Των ΘΕΜΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΓΑΡΑ*
«Χάσαμε τούτη τη φορά. Μα όχι για πάντα. Μάθαμε πολλά πράγματα. Αύριο το κίνημά μας θα γιγαντωθεί και πάλι πιο σοφό και πιο πειθαρχημένο»
(Από το: «Το σιδερένιο τακούνι»)
Αποτελεί κοινή ομολογία πως έχουμε ήδη περάσει στη μετα- ΠΑΣΟΚ εποχή, έστω κι αν το ενδεχόμενο συμμετοχής του σε μελλοντικά σχήματα συγκυβέρνησης είναι σχεδόν σίγουρο και ανοιχτό. Το βέβαιο είναι πως οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, αλλά όπως φαίνεται και της Ν.Δ., έχουν περάσει, τουλάχιστο προς ώρας, ανεπιστρεπτί.
Την ίδια στιγμή, μία χωρίς προηγούμενο κοινωνική αναστάτωση συνταράζει συθέμελα το πολιτικό- οικονομικό εποικοδόμημα της χώρας, καθώς δεν υπάρχει επαγγελματικός κλάδος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που να μην έχει βγει στο δρόμο, ενώ οι πρόσφατες πανεργατικές απεργίες και οι κινητοποιήσεις των πολιτών στο Σύνταγμα και την 28η Οκτωβρίου, κυριολεκτικά συντάραξαν το πανελλήνιο- κι όχι μόνο. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς το σκηνικό του εσωκομματικού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών και μαχαιρωμάτων μεταξύ των δελφίνων για τη διαδοχή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όπως και την αποχώρηση ορισμένων στελεχών του, φαίνεται πως η κρίση έχει διαπεράσει πλήρως την μεγάλη κυβερνητική παράταξη.
Οι πολιτικές διεργασίες
Μολονότι κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε εκτιμηθεί πως η παντοδυναμία του ΠΑΣΟΚ βαίνει προς το οριστικό της τέλος, τούτη τη φορά είναι ευδιάκριτο πως όλες οι διαφοροποιήσεις δείχνουν με σαφήνεια ότι η περίοδος της πρωτοκαθεδρίας του τελειώνει. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν οφείλεται σε εξωγενείς από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα παράγοντες, αλλά αντίθετα έχει να κάνει σαφώς με την πολιτική που ακολούθησε σύσσωμη η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και τη ρήξη που επέλεξε με τα, προνομιακά γι' αυτή, μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που στήριξαν και ανέδειξαν σε αδιαμφισβήτητη δύναμη το κόμμα –τα ίδια επίσης στρώματα στηρίχθηκαν και αναδείχθηκαν από αυτό-.
Σε ό,τι αφορά την αριστερά, σε όλες της τις εκφράσεις, ερμηνεύει αυτές τις μετατοπίσεις με μια νότα αισιοδοξίας, καθώς τη διακατέχει η αντίληψη ότι η ανεπανόρθωτη φθορά του κόμματος θα έχει ως αποτέλεσμα τα απογοητευμένα από την σκληρή μνημονιακή πολιτική του ΠΑΣΟΚ (αλλά και των άλλων μνημονιακών δυνάμεων) κοινωνικά στρώματα, να μη μπορούν, παρά να στραφούν στην αριστερά. Άλλωστε οι τελευταίες δημοσκοπικές έρευνες δείχνουν κι αυτές με τη σειρά τους αυτή την τάση.
Κι αν με το ΚΚΕ και τη ΔΗ.ΜΑΡ., τα ζητήματα είναι πιο ξεκάθαρα –το μεν πρώτο επιθυμεί τη συστράτευση με το ΠΑΜΕ και... πάμε «στην άλλη ζωή» για λαϊκή εξουσία, το δε δεύτερο θεωρεί ότι με τον ιδεολογικό και κομματικό αποχρωματισμό του και με την ταμπέλα της «ευθύνης» θα καταφέρει με τα σενάρια της μελλοντικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ να τραβήξει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, ενώ την ίδια ώρα ο ρόλος της στην αναδιανομή του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι πρωταγωνιστικός- τι συμβαίνει με τη δική μας αριστερά;
Από την πλευρά του ο ΣΥΝ και κατ' επέκταση ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως –τουλάχιστο- εκφράζονται μέσα από την ηγεσία του, έχουν χαράξει τη στρατηγική του «αντιμνημονιακού μετώπου». Ένα σχήμα δηλαδή αρκούντως ανοιχτό και ευρύ(;) που επιθυμεί να παρέχει στις ίδιες πάλι διαρροές του ΠΑΣΟΚ τη βεβαιότητα ότι πρόκειται να προσχωρήσουν ή να συνεργαστούν όχι σε ένα αριστερό μετωπικό σχήμα, αλλά σε μια ευρεία προοδευτική παράταξη. Σαν ένα ΠΑΣΟΚ δηλαδή χωρίς το μνημόνιο. Οι διεργασίες και οι ζυμώσεις του τελευταίου διαστήματος δείχνουν πως κάτι τέτοιο αρχίζει να μορφοποιείται με σάρκα και οστά, ενώ μπρος στη σημασία της στιγμής παραγνωρίζεται πολλές φορές –κάτι που θα βρεθεί μπροστά μας- η σημασία της διάρκειας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι «ρεαλιστικές λύσεις», οι οποίες προτάσσονται με τόσο σθένος, αναδεικνύουν σε παντιέρα ορισμένες άμεσες προτάσεις, αποκόβοντάς τες, όμως, από ένα γενικότερο και αναγκαίο σχέδιο πολιτικής ανατροπής. Την ίδια ώρα κάθε άλλη συζήτηση που ενδεχομένως να προκαλέσει προσχώματα και εμπόδια στην επίτευξη της «μεγάλη ιδέας», εξωραΐζεται ή εξοβελίζεται.
Οι κοινωνικές διεργασίες
Ψηλαφώντας κανείς το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών και σε συνάρτηση πάντα με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, βλέπουμε τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που επί το πλείστον διαμορφώθηκαν μέσα από τις διαδικασίες ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου τις περασμένες δεκαετίες, και τα οποία εξασφάλισαν και κατοχύρωσαν την αναπαραγωγή τους κάτω από την ομπρέλα του ΠΑΣΟΚ, να υποβάλλονται σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή και διαρπαγή των εργασιακών δικαιωμάτων και των εισοδημάτων τους. Σημαντικές μερίδες του κόσμου ένιωσαν ξαφνικά να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι πέφτουν καθημερινά από τον «ουρανό στην κόλαση». Ο για πολλούς ξεπερασμένος όρος «προλεταριοποίση», επιστρέφει δριμύτερος, περιγράφοντας με ζοφερά χρώματα το μέλλον οικογενειών και ολόκληρων γενεών. Όταν τα μεσαία στρώματα άρχισαν να συνειδητοποιούν, αυτό που για τους συνήθεις υπόπτους- δηλαδή τους φτωχούς εργαζόμενους και αγρότες, όπως και για τους άνεργους- είναι δεύτερη πλέον φύση τους, κατάλαβαν τότε και μόνο τότε, ότι το ναυάγιό τους είναι προ των πυλών. Παρά ωστόσο, τη γενική διάλυση και ισοπέδωση των πάντων, πολλοί είναι εκείνοι που ελπίζουν ότι ακόμη και τώρα, την ώρα της κατάρρευσης, οι ίδιοι, θα τη γλιτώσουν τρώγοντας τις σάρκες των άλλων…
Η έντονη όμως δυσαρέσκεια και απογοήτευση όλων των τάξεων και στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας για την επιδείνωση των συνθηκών ζωής, της διάλυσης του κοινωνικού ιστού και της καταστροφής όσων με κόπων και βασάνων κατακτήθηκαν, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα και ένα πεδίο αφερεγγυότητας που δεν χαρακτηρίζει μονάχα μια, δυο και τρεις πολιτικές δυνάμεις, αλλά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Στο ρευστό αυτό πολιτικό πλαίσιο τα πρώτα σημάδια δυσαρέσκειας και «αγανάκτησης» των πολιτών έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους (απεργίες, νέα κινήματα, όπως πλατείες- χαράτσια κ.λπ.), αλλά χωρίς μέχρι στιγμής να πετύχουν κάποια αποφασιστικής σημασίας νίκη (μικρές νίκες είναι γεγονός). Την ίδια ώρα η αποχή και το λευκό είναι αυτά που κερδίζουν από το γενικότερο κλίμα απογοήτευσης, ενώ η αριστερά φαίνεται ως μια δύναμη διαμαρτυρίας –ενισχύεται ακόμη περισσότερο κι από τα ΜΜΕ αυτό-, χωρίς όμως να φαίνεται ικανή να προσφέρει μια συνολική πρόταση εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση.
Αντίθετα, ακολουθώντας την γνώριμη τακτική αναπαλαίωσης ξεπερασμένων πολιτικών αντιλήψεων και προτάσσοντας ορισμένα αιτήματα χωρίς την προοπτική γενικότερης ανατροπής της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής του πολιτικού- οικονομικού συστήματος εγκλωβίζεται στα αδιέξοδα που η ίδια εφευρίσκει. Πάνω στα γνώριμα σχήματα του λαϊκομετωπισμού και του αντιφασιστικού μετώπου, η αριστερά προσθέτει λίγο από αντικαπιταλισμό, ολίγον από δημοκρατία και πολύ πίστη στην ενότητα των «αντιμνημονιακών δυνάμεων», ώστε να καταφέρει το επιθυμητό γι' αυτή αποτέλεσμα, την «ενότητα». Στο πλαίσιο αυτό προβάλλει το αίτημα μεγάλου μέρους του κόσμου των πολιτών για ενότητα των αριστερών δυνάμεων, κάτι που όμως τροφοδοτείται περισσότερο από την αποστροφή προς το ΠΑΣΟΚ παρά από τη γέννηση μιας νέας συνείδησης. Στο αμμουδερό αυτό πεδίο χτίζονται και τα «παλάτια» της δικής μας αριστεράς, που στην «ενότητα για την ενότητα» βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος.
Η εργατική τάξη ζει;
Στις μέρες της καταστροφής της μεσαίας τάξης που ζούμε, σε Ελλάδα και Ευρώπη, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι προσγειώνονται ανώμαλα σε ένα τοπίο που μέχρι τώρα αγνοούσαν ή ηθελημένα κλείνανε τα μάτια τους. Ο υποβιβασμός τους στην κατώτερη τάξη τους ντροπιάζει (πόσοι άραγε σήμερα λένε με καμάρι ότι ανήκουν με περηφάνια στην εργατική τάξη) και τους κάνει έστω και ασυνείδητα να κρύβουν από τον ίδιο τους τον εαυτό την πραγματική τους θέση. Υπάρχει όμως στα αλήθεια σήμερα εργατική τάξη ή αποτελεί ευσεβή πόθο και φετιχισμό των αριστερών;
Η απάντηση που μπορεί ευθέως να δοθεί είναι ότι ναι υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί εμείς οι αριστεροί ζητάμε την επιβεβαίωση των «ιερών κειμένων» του μαρξισμού, ώστε αργά ή γρήγορα να περιμένουμε την μετάβαση στο σοσιαλισμό, αλλά επειδή απλά δεν μπορούν να υπάρξουν παρακαμπτήριες στα αδιέξοδα που η κοινωνική πραγματικότητα θέτει. Όσο κι αν τα τελευταία χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που φοβούνταν ακόμα και να προφέρουν τον όρο «τάξη», σήμερα η αντίφαση κεφαλαίου- εργασίας αποκτά και πάλι επικαιρότητα. Κι αν μέχρι τώρα κυριαρχούσαν, ακόμη και στον δικό μας χώρο, αντιλήψεις για την κοινωνική μειονεξία της εργατικής τάξης, για την καθυστερημένη, στρεβλή και μικρομεσαία ανάπτυξη της χώρας, για τη γιγάντωση του δημοσίου τομέα και την πρακτική υποτίμηση της μισθωτής εργασίας, η έννοια «εργατική τάξη» επιστρέφει στην Ελλάδα και σε όλο το ευρωπαϊκό φάσμα. Κι επιστρέφει όχι με τους όρους που τον χρησιμοποιούσε π.χ. ο Μαρξ για την εργατική τάξη της Αγγλίας τον 19ο αιώνα, αλλά με όρους που προκύπτουν από την ανάπτυξη του καπιταλισμού, εξαιτίας της ανάπτυξης της παραγωγικής του βάσης, από τη διάλυση της μεσαίας τάξης, από τις στρατιές των ανέργων που γιγαντώνονται, από την εξαθλίωση που γενούν οι κυρίαρχες πολιτικές, κι από το γεγονός ότι ουδέποτε έπαψε εν τέλει να υπάρχει.
Συμμαχίες και ενότητα. Ναι, αλλά πως;
Κι αν με τα προηγούμενα φαντάζει ορατή μια εμμονή σε ξεπερασμένα σχήματα και ηχεί παράφωνα στους ρεαλισμούς της πραγματικότητας η τάση υπέρ μιας κομμουνιστικής προοπτικής, κάθε άλλο παρά έτσι είναι.
Βέβαια οι κινήσεις του πολιτικού παρασκηνίου και εκφραστές του υπαγορεύουν άλλες κατευθύνσεις. Κατεύθυνση ωστόσο της αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλη από την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Η απάντηση για την αριστερά δεν βρίσκεται στις συνδιαλλαγές προσώπων και οι τοποθετήσεις παραγόντων στις πρώτες θέσεις του τραίνου της αριστεράς. Ο προορισμός βρίσκεται στην ίδια πάντα θέση, ακόμα κι αν η τράπουλα μοιάζει ανακατεμένη. Οι πραγματικοί θησαυροί δεν έπαψαν να βρίσκονται στα χέρια των εργαζόμενων, χειρωνακτικά και πνευματικά, των μισθωτών, των ανέργων, των αγροτών. Εκεί είναι που κρύβονται τα πραγματικά καράτια. Εκεί, μια πολιτική συμμαχία μπορεί να είναι βιώσιμη, αν πραγματικά στηρίζεται σε ζωντανές μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργασίας. Εκεί χτίζονται τα πραγματικά μέτωπα και οι συμπαρατάξεις, εκεί δοκιμάζεται και φτιάχνεται, πρώτα, η μεγάλη αριστερά.
Το συλλογικό υποκείμενο
Η πολιτική επιστρέφει. Σιγοψιθυρίζεται το γεγονός πως η επιστροφή των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, από τις εξεγέρσεις στον Αραβικό κόσμο μέχρι τις πλατείες όλου του κόσμου, επιστρέφει δριμύτερη. Ακόμη κι αν δεν έχει τα χαρακτηριστικά περασμένων δεκαετιών, η πολιτική συμμετοχή των πολιτών κερδίζει έδαφος. Παρόλα αυτά, κυρίαρχο στοιχείο παραμένει η αποστροφή προς το συλλογικό, η δράση σε πρώτο πρόσωπο.
«Η ατομική ευθύνη δεν αρκεί», έρχεται ένας 96χρονος, ο Ιταλός παλαίμαχος κομμουνιστής Π. Ινγκράο, να μας θυμίσει και να προσθέσει πως «δεν αρκεί η αγανάκτηση. Είναι ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό υποκείμενο».
Πράγματι το πρωταρχικό συναίσθημα της οργής και της αγανάκτησης για τα πεπραγμένα της κυρίαρχης πολιτικής που αισθάνεται κάποιος που κατεβαίνει για πρώτη φορά στο δρόμο, δεν αρκούν για την αλλαγή των κοινωνικών- πολιτικών συσχετισμών. Στο πεδίο της πάλης είναι που χτίζονται και οι σχέσεις εμπιστοσύνης και οικοδομείται η ενεργή σχέση, εκεί δημιουργούνται τα πραγματικά συλλογικά υποκείμενα.
Η αντίσταση, η οργή και η ελπίδα είναι τα πρώτα και απαραίτητα στοιχεία στην έκφραση όσων αγωνίζονται, δεν αρκούν όμως ούτε για να δημιουργηθεί το νέο, ούτε για να υπάρξει το «διαφορετικό». Στο σημείο αυτό, είναι που μπαίνει και η πολιτική, η πρόθεση δηλαδή της αποφασιστικής εμπλοκής προκειμένου να υπάρξουν απτά αποτελέσματα.
Συμμετοχή στην πολιτική, σήμαινε πάντα συμμετοχή σε μια οργάνωση. Μια οργάνωση ιδεών, αντιλήψεων, δράσεων, ψυχών, σωμάτων και πρακτικών. Αλλιώς το πλήθος γίνεται όχλος, μπουλούκι που φουσκώνει και ξεφουσκώνει, που συντίθεται και διαλύεται σε μια μέρα. Και στο πλαίσιο αυτό, οι αριστεροί ήταν αυτοί που πάντα νοηματοδοτούσαν την πολιτική συμμετοχή, αυτοί της δίνανε υπόσταση και περιεχόμενο.
Το κόμμα
Κοινό «σπίτι» των αριστερών, ήταν πάντα το κόμμα. Το παλιό μοντέλο κόμματος και στράτευσης ήθελε να είναι φορέας μιας λαϊκότητας, μιας οργάνωσης γενικότερων αξιών και πολιτισμού που προϊωνιζόταν έναν άλλο πολιτισμό μια άλλη κοινωνία.
Στο σήμερα, η υπόθεση της αριστεράς και του πολιτικού της σχεδίου δεν προκύπτει από τη βούληση κάποιων μυαλών, αλλά ξεπηδά μέσα από τις ανάγκες που γεννά η συγκυρία,. Συνεπώς η αριστερά ή θα γίνει υπόθεση των μελών και του κόσμου της ή θα βρει προνομιακή θέση στα ράφια των μουσειακών εκθεμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να οργανώσει, να πολιτικοποιήσει και να αποδώσει ρόλους στη διαθεσιμότητα των πολιτών που στρέφονται προς τα πάνω της. Με μια σχέση διαλεκτική, να εφοδιάσει και να εφοδιαστεί, να πάρει και να δώσει στοιχεία απελευθερωτικά.
Συνεπώς η σημασία της συλλογικότητας, του κόμματος αποκτά νέα σημασία. Ενός κόμματος που θα αποτελεί εργαλείο εργαζομένων και θα λειτουργεί όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως μέσο για την επίτευξη του σκοπού. Ενός κόμματος με δημοκρατική λειτουργία που θα εξασφαλίζει την πολύμορφη και ουσιαστική εσωτερική ελευθερία, που θα' ναι συνδεδεμένο με τις μάζες και υποβοηθητικός μοχλός κίνησης των μαζών. Ενός κόμματος που θα εγκαταλείψει τον νωθρό και απονεκρωμένο λόγο του πρόσφατου παρελθόντος και θα υιοθετήσει έναν λόγο ριζοσπαστικό, επαναστατικό και απελευθερωτικό για ολόκληρη την κοινωνία.
Δεν αρκεί λοιπόν να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο σημείο αντίθεσης κεφαλαίου- εργασίας δοκιμαζόμαστε και πάλι. Βρισκόμαστε εκ νέου μπροστά στην πραγματική και κινητήρια δύναμη της ιστορίας, την πάλη των τάξεων, στο πλαίσιο αυτό και πάλι θα δοκιμαστούμε. Και η ιστορία, σε πείσμα πολλών, δείχνει ότι δεν τελείωσε, αντίθετα θα συνεχίζεται μέσα από την ασυνέχειά της.
* Ο Θέμης Γρηγοριάδης είναι εργαζόμενος σε μεταφορική εταιρεία και λογιστής. Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνιολογίας και συντάκτης της εφημερίδας "ΑΥΓΗ". Μια πιο συμπυκνωμένη εκδοχή του παρόντος άρθρου δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ την Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου
πηγή. κονσερβοκούτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου