Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

6 Μάη: Με πάθος και μανία ψηφίζουμε Ανταρσύα



Οι εκλογές της 6ης Μάη γίνονται μέσα σε πλαίσια εκρηκτικά: εν μέσω της σοβαρότερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού και στη χώρα που έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα της παγκόσμιας αυτής κρίσης, όντας ο πιο αδύναμος κρίκος του δεύτερου ισχυρότερου παγκόσμιου νομίσματος και του ισχυρότερου εμπορικά (αλλά όχι στρατιωτικά) ιμπεριαλιστικού κέντρου, της ΕΕ.
Υπάρχουν δύο λαθεμένες κατά τη γνώμη μου αντιλήψεις για τις εκλογές της 6ης Μάη. Η μία υποτιμά τη σημαντικότητα τους, λέγοντας ότι δε θα αλλάξουν και πολλά πράγματα και η δεύτερη τις υπερτιμά λέγοντας ότι μπορoύν αυτές καθαυτές να αλλάξουν τη ρότα των πραγμάτων από τις 7 Μάη.
Της πρώτης είναι φορείς πολλοί σύντροφοι στο ΚΚΕ και την Ανταρσύα, προβλέποντας σωστά ότι μετά τις εκλογές θα υπάρχει και πάλι μια – πιο αδύναμη έστω – αστική κυβέρνηση που θα συνεχίσει την αντεργατική και αντιλαϊκή επίθεση κι εμείς θα πρέπει να συνεχίσουμε την αντίσταση. Της δεύτερης φορέας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που ονειρεύεται μέχρι και αντιμνημονιακές κυβερνήσεις που υποτίθεται θα αναχαιτίσουν την επίθεση.
Τα διακυβεύματα των εκλογών
Τα διακυβεύματα ωστόσο ξεπερνάνε τόσο το χρονικό ορίζοντα που συνήθως επηρρεάζουν οι εκλογές (4ετία κλπ.) όσο και τα ελληνικά σύνορα, αφού έχει σωστά διαγνωσθεί ότι η χώρα μας είναι πειραματόζωο και σταθμός σε μια διαδακασία ριζικής ανακατάταξης του ηπειρωτικού και παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμης υπέρ του κεφαλαίου.
Με αυτή την έννοια, είμαστε σε άλλον κόσμο από αυτό που είμασταν δυόμιση χρόνια πριν, στις εκλογές του Οκτώβρη του 2009. Τότε – όπως και πάντα – βλέπαμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα επιταχύνει την επειδείνωση των όρων ύπαρξης της κοινωνικής πλειοψηφίας και ότι χρειάζεται να ενισχύσουμε τα πολιτικά υποκείμενα που στοχεύουν στην ανατροπή του, αλλά τώρα τα πράγματα γίνονται πολύ πιο επιτακτικά, και φέρνουν μπροστά μας ζητήματα ζωής και θανάτου σχεδόν. Ζωής και θανάτου φυσικού του λαού, αλλά και κοινωνικοπολιτικού του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Πρέπει καταρχάς να αναγνωρίσουμε ότι τότε κάναμε μια λάθος διάγνωση ότι υπήρχε σοβαρή περίπτωση επιστροφής από πλευράς των αστών στον κεϋνσιανισμό και τη σοσιαλδημοκρατία κάνοντας κρατικοποιήσεις και πετώντας ίσως ένα ξεροκόμματο παραπάνω στους εργαζόμενους  και ενστικτώδικα την πολεμούσαμε. Σήμερα φαίνεται καθαρά ότι η ιδιωτικοποίηση των πάντων και η κατεδάφιση όλων των των κοινωνικών κατακτήσεων που η εργατική τάξη εξασφάλισε τον 20ο αιώνα με σκληρές απεργίες, οργάνωση, επαναστάσεις και – αμυντικούς βασικά – πολέμους είναι ο μονόδρομος που η αστική τάξη υποχρεώνεται από την κρίση του ίδιου του συστήματός της να ακολουθήσει.
Η αλήθεια είναι ότι λογικές ‘διόρθωσης’ του συστήματος είχαν μεγάλη απήχηση στο λαό το 2009 κι έχουν και σήμερα. Μετά τη δημοσίευση τωναποτελεσμάτων του 2009 είχα γράψει:
To ξόφλημα του τρόπου ύπαρξης της κοινωνίας μας, δηλαδή του καπιταλισμού, ίσως κι εμείς οι ίδιοι να μην είχαμε φανταστεί με πόση ταχύτητα και βιαιότητα θα ερχόταν, πόσο πόνο και αίμα θα προκαλούσε, από άνεργες μητέρες που αυτοκτονούν, μέχρι πεινασμένα παιδιά στα σχολεία, κι ένα δολοφονημένο συνδικαλιστή από παρακρατικούς.
Μέσα στα πλαίσια του σοκ αυτού, σημαντικό κομμάτι του λαού πήρε το δρόμο του αγώνα. Συνειδητοποίησε την ανάγκη να κάνει θυσίες για να δημιουργήσει μια εναλλακτική στη σημερινή βαρβαρότητα παρά να κάθεται μονίμως να θυσιάζεται προς όφελος των λίγων. Εκεί που χολαίνουμε είναι η πίστη σε μια συνεκτική εναλλακτική, σε ένα όραμα που θα έκανε τον αγώνα πιο αποτελεσματικό.
Το ότι οι εκλογές γίνονται τώρα, όμως, δε μας το χαρίσαν. Τις επέβαλε ο λαός που έριξε τη κυβέρνηση Παπανδρέου με τις απεργίες και τις διαδηλώσεις του, και που στις 12 Φλεβάρη έκανε καθαρό ότι και οι μέρες του Παπαδήμου έπρεπε να τελειώσουν σύντομα. Το σύστημα έβλεπε ότι αν τις καθυστερούσε κι άλλο τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα γι’αυτό. Παραμένει ανοιχτό όμως αν εργαζόμενοι και λαός θα καταφέρουν να χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους το – καθόλου δεδομένο πλέον – εκλογικό τους δικαίωμα ή αν αντίθετα αυτό θα γίνει εργαλείο πειθάρχησης από πλευράς αστών.
Τα διακυβεύματα των εκλογών είναι τρία:
  1. Να καταδικαστεί η εφαρμοζόμενη πολιτική με την εκλογική διάλυση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΛΑΟΣ (κάτω από 40,4%) και να δυσκολευτεί η συνέχισή της με τη νέα μείωση μισθών κατά 15% που θέλουν αν φέρουν τον Ιούνιο.
  2. Να εκφραστεί αριστερή ριζοσπαστικοποίηση του λαού παρά ακροδεξιό κλείσιμο στο καβούκι του. Ενίσχυση των ιδεών της αλληλεγγύης, της συλλογικής πάλης για μια δικαιότερη κοινωνία ως εναλλακτικής στη σημερινή βαρβαρότητα και όχι της μισαλλοδοξίας, της λογικής του όλοι εναντίον όλων και του ‘μη χειρότερα από τον διπλανό’.
  3. Να αποκτήσει ο λαός καθαρό ορίζοντα για το πώς μπορεί να καλυτερεύσει τη συλλογική του μοίρα και να έρθει πιο κοντά η προοπτική της ανατροπής και της οικοδόμησης της κοινωνίας σε βάσεις αλληλεγγύης. Να συμβάλουν δηλαδή στο να  αποκτήσουν οι αγωνιστικές θυσίες του λαού περισσότερο νόημα.
Νομίζω ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος βρίσκεται στο δεύτερο σημείο. Η ενίσχυση εθνικιστκών μικροαστικών ομάδων όπως της Χρυσής Αυγής, του Καμμένου, αλλά και των Παπαθεμελή – Καζάκη, ή λιγότερο εθνικιστικών αλλά και πάλι μικροαστικών και αντεργατικών όπως οι διάφοροι φιλελεύθεροι, η ΔΗΜΑΡ και οι Πράσινοι θα αποτελέσει θανάσιμο πλήγμα στους λαϊκούς αγώνες . Οι δυνάμεις αυτές είναι υπέρ της διάλυσης των εργασιακών κατακτήσεων και της παράδοσης όλο και μεγαλύτερου κομματιού της οικονομίας στα ιδιωτικά ολιγοπώλια και μονοπώλια. Κάποιες το λένε ανοιχτά και κάποιες άλλες κάνοντας την πάπια στα θέματα αυτά (Πράσινοι, ΔΗΜΑΡ). Κανείς από αυτούς δε διαφωνεί στην ουσία των μέτρων που είναι η αλλαγή του συσχετισμού εργασίας – κεφαλαίου.
Η εθνικιστική στροφή ως ταφόπλακα του εργατικού κινήματος
Κυρίως με τη συνολική ενίσχυση της ακροδεξιάς (ΛΑΟΣ, Καμμένος, ΧΑ) θα άνοιγε ο δρόμος γι’αυτό που ο Σαμαράς ονόμαζει ‘σπάσιμο της ιδεολογικής υπεροχής της αριστεράς’.  Κατασταλτικά μέτρα κατά των διαδηλώσεων, των απεργιών και των μεταναστών θα περάσουν πολύ πιο εύκολα και η επιστροφή στον κοινωνικό μεσαίωνα θα μπρορέσει να γίνει με περισσότερη ηρεμία χωρίς το ‘χάος’ των κινητοποιήσεων. Ο λαός θα έχει κάνει την επιλογή του, μια επιλογή για περισσότερο αυταρχισμό και ‘ασφάλεια’ δεχόμενος την κακιά του μοίρα, παρά για αγώνα και αντίσταση με σκοπό να πάρει πίσω τη ζωή του από αυτούς που του την κλέβουν. Αυτό δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί θα σταματήσουν να μάχονται, αλλά το μήνυμα θα έχει σταλεί στις ευρωπαϊκές ελίτ και στους λαούς ότι μπορούν να συνεχίσουν να χτυπάνε, γιατί η αντίδραση των λαών στα χτυπήματα είναι να κλείνονται στο καβούκι τους.
Πολλοί, τόσο από το ΚΚΕ όσο κι από την Ανταρσύα, υποτιμάν τις εκλογές λέγοντας ότι είναι σημαντικές αλλά όχι αποφασιστικές.  Η πικρή αλήθεια είναι ότι το κίνημα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει άλλες στιγμές  μέσω άλλων διαδικασιών (απεργιών, διαδηλώσεων κλπ.), και γι’αυτό οι εκλογές είναι μέχρι τώρα η πιο σημαντική συμπυκνωμένη στιγμή της ταξικής πάλης από την έναρξη του κοινωνικού πολέμου που κυρήχθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου το 2010. Την παρατήρηση αυτή έκαναν πολύ σωστά οι Δ. Κανελλής, Π. Στόμη και Λ, Χήτας στο  κείμενό τους, ενώ τη σημαντικότητα των εκλογών ανέλυσε ιδιαίτερα εύστοχα και ο Π. Λαφαζάνης σε συνέντευξή του.
Οι εκλογές ως ανεμοδείκτης του κινήματος
Ο λαός θέλει να χρησιμοποιήσει την ψήφο του για να σταματήσει τη σφαγή και καλά κάνει. Στις περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη 2010 που ήταν οι μόνες εκλογές από την αρχή των μνημονίων το ΚΚΕ αλλά και η Ανταρσύα σημείωσαν σημαντική άνοδο. Το ρεύμα αυτό πρέπει όχι μόνο να επιβεβαιωθεί αλλά να ενισχυθεί πολύ παραπάνω ώστε να συμβάλει η λαϊκή ψήφος στην παραπάνω κατεύθυνση. Ανοδικό ρεύμα στις δημοσκοπήσεις αλλά και στην κοινωνία εμφανίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ποια είναι όμως τα προτάγματα των τριών δυνάμεων αυτών για να σταματήσει σφαγή και ν’ανοίξει ένας δρόμος προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας;  Πώς λένε στο λαό ότι θα αξιοποιήσουν τη ψήφο του;
Καταγγελία του μνημονίου στις 7 Μάη;
Ο ΣΥΡΙΖΑ  λέει στο λαό “δεν ζητάμε ψήφο διαμαρτυρίας, αλλά ψήφο εξουσίας”.  Είναι ‘πεισμένος’ και διαδίδει ότι ένας ‘νέος συνασπισμός εξουσίας’ μπορεί να διαμορφωθεί από τις 7 Μάη ‘για την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και την ακύρωση των Μνημονίων’. Για το συνασπισμό αυτόν απευθύνεται σε στη “μεγάλη αντιμνημονιακή πλειοψηφία του ελληνικού λαού” κι έφτασε να πει ότι θα δεχόταν ψήφους ‘ανοχής’ και από τον εθνικιστή και με πλήρη αντεργατική και ρατσιστική ατζέντα Πάνο Καμμένο [1] (κάτι που δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τώρα μιλά για ‘παραφιλολογίες συνεργασιών’).
Ακόμα όμως κι αν δεν είχε γίνει το άνοιγμα αυτό στη λαϊκή δεξιά, το εγχείρημα μπάζει από αλλού κυρίως: στους υπολογισμούς του για την ‘αντιμνημονιακή πλειοψηφία’ ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει και τη ΔΗΜΑΡ, η οποία όμως, ως ‘υπεύθυνη αριστερά’ που είναι, δε διαφωνεί συνολικά με τα μνημόνια (δεν έχει ας πούμε κανένα πρόβλημα με την απέλευθερωση των επαγγελμάτων και την παράδοσή τους στο μεγάλο κεφάλαιο για κερδοσκοπία) και ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Η ΔΗΜΑΡ θέλει απλά να ‘επαναδιαπραγματευτεί’ ορισμένες πλευρές των μνημονίων. Πώς λοιπόν μπορεί ο Τσίπρας να ονειρεύεται καταγγελίες των μνημονίων με τη ΔΗΜΑΡ στο πλευρό του, όταν αυτή ξεκαθαρίζει σε όλους τους τόνους ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν εξαιρετικά ‘ανεύθυνη’;
Η καταγγελία των μνημονίων του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικό πυροτέχνημα. Εκτός του ότι αντιφάσκει με δηλώσεις του παρελθόντος, δε συνοδεύτεται από το στέρεο πλαίσιο αποφασιστικών επιλογών που θα έδιναν σοβαρότητα και προοπτική σε μια τέτοια ενέργεια. Ο υπολογισμός σε συνεργασίες με ΔΗΜΑΡ και Καμμένο δείχνει ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών δε θεωρείται από το ΣΥΡΙΖΑ βασικό συστατικό μιας μονομερούς διακοπής από πλευράς της Ελλάδας των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων. Πλην όμως, αν διακοπούν τα δάνεια, το κράτος θα κάνει πλήρη χρεοκοπία και η κυβέρνηση που θα κάνει μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να ξέρει τι θα κάνει με τις τράπεζες που θα καταρρεύσουν. Θα τις θέσει υπό λαϊκό και εργατικό έλεγχο, ναι ή όχι; O ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι με καταγγελμένα μνημόνια, η ΕΕ θα συνεχίσει να παρέχει ρευστό στο ελληνικό κράτος για να πληρώνει τις ξένες και ελληνικές τράπεζες από φόβο για τη διεθνή ισοτιμία και σταθερότητα του Ευρώ. Ποντάρει δηλαδή σε μια συγκεκριμένη αντίδραση του ιμπεριαλισμού. Δε σκέφτεται καθόλου τι θα κάνει αν ο ιμπεριαλισμός αντιδράσει με τον αντίθετο τρόπο των οποίο άλλωστε ‘ψήνει’ καιρό με δηλώσεις Ευρωπαίων επίτροπων, Γερμανών υπουργών κ.α. : την αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ και τη διακοπή των δανείων. Γίνεται να είμαστε τόσο σίγουροι ότι δε θα υλοποιήσουν τις απειλές τους; Είναι άλλο να αψηφούμε τις απειλές έχοντας σχέδιο αντιμετώπισης της υλοποίησής τους και άλλο να ποντάρουμε στο έλεος του ιμπεριαλισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι – σχεδόν δογματικά – υπέρ της παραμονής της χώρας στο Ευρώ. Αν λοιπόν του πουν οι ‘Ευρωπαίοι εταίροι’ ή δανειακή σύμβαση ή Ευρώ  τι θα απαντήσει; Αν η απάντηση εξαρτάται από σχήματα όπως η ΔΗΜΑΡ, οι Πράσινοι ή διάφορα αποκόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τότε μάλλον είναι βασικά πεντακάθαρη: θα έχουμε κάτι σαν το ‘και μέσα και έξω από την ΕΟΚ’ του Ανδρίκου.
Η τακτική αυτή του ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτεται και στο εσωτερικό του από το Αριστερό Ρεύμα και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη:
‘Ερ.: Επομένως δεν θεωρείτε ότι μπορεί σε αυτές τις εκλογές να αναδειχθεί μια νέα αντιμνημονιακή και προοδευτική κυβέρνηση. Π.Λ.: Μια τέτοια υπόθεση τη θεωρώ δύσκολο να γίνει πραγματικότητα στην επερχόμενη εκλογική μάχη. Η Αριστερά δεν έχει προετοιμασθεί ιδεολογικά, πολιτικά, ενωτικά, οργανωτικά, προγραμματικά για ένα τέτοιο άλμα ούτε οι κοινωνικές προϋποθέσεις είναι έτοιμες για να στηρίξουν αγωνιστικά αυτή τη στιγμή μια προοδευτική αριστερή κυβέρνηση ανατροπής, παρόλο που σημειώνονται μεγάλες θετικές κοινωνικές διεργασίες.’
Κοινοβουλευτικές ματαιοδοξίες και ιδεολογία της ανάθεσης
O Τσίπρας λέει ότι όπως οι Αλλιέντε και Τσάβες θα καλέσει το λαό σε διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις άμα πάρει την κυβέρνηση. Το θέμα είναι να κινητοποιηθεί ο λαός για να στηρίξει τι ακριβώς; Την… αντιμνημονιακή αποφασιστικότητα του Κουβέλη ή τον… πανικό της Μέρκελ που θα θέλει να μας κρατήσει στο Ευρώ ακόμα κι αν τις εθνικοποιήσουμε όλα τα φιλέτα που στοχεύει το γερμανικό κεφάλαιο στην Ελλάδα;
Τα κυρήγματα βέβαια αυτά του ΣΥΡΙΖΑ πατάνε στη δίκαιη επιθυμία του λαού να κυβερνηθεί (αν και θα έπρεπε να θέλει να αυτο-κυβερνηθεί) διαφορετικά. Το θέμα είναι πώς η αριστερά απαντά σ’αυτή την επιθυμία. Σπεκουλάρει πάνω της υποσχόμενη γρήγορες λύσεις, ακόμα κι όταν ολοφάνερα δεν υπάρχουν οι προυποθέσεις γι’αυτές, απλά για να ικανοποήσει τις δικές της κοινοβουλευτικές ματαιοδοξίες ή εξηγεί την ανάγκη οργάνωσης του λαού και παλεύει για την ανάδειξη ενός μετώπου θα που θα στηρίζεται στον οργανωμένο λαό και θα διεκδικήσει αποτελεσματικά την εξουσία;
Προς έκπληξή μου ο Τσίπρας ανέφερε αυτό που είναι όντως το διακύβευμα: την εξουσία: ‘Τη διακυβέρνηση μπορείς να την πάρεις με την ψήφο από τις εκλογές και μέσα στο Κοινοβούλιο, αλλά την εξουσία δεν την παίρνεις έτσι εύκολα. Εξουσία δεν είναι μόνο να έχεις το υπουργικό συμβούλιο. Εξουσία είναι οι τράπεζες, εξουσία είναι το μεγάλο κεφάλαιο, είναι ο στρατός και η αστυνομία (…)».
Είναι παντελώς σίγουρο ωστώσο ότι ο στόχος της δρομολόγησης της ανατροπής στο επίπεδο της ταξικής εξουσίας δε μπορεί να υπηρετηθεί από κυβερνητικές συμμαχίες που θα βασίζονται σημαντικά σε σχήματα όπως η ΔΗΜΑΡ, οι Πράσινοι, ο Καμμένος, ο Παπαμεθελής-Καζάκης, η Κοινωνική Συμμαχία κλπ. Μια τέτοια διακυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει πλατφόρμα εθνικοποιήσεων και άνοιγμα της προοπτικής για τη σοσιαλιστική ανατροπή. Κάτι άλλο υποκρύπτει: τον εγκλωβισμό και της φαντασίας ακόμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στα αστικά κοινοβουλευτικά όρια, τόσο λόγω των κυβερνητικών επιθυμιών των ανώτερων στελέχων του όσο και του εκλογικού κοινού στο οποίο απευθύνονται, ενισχύοντας τον υπάρχοντα τρόπο σκέψης του: τη λογική της ανάθεσης και του ψηφοφόρου ‘καταναλωτή’ που μένει ή δε μένει ικανοποιημένος από την προσφερόμενη ‘υπηρεσία’.
Χαρακτηριστική από αυτής της άποψης είναι αντίληψη που από ‘τακτική εκτίμηση’ μετατρέπεται σε ιδεολογία του ‘δε θα κάνουμε τώρα σοσιαλισμό’ γιατί ‘πρέπει να ανακουφίσουμε το λαό’.  Λες και υπάρχει περίπτωση να ανακουφιστούν οι εργαζόμενοι αν δεν πάρει την κυβέρνηση (και στοχεύσει για την εξουσία) ένα μέτωπο που να έχει καθαρή πλειοψηφική στόχευση το σοσιαλισμό. Αυτή η λογική δεν είναι ριζωμένη μόνο στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ευδοκιμεί και σε ευρύ κομμάτι της εκλογικής του βάσης μεσαίου – μέχρι πρότινος τουλάχιστον – εισοδήματος και κυρίως τα επιστημονικά μεσαία στρώματα.
Έχουν απόλυτο δίκιο λοιπόν οι τρεις της Ανταρσύας (ΑΡΑΝ) που αναφέραμε και παραπάνω, όταν λένε ότι o ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί  «μια κατεύθυνση όπου αναμένει την αστική τάξη να επαναπροσδιορίσει τη στάση της σε προοδευτικότερη κατεύθυνση. Μοιάζει ως να αναμένει την όποια προοδευτική κοινωνική εξέλιξη όχι από την ριζοσπαστική δράση του λαού και της αριστεράς, αλλά μέσα από την ενδυνάμωση των αντιφάσεων της αστικής κίνησης. Κατ’ ελάχιστον είναι ανεδαφικό, το να θεώρει κάποιος ότι σε αυτήν την συγκυρία μπορεί να προστατευτεί το λαϊκό εισόδημα και η απασχόληση, να γίνει στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, να ανοίξει ένας κύκλος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και να παραμένουμε ταυτόχρονα και στο ευρώ, δηλαδή σε συμφιλίωση με την κυρίαρχη αστική επιλογή. Συνεπώς, η όποια επίκληση ενότητας και πρόταση συνεργασίας που γίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς την αριστερά, φέρει ταυτόχρονα και μια συντηρητική στόχευση που μοιάζει να απευθύνεται στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνει ως βασικό της στοιχείο την ανάγκη της πολιτικής και κινηματικής προετοιμασίας του λαού σε μια διαδικασία πολιτικών τομών και ρήξεων εντός της ελληνική κοινωνίας, διαδικασία αναγκαστική, εφόσον αναγκαστική είναι και σύγκρουση με την ευρωζώνη.” Η επίκληση του παρσίματος της εξουσίας από τον Τσίπρα ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο, όσο δεν παίρνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Ούτε η ΔΗΜΑΡ και ο Καμμένος θα συνταχθούν πίσω από το ΣΥΡΙΖΑ απλά επειδή θα έχει μεγαλύτερο, έστω και διπλάσιο ποσοστό, ούτε η ΕΕ θα φοβηθεί τις… νέες κόκκινες γραμμές που θα βάλει ο Τσίπρας και θα δεχτεί έτσι να δώσει μια νέα θέση στην Ελλάδα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, ούτε ο λαός θα συμπτύξει ξαφνικά μέτωπο απ’το πουθενά για να στηρίξει τις εμπνεύσεις του.
Με την έννοια αυτή όμως, και η τάση του Λαφαζάνη που τα βλέπει και κατακρίνει τις επικίνδυνες αυτές πιρουέτες, πρέπει κι αυτή να αποφασίσει κάποια στιγμή ότι ο καιρός για αστεία και δη κακόγουστα έχει τελειώσει, και το πρόταγμα της προγραμματικής και κινηματικής λύσης που χρειάζεται ο λαός, επείγει πιο πολύ από το ‘και γιατί να τους χαρίσουμε το κόμμα’. Θα διόρθωνα ωστόσω αυτό που είχα γράψει πριν τις εκλογές του 2009: ‘Οι ριζοσπαστικές δυνάμεις και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα ή κοντά στο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να απελευθερώσουν τη δημιουργικότητα και αγωνιστικότητά τους μοναχά αν η –  σημερινή τουλάχιστον – μορφή του σχήματος εκλείψει και χωρίσουν τους δρόμους τους με τους κάθε λογής υπερασπιστές του καπιταλισμού και του αστικού κοινοβουλευτισμού και όσους είναι πεισμένοι ότι δε μπορεί πλέον να συμβεί επαναστατική αλλαγή’ καθότι όχι μόνο οι επαναστάτες που βρίσκονται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά οι ριζοσπάστες ρεφορμιστές έχουν λόγους να επενδύουν σε ένα λαϊκό μέτωπο παρά σε μια τραβηγμένη απ’τα μαλιά ‘αριστερή κυβέρνηση’.
[Οσοι τώρα θεωρούν τους εαυτούς τους κομμουνιστές κι επαναστάτες στο ΣΥΡΙΖΑ καλό θα ήταν να δίναν βάση στη δήλωση του Τσίπρα στο Ζάππειο ότι ο ‘ήμασταν κι εμείς κομμάτι της ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος’ αλλά προφανώς δε θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα, ίσως ακόμα κι ότι τέτοιο πράγμα υπάρχει].
Μόνο μια επανάσταση θα μας ανακούφιζε
Η ανακούφιση του λαού και η επαναστατική αλλαγή είναι σήμερα συνυφασμένες. Η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση έχει με κάθε επισημότητα κηρύξει σε όλη την έκτασή της τον πόλεμο στο ‘μοναδιαίο κόστος εργασίας’ δηλαδή στο μερίδιο από τον παραγόμενο πλούτο που πηγαίνει στην εργατική τάξη. Το ‘ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο’ που επικαλείται τόσα χρόνια ήταν το αποτέλεσμα ταξικών αγώνων στο εθνικό πεδίο κάθε χώρας, αλλά με διεθνείς πάντα συνέπειες (όταν πχ. κατακτήθηκαν οι πληρωμένες διακοπές στη Γαλλία με το κίνημα εργοστασιακών καταλήψεων του ’36 σύντομα μετά εφαρμόστηκαν και στο Βέλγιο για ‘το φόβο των Ιουδαίων’) αλλά και της στρατιωτικής νίκης του πρώτου πρώιμου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ, στον Β’ παγκόμσιο πόλεμο. Η ΕΕ ως οργανισμός των αστικών τάξεων έχει συμβάλει μόνο στη σταδιακή αποψίλωση του ‘ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου’ και τώρα που έχουμε κρίση προτάσει την ολική κατεδάφιση του και την επιστροφή κοινωνικά στο 19ο αιώνα. Η τύχη της Ελλάδας μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκφράζεται επίσης με κάθε σαφήνεια. Πρέπει οι μισθοί να πέσουν στα επίπεδα των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, τον πρώιμο σοσιαλισμό των οποίων διάλυσαν και με στρατιωτικά μέσα και που σε όλη την έκτασή τους εφάρμοσαν για είκοσι χρόνια μια κοινωνική κατεδάφιση σε διαστάσεις λεηλασίας στην οποία όμως δε μπόρεσαν να αντισταθούν οι λαοί αφού είχαν αφοπλιστεί ιδεολογικά και πολιτικά από τις ‘κομμουνιστικές’ γραφειοκρατίες τους.  Ό,τι και να υπόσχονται στον ελληνικό λαό οι θιασώτες του ευρωπαϊκού δρόμου (Τσίπρα συμπεριλαμβανομένου) οι αποφάσεις της ΕΕ σχετικά με την έφοδο στην εργασία είναι κλειδωμένες νομικά και θεσμικά και μία ‘αλλαγή’ τους θα σήμαινε ούτως ή άλλως την πρακτική καταστροφή του οργανισμού.
Και πέρα όμως από το οικοδόμημα της ΕΕ, ο καπιταλισμός σα σύστημα δε μπορεί πλέον πουθενά και σε ό,τι επίπεδο κι αν οργανώνεται (εθνικό, ηπειρωτικό ή άλλο) να εξασφαλίσει όχι μόνο την πρόοδο στην κοινωνική πλειοψηφεία, αλλά και τη μη επιδείνωση των όρων ύπαρξής της. Η πλατιά αποδοχή των αντικαπιταλιστικών συνθημάτων αλλά και συναισθημάτων πολύ έξω από τα όρια της ριζοσπαστικής αριστεράς και της αναρχίας, δείχνει ότι ο κόσμος μια χαρά το καταλαβαίνει και το βλέπει αυτό, αντίθετα από ότι πολλές φορές μας αρέσει να βλέπουμε εμείς οι ‘πονήρηδες ενταγμένοι’.
Εκεί που που την πατάμε είναι στην πειθώ γύρω από την εναλλακτική, αλλά και στη σύνδεση της με τη λύση των επειγόντων προβλημάτων και επιβίωσης ακόμα του λαού.
Η επανάσταση ξεδιπλώνεται στη βάση ριζικών μεταρρυθμίσεων
Οι τρεις της Ανταρσύας (ΑΡΑΝ) κάνουν μια επιτυχημένη κατά τη γνώμη προσπάθεια σύνδεσης: ‘είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, που να μπορεί να προωθήσει άμεσα τους αναγκαίουςμεταρρυθμιστικούς στόχους, της στάσης πληρωμής του χρέους, της μονομερούς διαγραφής του, (ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του), της αποδέσμευσης της χώρας από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος και της απασχόλησης, την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Σήμερα είναι φανερό πλέον πως αυτό το περιεχόμενο δεν έχει μονοσήμαντα αριστερό πρόσημο,…’
Εδώ έχω μια διαφωνία. Αν τα άμεσα μέτρα διακοπής της κοινωνικής σφαγής εγγυηθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων αυτό σημαίνει αυτόματα ότι θα μειώσουν τα κέρδη των μεγάλων ομίλων. Αν η παραγωγική ανασυγκρότηση γίνει με όρους που να μην επιδεινώνουν τα εισοδήματα των μισθωτών (όπως η ανταγωνιστικότητα που είναι βασισμένη στους χαμηλούς μισθούς και προτάσσεται από την ΕΕ), αυτό σημαίνει ότι θα γίνεται με δημόσιες βασικά επενδύσεις και με παρέμβαση της οργανωμένης εργασίας (εφαρμογή εργατικού ελέγχου). Το ταξικό πρόσημο μιας τέτοιας πολιτική είναι ξεκάθαρα εργατικό αν και δεν έχει γίνει ακόμα ανατροπή στο σκληρό πυρήνα της εξουσίας.
Συνεχίζουν όμως: ‘…ούτε η επίτευξή του θα αποτελούσε την εγγυημένη απαρχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.’
Κανένα πολιτικό εγχείρημα δε μπορεί να έχει εγγυημένο αποτέλεσμα. Με δεδομένο όμως το σημερινό βαθμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου και τη θέση των τραπεζικού και ενεργειακού τομέων αλλά και του μεταφορικού δικτύου ως επιτελικών κλάδων στην οργάνωση της οικονομίας, η εθνικοποίησή τους και η εμπλοκή των εργαζόμενων στη διαχείριση τους (όχι μέσω γραφειοκρατών αλλά με συνελεύεσεις, ανοιχτή ενημέρωση και ανακλητότητα)  μπορούν μόνο να φέρουν πολύ γρήγορα σε πρώτη γραμμή το δίλλημα της διατήρησης της αστικής κρατικής μηχανής ή της γοργής συγκρότησης και εξάπλωσης λαϊκών θεσμών για το τσάκισμα και την αντικατάσταση της.
Επιτακτική ανάγκη ένα μετωπικό πρόγραμμα
Οι τρεις της ΑΡΑΝ λένε ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα ενός Μετώπου ‘αποτελεί όμως την αναγκαία συνθήκη για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την αναγκαία διαδικασία για το ξεδίπλωμα όλης της δυναμικής του λαϊκού κινήματος, την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συνθήκη για τη ρεαλιστική ωρίμανση των προϋποθέσεων της αριστερής ηγεμονίας και της αναζήτησης μια νέας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.”
Το πρόγραμμα αυτό βάζουν μπροστά και τα ‘επίσημα’ κείμενα της Ανταρσύας: ‘εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων  καθώς και αυτών που κλείνουν, χωρίς αποζημίωση για τους εργοδότες,  με εργατικό – λαϊκό έλεγχο.  Να πάρουμε πίσω όλα όσα μας λεηλάτησανμε τα Μνημόνια, μισθούς, δώρα, επιδόματα, συντάξεις κλπ. Να επιβληθείβαριά φορολογία στο κεφάλαιο και αναδιανομή του πλούτου προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας.’
Και ακόμα: ‘αποδέσμευση από ευρώ-ΕΕ, το πέρασμα των τραπεζών στο δημόσιο με κοινωνικό έλεγχο και την αναδιανομή του πλούτου. (…) Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (…) Προτείνει ένα Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής της επίθεσης που με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μπορεί να διαμορφώσει την εναλλακτική λύση απέναντι στο σάπιο σύστημα τους. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ,  η αντίσταση με στόχο την  απλή επιβίωση, δένεται άρρηκτα με την επανάσταση με στόχο την αξιοβίωτη ζωή, τη δημιουργία και την  ελευθερία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλεί σε αγώνα για μια άλλη κοινωνική και πολιτική πορεία, με τον πλούτο και την εξουσία στα χέρια των εργαζομένων και άρα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Για ένα νέο κομμουνισμό, μια νέα εποχή συλλογικής ζωής, κοινοκτημοσύνης, δημιουργικής εργασίας και πολιτιστικής άνθησης.’
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Π. Λαφαζάνης στη συνέντευξή του:
‘Η θέση μου (όχι του ΣΥΡΙΖΑ) είναι σαφής για την ανάγκη αριστερής εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και συνολικής σύγκρουσης με την Ε.Ε., η οποία κατά τη γνώμη μου δεν μεταρρυθμίζεται αλλά ανατρέπεται.’ [...] ‘Οι εκλογές και μόνο δεν αλλάζουν τις κοινωνίες. Μπορεί, όμως, η εκλογική μάχη, εφόσον είναι επιτυχής, να αποτελέσει ένα σταθμό και μια νέα αρχή για μεγάλους και σκληρούς πολιτικούς και ταξικούς αγώνες που θα σηματοδοτήσουν ανατροπές στην κατεύθυνση μιας νέας κυβέρνησης και μιας νέας εργατικής και λαϊκής εξουσίας με σοσιαλιστική προοπτική.”
Οι κατευθυντήριες γραμμές του μετωπικού αυτού προγράμματος στις οποίες συμφωνούν οι παραπάνω δυνάμεις συνάδουν απόλυτα με αυτό που έγραφα πριν τις εκλογές του 2009:  ‘Το κίνημα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα τινάξουν το σύστημα στον αέρα.  Κερδίζοντας έτσι χαρακώματα για τη νέα έφοδο στον ουρανό.’
H διατύπωση χωλαίνει λίγο με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην ονομάζει ξεκάθαρα το σοσιαλισμό ως την κοινωνία όπου την εξουσία ασκεί η εργατική τάξη με στόχο την ακρατική και αταξική κοινωνία, δηλαδή τον κομμουνισμό, και με τον Π. Λαφαζάνη να μένει στο σοσιαλισμό και να μην αναφέρει το λόγο ύπαρξής του που είναι ο κομμουνισμός. Βασικά, όπως και το ΚΚΕ, μπλέκει λίγο λίγο τη λαϊκή εξουσία με το σοσιαλισμό, μιλόντας για εργατική εξουσία με προοπτική το σοσιαλισμο. Ο σοσιαλισμός και η εργατική εξουσία είναι το ίδιο και το αυτό, ενώ η λαϊκή εξουσία σαν όρος μπορεί μόνο να περιγράψει την κατάσταση όπου την κυβερνητική εξουσία έχει ένα λαϊκό μέτωπο και δρομολογεί τη συνολική κατάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους, αντιλαμβανόμενο ως πρώτιστο καθήκον της την υποβοήθηση της δημιουργίας εργατικών θεσμών που θα αντικαταστήσουν τους αστικούς.
Η πιο μεγάλη ώρα για το πρόγραμμα του ΚΚΕ
Πιο καλά διατυπωμένο, το πρόγραμμα αυτό για εκμετάλλευση της καπιταλιστική κρίσης από ένα μέτωπο που θα οδηγήσει στο ξεκίνημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης το βρίσκουμε στο πρόγραμμα του ΚΚΕ του 1996το οποίο είναι τυπικά ακόμα σε ισχύ:
‘Αναδείχνεται πιο επιτακτικά η ανάγκη το ΚΚΕ με  την πολιτική του νασυμβάλει στη διαμόρφωση και ωρίμανση του υποκειμενικού  παράγοντα για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική γραμμή πάλης συμβάλλει στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, στην αντίσταση, και υπεράσπιση των συμφερόντων του από την επιθετικότητα του μεγάλου κεφαλαίου. Είναι ο δρόμος που βοηθά να αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων, να γίνει η προσέγγιση και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ο αγώνας αυτός συνδέεται περισσότερο και εντάσσεται οργανικά στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Περικλείει από τη φύση του ρήξεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Η ωρίμανση των προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική  επαναστατική αλλαγή δε θα είναι έργο μιας πράξης, αλλά  αποτέλεσμα μιας  διαδικασίας με ανοδικές και καθοδικές στιγμές και φάσεις, στροφές και καμπές  που θα  καθορίζονται: Από το συσχετισμό δυνάμεων, την ετοιμότητα και τη θέληση  της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, την  ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία, τη δύναμη και την ετοιμότητα του ΚΚΕ, το βαθμό αναζωογόνησης των ιδανικών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
(….)
Το Μέτωπο αγκαλιάζει τους χώρους δουλειάς και  κατοικίας. (…)  Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει  ο αντικαπιταλιστικός του χαρακτήρας, αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός  επαναστατικού λαϊκού μετώπου οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες. Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά  κινήματα και τις οργανώσεις τους.’
(…)
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.
Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.
Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού  ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο.’
Το τελευταίο απόσπασμα σκεφτόμουν να το αναδείξω πριν το αναφέρει στη συνέντευξη τύπου του ο Τσίπρας και πριν δω ότι το είχε επικαλεστεί και το Αριστερό Ρεύμα στην Ίσκρα. Η χρησιμοποποίησή του από τον Τσίπρα για να βγάλει το συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ θα έπρεπε να συμμετέχει στη θολή ‘αριστερή κυβέρνηση’ που ονειρεύεται είναι άκρως διαστρεβλωτική, καθότι το ΚΚΕ βάζει ως βασική προϋπόθεση την αποδέσμευση από την ΕΕ στην οποία ο Τσίπρας διαφωνεί οριζοντίως και καθέτως. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που συμφωνούν ξεκάθαρα με αυτή αλλά και τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που μπαίνουν από το πρόγραμμα του 1996.
Στάδια και ρεφορμιστές
Η απάντηση της σημερινής ηγεσίας αλλά και πολλών αγωνιστών και οπαδών του ΚΚΕ σήμερα είναι ότι το σχήμα μιας διακυβέρνησης λαϊκού μετώπου ως σημείο εκκίνησης της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό αποτελεί επιστροφή στη λανθασμένη θεωρία των σταδίων. Αυτό όμως είναι εντελώς παράλογο και αντιφάσκει και με την ίδια τη λογική του προγράμματος του ΚΚΕ, που δεν ταυτίζει τη διακυβέρνηση του μετώπου και την απαρχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Οι στοχεύσεις του μετώπου και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αναλύονται σε διαφορετικά κεφάλαια και διαφέρουν παρασάγκας μεταξύ τους και ξεκαθαρίζεται ότι η μορφή του εργατικού κράτους εξαρτάται από την προηγούμενη επαναστατική διαδικασία που έχει ήδη τεθεί σε κίνηση:
‘Η μορφή που θα πάρει το επαναστατικό εργατικό κράτος στην Ελλάδα θα λυθεί μέσα στην επαναστατική πάλη, μέσα στους σκληρούς ταξικούς αγώνες, σε συνθήκες που ξεσπάει και αναπτύσσεται η επαναστατική διαδικασία.’
Σε αυτούς που λένε ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (με κοινωνικοποίηση από την πρώτη μέρα των μέσων παραγωγής) δεν υπάρχει τίποτα, αυτών που αντιλαμβάνονται τη στιγμή παρσίματος της εξουσίας ως την τελευταία μέρα του καπιταλισμού και πρώτη του σοσιαλισμού το πρόγραμμα του 1996 απαντέι:
‘Με την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της αρχίζει η μεταβατική περίοδος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.’ (…)
‘Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματοχρηματικές  σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας,  με στόχο το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ανάλογα με τις συνθήκες και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει, μπορεί να επιτρέψει, κάτω από όρους,  τη δράση ενός μέρους  κεφαλαίου, του μη μονοπωλιακού.
Η ηγεσία του ΚΚΕ κατηγορεί επίσης για ρεφορμισμό όσους προβάλουν ένα πρόγραμμα αποδέσμευσης από Ευρώ/ΕΕ και εθνικοποιήσεων με βάση ένα πολιτικό μέτωπο, κριτικάροντας επίσης το γεγονός ότι το κοινοβούλιο είναι σημείο αναφοράς μια τέτοιας διαδικασίας. Φαίνεται σήμερα να θυμάται μόνο τον πρώτο κομμάτι από το πρόγραμμα του 1996 σχετικά με το πρόβλημα της εξουσίας που προέβλεπε οτί ‘μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες΄. Δεν υπάρχει καμία βάση όμως να αποκλείεται σήμερα ο κοινοβουλευτικός δρόμος, ειδικά όταν όπως είπαμε δεν έχει προχωρήσει αρκετά η νομιμοποίηση άλλων διαδικασιών στη συνείδηση του λαού, ούτε έχει καταφέρει το κίνημα να δημιουργήσει τέτοιες δυναμικές. Ακόμα όμως κι αν ήταν ρεφορμιστές όλοι όσοι συμφωνούσαν τις προυποθέσεις του μετώπου, αυτό δε θα έπρεπε να είναι πρόβλημα καθώς εξ ορισμού σχεδόν το όλο νόημα του να σχηματίσει κανείς μέτωπο είναι να φέρει μαζί εκπροσώπους διαφορετικών τακτικών, τόσο της ρεφορμιστικής όσο και της επαναστατικής.
Κινητήρια δύναμη και στόχος του μετώπου
Σε σχέση πάντως με τα βασικά υποκείμενα του μετώπου που πρέπει να σπρώξουν τα πράγματα μπροστά είτε έχει είτε δεν έχει αυτό την κυβερνητική εξουσία, υπάρχει ουσιαστικά συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ και την κύρια συνιστώσα της Ανταρσύας, το ΝΑΡ:
ΚΚΕ: ‘Τα όργανα αυτού του μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων.  Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς. (…) Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού  αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη  διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας  πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.’
ΝΑΡ: ‘Συγκρότηση μαχόμενων ανεξάρτητων εργατικών δημοκρατικών οργάνων για τη διεκδίκηση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σε ανταγωνισμό με τα όργανα της αστικής εξουσίας. Οργάνων που θα αποτελούν ανεξάρτητους θεσμούς εργατικού-πολιτικού αγώνα, εργατικού ελέγχου και επιβολής της θέλησης της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας’
Το ΝΑΡ, όταν μιλά για ‘ανεξαρτησία’ των οργάνων αυτών, αναφέρεται στην ανεξαρτησία τους από την αστική τάξη. Μπορούμε να ψηλαφίσουμε τη δημιουργία των οργάνων αυτών στο συντονισμό των υπαρχουσών μακροχρόνιων απεργιών, στις λαϊκές επιτροπές και συνελεύσεις κλπ. Οι συλλογικότητες αυτές μπορούν να αναλαμβάνουν όλο και σημαντικότερο ρόλο όσο αδυνατίζουν οι αστικές κυβερνήσεις και από τις 7 Μάη.
Το πρόγραμμα του 1996 περιγράφει καθαρότερα από τα ντοκουμέντα της Ανταρσύας τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία που θα βασίζεται στους νέους αυτούς θεσμούς (και το ίδιο κάνει κι ένα πρόσφατο άρθρο του Ριζοσπάστη). Αυτή πρέπει να είναι και η απάντηση της αριστεράς στους προβληματισμούς της σύγχρονης κοινωνίας σε σχέση με την ‘πραγματική δημοκρατία’, ότι τέτοια μπορεί να είναι σήμερα μόνο η σοσιαλιστική δημοκρατία.
Να πιέσει για το μέτωπο ο λαός στις εκλογές
Το ΚΚΕ όμως επιμένει να μη βλέπει δυνατότητες συνεργασίας με κανέναν άλλο. Δε ‘συμβάλει στη διαμόρφωση και ωρίμανση του υποκειμενικού  παράγοντα για τη σοσιαλιστική επανάσταση’, δηλαδή του Μετώπου σύμφωνα με το Πρόγραμμά του, καθώς αρνείται να σχηματίσει οποιαδήποτε κοινή συσπείρωση ή να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία μαζί με δυνάμεις που συμφωνούν με τις προϋποθέσεις του μετώπου ή τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος τους. Αρνείται επίσης να δραστηριοποιηθεί σε ‘λαογέννητους θεσμούς’ που δημιουργούνται από την ίδια τη ζωή και την ιστορική κίνηση. Είναι αδύνατο να βρει κανείς σήμερα και τοπική ακόμα συσπείρωση ή κίνηση οπού να συμμετέχει το ΚΚΕ χωρίς αυτή να έχει δημιουργηθεί με απόφαση κάποιου οργάνου ή οργάνωσής του.
Σε συνθήκες της οξύτατης μάλλον κρίσης της ιστορίας του καπιταλισμού, η οποία μάλιστα συμβαίνει να έχει και σημαντικό επίκεντρο τη χώρα μας και καθώς οι αποφασιστικές ταξικές αναμετρήσεις διαδέχονται η μία την άλλη και τα αστικά κόμματα υποκείνται όχι απλώς σε μεγάλη φθορά, αλλά σε πανωλεθρία, το ΚΚΕ συνεχίζει να επικεντρώνει σε πράγματα όπως η ‘παρεμπόδιση’ των άγριων μέτρων, η ‘απόσπαση κάποιων παραχωρήσεων και η ‘συγκέντρωση δυνάμεων’.[2]
Όταν είσαι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης οπού καταργούνται στην ουσία οι συλλογικές συμβάσεις και μιλάς για παρεμπόδιση, είναι σα να είναι κανείς σε πολιορκημένη πόλη, ο αντίπαλος να έχει διακηρύξει την ολική σφαγή του πληθυσμού σε περίπτωση άλωσης, κι εσύ να λες ‘παιδιά να τον παρεμποδίσουμε στο έργο του’.
Όταν είναι η στιγμή της επιθετικής υλοποίησης του μετώπου με ό,τι δυνάμεις έχεις,  κι εσύ μιλάς για συγκέντρωση (κομματικών) δυνάμεων, το αντίθετο αποτέλεσμα θα έχεις γιατί τότε οι δυνάμεις σου θ’αρχίσουν να φυλορροούν, κάτι που γίνεται ήδη με τις οργανωτικές του ΚΚΕ, οι οποίες σίγουρα δε παρουσιάζουν ραγδαία ανάπτυξη που να συνοδεύει την εκλογική (στις περιφερειακές) και δημοσκοπική άνοδο. Αλλιώς θα το ξέραμε από τον κομματικό τύπο.
Το ΚΚΕ λέει κι άλλα, έμπλεο της ‘μακαριότητας’ που το χαρακτηρίζει μέσα σε θυελλώδεις κοινωνικές ανακατατάξεις εδώ και κάμποσα χρόνια: ‘μακάρι να μην μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση και να καταλάμβανε το κενό ο λαός, αλλά θα σχηματιστεί’. Θα σχηματιστεί αλλά το θέμα είναι τι κάνουμε για να καταλάβει ο λαός το κενό όσο το δυνατόν συντομότερα. Οι ευκαιρίες – όπως υπό προϋποθέσεις οι επόμενες εκλογές – δε θα λείψουν.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν πρόκειται με δική της πρωτοβουλία να κινηθεί για να αξιοποιήσει τις λαβές που δίνονται για την υλοποίηση του προγράμματος του: τη συγκρότηση του μετώπου, που θα επιχειρήσει να οδηγήσει τη χώρα από την καταστροφή στη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Ο μόνος τρόπος να μετακινήσουμε τα πράγματα είναι να ενισχύσουμε τις δυνάμεις που συμφωνούν με το πρόγραμμα σωτηρίας της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας υπό την ηγεσία των εργαζομένων με την άμεση στάση πληρωμών, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των υπόλοιπων υπερσυγκεντρωμένων τομέων, την εξάπλωση του εργατικού ελέγχου, την εγγύηση των πραγματικών μισθών και του επιπέδου ζωής της πλειοψηφίας ενάντια στα κέρδη της μειοψηφίας που θα φέρουν κοντύτερα την αποφασιστική μάχη για τη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Το ψηφοδέλτιο που εκφράζει καθαρά το πρόγραμμα αυτό σήμερα είναι ηΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ανάδειξή της σαν ένα αναγνωρίσιμο πόλο μέσα στη ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά είναι ο μόνος πιθανός καταλύτης για την απεμπλοκή των ριζοσπαστικών στοιχείων του ΣΥΡΙΖΑ (ή την αριστερής στροφής του με την αποπομπή της δεξιάς πτέρυγας), αλλά και την έλευση της ηγεσίας και της ραχοκοκαλιάς των αγωνιστών του ΚΚΕ μπροστά σε νέα δεδομένα.
Να αλλάξει και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δε πρέπει και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνει πρόοδο στα χαρακηριστικά της ώστε να γίνει πιο έμπιστος σύμμαχος τόσο στα μάτια των αγωνιστών του ιστορικού κομμουνιστικού κόμματος της χώρας, αλλά κυρίως στα μάτια των εργαζόμενων.
  • Η ενστικτώδης απόρριψη / χλευασμός της χρησιμοποίησης του κοινοβουλίου πρέπει να σταματήσει. Όσο οι δημιουργούμενες λαϊκές δομές δεν έχουν αρκετή νομιμοποίηση στο λαό, το κοινοβουλευτικό πεδίο θα είναι κεφαλαιώδες και ένας από τους πιο ασφαλείς δείκτες των τάσεων της κοινωνίας
  • Η μετωπική λογική να αποκτήσει περισσότερο στέρεα θεωρητική βάση ωστέ να μην την πέφτουν πχ. ελαφρά τη καρδία διάφορα στελέχη της Ανταρσύας στις εμπειρείες των μετώπων πχ. στη Γαλλία του ’36, που έφεραν κάποιες από τις κατακτήσεις που αυτή τη στιγμή οι αστοί παλεύουν να γκρεμίσουν
  • Να μη γίνεται κομμάτι της εκλογικής καμπάνιας η θέση ότι στην ΕΣΣΔ δεν οικοδομήθηκε ποτέ κανένας σοσιαλισμός, ειδικά όταν δεν έχουμε καμία σοβαρή και συγκροτημένη κοινή ανάλυση για το ζήτημα αυτό. Πέραν των άλλων, η ολική αυτή απόρριψη δημιουργεί μια βαθύτατη σύγχυση στους πολίτες παρά την ευκολία προσέγγισης που φαίνεται να παρέχει επιφανειακά.
  • Περισσότερος σεβασμός απέναντι στα άλλα κόμματα της αριστεράς (ακόμα κι αν αυτά δε σέβονται την Ανταρσύα) και λιγότερος αριστερίστικος λεονταρισμός. Δε μπορεί πχ. να λεέι ο σ. Σαραφιανός στη συνέντυξη τύπου ότι άμα μπει η Ανταρσύα στη βουλή θα σημαίνει επιτέλους ότι δεν θα είναι και οι 300 πουλημένοι, ή το ΝΑΡ να λέει ότι η Ανταρσύα είναι πιο αποτελεσματική ‘απ’ όλες μαζί τις δυνάμεις της καθεστωτικής Αριστεράς’.  Άμα το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθεστωτικοί και πουλημένοι, τότε μάλλον δεν έχει νόημα να μιλάμε καν για μέτωπο.
Δυναμικά μπροστά! Αύριο θα είναι αργά!
Σε πείσμα των δημοσκοπήσεων και της ‘ρεαλιστικότητας’ των συντρόφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑς νομίζω ότι είναι δυνατό να τη βάλουμε στη βουλή και μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης αριστερής εκλογικής ριζοσπαστικοποίησης, να κάνουμε τις εκλογές αυτή σημαντικό έναυσμα για τη συγκρότηση του Μετώπου και την έναρξη μιας εργατικής και λαϊκής αντεπίθεσης σε όλη την Ευρώπη!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου