Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΚΑΥΛΙΑΡΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΤΣΙ...
Δυστυχώς είναι η ώρα που πρέπει να γράψω κάτι για αυτό εδώ το τόπο που ζούμε. Γιατί δυστυχώς; Γιατί είναι δύσκολο να γράψεις για την Ελλάδα, για τους Έλληνες. Κι επειδή η Ελλάδα είναι γη, θα την κρίνει η μάννα της η φύση. Εμείς μπορούμε μόνο να περιοριστούμε στα μούτρα μας.
Ένας από τους λόγους που στεναχωριέμαι επειδή δεν κατόρθωσα να ταξιδέψω έξω απο δω, είναι όχι γιατί δεν γνώρισα κι άλλους λαούς , αλλά γιατί δεν θέλω να μείνω με την αμφιβολία αν υπάρχει κάποιος ανάλογος τόσο ξεφτιλισμένος λαός σαν κι αυτόν εδώ.
Αν υπάρχει κάποιος άλλος λαός με τόσο καβαλημένο καλάμι όσο αυτός εδώ ο αμόρφωτος και τεμπέλης που βλέπω μπροστά μου.
Η μαντάμ Σουσού σε εθνικό επίπεδο. Ρακένδυτη, φτωχομπινεδιάρα, βγαίνει κάθε πρωί στο σοκάκι με μια τρύπια τσάντα αλλά τη γόβα στιλέτο πρώτη φάτσα, να πάει στο μπακάλικο -αγοράζοντας βερεσέ εννοείται- και να κοιτάξει αφ΄υψηλού όλα τα ανθρωπάρια που απλώνονται γύρω της.
Μόνη της βλέπει τα κάλλη της μόνη της τα χαίρεται.
Αναμασώντας συνέχεια την ίδια αραχνιασμένη έκφραση-καταφύγιο της μιζέριας της. Εδώ οι αρχαίοι μας πρόγονοι...
Τους οποίους προγόνους η καριόλα , μέσα της τους θεωρεί ρεμπεσκέδες, πολυλογάδες, αντίχρητους και βαρετούς και ούτε ξέρει τι είπαν, ούτε τι έκαναν, ούτε τι πρόσφεραν σ’αυτή τη γη.
Όταν κατά τύχη αυτή η θρασύτατη η γειτόνισσα η Μαρίκα απ΄τη γωνία τη πιάσει στο δούλεμα θυμάται μόνο τότε, και λέει, «εμένα η γιαγιά μου...» Τώρα για ποια γιαγιά μιλάει το ξόανο που ποτέ μέσα στη ψυχή της πόνο για το σπίτι της δεν ένοιωσε, κανείς δεν ξέρει, αλλά εκείνη συνεχίζει να το αναφέρει λες και το γνωρίζει.
Αυτή λοιπόν η κουνίστρω που ζει όλο στη τράκα και στο βερεσέ, αυτή η ξεπλυμένη γριά γκιόσα με τα φτιασίδια της δεκάρας στη μούρη και τις πλουμιστές παντόφλες που τυλίγουν τα βρωμόνυχα, έχει θράσος. Η μάλλον έχει ξεδιαντροπιά ξεκάθαρα.
Βλέπει το κατουρημένο της βρακί και το κάνει τραγούδι. Και το θεωρεί και μαγκιά. Θεωρεί μαγκιά να κάνει τη πονεμένη που κανείς δε τη καταλαβαίνει. Θεωρεί μαγκιά να πιστεύει πως κάποια τσουλίτσα την έριξε στα καλλιστεία και της έφαγε τη θέση και δεν παραδέχεται ότι οι κριτές στο μπροστινό κάθισμα είχαν ξελιγωθεί στα γέλια με το κώλο όπως τον τούρλωνε και τα στραβά τα πόδια που 'θελαν και γόβες!!!
Κι επειδή στην αυλή της κάθε τόσο βρίσκεται κανένα φιλότιμο ανθρωπάκι (κάποιος Έλληνας) και θυσιάζεται για εκείνη γιατί πονάει και τη λυπάται, εκείνη του ρουφάει σα βδέλλα τη δόξα και τη δωρίζει στο μπακάλη να πάρει κι άλλη παράταση στο βερεσέ.
Αυτή η μαντάμ Σουσού, είναι ο λαός που εντελώς από κωλοφαρδία φέρει ακόμα το όνομα "Έλληνες". Ή ίσως επειδή κανένας άλλος λαός δεν θέλησε να φέρει την ευθύνη της βαρύτητας ενός τέτοιου ονόματος. Γιατί για να έχεις ένα τέτοιο όνομα ή πρέπει να είσαι ότι η ιστορία επιβάλλει να είσαι ή θα είσαι, καλή ώρα, κανένα ξέκωλο που έχει γραμμένη και την ιστορία και τις συνέπειες στα μπικουτί της.
Έλληνες είναι οι καυλωμένοι καραβανάδες, οι μισάνθρωποι, οι φανατισμένοι κάθε λογής, που μονίμως βλέπουν το όπλο προέκταση του πέους τους;
Έλληνες είναι οι κωλομπαράδες κι οι παιδεραστές μαζί με τις πουτάνες τους που 'χουν βρει στέγη σ’ενα χαζοκούτι και λένε από το πρωι ως το βράδυ μαλακίες;
Έλληνες είναι τα ταπεινά μαυροντυμένα ανθρωπάκια που προσκυνάνε με το κούτελο στο πάτωμα ένα απειλητικό θεό γεμάτοι θυμιατά κι αγιαστούρες;
Έλληνες είναι οι ξενογλύφτες που έχουν μετακομίσει συνείδηση, περιουσία και τα παιδιά τους σε κάποια χώρα του εξωτερικού χλιδάτη και έχουν γράψει στ’αρχίδια τους έναν ολόκληρο λαό που υποτίθεται είναι ο λαός τους;
Έλληνες είναι οι άντρακλες με το κασόνι τις σαμπάνιες μπροστά στα πόδια της καριόλας που χορεύει τσιφτετέλια και κουνάει τα βυζιά της μες τη μούρη τους;
Έλληνες είναι εκείνα τα γλοιώδη εντελώς αγράμματα τεμπελόσκυλα που αράζουν καμμιά δεκαριά ώρες στις χλιδάτες καφετέριες και μιλάνε για παλιοσίδερα, παλιοσώβρακα και τρίχες;
Έλληνες είναι οι προδότες, οι χαφιέδες, οι πουλημένοι, καρεκλάτοι βολευτάδες που καίγεται ολόκληρη η χώρα τους κι εκείνοι ασχολούνται με το αν είναι μοδάτα τα μανικετόκουμπα και η πλουμιστή γραβάτα, σαν φουσκωμένοι βλαχοδήμαρχοι;
Έλληνες είναι οι κάθε λογιών δασκάλοι και καθηγητάδες που χασμουριούνται την ώρα του μαθήματος και κόβουν κίνηση πόσα φράγκα έχει ο πατέρας κάθε μαθητή για να του τα βουτήξουν στο φροντηστήριο;
Έλληνες είναι όλος αυτό ο συρφετός από σκοτάδι και δειλία που σκεπάζει σα κατάρα τ'αγια μάρμαρα;
Έλληνες είναι όλα αυτά τα φρικιά που δεν ξέρουν ούτε κατα που πέφτει η Ακρόπολη, που αν τους πεις τη λέξη ΕΡΜΗΣ θα νομίζουν ότι είναι εταιρεία σεκιουριτάδων;
Έλληνες είναι αυτά τα ταπεινά, μίζερα ανθρωπάκια τα πνιγμένα στα χρέη, χωρίς παιδεία, χωρίς υγεία, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη που πάνε κάθε τέσσερα χρόνια και γλύφουν το κώλο κάθε δερβίση για να διορίσουν το νέας γενιάς ζωντόβολό τους σε μια τρύπα να κολλάει χαρτόσημα;;;
Οι μικρές εξαιρέσεις σ’αυτό το τόπο που πέρασαν, που περνάνε αθόρυβα και γαλήνια προσφέροντας έργο, και τιμώντας αυτό εδώ το χώμα δε δίνουν συγχωροχάρτι στον όχλο από ρεμπεσκέδες που τη περνάνε τρώγωντας, γαμώντας και χέζοντας αυτή τη γη με τα τέκνα της μαζί.
Και το χειρότερο απ΄ολα κι αν βροντοφωνάξεις στη μανταμίτσα τι ρόμπα είναι...αν σου βγουν τα λαρύγγια να το λες, τι άλλο να κάνεις αφού η μανταμίτσα έχει καβαλήσει το καλάμι; Ένα καλάμι που έχει ότι και το μυαλό της... αέρα που σφυράει σουξεδάκια και τσάμπα μαγκίτσες...
Λιθοβολήστε με ρεμάλια.
Πείτε με πουλημένο κομμούνι.
Πείτε με οπαδό του σατανά.
Πείτε με ύποπτο κωλοδάχτυλο.
Έτσι κι αλλιώς μια ζωή πίσω από τη φούστα κάποιας μαλακίας κρυβόσασταν κι αυτό και μόνο αποδεικνύει περίτρανα
ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ.
Ο Γαβριά
Ένας από τους λόγους που στεναχωριέμαι επειδή δεν κατόρθωσα να ταξιδέψω έξω απο δω, είναι όχι γιατί δεν γνώρισα κι άλλους λαούς , αλλά γιατί δεν θέλω να μείνω με την αμφιβολία αν υπάρχει κάποιος ανάλογος τόσο ξεφτιλισμένος λαός σαν κι αυτόν εδώ.
Αν υπάρχει κάποιος άλλος λαός με τόσο καβαλημένο καλάμι όσο αυτός εδώ ο αμόρφωτος και τεμπέλης που βλέπω μπροστά μου.
Η μαντάμ Σουσού σε εθνικό επίπεδο. Ρακένδυτη, φτωχομπινεδιάρα, βγαίνει κάθε πρωί στο σοκάκι με μια τρύπια τσάντα αλλά τη γόβα στιλέτο πρώτη φάτσα, να πάει στο μπακάλικο -αγοράζοντας βερεσέ εννοείται- και να κοιτάξει αφ΄υψηλού όλα τα ανθρωπάρια που απλώνονται γύρω της.
Μόνη της βλέπει τα κάλλη της μόνη της τα χαίρεται.
Αναμασώντας συνέχεια την ίδια αραχνιασμένη έκφραση-καταφύγιο της μιζέριας της. Εδώ οι αρχαίοι μας πρόγονοι...
Τους οποίους προγόνους η καριόλα , μέσα της τους θεωρεί ρεμπεσκέδες, πολυλογάδες, αντίχρητους και βαρετούς και ούτε ξέρει τι είπαν, ούτε τι έκαναν, ούτε τι πρόσφεραν σ’αυτή τη γη.
Όταν κατά τύχη αυτή η θρασύτατη η γειτόνισσα η Μαρίκα απ΄τη γωνία τη πιάσει στο δούλεμα θυμάται μόνο τότε, και λέει, «εμένα η γιαγιά μου...» Τώρα για ποια γιαγιά μιλάει το ξόανο που ποτέ μέσα στη ψυχή της πόνο για το σπίτι της δεν ένοιωσε, κανείς δεν ξέρει, αλλά εκείνη συνεχίζει να το αναφέρει λες και το γνωρίζει.
Αυτή λοιπόν η κουνίστρω που ζει όλο στη τράκα και στο βερεσέ, αυτή η ξεπλυμένη γριά γκιόσα με τα φτιασίδια της δεκάρας στη μούρη και τις πλουμιστές παντόφλες που τυλίγουν τα βρωμόνυχα, έχει θράσος. Η μάλλον έχει ξεδιαντροπιά ξεκάθαρα.
Βλέπει το κατουρημένο της βρακί και το κάνει τραγούδι. Και το θεωρεί και μαγκιά. Θεωρεί μαγκιά να κάνει τη πονεμένη που κανείς δε τη καταλαβαίνει. Θεωρεί μαγκιά να πιστεύει πως κάποια τσουλίτσα την έριξε στα καλλιστεία και της έφαγε τη θέση και δεν παραδέχεται ότι οι κριτές στο μπροστινό κάθισμα είχαν ξελιγωθεί στα γέλια με το κώλο όπως τον τούρλωνε και τα στραβά τα πόδια που 'θελαν και γόβες!!!
Κι επειδή στην αυλή της κάθε τόσο βρίσκεται κανένα φιλότιμο ανθρωπάκι (κάποιος Έλληνας) και θυσιάζεται για εκείνη γιατί πονάει και τη λυπάται, εκείνη του ρουφάει σα βδέλλα τη δόξα και τη δωρίζει στο μπακάλη να πάρει κι άλλη παράταση στο βερεσέ.
Αυτή η μαντάμ Σουσού, είναι ο λαός που εντελώς από κωλοφαρδία φέρει ακόμα το όνομα "Έλληνες". Ή ίσως επειδή κανένας άλλος λαός δεν θέλησε να φέρει την ευθύνη της βαρύτητας ενός τέτοιου ονόματος. Γιατί για να έχεις ένα τέτοιο όνομα ή πρέπει να είσαι ότι η ιστορία επιβάλλει να είσαι ή θα είσαι, καλή ώρα, κανένα ξέκωλο που έχει γραμμένη και την ιστορία και τις συνέπειες στα μπικουτί της.
Έλληνες είναι οι καυλωμένοι καραβανάδες, οι μισάνθρωποι, οι φανατισμένοι κάθε λογής, που μονίμως βλέπουν το όπλο προέκταση του πέους τους;
Έλληνες είναι οι κωλομπαράδες κι οι παιδεραστές μαζί με τις πουτάνες τους που 'χουν βρει στέγη σ’ενα χαζοκούτι και λένε από το πρωι ως το βράδυ μαλακίες;
Έλληνες είναι τα ταπεινά μαυροντυμένα ανθρωπάκια που προσκυνάνε με το κούτελο στο πάτωμα ένα απειλητικό θεό γεμάτοι θυμιατά κι αγιαστούρες;
Έλληνες είναι οι ξενογλύφτες που έχουν μετακομίσει συνείδηση, περιουσία και τα παιδιά τους σε κάποια χώρα του εξωτερικού χλιδάτη και έχουν γράψει στ’αρχίδια τους έναν ολόκληρο λαό που υποτίθεται είναι ο λαός τους;
Έλληνες είναι οι άντρακλες με το κασόνι τις σαμπάνιες μπροστά στα πόδια της καριόλας που χορεύει τσιφτετέλια και κουνάει τα βυζιά της μες τη μούρη τους;
Έλληνες είναι εκείνα τα γλοιώδη εντελώς αγράμματα τεμπελόσκυλα που αράζουν καμμιά δεκαριά ώρες στις χλιδάτες καφετέριες και μιλάνε για παλιοσίδερα, παλιοσώβρακα και τρίχες;
Έλληνες είναι οι προδότες, οι χαφιέδες, οι πουλημένοι, καρεκλάτοι βολευτάδες που καίγεται ολόκληρη η χώρα τους κι εκείνοι ασχολούνται με το αν είναι μοδάτα τα μανικετόκουμπα και η πλουμιστή γραβάτα, σαν φουσκωμένοι βλαχοδήμαρχοι;
Έλληνες είναι οι κάθε λογιών δασκάλοι και καθηγητάδες που χασμουριούνται την ώρα του μαθήματος και κόβουν κίνηση πόσα φράγκα έχει ο πατέρας κάθε μαθητή για να του τα βουτήξουν στο φροντηστήριο;
Έλληνες είναι όλος αυτό ο συρφετός από σκοτάδι και δειλία που σκεπάζει σα κατάρα τ'αγια μάρμαρα;
Έλληνες είναι όλα αυτά τα φρικιά που δεν ξέρουν ούτε κατα που πέφτει η Ακρόπολη, που αν τους πεις τη λέξη ΕΡΜΗΣ θα νομίζουν ότι είναι εταιρεία σεκιουριτάδων;
Έλληνες είναι αυτά τα ταπεινά, μίζερα ανθρωπάκια τα πνιγμένα στα χρέη, χωρίς παιδεία, χωρίς υγεία, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη που πάνε κάθε τέσσερα χρόνια και γλύφουν το κώλο κάθε δερβίση για να διορίσουν το νέας γενιάς ζωντόβολό τους σε μια τρύπα να κολλάει χαρτόσημα;;;
Οι μικρές εξαιρέσεις σ’αυτό το τόπο που πέρασαν, που περνάνε αθόρυβα και γαλήνια προσφέροντας έργο, και τιμώντας αυτό εδώ το χώμα δε δίνουν συγχωροχάρτι στον όχλο από ρεμπεσκέδες που τη περνάνε τρώγωντας, γαμώντας και χέζοντας αυτή τη γη με τα τέκνα της μαζί.
Και το χειρότερο απ΄ολα κι αν βροντοφωνάξεις στη μανταμίτσα τι ρόμπα είναι...αν σου βγουν τα λαρύγγια να το λες, τι άλλο να κάνεις αφού η μανταμίτσα έχει καβαλήσει το καλάμι; Ένα καλάμι που έχει ότι και το μυαλό της... αέρα που σφυράει σουξεδάκια και τσάμπα μαγκίτσες...
Λιθοβολήστε με ρεμάλια.
Πείτε με πουλημένο κομμούνι.
Πείτε με οπαδό του σατανά.
Πείτε με ύποπτο κωλοδάχτυλο.
Έτσι κι αλλιώς μια ζωή πίσω από τη φούστα κάποιας μαλακίας κρυβόσασταν κι αυτό και μόνο αποδεικνύει περίτρανα
ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ.
Ο Γαβριά
λοβοτομή ή θάνατος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου