Σήμερα ξαναγίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της κοινής πάλης της εργατικής με άλλες τάξεις στη λογική της σύμπηξης ενός ενιαίου μετώπου πάλης. Η συζήτηση περιστρέφεται συνήθως γύρω από τους στόχους πάλης αλλά και τους εταίρους που μπορούν να απαρτίζουν ένα τέτοιο μέτωπο. Ο Εργατικός Αγώνας συμβάλλοντας στον προβληματισμό δημοσιεύει μια ανάλυση του Ανδρέα Σαρακίνη που παίρνει υπόψη της τις απόψεις των κλασσικών του Μαρξισμού για τη μετωπική πολιτική. Το άρθρο ολοκληρώνεται με τη σημερινή ανάρτηση.
Οι αλλαγές που επέφεραν το 16ο και 17ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. στο πρόγραμμα του κόμματος και το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο
Με βάση την τακτική για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που θα οδηγούσε στη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου και τη γενικότερη λογική του νέου προγράμματος το Κ.Κ.Ε. αγωνίστηκε την τετραετία 1996-2000 και δημιούργησε σημαντικά αποτελέσματα, όσον αφορά την ανάπτυξη και την οικοδόμηση του, το κύρος του στην κοινωνία, τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις μικροαστικού κατά βάση χαρακτήρα που δημιουργήθηκαν στο διάστημα αυτό.
Καταξιώθηκε ως η πρωτοπόρα πολιτική δύναμη, στην οποία προσέβλεπαν όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι. Παρενέβη και ουσιαστικά καθοδήγησε τους μεγάλους μαθητικούς αγώνες εκείνης της περιόδου που οδήγησαν στην εδραίωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας στα ΑΕΙ, ΤΕΙ και στα σχολεία, καθοδήγησε τους μεγάλους αγροτικούς αγώνες, οι οποίοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης ολόκληρου του λαού, ηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος που αναπτύχθηκε απ’ αφορμή την επίθεση του ιμπεριαλισμού στη Γιουγκοσλαβία, δημιούργησε το ΠΑΜΕ ως ριζοσπαστική πρωτοπόρα ταξική δύναμη στην εργατική τάξη και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Το 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. διοργανώθηκε με κεντρικό θέμα την ολοκλήρωση των επεξεργασιών για το μέτωπο με σκοπό να δώσει, όπως ειπώθηκε, νέα ώθηση στην πάλη για τη δημιουργία του. Κλείνοντας τη συζήτηση του συνεδρίου η Αλέκα Παπαρήγα έλεγε: «Διαπιστώσαμε επεξεργαζόμενοι τις θέσεις για το 16ο συνέδριο, ότι ενώ στην ουσία συνδέαμε το μέτωπο με το θέμα της εξουσίας, δεν απαντούσαμε πως θα συμβιβάσουμε τις αντικειμενικές διαφορές, που θα υπάρχουν στα πλαίσια του μετώπου. Και όχι μόνο γι' αυτό, αλλά για να εμπεδώσουμε καλύτερα τι σημαίνει μέτωπο και εξουσία, επεξεργαστήκαμε καλύτερα το θέμα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας. Στο 15ο συνέδριο είχαμε προγραμματικούς στόχους πάλης και πλαίσιο, το οποίο εκτιμήσαμε, επεξεργαζόμενοι τις θέσεις, ότι από πλευράς πολιτικής και κατεύθυνσης ήταν σωστό, αλλά ήταν ένα άθροισμα στόχων. Επομένως είχαμε να λύσουμε και ένα άλλο ζήτημα. Να δουλέψουμε καλύτερα τα μέτωπα συσπείρωσης και το θέμα τι θα προσφέρει η εξουσία του μετώπου. Πώς θα λύσουμε αυτό το ζήτημα της ενοποίησης των απόψεων, χωρίς όμως αυτή η ενοποίηση να είναι κατασκευασμένη και τεχνητή και από την άλλη μεριά, τι θα κάνει αυτή την εξουσία του μετώπου. Πιστεύουμε ότι λύθηκε σωστά αυτό το ζήτημα».[1] Αυτή ήταν η αιτιολόγηση. Ο συμβιβασμός των διαφορών ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τις κοινωνικές δυνάμεις του μετώπου όσον αφορά ποιά εξουσία θα εγκαθιδρυθεί και ποια κοινωνία θα διαμορφώσει. Σε άλλο σημείο της ομιλίας της έλεγε. «Το μέτωπο, σε αυτό όλοι συμφωνούμε και έχουμε όλοι συνείδηση, πρόκειται για συμμαχία με μικροαστικές δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, οι οποίες πάντα και στην πορεία, αλλά αν θέλετε, και σε περιόδους που θα ανεβαίνει η αγωνιστικότητα, θα ρέπουν προς την ταλάντευση. Μην ξεχνάμε όσο θα προχωράει η πολιτική συμμαχιών του κόμματος τόσο η άρχουσα τάξη με τους μηχανισμούς της θα προσπαθεί να αποσπά συμμάχους με την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» αξιοποιώντας τη ταλάντευση... Μιλάμε για ένα μέτωπο το οποίο δεν θα περιορίζεται στο να στηρίζει, να ενθαρρύνει τους αγώνες και να κινητοποιεί τους εργαζόμενους για να αμυνθούν ή να αποσπάσουν κατακτήσεις. Εμείς θέλουμε να τις κάνουμε εφαλτήριο για προχώρημα της πάλης. Το μέτωπο από την πρώτη στιγμή της συγκρότησης του πρέπει να θέσει το γενικότερο πολιτικό ζήτημα της χώρας, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις που θα υπάρχουν σε αυτό το ζήτημα».[2] Πρέπει να επισημάνουμε, όπως φαίνεται από το απόσπασμα αυτό, την αντίληψη ότι το μέτωπο που είναι συμμαχία της εργατικής τάξης και του κόμματος της με δυνάμεις κοινωνικές και πολιτικές μικροαστικού χαρακτήρα με όλα τα χαρακτηριστικά που τα μικροαστικά στρώματα έχουν και κυρίως την ταλάντευση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική, ανάμεσα στην αστική πολιτική και την εργατική πολιτική. Η παρατήρηση αυτή έχει σημασία από την άποψη ότι σε μια τέτοια συμμαχία τίθενται ως σκοπός της και μάλιστα από την πρώτη στιγμή συγκρότησης της να διεκδικήσει την εξουσία, όχι οποιαδήποτε εξουσία, αλλά τη λαϊκή εξουσία η οποία νοείται ως επαναστατική εργατική εξουσία.
Σημασία έχει και η ακόλουθη τοποθέτηση. «Η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεσή μονοπώλια- ιμπεριαλισμός. Εδώ σε αυτή τη θέση, από το 15ο συνέδριο, εκφράζεται και ο συμβιβασμός, ο σωστός συμβιβασμός που πρέπει να κάνει το κόμμα στην πολιτική συμμαχιών. Στην ουσία όταν λέμε μονοπώλια- ιμπεριαλισμός, τι εννοούμε; καπιταλισμός. Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Όμως δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός- σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για την δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πείρα αυτό δείχνει[3]».
Η εξίσωση των δύο αντιθέσεων που επιχειρεί εδώ η Αλέκα Παπαρήγα, της βασικής αντίθεσης (καπιταλισμός- σοσιαλισμός) και της αντίθεσης μονοπώλια, ιμπεριαλισμός- λαός) δεν είναι ορθή, είναι λάθος. Οι δύο αντιθέσεις όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά έχουν πολύ μεγάλη διαφορά. Η κυρίαρχη αντίθεση είναι πολύ ευρύτερη, αγκαλιάζει αντικειμενικά ευρύτερες δυνάμεις, πέραν της εργατικής τάξης, γι' αυτό εξάλλου και επιλέγεται ως βάση του μετώπου στις συνθήκες της χώρας. Στην αντίθετη περίπτωση έπρεπε να επιλεγεί η αντίθεση καπιταλισμός -σοσιαλισμός με στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εδώ είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα θεωρητικό λάθος, αλλά για μια ηθελημένη παραποίηση. Η επιμονή φυσικά για τον αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του μετώπου είναι ορθή και μάλιστα στη συνέχεια αναφέρει: «Εμείς θεωρούμε ότι η τελική έκβαση αυτού του αγώνα πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός. Ωστόσο λέμε, ελάτε μαζί πάνω σε αυτή την αντίθεση να βαδίσουμε. Είναι όμως καθαρό. Είναι ένας συμβιβασμός του κόμματος. Και είναι σωστό να εκθέτουμε όλες τις πολιτικές και ιδεολογικές μας θέσεις στους συμμάχους και να ξέρουν πού γίνεται ο συμβιβασμός».[4] Είναι σαφέστατο. Το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδας αγωνίζεται για το σοσιαλισμό και την επαναστατική εξουσία, αυτό το λέμε ανοιχτά στους συμμάχους μας με τους οποίους όμως συμφωνούμε και πορευόμαστε στη βάση του αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων και όχι για το σοσιαλισμό, τουλάχιστον δεν τίθεται αυτή η βάση για τη δημιουργία του μετώπου από την αρχή.
« Η λαϊκή εξουσία, αναφέρει η εισήγηση της κεντρικής επιτροπής, στη δική μας αντίληψη είναι η σοσιαλιστική εξουσία, μια εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με σκοπό την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Όμως δεν θέτουμε ως όρο για τη συγκρότηση μετώπου τη συμφωνία για το σοσιαλισμό, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Εκτιμάμε ότι ο όρος λαϊκή εξουσία μπορεί να αποτελέσει μια γενική ενοποιητική ιδέα και η κάθε συνιστώσα του μετώπου θα διατηρεί τη δική της αντίληψη για το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της. Σε κάθε περίπτωση η αντίληψη για τη λαϊκή εξουσία πρέπει να περιέχει χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από τη δικτατορία των μονοπωλίων, να πείσει το λαό ότι αξίζει θυσίες ο αγώνας»[5]. Στη συνέχεια περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά αυτής της εξουσίας αναφέρει τα βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής εξουσίας, η οποία θα προέλθει από σοσιαλιστική επανάσταση, την οποία υποτίθεται το Κ.Κ.Ε. δεν θέτει ως όρο για τη συμφωνία με τους συμμάχους στο μέτωπο.
Από όλα αυτά ποιο συμπέρασμα εξάγεται;
Το 16ο συνέδριο από τη μια επιμένει ότι το μέτωπο είναι συμμαχία της εργατικής τάξης με επικεφαλής την πρωτοπορία της το κομμουνιστικό κόμμα με ευρύτερα τμήματα μικροαστικών στρωμάτων γι' αυτό και επιλέγεται η αντιμονοπωλιακή- αντιιμπεριαλιστική γραμμή πάλης ως βάση της συγκρότησης του μετώπου και από την άλλη θέτει ως τελικό σκοπό του μετώπου και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που θα δημιουργηθεί τη λαϊκή εξουσία, την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που προκύπτει από σοσιαλιστική επανάσταση και τη λύση φυσικά της αντίθεσης κεφάλαιο -εργασία. Σε άλλη βάση συγκροτείται το μέτωπο και άλλους σκοπούς επιδιώκει, που μάλιστα ο τελικός σκοπός, η λαϊκή εξουσία, τίθεται για τη συγκρότηση του από την πρώτη στιγμή. Ποιες δυνάμεις πρακτικά μπορούν να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο μέτωπο; Μόνο δυνάμεις που έχουν στρατηγική για τον κομμουνισμό, δηλαδή το Κ.Κ.Ε. και διάσπαρτοι κομμουνιστές ή ορισμένες ομάδες. Και επειδή είναι μια σεχταριστική και αδιέξοδη γραμμή, πρακτικά κανείς και αυτό πλέον έχει αποδειχθεί. Συγκρότηση μετώπου, ως μετώπου για την επανάσταση και το σοσιαλισμό μόνο κατά τη φάση της επαναστατικής κατάστασης ή στα πρόθυρα της μπορεί να νοηθεί, ή σε περίπτωση παρατεταμένου εμφυλίου (Κολομβία) και τότε με αμφισβητούμενη την επιτυχία του. Οι συνθήκες της χώρας μας σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με τέτοιες εξελίξεις.
Και το αμίμητο. Για μας η λαϊκή εξουσία είναι η σοσιαλιστική εξουσία, την οποία οι δυνάμεις που θα συμπράξουν με το κομμουνιστικό κόμμα στο μέτωπο δεν δέχονται, ούτε και θέτουν οι κομμουνιστές ως όρο για τη συγκρότηση του μετώπου, αλλά ο όρος λαϊκή εξουσία μπορεί να αποτελέσει ενοποιητική ιδέα και η κάθε συνιστώσα να διατηρεί τη δική της θέση σχετικά με το χαρακτήρας της εξουσίας αυτής. Συμφωνούμε δηλαδή σε έναν όρο, σε μια ιδέα στην οποία η κάθε πολιτική δύναμη, δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει συμφωνία πάνω σε κάτι που όλες οι δυνάμεις διαφωνούν μεταξύ τους, όσον αφορά το περιεχόμενο του, το κομμουνιστικό κόμμα τον αντιλαμβάνεται ως επανάσταση, ενώ οι συνεργαζόμενες μικροαστικές δυνάμεις διαφωνούν ριζικά με αυτό;
Σε τέτοιες τεράστιες αντιφάσεις έπεσε το 16ο συνέδριο, στην προσπάθεια της ηγεσίας να μεταλλάξει ριζικά το χαρακτήρα του μετώπου από συσπείρωση στη βάση της πάλης εναντίον των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού και της Κυβέρνησης και ενός συνεκτικού σχεδίου που θα εξέφραζε τις ώριμες διεκδικήσεις και συμφέροντα των εργαζομένων και τις ώριμες προϋποθέσεις των δυνάμεων που το απαρτίζουν, σε μέτωπο για την επανάσταση και το σοσιαλισμό. Θέτει δηλαδή ως προϋπόθεση συγκρότησης του μετώπου σήμερα, αυτό το οποίο μέσα από αγώνες και μια ολόκληρη πορεία θα πρέπει να κατακτηθεί. Την ενότητα πάνω στο στόχο της εργατικής εξουσίας για το σοσιαλισμό. Και όλα αυτά θεωρούνται η πεμπτουσία της διαλεκτικής σκέψης και της επαναστατικής συνέπειας.
Για τους κομμουνιστές τελικός σκοπός του αγώνα δεν μπορεί να είναι άλλος από την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και την σοσιαλιστική οικοδόμηση. Εκεί πρέπει η πολιτική συμμαχιών και το μέτωπο να κατατείνει. Σε αυτό δεν χωρά αντίρρηση. Είναι εντελώς διαφορετικό αυτό από το ανέμισμα της κόκκινης σημαίας και την εκφώνηση της επανάστασης σε όλους τους τόνους, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες, την ωριμότητα και τη συνειδητότητα των εργαζομένων, τη συνάρτηση της δράσης με τις υπάρχουσες προϋποθέσεις, παρά μόνο με τον τελικό σκοπό. Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής τα ξέρουμε. Όχι μόνο δεν έγινε μέτωπο, ούτε και υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί με αυτή τη γραμμή, όχι μόνο δεν στέριωσε καμιά πολιτική συνεργασία από όσες επιχειρήθηκαν, αλλά οδηγείται και το ίδιο το Κ.Κ.Ε. στη φθορά και στην απαξίωση.
Η ανατροπή του χαρακτήρα του μετώπου που επέφερε το 16ο συνέδριο εκφράστηκε σταδιακά σε όλους συνολικά τους τομείς, εκφράστηκε στο χαρακτήρα και το περιεχόμενο, τα ζητήματα και τους στόχους της καθημερινής δουλειάς, εκφράστηκε ιδιαίτερα στις συσπειρώσεις, τα ρυάκια που θα οδηγούσαν στο μέτωπο. Από τη μια το συνέδριο τόνιζε τη σημασία των συσπειρώσεων και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που θα διαδραματίσουν στις πολιτικές εξελίξεις και από την άλλη τις υπονόμευε θέτοντας το σύνολο της δράσης άμεσα σε αντικαπιταλιστική βάση, άμεσα σε πάλη για την εξουσία. Η Αλέκα Παπαρήγα στην τελική της ομιλία τόνιζε για τις συσπειρώσεις: «Αυτές οι συσπειρώσεις πρέπει να έχουν αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα και κατεύθυνση. Αλλά από την άλλη μεριά, μπορεί μια συσπείρωση να ξεκινήσει αβαθής. Πρέπει να βαθαίνει ο προσανατολισμός της. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από ένα επιμέρους μέτωπο να υιοθετήσει την λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία. Άμα κάνουμε τέτοιες συσπειρώσεις και τα υιοθετήσουμε αυτά, γιατί δεν κάνουμε άμεσα στο μέτωπο…. Η πρόταξη των συσπειρώσεων είναι για να διαμορφώσουμε τέτοια μέτωπα, που μας πάνε προς το μέτωπο. Για να μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η άρχουσα τάξη κάνει τις δικές της συσπειρώσεις».[6] Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις το συνέδριο περιόρισε τα μέτωπα που θα γίνονταν συσπειρώσεις σε σχέση με το 15ο συνέδριο μόνο σε πέντε, περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη της δράσης και συσπείρωσης σε περιορισμένο αριθμό τομέων την ώρα που έπρεπε η δράση και η διαμόρφωση συσπειρώσεων να πάρουν την πιο πλατιά δυνατή έκταση. Το κυριότερο όμως είναι ότι από την επομένη του συνεδρίου άρχισε σταδιακά η ανατροπή του χαρακτήρα όσων είχαν δημιουργηθεί και άλλες συσπειρώσεις αποφασισμένες από το συνέδριο παραπέμφθηκαν στις καλένδες.
Το ΠΑΜΕ από πλατιά συσπείρωση συνδικάτων και συνδικαλιστών για να αντιπαλέψουμε την πολιτική του κεφαλαίου και την κυριαρχία των δυνάμεων του εργοδοτικού συνδικαλισμού και την απαξίωση στην οποία οδηγούσαν το συνδικαλιστικό κίνημα μετατρέπεται σταδιακά μέσα από την απομάκρυνση κάθε διαφορετικής άποψης σε παράταξη του Κ.Κ.Ε. και με περιεχόμενο την πολιτική του Κ.Κ.Ε., αποκομμένο και απομονωμένο από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα και τις ζωντανές δυνάμεις της εργατικής τάξης.
Η ΟΓΕ από πλατιά συσπείρωση γυναικών με τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν και το περιεχόμενο που δόθηκε μετατρέπεται σε ομοσπονδία συλλόγων που συσπειρώνει ένα μέρος των κομμουνιστριών και της γυναικείας επιρροής του Κ.Κ.Ε. μόνο.
Η Συσπείρωση για τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ώρα που είχαν διαμορφωθεί επιτροπές της στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις και στους δήμους της Αθήνας και του Πειραιά και είχαν μια σχετική μαζικότητα και καλή προοπτική, με σχέδιο ατόνησε η λειτουργία τους και σταδιακά διαλύθηκαν. Ενώ είχε καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια με καλά αποτελέσματα να πάρουν μέρος άνθρωποι με ευρύτερη πολιτική τοποθέτηση, κόσμος από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το Συνασπισμό κ.λπ. με την αλλοίωση του συμφωνημένου πλαισίου και την ανάλογη συμπεριφορά αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν. Έμειναν μόνο κομμουνιστές σε μια επιτροπή για τις δημοκρατικές ελευθερίες, η οποία εκδίδει ανακοινώσεις και γράφει κάποια άρθρα. Γίνεται φανερό ότι η ιδέα ενός μαζικού κινήματος για τις δημοκρατικές ελευθερίες είχε απορριφθεί. Για κάποιους ήταν περιττή και επιζήμια. Άλλες συσπειρώσεις που αποφάσισαν το 16ο και το 17ο συνέδριο δεν προχώρησαν ποτέ και οι αποφάσεις αυτές δεν υλοποιήθηκαν. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη δημιουργία ενιαίου μετώπου κατά του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, των πυρηνικών όπλων και των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης, τη συσπείρωση κατά της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και των επιλογών και δεσμεύσεων που θίγουν όλες τις πλευρές της ζωής του λαού, πρωτοβουλίες και συσπειρώσεις σε άλλα ζητήματα και τομείς, όπως της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτές ποτέ δεν υλοποιήθηκαν και ότι άρχισε εγκαταλείφθηκε χωρίς καμία εξήγηση στην πορεία.
Στο ζήτημα των συσπειρώσεων έδινε συνέχεια η Αλέκα Παπαρήγα όσον αφορά την επίδραση που μπορούσε να ασκηθεί στις πολιτικές εξελίξεις και στα ίδια τα πολιτικά κόμματα με τη διαμόρφωση διαφοροποιήσεων και ρηγμάτων σε αυτά και στην πορεία μια διαφοροποίηση του πολιτικού χάρτη, μέσω της συσπείρωσης και της προσέλκυσης στη δράση κόσμου από τα άλλα κόμματα. Συγκεκριμένα έλεγε: « Στις συσπειρώσεις μπορούμε και πρέπει να επιδιώκουμε να εκφράζονται αποτελέσματα, να επιφέρουν ρήγματα στις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Σε αυτές τις συσπειρώσεις πρέπει να επιδιώκουμε να συμμετέχουν και πολιτικές δυνάμεις, που δεν τις κατατάσσουμε σήμερα στις δυνάμεις για το μέτωπο. Π.χ. για να μη μιλάμε αφηρημένα: Πάρτε το ΔΗΚΚΙ. Με το ΔΗΚΚΙ σε τρία μέτωπα έχουμε κοινή δράση, στο ΠΑΜΕ, στα δημοκρατικά δικαιώματα και στο Κέντρο δράσης για τα Βαλκάνια. Το γεγονός ότι έχουμε την εκτίμηση ότι δεν έχει εναλλακτική πρόταση σε μια κατεύθυνση αντιμονοπωλιακή, δεν σημαίνει ότι κακώς επιδιώξαμε να συσπειρωθούμε εκεί. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει τι μπορεί να φέρουν οι εξελίξεις. Εξαρτάται βέβαια και από το ΔΗΚΚΙ. Και με το Συνασπισμό επιδιώξαμε να προσέλθει σε ορισμένα μέτωπα. Εδώ να μην τα μπερδεύουμε. Στο ιδεολογικό, πολιτικό επίπεδο, πρέπει να οξύνουμε το μέτωπο με το Συνασπισμό, γιατί εκπροσωπεί το βασικό και επικίνδυνο συγκροτημένο οπορτουνισμό στη χώρα μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιδιώκουμε να τραβήξουμε δυνάμεις του στην κοινή δράση σε διάφορα μέτωπα. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι περισσότερες δυνάμεις είναι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και στη Ν.Δ. Κακά τα ψέματα. Με κοινωνικοταξικά κριτήρια βλέποντας τα πράγματα εκεί πρέπει να στρέψουμε την προσοχή και τη δράση μας. Να προσελκυστούν δυνάμεις που είναι οργανωμένες στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., τοπικά στελέχη, σε συσπειρώσεις στο κίνημα, με στόχο τον απεγκλωβισμό τους από τις πολιτικές των ηγεσιών τους. Πρέπει λοιπόν να βλέπουμε τη δράση και ως όρο, ως διαδικασία, που συμβάλλει στις διεργασίες και στις αναδιατάξεις».[7]Αυτή είναι μια πραγματική κομμουνιστική γραμμή. Πόσο όμως όλα αυτά προχώρησαν; Αυτή η λενινιστική αντιμετώπιση των πολιτικών δυνάμεων γρήγορα ξεχάστηκε. Η λογική ‘‘το Κ.Κ.Ε. από τη μια και όλα τα άλλα κόμματα από την άλλη’’ και η άσκηση τυφλής μετωπικής πολεμικής και τις περισσότερες φορές χτυπώντας με πολλαπλάσια δύναμη τα πιο ριζοσπαστικά και τα πιο συνεπή στοιχεία των κομμάτων αυτών, είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε να διακρίνει τις υπαρκτές διεργασίες και διαφοροποιήσεις στην πολιτική σκηνή και μέσα στα κόμματα οδήγησε όχι στην εκδήλωση των διαφωνιών στις γραμμές τους, αλλά στη σύσφιξη των γραμμών και την κατάπνιξη των διαφοροποιήσεων σε αυτά.
Το 17o συνέδριο προχώρησε στην τροποποίηση του χαρακτηρισμού της χώρας στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού, θέση που είχε μεγάλη σημασία για την ολοκλήρωση της ανατροπής της στρατηγικής του Κ.Κ.Ε. που επιχειρούνταν και την αλλαγή του χαρακτήρα του μετώπου. Ο χαρακτηρισμός της θέσης της χώρας για πολλές δεκαετίες ήταν - χώρα με μέσο επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και γενικότερα του καπιταλισμού με σημαντικά ζητήματα εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτός ο χαρακτηρισμός ίσχυε για πάρα πολλά χρόνια και εξέφραζε την πραγματική θέση της χώρας. Το 15ο συνέδριο προχώρησε σε μια αλλαγή των διατυπώσεων που τότε θεωρήθηκε ανώδυνη, αναφέροντας ότι η χώρα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι φανερό σήμερα ότι δεν ήταν μια ανώδυνη φραστική τροποποίηση αλλά το άνοιγμα του δρόμου για την ολοκληρωτική ανατροπή του χαρακτηρισμού της χώρας στο μέλλον. Το 17ο συνέδριο έκανε ένα μεγάλο βήμα σ' αυτή την κατεύθυνση. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Στα χρόνια που μεσολάβησαν, εννοεί από το 15ο συνέδριο, η συμμετοχή της χώρας μας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις, η συμμετοχή στο σχεδιασμό και την προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που προωθούν οι κυβερνήσεις και βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και ενώσεις, όπως είναι η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, η ενίσχυση των μονοπωλίων επιβεβαιώνουν ότι ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού. Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για τη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου που αποτελεί ζωτική ανάγκη να τους εργαζόμενους κύριο καθήκον για το κόμμα».[8] Στο επόμενο συνέδριο το 18ο απαλείφεται εντελώς κάθε αναφορά σε εξαρτημένο χαρακτήρα της Ελλάδας. Από μια πρώτη ματιά είναι εμφανές ότι η αλλαγή της θέσης της χώρας σε ιμπεριαλιστική πάσχει σοβαρά. Αυτά τα χαρακτηριστικά που αναφέρει το συνέδριο ότι υπάρχουν και δυναμώνουν, σε ένα βαθμό η Ελλάδα τα έχει πολλές δεκαετίες, όπως η ύπαρξη μονοπωλίων, η συμμετοχή στη διεξαγωγή ιμπεριαλιστικών πολέμων κ.λπ. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και το ρόλο της Ελλάδας σε αυτήν. Τότε το Κ.Κ.Ε. δεν μίλησε για ιμπεριαλιστική Ελλάδα, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. Ούτε είναι δυνατόν σε οκτώ χρόνια μέσα η Ελλάδα από εξαρτημένη χώρα με βάση το 15ο συνέδριο να μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική. Όλες οι καπιταλιστικές χώρες έχουν μονοπώλια σήμερα, ακόμη και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Αφρικής. Δεν είναι όμως όλες οι καπιταλιστικές χώρες ιμπεριαλιστικές.
Ο στόχος της διατύπωσης αυτής πέραν του γεγονότος ότι είναι εμμονές κάποιων, γνωστών και μη εξαιρετέων στην ηγετική ομάδα του Κ.Κ.Ε., διαμορφώνει τη βάση ανατροπής του χαρακτήρα της δράσης του κόμματος και του μετώπου. Από τη στιγμή που ο χαρακτήρας της χώρας αλλάζει και από χώρα με σημαντικά ζητήματα εξάρτησης γίνεται ιμπεριαλιστική, η ανάγκη του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού αγώνα φυσικά υποχωρεί, η ανάγκη συγκρότησης αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου επίσης και στο προσκήνιο προβάλλει πιο επιτακτικά ο άμεσα αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της δράσης. Καθίσταται αναγκαία η προγραμματική τροποποίηση, η οποία δρομολογήθηκε στο επόμενο συνέδριο του 18ο και θα ολοκληρωθεί στο 19ο. Απλώς δεν προχώρησε το 17ο συνέδριο σε ολοκληρωμένες διατυπώσεις και αλλαγές υπολογίζοντας τις εσωκομματικές αντιδράσεις. Η τελευταία πρόταση του αποσπάσματος που παραθέσαμε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον υποτιθέμενο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της χώρας. Αν δυναμώνει ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της χώρας, τότε δυναμώνει σημαντικά ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της δράσης και του μετώπου και όχι αυτό που αναφέρει το κείμενο ότι γίνεται πιο επιτακτική και αναγκαία η συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου.
Συμπερασματικά τα συνέδρια 16ο και το 17ο προχώρησαν στην ανατροπή του προγράμματος του Κ.Κ.Ε., χωρίς ποτέ να τεθεί ρητά θέμα αλλαγής του. Η υποτιθέμενη ‘‘εμβάθυνση’’ και ο ‘‘εμπλουτισμός’’ του προγράμματος, κυρίως όσον αφορά την κατεύθυνση της δράσης και το χαρακτήρα του μετώπου και η ‘‘δημιουργική’’ επεξεργασία και αποσαφήνιση ζητημάτων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εκκίνηση της προσπάθειας ανατροπής του. Η απόφαση του 16ου συνεδρίου να θέσει ως σκοπό του μετώπου από την πρώτη στιγμή και όχι μόνο του Κ.Κ.Ε. τη διεκδίκηση της λαϊκής εξουσίας, η οποία νοείται και αναφέρεται ως επαναστατική εξουσία, αλλάζει και το χαρακτήρα του μετώπου από αντιιμπεριαλιστικό σε αντικαπιταλιστικό. Ολόκληρο το περιεχόμενο της δράσης του Κ.Κ.Ε. άλλαξε και τα αρνητικά αποτελέσματα ήρθαν, κυρίως με το γεγονός ότι καθόλου δεν προχώρησε η μετωπική συσπείρωση δυνάμεων και το Κ.Κ.Ε. οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση, χωρίς συμμάχους και με διαρρηγμένους τους αγωνιστικούς δεσμούς του με σημαντικά τμήματα της επιρροής του και των εργαζομένων.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε το 18ο συνέδριο
Μια πρώτη γενική παρατήρηση, που δεν αφορά στενά το θέμα μας, την εξέλιξη δηλαδή του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου είναι ότι το 18ο συνέδριο έπεσε έξω σε όλες τις εκτιμήσεις του. Δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά και να προβλέψει τις μεγάλες εξελίξεις, παρότι το 2009 χρονιά του συνεδρίου, η κρίση ήταν παρούσα και να προετοιμάσει κατάλληλες θέσεις και στόχους ώστε να αντεπεξέλθει το ΚΚΕ στις δυσκολίες. Κυρίως όμως εκτιμούσε λάθος την κατάσταση του ίδιου του κόμματος και έθετε στόχους υπερφίαλους και απλησίαστους. Ενώ τα κρισιακά φαινόμενα στο κόμμα ήταν εμφανή, το 18ο συνέδριο εκτιμούσε ότι ήταν σε φάση προόδου και ωρίμανσης, ατσαλωμένο, έτοιμο να περάσει στην αντεπίθεση και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων οποιαδήποτε και αν ήταν η φορά των γεγονότων και των απαιτήσεων που δημιουργούσαν, να κάνει το μεγάλο βήμα στην οικοδόμηση του.
Συγκεκριμένα η πολιτική απόφαση του συνεδρίου αναφέρει: «Το 18ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. καθορίζει ως αμετακίνητο και ξεκάθαρο στόχο όλου του κόμματος το πέρασμα στην επίθεση συνολικά σε όλα τα επίπεδα, με την ισχυροποίηση του Κ.Κ.Ε., με ένα κόμμα σε πλήρη ετοιμότητα να ανταποκριθεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες και στροφές της ταξικής επαναστατικής πάλης. Ένα κόμμα πανέτοιμο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και στην περίπτωση που έχουμε απότομη άνοδο της επαναστατικής πάλης, αλλά και σε καμπές, δυσκολίες ή προσωρινά πισωγυρίσματα…. Το 18ο συνέδριο διαπιστώνει ότι το κόμμα είναι σε φάση προόδου και ωρίμανσης, περισσότερο ατσαλωμένο και έμπειρο, σε φάση που μπορεί να κάνει νέα βήματα προόδου: Ανοικοδόμηση ισχυρών ΚΟΒ στους τόπους δουλειάς και γενικότερα στους χώρους εργασίας, στην ενίσχυση της στρατολογίας νέων εργατών, για τη βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης και την ηλικιακή ανανέωση των γραμμών του. Να στηρίξει την ανάπτυξη της ΚΝΕ…[9]». Σε τόσο μεγάλη απόσταση βρίσκονταν οι εκτιμήσεις του από την πραγματικότητα. Δεν μπορούσε να δει και να εκτιμήσει, ή δεν θέλησε, την κατάσταση του ίδιου του κόμματος, έκλεινε τα μάτια στα προβλήματα που είχε στις γραμμές του, στη διαμαρτυρία εκατοντάδων κομμουνιστών και στις επισημάνσεις τους, θεωρούσε ότι το εργατικό κίνημα έκανε ουσιαστικά βήματα ενδυνάμωσης του, όταν το ΠΑΜΕ συρρικνώνονταν, έχανε και τις τελευταίες ευρύτερες δυνάμεις που συσπείρωνε, έχανε κάθε κοινωνική και μαζική μορφή, έγινε υποκατάστατο του Κ.Κ.Ε., χωρίς φυσικά να έχει τα προτερήματα και τις αρετές του.
Θεωρούσε ότι έχει συσπειρώσει και σταθεροποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις δυνάμεις του, ώστε να επιταχύνει τις προγραμματικές διολισθήσεις και ανατροπές που επιχειρούσε, να αλλοιώσει τη θεωρία και την αντίληψη για το σοσιαλισμό, να αλλάξει ριζικά την ιστορία του ολόκληρου του αιώνα που πέρασε. Θεωρούσε το κείμενο για το σοσιαλισμό και τον Β’ τόμο του δοκιμίου ιστορίας του Κ.Κ.Ε. ως τις μεγάλες τομές και εφόδια που θα οδηγούσαν το κόμμα στο άλμα. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι η κοινωνική εξέλιξη και η ταξική πάλη έχουν τους δικούς του νόμους, θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες και εκεί ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός της ηγεσίας για εξέλιξη και στάδια ανάπτυξης του κόμματος και του κινήματος πάει στον κάλαθο των αχρήστων. Δεν υπακούει στη λογική που λέει στο 16ο συνέδριο αλλάζω αυτά, στο 17ο τα υπόλοιπα, ύστερα τροποποιούμε την αντίληψη για το σοσιαλισμό και την ιστορία του κόμματος και είναι το ΚΚΕ έτοιμο για το μεγάλο βήμα. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην υπονόμευση, τη ναρκοθέτηση των βάσεων πάνω στις οποίες το Κ.Κ.Ε. οικοδομήθηκε και αγωνίστηκε σχεδόν έναν αιώνα, διέλυσαν επίσης τη συσπείρωση του, την εμπιστοσύνη των δυνάμεων του στην καθοδήγηση και στο ίδιο το κόμμα, διέρρηξαν τους δεσμούς με την επιρροή του και την εργατική τάξη. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Όταν οι μεγάλες, οι φωτεινές στιγμές της ιστορίας του κόμματος ακυρώνονται, διαστρέφονται και ορισμένες φορές λοιδορούνται, όταν ιστορικές αποφάσεις και γεγονότα, εποποιίες βγαίνουμε λάθος – η πάλη του Κ.Κ.Ε. στην κατοχή, η ολομέλεια του 1934, η μετεμφυλιακή περίοδος και η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση…-, όταν θεωρούνται όλες οι συμμαχίες που το Κ.Κ.Ε. επιδίωξε και δημιούργησε λανθασμένες και οπορτουνιστικές - αντιφασιστική πάλη, ΕΑΜ, δημιουργία της ΕΔΑ κ.λπ. δεν μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο. Οδηγείται κατευθείαν στην ήττα και την απαξίωση. Όλα αυτά η ηγετική ομάδα τα θεωρεί ως τα μεγάλα εφόδια και τις κατακτήσεις που θα οδηγούσαν σε ένα λαμπρό κομματικό μέλλον.
Στο 18ο συνέδριο δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη επεξεργασία ή αναφορά στο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο (α.α.δ.μ.) που να τροποποιεί το πρόγραμμα του κόμματος. Οι παρεμβάσεις στο πρόγραμμα και την υλοποίηση της γραμμής για το μέτωπο δεν γίνονται με ρητό τρόπο, αλλά έμμεσα και βαθιά μέσω της αποσιώπησης σημαντικών ζητημάτων και ανάπτυξης της δράσης σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που οι προηγούμενες αποφάσεις είχαν θέσει. Αποσιωπάται η ουσία του μετώπου ως α.α.δ.μ. και ο χαρακτήρας του ως κοινωνικοπολιτικού και τονίζεται μονοσήμαντα ο κοινωνικός χαρακτήρας, λείπει εντελώς η αναφορά στις συσπειρώσεις ως ρυάκια και δρόμοι προς το μέτωπο και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτός ο δρόμος δίνει για συγκέντρωση δυνάμεων και προετοιμασία των προϋποθέσεων του. Ολόκληρη όμως η απόφαση είναι ένα τεράστιο βήμα στην προώθηση μιας ορισμένης αντίληψης και δράσης για ένα μέτωπο καθαρά αντικαπιταλιστικό, για την προώθηση του οποίου ολόκληρη η δραστηριότητα όχι μόνο του Κ.Κ.Ε. αλλά και εντελώς άμεσα και του κινήματος θα αξιοποιείται.
Καρδιά της απόφασης του συνεδρίου είναι η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η κοινωνική συμμαχία, χωρίς να λείπει μια ορισμένη αναφορά στο Κ.Κ.Ε. και την ΚΝΕ. Η θέση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την κοινωνική συμμαχία ουσιαστικά είναι η ταφόπλακα στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κινήματος απόκρουσης της επίθεσης του κεφαλαίου και ανατροπής της, κλείνει το δρόμο σε κάθε προσπάθεια και δυνατότητα, όσο μπορεί αυτό να επιβάλει, για την ενότητα δράσης και στην πορεία την ενότητα της εργατικής τάξης σε γραμμή ανατροπής, συμβάλλει στο μεγαλύτερο κατακερματισμό της, αλλάζει τους όρους διαμόρφωσης και ανάπτυξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπως τους γνωρίσαμε, οδηγεί στην απομόνωση του Κ.Κ.Ε. και στην υπονόμευση της ίδιας της υπόστασης του ως επαναστατικής πρωτοπορίας εργατικής τάξης. Γράφει η απόφαση του συνεδρίου: «Καλεί τα μέλη του κόμματος και της ΚΝΕ, τους φίλους και οπαδούς του κόμματος, τους συνεργαζόμενους στο κίνημα, τους ριζοσπάστες και συνεπείς αγωνιστές να ενώσουν τις προσπάθειές τους για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, του κινήματος των συμμάχων του. Ανασύνταξη σημαίνει: Προσέλκυση στην οργανωμένη δράση νέων εργατικών λαϊκών μαζών, ενεργητική συμμετοχή τους στις διαδικασίες ανάπτυξης του κινήματος, διαμόρφωση ενιαίου μετώπου πάλης ως κοινωνικής συμμαχίας, που μέσα από τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του κάθε κινήματος αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ενώνονται στο κοινό στόχο- αγώνα ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων για να διαμορφωθεί μια νέα εξουσία. Η λαϊκή εξουσία, ως προς το περιεχόμενο και τις μορφές άσκησης της, βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων, είναι αποτέλεσμα ανατροπής της».[10]
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι δεν γίνεται καμία αναφορά πλέον σε κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, ούτε και σε συσπειρώσεις υπάρχουσες, άλλες που είχαν αποφασιστεί και δεν προχώρησαν με ευθύνη της ηγετικής ομάδας, υποσκάπτοντας με αυτόν τον τρόπο τη χαραγμένη γραμμή για την προετοιμασία του μετώπου. Στη θέση τους μπαίνουν οι υποτιθέμενες υπάρχουσες κοινωνικές συσπειρώσεις, το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ που δεν είναι τίποτε διαφορετικό από συσπειρώσεις τμημάτων της επιρροής του Κ.Κ.Ε. σε διάφορους χώρους της παραγωγής και της κοινωνίας, χωρίς ίχνος ευρύτερης συμμετοχής και μετωπικής συγκρότησης, πάνω στη γραμμή που χάραξε το 18ο συνέδριο. Σε αυτή τη βάση και με αυτή τη μορφή το Κ.Κ.Ε. παρεμβαίνει στους αγώνες ολόκληρο το επόμενο διάστημα μέχρι σήμερα, επιδιώκοντας να δώσει στο σχήμα αυτό υπόσταση κοινωνικής συμμαχίας μέσω της οποίας θα προωθηθεί ο αγώνας εναντίον του κεφαλαίου αφενός και αφετέρου ότι μπορεί να είναι το μέτωπο στο μέλλον. Σκοπός είναι πλέον μονοσήμαντα ο αγώνας εναντίον των μονοπωλίων και του καπιταλισμού, με στόχο άμεσα τη λαϊκή εξουσία, δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού. Εδώ έχουμε ανοιχτά την προσπάθεια μετατροπής των σωματείων και των συσπειρώσεων στις οποίες συμμετέχουν οι δυνάμεις του Κ.Κ.Ε. σε επαναστατικά υποκείμενα, που αγωνίζονται άμεσα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει όλες οι συσπειρώσεις από όλα τα κινήματα και στρώματα του πληθυσμού να αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα πολιτικά ζητήματα. Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν ένα πραγματικό κίνημα μαζών που αναπτύσσεται σε ένα τμήμα του πληθυσμού, π.χ. μεσαία στρώματα της πόλης να αντιμετωπίζει το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών προβλημάτων με τα ίδια αιτήματα τον ίδιο τρόπο και συνολικά με το ίδιο πλαίσιο με το κίνημα της εργατικής τάξης, με την επιφύλαξη μόνο κάποιων ιδιαιτεροτήτων και αυτό όχι σε μια πορεία ωριμότητας του μετώπου, αλλά από σήμερα. Είναι διαφορετικό ζήτημα να κινούνται και τα δύο αυτά κινήματα σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση και άλλο να έχουν ενιαία, ταυτόσημη αντιμετώπιση και θέσεις. Αυτό είναι δυνατόν σ' ένα βαθμό να γίνει σε μια πολύ πιο προχωρημένη φάση και όχι σήμερα, αν φυσικά εννοούμε πραγματικά κινήματα. Εδώ όμως η τοποθέτηση γίνεται για την επιρροή του Κ.Κ.Ε. που συσπειρώνεται και δραστηριοποιείται σε κάθε συσπείρωση. Αυτό όμως δεν είναι κίνημα, είναι ομοσπονδία της επιρροής του κόμματος σε κάθε χώρο.
Στη συνέχεια της απόφασης αφού τονιστεί ότι πρέπει το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί της εργατικής τάξης να αποκτήσουν αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση μέσω της αποκάλυψης του καταστροφικού ρόλου των πλειοψηφιών στα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και στο μεγαλύτερο μέρος των δευτεροβάθμιων και πρωτοβάθμιων του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και των συνδικαλιστικών παρατάξεων των άλλων πολιτικών δυνάμεων αναφέρει: «Σήμερα, δεν αρκεί το κίνημα να έχει κάποιους θετικούς επιμέρους στόχους. Αυτό που καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, του ρόλου του στη θετική προοπτική είναι πιο ιδεολογικό πολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η «ενότητα στο πρόβλημα» ή η «πάλη για τα προβλήματα» γενικά, σημασία έχει σε πιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις τα διέπουν, ο σκοπός του αγώνα. Το εργατικό κίνημα να αναπτύσσει μέτωπο αντιπαράθεσης με τις αστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό…. Ο ιδεολογικός, πολιτικός και οικονομικός αγώνας διεξάγεται ενιαία, δεν διαχωρίζεται με στεγανά»[11]. Με το απόσπασμα αυτό φθάνουμε πλέον στην απαίτηση υποταγής όλων στο Κ.Κ.Ε. με την έννοια της αποδοχής των σκοπών, της ιδεολογίας και της στρατηγικής του. Ότι γνώρισε το κομμουνιστικό κίνημα μέχρι σήμερα σχετικά με κοινή δράση και συμμαχίες πρέπει να το ξεχάσει. Τα σωματεία των εργατοϋπαλλήλων, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, των αγροτών συσπειρώνονται και διαμορφώνουν τη γραμμή και τη δράση τους στη βάση της στρατηγικής και της ιδεολογίας του Κ.Κ.Ε. και διεξάγουν ολοκληρωμένο αγώνα κατά του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού. Διεξάγουν ολοκληρωμένα το σύνολο της ταξικής αντιπαράθεσης, την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική. Μόνο ορισμένες διαφορετικές απόψεις στην αντίληψη για το σοσιαλισμό μπορεί να υπάρχουν και να γίνονται ανεκτές.
Στη συνέχεια η απόφαση αναφέρει ότι η ανασύνταξη του κινήματος μπορεί να γίνει πρακτικά μόνο μέσα από την ενίσχυση του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΥ, της συσπείρωσης των μικρομεσαίων, του πόλου των φοιτητών, της ΟΓΕ κ.λπ. Μόνο αυτός ο δρόμος υπάρχει. Ό,τι κινείται, ή θα μπει στις συσπειρώσεις που καθοδηγεί το Κ.Κ.Ε. ή θα τεθεί απέναντι και θα ανοίξει μέτωπο εναντίον του γιατί δεν υπηρετεί την ανασύνταξη του κινήματος.
Και τέλος «το αίτημα για πολιτική αλλαγή, αναφέρει η απόφαση, πρέπει να ξεπεράσει την αντίληψη για την κυβερνητική αλλαγή και να τείνει να κατανοείται ως αλλαγή τάξης στην εξουσία. Να αρχίσει και σε μαζικό επίπεδο να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό και στηρίζει το σύστημα και σε μια κυβέρνηση που είναι λαϊκή, γιατί εκφράζουν την εργατική τάξη και είναι προϊόν της νίκης του λαού σε βάρος της αστικής εξουσίας και της κυριαρχίας των μονοπωλίων»[12]. Είναι ολοφάνερο εδώ τι προτείνει η απόφαση. Ένα κίνημα που δεν ασχολείται με την κυβέρνηση και ακόμη περισσότερο με τα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων, αλλά με την ανατροπή του καπιταλισμού και την επιβολή της εργατικής εξουσίας. Ως απάντηση σε αυτό θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από παλαιότερο άρθρο του «Εργατικού Αγώνα», το οποίο σχολίαζε την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος που περιγράφει η απόφαση του 18ουσυνεδρίου: «Το απόσπασμα της απόφασης περιγράφει ένα εργατικό κίνημα το οποίο έχει διαμορφώσει κοινωνική συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα και αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού και την επιβολή της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Ένα κίνημα που δεν προβάλλει αιτήματα, αλλά και το πολιτικό πλαίσιο των αιτημάτων, την ιδεολογία και το σκοπό του αγώνα, δηλαδή άμεσα αγωνίζεται για το σοσιαλισμό. Οργανωτικά όλο αυτό το κίνημα θα εκφρασθεί μόνο μέσο από το ΠΑΜΕ, την ΠΑΣΥ, την ΟΓΕ κ.λπ., πρακτικά μόνο μέσω του Κ.Κ.Ε. και τέλος ένα εργατικό και λαϊκό κίνημα που δεν πολυασχολείται με την κυβέρνηση, αλλά διαμορφώνει κυρίαρχα στο λαό την ανάγκη αλλαγής εξουσίας, την επιβολή της εργατικής εξουσίας.
Ας αναρωτηθούμε η κατάσταση του εργατικού κινήματος την οποία περιγράφει η απόφαση του 18ου συνεδρίου σε ποιες συνθήκες ταιριάζει. Τέτοιο εργατικό και λαϊκό κίνημα σε ποια φάση της ιστορικής εξέλιξης θα διαμορφωθεί; Είναι απίθανο αυτό να συμβεί στον καπιταλισμό, σε μεγάλο βαθμό ούτε στη φάση της επαναστατικής κατάστασης, παρότι στοιχεία του θα διαμορφωθούν τότε, ολοκληρωμένα θα γίνει αγώνας να επικρατήσουν στη φάση της εργατικής εξουσίας, μετά την επανάσταση. Η ιστορία των επαναστάσεων, της ρωσικής, της κινεζικής, της κουβανέζικης αποδεικνύουν ότι τέτοιο κίνημα δεν διαμορφώθηκε ποτέ πριν το σοσιαλισμό. Σε όλες τις επαναστάσεις το ΚΚ είχε καθαρό προσανατολισμό και κατάφερε να εκφράσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, να κερδίσει σε συμμαχία μαζί της την πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων στη βάση των συμφερόντων τους και όχι καθαρά του σοσιαλισμού.
O Λένιν στο έργο του ‘‘Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση’’, έργο που έγραψε το 1916 σημείωνε: ‘‘Όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στο τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: ‘‘Εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού’’, και από το άλλο ένας άλλος στρατός που θα πει: ‘‘Εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού’’ και αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση!!.... Όποιος περιμένει μια ‘‘καθαρή’’ κοινωνική επανάσταση, δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση. Η ρωσική επανάσταση του 1905 ήταν αστικοδημοκρατική. Αποτελούνταν από μια σειρά μάχες όλων των δυσαρεστημένων τάξεων, ομάδων και στοιχείων του πληθυσμού. Ανάμεσά τους υπήρχαν μάζες με τις πιο πρωτόγονες αντιλήψεις, με τους πιο ασαφείς και φανταστικούς σκοπούς του αγώνα, υπήρχαν ομαδούλες που έπαιρναν λεφτά από τους ιάπωνες, υπήρχαν κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες κ.τ.λ. Αντικειμενικά, το κίνημα των μαζών τσάκιζε τον τσαρισμό και ξεκαθάρισε το δρόμο για τη δημοκρατία, γι' αυτό το καθοδηγούσαν οι συνειδητοί εργάτες. Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεζόμενων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σε αυτή τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών- χωρίς μια τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμιά επανάσταση[13]’’.
Ο στόχος της ανασύνταξης του κινήματος που θέτει το 18ο συνέδριο είναι ουτοπικός, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε μαζική βάση στον καπιταλισμό και ως τέτοιος δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί. Είναι ένα πλαίσιο για το κίνημα σε αριστερίστικη, σεχταριστική λογική. Γι' αυτό δεν έδωσε μέχρι σήμερα αποτελέσματα και δεν θα δώσει και στο μέλλον. Φέρει μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση του εργατικού κινήματος σήμερα και στο μέλλον η κατάσταση θα χειροτερεύσει πολύ περισσότερο».
Το 18ο συνέδριο και ότι επακολούθησε, κυρίως το δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ Β’ τόμος, ολοκλήρωσαν απ’ ότι φαίνεται τις ανατροπές εκείνες που απαιτούνταν, κυρίως τη μετάλλαξη της πρακτικής δράσης στο κίνημα και το λαό, ώστε να τεθεί ολοκληρωτικά σε άλλη βάση - βάση σεχταριστική - αντιλενινιστική - η τακτική του και ο ίδιος ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του ΚΚΕ. Μένει αυτά να θεσμοθετηθούν από το ανώτατο κομματικό σώμα και απ’ ότι όλα δείχνουν αυτό θα γίνει στο επόμενο συνέδριο του, το 19ο.
Συμπεράσματα
H τακτική του ενιαίου μετώπου είναι η τακτική που εφάρμοσαν οι Μαρξ και Ένγκελς στην εποχή τους και αργότερα ο Λένιν και η Κομμουνιστική Διεθνής και ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα τον 20ο αιώνα.
Αφορούσε και αφορά τους όρους συσπείρωσης και δράσης της εργατικής τάξης, καθώς και τις σχέσεις της και τη στάση της απέναντι στις άλλες τάξεις της κοινωνίας και κυρίως απέναντι στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τη φτωχή και μεσαία αγροτιά. Άρα είναι η τακτική της εργατικής τάξης που αφορά στην κινητοποίηση του συνόλου των μελών της και τη σχέση της με τους μικροαστούς που είναι εν δυνάμει σύμμαχοι της στον αγώνα εναντίον του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της αστικής τάξης γενικότερα. Ως εκ τούτου αφορά την ίδια την εργατική τάξη στο σύνολο της και τις σχέσεις της με τις άλλες υποτελείς στο κεφάλαιο και την εξουσία του τάξεις σε όλα τα επίπεδα, από τους καθημερινούς αγώνες ως τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα που την απασχολούν, ως και το ζήτημα της εξουσίας.
Το κύριο, το πρωτεύον στοιχείο στην τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι οι σχέσεις των κομμάτων μεταξύ τους, αλλά οι σχέσεις των τάξεων με κεντρική αναφορά την εργατική τάξη. Άρα οι απόψεις που περιορίζουν την τακτική του ενιαίου μετώπου στη συμμαχία και τη συμπόρευση κάποιων κομμάτων, στη συνεργασία και στη δημιουργία εκλογικών συνασπισμών, στις συζητήσεις και συμφωνίες των ηγεσιών τους για τη διαμόρφωση κοινής τακτικής περιορίζουν την κοινή δράση μόνο ή κυρίως «από τα πάνω», ενώ το κυρίαρχο στοιχείο είναι το αντίθετο, οι σχέσεις, η συμμαχία δηλαδή των τάξεων και η ενιαία δράση των ίδιων των εργατών και των εργαζομένων.
Από τη στιγμή που η πολιτική της εργατικής τάξης υλοποιείται βασικά μέσω της καθοδήγησης του επαναστατικού κόμματος, η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι η επαναστατική τακτική του κομμουνιστικού κόμματος, που σκοπό έχει η εργατική τάξη να υλοποιήσει τους στόχους της, τους άμεσους καταρχήν και φυσικά το στρατηγικό της στόχο, την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό.
Η εργατική τάξη δεν είναι ενιαία από κάθε άποψη και στο σύνολο της. Αντίθετα είναι πολυδιαιρεμένη από πολλούς παράγοντες και αιτίες, πολιτικές, θρησκευτικές, εθνικές, σχετικά με τις σχέσεις και τους όρους εργασίας της κ.λπ. Η διαίρεση αυτή έχει αντικειμενική βάση, τη συντηρεί και τη βαθαίνει όμως η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της με το «διαίρει και βασίλευε», με την ανάδειξη των διαφορών στο εσωτερικό της με κυρίαρχο τρόπο και την κατάπνιξη των στοιχείων που την ενοποιούν και την αναδεικνύουν ως τάξη, την αντίθεση της δηλαδή απέναντι στην εργοδοσία και το καπιταλιστικό σύστημα γενικότερα. Η τακτική του ενιαίου μετώπου έχει στόχο οι εργάτες να δράσουν από κοινού με βάση τα κοινά τους συμφέροντα, αυτά που τους ενώνουν, που διαμορφώνουν τη βάση της ενότητας τους. Τα συμφέροντα που ολόκληρη η τάξη αντιλαμβάνεται ως κοινά είναι τα άμεσα συμφέροντα της. Στην βάση των άμεσων συμφερόντων και διεκδικήσεων της μπορεί να συσπειρωθεί. Δεν είναι δυνατόν να συσπειρωθεί στη βάση της ιστορικής αποστολή της, της κατάκτησης της εξουσίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, από τη στιγμή που ακολουθεί διαφορετικά πολιτικά κόμματα και διαφορετικές ως παντελώς αντίθετες πολιτικές, στρατηγικές και ιδεολογίες. Η κοινή δράση της εργατικής τάξης στρέφεται εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής του και εναντίον του κράτους του και αμφισβητεί τις αποφάσεις του σήμερα και προοπτικά την κυριαρχία και την εξουσία του. Είναι δηλαδή η τακτική του ενιαίου μετώπου βαθιά αντικαπιταλιστική.
Κοντοπρόθεσμη επιδίωξη της είναι η απόκρουση της πολιτικής του κεφαλαίου, η ανακούφιση των εργαζομένων, το κέρδισμα οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων και μακροπρόθεσμη επιδίωξη είναι να αποκτήσουν οι εργάτες συνείδηση των κοινών τους συμφερόντων καθώς και των κοινών ταξικών τους αντιπάλων, να συνειδητοποιήσουν ότι η κατάκτηση επιμέρους στόχων οικονομικών και πολιτικών δεν λύνει οριστικά τα προβλήματα τους, ότι η οριστική λύση είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και η επιβολή της εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Έτσι διαμορφώνεται η ταξική ενότητα της σε επαναστατική βάση και η συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα, χωρίς την οποία νικηφόρα επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι η πιο απλή μαρξιστική αλήθεια, ότι νικηφόρα επανάσταση μόνο με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν νοείται. Η επανάσταση είναι υπόθεση της συνειδητής απόφασης και του αγώνα της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και ευρύτατων τμημάτων των μικροαστικών στρωμάτων που θα συμμαχήσουν μαζί της. Ο μοναδικός δρόμος, η μοναδική τακτική με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου. Άρα δεν πρόκειται για μια υπόθεση εφήμερη, για μια τακτική που εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες συνθήκες και για περιορισμένο χρόνο, δεν είναι ένα απλό επεισόδιο, αλλά πρόκειται για τακτική που ενδείκνυται για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, ως την επανάσταση. «Στο βαθμό που οι αντικειμενικοί όροι είναι ώριμοι για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνειδητά πραγματοποιούν τη διάσπαση της εργατικής τάξης, εκεί η τακτική του ενιαίου μετώπου θα δημιουργήσει μια νέα εποχή[14]», σημείωνε το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Την τακτική του ενιαίου μετώπου εφαρμόζει το Κομμουνιστικό Κόμμα στις σχέσεις του με τα άλλα κόμματα που αναφέρονται στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Συζητούν και φθάνουν σε συμφωνίες με κριτήριο πάντα τα συμφέροντα των εργατών και των εργαζομένων άμεσα και μακροπρόθεσμα, οι κομμουνιστές υλοποιούν με συνέπεια τα συμφωνημένα αλλά δεν μένουν μόνο σε αυτά. Δεν μένουν στην περιορισμένη βάση της συμφωνίας. Διατηρούν την αυτοτέλειά τους, το δικαίωμα να διατυπώνουν ανοιχτά τις θέσεις τους, τις διαφορετικές προσεγγίσεις ή την κριτική τους, δεν χάνεται το «πρόσωπο» τους μέσα στη συμμαχία. Προβάλλουν και ζυμώνουν συνολικά το πρόγραμμα τους, την αναγκαιότητα βαθύτερων αλλαγών στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, αξιοποιούν τις αυξημένες αγωνιστικές εμπειρίες των εργαζομένων για να δώσουν πιο πειστικά και με πιο ζωντανά επιχειρήματα την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, αφού κατά τον Μαρξ «οι κομμουνιστές δεν είναι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον του κινήματος, εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κινήματος το σύνολο του».
Το ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να πάρει οργανωτική μορφή, ότι θα πάρει μια οργανωμένη μορφή με όργανα και τρόπο λειτουργίας συμφωνημένο. Απαραίτητα σημαίνει κοινή δράση από κοινού των εργατών και πολιτικές συμφωνίες του κομμουνιστικού κόμματος με άλλα κόμματα που αναφέρονται τους εργαζόμενους, ώστε η κοινή δράση στη βάση να στηρίζεται και να υποβοηθείται με τις συμφωνίες των κορυφών και να ανοίγουν δρόμοι και δυνατότητες ανάπτυξης της. Μέτωπο με οργανωτική μορφή μπορεί να προκύψει, είναι όμως λάθος εκ των προτέρων να αντιμετωπίζεται αυτή η εξέλιξη ως μονόδρομος. Ακόμη περισσότερο να θεωρείται ότι πρέπει να έχει ολοκληρωμένη πρόταση διακυβέρνησης και εξουσίας και μάλιστα από την ίδρυση του ή και πριν ακόμη από την ίδρυσή του. Το κομμουνιστικό κόμμα έχει στόχο την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, τη δικτατορία του προλεταριάτου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, όπως τον περιέγραψαν οι κλασικοί. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, εάν τεθεί ως προαπαιτούμενο για τη συμφωνία, αποκλείει την συμφωνία και τη συμπόρευση καταρχήν ολόκληρης της εργατικής τάξης και ακόμη περισσότερο των μικροαστικών στρωμάτων και φυσικά των πολιτικών κομμάτων και γενικότερα των φορέων που εκπροσωπούν μικροαστικά συμφέροντα. Αυτό θα οδηγήσει είτε σε ακύρωση της τακτικής του ενιαίου μετώπου και της κοινής δράσης, είτε σε απαράδεκτους συμβιβασμούς από το κομμουνιστικό κόμμα που θα έχουν αρνητική κατάληξη για την ενότητα και το χαρακτήρα του, καθώς επίσης για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Σε αυτό υπάρχουν εξαιρετικά αρνητικές εμπειρίες, τραυματικές πολλές φορές.
Οι συμφωνίες και η κοινή δράση πρέπει να εκφράζουν τις ώριμες ανάγκες και τις διαμορφωμένες δυνατότητες και όχι τις επιδιώξεις και τη στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος Και φυσικά να ανοίγουν το παράθυρο των εξελίξεων στην προοπτική. Εννοείται ότι οποιαδήποτε συμφωνία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί εμπόδιο και ανάσχεση στις εξελίξεις. Από κει και ύστερα το κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να δράσει στην κατεύθυνση της υλοποίησης της στρατηγικής του, πατώντας στις νέες δυνατότητες που η ενιαία δράση διαμορφώνει, με τους ίδιους ή πιο περιορισμένης έκτασης συμμάχους πάντα εφαρμόζοντας την τακτική του ενιαίου μετώπου, την οποία πρέπει να θεμελιώνει στην εργατική τάξη και στους εργαζόμενους.
Τα τελευταία χρόνια η αστική τάξη της χώρας και μαζί το μονοπωλιακό κεφάλαιο της Ε.Ε. αξιοποιώντας το υψηλό χρέος και την ανάγκη να «σωθεί η χώρα», όπως διακήρυξαν, επέβαλαν την πολιτική που ο ελληνικός λαός βιώνει. Η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός δέχονται μια πρωτοφανή επίθεση στα δικαιώματά, τις κατακτήσεις και τα εισοδήματα τους πρωτοφανή. Κινδυνεύουν με εξανδραποδισμό ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Ισοπεδώθηκαν μισθοί και συντάξεις, διαλύεται το σύστημα υγείας και παιδείας, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δυσκολεύονται να τραφούν και απλά να επιβιώσουν. Δημόσιες επιχειρήσεις, ορυκτός πλούτος, φιλέτα γης και άλλες αξίες, ένας τεράστιος πλούτος που δημιούργησαν γενιές και γενιές εργαζομένων οδεύει αντί πινακίου φακής στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα, δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος. Το άμεσο καθήκον σήμερα είναι η απόκρουση αυτής της επίθεσης, η ανατροπή της και μαζί η ήττα και η ανατροπή των αστικών κυβερνήσεων που εφαρμόζουν την πολιτική αυτή. Εάν η λαίλαπα αυτή δεν γίνει κάθε προσπάθεια να υποκρουσθεί είναι αυτονόητο ότι μαζί με τους εργαζόμενους θα συντριβεί το λαϊκό κίνημα και οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς. Η απόκρουση της επίθεσης αυτής είναι το κεντρικό καθήκον της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Το καθήκον αυτό η εργατική τάξη πρέπει να το υλοποιήσει ενιαία, δρώντας από κοινού σε ενιαίο μέτωπο όλοι οι εργαζόμενοι παρά τις όποιες άλλες διαφορές τους, σε συμπαράταξη με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες που πλήττονται εξίσου. Το καθήκον για την επαναστατική αριστερά σήμερα είναι να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και μεγάλη προσπάθεια να διαμορφωθούν οι όροι για τη συμπόρευση και την κοινή δράση με τον υπόλοιπο εργαζόμενο λαό.
Να αγωνιστούν από κοινού οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως κλάδου και σχέσης εργασίας, αν ανήκουν στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, αν είναι έλληνες ή αλλοδαποί, από κοινού τα σωματεία και οι ομοσπονδίες ανεξάρτητα από το «χρώμα» που έχει η πλειοψηφία του Δ.Σ. τους και οι εργάτες μέλη τους και μαζί να συμπορευτούν οι τεράστιες μάζες των ανοργάνωτων εργατών και των εργαζομένων με ελαστικές μορφές απασχόλησης. Υπάρχει δυνατότητα, υπάρχει κοινή βάση για συμπόρευση του ΠΑΜΕ με τα συνδικάτα που ακολουθούν τη ΓΣΕΕ ή τη συσπείρωση σωματείων. Αυτή πρέπει να είναι η επιδίωξη. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι ηγεσίες διαφωνήσουν ή φέρουν προσκόμματα, μέσα από αυτή την προσπάθεια θα ανοίξουν τεράστιοι δίαυλοι επικοινωνίας με εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους ακριβώς στη βάση της συμπόρευσης για της ανατροπή της επίθεσης και την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους. Θα επικοινωνήσουν οι συνδικαλιστές και πολιτικές δυνάμεις της αντίστασης και της ανατροπής με τους χιλιάδες και χιλιάδες που ορμητικά θα μπαίνουν στο στίβο των ταξικών αγώνων και της πολιτικής, για την ανατροπή των συσχετισμών και της ροής των εξελίξεων.
Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές. Ακύρωση της επίθεσης δεν είναι η «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου μαζί με κάποιο νέο κούρεμα του χρέους, η ανατροπή του μνημονίου στα λόγια και μάλιστα σε συμφωνία και με τη συναίνεση των ευρωπαίων ‘‘συμμάχων’’ μας εντός της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Εννοούμε ανατροπή του μνημονίου μαζί με ότι το συνοδεύει, νόμοι, αποφάσεις και συμφωνίες, προγράμματα λιτότητας, συμφωνίες δανεισμού. Ουσιαστικά μέτρα για την αποκατάσταση των εισοδημάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, για την επιβίωση των ανέργων, για τη νεολαία, ακύρωση όλων των ελαστικών μορφών απασχόλησης και διεκδίκηση σταθερής και μόνιμης δουλειάς, διεκδίκηση του 35ωρου, ακύρωση του ξεπουλήματος δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων όπου προχώρησαν κλπ. Όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουν με τη συναίνεση της Ε.Ε., αλλά σε αντιπαράθεση και σύγκρουση μαζί της.
Η δράση θα ανοίξει τη συζήτηση, θα φωτίσει τις αιτίες που οδήγησαν στην υπονόμευση, την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας και την υπερχρέωση της. Θα τονωθεί η συζήτηση για το ρόλο της ευρωζώνης και της Ε.Ε., θα εμπεδωθεί ευρύτερα στους εργαζόμενους η αντίληψη ότι ανάπτυξη για το λαό και τη νεολαία μέσα στην Ε.Ε. δεν υπάρχει, θα τεθεί το ζήτημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους, ο ρόλος των μονοπωλίων που κυριαρχούν, των τραπεζών. Όλα αυτά θα πάρουν τη μορφή αιτημάτων διεκδίκησης μέσα στο κίνημα, άλλα άμεσα από την πρώτη στιγμή και άλλα ωριμάζοντας οι προϋποθέσεις στην πορεία.
Το ενιαίο μέτωπο δεν είναι δυνατόν να μείνει σε μια προσπάθεια μόνο «από τα κάτω», μέσα στην κοινωνία και το συνδικαλιστικό κίνημα. Εκεί είναι και θα είναι η βάση της ανάπτυξης του. Από τις διεργασίες μέσα στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους το ενιαίο μέτωπο θα αντλεί τη δύναμή του. Είναι απαραίτητη όμως μια ορισμένη συνεννόηση και συμφωνία «από τα πάνω» μεταξύ κομμάτων, οργανώσεων και ομάδων. Η δράση στη βάση θα διαμορφώνει καλύτερες προϋποθέσεις αλληλοκατανόησης και συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων. Η συμφωνία όμως των πολιτικών δυνάμεων για ενιαία δράση θα διαμορφώνει νέα δεδομένα και άλλη κατάσταση και δυναμική. Το πλαίσιο της συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων πέραν της στήριξης του αγώνα των εργαζομένων μπορεί να πάρει ένα ευρύτερο και πιο βαθύ ταξικό περιεχόμενο. Εκτός από την απόκρουση της επίθεσης θα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο μεταβατικών στόχων που θα ξεπερνά τον καπιταλισμό και θα θέτει ευρύτερα μέσα στην εργατική τάξη την αντίληψη και τη συζήτηση για την ανάγκη και το περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα τεθούν όλοι εκείνοι οι στόχοι που χαρακτηρίζουν ένα μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό, στην καρδιά του πρέπει να είναι το ζήτημα της αποχώρησης από την Ε.Ε., η ανατροπή των όρων και συμφωνιών που διαμορφώνουν την εξάρτηση της χώρας, μια δέσμη αναγκαίων αντιμονοπωλιακών μέτρων και η συνολική πάλη εναντίον του κεφαλαίου.
Στο σημείο αυτό ακριβώς εγείρονται οι αντιρρήσεις. Ορισμένοι αντιτείνουν ότι με αυτή την τακτική οδηγούμαστε σε συμπόρευση με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, με εργοδοτικές ηγεσίες ομοσπονδιών, ουσιαστικά θα συμπορευτούμε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή και τμήματα της Ν.Δ. και θα καταλήξει η προσπάθεια σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Κανείς καλοπροαίρετος εργαζόμενος δεν πρέπει να ανησυχεί γι' αυτό. Με ένα τέτοιο πλαίσιο κανένας εργοδοτικός μεγαλοσυνδικαλιστής ή πολιτικός παράγοντας δεν πρόκειται να συνταχθεί. Οι αστοί παράγοντες συντάσσονται με αστικά σχήματα και προσπάθειες ή με εκείνα τα οποία επιζητούν μια τέτοια εξέλιξη. Μόνο το ενιαίο μέτωπο και τη δράση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής τους υπολογίζουν και για αυτή ανησυχούν. Αν δεν θέλουμε πραγματικά και δεν κάνουμε σοβαρά λάθη δεν πρόκειται να παρασυρθούμε ποτέ. Εξάλλου ο στόχος δεν είναι οι ηγεσίες, το βάρος θα πέσει «από τα κάτω», στη βάση, μέσα στους εργάτες και στους εργαζόμενους και εκεί δεν πρέπει να κολλάμε ταμπέλες στους εργαζόμενους, να τους βλέπουμε και να τους μετράμε με το τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές μόνο, αλλά και κυρίως με την ταξική τους θέση, τα ταξικά τους συμφέροντα. Σε τελική ανάλυση όποιος επιχειρηματολογεί με αυτό τον τρόπο δεν πιστεύει στη δυνατότητα να κερδηθεί η εργατική τάξη, δεν πιστεύει στην ενότητα της σε ταξική βάση, δεν πιστεύει στη νικηφόρα έκβαση του αγώνα.
Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται είναι το εξής: Με πλαίσιο της συσπείρωσης μόνο την απόκρουση της επίθεσης κινδυνεύει το κίνημα να πάει στο ρεφορμισμό, να ενσωματωθεί. Θα ήταν επαρκής μια απάντηση με μόνο τα λόγια της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την αξία και τη δύναμη των επιμέρους διεκδικήσεων. «Οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Οι αντιρρήσεις που εγείρονται ενάντια στις επιμέρους διεκδικήσεις καθώς και οι κατηγορίες ότι οι καμπάνιες πάνω σε τέτοιες διεκδικήσεις είναι ρεφορμιστικές, αντανακλούν την ανικανότητα κατανόησης των ουσιαστικών όρων της επαναστατικής δράσης. Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που μόνο αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό σκοπό»[15].
Ας σκεφθεί κάθε καλοπροαίρετος εργαζόμενος. Στο ρεφορμισμό οδήγησαν τους εργαζόμενους η πολυδιάσπαση και η αναποτελεσματικότητα του κινήματος και των αγώνων και οι υποτιθέμενοι επαναστατικοί συνδικαλιστικοί αγώνες που θέτουν στις κινητοποιήσεις άμεσα το ζήτημα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Στο ρεφορμισμό θα οδηγηθούμε αν το Κ.Κ.Ε. και άλλες δυνάμεις δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων να διαμορφώσουν ένα σχέδιο ανάπτυξης και κλιμάκωσης των αγώνων από τη μια και πολιτικοποίησης και βαθέματος των αιτημάτων και των στόχων του, καθώς θα διαμορφώνονται οι ανάλογες προϋποθέσεις από την άλλη, καθώς και αν το Κ.Κ.Ε. δεν επιτελέσει το επαναστατικό του χρέος να αξιοποιεί σωστά τις κατακτήσεις του κινήματος, την ωρίμανση των συνειδήσεων, να διαμορφώνει την κατάλληλη δράση, ώστε να δείχνει το δρόμο της οριστικής λύσης των προβλημάτων, το δρόμο του σοσιαλισμού. Από κανέναν δεν πρέπει να διαφεύγει, εξάλλου η πείρα μιλά εύγλωττα, ότι χωρίς την ενότητα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων οι αγώνες δεν πρόκειται να έχουν καμιά προοπτική για επιμέρους κατακτήσεις και για τη νίκη εναντίον του κεφαλαίου. Για την κατάκτηση της ενότητας εργατικής τάξης και την απόσπαση της από την επιρροή της αστικής τάξης το ενιαίο μέτωπο είναι μονόδρομος.
Ανδρέας Σαρακίνης
[1] 16ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 73
[2] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 62- 63
[3] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 71
[4] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 72
[5] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 44
[6] 16ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε., σ. 69
[7] 16ο συνέδριο Κ.Κ.Ε ντοκουμέντα σ. 70-71
[8] 17ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. ντοκουμέντα σ. 89
[9] 18ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε ντοκουμέντα σ. 82 - 83
[10] Στο ίδιο σ. 90. 91
[11] 18ο συνέδριο Κ.Κ.Ε. σ. 91 - 92
[12] Στο ίδιο σ. 94
[13] Λένιν Άπαντα, τόμος 30 σ. 54- 55
[14] Τρίτη Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ.396
[15] Τρίτη Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια σ. 269-270
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου