσιά της, αρχής γενομένης από τον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, επρόκειτο να πουληθούν σε εργολάβους, οι οποίοι θα γίνονταν οι προμηθευτές της Sara Lee». (σελ. 254). 
Φυσικά, η Γουόλ Στριτ επιβράβευσε τις νέες πολιτικές της Sara Lee: «… η νέα, καθοδηγούμενη από το μάρκετινγκ Sara Lee άρεσε στη Γουόλ Στριτ και τον επιχειρηματικό Τύπο, οι οποίοι την επιβράβευσαν με μια κατά 15% άνοδο στις τιμές των μετοχών της και κολακευτικές παρουσιάσεις των τολμηρών και επινοητικών εκτελεστικών στελεχών της». (σελ. 254). 
Οι πολυεθνικές εταιρείες διογκώνοντας ασύλληπτα τα κέρδη τους από την ανάθεση της παραγωγής σε άλλους έχουν αλλάξει εντελώς τη φιλοσοφία τους πάνω στο θέμα: «Πρόκειται για μια τόσο βαθιά μεταβολή στη στάση των εταιρειών απέναντι στην παραγωγή τους, ώστε εκεί που παλιότερα οι εταιρείες καταναλωτικών ειδών επιδείκνυαν τους λογότυπούς τους στις προσόψεις των εργοστασίων τους, τώρα οι πολυεθνικές, που βασίζονται στα επωνύμιά τους, υποστηρίζουν ότι το μέρος όπου παράγονται τα προϊόντα τους είναι “εμπορικό μυστικό”, το οποίο πρέπει να διαφυλάξουν με κάθε τίμημα». (σελ. 257). 
Το παράδειγμα της Champion είναι απολύτως ενδεικτικό: «Όταν τον Απρίλιο του 1999 οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζήτησαν από την Πέγκι Κάρτερ, αντιπρόεδρο της βιομηχανίας ένδυσης Champion, ν’ αποκαλύψει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των εργοστασίων των εργοληπτών της, εκείνη απάντησε ότι “δε μας συμφέρει, από ανταγωνιστικής πλευράς, να δημοσιοποιήσουμε πού βρίσκονται τα εργοστάσιά μας, διότι κάποιοι μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτό το οποίο εμείς δημιουργήσαμε ύστερα από κόπο πολλών χρόνων”». (σελ. 257). 
Από τη στιγμή που η παραγωγή φεύγει από τις χώρες του δυτικού κόσμου επίκεντρο γίνεται πλέον η Ασία: «Κι εδώ ακριβώς υπεισέρχονται οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου. Στην Ινδονησία, την Κίνα, το Μεξικό, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες και αλλού, οι ζώνες παραγωγής και προώθησης εξαγωγών (όπως αλλιώς ονομάζονται αυτές οι περιοχές) αναδεικνύονται σε κυρίαρχους παραγωγούς ρούχων, παιχνιδιών, παπουτσιών, ηλεκτρονικών ειδών, μηχανημάτων, ακόμη και αυτοκινήτων». (σελ. 157 – 158). 




Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, (ΔΟΕ), (International Labour Organization), γνωστή και με το διεθνές αρκτικόλεξο ILO, είναι ένας αυτόνομος διεθνής διακρατικός οργανισμός που συνδέεται με τον ΟΗΕ, του οποίου και αποτελεί εξειδικευμένη οργάνωση. 
Η Κλάιν επισκέφτηκε την Καβίτε που είναι ζώνη παραγωγής και προώθησης εξαγωγών (ΖΠΠΕ) στην πόλη Ροζάριο, ενενήντα μίλια νοτίως της Μανίλα, το 1997: «… αποτελεί τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου στις Φιλιππίνες, και είναι μια περιφραγμένη βιομηχανική περιοχή έκτασης 2.728 στρεμμάτων που στεγάζει 207 εργοστάσια, το οποία παράγουν προϊόντα αποκλειστικά και μόνο για την εξαγωγική αγορά». (σελ. 258). 
Κι όταν γίνεται λόγος για «ζώνη ελεύθερου εμπορίου» καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει φορολόγηση: «Η ζώνη αποτελεί μια απαλλαγμένη από φόρους οικονομική περιοχή, την οποία η τοπική κυβέρνηση έχει αποκλείσει τόσο από την πόλη μέσα στην οποία βρίσκεται, όσο και από τη γύρω περιοχή». (σελ. 260). Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για κράτος εν κράτει: «Είναι ένας τόπος στον οποίο τα προϊόντα στην πραγματικότητα κατασκευάζονται, κι ένας τόπος στον οποίο δεν υπάρχουν ούτε εισαγωγικοί ούτε εξαγωγικοί δασμοί ούτε, πολύ συχνά, φόροι εισοδήματος ή περιουσιών». (σελ. 260). 
Οι μονάδες παραγωγής μέσα σ’ αυτές τις ζώνες είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να «μεταναστεύσουν» προς όποια κατεύθυνση τους δίνει περισσότερα θέλγητρα κερδοφορίας: «Σαν οικονομικό μοντέλο, οι σημερινές ΖΠΠΕ έχουν περισσότερα κοινά με το σύστημα δικαιόχρησης των καταστημάτων πρόχειρου φαγητού παρά με κάποια μακρόπνοη ανάπτυξη – τόσο αποκομμένες είναι από τις χώρες που τις φιλοξενούν. Άλλωστε, αυτοί οι θύλακες της καθαρής βιομηχανίας κρύβονται πίσω από ένα μανδύα προσωρινότητας: Τα συμβόλαια υπογράφονται και ακυρώνονται χωρίς κανένας σχεδόν να το παίρνει είδηση. Ως επί το πλείστον, οι εργαζόμενοι είναι μετανάστες που κατοικούν μακριά από τις οικογένειές τους, κι έχουν ελάχιστους δεσμούς με την πόλη ή την επαρχία που δουλεύουν. Κι η ίδια η δουλειά τους είναι βραχυπρόθεσμη, ενώ τις περισσότερες φορές το συμβόλαιό τους δεν ανανεώνεται». (σελ. 261 – 262). 
Οι ίδιες οι υποδομές καταδεικνύουν ότι κάθε μακρόπνοο σχέδιο κρίνεται ασύμφορο: «Τα εργοστάσια έχουν χτιστεί σχεδόν το ένα πάνω στ’ άλλο με τα φθηνότερα υλικά, σε γη που είναι νοικιασμένη κι όχι αγορασμένη». (σελ. 262). Από εδώ και το προσωνύμιο χελιδόνια: «Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που τα εργοστάσια των ζωνών παραγωγής και προώθησης εξαγωγών στη Γουατεμάλα ονομάζονται “χελιδόνια”». (σελ. 262). 
Η προσωρινότητα αυτή λειτουργεί εκβιαστικά προς τις κυβερνήσεις, ώστε να δίνουν όλο και περισσότερα προνόμια στις ζώνες παραγωγής προκειμένου να μη φύγουν: «Η θεωρία λέει ότι χάρη στην παρουσία τους θα προσελκυστούν ξένοι επενδυτές, οι οποίοι, αν όλα πάνε καλά, θ’ αποφασίσουν να μείνουν στη χώρα που τους φιλοξενεί, με αποτέλεσμα οι σημερινές υπάρχουσες γραμμές συναρμολόγησης, που λειτουργούν χωριστά από την υπόλοιπη εγχώρια οικονομία, να μετατραπούν, μέσω μεταφοράς τεχνολογίας, σε πραγματικές βιομηχανίες, συμβάλλοντας στη διαρκή ανάπτυξη της χώρας. Γι’ αυτό, και προκειμένου να δελεάσουν τα “χελιδόνια” να πλησιάσουν αυτή την έξυπνη παγίδα, οι κυβερνήσεις των φτωχών χωρών προσφέρουν φορολογικές εκπτώσεις, χαλαρές νομοθετικές ρυθμίσεις και τις υπηρεσίες ενός στρατού πρόθυμου και ικανού να καταπνίξει οποιαδήποτε εργατική εξέγερση. Μάλιστα, για να κάνουν ακόμη πιο ελκυστικό το δόλωμα, οι κυβερνήσεις συναγωνίζονται η μια την άλλη ποια θα προσφέρει τους χαμηλότερους δυνατούς μισθούς, οι οποίοι θα βρίσκονται πολύ κάτω από το πραγματικό κόστος ζωής». (σελ. 262). 




Σε τελική ανάλυση, ποιος ενδιαφέρεται αν η Nike παράγεται στην Αμερική ή την Ασία; 
Συγκεκριμένα για την Καβίτε η Κλάιν αναφέρει: «Στην Καβίτε, η οικονομική ζώνη παρουσιάζεται στους ξένους επενδυτές ως η χώρα της φαντασίας». (σελ. 263). Και πράγματι, οι συνθήκες για τις εταιρείες είναι φανταστικές: «Η γη προς ενοικίαση για τα εργοστάσια είναι πάμφθηνη: 11 πέσος ανά τετραγωνικό πόδι – τουτέστιν λιγότερο από ένα σεντ. Τα πέντε πρώτα χρόνια της παραμονής τους, οι εταιρείες απολαμβάνουν μια μορφή “πλήρους φορολογικής απαλλαγής”, κατά την οποία όλα τα έξοδά τους είναι πληρωμένα, ενώ επιπλέον δεν πληρώνουν ούτε φόρο εισοδήματος ούτε φόρο ιδιοκτησίας». (σελ. 263). 
Όμως, δεν υπάρχει τίποτε ευνοϊκότερο από τη Σρι Λάνκα: «Και παρόλο που η συγκεκριμένη ρύθμιση θεωρείται καλή, δε συναγωνίζεται με τίποτα εκείνη της Σρι Λάνκα, όπου οι επενδυτές των ζωνών παραγωγής και προώθησης εξαγωγών παραμένουν στη χώρα επί δέκα χρόνια, προτού πληρώσουν οποιοδήποτε φόρο. Η φράση “πλήρης φορολογική απαλλαγή” είναι ό,τι πρέπει για την περίπτωση». (σελ. 263). 
Η λογική που επικρατεί έχει ως εξής: «Φυσικά και οι εταιρείες πρέπει να πληρώνουν φόρους και να συμμορφώνονται πλήρως με τους εθνικούς νόμους της κάθε χώρας, αλλά ειδικά σ’ αυτή την περίπτωση, ειδικά σ’ αυτό το κομμάτι γης και για μικρό χρονικό διάστημα, θα γίνει μια εξαίρεση – για χάρη της μελλοντικής ευημερίας. Οπότε, οι χώρες παραγωγής και προώθησης εξαγωγών λειτουργούν ως μια γεωγραφική περιοχή νομικά και οικονομικά αποκλεισμένη από τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας – σαν να πρόκειται για “παρένθεση”. Η ζώνη της Καβίτε, για παράδειγμα, βρίσκεται υπό την αποκλειστική δικαιοδοσία του ομοσπονδιακού υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας των Φιλιππίνων. Η τοπική αστυνομία και οι δημοτικές Αρχές δεν έχουν το δικαίωμα ούτε να διασχίσουν το κατώφλι της». (σελ. 263). 



Ράφτρες που δουλεύουν σ’ ένα εργοστάσιο ρούχων για την Gap, την Guess και την Old Navy […] είπαν ότι μερικές φορές αναγκάζονται να ουρήσουν μέσα σε πλαστικές σακούλες που βρίσκονται κάτω από τις μηχανές τους. 
Όπως είναι φυσικό, η «ανάπτυξη» αυτού του είδους έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις: «Μονάχα στις Φιλιππίνες υπάρχουν πενήντα δύο οικονομικές ζώνες, οι οποίες απασχολούν 459.000 ανθρώπους – κι αυτός ο αριθμός ακολουθεί τον πολύ μικρότερο των 23.000 εργαζομένων στις ζώνες αυτές από το 1986 και των 229.000 το 1994. Η μεγαλύτερη οικονομική ζώνη είναι η Κίνα, στην οποία, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, ζουν 18 εκατομμύρια άνθρωποι σε 124 ζώνες παραγωγής και προώθησης εξαγωγών. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας εκτιμά ότι σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον 850 τέτοιες ζώνες, αλλά ο πραγματικός αριθμός τους μάλλον πλησιάζει τις 1.000, οι οποίες είναι διασκορπισμένες σε εβδομήντα χώρες, και απασχολούν χονδρικά 27 εκατομμύρια εργάτες. Ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου εκτιμά ότι από τις ζώνες αυτές ρέει εμπορική αξία 200 με 250 δισ. δολαρίων». (σελ. 261). 
Το σίγουρο είναι ότι όσο περισσότερα δέλεαρ δίνουν οι κυβερνήσεις στις «ζώνες», τόσο λιγότερο εξασφαλίζουν την παραμονή τους: «Αποτελεί […] τραγική ειρωνεία της ύπαρξης των ζωνών το ότι όλα τα κίνητρα τα οποία προσφέρουν οι κυβερνήσεις για να προσελκύσουν τις πολυεθνικές εταιρείες απλά ενισχύουν την αίσθηση ότι οι εταιρείες είναι περισσότερο οικονομικοί τουρίστες παρά μακροπρόθεσμοι επενδυτές. Πρόκειται για έναν κλασικό φαύλο κύκλο: Σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν τη φτώχεια των χωρών τους, οι κυβερνήσεις προσφέρουν όλο και περισσότερα κίνητρα. Αλλά τότε οι ζώνες πρέπει ν’ αποκλειστούν σαν τις αποικίες των λεπρών, και όσο περισσότερο συμβαίνει αυτό, τόσο πιο πολύ τα εργοστάσιά τους φαίνονται να υπάρχουν σ’ έναν κόσμο εντελώς ξεχωριστό από τη χώρα που τις φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, η φτώχεια έξω από τις ζώνες θεριεύει». (σελ. 264). 
Κι αν πρέπει να δοθούν ακόμη περισσότερες εξηγήσεις, η Κλάιν συμπληρώνει: «… σήμερα, καθώς για τις ζώνες παραγωγής και προώθησης εξαγωγών, οι οποίες συναλλάσσονται σε δολάρια, ανταγωνίζονται εβδομήντα χώρες, τα κίνητρα για να προσελκυστούν επενδυτές διαρκώς αυξάνονται, με συνέπεια οι μισθοί, μαζί με τα επίπεδα διαβίωσης, να κρατούνται όμηροι της απειλής ότι οι δουλειές θα “πετάξουν” γι’ άλλη μια φορά. Γι’ αυτό και ολόκληρες χώρες έχουν μετατραπεί σε πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές και γκέτο χαμηλόμισθων εργατών, χωρίς καμία διέξοδο στον ορίζοντα». (σελ. 265). 
Οι εικόνες από τη Σρι Λάνκα είναι πλήρως διαφωτιστικές: «… στη Σρι Λάνκα, […] λόγω των εκτεταμένων φορολογικών απαλλαγών οι πόλεις δεν μπορούν να προσφέρουν στους εν λόγω εργαζόμενους μέσα στις ζώνες ούτε μεταφορά με δημόσια μέσα. Οι δρόμοι όπου οι εργαζόμενοι περπατούν για να πάνε και να επιστρέψουν από τα εργοστάσιά τους είναι σκοτεινοί κι επικίνδυνοι, εφόσον δεν υπάρχουν χρήματα για το φωτισμό τους». (σελ. 265 – 266). 
Για την πόλη Ροζάριο, που φιλοξενεί τη ζώνη της Καβίτε, τα πράγματα επίσης δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά: «Η Ροζάριο είναι μια πόλη με όλα τα προβλήματα της εκβιομηχάνισης – τη μόλυνση, έναν πληθυσμό μεταναστών εργατών που πολλαπλασιάζεται, αυξημένη εγκληματικότητα και ποτάμια ακαθαρσιών στους δρόμους της –, χωρίς να επωφελείται από κανένα της πλεονέκτημα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εκτιμά» (προφανώς το θέμα δεν αφορά την καταμέτρηση αλλά την εκτίμηση) «ότι μόνο τα 30 από τα 207 εργοστάσια της ζώνης πληρώνουν φόρους, αλλά όλοι οι υπόλοιποι αμφισβητούν ακόμη και αυτόν τον αριθμό. Ο δήμαρχος λέει ότι σε πολλές εταιρείες προσφέρονται παρατάσεις των φορολογικών τους απαλλαγών, διαφορετικά αυτές κλείνουν και ξανανοίγουν με άλλο όνομα, για να πάρουν καινούριες φοροαπαλλαγές». (σελ. 266). 
Ο δήμαρχος της Ροζάριο Χοσέ Ρικαφρέντε φαίνεται απογοητευμένος: «… είναι πεπεισμένος ότι πάντοτε θα υπάρχει μια χώρα – είτε αυτή είναι το Βιετνάμ είτε η Κίνα είτε η Σρι Λάνκα είτε το Μεξικό – η οποία θα είναι πρόθυμη να ρίξει το κόστος ακόμη πιο χαμηλά. Ενώ, στο μεταξύ, πόλεις σαν τη Ροζάριο θα ξεπουλούν τον πληθυσμό τους, θα θυσιάζουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα και θα μολύνουν το φυσικό περιβάλλον τους. “Η σχέση θα έπρεπε να είναι συμβιωτική”, λέει ο Ρικαφρέντε εννοώντας τις ξένες επενδύσεις. “Αντλούν εισόδημα από εμάς, γι’ αυτό και η κυβέρνηση θα ‘πρεπε επίσης ν’ αντλεί εισόδημα από αυτές…”». (σελ. 266 – 267). 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν υπάρχει καμία ανταποδοτικότητα για τις χώρες που φιλοξενούν τις ζώνες: «Άρα, αν είναι σαφές ότι τα εργοστάσια δεν εισφέρουν στο κράτος φόρους, δε δημιουργούν τοπικές υποδομές ανάπτυξης και όλα τα προϊόντα που παράγουν εξάγονται, τότε γιατί χώρες όπως οι Φιλιππίνες εξακολουθούν να εστιάζουν την προσοχή τους σ’ αυτά, προσπαθώντας να τα δελεάσουν για να παραμείνουν μέσα στην επικράτειά τους;» (σελ. 267). 
Η απάντηση έχει ως εξής: «Ο επίσημος λόγος είναι η θεωρία της διάχυσης. Οι ζώνες των εργοστασίων αυτών αποτελούν προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, ενώ το εισόδημα που εισπράττουν οι εργαζόμενοι θα τροφοδοτήσει τελικά με κάποιο τρόπο την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας. Το πρόβλημα μ’ αυτή τη θεωρία είναι ότι οι μισθοί της ζώνης είναι τόσο χαμηλοί, ώστε οι εργάτες τους δαπανούν ως επί το πλείστον για να πληρώνουν τους κοιτώνες τους οποίους μοιράζονται με άλλους, καθώς και τα μέσα μεταφοράς. Ενώ ο απομένων μισθός ξοδεύεται σε νουντλς (ζυμαρικό από ρύζι) και τηγανιτό ρύζι που πουλούν έμποροι αραδιασμένοι έξω από τις πύλες της ζώνης». (σελ. 267). 
Σχετικά με τη λειτουργία των εργοστασίων στη ζώνη της Καβίτε τα πράγματα ξεκαθαρίζονται από την είσοδο: «… μπροστά στις πύλες της […] οι εργαζόμενοι πρέπει να δείχνουν την αστυνομική τους ταυτότητα σε ένοπλους φρουρούς, προκειμένου να μπουν μέσα». (σελ. 259). 
Όσο για τους χώρους εργασίας, η Κλάιν παραθέτει τα εξής: «Στο εσωτερικό της ζώνης γίνεται φανερό ότι οι σειρές των εργοστασίων, το καθένα από τα οποία διαθέτει τη δική του πύλη και φύλακα, έχει σχεδιαστεί ειδικά για να αποσπά τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα παραγωγής από τη λουρίδα γης στην οποία βρίσκεται εγκατεστημένο. Εργαστήρια χωρίς παράθυρα, φτιαγμένα από φτηνό πλαστικό και με τοίχους από αλουμίνιο στριμώχνονται το ένα δίπλα στο άλλο, σε απόσταση μονάχα μερικών μέτρων μεταξύ τους. Θήκες για κάρτες παρουσιών ψήνονται κάτω από τον ήλιο, θέλοντας να διασφαλίσουν ότι το μάξιμουμ της εργασίας εξάγεται από τον κάθε εργάτη στις μάξιμουμ εργατοώρες τη μέρα. Οι δρόμοι της ζώνης είναι απόκοσμα άδειοι και οι ανοιχτές πόρτες – το μοναδικό σύστημα εξαερισμού που διαθέτουν τα περισσότερα εργοστάσια – αποκαλύπτουν σειρές ολόκληρες από νέες γυναίκες, οι οποίες σκύβουν σιωπηλές πάνω από τις θορυβώδεις μηχανές τους». (σελ. 259). 
Σχετικά με τον τρόπο διοίκησης και τη συμπεριφορά των επιτηρητών αναφέρονται τα εξής: «Η διοίκηση είναι στρατιωτικού χαρακτήρα, οι επιτηρητές έχουν προσβλητική συμπεριφορά, οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από κάθε επίπεδο διαβίωσης και η δουλειά κουραστική, πληκτική και ανειδίκευτη». (σελ. 261). 
Η αυστηρή πειθαρχία είναι ο βασικότερος εργασιακός κανόνας: «Πολλά από τα εργοστάσια της ζώνης διοικούνται με βάση κανονισμούς σιδηράς πυγμής, οι οποίοι παραβιάζουν συστηματικά τους φιλιππινέζικους εργατικούς νόμους. Υπάρχουν εργοδότες, για παράδειγμα, οι οποίοι κρατούν τα κοινά λουτρά κλειδωμένα με λουκέτο όλες τις ώρες, με εξαίρεση δύο διαλείμματα δεκαπέντε λεπτών, κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι οι εργάτες πρέπει να εξυπηρετηθούν, έτσι ώστε η διοίκηση να μπορεί να παρακολουθεί τον μη παραγωγικό χρόνο τους». (σελ. 268). 


 Naomi Klein: «NO LOGO» 

Η Κλάιν αναφέρει ενδιαφέροντα παραδείγματα: «Ράφτρες που δουλεύουν σ’ ένα εργοστάσιο ρούχων για την Gap, την Guess και την Old Navy […] είπαν ότι μερικές φορές αναγκάζονται να ουρήσουν μέσα σε πλαστικές σακούλες που βρίσκονται κάτω από τις μηχανές τους. Υπάρχουν κανονισμοί που ορίζουν ακόμη και το πόσο πρέπει να μιλά κανείς, ενώ το εργοστάσιο των ηλεκτρονικών ειδών Ju Young διαθέτει και κανονισμό εναντίον του γέλιου». (σελ. 268). 
Για το ύψος της μισθοδοσίας δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος: «… τα εργατικά δικαιώματα δέχονται τόσο σφοδρές επιθέσεις μέσα στις ζώνες, ώστε οι εργάτες να μην έχουν σχεδόν καμία ευκαιρία να κερδίσουν αρκετά χρήματα – όχι για να ενισχύσουν την τοπική οικονομία, αλλά ούτε για να τραφούν και οι ίδιοι επαρκώς». (σελ. 267). 
Βέβαια, υπάρχει και η άποψη της κυβέρνησης: «… η κυβέρνηση των Φιλιππίνων τα αρνείται όλ’ αυτά. Λέει πως οι ζώνες υπάγονται στους ίδιους εργατικούς νόμους που υπάγεται και η υπόλοιπη φιλιππινέζικη κοινωνία: Οι εργάτες πρέπει να πληρώνονται με τον κατώτερο καθορισμένο μισθό, να λαμβάνουν επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης, να απολαμβάνουν κάποιο βαθμό διασφάλισης της εργασίας τους, να απολύονται μονάχα όταν συντρέχει δίκαιος λόγος, να πληρώνονται επιπλέον τις υπερωρίες τους και να έχουν το δικαίωμα να συγκροτούν ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα». (σελ. 267 – 268). 
Ωστόσο, άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη: «Στην πραγματικότητα όμως, η κυβέρνηση θεωρεί τις εργασιακές συνθήκες στα εργοστάσια εξαγωγών θέμα πολιτικής εξωτερικού εμπορίου και όχι εργατικών δικαιωμάτων. Κι από τη στιγμή που προσέλκυσε τους ξένους επενδυτές με υποσχέσεις για ένα φθηνό και πειθήνιο εργατικό δυναμικό, επιδιώκει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Γι’ αυτό και οι αξιωματούχοι του υπουργείου Εργασίας κάνουν τα στραβά μάτια στις παραβιάσεις που πραγματοποιούνται στη ζώνη, για να μην πούμε ότι τις διευκολύνουν κιόλας». (σελ. 268). 
Στην Κίνα η μισθοδοσία είναι η κατώτερη που μπορεί να υπάρξει: «Οι εργατικές ενώσεις συμφωνούν ότι ο μισθός με τον οποίο θα μπορούσε να ζήσει ένας εργάτης στις γραμμές συναρμολόγησης της Κίνας είναι περίπου 87 αμερικάνικα σεντς την ώρα». (σελ. 269). 
Οι εταιρείες όμως, δε φαίνονται πρόθυμες να δώσουν ούτε αυτά: «Έρευνα με αντικείμενο τα παραγόμενα προϊόντα επωνύμων εταιρειών στις ειδικές οικονομικές ζώνες της Κίνας ανακάλυψε ότι η Wal – Mart, Ralph Lauren, Ann Taylor, Esprit, Liz Claiborne, Kmart, Nike, Adidas, J. C. Penney και Limited κατέβαλλαν μονάχα ένα μέρος αυτού του ασήμαντου ποσού των 87 σεντς στους εργαζομένους τους – με ορισμένες απ’ αυτές να τους πληρώνουν μονάχα 13 σεντς την ώρα». (σελ. 269). 
Όσο για τις ώρες εργασίας, η Κλάιν καταθέτει: «Η εργασία μέσα στη ζώνη χαρακτηρίζεται από […] τον κτηνώδη συνδυασμό του τρομερού ρυθμού δουλειάς και της ανύπαρκτης ασφάλισης 
Κι όταν δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός να προστατέψει τα εργασιακά δικαιώματα, τα πράγματα γίνονται απάνθρωπα: «Στην Κίνα υπάρχουν τεκμηριωμένες περιπτώσεις με συνεχόμενες βάρδιες τριών ημερών, όπου οι εργάτες υποχρεώνονταν να κοιμούνται κάτω από τις μηχανές τους. Οι εργολήπτες πολύ συχνά αντιμετωπίζουν βαριά χρηματικά πρόστιμα να δεν κατορθώσουν να παραδώσουν την παραγγελία τους εμπρόθεσμα, ανεξάρτητα από το πόσο παράλογη μπορεί να είναι αυτή η προθεσμία. Ενώ στην Ονδούρα έχει αναφερθεί ότι όταν οι υπεύθυνοι εργοστασίων χρειάζεται να εκτελέσουν μια εξαιρετικά μεγάλη παραγγελία μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, κάνουν ενέσεις αμφεταμινών στους εργάτες, προκειμένου να τους κρατήσουν ξύπνιους σ’ ένα μαραθώνιο δουλειάς σαράντα οχτώ ωρών». (σελ. 273). 
Το ότι χρειάζονται περισσότεροι εργάτες είναι το μόνο βέβαιο. Στην περίπτωση της Καβίτε όμως, όπως σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, «ο κυβερνητικός αξιωματούχος που έχει υποδειχθεί για να επιβλέπει τη ζώνη δεν ενδιαφέρεται να τσακωθεί με τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές των εργοστασίων επειδή αυτοί παραβιάζουν τα ωράρια». (σελ. 274). 
Κι αφού δεν υπάρχει έλεγχος, τα πράγματα παίρνουν τη φυσιολογική τους πορεία: «Από τη στιγμή που σύμφωνα με τον εργατικό νόμο των Φιλιππίνων η σχετική απόφαση είναι της “διεύθυνσης”, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες αποφασίζουν ότι είναι πιο βολικό να έχουν μια ομάδα εργατών οι οποίοι θα δουλεύουν περισσότερες ώρες όταν υπάρχει περισσότερη δουλειά και λιγότερες όταν υπάρχει λιγότερη παρά δύο ομάδες. Αυτή είναι και ανάποδη όψη του νομίσματος των υπερωριών: Όταν ένα εργοστάσιο αντιμετωπίζει πτώση στις παραγγελίες ή ένα φορτίο προϊόντων έχει καθυστερήσει να παραδοθεί, τότε οι εργάτες γυρίζουν στα σπίτια τους χωρίς να έχουν πληρωθεί, ακόμη και επί μία εβδομάδα». (σελ. 274 – 275). 
Κι αν θέλουμε να πάρουμε μια γεύση από τα ωράρια, η Κλάιν αναφέρει ότι το «μεγαλύτερο παράπονο των εργατριών του All Asia» (ανήκει κι αυτό στη ζώνη Καβίτε) «που ράβουν ρούχα για την Ellen Tracy και τη Sasoon, είναι οι υποχρεωτικές υπερωρίες. Οι κανονικές βάρδιες διαρκούν από τις 7 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ, αλλά μερικές νύχτες την εβδομάδα οι υπάλληλοι πρέπει να δουλεύουν “αργά” – μέχρι τις 2 το πρωί». (σελ. 272). 
Η υπερεργασία αυτού του είδους δεν είναι απλά εξοντωτική, αλλά στην περίπτωση της Καρμελίτα Αλόνζο (εργάτρια στη ζώνη της Καβίτε) απεδείχθη θανατηφόρα: «Ο θάνατος της Καρμελίτα Αλόνζο επήλθε ενόσω οι εργάτες έκαναν παρατεταμένες μεταμεσονύκτιες βάρδιες σε μια ιδιαίτερα φορτωμένη περίοδο αιχμής. … η Αλόνζο όχι μόνο δούλευε σε τέτοιες βάρδιες, αλλά επιπλέον έπρεπε να κάνει ταξίδι δύο ωρών μέχρις ότου επιστρέψει στην οικογένειά της. Έπαθε πνευμονία – μια ασθένεια συνηθισμένη σε εργοστάσια όπου η ζέστη είναι αποπνικτική την ημέρα και τη νύχτα υπάρχει υγρασία – και ζήτησε από τον προϊστάμενό της άδεια ν’ απουσιάσει μερικές ημέρες, μέχρι να γίνει καλά. Αλλά εκείνος τής αρνήθηκε αυτό το δικαίωμα, και η Αλόνζο κατέληξε στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1997 – την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας». (σελ. 274). 
Όσο για οποιαδήποτε απόπειρα συνδικαλισμού, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αφού τα εργοστάσια μεταφέρονται αστραπιαία. Όμως, πέρα απ’ αυτό, η Κλάιν θα βάλει και μια άλλη παράμετρο: «Ο πατριωτισμός και το εθνικό καθήκον είναι συνδεδεμένα με την εκμετάλλευση στις ζώνες εξαγωγών, καθώς οι νέοι άνθρωποι – και κυρίως οι γυναίκες – στέλνονται στα εργοστασιακά κάτεργα με τον τρόπο που η προηγούμενη γενιά νέων ανδρών πήγαινε στον πόλεμο. Καμιά αμφισβήτηση εξουσίας ούτε αναμένεται ούτε επιτρέπεται. Σε ορισμένες ζώνες παραγωγής και προώθησης εξαγωγών της αμερικής και της Ασίας οι απεργίες απαγορεύονται επισήμως. Ενώ στη Σρι Λάνκα θεωρείται παράνομο οτιδήποτε μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα κέρδη που αποκομίζει η χώρα από τις εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιοποίησης και της διανομής επικριτικού υλικού». (σελ. 272). 
Και βέβαια, η τρομοκρατία είναι η ασφαλέστερη μέθοδος για να έχει κανείς το κεφάλι του ήσυχο: «Το 1993, ένας εργάτης ζώνης ονόματι Ρατζίτ Μουντιγιανσελάτζε δολοφονήθηκε, επειδή έδειξε ότι αμφισβητεί αυτή την πολιτική. Διαμαρτυρήθηκε ότι μια ελαττωματική μηχανή κομμάτιασε το δάχτυλο ενός συναδέλφου του και μόλις βγήκε από την αίθουσα όπου πραγματοποιούνταν η σχετική με το γεγονός έρευνα, απήχθη. Το σώμα του βρέθηκε ξυλοκοπημένο πάνω σ’ ένα σωρό από παλιά λάστιχα, έξω από την τοπική εκκλησία. Με τον ίδιο τρόπο δολοφονήθηκε και ο νομικός σύμβουλος του Μουντιγιανσελάτζε, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει στην ανάκριση». (σελ. 272). 
Επίσης, οι εγκυμοσύνες είναι ιδιαίτερα απεχθείς για τα εργοστάσια: «Μια έρευνα του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η οποία αποτέλεσε τη βάση για μια καταγγελία στα πλαίσια της NAFTA (της Βορειοαμερικανικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών) γύρω από τις συνθήκες εργασίας, ανακάλυψε ότι οι γυναίκες που υποβάλλουν αίτηση να δουλέψουν στις μεξικανικές μακιλαδόρας συνηθίζεται να περνούν πρώτα από τεστ εγκυμοσύνης. Η έρευνα, η οποία εμπλέκει επενδυτές στις ζώνες όπως η Zenith, η Panasonic, η General Electric, η General Motors και η Fruit of the Loom, ανακάλυψε ότι “οι έγκυες γυναίκες δεν προσλαμβάνονται. Ενώ, επιπρόσθετα, οι εργοδότες των μακιλαδόρας μερικές φορές κακομεταχειρίζονται τις έγκυες υπαλλήλους τους”». (σελ. 280 – 281). 
Και υπάρχει και συνέχεια: «Οι ερευνητές αποκάλυψαν ότι η κακομεταχείριση είναι σκόπιμη για να ενθαρύνει τις εργαζόμενες να παραιτηθούν: Οι έγκυες γυναίκες υποχρεώνονται είτε να δουλέψουν σε νυχτερινές βάρδιες είτε να κάνουν πολλές υπερωρίες απλήρωτες είτε υποβάλλονται σε σκληρή σωματική εργασία. Επίσης, τους αρνούνται το δικαίωμα ν’ αφήσουν για λίγο τη δουλειά τους προκειμένου να επισκεφθούν το γιατρό, πρακτική που έχει οδηγήσει σε πολλές αποβολές κατά τη διάρκεια της εργασίας». (σελ. 281). 
Για τους εργαζόμενους αυτού του είδους δεν υπάρχει τίποτε άλλο από την απελπισία. Ο Wolfgang Sofsky στο βιβλίο του «Πραγματεία περί της βίας» θα δώσει πολύ παραστατικά το στίγμα του απελπισμένου: «Ο απελπισμένος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του χαμένο. Δεν μπορεί πια να ξεφύγει, δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του. Είναι σαν να τον έχουν πιάσει απ’ το λαιμό. Η απελπισία ακινητοποιεί τον άνθρωπο στον εαυτό του. Δεμένος με αυτόν τον τρόπο στον εσωτερικό του κόσμο, δεν μπορεί πια να παράγει καμία λεκτική εικόνα και καμία έκφραση, καμία φωνή που ν’ ανακοινώνει κάτι, καμία πρόταση που θα μπορούσε να υπερβεί το παρόν. Το θύμα βουβαίνεται. Δεν υπάρχει πια τίποτα να πει». (σελ. 90 – 91). 
Η αποικιοκρατία έχει πλέον αλλάξει μορφή. Οι σύγχρονοι δούλοι είναι οι άνθρωποι που «εργάζονται» στα εργοστάσια κάτεργα της πολυεθνικής παραγωγής. Η Κλάιν αποφαίνεται ότι «το σημερινό “new deal” με τους εργάτες και τις εργάτριες είναι ουσιαστικά “non deal”». (σελ. 281). Η εποχή των πολυεθνικών δεν έχει ανάγκη από συμφωνίες. Οι συμφωνίες είναι για τους ανίσχυρους. Και οι πολυεθνικές ξέρουν καλά να δείχνουν τη δύναμή τους. 


Naomi Klein: «NO LOGO», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.
Wolfgang Sofsky: «Πραγματεία περί της βίας», εκδόσεις ¨ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «Βιβλιοθήκη των ιδεών», Αθήνα 1998. 



Πηγή: huffingtonpost μέσω eranistis μέσω protagorasnews



http://gregordergrieche.blogspot.gr/2017/07/no-logo.html#more


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου