Όπως είχαμε επισημάνει και σε άλλα κείμενά μας[i][i], η συγκυρία που διαμορφώνεται με την κλιμάκωση της αστικής αντεπανάστασης, εγείρει ιστορικά πρωτοφανή φαινόμενα, που αναδεικνύουν τις θεωρητικές ανεπάρκειες της αριστεράς. Κάθε απόπειρα ενασχόλησης με το εθνικό ζήτημα, η οποία αγνοεί τα κεκτημένα της μαρξιστικής θεωρίας για το εθνικό ζήτημα επί ιμπεριαλισμού, είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε στρεβλώσεις και εσφαλμένες απόψεις.
Τα προβλήματα που συνδέονται με το εθνικό ζήτημα αναδεικνύονται στην εποχή μας πολύμορφα σε όλα τα επίπεδα και με ιδιαίτερη οξύτητα.
Η επαναστατική θεωρία, παρ’ όλες τις αδυναμίες της, έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα για το εθνικό ζήτημα - που δεν μπορεί να είναι συλλήβδην απορριπτέα, αλλά ούτε και να μετατρέπονται σε μουσειακό έκθεμα - και έντονες πολεμικές, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητος όρος για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Η τελευταία επ’ ουδενί λόγω δεν επιτυγχάνεται με αστικές συνταγές της μόδας περί «κοινωνικής κατασκευής», πανταχού παρόντος του «φαντασιακού», με ολίγες δόσεις ταξικής προσέγγισης…Η κατάσταση επιτείνεται από το «μεταμοντέρνο» και την ανορθολογική αποδόμηση της θεωρίας. Και η αριστερά εξακολουθεί να παραπαίει μεταξύ εθνικού και ταξικού…
Συχνά δημιουργείται η εντύπωση (πιθανώς από υπερβάλλοντα αντικαθεστωτικό ζήλο), ότι τελικά το εθνικό ζήτημα όχι απλώς δεν υφίσταται ως πραγματικό αντικειμενικό φαινόμενο, ενταγμένο στην ιστορική νομοτέλεια, αλλά και ότι οποιαδήποτε παρόμοια αναφορά, δεν είναι άλλο από δόλια «οντολογικοποίηση» μυθευμάτων και «πολιτικών εφευρημάτων» της ταξικής εξουσίας, μίας «ιδεολογικής και ιστορικής κατασκευής …της αστικής τάξης»[ii][ii]…
Ωστόσο καμία άρχουσα τάξη, όσο ισχυρούς ιδεολογικούς – χειραγωγικούς μηχανισμούς και εάν διαθέτει, δεν μπορεί να κατασκευάσει τίποτε (πολλώ μάλλον δε έθνη) εκ του μη όντος. Καμία ιδέα (αντιδραστική, συντηρητική, συναινετική, επαναστατική κ.ο.κ.) δεν μπορεί να γίνει «υλική δύναμη» εάν δεν γίνει «κτήμα των μαζών» (Κ. Μαρξ). Και «κτήμα των μαζών» μπορούν να γίνουν μόνον οι ιδέες εκείνες, οι οποίες (με ποικίλους τρόπους, στρεβλά ή πιστά, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία) ανταποκρίνονται στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους, γεννιούνται από αυτούς. Κάθε αντίθετος ισχυρισμός είναι ιδεαλιστική μυστικοποίηση.
Άλλοτε πάλι, υποστασιοποιούνται εξωιστορικά έθνη και λαοί, προβάλλοντας ως άπαξ και δια παντός δεδομένα υποκείμενα των δρώμενων της ιστορίας, πέρα και έξω από ταξικούς όρους και ως φορείς συλλογικής ευθύνης... Παρόμοιες θέσεις είναι αναπόφευκτες για την προσέγγιση της ιστορίας υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής.
Επικίνδυνα ολισθήματα.
Ωστόσο, απ’ ότι φαίνεται, οι ανεπάρκειες αυτές, στο βαθμό που δεν συνειδητοποιούνται στοιχειωδώς, οδηγούν και σε άκρως επικίνδυνα ολισθήματα. Θυμίζουμε φερ’ ειπείν ότι προσφάτως ορισμένοι επιδίδονταν σε διθυράμβους για τον «εθνικοαπελευθερωτικό ένοπλο αγώνα των Αλβανών της ΠΓΔΜ …». Βεβαίως αρθρογράφοι της αριστεράς μας έχουν συνηθίσει κατά καιρούς σε τοποθετήσεις τέτοιου τύπου. Αρκεί να υπενθυμίσουμε την παρουσίαση της σφαγής των χιλιάδων υπερασπιστών του τελευταίου θεσμικού κατάλοιπου της Οκτωβριανής Επανάστασης: του Ανωτάτου Σοβιέτ το 1993, ως σκυλοκαβγά Γιέλτσιν – Ρουτσκόι (με το περίφημο: «ούτε Γιέλτσιν ούτε και Ρουτσκόι…»), την παρουσίαση - τις παραμονές των νατοϊκών βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία – των Αλβανών εθνικιστών του Κοσόβου ως εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, άξιου προς μίμηση και αλλαχού για την πρόοδο, την πρόσφατη αδυναμία (;) διάκρισης του εβραϊκού λαού από τον διεθνή και καθεστωτικό σιωνισμό, αλλά και την αδιάλειπτη αφείδωλη «διεθνιστική» αλληλεγγύη στους σφαγιαζόμενους χρόνια τώρα από τον «εισβολέα» και «κατακτητή» (εδώ υιοθετείται πλήρως η προπαγανδιστική θέση που αγνοεί το γεγονός ότι ποτέ δεν υφίστατο Τσετσενία εκτός ρωσικής επικράτειας) «ρώσικο ιμπεριαλισμό» Τσετσένους αγωνιστές (αλληλεγγύη προφανώς σε ενιαίο μέτωπο, μαζί με τον Ανδριανόπουλο, τις ΗΠΑ, τους ταλιμπάν και με την κλινική περίπτωση της ΟΑΚΚΕ)…
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η τελευταία κορύφωση αυτού του τύπου επαναστατικού – διεθνιστικού οίστρου σε κείμενο του Γ. Δελαστικ[iii][iii]. Εξ αφορμής της επιχείρησης των ειδικών δυνάμεων για την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνταν σε θέατρο της Μόσχας από ένοπλους Τσετσένους αυτονομιστές, στο κείμενο αυτό ασκείται δριμεία κριτική στους χειρισμούς του καθεστώτος Πούτιν. Δεν θα υπεισέλθουμε στις διαδεδομένες σεναριολογίες αναφορικά με τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες αυτών των δραματικών γεγονότων, η έκβαση των οποίων εν πολλοίς υπαγορεύθηκε στο καθεστώς Πούτιν από τη λογική της μεταφοράς του πεδίου της μάχης στο κέντρο της πρωτεύουσας με εμπλοκή πλήθους αμάχων. (Αρκεί μόνο να επισημάνουμε ότι με μία μόνο από τις συσκευασίες πλαστικών εκρηκτικών που απειλούσαν να πυροδοτήσουν οι αυτονομιστές είχε ισοπεδωθεί μεγάλη πολυκατοικία σε προηγούμενη τρομοκρατική ενέργεια στη Μόσχα. Οι εν λόγω αυτονομιστές διέθεταν 25 τέτοιες συσκευασίες, και το θέατρο βρισκόταν σε πυκνοκατοικημένη περιοχή).
Είναι προφανές λοιπόν – χωρίς την παραμικρή διάθεση δικαίωσης των τετελεσμένων - ότι και στην περίπτωση που το καθεστώς Πούτιν δεν θα προέβαινε σε παρόμοιου τύπου επιχείρηση ο διεθνής διασυρμός του θα ήταν ασύγκριτα χειρότερος από εκείνον της ύποπτης βύθισης του υποβρυχίου Κούρσκ. Τα περί «σαδισμού και αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή» του «αδίστακτου» «βρικόλακα του Κρεμλίνου», που στοιχειοθετούνται από το γεγονός ότι προέβη στην εν λόγω επιχείρηση, αντί να διαπραγματευθεί με τους απαγωγείς αυτονομιστές και επιπλέον «αρνήθηκε να αποκαλύψει τα χαρακτηριστικά των χημικών όπλων που χρησιμοποίησε»[iv][iv]...είναι απλώς επαναλήψεις της ρουτίνας των στερεοτύπων της δακρύβρεκτης και άκρως επιλεκτικής ευαισθησίας των αστικών Μ.Μ.Ε. και των αντίστοιχων κατασταλτικών οργάνων. Άλλωστε, ιδιαίτερα τα τελευταία, δεν μπορούν να συγκαλύψουν συχνά τα κύρια χειραγωγικά κίνητρά τους: π.χ. την ανάγκη λεπτομερούς ενημέρωσής τους για τη σύσταση του επίμαχου αερίου ώστε να το χρησιμοποιούν και οι δικοί τους κατασταλτικοί μηχανισμοί στις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις τους...
Για κάθε στοιχειωδώς συνειδητοποιημένο μαρξιστή είναι αυτονόητο το γεγονός ότι το καθεστώς Πούτιν είναι συνέχεια-ασυνέχεια του καθεστώτος Γιέλτσιν σε άλλη φάση, είναι ένα καθεστώς αστικής – κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης, ένα καθεστώς παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας και ανατροπής των κεκτημένων της Οκτωβριανής Επανάστασης με ειρηνικά – συναινετικά είτε με ένοπλα – κατασταλτικά μέσα. Είναι προφανές ότι η χρήση άμεσης ένοπλης καταστολής καθιστά πιο αποκρουστικό το πρόσωπο αυτού του αντεπαναστατικού καθεστώτος. Από αυτή την άποψη θα πρέπει να εξετασθεί και η σύρραξη στην Τσετσενία. Ο χαρακτήρας του εν λόγω αυτονομιστικού κινήματος θα εξετασθεί παρακάτω. Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεδομένου του ταξικού χαρακτήρα του καθεστώτος Πούτιν, στην Τσετσενία (παρ’ όλη την επαίσχυντη καπηλεία των συμβόλων) δεν επελαύνει ο Κόκκινος Στρατός..., αλλά οι δυνάμεις καταστολής αυτού του αντεπαναστατικού καθεστώτος, οι οποίες προωθούν στην περιοχή τα συμφέροντα των χρηματιστικών και ενεργειακών κολοσσών (τύπου Λουκόιλ, Γκαζπρόμ κ.λ.π.).
Παρουσιάζει ωστόσο ενδιαφέρον η επιλεκτικότητα και η απουσία ταξικών – διεθνιστικών κριτηρίων με την οποία αντιμετωπίζονται από μερίδα της αριστεράς οι βίαιες εκδηλώσεις των αυταρχικών αντεπαναστατικών καθεστώτων που επικράτησαν στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Είναι π.χ. κραυγαλέα η «ουδετερότητα» με την οποία αντιμετωπίσθηκε απ’ την εν λόγω μερίδα της αριστεράς ο κανονιοβολισμός του Ανωτάτου Σοβιέτ το 1993, είτε οι χειρισμοί του ίδιου καθεστώτος στο Μπουντιόνοφσκ της Νότιας Ρωσίας το 1995, όταν οι αρχές επέτρεψαν σε ομάδα Τσετσένων αυτονομιστών υπό τον Σ. Μπασάγιεφ να αποχωρήσουν θριαμβευτικά (κατόπιν διαπραγματεύσεων), έχοντας αφήσει πίσω τους εκατοντάδες θύματα, αμάχους πολίτες, που κρατούσαν ομήρους ως ζωντανή ασπίδα στο νοσοκομείο της πόλης.
Ένοχες αγοραίες ενοχοποιήσεις.
Δεν είναι όμως η συγκεκριμένη επιχείρηση (παρά το σημασιολογικό φορτίο της) το κύριο πρόβλημα. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στη συλλογική ενοχοποίηση του ρωσικού (και όλου του σοβιετικού) λαού για όλα τα δεινά που έφερε το αιμοσταγές αντιδραστικό – αντεπαναστατικό καθεστώς της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Η ενοχοποίηση αυτή ήταν και είναι αισθητή τα τελευταία χρόνια σε κάποιους κύκλους της αριστεράς της ήττας και της υποχώρησης. Προβάλλει ως αναγκαίος μηχανισμός αυτοάμυνας μερίδας της αριστεράς, που δίνοντας εξετάσεις «οραματικής καθαρότητας» (σε ποιους αλήθεια;), με κάθε ευκαιρία (ακόμα και χωρίς ευκαιρία) σπεύδει να νίψει τας χείρας της, αποκηρύσσοντας μετά βδελυγμίας όπου γης κάθε πραγματικό εγχείρημα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ακόμα και την περί αυτού ανάμνηση. Προφανώς αυτό γίνεται στα πλαίσια ενός εναγώνιου αυτοπροσδιορισμού στον αντίποδα της άλλης αριστεράς της ήττας και της υποχώρησης, που επενδύει την καθεστωτική της στάση με την άκριτη εξιδανικευμένη ονειροπόληση ορισμένου εγχειρήματος. Έχουμε λοιπόν την οπτική του αναθέματος και της δαιμονολογικής απόρριψης των κεκτημένων της Οκτωβριανής Επανάστασης στον αντίποδα της αγιογραφικής εξιδανίκευσης εν είδει μνημόσυνου του υπαρκτού σοσιαλισμού...
Η τάση αυτή εκφράζεται συχνά μ’ εκείνο το «καλά να πάθουν» αυτοί οι λαοί, για να πάρει ποικίλες προεκτάσεις: από τη νεκρανάσταση του πούρου πλεχανοφικού μενσεβικισμού («δεν έπρεπε να πάρουν τα όπλα οι μπολσεβίκοι»), μέχρι τις συντηρητικές και αντιδραστικές στάσεις «ρεαλιστικής» απόρριψης κάθε επανάστασης. Εκφράζεται μ’ εκείνη τη χαιρέκακη, υπεροπτική έως σαδιστική χλεύη έναντι αυτών των λαών, σαφώς μπολιασμένη με τις αγοραίες προκαταλήψεις του μικροαστού, που κορδώνεται δίκην δουλοκτήτη, εκταμιεύοντας το μερίδιο της συγκυριακής «υπεροχής» του στην αγορά εργασίας των οικονομικών προσφύγων και στα πορνεία. Μιας υπεροχής που του χάρισε η διάλυση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού των χωρών των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων από την αντεπανάσταση. Εκφράζει και τις διαθέσεις του αστού, που λιμπίζεται τη νέα «ενδοχώρα» για την επεκτατική διείσδυση των κεφαλαίων του και προβάλλει την βουλιμία του για αφαίμαξη αυτών των λαών ως εκστρατεία εκπολιτισμού των βαρβάρων...
Για παρόμοιου τύπου προκαταλήψεις και στερεότυπα δεν τίθεται καν ζήτημα περί αναλύσεων αντιφατικών επαναστατικών και αντεπαναστατικών διαδικασιών. Η κοινή καθημερινή συνείδηση αρκείται να προσάπτει κατηγορούμενα στο υποκείμενο, όπως έλεγε ο Γ. Χέγκελ, δηλ. να κολλάει ταμπέλες, να βαφτίζει με διάφορους τρόπους (κρατικός καπιταλισμός, ολοκληρωτισμός, ελεύθερη οικονομία, ανοικτή κοινωνία κλπ.), να ταξινομεί και να κατηγοριοποιεί επιφανειακά βάσει αγοραίων προκαταλήψεων (περί δήθεν «ανώτερων» και «κατώτερων» λαών, «πολιτισμένων» και «βαρβάρων»). Ουαί τοις ηττημένοις λοιπόν...
Αλήθεια έχουν μπει στον κόπο οι μεγάλοι αυτοί αριστεροί επαναστάτες να δουν πώς ο Κ. Μαρξ και το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών έσπευσαν αμέσως να σταθούν στο πλευρό των ηττημένων, κατασφαγμένων και καταδιωγμένων κομμουνάρων μετά τη συντριβή της Κομμούνας στο Παρίσι; Εάν αξίζουν τιμή και δόξα οι ηττημένοι κομμουνάροι που κράτησαν την επανάσταση σε μια πόλη επί μερικές ημέρες, με ποια λογική είναι για ορισμένους «επαναστάτες» ανάξια λόγου και άξια αναθέματος μια επαναστατική πορεία που σημάδεψε τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων του 20ου αι. και η οποία κατά την ακμή της έθεσε σοβαρά σε κίνδυνο το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα;
Αγοραίος αντιδραστικός ρατσισμός με «αριστερό» προσωπείο.
Ηθική και γεωπολιτική.
Τώρα όμως, η χαιρέκακη χλεύη προβάλλει απροκάλυπτα ως αγοραίος αντιδραστικός ρατσισμός με «αριστερό» προσωπείο. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει η αστική ολιγαρχία της Ρωσίας με το καθεστώς της, αλλά ένας «βάρβαρος ρώσικος λαός» που διψάει για αίμα, τα «πιο ποταπά, κατώτερα ένστικτα των εξαθλιωμένων ρωσικών μαζών» και μια «αποκτηνωμένη Ρωσία». Σε αντιδιαστολή με τους «δύστυχους Τσετσένους, που στενάζουν κάτω από τη μπότα ενός τέτοιου κατακτητή» (όλοι μαζί: Τσετσένοι αστοί, δουλοκτήτες, άνεργοι...) υπάρχουν οι Ρώσοι (όλοι ανεξαιρέτως), που «έχουν τον ηγέτη που τους αξίζει»[v][v] (φτωχέ Χέγκελ, αν ήξερες τι τύχη θα είχε αυτή η ρήση σου...). Ασαφή τα όρια μεταξύ θάρρους της γνώμης και επιθετικού θράσους. Μεγαλείο συγκεκριμένης ιστορικής και ταξικής – διεθνιστικής προσέγγισης...Μόνον άσχετοι με τις κατακτήσεις της σοβιετικής παιδείας και του πολιτισμού, θα μπορούσαν να αποκαλούν έτσι αυτό το λαό στο σύνολό του και να μεταφράζουν τη ρατσιστική τους εμπάθεια σε γεωπολιτικό σύνθημα – προτροπή για «οργάνωση αντιρωσικού πολιτικού μετώπου»[vi][vi].
Φαίνεται ότι η εποχή της διεθνούς νέας τάξης και των «αντιτρομοκρατικών πολέμων» ευνοεί ποικίλους αυτόκλητους τιμητές της χαμένης τιμής της Αριστεράς. Στο χορό των ρεβανσιστών αστών και ανανηψάντων τέως αριστερών (Ανδριανόπουλος, Θεοδωράκης, Ράμφος, κ.ά.) πολιτικών και ιδεολόγων, που προσπαθούν με περισσή σπουδή να μας πείσουν ότι οι αριστεροί πρέπει γενικώς να ντρέπονται εφ’ όσον είναι ακόμα αριστεροί, έρχεται να προστεθεί και μια ιδιαζόντως «ριζοσπαστική» και «αντικαθεστωτική» νότα: «Η Αριστερά θα πρέπει να ντρέπεται για το γεγονός ότι ουσιαστικά σιωπά εδώ και τόσα χρόνια για το έγκλημα που διαπράττει η Μόσχα στην Τσετσενία»[vii][vii] μας διαβεβαιώνει ο Γ. Δελαστίκ... Δεν διευκρινίζει ωστόσο, ποια Μόσχα είναι ο αυτουργός και σε ποιο ακριβώς «έγκλημα» αναφέρεται;
Στη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και της σχεδιοποιημένης οικονομίας; Στη μείωση του μέσου προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων από τα 75 στα 54 χρόνια; Στη διάλυση της παιδείας, της υγείας και της πρόνοιας; Στη μετατροπή της Ρωσίας και των άλλων τέως σοβιετικών δημοκρατιών σε πηγές πρώτων υλών και φθηνής εργασιακής δύναμης (αποικιοποίηση); Στη δημιουργία εστιών τοπικών και διεθνικών συρράξεων ακριβώς επάνω στις βασικές αρτηρίες των ενεργειακών πηγών του μετασοβιετικού χώρου; Στην ουσιαστική ανάδειξη και ενίσχυση της τοπικής μαφίας της Τσετσενίας υπό τον πρώτο τοπικό δικτάτορα Ντουντάεφ με τις ευλογίες του Γιέλτσιν; Στην αναβίωση πρωτόγονων ιεραρχικών δομών, δουλοκτησίας και δουλοπαροικίας, με βάση τους δεσμούς αίματος και τη βεντέτα; Στο ρεβανσισμό των Τσετσένων εθνικιστών συνεργατών των ναζί; Στην εμπλοκή του τσετσενικού στις έριδες της ρωσικής χρηματιστικής ολιγαρχίας (όπως απεδείχθη, κύκλοι της νεοπαγούς ολιγαρχίας του κεφαλαίου χρηματοδοτούν άμεσα τους αυτονομιστές, με χαρακτηριστικές π.χ. τις σχέσεις Ουντούγκοφ – Μπερεζόφσκι, και τη χρηματοδότηση από τον τελευταίο απεσταλμένων των αυτονομιστών στο εξωτερικό); Στην επιβολή σκοταδιστικού θεοκρατικού καθεστώτος ουαχαβιτών, που απαγόρευαν τη μόρφωση και την κυκλοφορία των γυναικών και επέβαλλαν τα μεσαιωνικά ισλαμικά ιεροδικεία; Στις παλινωδίες της διεφθαρμένης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του ρωσικού αντεπαναστατικού καθεστώτος που ανέβασαν τον αριθμό των θυμάτων της σύρραξης στην Τσετσενία σε υπερεξαπλάσιο αυτού των θυμάτων των σοβιετικών στο Αφγανιστάν, ή μήπως στο γεγονός ότι υπό αυτό ακριβώς το καθεστώς οι ένοπλες δυνάμεις του Υπουργείου Εσωτερικών (μηχανισμού καταστολής του «εσωτερικού εχθρού») έγιναν υπερτριπλάσιες αριθμητικά του τακτικού στρατού, αμείβονται και εξοπλίζονται πολύ καλύτερα από αυτόν; κ.ο.κ.
Ο κατάλογος των ερωτημάτων – «εγκλημάτων» είναι μακροσκελέστατος. Εδώ αναφέρουμε μερικά, ενδεικτικά των συνιστωσών αυτών των περίπλοκων προβλημάτων, που σκιαγραφούν το πρόσωπο της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης.
Είναι μεγάλη υπηρεσία στην αντεπανάσταση η αποσιώπηση αυτού του καταλόγου «εγκλημάτων», όπως και η επιλεκτική αναφορά σε ένα από αυτά, υπό το πρίσμα μιας γεωπολιτικής ανάγνωσης και ερμηνείας του. Μάλιστα η «εγκληματολογική» αναφορά σε αυτό, παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε αναζήτηση αυτουργών και σε αντίστοιχο καταλογισμό συλλογικών ευθυνών. Η όλη προσέγγιση τιμά ιδιαίτερα την αστική γεωπολιτική, κατά την οποία το ταξικό περιεχόμενο παρόμοιων συρράξεων εκ των πραγμάτων διαφεύγει της προσοχής και τα μόνα υποκείμενα που προβάλλουν είναι τα όποια κρατικά μορφώματα, συνασπισμοί κρατών και έθνη. Έτσι η ταξική ουσία, η αντιφατικότητα και η νομοτέλεια του συστήματος, προβάλλει στην επιφάνεια με αντεστραμμένη μορφή, που δεν συγκαλύπτει απλώς την ουσία, αλλά θέτει τα εκάστοτε τετελεσμένα και προαποφασισμένα της στρατηγικής του ιμπεριαλισμού ως μονόδρομο. Δεν υπάρχουν λοιπόν διεφθαρμένα αιμοσταγή αντεπαναστατικά καθεστώτα που έχουν θέσει τους λαούς τους σε μια μακροχρόνια ομηρία για την εξυπηρέτηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων και των ιμπεριαλιστικών κύκλων που προσεταιρίζονται, που υποβάλλουν αυτούς τους λαούς σε συνθήκες μακροχρόνιας γενοκτονίας. Υπάρχουν μόνο «δύστυχοι Τσετσένοι» - Ρομπέν των δασών και «αιμοσταγείς βάρβαροι Ρώσοι». Είτε, κατά τα επίσημα ιδεολογήματα του καθεστώτος Πούτιν και των «πατριωτικών» δυνάμεων στη Ρωσία, ομοσπονδιακοί «πατριώτες Ρώσοι» που μάχονται εναντίον της τρομοκρατίας... Είναι δυνατόν άνθρωποι που προσεγγίζουν τα πράγματα κατ’ αυτό τον τρόπο και μας προτρέπουν να πάρουμε μονοσήμαντα τη θέση του ενός από τους εμπλεκόμενους στη σύρραξη, κηρύσσοντας διεθνή εκστρατεία εξόντωσης δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων του «βάρβαρου λαού», να θεωρούνται στοιχειωδώς μαρξιστές;
Οι επαναστάτες δεν πέφτουν εύκολα θύματα των αστικών ιδεολογημάτων περί εθνικής ενότητας και συλλογικών εθνικών ευθυνών. Δεν δέχονται άκριτα, στατικά και εξωϊστορικά ούτε και την περίφημη ρήση του Χέγκελ, περί λαών αντάξιων των ηγετών τους, αλλά θέτουν το ζήτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας στην ιστορική δυναμική της ταξικής πάλης. Κάθε αντίθετη τοποθέτηση θα σήμαινε ότι το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας και της επανάστασης είτε εκπίπτει, (καθ ότι δήθεν δεν υπάρχουν λαοί μη αντάξιοι των ηγετών τους) είτε τίθεται μόνον δι «ολίγους, εκλεκτούς και πολιτισμένους λαούς», ενώ στερείται νοήματος για τους «βάρβαρους», τα αντιδραστικά καθεστώτα των οποίων δεν προέκυψαν από ιστορικά συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων στην ταξική πάλη, αλλά είναι εγγενές στοιχείο τους, αντάξιο της «βάρβαρης φύσης τους»...
Οι διεθνιστές αποφεύγουν γενικεύσεις που αποδίδουν συλλογική ευθύνη σε λαούς, ακόμα και σε περιπτώσεις που η μαζική συμμετοχή λαών σε θηριωδίες είναι ιστορικό γεγονός, διότι εξ’ ίσου ιστορικό νομοτελές γεγονός είναι και η συνδεόμενη με την πάλη των τάξεων αντιφατικότητα του κάθε έθνους, του κάθε εθνικού πολιτισμού (σε κάθε «εθνικό» πολιτισμό υπάρχουν δύο πολιτισμοί - Β.Ι. Λένιν). Οι Η.Π.Α. είναι η ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που παρασιτεί κάνοντας αφαίμαξη σε ολόκληρους λαούς, πού έχει στο ενεργητικό της δουλεμπόριο, στρατιωτικές επεμβάσεις, γενοκτονίες κλπ. Υπάρχουν όμως εντός της και οι παραδόσεις της Νέας Υόρκης ως έδρας της Διεθνούς (1872), των μεγαλειωδών εργατικών αγώνων του Σικάγου (1886), του αντιπολεμικού κινήματος κατά τον πόλεμο στο Βιετνάμ, της εξέγερσης του Λος Άντζελες, των απαρχών του κινήματος κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (Σιάτλ) κ.ο.κ. Κατά παρόμοιο τρόπο δεν χαρακτηρίζουμε βάρβαρο τον γερμανικό λαό, γέννημα – θρέμμα του οποίου ήταν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Χίτλερ, τον γαλλικό με την κομμούνα αλλά και τις αποικιοκρατικές σφαγές κ.ο.κ.
Και όμως υπάρχουν άνθρωποι, που σπεύδουν να χαρακτηρίσουν βάρβαρο το λαό που πλούτισε την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του επαναστατικού κινήματος με την εμπειρία της μεγαλύτερης, βαθύτερης και της πλέον μακρόβιας νικηφόρου σοσιαλιστικής επανάστασης, επικαλούμενοι τη βαρβαρότητα του αντεπαναστατικού καθεστώτος που του έχει επιβληθεί. Τον λαό που σήκωσε στις πλάτες του το κύριο βάρος της συντριβής του φασισμού, με 27 εκατομμύρια νεκρούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τον λαό που επί έναν αιώνα τώρα λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως το κατ’ εξοχήν πεδίο δοκιμών της ανθρώπινης ιστορίας, της παγκόσμιας διαπάλης επανάστασης και αντεπανάστασης. Θα είχαν άραγε τη δύναμη, αυτοί οι αυτόκλητοι τιμητές της χαμένης τιμής της Αριστεράς, να αντικρίσουν κατάματα εκείνους τους επαναστάτες της Ρωσίας πού είναι σήμερα πολιτικοί κρατούμενοι, που υφίστανται την καταπίεση του αντεπαναστατικού κατασταλτικού μηχανισμού, που δίνουν την καθημερινή μάχη της επιβίωσης και της αξιοπρέπειας σε συνθήκες δημογραφικά έκδηλης γενοκτονίας; Αλλά όπως βλέπουμε, δρυός πεσούσης...
Αυτονομιστικά κινήματα, «διεθνιστική αλληλεγγύη»
και γεωπολιτικές παγίδες.
Μήπως άραγε λειτούργησαν εδώ οι ευαισθησίες του αριστερού, που μεταξύ των απανταχού Δαυίδ και Γολιάθ, σπεύδει να ταχθεί άρδην υπέρ του Δαυίδ; Πώς εκφράζονται όμως αυτές οι ευαισθησίες; Τι μπορεί σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία να θεωρείται «θέμα διεθνιστικής αλληλεγγύης»; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος διαφόρων αυτονομιστικών, τοπικιστικών και εθνικιστικών κινημάτων στον παγκόσμιο συσχετισμό ταξικών δυνάμεων από την άποψη της επαναστατικής προοπτικής;
Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση είναι ένα σύνθημα το οποίο – όπως άλλωστε και όλα τα συνθήματα – επιδέχεται συγκεκριμένη ιστορική ερμηνεία. Δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως ισχύον παντού και πάντοτε άνευ όρων. Εξυπακούεται ότι οι πραγματικοί επαναστάτες – διεθνιστές αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ευαισθησία το εθνικό ζήτημα, τις όποιες διακρίσεις βάσει εθνικών διαφορών και ιδιαίτερα την καταπίεση και την αποικιοκρατική ή νεοαποικιοκρατική καταπίεση και εκμετάλλευση ολόκληρων λαών και εθνών. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί οποιοδήποτε αίτημα εθνικής αυτοδιάθεσης να προτάσσεται έναντι των ζητημάτων της ταξικής πάλης, της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και της προοπτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας στην αταξική κοινωνία. Επομένως οι όποιες εθνικές διεκδικήσεις οφείλουν να εξετάζονται υπό το πρίσμα αυτής της ιεράρχησης στόχων, εντεταγμένες στους θεμελιωδέστερους στρατηγικούς στόχους χειραφέτησης της ανθρωπότητας από κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση, εάν και εφ’ όσον υπάγονται σε αυτούς, εάν και εφ’ όσον συνιστούν μέρος αυτών των επαναστατικών στόχων. Εδώ έγκειται η ταξική επαναστατική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος σε αντιδιαστολή με την αστικο – δημοκρατική είτε γεωπολιτική τοποθέτησή του. Εάν κάποιοι προτάσσουν άνευ όρων την αξίωση για αυτοδιάθεση κάποιου έθνους, λαού ή εθνότητας, εκόντες άκοντες, αντικειμενικά συντάσσονται με τις άρχουσες τάξεις, με τα μέρη εκείνα του παγκόσμιου κεφαλαίου που έχουν συμφέροντα στην επίμαχη περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Β. Ι. Λένιν προέβαλε το σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών και εισήγαγε τον όρο «εθνική αδικία»,[viii][viii] σε συνδυασμό με τα καθήκοντα που έθετε η Οκτωβριανή Επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην τέως ιμπεριαλιστική – αποικιοκρατική τσαρική Ρωσία και στις τέως αποικίες της. Τότε κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του σοβινισμού. Για να εξαλειφθεί η καχυποψία προς τους εκπροσώπους του τέως κυρίαρχου – αποικιοκρατικού έθνους, ο Λένιν επεσήμανε την αναγκαιότητα της μέγιστης δυνατής ευαισθησίας προς τα εθνικά αισθήματα των μικρών και καταπιεσμένων εθνών, την αναγκαιότητα υλικής, πρακτικής και ηθικής αναπλήρωσης εκ μέρους των μεγάλων εθνών της ανισότητας και της ανισομέρειας.[ix][ix]Επομένως το αίτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών δεν συνιστούσε και δεν μπορεί να συνιστά σήμερα αυτοσκοπό.
Είναι κάθε αυτονομιστικό κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό και «θέμα διεθνιστικής αλληλεγγύης»[x][x]; Τι συνιστά για τους κομμουνιστές επαναστάτες εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα; Μπορεί άραγε οποιοδήποτε εγχείρημα εθνικής αυτοδιάθεσης να συνιστά αυταξία; Είναι άραγε το δικαίωμα (οποιωνδήποτε λαών, εθνών, ομάδων και μειονοτήτων) για αυτοδιάθεση απόλυτη εξωιστορική αρχή, υπεράνω κομμουνιστικής στρατηγικής; Τι επιπτώσεις θα είχε η έγερση παρόμοιων αιτημάτων στις απανταχού πραγματικές και φανταστικές μειονότητες;
Ας θυμηθούμε φερ’ ειπείν τι συνέβη στη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας κατά τη δεκαετία του 1930. Δίκτυο χιτλερικών συγκροτεί το «Σουδητογερμανικό πατριωτικό μέτωπο» (μετέπειτα «Σουδητογερμανικό κόμμα») υπό τον ναζί Κόνραντ Χενλάιν, με αίτημα – από το 1936 - την απόσπαση της Σουδητίας από την Τσεχοσλοβακία και την προσάρτησή της στη ναζιστική Γερμανία. Τον Απρίλιο του 1938 ο Χενλάιν αξιώνει ολοκληρωτική αυτονομία και απόλυτη ελευθερία για τη φασιστική προπαγάνδα. Από 29/9/1938 με τη συμφωνία του Μονάχου, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία συναινούν για την προσάρτηση της Σουδητίας στη Γερμανία.[xi][xi] Θα μπορούσε κάποιος εχέφρων κομμουνιστής να υποστηρίξει τότε το αυτονομιστικό κίνημα της Σουδητίας εν ονόματι της αρχής της αυτοδιάθεσης;
Άλλο παράδειγμα: θα μπορούσαμε εν ονόματι της ίδιας αρχής να ταχθούμε αλληλέγγυοι με κινήματα όπως αυτά των αμερικανοκίνητων (και όχι μόνο) του U.C.K. στο Κόσοβο και την Π.Γ.Δ.Μ., είτε με αυτό των ρεβανσιστών συνεργατών των ναζί της Κροατίας;
Μήπως είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρόμοια αυτονομιστικά κινήματα ξεφυτρώνουν με εκπληκτική συχνότητα και ένταση ακριβώς κατά μήκος των βασικών αρτηριών πρόσβασης σε πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, εκεί ακριβώς που επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της ιμπεριαλιστικής αναδιανομής;
Μπορεί φερ’ ειπείν να επιτάσσει την διεθνιστική αλληλεγγύη μας ένα αντιδραστικό σκοταδιστικό κίνημα που τροφοδοτείται συστηματικά με υπερσύγχρονα όπλα (π.χ. αντιαεροπορικούς πυραύλους Στίνγκερ), αλλοδαπούς μισθοφόρους και πόρους (από διάφορες πηγές: Η.Π.Α., Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, αντιπολιτευόμενα ρωσικά κεφάλαια, με δικτυακό τόπο που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, κλπ.) και - όλως τυχαίως - διεκδικεί μια «Μεγάλη Ισλαμική Ιτσκερία», που θα εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο έως την πετρελαιοπαραγωγό Κασπία, ως μέρος του οράματος ενός «Μεγάλου Ισλαμικού Χαλιφάτου» που θα περιλαμβάνει όλη την Υπερκαυκασία, το Ταταρστάν, το Νταγκεστάν κ.λ.π. της Ρωσίας και τις αραβικές χώρες; Μήπως αυτές οι θέσεις αποβαίνουν άκρως ευνοϊκές για τα ιδεολογήματα των μεταμοντέρνων «ανθρωπιστικών επεμβάσεων»; Κατά πόσο είναι μαρξιστική η υιοθέτηση παρόμοιων θέσεων;
Όπως διαπίστωνε ο Β. Ι. Λένιν, οποιαδήποτε αναφορά σε εθνικά αισθήματα, «σαν να πρόκειται περί αυτοτελούς παράγοντα, σημαίνει μόνο συγκάλυψη της ουσίας της υπόθεσης»[xii][xii]. Τέτοιες τοποθετήσεις μας φέρνουν πίσω, στις εθνικιστικού περιεχομένου θέσεις του αυστρομαρξισμού περί «πολιτισμικής – εθνικής αυτονομίας», που εξετάζουν το έθνος απλώς ως πολιτισμικού ιδεολογικού χαρακτήρα μόρφωμα. Το επαναστατικό κίνημα έχει πληρώσει πολύ ακριβά πολιτικές που προτάσσουν το εθνικό στοιχείο έναντι του ταξικού, που αδυνατούν να εντάξουν το εθνικό ζήτημα στη δυναμική του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και της παγκόσμιας αναμέτρησης των δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης.
Η κομμουνιστική διεθνιστική προσέγγιση οφείλει να εξετάζει με προσοχή τα ενδεχόμενα αποσχιστικών – διαλυτικών τάσεων σε πολυεθνικά μορφώματα (ιδιαίτερα σε αυτά που προέκυψαν από σοσιαλιστικές επαναστάσεις ή μορφοποιήθηκαν από αυτές), εάν συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα υπέρβασης του ταξικού, εθνικού κ.ά. κατακερματισμών στην προοπτική της ενοποιημένης αταξικής ανθρωπότητας.
Τι σημαίνει όμως έθνος και πως συνδέεται με τις ταξικές αντιθέσεις στην ιστορία;
Έθνη και τάξεις στην ιστορία.
Η ιστορία - σε πείσμα των αποδομούντων κάθε λόγο κατά το δοκούν – δεν είναι συνονθύλευμα θραυσμάτων, προσφερόμενων για κολάζ κατασκευαστικών αυθαιρεσιών, αλλά συνιστά αντικειμενική διαδικασία που έχει τους νόμους και τη λογική της. Η ανάδειξη της λογικής της ιστορίας επιτρέπει την θεώρηση της ιστορικής διαδικασίας ως αντιφατικής πορείας βαθμιαίου μετασχηματισμού των κατ’ εξοχήν φυσικών (γεωγραφικών, οικολογικών, κλιματολογικών, βιολογικών κ.λ.π.) δεσμών σε καθ’ εαυτώ κοινωνικούς, κατά την οποία οι πρώτοι «αίρονται» από τους δεύτερους[xiii][xiii]. Στην πορεία αυτή συγκροτούνται, ανασυγκροτούνται, μετασχηματίζονται, αλληλεπιδρούν, είτε ακόμα και εξαλείφονται ποικίλα μορφώματα και κατηγοριοποιήσεις του πληθυσμού (ιδιαίτερα στους προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς) όπου υπερτερούν αρχικά οι φυσικής προέλευσης σχέσεις: δεσμοί αίματος, σχέσεις προς τη μετασχηματιζόμενη από την κλιμακούμενη άνοδο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινότητα (φυλών - γενών, εδαφική και γεωργική).
Το έθνος δεν «κατασκευάζεται», αλλά σχηματίζεται ως αντιφατικό μόρφωμα επί κεφαλαιοκρατίας, με την υπέρβαση του φεουδαρχικού κατακερματισμού, με τη συγκρότηση ενιαίων οικονομικών δεσμών (αγοράς), γεωγραφικής επικράτειας και γλώσσας («άμεσης πραγματικότητας της νόησης», «πρακτικής συνείδησης» - Κ. Μαρξ). Σε αυτήν την αντικειμενική ιστορική βάση εδράζονται τα όποια κοινά στοιχεία της πνευματικής ζωής, του πνευματικού πολιτισμού, της συνείδησης, της ιδεολογίας κ.ο.κ., αλλά και η συνδεόμενη με την πάλη των τάξεων αντιφατικότητα του κάθε εθνικού πολιτισμού. Οι όποιες αναδιατάξεις αυτής της αντικειμενικής βάσης αναδιαμορφώνουν και το αντιφατικό μόρφωμα του έθνους. Από την ίδια αντικειμενική βάση αντλούν ερείσματα και τα εκάστοτε ιδεολογήματα που προτάσσει η άρχουσα τάξη.
Οι φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές και γενικότερα πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και αντιπαλότητες δεν συνδέονται γραμμικά με τις ταξικές, ούτε και ανάγονται σε αυτές. Στην ιστορική πορεία των ταξικών σχηματισμών μορφοποιητικό διαρθρωτικό ρόλο διαδραματίζουν εναλλασσόμενες στον ιστορικό χώρο και χρόνο πληθυσμιακές ομάδες - ιστορικές κοινότητες: αγέλες - γένη - φυλές - λαοί - εθνοτικές (ethnic) ομάδες – έθνη. Η πορεία των σημερινών εθνοτικών διαδικασιών και διαφοροποιήσεων δρομολογείται από τις προταξικές βαθμίδες της ιστορίας και από τα κοινοτικά εκείνα κατάλοιπα, τα οποία η κεφαλαιοκρατική «παγκοσμιοποίηση» όχι μόνο δεν εξάλειψε, αλλά τα αναπαράγει μετασχηματισμένα ως οργανικά - οροθετικά στοιχεία της σύμφυτης με την κεφαλαιοκρατία αύξουσας ανισομέρειας, ως ιδιότυπες εκφάνσεις του παγκοσμιοποιούμενου και πλανητικού πλέον πεδίου των ταξικών συγκρούσεων, παρά το γεγονός ότι η επέλαση του κεφαλαίου τείνει να εκτοπίσει τις εθνικές διαφορές στο βαθμό που παρεμποδίζουν την κίνησή του. Η τελευταία τάση εκφράζεται με την ιδεολογία του αστικού κοσμοπολιτισμού. «Εάν ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι η ιδεολογία της ιδιοτέλειας, η ιδεολογία της βίας επί εθνών και λαών εκ μέρους των ιμπεριαλιστικών χωρών και του σημερινού κύριου κρίκου του παγκόσμιου κεφαλαίου – των πολυεθνικών εταιριών που προσεταιρίζονται τις διοικούσες ελίτ, τους διοικητικούς κύκλους των χωρών, εθνών και λαών που υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ο μαρξιστικός διεθνισμός είναι η ιδεολογία του συνειδητού αγώνα υπέρ των θεμελιωδών συμφερόντων εκείνων που υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση σ’ όλο τον κόσμο»[xiv][xiv].
Ακριβώς λόγω αυτών των αντικειμενικών ιστορικών καταβολών τους, αυτές οι διαφοροποιήσεις αποδεικνύονται ιδιαίτερα βιώσιμες. Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι ως δια μαγείας εξαλείφονται την επαύριον της σοσιαλιστικής επανάστασης (η οποία γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορεί να είναι στενά αντικαπιταλιστική, μιας και συνιστά υπέρβαση – διαλεκτική «άρση» όλης της προγενέστερης ιστορίας, των ταξικών και προταξικών βαθμίδων της και μετάβαση σε άλλου τύπου ανάπτυξη της ανθρωπότητας).
Ιδιαίτερη μελέτη απαιτεί από την άποψη του εθνικού ζητήματος η αντιφατική ιστορική εμπειρία των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι. αλλά και της ήττας τους: η δρομολόγηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, η ενιαία σχεδιοποιημένη οικονομία ως ριζική επανατοποθέτηση του εθνικού ζητήματος, η δρομολόγηση δημογραφικής και χωροταξικής διάχυσης – ολοκλήρωσης πληθώρας εθνών, λαών και εθνοτήτων στα πλαίσια αυτών των πολυεθνικών μορφωμάτων, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και η θεσμοθέτηση αντίστοιχων διοικητικών – κρατικών μορφωμάτων, η πολιτισμική επανάσταση και δημιουργία γραπτών γλωσσών, η διεθνιστική παιδεία, οι διεθνικές – διακρατικές συνεργασίες, οι ολοκληρώσεις και οι συγκρούσεις εντός «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», οι σχέσεις με τις ιμπεριαλιστικές και τις ασθενώς ανεπτυγμένες χώρες, τα αντιαποικιοκρατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, οι εθνικισμοί και η κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση, κ.λ.π.[xv][xv]
Εάν ληφθούν υπ’ όψιν τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι σήμερα, οποιαδήποτε εξωιστορική αναφορά σε Ρώσους, Ουκρανούς, Τσετσένους, Τατάρους κλπ, είναι τουλάχιστον αφελής υιοθέτηση των όρων της αστικής δημοσιογραφίας, για την οποία π.χ. Ρώσοι είναι συλλήβδην όλοι οι τέως σοβιετικοί, είτε όσοι διαβιούν στο πολυεθνικό μετασοβιετικό μόρφωμα που αποκαλείται Ρωσική Ομοσπονδία.
Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, επανάσταση και αντεπανάσταση:
το δράμα της ιστορίας
Οφείλουμε να επισημάνουμε και πάλι ότι αυθεντικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μπορεί να είναι μόνο ο αγώνας λαών για εθνική ανεξαρτησία, οικονομική αυτοτέλεια, πνευματική απελευθέρωση και κοινωνική πρόοδο που αποτελεί συνιστώσα της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Το κίνημα αυτό είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα στις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες. Προέκυψε αρχικά κατά την περίοδο διαμόρφωσης της κεφαλαιοκρατίας, με επικεφαλής τις εκκολαπτόμενες αστικές τάξεις και σε εθνικιστική βάση για τη συγκρότηση αστικών εθνικών κρατών. Με τη μετάβαση της κεφαλαιοκρατίας στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο η αρένα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μετατοπίζεται στις αποικίες, στις ημιαποικίες και στα εξαρτημένα εδάφη. Με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης (της μεγαλύτερης επανάστασης της ιστορίας), διανοίχτηκαν εντελώς διαφορετικές δυνατότητες για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τόσο με την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης, της πολιτισμικής άνθησης και της προσέγγισης μεταξύ εθνών, λαών και εθνοτήτων σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, όσο και με την ηθική και υλική αρωγή που παρείχαν οι νικηφόρες επαναστάσεις στον αγώνα τέτοιων κινημάτων.
Η βαθμιαία υποχώρηση της επανάστασης και η επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, περιπλέκει σήμερα με πρωτόγνωρο τρόπο το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό – ταξικό. Η αλλαγή καθεστώτος είχε και έχει πολύ συχνά και τη μορφή «εθνικοαπελευθερωτικών» κινημάτων, με αντίστοιχες αιματηρές διεθνικές συγκρούσεις, αποσχίσεις, αλλαγή – επαναχάραξη συνόρων, εθνοκαθάρσεις και εμφυλίους πολέμους (βλ. Δημοκρατίες της Βαλτικής, Ναγκόρνο – Καραμπάχ, Υπερδνειστερία, Τσετσενία, Τατζικιστάν, Γεωργία – Οσετία και Αμπχαζία, επανένωση Γερμανιών, διάλυση Τσεχοσλοβακίας, παρατεταμένη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κ.α.).
Σε αυτές τις χώρες η κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση (η μεγαλύτερη αντεπανάσταση της ιστορίας), αξιοποίησε τις όποιες εθνικές διαφορές και προκαταλήψεις ως όχημα αναρρίχησης στην εξουσία, οξύνοντάς τες στο έπακρο, διότι αυτό ήταν μονόδρομος στην κατεύθυνση της διάλυσης, πρωτίστως, του ενιαίου κοινωνικό – οικονομικού ιστού, που αποτελούσε τη βάση της σχεδιοποιημένης οικονομίας αυτών των χωρών. Στην πλειονότητά τους αυτά τα «εθνικά κινήματα» είχαν εγγενές αστικό ταξικό περιεχόμενο, ήταν κινήματα δημιουργίας των όρων για την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας, μέσω της υποδούλωσης στο παγκόσμιο κεφάλαιο δια των «εθνικών» τους αγορών.
Η εμπλοκή του κοινού ποινικού εγκλήματος (ληστείες, απαγωγές για λύτρα, αναβίωση της δουλικής εργασίας των ομήρων, σωματεμπορία, λαθρεμπορία όπλων και ναρκωτικών, στενή συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες κλπ.), δεν συνιστούν επουσιώδη στοιχεία ήσσονος ή αμελητέας σημασίας των κατά τα λοιπά «αγνών αγωνιστών της ελευθερίας», αλλά, λόγω ακριβώς της προαναφερθείσας συγκυρίας, – όπως έδειξε η εμπειρία Γιουγκοσλαβίας και τέως ΕΣΣΔ - αποτελούν αναπόδραστα τα εγγενή και ουσιώδη γνωρίσματα όλων των ψευδο-εθνικοαπελευθερωτικών «κινημάτων» που αποτελούν μορφή της αστικής αντεπανάστασης και της νέας πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, υπό την ηγεσία συγχωνευμένων δομών εγκληματικής παραοικονομίας και διεφθαρμένης διοίκησης. Τυχόν μαζικός χαρακτήρας τέτοιων «κινημάτων», δεν αναιρεί τον αντεπαναστατικό – αντιδραστικό χαρακτήρα τους.
Βεβαίως, όλα αυτά παραμένουν terra incognita για όσους πέρασαν από τη φετιχιστική λατρεία της ΕΣΣΔ, στη δαιμονολογική μετά βδελυγμίας απόρριψή της, ως «ανύπαρκτου σοσιαλισμού», και τώρα αδυνατούν και απαξιούν να κατανοήσουν τη διαλεκτική, τις διαφορές και τις συνιστώσες επανάστασης και αντεπανάστασης, φερόμενοι και αγόμενοι από τα εκάστοτε κυρίαρχα ιδεολογήματα. Η αδυναμία τους αυτή οδηγεί σε εθελοτυφλία που τους καθιστά ανίκανους να διακρίνουν την ουσιώδη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ακμής και παρακμής της επανάστασης, μεταξύ των πρώτων βλαστών της σοσιαλιστικής κοινωνίας και του καπιταλισμού, μεταξύ σοσιαλιστικού επαναστατικού μετασχηματισμού και καπιταλιστικής αντιδραστικής αντεπανάστασης.
Στα έωλα δόγματά τους, το αιμοσταγές αντεπαναστατικό καθεστώς Γιέλτσιν – Πούτιν προβάλλει ως γραμμική εξέλιξη της πορείας της Οκτωβριανής Επανάστασης και του κατ’ αυτούς «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» που αυτή γέννησε!... Ίσως γι’ αυτό τελευταία απαξιούν να ασχοληθούν με έστω και επετειακού χαρακτήρα αναφορά στην Οκτωβριανή Επανάσταση[xvi][xvi].
Ρατσιστικές ευαισθησίες και πολεμικές ιαχές...
Μήπως άραγε σ’ αυτή τη φαντασμαγορική διολίσθηση από τις (προ-)θέσεις του αντικαθεστωτικού της ριζοσπαστικής αριστεράς στις πολεμικές ιαχές έπαιξαν ρόλο οι ευαισθησίες του αριστερού, που μεταξύ Δαυίδ και Γολιάθ, σπεύδει να ταχθεί υπέρ του Δαυίδ; Πώς εκφράζονται όμως αυτές οι ευαισθησίες; Τι μας προτείνει; Είναι άραγε δυνατό να θεωρείται «θέμα διεθνιστικής αλληλεγγύης, να μπορούσαν οι Τσετσένοι να προκαλέσουν τόσες δεκάδες χιλιάδες νεκρούς Ρώσους, όσους ακριβώς Τσετσένους έχουν σκοτώσει οι Ρώσοι, μήπως και αυτό το σοκ αποτελούσε κίνητρο αφύπνισης του βάρβαρου ρωσικού λαού»[xvii][xvii];
Τι νόημα έχει η προτροπή για «οργάνωση αντιρωσικού πολιτικού μετώπου»[xviii][xviii]. Σε ποιόν απευθύνεται αυτή η προτροπή; Ακόμα και εάν εκληφθούν ως σοβαρές οι φιλοδοξίες της νεότευκτης (διεφθαρμένης και δουλοπρεπούς στις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) ρωσικής αστικής τάξης για εμπλοκή στη διεθνή ιμπεριαλιστική σκακιέρα, και για ανάκτηση του ρόλου μιας «φυλακής των λαών» (Λένιν), συνιστά άραγε σήμερα η Ρωσία της ανολοκλήρωτης καπιταλιστικής παλινόρθωσης τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος; Μήπως μπαίνουν πάλι κάποιοι στον πειρασμό της υπαγόρευσης εξωτερικής πολιτικής και γεωστρατηγικών επιλογών στην άρχουσα τάξη, σε μια περίοδο κατά την οποία με το δόγμα των «προληπτικών πολέμων» κατά των κατόχων (ή και υπόπτων για κατοχή) χημικών κλπ. όπλων μαζικής καταστροφής, απέχουμε ελάχιστα από τα νέα ιμπεριαλιστικά ολοκαυτώματα; Σε αυτή την περίπτωση, τίνος συμφέροντα εξυπηρετούν;
Παρόμοιες θέσεις δεν τολμά να διατυπώσει δημοσίως ούτε και ο πολύς Ζ. Μπζεζίνσκι στη «Μεγάλη σκακιέρα του»...Αλλά ο ριζοσπαστικός αριστεροφανής γεωπολιτικός στοχασμός έχει τόλμη (δηλ. θράσος) ευθέως ανάλογη της θεωρητικής και στρατηγικής του ένδειας. Βλέπετε ορισμένοι επιμένουν να πιστεύουν ότι συνιστά συμβολή στην επαναστατική σκέψη η απομόνωση και εξωιστορική – υπερταξική ερμηνεία του εθνικού παράγοντα, ή υιοθέτηση μιας γεωπολιτικής θεώρησης με ρατσιστικές προεκτάσεις, με ολίγες δόσεις αφηρημένου αντικαπιταλισμού...Ιδού τα αποτελέσματα.
Είναι αποδεδειγμένο ότι «όταν προτάσσεται η γεωπολιτική κατά την εξήγηση της ιστορίας της ανθρωπότητας, στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μιαν αφελή, επιφανειακή αντίληψη, ενώ στη χειρότερη έχουμε να κάνουμε με συνειδητή απόρριψη της βαθύτερης, της μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας, με συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας της ανθρωπότητας»[xix][xix]. Η γεωπολιτική, σε όλες τις εκδοχές της, είναι αστική αντίληψη για τις διεθνείς εξελίξεις, η οποία έρχεται πάντοτε να δικαιώσει την επιθετική πολιτική των μεν είτε των δε ιμπεριαλιστικών κρατών. Εδράζεται σε ρατσιστικές αντιλήψεις, σε εκδοχές του κοινωνικού δαρβινισμού (περί ανώτερων, πολιτισμένων λαών και βαρβάρων...) και του μαλθουσιανισμού (που θεωρεί φυσιολογική και θεμιτή την εξόντωση δεκάδων χιλιάδων εκ των πλεοναζόντων «βαρβάρων λαών»...). Μέσω των εννοιών του «ζωτικού χώρου», των «φυσικών συνόρων», της «ενδοχώρας» κ.λ.π., η γεωπολιτική αντίληψη βλέπει το ιστορικό γίγνεσθαι ως πεδίο δράσης κρατών και εθνών, τα οποία υποστασιοποιεί ως γεωγραφικούς και βιολογικούς οργανισμούς (βλ. R. Koellen, K. Haushofer κ.ά.).
Για τον μαρξιστή «το κύριο, το καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη τόσο του κόσμου συνολικά, όσο και ξεχωριστών χώρων δεν είναι η γεωπολιτική, δεν είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα, αλλά το επίπεδο και ο χαρακτήρας της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο τύπος των σχέσεων παραγωγής. Αιώνια, φυσικά γεωπολιτικά όρια δεν υπήρξαν ποτέ και δεν υπάρχουν. Τα γεωπολιτικά σύνορα και τα γεωπολιτικά συμφέροντα αλλάζουν μαζί με την αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Και εάν κάποιος άνθρωπος θέλει να είναι μαρξιστής, εάν αντιλαμβάνεται την ουσία των διαδικασιών που εκτυλίσσονται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να προτάσσει την γεωπολιτική, θέτοντάς την στο προσκήνιο και κατ’ αυτό τον τρόπο αναδεύοντας τα μυαλά των ανθρώπων με το «διαβολικό» (και ας το πούμε ευθέως - αστικό) σκάλεθρό του»[xx][xx].
Οποιαδήποτε αναζήτηση λύσεων σ’ αυτόν τον κόμβο αντιφάσεων, πέρα και έξω από την προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας σε περιφερειακή και σε παγκόσμια κλίμακα, πέρα και έξω από την προοπτική του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού είναι αντιδραστική ουτοπία. Οι υπεραπλουστευτικές και μονοσήμαντες – γραμμικές λύσεις σε αυτά τα προβλήματα είναι τουλάχιστον αφελείς και σίγουρα επικίνδυνες.
Όπως καταγγέλλεται εύστοχα σε ανακοίνωση του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος - Κόμματος των Κομμουνιστών της Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ): «Η τραγωδία του Οκτώβρη στη Μόσχα με το θάνατο πάνω από εκατό ομήρων, είναι ένα εντελώς νέο φαινόμενο ή ένας κρίκος κάποιας νομοτέλειας; Οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε ότι πρόκειται για κρίκο της γνωστής αλυσίδας: Καραμπάχ, Σουμγκάιτ, Τατζικιστάν, Υπερδνειστερία... Κρίκοι της ίδιας αλυσίδας ήταν η Βοσνία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, και σήμερα ο Νότος της Ρωσίας. Όλα εξελίσσονται νομοτελώς: Επιστρέψαμε στον καπιταλισμό και μαζί στους πολέμους για αγορές. Υποδαυλίζουν και καθοδηγούν την κατάσταση οι δυνάμεις του πιο ισχυρού δυτικού κεφαλαίου, οι οποίες και δεν κρύβουν την επιθυμία τους να διαμελίσουν τη Ρωσία...».
Η αντεπανάσταση είναι συνυφασμένη με τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν συνιστά προϊόν κάποιας ανορθολογικής και ενστικτώδους βίαιης τάσης της ανθρώπινης φύσης, ή κάποιων βάρβαρων και αιμοσταγών λαών. Ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, οι πόλεμοι λειτουργούν ως μέσο εδραίωσης και αναδιαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ως μέσο διανομής και αναδιανομής του κόσμου (αγορών, πρώτων υλών, σφαιρών επιρροής) και αναπαραγωγής του παρασιτισμού των πολυεθνικών μονοπωλίων και των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων. Είναι λοιπόν ακραία μορφή επαναπροσδιορισμού των όρων των ενδότερων ταξικών αντιφάσεων του συστήματος, και γι’ αυτό φέρνουν συχνά στο προσκήνιο της ιστορίας με ανάγλυφο τρόπο τη διαπάλη επανάστασης και αντεπανάστασης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι μεγάλες επαναστάσεις αλλά και οι αντεπαναστάσεις της νεότερης ιστορίας συνδέονται με πολέμους.
Η όποια εμμονή στα ιδεολογήματα που προαναφέραμε λειτουργεί απολογητικά και παρελκυστικά, παρέχοντας εκ των πραγμάτων «αριστερό» άλλοθι στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να ταχθεί η αριστερά άμεσα και άκριτα υπέρ ή κατά κάποιων από τους εμπλεκόμενους σε διεθνικές είτε σε γενικευμένες συρράξεις που γεννά η αντεπανάσταση και ο ιμπεριαλισμός, συρόμενη στην ουρά της αντίδρασης. Για ποιο λόγο καλούμαστε να τοποθετηθούμε μονοσήμαντα υπέρ της μίας ή της άλλης εκδοχής της αντίδρασης και της αντεπανάστασης;
Το μείζων ζητούμενο, σε αντιδιαστολή με τα εθνικά – γεωπολιτικά ιδεολογήματα, είναι να προετοιμάζουμε ολοένα το έδαφος για πόλεμο ταξικό – διεθνιστικό εναντίον του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου με στόχο την αταξική κοινωνία.
Χανιά, 13/11/2002
[i][i] Βλ. τα σχετικά κείμενα του ελληνικού τμήματος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «η Λογική της Ιστορίας» στην ιστοσελίδα http://www.geocities.com/ilhsgr/: Π. Παυλίδης. Η Τσετσενία και η αστική αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ.//Αριστερή ανασύνταξη, τ. 6, 1995, σ. 69-73. Δ. Πατέλης. Μαρξισμός και «εθνική ιδέα». (Με αφορμή το κείμενο του Β. Α. Βαζιούλιν).//Ουτοπία, Νο 32, 1998, σελ. 163-174. Δ. Πατέλης. Κοινοτικές σχέσεις – τάξεις και εθνικό ζήτημα.//Περίληψη εισήγησης στο συμπόσιο: ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στα πρόθυρα του 21ου αιώνα, 29-31/5/1998. Ρεαλισμός του ιμπεριαλισμού ή της επανάστασης;//Πριν, Αρ. Φύλλου 508, 1/4/2001, Αριστερά, Νέα Προοπτική. Δ. Πατέλης. Έθνος: Μύθος και πραγματικότητα//Πριν, Αρ. Φύλλου 585, 22/9/2002, κ.ά.
[ii][ii] βλ. π.χ. B. Anderson. Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London,1983, κ.ά.
[v][v] Στο εν λόγω άρθρο του Γ. Δελαστίκ, αναφέρεται ότι οι βάρβαροι Ρώσοι έχουν την ηγεσία που τους αξίζει...
[xi][xi] Βλ. σχετικά: Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ. Παγκόσμια Ιστορία. Τομ. ΙΧ, σελ.526, 528, 688, 690, 695, 699.
[xiii][xiii] βλ. σχετικά Β. Α. Βαζιούλιν: Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας... Σ.Ε. 1988 και http://www.geocities.com/ilhsgr/.
[xvi][xvi] Στην εφημερίδα ΤΟ ΠΡΙΝ, δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά στην επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης (βλ τα τεύχη προ και μετά της επετείου, το Νοέμβριο του 2002).
[xix][xix] Βλ. Τακτικισμός, εθνικοπατριωτισμός, γεωπολιτική και μεσαιωνικά ιδεολογήματα. Εκ νέου περί του «μεγάλου σχεδίου» του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ (μια μαρξιστική προσέγγιση).//Δημοσιεύθηκε με περικοπές και με τον τίτλο: «Πολιτική: μια μαρξιστική προσέγγιση» στην ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο 60, Μάιος - Ιούνιος 2004, σελ. 21 - 42.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου