Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Οι κομμουνιστές και το αστικό κοινοβούλιο



Αναδημοσιεύουμε από το Πολιτικό Καφενείο  το κείμενο-απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Οι θέσεις αυτές γράφτηκαν από τον γνωστό Μπολσεβίκο Νικολάι Μπουχάριν και εγκρίθηκαν από το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, το 1920.

Ένα εξαιρετικό κείμενο για την στάση των κομμουνιστών απέναντι στο αστικό κοινοβούλιο, ένα κείμενο "σφαλιάρα" στις σκοπίμως καλλιεργούμενες αυταπάτες για ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό, γραμμένο σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, με επίσης πολύ συγκεκριμένους αποδέκτες στο σήμερα:

Κατά πρώτον, την υποταγμένη αριστερά που - στις διάφορες εκδοχές της - αρκείται στην ακίνδυνη κοινοβουλευτική διαμαρτυρία, στην αντιπολίτευση της "νομιμότητας", έχοντας απωλέσει οριστικά κάθε επαναστατικό πρόταγμα και πρόγραμμα.

Εν συνεχεία, αυτούς που συγκροτούν κάλπη-κα εκλογικά μέτωπα και φαντασιώνονται πολιτικές καριέρες στα έδρανα του αστικού κοινοβουλίου.

Για το τέλος, τα διάφορα ρεύματα/παραλλαγές της αναρχοαυτονομίας, μικροαστικά στη βάση τους, που αγνοώντας και απορρίπτοντας την συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες (ανεξαρτήτως κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών και καμπών της ταξικής πάλης), την ανάγουν σε σημείο διαχωρισμού από άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος.

kokkinostupos

Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς


1. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι ένα «δημοκρατικό» κάλυμμα της δικτατορίας της αστικής τάξης, η οποία, σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής της, έχει την ανάγκη να παρουσιάζεται ως έκφραση της «λαϊκής θέλησης», πάνω από κοινωνικές τάξεις. Στην πραγματικότητα, ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας μηχανισμός καταπίεσης και υποταγής, στα χέρια του κεφαλαίου.

2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι κι αυτός μια μορφή κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την κομμουνιστική κοινωνία, στην οποία δεν θα υπάρχουν πια ούτε τάξεις ούτε πάλη των τάξεων, ούτε κάποια μορφή κρατικής εξουσίας.

3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να είναι όμως ούτε καν μια μεταβατική μορφή διακυβέρνησης ενός προλεταριακού κράτους. Στο οξύτερο σημείο της ταξικής πάλης, σε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου, το προλεταριάτο είναι υποχρεωμένο να οικοδομήσει μια μορφή κρατικής οργάνωσης προσαρμοσμένη στις ανάγκες της πάλης, στην οποία δεν θα έχει καμιά θέση κανένας εκπρόσωπος της παλιάς άρχουσας τάξης. Το προλεταριάτο δεν χρειάζεται κανένα κοινοβουλευτικό μοίρασμα της εξουσίας, που θα ήταν ολέθριο για τα συμφέροντά του. Η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης ενός προλεταριακού κράτους είναι η δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων.

4. Το αστικό κοινοβούλιο είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Καθήκον του προλεταριάτου δεν είναι να κατακτήσει αυτόν τον μηχανισμό αλλά να τον καταστρέψει, μαζί με κάθε άλλο θεσμό του αστικού καθεστώτος.

5. Το ίδιο ισχύει και για τα τοπικά όργανα εξουσίας, που είναι εντελώς λάθος να λέμε ότι διαφέρουν απ’ την κεντρική κρατική εξουσία. Στην πραγματικότητα, είναι κι αυτά μηχανισμοί του αστικού καθεστώτος, που η προλεταριακή επανάσταση πρέπει να τους καταστρέψει και να τους αντικαταστήσει απ’ τα τοπικά εργατικά συμβούλια. 

6. Συμπερασματικά, οι κομμουνιστές απορρίπτουν τον κοινοβουλευτισμό σαν μορφή της μελλοντικής κοινωνίας. Τον απορρίπτουν σαν μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απορρίπτουν κάθε πιθανότητα κατάκτησης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Θέτουν ως βασικό καθήκον τους τη διάλυση του αστικού κοινοβουλίου. Γι’ αυτό και οι κομμουνιστές μπορούν ν’ αξιοποιήσουν αυτόν τον αστικό θεσμό μόνο για να προετοιμάσουν την καταστροφή συνολικά του αστικού καθεστώτος. Μόνο απ’ αυτή τη σκοπιά μπορεί να τεθεί το ζήτημα της συμμετοχής στο κοινοβούλιο κι από καμιά άλλη.

7. Κάθε ταξικός αγώνας είναι ένας πολιτικός αγώνας και σε τελευταία ανάλυση κρύβει μέσα του το σπέρμα της πάλης για την εξουσία. Κάθε απεργία που εξαπλώνεται σ’ όλη τη χώρα γίνεται μια απειλή για το αστικό κράτος και έτσι παίρνει έναν πολιτικό χαρακτήρα. Ο πολιτικός μας αγώνας αποσκοπεί: στην ανατροπή της αστικής τάξης, την καταστροφή του κράτους της και τη δημιουργία ενός προλεταριακού κράτους, που βασική του αποστολή είναι το τσάκισμα κάθε αντίδρασης της παλιάς εκμεταλλεύτριας τάξης.

8. Ο πολιτικός μας αγώνας δεν περιορίζεται σε καμιά περίπτωση στη στάση μας απέναντι στο κοινοβούλιο. Αντίθετα, αποσκοπεί στην ενίσχυση κάθε επιμέρους αγώνα του προλεταριάτου, έτσι ώστε να καταλήγει στον γενικό αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

9. Η βασική μέθοδος πάλης του προλεταριάτου απέναντι στην αστική τάξη και το κράτος της είναι η μέθοδος της μαζικής δράσης. Η δράση αυτή οργανώνεται και κατευθύνεται απ’ τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου (συνδικάτα, κομματικές οργανώσεις, εργατικά συμβούλια), κάτω απ’ τη γενική καθοδήγηση ενός ενιαίου, πειθαρχημένου και συγκεντροποιημένου κομμουνιστικού κόμματος. Σ’ αυτή τη μάχη, το προλεταριάτο πρέπει να διαθέτει μια ηγεσία τολμηρών πολιτικών στελεχών, ένα γερό πολιτικό επιτελείο, που να διευθύνει όλες τις επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της πάλης.

10. Η μαζική πάλη περιλαμβάνει έναν ολόκληρο συνδυασμό από κινήσεις, που θα πρέπει να οξύνονται στη μορφή τους και να τείνουν προς μια γενική εξέγερση κατά του αστικού καθεστώτος. Σ’ αυτή τη μαζική πάλη, που καταλήγει αναπόφευκτα σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να υποτάξει κάθε μορφή νόμιμης δράσης, σαν δράση βοηθητική της επαναστατικής δραστηριότητας.

11. Ένα τέτοιο βοηθητικό νόμιμο στήριγμα είναι και το βήμα του κοινοβουλίου. Το γεγονός ότι το κοινοβούλιο είναι ένας αστικός θεσμός δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι δεν μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για τους σκοπούς του προλεταριάτου. Οι κομμουνιστές συμμετέχουν σ’ αυτούς τους θεσμούς μόνο για να βοηθήσουν απ’ τα μέσα το προλεταριάτο να τους καταστρέψει (βλέπε το παράδειγμα του Λήμπκνεχτ στη Γερμανία, των Μπολσεβίκων στην Τσαρική Δούμα, στο «Δημοκρατικό Κοινοβούλιο», στο «Προ-Κοινοβούλιο» του Κερένσκυ, στην Συντακτική Συνέλευση και στις τοπικές Δούμες και τελευταία το παράδειγμα των Βουλγάρων Κομμουνιστών). 

12. Αυτή η κοινοβουλευτική δραστηριότητα (που περιλαμβάνει βασικά την επαναστατική προπαγάνδα απ’ το βήμα του κοινοβουλίου, το ξεσκέπασμα του αντιπάλου, το ιδεολογικό ανέβασμα των μαζών – που ειδικά οι πιο καθυστερημένες είναι αιχμάλωτες του κοινοβουλευτισμού κλπ.), θα πρέπει να υποτάσσεται απόλυτα και εξ’ ολοκλήρου στους σκοπούς και τα καθήκοντα της εξω-κοινοβουλευτικής πάλης. Η συμμετοχή σε εκλογικές καμπάνιες και η επαναστατική προπαγάνδα απ’ το βήμα του κοινοβουλίου έχουν ιδιαίτερη σημασία για το κέρδισμα των εργαζομένων και ιδίως εκείνων των στρωμάτων που είναι τα λιγότερο πολιτικοποιημένα.

13. Αν οι Κομμουνιστές πετύχουν να πάρουν μια πλειοψηφία σε κάποιο δήμο ή κοινότητα, τότε θα πρέπει α) να κάνουν αντιπολίτευση στην κεντρική εξουσία, β) να κάνουν ότι μπορούν για να βοηθήσουν τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, γ) να δείχνουν με κάθε ευκαιρία τα εμπόδια που βάζει η αστική εξουσία σε κάθε σημαντικό μέτρο υπέρ των εργαζομένων, δ) στη βάση αυτή ν’ αναπτύσσουν την πιο οξεία επαναστατική προπαγάνδα χωρίς να φοβούνται τη σύγκρουση με την κρατική εξουσία και ε) αν έχουν τη δυνατότητα, ν’ αντικαθιστούν την τοπική διοίκηση μ’ ένα τοπικό εργατικό συμβούλιο. Η δραστηριότητα των Κομμουνιστών στην τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να είναι μέρος της γενικής εργασίας για την αποσταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος.

14. Οι εκλογικές καμπάνιες δεν πρέπει να οργανώνονται στο πνεύμα του πώς θα κερδίσουμε τις περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο αλλά στο πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών με τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Θα πρέπει να παίρνουν μέρος σ’ αυτές όλα τα μέλη του κόμματος και όχι μόνο οι «κορυφές» του κόμματος. Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε όλες τις μορφές μαζικής δράσης (απεργίες, διαδηλώσεις, κινητοποίηση μέσα στον στρατό κλπ.). Είναι απαραίτητο να ενεργοποιήσουμε όλες τις μαζικές προλεταριακές οργανώσεις. 

15. Για τους Κομμουνιστές, η κοινοβουλευτική δράση είναι το αντίθετο απ’ τη μικροπολιτική που κάνουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, των οποίων οι βουλευτές μπαίνουν στη Βουλή για να υποστηρίξουν τους «δημοκρατικούς θεσμούς». Οι Κομμουνιστές μπορούν να είναι μόνο υπέρ της αξιοποίησης του κοινοβουλίου για τους δικούς τους σκοπούς, στο πνεύμα του Λήμπκνεχτ και των Μπολσεβίκων.

16. Ο «αντι-κοινοβουλευτισμός», δηλαδή η απόλυτη και κατηγορηματική απόρριψη κάθε συμμετοχής σε εκλογές, είναι μια απλοϊκή, παιδιάστικη αντίληψη, που δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Πρόκειται για ένα δόγμα που σταματάει σε μια βαθιά αποστροφή για τους πολιτικάντηδες του κοινοβουλίου, αγνοώντας όμως την επαναστατική στάση στο κοινοβούλιο. Ακόμη περισσότερο, αυτή η αντίληψη συνδυάζεται συνήθως με μια εντελώς λανθασμένη άποψη για το ρόλο του κόμματος, σύμφωνα με την οποία το κόμμα δεν πρέπει να είναι μια συγκεντρωμένη δύναμη της εργατικής πρωτοπορίας αλλά μια αποκεντρωμένη χαλαρή ένωση διαφόρων ομάδων. 

17. Η αναγνώριση της σημασίας της κοινοβουλευτικής δράσης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τη συμμετοχή στις εκλογές και στο κοινοβούλιο κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό εξαρτάται κάθε φορά από μια σειρά όρους. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να είναι απαραίτητη και η αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο. Αυτό ακριβώς έκαναν οι Μπολσεβίκοι, όταν αποσύρθηκαν απ’ το «Προ-Κοινοβούλιο» για να του αφαιρέσουν κάθε δύναμη και να το φέρουν σε αντιπαράθεση με το Σοβιέτ της Πετρούπολης, στις παραμονές της εξέγερσης. Έκαναν το ίδιο και με τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, για να φέρουν στο προσκήνιο των γεγονότων το Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ. Ανάλογα με τις συνθήκες, ένα μποϊκοτάρισμα των εκλογών μπορεί να είναι απαραίτητο.

18. Οι Κομμουνιστές αναγνωρίζουν γενικά τη σημασία της συμμετοχής στις εκλογές για το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και της εργασίας μέσα σ’ αυτούς τους θεσμούς, αλλά τοποθετούνται απέναντι σ’ αυτήν συγκεκριμένα, ξεκινώντας απ’ τις ιδιαιτερότητες της κάθε στιγμής. Ένα μποϊκοτάρισμα των εκλογών και η άμεση αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο μπορεί να είναι απαραίτητη, όταν υπάρχουν προϋποθέσεις για το άμεσο πέρασμα στον ένοπλο αγώνα και την κατάληψη της εξουσίας.

19. Σε κάθε περίπτωση, το κέντρο βάρους της πάλης των Κομμουνιστών βρίσκεται έξω απ’ το κοινοβούλιο. Χωρίς καμιά συζήτηση, το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας και της οργάνωσης της προλεταριακής δικτατορίας δεν μπορεί να υποταχθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα της χρησιμοποίησης του κοινοβουλίου.

20. Γι’ αυτό και η Κομμουνιστική Διεθνής θεωρεί ότι θα ήταν μεγάλο λάθος κάθε σχίσμα ή απόπειρα σχίσματος πάνω σ’ αυτό και μόνο το ζήτημα. Το Συνέδριο καλεί όλους όσους παραδέχονται τη μαζική πάλη για την προλεταριακή δικτατορία, υπό την καθοδήγηση του συγκεντροποιημένου κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου, να παλέψουν για την ενότητα των Κομμουνιστών, ανεξαρτήτως των διαφορών που μπορεί να υπάρχουν πάνω στο ζήτημα της χρησιμοποίησης του αστικού κοινοβουλίου.

Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 

Προκειμένου να διασφαλίσουμε τη σωστή εφαρμογή της επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής, είναι απαραίτητο: 

1. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, στην προεκλογική περίοδο, να δίνουν βάρος στο υψηλό επίπεδο και στη σωστή σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος είναι υπεύθυνη για όλη την κοινοβουλευτική δουλειά του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή έχει το αναφαίρετο δικαίωμα ν’ απορρίψει κάθε υποψήφιο που δεν προσφέρει τις κατάλληλες εγγυήσεις ότι θα υπερασπιστεί τις κομμουνιστικές θέσεις μέσα στο κοινοβούλιο. Οι Κομμουνιστές πρέπει να σπάσουν απ’ την παλιά σοσιαλδημοκρατική συνήθεια του να επιλέγονται ως υποψήφιοι μόνο οι λεγόμενοι «έμπειροι βουλευτές», κατά κύριο λόγο δικηγόροι. Γενικά είναι αναγκαίο να επιλέγουμε εργάτες για υποψήφιους βουλευτές και να μην στεκόμαστε στο γεγονός ότι αυτοί μπορεί να είναι απλά μέλη του κόμματος, χωρίς «κοινοβουλευτική εμπειρία». Οι Κομμουνιστές πρέπει να στιγματίζουν ανελέητα τα καριερίστικα στοιχεία, που τους πλησιάζουν μόνο και μόνο για να γίνουν βουλευτές. Η Κεντρική Επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να επικυρώνει τις υποψηφιότητες μόνο εκείνων των συντρόφων που έχουν αποδείξει επί πολλά χρόνια την απόλυτη αφοσίωσή τους στην εργατική τάξη.

2. Μετά τις εκλογές, η οργάνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος πρέπει να βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση της ΚΕ, ανεξαρτήτως του αν το κόμμα βρίσκεται τη συγκεκριμένη περίοδο σε νομιμότητα ή στην παρανομία. Ο πρόεδρος και οι διάφορες επιτροπές της κομμουνιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να έχουν εγκριθεί απ’ την ΚΕ του κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος πρέπει να διαθέτει έναν μόνιμο αντιπρόσωπο στην κοινοβουλευτική ομάδα με δικαίωμα βέτο. Σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα, η κοινοβουλευτική ομάδα θα πρέπει ν’ απευθύνεται στην ΚΕ για οδηγίες σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει. Πριν από κάθε σημαντική ενέργεια των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο, η ΚΕ έχει το δικαίωμα και το καθήκον να καθορίσει τον κεντρικό ομιλητή και ν’ απαιτήσει απ’ αυτόν να υποβάλει τα βασικά σημεία της ομιλίας του η και όλο τον λόγο του για έγκριση απ’ την ΚΕ. Πρέπει να υπάρχει μια γραπτή δήλωση κάθε υποψηφίου στα κομμουνιστικά ψηφοδέλτια, ότι θα εγκαταλείψει τη βουλευτική του έδρα αμέσως μόλις του ζητηθεί απ’ το κόμμα, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση, η αποχώρηση απ’ το κοινοβούλιο να διεξαχθεί συντεταγμένα.

3. Σ’ εκείνες τις χώρες όπου ρεφορμιστικά, μισορεφορμιστικά ή καριερίστικα στοιχεία έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στην κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα (όπως ήδη έχει συμβεί σε κάποιες χώρες), η ΚΕ του κόμματος είναι υποχρεωμένη να διεξάγει μια πλήρη εκκαθάριση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Βαδίζοντας πάνω στην αρχή ότι: είναι πολύ πιο χρήσιμο για τους σκοπούς της εργατικής τάξης να έχουμε μια μικρή αλλά πραγματικά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα παρά μια μεγάλη αλλά χωρίς συνεπή κομμουνιστική στάση.

4. Οι Κομμουνιστές βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να συνδυάζουν τη νόμιμη με την παράνομη δουλειά. Σ’ εκείνες τις χώρες που οι βουλευτές έχουν ασυλία σύμφωνα με τον αστικό νόμο, αυτή η ασυλία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη στήριξη της παράνομης οργάνωσης και προπαγάνδας του κόμματος. 

5. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να υποτάσσουν όλη την κοινοβουλευτική τους δράση στην εξωκοινοβουλευτική δράση του κόμματος. Πρέπει να κατεβάζουν νομοσχέδια, όχι με σκοπό να γίνουν αποδεκτά απ’ την αστική πλειοψηφία, αλλά για λόγους προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του κόμματος. 

6. Σε περίπτωση μεγάλων εργατικών διαδηλώσεων ή επαναστατικών γεγονότων, οι Κομμουνιστές βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εργατικών μαζών.

7. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να χρησιμοποιούν κάθε μέσο που διαθέτουν για να δημιουργούν δεσμούς με τους επαναστάτες εργάτες, τους αγρότες και τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό ν’ αναπτύσσουν πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει με τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές. Πρέπει να είναι μόνιμα στη διάθεση του κόμματος για κάθε είδους προπαγάνδα σε όλη τη χώρα. 

8. Κάθε Κομμουνιστής βουλευτής πρέπει να έχει στο νου του ότι δεν είναι ένας νομοθέτης που έρχεται σε συνεννόηση με άλλους νομοθέτες αλλά ένας προπαγανδιστής του κόμματος που έχει σταλεί στο στρατόπεδο του εχθρού για να φέρει σε πέρας μια κομματική αποστολή. Ο Κομμουνιστής βουλευτής είναι υπεύθυνος όχι γενικά έναντι του «εκλογικού σώματος», αλλά έναντι του κόμματός του, είτε αυτό είναι στη νομιμότητα είτε στην παρανομία.

9. Οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να μιλάνε σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει ο απλός εργάτης και ο αγρότης, έτσι ώστε το κόμμα να είναι σε θέση να εκδίδει σε προκηρύξεις και να διανέμει τους λόγους τους στα πιο απόμακρα σημεία της χώρας.

10. Απλοί Κομμουνιστές εργάτες θα πρέπει να εκλέγονται στο κοινοβούλιο και θα πρέπει να μιλάνε, ακόμη κι αν είναι καινούργιοι στην «κοινοβουλευτική αρένα». Δεν υπάρχει καμιά προτεραιότητα για τους «έμπειρους βουλευτές». Στην ανάγκη, οι εργάτες βουλευτές μπορούν ακόμη και να διαβάζουν τους λόγους τους, οι οποίοι στη συνέχεια θα τυπώνονται σε προκήρυξη και θα διανέμονται.

11. Οι Κομμουνιστές βουλευτές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα για να ξεσκεπάζουν όχι μόνο τους αστούς αλλά επίσης και τους σοσιαλ-πατριώτες, τους ρεφορμιστές, τους πολιτικούς του «Κέντρου» και τους άλλους εχθρούς του Κομμουνισμού. Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιούν το βήμα του Κοινοβουλίου για να προπαγανδίζουν πλατιά τις ιδέες της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

12. Ακόμη και αν είναι λίγοι, οι Κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να έχουν μια επιθετική στάση έναντι των καπιταλιστών. Δεν πρέπει να ξεχνούν ότι: μόνο αυτός που είναι ορκισμένος εχθρός των καπιταλιστών και των σοσιαλδημοκρατών υπηρετών τους, στα λόγια και στα έργα, αξίζει να λέγεται κομμουνιστής. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου