Σύσκεψη οργανώσεων με αναφορά στην αριστερά και το κίνημα πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 23/1 στην Αθήνα. Τα ζητήματα που την απασχόλησαν αφορούσαν το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα, ενόψει και του εθνικιστικού συλλαλητηρίου που έχει καλεστεί στην Αθήνα για τις 4/2, καθώς και τη μετάθεση της προγραμματισμένης «αντισυγκέντρωσης» ενάντια στη φιέστα που είχε ανακοινώσει η Χρυσή Αυγή για τα Ίμια για τις 27/1, με βάση το ότι αυτή επέλεξε να τη μεταφέρει στις 3/2, για να συντονιστεί με το εθνικιστικό-σοβινιστικό κλίμα που διαμορφώνεται και θα αποκορυφωθεί εκείνες τις μέρες. Συμμετείχαν το Δίκτυο, το Ξεκίνημα, το ΝΑΡ, η Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, η ΟΡΜΑ, η ΑΡΑΝ, η ΔΕΑ και η Ροσινάντε.
Το ΚΚΕ(μ-λ) συμμετείχε στη σύσκεψη, προτάσσοντας την ανάγκη να προωθηθεί η δυνατότητα μιας κοινής απάντησης των δυνάμεων του κινήματος απέναντι στις επικίνδυνες εξελίξεις που συντελούνται στην περιοχή μας. Συγκεκριμένα, προτείνοντας την πραγματοποίηση μιας αντιιμπεριαλιστικής-αντιπολεμικής διαδήλωσης, ενάντια στον εθνικισμό και τον σοβινισμό και ανεξάρτητα από το κυρίαρχο πλαίσιο εκβιασμών και διλημμάτων που τίθενται στον λαό, κάτι που αποτυπωνόταν και στην αναζήτηση μιας διαφορετικής ημερομηνίας από αυτές που ήταν «στο τραπέζι». Χωρίς να μας διαφεύγει, όμως, εξαρχής ότι ήταν πολύ πιθανό να βρεθούμε προ τετελεσμένων, μιας και είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες μέρες οι διαδικασίες που έλαβαν τις βασικές αποφάσεις, στις οποίες και δεν καλεστήκαμε ποτέ να εκφράσουμε τη γνώμη μας και να «συναποφασίσουμε». Γεγονός, φυσικά, καθόλου άσχετο από τις πολιτικές απόψεις και στοχεύσεις των διοργανωτών, πράγμα στο οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Να σημειώσουμε μόνο ότι μένουμε με την απορία για την οργισμένη αντίδραση ή την «πικρία» κάποιων οργανώσεων, όταν διαπίστωσαν ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη για τα ζητήματα που τίθενται, καθώς και την αγωνιστική απάντηση που είναι αναγκαίο να δοθεί. Μας αφήνει πραγματικά αδιάφορους το εάν κάποιοι έχουν γαλουχηθεί και γαλουχήσει με έναν τρόπο λειτουργίας που βασίζεται στην επιβολή ή άκριτη αποδοχή προειλημμένων σχεδίων και αποφάσεων και θα συνεχίσουμε να επιμένουμε στην κοινή δράση σε ισότιμη βάση, που είναι και η μόνη που μπορεί να δώσει διεξόδους στην κίνηση ενός δυναμικού.
Από εκεί και πέρα, το πρώτο για το οποίο αναρωτιόμαστε είναι αν όντως ζούμε όλοι στον ίδιο κόσμο. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, αν παρά τα όσα συντελούνται ορισμένοι επιμένουν να κατοικοεδρεύουν στις φαντασιώσεις τους και τις κατασκευές τους. Γιατί για τι άλλο πρόκειται όταν από μια συζήτηση για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα και τις εξελίξεις που έχουν πυροδοτηθεί στα Βαλκάνια σχεδόν απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον ρόλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και την επιδίωξή του να στερεώσει την παρουσία του στην περιοχή; Και τι σημαίνει να επαναφέρεται ξανά με ένταση το θεώρημα του ελληνικού «ιμπεριαλιστικού» κράτους από δυνάμεις της αριστεράς, ακόμα και μετά τα απανωτά στραπατσαρίσματα που δέχτηκε τα τελευταία χρόνια η αστική αφήγηση για την «ισχυρή Ελλάδα»; Το θέμα μας είναι η προφανής διεκδίκηση αναβάθμισης του ρόλου της , η επιδίωξη ενεργούς εμπλοκής στις εξελίξεις, τα όνειρα για υπεργολαβίες στην ευρύτερη περιοχή ή ακόμα και οι εδαφικές βλέψεις που υπάρχουν από την πλευρά της αστικής τάξης της χώρας μας; Θα ήταν πολιτικά τυφλός αν δεν τα έβλεπε κάποιος όλα αυτά! Όσο τυφλός και όποιος δεν βλέπει, όμως, ότι κυρίως σε σύνδεση με τις ιμπεριαλιστικές επιλογές μπορούν να αντλούν υπόσταση, επιζητώντας την εύνοιά τους, τελώντας ουσιαστικά υπό την αίρεσή τους.
Αν το θέμα είναι το άγχος που μπορεί να διακατέχει κάποιους να μην αθωώσουν το ντόπιο κεφάλαιο, να τους πληροφορήσουμε ότι οι αστοί δεν περίμεναν καλύτερη κολυμπήθρα από αυτή που τους βαφτίζει με χαρακτηριστικά που ποτέ δεν είχαν και δεν έχουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αθώωση των στοιχείων της επικινδυνότητας και του τυχοδιωκτισμού της αστικής «μας» τάξης από αυτή που συγκαλύπτει το ιμπεριαλιστικό βάθρο στήριξής τους. Πολύ περισσότερο, όταν το πολιτικό αποτέλεσμα που παράγεται από μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι άλλο από την συσκότιση των εχθρών που αντιμετωπίζουν ο λαός και η νεολαία, που δεν είναι ένας, αλλά πολλοί! Ελπίζουμε, μόνο, μέσα στη γενικότερη αναπόληση όλων αυτών των χρεοκοπημένων θεωριών για τον ελληνικό ιμπεριαλισμό που εφορμά ασυγκράτητα στα Βαλκάνια, να μην θυμηθούν και άλλες προσεγγίσεις της ίδιας δεκαετίας, όπως αυτή για τις «ΗΠΑ και ΕΕ που σιωπούν, όταν ο Μιλόσεβιτς σφάζει».
Είναι σαφές για εμάς ότι η απροκάλυπτη ιμπεριαλιστική ανάμιξη που λαμβάνει χώρα στα Βαλκάνια έχει υποδαυλίσει εθνικισμούς, αλυτρωτικές βλέψεις και σοβινισμούς ένθεν και ένθεν, χαρακτηριστικά άλλωστε σύμφυτα με τις ντόπιες άρχουσες τάξεις. Άλλωστε, ακόμα και αν τα ξένα αφεντικά επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν τους υποτελείς τους στη γραμμή μιας «λύσης» με χαρακτηριστικά συμβιβασμού, κανείς δεν δικαιούται να έχει την αυταπάτη ότι κάτι τέτοιο αποτελεί εχέγγυο για την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ των δύο λαών, όταν μάλιστα θα συνοδευτεί από την αναβάθμιση της αμερικανονατοϊκής παρουσίας και κινητικότητας, σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία και σε μια περιοχή όπου είναι ακόμη νωπό το αίμα που χύθηκε από τις επεμβάσεις των δυτικών ιμπεριαλιστών. Ακριβώς σε αυτό το έδαφος, όπως και αναδείχτηκε με επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη, φυτρώνουν και παίρνουν μπόι οι κάθε λογής αντιδραστικές, εθνικιστικές, φασιστικές δυνάμεις, που ανεξάρτητα από το αν εκφράζουν αστικές επιδιώξεις συνολικότερων ξεκαθαρισμάτων με την ΠΓΔΜ που σήμερα περνούν προσωρινά σε δεύτερο πλάνο μπροστά στις επιβαλλόμενες διευθετήσεις και «φιλίες», διαδραματίζουν σταθερά συγκεκριμένο ρόλο. Και αυτός, ταυτόχρονα με την καθυπόταξη των εργαζόμενων μαζών στην αστική ταξική επίθεση, δεν είναι άλλος από το να νομιμοποιούν την εξάρτηση και να προωθούν την αποδοχή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, στρέφοντας τον λαό μας ενάντια σε αυτόν της γειτονικής χώρας. Και όχι μόνο! Η ιστορία έχει γράψει στις πιο μαύρες σελίδες της το πώς χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες και ανάλογου χαρακτήρα δυνάμεις κατά τη διάρκεια του κομματιάσματος της Γιουγκοσλαβίας. Και πολύ φοβόμαστε ότι με το μπαρούτι που μυρίζει η γειτονιά μας, την ώρα που ξεδιπλώνονται τα νατοϊκά σχέδια σε όλη της την έκταση, είναι πολύ πιθανό να το ξαναγράψει.
Να γιατί είναι τουλάχιστον αφελής όποιος θεωρεί ότι όλη αυτή η εθνικιστική υστερία έπεσε από τον ουρανό! Να γιατί πελαγοδρομεί όποιος πιστεύει ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα συμπυκνώνονται στα δίπολα εθνικισμός-αντεθνικισμός, φασισμός-αντιφασισμός και πάει λέγοντας. Να γιατί προσφέρει τις χειρότερες υπηρεσίες στο κίνημα όποιος αποκόπτει την πάλη ενάντια στον εθνικισμό και τον σοβινισμό από την αντιιμπεριαλιστική πάλη. Να για ποιον λόγο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αθώα και αντίρροπη δύναμη στον εθνικιστικό παροξυσμό. Όχι μόνο επειδή ενισχύει τη φασιστικοποίηση, όχι μόνο επειδή συνυπάρχει με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛ που μετέχει ενεργά στην αντιδραστική «φασαρία», αλλά και γιατί υπηρετεί πρόθυμα τις κατευθύνσεις των ξένων αφεντικών της που τον γεννάνε και τον τροφοδοτούν. Και αν κάποιες Κωνσταντοπούλου και άλλοι της αριστεράς των «μεγάλων ακροατηρίων» επέλεξαν να κολυμπήσουν στον βούρκο του εθνικοπατριωτισμού για να αποκομίσουν τα αντίστοιχα οφέλη, το ψάρεμα στα θολά νερά του αστικού κοσμοπολιτισμού έχει τον ίδιο παρονομαστή και κάθε άλλο παρά διαχωρίζει, αλλά, αντιθέτως, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα… από την ανάποδη!
Αυτό και τίποτε διαφορετικό είναι η απάντηση στον σοβινισμό με τον… σοβινισμό της άλλης πλευράς και τους «μακεδονικούς» χάρτες της. Με τον «αυτοπροσδιορισμό» που προσδιόρισαν συστηματικά και για χρόνια οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, έχοντας καθορίσει πρωτύτερα τη διαμόρφωση μιας κρατικής συγκρότησης μέσα από τις στάχτες της επαναχάραξης των συνόρων των Βαλκανίων. Η δεδομένη διαφορά ισχύος, οι συσχετισμοί υπέρ της ελληνικής μεριάς, τα προβλήματα συγκρότησης και «ολοκλήρωσης» της ελίτ της ΠΓΔΜ, έχουν φυσικά μια σημασία να τα λαμβάνεις υπόψη σου, χωρίς, όμως, να ξεχνάς το κύριο: ότι οι άρχουσες τάξεις της περιοχής είναι από τη φύση τους εκμεταλλευτικές απέναντι στους λαούς τους και επιθετικές και αλυτρωτικές απέναντι στους γύρω λαούς. Ότι ως εξαρτημένες στον ιμπεριαλισμό είναι και απόλυτα πρόθυμες να γίνονται υποχείρια στα εκάστοτε σχέδιά του. Πάνω από όλα, ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός είναι απόλυτα πρόθυμος και συνειδητοποιημένος ως προς τη δυνατότητά του να τις χρησιμοποιήσει, όταν του το υπαγορεύσουν τα συμφέροντά του.
Αυτά τα λέμε γιατί η χρήση των όρων «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και «Μακεδονία» έδιναν και έπαιρναν κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, όταν γίνονταν αναφορές στη γειτονική χώρα. Αυτό συνέβαινε ακόμα και από εκπροσώπους δυνάμεων, μάλιστα, με τις οποίες στο παρελθόν, έχοντας συνυπάρξει μαζί στη Λαϊκή Πρωτοβουλία Ενάντια στη Νέα Τάξη, στον Εθνικισμό και τον Πόλεμο, είχαμε χαράξει γραμμή διαχωρισμού από αυτές τις απόψεις. Απόψεις επικίνδυνες πρώτα και κύρια για τον ίδιο τον λαό της ΠΓΔΜ, με βάση και τα όσα αναφέραμε αμέσως πιο πάνω. Λες και μπορεί να οικοδομηθεί πραγματική διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των δύο λαών, όσο το ζήτημα του ονόματος θα μπορεί να γίνεται εργαλείο αλυτρωτισμών και βλέψεων και από τις δύο πλευρές και ως εκ τούτου όχημα εκμετάλλευσης από τα μεγάλα αφεντικά. Λες και οι όποιες «λύσεις» δίνονται στις σημερινές συνθήκες, φέροντας τη σφραγίδα του ιμπεριαλισμού και των αντιδραστικών δυνάμεων, με τον λαϊκό παράγοντα αποσυγκροτημένο, δεν συσσωρεύουν περαιτέρω προϋποθέσεις πολεμικής ανάφλεξης και εθνικιστικής έχθρας. Λες και οι λύσεις που μπορούν να δώσουν οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να είναι κατά παραγγελία και «made in USA».
Σημασία όμως έχει ότι οι απανταχού διεθνιστές όπου γης μετά από αυτό κοιμήθηκαν ήσυχοι. Τα καθήκοντα για άλλη μια φορά εκπληρώθηκαν. Όσοι δεν θέλουν να γίνουν Μακεδονομάχοι καμιάς πλευράς στιγματίστηκαν και αναθεματίστηκαν. Οι σημαίες σηκώθηκαν ψηλά, άσχετα αν θύμιζαν κάτι σε αυτές με το μπλε φόντο και το ανεμολόγιο. Όταν οι ξένοι «προστάτες» ολοκληρώσουν το έργο της διευθέτησης του ονοματολογικού της ΠΓΔΜ, άραγε, τότε όλοι αυτοί θα επανέλθουν με τους καινούργιους «αυτοπροσδιορισμούς» που θα προκύψουν;
Σε σχέση με την προγραμματισμένη «αντισυγκέντρωση», που εξ αντικειμένου φορτίζεται από τους διοργανωτές και με το πολιτικό περιεχόμενο που αναφέρθηκε προηγουμένως, στη σύσκεψη αποφασίστηκε να γίνει τη μέρα που η Χρυσή Αυγή θα πραγματοποιήσει τη φασιστική σύναξη, δηλαδή στις 3/2. Βέβαια, παρέμεινε σε ισχύ και το κάλεσμα για τις 27/1, για απροσδιόριστο λόγο, χωρίς να το πιστεύουν οι περισσότεροι, μιας και δεν έχει πλέον το «μεγάλο» επίδικο των φασιστών, ομολογώντας άλλοι ότι δεν γίνεται να στηριχθεί, ψελλίζοντας κάποιοι άλλοι ότι γίνεται να του δοθεί ένα «αντιπολεμικό» περιεχόμενο, αλλά με σταθερή την ίδια προκαθορισμένη συγκέντρωση στη Ρηγίλλης και πορεία προς τη Βουλή, με το βάρος πάντα να πέφτει στην «αντισυγκέντρωση» της επόμενης εβδομάδας. Επιφυλασσόμαστε και θεωρούμε θετικές τις όποιες αναφορές έγιναν από τοποθετήσεις για την ανάγκη αντιπολεμικού κινήματος, μόνο που έχουμε την αίσθηση ότι περισσότερο σαν μια «υποχρέωση» που τους έμεινε το αντιμετωπίζουν και το διατηρούν σαν άλλοθι για όλη την υπόλοιπή τους στάση. Είναι κρίμα, άλλωστε, να πάνε στράφι τόσες υπογραφές στην αφίσα, που κατά τη συνήθη πρακτική του «χώρου», προκύπτουν από απανωτές μεταμφιέσεις των ίδιων ακριβώς ανθρώπων πότε σαν οργάνωση, πότε σαν μετωπικό σχήμα και άλλοτε και σαν σωματείο.
Είναι απορίας άξιο από εκεί και πέρα τι έχουν να προσφέρουν στην πάλη ενάντια στον φασισμό λογικές «ανταπάντησης» και σε αποσύνδεση από την πολιτική και την κρατική τρομοκρατία που τον θρέφει. Λογικές που δεν κινούνται με γνώμονα τη δυνατότητα να ενεργοποιηθεί πλατιά ένας κόσμος σε κατεύθυνση συνολικής εναντίωσης στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής. Τίθεται από τους διοργανωτές πράγματι το ζήτημα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης με το φασισμό στη σημερινή φάση; Άσχετα από την πολύ πιο αναβαθμισμένη προετοιμασία και συγκρότηση που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο γενικά, στη σημερινή φάση του κινήματος το μόνο που κατορθώνει αυτή η λογική είναι να συσκοτίζει περαιτέρω τη φύση του φασισμού και την άρρηκτη σχέση που διατηρεί με το σύστημα και το αστικό κράτος. Και σε μια περίοδο εκτεταμένης σύγχυσης και αδυναμίας της αριστεράς να επιδράσει καταλυτικά στις συνειδήσεις των μαζών, ρίχνει αντικειμενικά νερό στο μύλο της αντιδραστικής θεωρίας των δύο άκρων.
Μόνο που μάλλον δεν πρόκειται περί αυτού. Γιατί αν και ανομολόγητη, τέτοιου είδους «αντισυγκεντρώσεις» στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην κρυφή ελπίδα ότι οι δυνάμεις καταστολής θα ορθώσουν προστατευτικό τείχος ανάμεσα στους φασίστες και τους διαδηλωτές, αποτρέποντας την οποιαδήποτε «συνάντηση». Πόσο χειρότερες μπορούν να γίνουν οι αυταπάτες; Κι όμως, μπορούν. Σύμφωνα με πληροφόρηση που έκαναν οι διοργανωτές μέσα στη σύσκεψη, για τη συγκέντρωση στη Ρηγίλλης είχαν φροντίσει από νωρίς να κλείσουν τον χώρο από τον Δήμο και μάλιστα και για τις δύο ημερομηνίες (27/1 και 3/2), μιας και περίμεναν από τη Χρυσή Αυγή να μεταθέσει τη δικιά της (προνοητικότητα!). «Αντιφασιστική πάλη», λοιπόν, με την άδεια του κράτους και του Καμίνη;
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης έγιναν πολλές αναφορές και ανταλλάχτηκαν απόψεις για το εθνικιστικό συλλαλητήριο που προηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη και για το αντίστοιχο που προγραμματίζεται στην Αθήνα στις 4/2. Οι εκτιμήσεις και οι προσεγγίσεις ήταν πολλές και διαφορετικές, κυμαινόμενες από την υποτίμηση του ζητήματος έως την ανακάλυψη των «90.000 φασιστών» που θα τους αντιμετωπίσουν οι… 300! Δεν προσπερνάμε, φυσικά, και σοβαρές προσπάθειες τοποθέτησης που έγιναν, σε μια κατεύθυνση προβληματισμού και εξαγωγής συμπερασμάτων. Αναφορικά με την πρότασή μας για διαδήλωση των δυνάμεων της αριστεράς σε ξεχωριστή ημερομηνία, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον σοβινισμό, όπως προαναφέραμε, κανείς δεν πήρε θέση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο η αριστερά δεν αναλαμβάνει ευθύνες στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, κόντρα στους εθνικισμούς και τους σοβινισμούς, ενάντια στην επαναχάραξη των συνόρων, για τη φιλία και την αλληλεγγύη των λαών της περιοχής σε σύγκρουση με όλους τους πραγματικούς εχθρούς τους, τόσο το κλίμα θα γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστικό, με τον κίνδυνο να παρασυρθούν από αυτό υπολογίσιμα κομμάτια των μαζών και να γίνουν αναλώσιμη ύλη στα σχέδια των «από πάνω» να είναι παραπάνω από υπαρκτός.
https://antigeitonies.blogspot.gr/2018/01/blog-post_47.html
Το ΚΚΕ(μ-λ) συμμετείχε στη σύσκεψη, προτάσσοντας την ανάγκη να προωθηθεί η δυνατότητα μιας κοινής απάντησης των δυνάμεων του κινήματος απέναντι στις επικίνδυνες εξελίξεις που συντελούνται στην περιοχή μας. Συγκεκριμένα, προτείνοντας την πραγματοποίηση μιας αντιιμπεριαλιστικής-αντιπολεμικής διαδήλωσης, ενάντια στον εθνικισμό και τον σοβινισμό και ανεξάρτητα από το κυρίαρχο πλαίσιο εκβιασμών και διλημμάτων που τίθενται στον λαό, κάτι που αποτυπωνόταν και στην αναζήτηση μιας διαφορετικής ημερομηνίας από αυτές που ήταν «στο τραπέζι». Χωρίς να μας διαφεύγει, όμως, εξαρχής ότι ήταν πολύ πιθανό να βρεθούμε προ τετελεσμένων, μιας και είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες μέρες οι διαδικασίες που έλαβαν τις βασικές αποφάσεις, στις οποίες και δεν καλεστήκαμε ποτέ να εκφράσουμε τη γνώμη μας και να «συναποφασίσουμε». Γεγονός, φυσικά, καθόλου άσχετο από τις πολιτικές απόψεις και στοχεύσεις των διοργανωτών, πράγμα στο οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Να σημειώσουμε μόνο ότι μένουμε με την απορία για την οργισμένη αντίδραση ή την «πικρία» κάποιων οργανώσεων, όταν διαπίστωσαν ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη για τα ζητήματα που τίθενται, καθώς και την αγωνιστική απάντηση που είναι αναγκαίο να δοθεί. Μας αφήνει πραγματικά αδιάφορους το εάν κάποιοι έχουν γαλουχηθεί και γαλουχήσει με έναν τρόπο λειτουργίας που βασίζεται στην επιβολή ή άκριτη αποδοχή προειλημμένων σχεδίων και αποφάσεων και θα συνεχίσουμε να επιμένουμε στην κοινή δράση σε ισότιμη βάση, που είναι και η μόνη που μπορεί να δώσει διεξόδους στην κίνηση ενός δυναμικού.
Από εκεί και πέρα, το πρώτο για το οποίο αναρωτιόμαστε είναι αν όντως ζούμε όλοι στον ίδιο κόσμο. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, αν παρά τα όσα συντελούνται ορισμένοι επιμένουν να κατοικοεδρεύουν στις φαντασιώσεις τους και τις κατασκευές τους. Γιατί για τι άλλο πρόκειται όταν από μια συζήτηση για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα και τις εξελίξεις που έχουν πυροδοτηθεί στα Βαλκάνια σχεδόν απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον ρόλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και την επιδίωξή του να στερεώσει την παρουσία του στην περιοχή; Και τι σημαίνει να επαναφέρεται ξανά με ένταση το θεώρημα του ελληνικού «ιμπεριαλιστικού» κράτους από δυνάμεις της αριστεράς, ακόμα και μετά τα απανωτά στραπατσαρίσματα που δέχτηκε τα τελευταία χρόνια η αστική αφήγηση για την «ισχυρή Ελλάδα»; Το θέμα μας είναι η προφανής διεκδίκηση αναβάθμισης του ρόλου της , η επιδίωξη ενεργούς εμπλοκής στις εξελίξεις, τα όνειρα για υπεργολαβίες στην ευρύτερη περιοχή ή ακόμα και οι εδαφικές βλέψεις που υπάρχουν από την πλευρά της αστικής τάξης της χώρας μας; Θα ήταν πολιτικά τυφλός αν δεν τα έβλεπε κάποιος όλα αυτά! Όσο τυφλός και όποιος δεν βλέπει, όμως, ότι κυρίως σε σύνδεση με τις ιμπεριαλιστικές επιλογές μπορούν να αντλούν υπόσταση, επιζητώντας την εύνοιά τους, τελώντας ουσιαστικά υπό την αίρεσή τους.
Αν το θέμα είναι το άγχος που μπορεί να διακατέχει κάποιους να μην αθωώσουν το ντόπιο κεφάλαιο, να τους πληροφορήσουμε ότι οι αστοί δεν περίμεναν καλύτερη κολυμπήθρα από αυτή που τους βαφτίζει με χαρακτηριστικά που ποτέ δεν είχαν και δεν έχουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αθώωση των στοιχείων της επικινδυνότητας και του τυχοδιωκτισμού της αστικής «μας» τάξης από αυτή που συγκαλύπτει το ιμπεριαλιστικό βάθρο στήριξής τους. Πολύ περισσότερο, όταν το πολιτικό αποτέλεσμα που παράγεται από μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι άλλο από την συσκότιση των εχθρών που αντιμετωπίζουν ο λαός και η νεολαία, που δεν είναι ένας, αλλά πολλοί! Ελπίζουμε, μόνο, μέσα στη γενικότερη αναπόληση όλων αυτών των χρεοκοπημένων θεωριών για τον ελληνικό ιμπεριαλισμό που εφορμά ασυγκράτητα στα Βαλκάνια, να μην θυμηθούν και άλλες προσεγγίσεις της ίδιας δεκαετίας, όπως αυτή για τις «ΗΠΑ και ΕΕ που σιωπούν, όταν ο Μιλόσεβιτς σφάζει».
Είναι σαφές για εμάς ότι η απροκάλυπτη ιμπεριαλιστική ανάμιξη που λαμβάνει χώρα στα Βαλκάνια έχει υποδαυλίσει εθνικισμούς, αλυτρωτικές βλέψεις και σοβινισμούς ένθεν και ένθεν, χαρακτηριστικά άλλωστε σύμφυτα με τις ντόπιες άρχουσες τάξεις. Άλλωστε, ακόμα και αν τα ξένα αφεντικά επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν τους υποτελείς τους στη γραμμή μιας «λύσης» με χαρακτηριστικά συμβιβασμού, κανείς δεν δικαιούται να έχει την αυταπάτη ότι κάτι τέτοιο αποτελεί εχέγγυο για την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ των δύο λαών, όταν μάλιστα θα συνοδευτεί από την αναβάθμιση της αμερικανονατοϊκής παρουσίας και κινητικότητας, σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία και σε μια περιοχή όπου είναι ακόμη νωπό το αίμα που χύθηκε από τις επεμβάσεις των δυτικών ιμπεριαλιστών. Ακριβώς σε αυτό το έδαφος, όπως και αναδείχτηκε με επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη, φυτρώνουν και παίρνουν μπόι οι κάθε λογής αντιδραστικές, εθνικιστικές, φασιστικές δυνάμεις, που ανεξάρτητα από το αν εκφράζουν αστικές επιδιώξεις συνολικότερων ξεκαθαρισμάτων με την ΠΓΔΜ που σήμερα περνούν προσωρινά σε δεύτερο πλάνο μπροστά στις επιβαλλόμενες διευθετήσεις και «φιλίες», διαδραματίζουν σταθερά συγκεκριμένο ρόλο. Και αυτός, ταυτόχρονα με την καθυπόταξη των εργαζόμενων μαζών στην αστική ταξική επίθεση, δεν είναι άλλος από το να νομιμοποιούν την εξάρτηση και να προωθούν την αποδοχή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, στρέφοντας τον λαό μας ενάντια σε αυτόν της γειτονικής χώρας. Και όχι μόνο! Η ιστορία έχει γράψει στις πιο μαύρες σελίδες της το πώς χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες και ανάλογου χαρακτήρα δυνάμεις κατά τη διάρκεια του κομματιάσματος της Γιουγκοσλαβίας. Και πολύ φοβόμαστε ότι με το μπαρούτι που μυρίζει η γειτονιά μας, την ώρα που ξεδιπλώνονται τα νατοϊκά σχέδια σε όλη της την έκταση, είναι πολύ πιθανό να το ξαναγράψει.
Να γιατί είναι τουλάχιστον αφελής όποιος θεωρεί ότι όλη αυτή η εθνικιστική υστερία έπεσε από τον ουρανό! Να γιατί πελαγοδρομεί όποιος πιστεύει ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα συμπυκνώνονται στα δίπολα εθνικισμός-αντεθνικισμός, φασισμός-αντιφασισμός και πάει λέγοντας. Να γιατί προσφέρει τις χειρότερες υπηρεσίες στο κίνημα όποιος αποκόπτει την πάλη ενάντια στον εθνικισμό και τον σοβινισμό από την αντιιμπεριαλιστική πάλη. Να για ποιον λόγο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αθώα και αντίρροπη δύναμη στον εθνικιστικό παροξυσμό. Όχι μόνο επειδή ενισχύει τη φασιστικοποίηση, όχι μόνο επειδή συνυπάρχει με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛ που μετέχει ενεργά στην αντιδραστική «φασαρία», αλλά και γιατί υπηρετεί πρόθυμα τις κατευθύνσεις των ξένων αφεντικών της που τον γεννάνε και τον τροφοδοτούν. Και αν κάποιες Κωνσταντοπούλου και άλλοι της αριστεράς των «μεγάλων ακροατηρίων» επέλεξαν να κολυμπήσουν στον βούρκο του εθνικοπατριωτισμού για να αποκομίσουν τα αντίστοιχα οφέλη, το ψάρεμα στα θολά νερά του αστικού κοσμοπολιτισμού έχει τον ίδιο παρονομαστή και κάθε άλλο παρά διαχωρίζει, αλλά, αντιθέτως, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα… από την ανάποδη!
Αυτό και τίποτε διαφορετικό είναι η απάντηση στον σοβινισμό με τον… σοβινισμό της άλλης πλευράς και τους «μακεδονικούς» χάρτες της. Με τον «αυτοπροσδιορισμό» που προσδιόρισαν συστηματικά και για χρόνια οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, έχοντας καθορίσει πρωτύτερα τη διαμόρφωση μιας κρατικής συγκρότησης μέσα από τις στάχτες της επαναχάραξης των συνόρων των Βαλκανίων. Η δεδομένη διαφορά ισχύος, οι συσχετισμοί υπέρ της ελληνικής μεριάς, τα προβλήματα συγκρότησης και «ολοκλήρωσης» της ελίτ της ΠΓΔΜ, έχουν φυσικά μια σημασία να τα λαμβάνεις υπόψη σου, χωρίς, όμως, να ξεχνάς το κύριο: ότι οι άρχουσες τάξεις της περιοχής είναι από τη φύση τους εκμεταλλευτικές απέναντι στους λαούς τους και επιθετικές και αλυτρωτικές απέναντι στους γύρω λαούς. Ότι ως εξαρτημένες στον ιμπεριαλισμό είναι και απόλυτα πρόθυμες να γίνονται υποχείρια στα εκάστοτε σχέδιά του. Πάνω από όλα, ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός είναι απόλυτα πρόθυμος και συνειδητοποιημένος ως προς τη δυνατότητά του να τις χρησιμοποιήσει, όταν του το υπαγορεύσουν τα συμφέροντά του.
Αυτά τα λέμε γιατί η χρήση των όρων «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και «Μακεδονία» έδιναν και έπαιρναν κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, όταν γίνονταν αναφορές στη γειτονική χώρα. Αυτό συνέβαινε ακόμα και από εκπροσώπους δυνάμεων, μάλιστα, με τις οποίες στο παρελθόν, έχοντας συνυπάρξει μαζί στη Λαϊκή Πρωτοβουλία Ενάντια στη Νέα Τάξη, στον Εθνικισμό και τον Πόλεμο, είχαμε χαράξει γραμμή διαχωρισμού από αυτές τις απόψεις. Απόψεις επικίνδυνες πρώτα και κύρια για τον ίδιο τον λαό της ΠΓΔΜ, με βάση και τα όσα αναφέραμε αμέσως πιο πάνω. Λες και μπορεί να οικοδομηθεί πραγματική διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των δύο λαών, όσο το ζήτημα του ονόματος θα μπορεί να γίνεται εργαλείο αλυτρωτισμών και βλέψεων και από τις δύο πλευρές και ως εκ τούτου όχημα εκμετάλλευσης από τα μεγάλα αφεντικά. Λες και οι όποιες «λύσεις» δίνονται στις σημερινές συνθήκες, φέροντας τη σφραγίδα του ιμπεριαλισμού και των αντιδραστικών δυνάμεων, με τον λαϊκό παράγοντα αποσυγκροτημένο, δεν συσσωρεύουν περαιτέρω προϋποθέσεις πολεμικής ανάφλεξης και εθνικιστικής έχθρας. Λες και οι λύσεις που μπορούν να δώσουν οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να είναι κατά παραγγελία και «made in USA».
Σημασία όμως έχει ότι οι απανταχού διεθνιστές όπου γης μετά από αυτό κοιμήθηκαν ήσυχοι. Τα καθήκοντα για άλλη μια φορά εκπληρώθηκαν. Όσοι δεν θέλουν να γίνουν Μακεδονομάχοι καμιάς πλευράς στιγματίστηκαν και αναθεματίστηκαν. Οι σημαίες σηκώθηκαν ψηλά, άσχετα αν θύμιζαν κάτι σε αυτές με το μπλε φόντο και το ανεμολόγιο. Όταν οι ξένοι «προστάτες» ολοκληρώσουν το έργο της διευθέτησης του ονοματολογικού της ΠΓΔΜ, άραγε, τότε όλοι αυτοί θα επανέλθουν με τους καινούργιους «αυτοπροσδιορισμούς» που θα προκύψουν;
Σε σχέση με την προγραμματισμένη «αντισυγκέντρωση», που εξ αντικειμένου φορτίζεται από τους διοργανωτές και με το πολιτικό περιεχόμενο που αναφέρθηκε προηγουμένως, στη σύσκεψη αποφασίστηκε να γίνει τη μέρα που η Χρυσή Αυγή θα πραγματοποιήσει τη φασιστική σύναξη, δηλαδή στις 3/2. Βέβαια, παρέμεινε σε ισχύ και το κάλεσμα για τις 27/1, για απροσδιόριστο λόγο, χωρίς να το πιστεύουν οι περισσότεροι, μιας και δεν έχει πλέον το «μεγάλο» επίδικο των φασιστών, ομολογώντας άλλοι ότι δεν γίνεται να στηριχθεί, ψελλίζοντας κάποιοι άλλοι ότι γίνεται να του δοθεί ένα «αντιπολεμικό» περιεχόμενο, αλλά με σταθερή την ίδια προκαθορισμένη συγκέντρωση στη Ρηγίλλης και πορεία προς τη Βουλή, με το βάρος πάντα να πέφτει στην «αντισυγκέντρωση» της επόμενης εβδομάδας. Επιφυλασσόμαστε και θεωρούμε θετικές τις όποιες αναφορές έγιναν από τοποθετήσεις για την ανάγκη αντιπολεμικού κινήματος, μόνο που έχουμε την αίσθηση ότι περισσότερο σαν μια «υποχρέωση» που τους έμεινε το αντιμετωπίζουν και το διατηρούν σαν άλλοθι για όλη την υπόλοιπή τους στάση. Είναι κρίμα, άλλωστε, να πάνε στράφι τόσες υπογραφές στην αφίσα, που κατά τη συνήθη πρακτική του «χώρου», προκύπτουν από απανωτές μεταμφιέσεις των ίδιων ακριβώς ανθρώπων πότε σαν οργάνωση, πότε σαν μετωπικό σχήμα και άλλοτε και σαν σωματείο.
Είναι απορίας άξιο από εκεί και πέρα τι έχουν να προσφέρουν στην πάλη ενάντια στον φασισμό λογικές «ανταπάντησης» και σε αποσύνδεση από την πολιτική και την κρατική τρομοκρατία που τον θρέφει. Λογικές που δεν κινούνται με γνώμονα τη δυνατότητα να ενεργοποιηθεί πλατιά ένας κόσμος σε κατεύθυνση συνολικής εναντίωσης στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής. Τίθεται από τους διοργανωτές πράγματι το ζήτημα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης με το φασισμό στη σημερινή φάση; Άσχετα από την πολύ πιο αναβαθμισμένη προετοιμασία και συγκρότηση που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο γενικά, στη σημερινή φάση του κινήματος το μόνο που κατορθώνει αυτή η λογική είναι να συσκοτίζει περαιτέρω τη φύση του φασισμού και την άρρηκτη σχέση που διατηρεί με το σύστημα και το αστικό κράτος. Και σε μια περίοδο εκτεταμένης σύγχυσης και αδυναμίας της αριστεράς να επιδράσει καταλυτικά στις συνειδήσεις των μαζών, ρίχνει αντικειμενικά νερό στο μύλο της αντιδραστικής θεωρίας των δύο άκρων.
Μόνο που μάλλον δεν πρόκειται περί αυτού. Γιατί αν και ανομολόγητη, τέτοιου είδους «αντισυγκεντρώσεις» στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην κρυφή ελπίδα ότι οι δυνάμεις καταστολής θα ορθώσουν προστατευτικό τείχος ανάμεσα στους φασίστες και τους διαδηλωτές, αποτρέποντας την οποιαδήποτε «συνάντηση». Πόσο χειρότερες μπορούν να γίνουν οι αυταπάτες; Κι όμως, μπορούν. Σύμφωνα με πληροφόρηση που έκαναν οι διοργανωτές μέσα στη σύσκεψη, για τη συγκέντρωση στη Ρηγίλλης είχαν φροντίσει από νωρίς να κλείσουν τον χώρο από τον Δήμο και μάλιστα και για τις δύο ημερομηνίες (27/1 και 3/2), μιας και περίμεναν από τη Χρυσή Αυγή να μεταθέσει τη δικιά της (προνοητικότητα!). «Αντιφασιστική πάλη», λοιπόν, με την άδεια του κράτους και του Καμίνη;
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης έγιναν πολλές αναφορές και ανταλλάχτηκαν απόψεις για το εθνικιστικό συλλαλητήριο που προηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη και για το αντίστοιχο που προγραμματίζεται στην Αθήνα στις 4/2. Οι εκτιμήσεις και οι προσεγγίσεις ήταν πολλές και διαφορετικές, κυμαινόμενες από την υποτίμηση του ζητήματος έως την ανακάλυψη των «90.000 φασιστών» που θα τους αντιμετωπίσουν οι… 300! Δεν προσπερνάμε, φυσικά, και σοβαρές προσπάθειες τοποθέτησης που έγιναν, σε μια κατεύθυνση προβληματισμού και εξαγωγής συμπερασμάτων. Αναφορικά με την πρότασή μας για διαδήλωση των δυνάμεων της αριστεράς σε ξεχωριστή ημερομηνία, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό και τον σοβινισμό, όπως προαναφέραμε, κανείς δεν πήρε θέση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο η αριστερά δεν αναλαμβάνει ευθύνες στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, κόντρα στους εθνικισμούς και τους σοβινισμούς, ενάντια στην επαναχάραξη των συνόρων, για τη φιλία και την αλληλεγγύη των λαών της περιοχής σε σύγκρουση με όλους τους πραγματικούς εχθρούς τους, τόσο το κλίμα θα γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστικό, με τον κίνδυνο να παρασυρθούν από αυτό υπολογίσιμα κομμάτια των μαζών και να γίνουν αναλώσιμη ύλη στα σχέδια των «από πάνω» να είναι παραπάνω από υπαρκτός.
https://antigeitonies.blogspot.gr/2018/01/blog-post_47.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου