Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Η κυβέρνηση του «Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης» και ο ρόλος της στην ενιαία επαναστατική διαδικασία


Του Δημήτρη Κάβουρα
Φαίνεται ότι αποτελεί συνήθη τακτική σε κάθε κρίση του ΚΚΕ, οι δυνάμεις που διαφωνούν με την πολιτική της εκάστοτε ηγεσίας να πιάνονται από κάποιο προηγούμενο συνέδριο για να υποστηρίξουν ότι για το κάθε ολίσθημα της ηγεσίας φταίει απλώς η μη εφαρμογή των σωστών παλαιότερων αποφάσεων. Το 1989, όταν ξέσπασε ξανά κρίση στο ΚΚΕ λόγω του κοινού πορίσματος ΚΚΕ-ΕΑΡ και της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και Ζολώτα, εμείς, οι διαφωνούντες τότε, επικαλούμασταν την υποτιθέμενη ορθότητα των αποφάσεων του 10ου Συνεδρίου, οι οποίες δεν εφαρμόζονταν, έναντι των λαθεμένων αποφάσεων του 12ου Συνεδρίου, οι οποίες οδήγησαν στην κυριαρχία του οπορτουνισμού στο ΚΚΕ και στον Μιλλερανισμό. (Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Μιλλεράν (E. A. Millerand), που συμμετείχε στην αστική κυβέρνηση της Γαλλίας το 1899, μια πράξη που καταδικάστηκε έντονα από τους μαρξιστές της εποχής ως προδοσία του μαρξισμού και ως προσπάθεια μετατροπής του εργατικού κόμματος από κόμμα της κοινωνικής επανάστασης σε δημοκρατικό κόμμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Η καταδίκη της συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις συνεχίστηκε και με τις αποφάσεις των πρώτων Συνεδρίων της Γ’ Διεθνούς οι οποίες απέτρεπαν τους κομμουνιστές από τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις).
Οι διαγραφέντες ή αποχωρήσαντες το 1989 δεν διέθεταν μια συγκροτημένη επαναστατική αντίληψη. Δεν διαχωρίστηκαν όλοι για τους ίδιους λόγους από τον οπορτουνισμό και τον Μιλλερανισμό. Στις γραμμές τους κυριαρχούσε μια πανσπερμία αντιλήψεων και απόψεων. Οι αγωνιστές που διαχωρίστηκαν το 1989 από τον οπορτουνισμό έκαναν το επαναστατικό τους καθήκον και υπερασπίστηκαν στη δοσμένη στιγμή τον επαναστατικό κομμουνισμό. Αλλά εκεί τελειώνει η επαναστατική τους συνεισφορά σαν σύνολο δυνάμεων.
Φυσικά οι αποφάσεις του 10ου Συνέδριου του ΚΚΕ δεν αποτελούσαν την απάντηση στον Μιλλερανισμό, όπως εκφράστηκε με την συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Αιτία για τις παλινωδίες και την ανεπάρκεια του ΚΚΕ, για τον οπορτουνισμό και τον Μιλλερανισμό, τον ρεφορμισμό και τον σεχταρισμό, ήταν και εξακολουθεί να είναι η μόνιμη απουσία επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, της οποίας η απουσία γίνεται αντιληπτή από την πλατιά εργατική τάξη στις πιο κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης και ιδιαίτερα όταν αναδεικνύεται το ζήτημα της εξουσίας σε βασικό ζήτημα της ταξικής πάλης.
Επαναστατικό δυναμικό υπάρχει και θα συνεχίσει να αναγεννιέται και στο σημερινό ΚΚΕ, γιατί όσο αυτό θα επικαλείται το μαρξισμό και το λενινισμό, πάντα θα υπάρχουν αγωνιστές που θα φτάνουν στη μαρξιστική γνώση και θα ανακαλύπτουν την αντίφαση ανάμεσα στις επαναστατικές διακηρύξεις και την οπορτουνιστική πρακτική. Ποτέ όμως αυτό το επαναστατικό δυναμικό δεν πρόκειται να κυριαρχήσει και αυτό διότι πριν προλάβει να ανδρωθεί θα αποδεκατίζεται, θα περιθωριοποιείται, θα διαγράφεται, ή θα εξαναγκάζεται σε παραίτηση.
Κάτι αντίστοιχο με το ’89 συνέβη το προηγούμενο διάστημα στο ΚΚΕ, αλλά σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς όρους, για διαφορετικούς λόγους, μιας και αυτοί που αντιδρούν στην σεχταριστική και αδιέξοδη πολιτική του είναι, κυρίως, αυτοί οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, αποδέχτηκαν ή ανέχτηκαν την πολιτική του Μιλλερανισμού. Μαζί φυσικά με τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ και με αρκετές από τις δυνάμεις που πλαισιώνουν σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η στάση τους αυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αυταπάτες σχετικά με τον επαναστατικό ή μη προσανατολισμό τους. Το πιθανότερο όμως είναι ότι οι διαφωνούντες με την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν αποτελούν ένα ενιαίο ρεύμα αλλά, όπως παλιά, πρόκειται για μια πανσπερμία απόψεων και αντιλήψεων οι οποίες ενώνονται, στο βαθμό που ενώνονται, προσωρινά με κοινό αντίπαλο την σεχταριστική και αδιέξοδη πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτό όμως που φαίνεται να επικρατεί στις γραμμές τους είναι μια επίσης αδιέξοδη πολιτική, η υλοποίηση της οποίας δεν οδηγεί την εργατική τάξη στην πραγμάτωση της ιστορικής της αποστολής, αλλά με ένα άλλο τρόπο ανακυκλώνει τα ίδια αδιέξοδα.
Το επείγον που έχει δημιουργήσει η καπιταλιστική κρίση, η οξύτητά της και οι επιπτώσεις της, επιβάλει την άμεση απεύθυνση στις δυνάμεις αυτές οι οποίες αποτελούν δύναμη του ενιαίου εργατικού μετώπου, έχουν αναφορά σε αυτό και δηλώνουν έτοιμες να το υπηρετήσουν με μια τέτοια πολιτική η οποία θα απαντάει με άμεσο τρόπο στο επείγον που δημιούργησε η κρίση. Αυτή είναι και η μόνη ορατή και ουσιαστική πολιτική διαφορά με την ηγεσία του ΚΚΕ η οποία έχει αποκηρύξει την πολιτική του ενιαίου μετώπου και παραπέμπει στο αύριο την εργατική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση.
Όπως κάποιοι παλιότερα αναζητούσαμε απαντήσεις στις αποφάσεις του 10ου Συνέδριου του ΚΚΕ, με ανάλογο τρόπο και τώρα υπάρχουν αρκετοί στο ΚΚΕ οι οποίοι «πιάνονται» από το 15ο Συνέδριο για να απαντήσουν στη σεχταριστική και αδιέξοδη πολιτική της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ, πολιτική η οποία οδήγησε στην εκλογική του συρρίκνωση.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αποτελούν οι αποφάσεις του 15ου Συνέδριου του ΚΚΕ την εργατική διέξοδο από την κρίση; Αποτελεί το πρόγραμμα του ΚΚΕ την εργατική απάντηση στην κρίση; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε.
Μια καλή εικόνα για το πώς εννοούν, οι υπερασπιστές των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, την κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ. μας δίνει το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Εργατικός Αγώνας», (Ε.Α.) με ημερομηνία δημοσίευσης 3/3/2012, με τίτλο « Η προσέγγιση στην επαναστατική διαδικασία: ζήτημα τεράστιας σημασίας για το επαναστατικό κίνημα» και το υπογράφει ο Ανδρέας Σαρακίνης (Α.Σ.).
Στο 2ο μέρος του άρθρου του ο Α.Σ. απαντάει στις ανακρίβειες και στην λανθασμένη, αντιλενινιστική, άποψη του Αλέκου Αναγνωστάκη (Α.Α.), ο οποίος προσπαθεί να υπερασπιστεί, ανεπιτυχώς, τις απόψεις του ΝΑΡ σχετικά με την άρνησή του να υποστηρίξει ή να προβάλει οποιαδήποτε πρόταση κυβερνητικής εξουσίας, τσουβαλιάζοντας την εργατική κυβέρνηση με τον κυβερνητισμό γενικά. Ο Α.Σ. όμως, παρόλο που αναδεικνύει σωστά τα ατοπήματα του Α.Α, απαντάει στρεβλά στο ερώτημα για τη θέση της εργατικής κυβέρνησης στην επαναστατική διαδικασία, κάνει λάθος και ουσιαστικά τροφοδοτεί με τα λάθη του την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΝΑΡ στο συμπέρασμά τους ότι η εργατική κυβέρνηση, για τους κομμουνιστές, είναι στάδιο πριν την επανάσταση και όχι η έναρξή της, αποδεχόμενος ουσιαστικά ότι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία εκτός από την επανάσταση, και πριν την επανάσταση, μπορεί να παρεμβληθεί και κάτι άλλο.
Λέει λοιπόν ο Α.Σ. στο άρθρο του:
«…Η δυνατότητα και η πιθανότητα δημιουργίας ‘εργατικής κυβέρνησης’ προέκυψε ως λογική συνέχεια, ως προέκταση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. Από την πρώτη στιγμή και στα πλαίσια των συζητήσεων του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς γύρω από το ζήτημα αυτό συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις. Η πρώτη ερμήνευε την εργατική κυβέρνηση ως ισοδύναμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ή ως ψευδώνυμο της σοβιετικής κυβέρνησης. Δεν έβλεπε καμιά διαφορά. Από την άλλη η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κομμουνιστικών Κομμάτων και η αντιπροσωπεία του Π.Κ.Κ.(μπ) τόνιζαν ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνηση πηγάζει άμεσα από την τακτική του ενιαίου μετώπου που διευκολύνει το τράβηγμα των εργαζομένων στον αγώνα, ότι την κυβέρνηση αυτή πρέπει να την βλέπουν ως δυνατή μορφή περάσματος στη δικτατορία του προλεταριάτου. Η γραμμή αυτή ήταν η απάντηση στις προσπάθειες των Κομμουνιστικών Κομμάτων στις συγκεκριμένες συνθήκες να επεξεργαστούν και να καθορίσουν τη μορφή πλησιάσματος, ή και περάσματος στην επανάσταση.»
Και παρακάτω:
«…Με βάση όλα τα παραπάνω η εργατική ή αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση εντάσσεται στη στρατηγική για την επανάσταση όχι ως νομοτέλεια, αλλά ως μια πιθανότητα να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για το σχηματισμό της, ο οποίος θα διευκολύνει την προσέγγιση στην επανάσταση. Σταθερή επιδίωξη του επαναστατικού κινήματος είναι η επαναστατική εργατική εξουσία μετά από τη νικηφόρα επανάσταση, καθώς επίσης και η αναγκαιότητα επεξεργασίας της τακτικής και των μορφών προσέγγισης στην επανάσταση. Η ενιαιομετωπική δράση και η εργατική κυβέρνηση πρέπει να υπάρχει ως στοιχείο στις επεξεργασίες του κομμουνιστικού κόμματος και της αριστεράς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα υλοποιηθεί. Είναι μια πιθανή εξέλιξη στη μεταβατική πορεία προς την εργατική εξουσία. Φυσικά όσο λάθος είναι να απολυτοποιείται η αναγκαιότητα της, εξίσου λάθος είναι να θεωρείται η δημιουργία της υποπροϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, άρα το επαναστατικό κίνημα δεν επιδιώκει τη δημιουργία της όταν υπάρχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις και ακόμη μεγαλύτερο λάθος να θεωρείται αστικό παιχνίδι, πολιτικό δημιούργημα της αστικής τάξης για να εγκλωβίσει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα.»
Τα λάθη στην προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας, από τον Α.Σ., είναι στρατηγικού χαρακτήρα: το γεγονός ότι μία αντίληψη στο πλαίσιο της Γ’ Διεθνούς «… ερμήνευε την εργατική κυβέρνηση ως ισοδύναμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ή ως ψευδώνυμο της σοβιετικής κυβέρνησης…», δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίληψη η οποία κυριάρχησε, όριζε την εργατική κυβέρνηση έξω από το ενιαίο επαναστατικό πλαίσιο και ως στάδιο πριν την επανάσταση.
Η «δεύτερη αντίληψη»στο πλαίσιο της Γ’ Διεθνούς, ήθελε να τονίσει ότι:
«… Οι δυο άλλες μορφές της εργατικής κυβέρνησης (κυβέρνηση εργατών και αγροτών/εργατοαγροτική κυβέρνηση, σοσιαλδημοκρατική-κομμουνιστική κυβέρνηση) δεν είναι ακόμα η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν είναι ούτε καν ένα ιστορικά αναπόφευκτο στάδιο μετάβασης στη δικτατορία, είναι όμως, οπουδήποτε κι αν πραγματωθούν, μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας.»
(Μετάφραση του 11ου κεφαλαίου της απόφασης του 4ου συνεδρίου της ΙΙΙ Διεθνούς για την τακτική της. Η μετάφραση έγινε από τον Χ. Βλόσιο και είναι δημοσιευμένη στο φύλλο 38 της εφημερίδας Εργατική Πολιτική. Όλα τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την ίδια απόφαση).
Ήθελε επίσης «…η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κομμουνιστικών Κομμάτων και η αντιπροσωπεία του Π.Κ.Κ.(μπ)…», να προφυλάξει την εργατική τάξη λέγοντάς της ότι: «… Κάθε αστική κυβέρνηση είναι συνάμα μια καπιταλιστική/κεφαλαιοκρατική κυβέρνηση. Αλλά κάθε εργατική κυβέρνηση δεν είναι μια κυβέρνηση πραγματικά προλεταριακή, δηλαδή ένα όργανο εξουσίας του προλεταριάτου.»
H «δεύτερη άποψη»που τελικά κυριάρχησε, στους κόλπους της Διεθνούς, ενέτασσε την εργατική κυβέρνηση στο πλαίσιο της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, αντιμετωπίζοντάς την ως «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας (του προλεταριάτου)» και προειδοποιούσε για την παραπέρα όξυνση της ταξικής πάλης αλλά και για τις προοπτικές που ανοίγονταν με την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης:
«… Είναι αυτονόητο πως η ανάδειξη μιας πραγματικής εργατικής κυβέρνησης και η παραπέρα εδραίωση μιας κυβέρνησης που θέτει σε εφαρμογή την επαναστατική πολιτική, θα οδηγήσει αναγκαστικά στον πιο αδυσώπητο αγώνα, ενδεχομένως στον εμφύλιο πόλεμο με την αστική τάξη. Ήδη η απόπειρα του προλεταριάτου να σχηματίσει μια τέτοια εργατική κυβέρνηση θα προσκρούσει από την αρχή πάνω στην οξύτατη αντίδραση της αστικής τάξης. Το σύνθημα δράσης (Losung ) της εργατικής κυβέρνησης είναι συνεπώς πρόσφορο να ενοποιήσει το προλεταριάτο και να προκαλέσει επαναστατικούς αγώνες.».
Ο Α.Σ, ταυτίζει την εργατική με την αντιιμπεριαλιστική- αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση, που προβλέπει το πρόγραμμα του ΚΚΕ, η οποία όμως είναι οριοθετημένη και προβλέπεται για συγκεκριμένες συνθήκες: «…χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα…». Χωρίς να προβλέπει την γρήγορη μετατροπή της σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού του είδους η προσέγγιση αφήνει σε εκκρεμότητα τον χαρακτήρα της και την θέση της στην επαναστατική διαδικασία.
Το λάθος του Α.Σ. έχει τη βάση του στην αντιλενινιστική αντίληψη για την επανάσταση και αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει και το συμπέρασμα του ΚΚΕ , όπως το περιγράφει στο 1ο μέρος, του εν λόγω άρθρου του. Αναφερόμαστε εδώ στο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το ΚΚΕ, ότι δηλαδή, «Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός)».
Γράφει ο Α.Σ.:
«…Φυσικά δεν μεσολαβεί άλλος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός και άλλη εξουσία η οποία χαρακτηρίζει αυτόν τον σχηματισμό μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Η συζήτηση εδώ γίνεται για μεταβατική εξουσία από τον ένα σχηματισμό στον άλλο. Η συζήτηση γίνεται για το στάδιο και τις διαδικασίες της μετάβασης, ως την οριστική κατάληξη του ζητήματος της εξουσίας, αν η εργατική τάξη δηλαδή θα κατακτήσει την εξουσία ή θα ηττηθεί. Το επιχείρημα του δοκιμίου όπως διαμορφώνεται είναι παραπλανητικό. Ας δούμε τι λένε οι κλασικοί πάνω στο ζήτημα αυτό καθώς και η ιστορική πείρα. Στη Ρωσία από τις απαρχές του μπολσεβικισμού καθορίσθηκε ως μεταβατικός στρατηγικός στόχος η Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου της Αγροτιάς και όχι κατευθείαν η εργατική εξουσία, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν και των ιδιαιτεροτήτων που την χαρακτήριζαν –αντιδραστικό τσαρικό σύστημα, ως ένα βαθμό φεουδαρχικές δομές και τεράστιες μάζες αγροτών μικροκληρούχων ή χωρίς κλήρο με κεντρικό αίτημα την απόκτηση γης και την επιβολή ειρήνης, αναπτυγμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός στα μεγάλα κέντρα και σχετικά μαζική εργατική τάξη συγκεντρωμένη σε μεγάλες επιχειρήσεις, ισχυρό και εξοπλισμένο κομμουνιστικό κόμμα. Αυτή την πολιτική επεξεργάστηκε ο Λένιν σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκυ και τους μενσεβίκους και με αυτή τη γραμμή πήγε στο Φλεβάρη του 1917 στην αστική επανάσταση και νίκησε. Όσα γράφονται εκ των υστέρων ότι τη γραμμή αυτή ο Λένιν την απέσυρε, διόρθωσε το λάθος του, γι’ αυτό και τράβηξε προς τη δικτατορία του προλεταριάτου είναι παντελώς ψέμα. Ποτέ δεν την απέσυρε.»
Η συζήτηση όμως δεν γίνεται γενικά «για μεταβατική εξουσία από τον ένα σχηματισμό στον άλλο». Η μόνη μεταβατική εξουσία «από τον ένα σχηματισμό στον άλλο» είναι η ίδια η επανάσταση, η εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου. Ούτε γίνεται συζήτηση για «το στάδιο και τις διαδικασίες της μετάβασης».
Η συζήτηση αφορά, πρέπει να αφορά, την αφετηρία, την έναρξη, το εναρκτήριο λάκτισμα της επαναστατικής διαδικασίας.
Ως αφετηρία και έναρξή της στην προκειμένη περίπτωση, σε συνθήκες λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού και ανεξάρτητα αν εγκαθιδρυθεί από το κίνημα ή αποτελέσει προϊόν κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ορίζεται, από τους κομμουνιστές, η εργατική κυβέρνηση, στο βαθμό που αυτή κατορθώσει «να μετατραπεί γρήγορα σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.».
Το πρώτο λάθος του Α.Σ. στο εν λόγω άρθρο του, έγκειται στο γεγονός ότι μπερδεύει την αστικοδημοκρατική επανάσταση και τα καθήκοντα της εργατικής τάξης σε αυτήν, με τα καθήκοντα της εργατικής τάξης στην προλεταριακή επανάσταση, τη μοναδική επανάσταση που μπορεί να υπάρξει, όπως δέχεται και ο ίδιος, στις συνθήκες που διανύουμε.
Η «Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς» ήταν φάση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης: «Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει, όπως καθετί στον κόσμο, παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν της είναι η απολυταρχία, η δουλοπαροικία, η μοναρχία, τα προνόμια. Το μέλλον της είναι ο αγώνας ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, ο αγώνας του μισθωτού εργάτη ενάντια στο αφεντικό, ο αγώνας για το σοσιαλισμό…» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 11ος, σελ. 74.).
Είναι φανερό ότι αυτή η φάση αποτελεί μακρινό παρελθόν.
Τη «Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς» ο Λένιν την έβλεπε σαν μια φάση, σαν μια στιγμή της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας που οδηγεί, που πρέπει να οδηγεί με την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και του επαναστατικού της κόμματος, στην εργατική εξουσία, στη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν το κατανόησε το κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα την περίοδο της εθνικής αντίστασης και γι’ αυτό σταδιοποίησε την επανάσταση με αποτέλεσμα αυτή να ηττηθεί.
Κάτι αντίστοιχο κάνει ο Α.Σ., αφού σταδιοποιεί την επανάσταση, εφευρίσκοντας κάτι άλλο πριν από αυτή.
Την ίδια περίπου ανάλυση με τον Α.Σ., υιοθετούν και άλλες δυνάμεις οι οποίες έχουν αναφορά στο Α.Α.Δ.Μ και στην κυβέρνησή του και οι οποίες βρίσκονται εντός του ΚΚΕ. Οι δυνάμεις αυτές προσπαθώντας να αποκρούσουν την κατηγορία της ηγεσίας του ΚΚΕ περί υιοθέτησης ενός «ενδιάμεσου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό», υπερασπίζονται ότι: «… Φυσικά δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό…». Και συνεχίζουν περιγράφοντας αυτό που βρίσκεται ενδιάμεσα:
«…Είναι η ύπαρξη της μεταβατικής περιόδου μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, που σαφώς δεν αντιστοιχεί σε έναν ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό αλλά αντιστοιχεί σε μια ενδιάμεση μορφή εξουσίας κατά την οποία θα κριθεί το «ποιος ποιον».» («Η απάντηση της «Νέας Σποράς» στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα», Γ’ Μέρος (τελευταίο), Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012).
Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταλήξει ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, δεν μεσολαβεί τίποτα!
Οι υποστηρικτές του Α.Α.Δ.Μ υποστηρίζουν ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί τίποτα, παρά μόνο μια ενδιάμεση εξουσία η οποία όμως δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου ούτε η λαϊκή εξουσία και οικονομία, αλλά η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ.
Η δικτατορία του προλεταριάτου διαδέχεται την λαϊκή εξουσία και την σταθεροποιεί και η λαϊκή εξουσία διαδέχεται την ενδιάμεση εξουσία.
Συνολικά στο ΚΚΕ, την δικτατορία του προλεταριάτου την ταυτίζουν με τον σοσιαλισμό και θα υπάρχει μέχρι τον κομμουνισμό, και από εκεί και πέρα κάποιοι συζητάνε για την ενδιάμεση εξουσία.
Για του λόγου του αληθές, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την «Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό»:
«…Επομένως, είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου, ως όργανο της ταξικής κυριαρχίας και ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο», για την εδραίωση της νέας εξουσίας, την υλοποίηση των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη μέχρι την ωρίμανσή της στην ανώτερη, κομμουνιστική βαθμίδα.»
Δηλαδή, μέχρι τον κομμουνισμό θα βρισκόμαστε στο καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου!
Να δούμε όμως τι λένε οι… διαφωνούντες με μια τέτοια ανάλυση.
Σύμφωνα με τον Μαρξ:
«Ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μίας στην άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.»
(Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκόττα, Διαλεχτά Εργα, τ. 2, σ.24)
Ο Λένιν φυσικά συμφωνεί με τους Μαρξ και Ένγκελς. Εκτός από το ό,τι περιλαμβάνει το παραπάνω χωρίο του Μαρξ αυτούσιο στο Κράτος και Επανάσταση, ο Λένιν ήταν αναγκασμένος να δώσει σκληρές ιδεολογικές μάχες για να επαναφέρει στην επιφάνεια την μαρξιστική αντίληψη για τη μεταβατική περίοδο εναντίον των δύο βασικών της διαστρεβλώσεων, της αναρχικής και της ρεφορμιστικής. Έτσι, γράφει:
«…Ο μαρξισμός διαφέρει από τον αναρχισμό στο ότι παραδέχεται την αναγκαιότητα του κράτους και της κρατικής εξουσίας στην επαναστατική περίοδο γενικά, στην εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ειδικά.
Ο μαρξισμός διαφέρει από τον μικροαστικό οπορτουνιστικό «σοσιαλδημοκρατισμό» των κ.κ. Πλεχάνοφ, Κάουτσκι και Σία στο ότι παραδέχεται για τις προαναφερόμενες περιόδους την αναγκαιότητα ενός κράτους όχι σαν τη συνηθισμένη κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία αλλά ενός κράτους σαν την Κομμούνα του Παρισιού.
(Λένιν, Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας, Απαντα, τ. 31, σ. 163)
Μάλιστα ο Λένιν έπρεπε να στηρίξει την μαρξιστική άποψη και μέσα στις γραμμές του δικού του κόμματος:
«Ο σ. Ρίκοφ λέει πως ο σοσιαλισμός πρέπει να έλθει από άλλες χώρες με πιο αναπτυγμένη βιομηχανία. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Δεν μπορούμε να πούμε ποιος θ’ αρχίσει και ποιος θα τελειώσει. Αυτό δεν είναι μαρξισμός, αλλά παρωδία μαρξισμού. …
Σε συνέχεια ο σ. Ρίκοφ λέει ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει μεταβατική περίοδος. Αυτό δεν είναι σωστό. Είναι ρήξη με το μαρξισμό.».
(Β.Ι. Λένιν, «ΤΕΛΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΣΤΙΓΜΗ 24 ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ (7 ΤΟΥ ΜΑΗ)», Η έβδομη Πανρωσική Συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ, Άπαντα, τ.31, σ. 363).
Αλλά ας δούμε και την αντίστοιχη προσέγγιση του Στάλιν το 1925:
«Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι αυτοσκοπός. Η δικτατορία είναι το μέσο, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό. Και τι είναι σοσιαλισμός; Σοσιαλισμός είναι το πέρασμα απ’ την κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου στην κοινωνία χωρίς κράτος.».
(Στάλιν, Ερωτήσεις και απαντήσεις (ομιλία στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ), Άπαντα, τ. 7, σελ.175-176, Εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ)
Αλλά και τον Γενάρη του 1926 ο Στάλιν μιλούσε για «…χρησιμοποίηση της εξουσίας του προλεταριάτου για την οργάνωση του σοσιαλισμού, για την εξάλειψη των τάξεων, για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία, στη σοσιαλιστική κοινωνία» (Ι.Β. Στάλιν : «Πάνω στα ζητήματα του Λενινισμού», Άπαντα, τ.8, σ.36. Τα αποσπάσματα είναι από το άρθρο του Κώστα Μπατίκα «Η Νίκη της Επανάστασης σε μια χώρα και η Παγκόσμια Ολοκλήρωση της», που είναι δημοσιευμένο στο τεύχος 19-20 του περιοδικού Αριστερή Ανασύνταξη).
Να δούμε όμως και κάποιες από τις πολλές τοποθετήσεις-αποφάσεις του 4ου Συνέδριου της 3ης Διεθνούς πάνω στο ζήτημα αυτό:
«…είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να περάσει μια μακροχρόνια περίοδος ανάμεσα στο καπιταλιστικό καθεστώς και τον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό και ότι κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου το προλεταριάτο πρέπει με την χρησιμοποίηση των μεθόδων και των οργανωτικών μορφών της καπιταλιστικής κυκλοφορίας (χρήμα, συναλλαγματικές ισοτιμίες, τράπεζες, εμπορική λογική) να κερδίσει έναν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο της αγοράς…»
Και παρακάτω:
«…η ταχύτητα με την οποία το εργατικό κράτος θα περάσει αυτό το στάδιο (στη διάρκεια του οποίου ο σοσιαλισμός ενώ βρίσκεται στο στάδιο της οικοδόμησης εξακολουθεί να ζει και να αναπτύσσεται με καπιταλιστικό περίβλημα) θα εξαρτηθεί, πέρα από την στρατιωτική και πολιτική κατάσταση, και από το επίπεδο της οργάνωσης και της κουλτούρας και από τις συνθήκες των παραγωγικών δυνάμεων που θα υπάρχουν όταν το εργατικό κράτος πάρει την εξουσία. Είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι όσο υψηλότερα είναι αυτά τα επίπεδα, τόσο γρηγορότερα θα επιτύχει το εργατικό κράτος τη μετάβαση στην σοσιαλιστική οικονομία και, από αυτήν, στον ολοκληρωμένο κομμουνισμό.»
(3η ΔΙΕΘΝΗΣ, ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, σελ. 509 και 511, αντίστοιχα)
Απ’ τις παραπάνω τοποθετήσεις, θέσεις και αποφάσεις, βγαίνει το συμπέρασμα ότι, «ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη». Βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό μεσολαβεί «η κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου», καθώς και ότι «πρέπει να περάσει μια μακροχρόνια περίοδος ανάμεσα στο καπιταλιστικό καθεστώς και τον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό». Τέλος, η διάρκεια και η ταχύτητα μετάβασης θα εξαρτηθεί από την ωριμότητα της χώρας και της εργατικής τάξης στην οποία θα γίνει η επανάσταση. Όσο πιο υψηλό το επίπεδο αυτής της ωριμότητας (σε πολιτικό επίπεδο, σε επίπεδο κουλτούρας, σε επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο πιο γρήγορα «θα επιτύχει το εργατικό κράτος τη μετάβαση στην σοσιαλιστική οικονομία και, από αυτήν, στον ολοκληρωμένο κομμουνισμό.».
Συμπερασματικά λοιπόν, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό και εφόσον ορίζουμε το σοσιαλισμό μαρξιστικο-λενινιστικά, δηλαδή ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, ως πρώιμο, ανολοκλήρωτο κομμουνισμό, μεσολαβεί η κοινωνία και η οικονομία της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η κοινωνία αυτή δεν είναι καπιταλισμός, δεν είναι ούτε σοσιαλισμός.
«Είναι μια περίοδος πάλης του παλιού με το καινούργιο, μια περίοδος όπου οι παλιές, οι αστικές σχέσεις παραγωγής δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα, βρίσκονται στη διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού τους, και οι νέες, οι σοσιαλιστικές σχέσεις δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα, δεν έχουν δει το φως της ημέρας, δεν έχουν γεννηθεί, βρίσκονται σε εμβρυακή κατάσταση.».
Η σύγχυση αποτελεί προνόμιο συνολικά του ΚΚΕ, όλων σχεδόν των δυνάμεών του. Επιπλέον, η υιοθέτηση και παραπέρα προβολή του σοσιαλισμού του Κάουτσκι, αντί του σοσιαλισμού των Μαρξ, Ενκγελς, Λένιν, αποκτά μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα.
Το ΚΚΕ με τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του από την μία υιοθετεί και από την άλλη … καταγγέλλει τους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν (μέχρι το 1925-26) και τις αποφάσεις του 4ου Συνέδριου της 3ης Διεθνούς, για τις παραπάνω θέσεις τους.
Ενώ στη θέση 2 υιοθετεί την μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό λέγοντας ότι: « O σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Είναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός.», στη θέση 4 της απόφασης του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, αναιρεί την μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση για την ύπαρξη μεταβατικής περιόδου λέγοντας ότι «… Είναι λαθεμένη η προσέγγιση, που υποστηρίζει την ύπαρξη «μεταβατικών κοινωνιών», με ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό, όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό.» Και παρακάτω: «…H προσέγγιση αυτή αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό ως μια κοινωνία αταξική με μόνη διαφορά ως προς τον αναπτυγμένο κομμουνισμό τη διατήρηση της αντίθεσης χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, στη σοσιαλιστική βαθμίδα συντελείται η απονέκρωση του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου. H άποψη αυτή απομακρύνεται από την ταξική προσέγγιση στο ζήτημα του κράτους, στο ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό.»
Όπως έλεγε ο Κώστας Μπατίκας, στον οποίο προσπαθούν να απαντήσουν με το παραπάνω απόφθεγμα, «Φαίνεται ότι δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτα από τις παταγώδεις ανατροπές και καταρρεύσεις και συνεχίζουν να προπαγανδίζουν τον καουτσκικό σοσιαλισμό, ταυτίζοντας την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας (που είναι μια κοινωνία αταξική και ακρατική), με την μεταβατική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, που και αυτή τη στρεβλώνουν και τη συρρικνώνουν σε μια περίοδο ώσπου όλα τα μέσα παραγωγής να περάσουν στα χέρια του κράτους. Η συγχυσμένη τους στρατηγική δεν μπορεί να συγκινήσει τις εργατικές μάζες, ούτε μπορεί να συμβάλλει ώστε να συγκροτήσουν τουλάχιστον μια συνεπή και αποτελεσματική κοινοβουλευτική τακτική.».
(Εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη απάντηση από την σκοπιά του επαναστατικού Μαρξισμού στο ζήτημα της μεταβατικής περιόδου και της επαναστατικής μετάβασης στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, δίνει το βιβλίο του Κώστα Μπατίκα « Η μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό», το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβρη του 2012).
Η σταδιοποίηση της επανάστασης στο ΚΚΕ, παρά τη φραστική απόρριψη της, ζει και βασιλεύει. Από τις θετικές προτάσεις ανάπτυξης του καπιταλισμού της δεκαετίας του ’80, έφτασαν στη λαϊκή εξουσία και οικονομία, γιατί φοβούνται να διακηρύξουν ανοιχτά και πανηγυρικά τη δικτατορία του προλεταριάτου που είναι άμεση κοινωνική αναγκαιότητα και σημαίνει τσάκισμα του αστικού κράτους, αντικατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με τη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων και εφαρμογή των αρχών της Κομμούνας.
Η σταδιοποίηση της επανάστασης έγκειται στο γεγονός ότι πουθενά στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, στο κεφάλαιο για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – ούτε στο πρόγραμμα που έχει η «κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες…», την οποία υιοθέτησε και υπερασπίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ, ούτε βέβαια στο πρόγραμμα της κυβέρνησης του Α.Α.Δ.Μ. που υιοθέτησαν και υπερασπίζονται οι αντιπολιτευόμενοι την ηγεσία του ΚΚΕ– δεν βρίσκουμε λέξη για το τσάκισμα της κρατικής μηχανής και της αστικής εξουσίας (της κρατικής υπαλληλίας, της δικαστικής εξουσίας, των κατασταλτικών μηχανισμών), και την αντικατάστασή τους από αιρετούς και ανακλητούς κρατικούς και δημόσιους υπαλλήλους, λαϊκούς δικαστές, τον ένοπλο λαό, την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και την επιβολή-εγκαθίδρυση του επαναστατικού εργατικού ελέγχου και της εργατικής διεύθυνσης με την εφαρμογή των αρχών της κομμούνας (αιρετότητα, ανακλητότητα, εναλλασσόμενη διοίκηση, πληρωμή με το μέσο μισθό του εργάτη, πλήρης δημοσιότητα, αποφασιστικός εργατικός έλεγχος με την έννοια ότι οι αποφάσεις των εργοστασιακών συμβουλίων είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές για τη διοίκηση).
Το μόνο που προβλέπει το πρόγραμμα του ΚΚΕ είναι ότι: «…Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική».
Επιπλέον, η προσέγγιση του στο ζήτημα του εργατικού ελέγχου δε αφήνει κανένα περιθώριο αυταπατών για τον χαρακτήρα της εξουσίας που προβάλουν, όπως διαπιστώνεται από την τοποθέτηση της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στο 38ο φεστιβάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ, απαντώντας στο σχετικό ερώτημα που η ίδια έθεσε: «…Και τι είναι εργατικός – λαϊκός έλεγχος: «Ο εργαζόμενος να έχει πληροφόρηση από τη διεύθυνση – διοίκηση, να έχει λόγο, να τον εκφράζει στη Συνέλευση του Τμήματός του, του τόπου εργασίας του, να εκλέγει, να ελέγχει και να ανακαλεί τους αντιπροσώπους του στο Εργατικό Συμβούλιο, στον κλάδο, πανελλαδικά. Αυτή είναι η εργατική – λαϊκή εξουσία, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι για το εργατικό κόμμα, για την εργατική πολιτική άλλο ένα πεδίο πάλης κι όχι ένα όργανο της εργατικής εξουσίας». ( Ριζοσπάστης, Τρίτη 18 Σεπτέμβρη 2012).
Ο εργατικός έλεγχος της Μπέλλου και του ΚΚΕ, περιορίζεται στην «πληροφόρηση» και στο « να έχει λόγο» ο εργαζόμενος. Πρόκειται για τον εργατικό έλεγχο σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης και πρακτικής εφαρμογής και καμιά σχέση δεν έχει με τον επαναστατικό εργατικό έλεγχο ο οποίος εφαρμόζεται στην εργατική εξουσία, σύμφωνα με τις αρχές της κομμούνας.
Ο επαναστατικός εργατικός έλεγχος ασκείται σε συνθήκες εργατικής εξουσίας. Στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις τις οποίες κατέχουν ακόμα οι καπιταλιστές συνίσταται στην υποχρεωτικότητα εφαρμογής, από την διοίκηση, των αποφάσεων της συνέλευσης του εργοστασίου ή της επιχείρησης σε μια σειρά ζητήματα που αφορούν την παραγωγή, τις συνθήκες δουλειάς, τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας κλπ.
Για τις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις ο εργατικός έλεγχος συνδυάζεται με την εργατική διεύθυνση και συνίσταται στο ότι η διοίκηση εκλέγεται από την συνέλευση, ελέγχεται και ανακαλείται από αυτή και εναλλάσσεται. Ο εργατικός έλεγχος επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της παραγωγής και της προμήθειας, των συνθηκών εργασίας, του εκσυγχρονισμού της επιχείρησης, τις νέες τεχνολογίες, της διάθεσης των προϊόντων κ.α. Φυσικά όλοι οι αντιπρόσωποι των συνελεύσεων είναι αιρετοί και ανακλητοί, δίνουν λόγο στην Γ.Σ και δεν έχουν ιδιαίτερα προνόμια.
Επιπλέον, ο εργατικός έλεγχος αποτελεί την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καπιταλιστική και την εργατική κρατικοποίηση και όχι κάτι άλλο (κοινωνικοποίηση κλπ).
Το ΚΚΕ στο πρόγραμμά του, ταυτίζει την ανατροπή του αστικού κράτους και της αστικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής κυβέρνησης και της κυβερνητικής εξουσίας και όχι με το τσάκισμα ή τη συντριβή του αστικού κράτους, πράγμα όμως που επιβάλλεται, όπως μας λέει ο Μαρξ και ο Λένιν, για το κράτος.
Όπως προκύπτει επίσης από το πρόγραμμα του, το ΚΚΕ ταυτίζει τη λαϊκή εξουσία-οικονομία με τον σοσιαλισμό όπως επίσης ταυτίζει την δικτατορία του προλεταριάτου με το σοσιαλισμό και η λαϊκή εξουσία συμπλέκεται κάποια στιγμή με την δικτατορία του προλεταριάτου, μέσα στον σοσιαλισμό.
Η θέση 3 της απόφασης του 18ου Συνεδρίου του, δεν αφήνει περιθώριο για διαφορετική ερμηνεία μιας και είναι κατηγορηματική: «H σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.».
Για το ΚΚΕ φαίνεται ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην «σοσιαλιστική οικοδόμηση» και στο σοσιαλισμό.
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν διατυπώνει κανένα τρόπο, καμιά τακτική για το πώς θα φτάσουμε σε αυτήν την εξουσία. Η μόνη αναφορά σε κυβερνητική εξουσία που έχει, αφορά μια κυβέρνηση που θα προκύψει μετά το ξέσπασμα της επανάστασης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι οι υποστηρικτές του Α.Α.Δ.Μ και της κυβέρνησής του είναι πιο συνεπείς διότι προτείνουν μια συγκεκριμένη πολιτική για την προσέγγιση της επανάστασης, όπως αυτοί την εννοούν. Σε αντίθεση με την ηγεσία του ΚΚΕ η οποία φαίνεται να περιμένει το αυθόρμητο ξέσπασμα της επανάστασης, για να παρέμβει κατόπιν, παρ, όλες τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της.
Η σταδιοποίηση της επανάστασης από όλες τις πλευρές του ΚΚΕ προκύπτει σαν γεγονός μέσα από τις θέσεις του, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί από όλες τις πλευρές που συνυπάρχουν σε αυτό, και έγκειται στη στάση που κρατάει απέναντι στο αστικό κράτος και στη δικτατορία του προλεταριάτου και από στο πώς ορίζουν την θέση της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας και της κυβέρνησης του Α.Α.Δ.Μ, στην επαναστατική διαδικασία.
Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ ως πολιτική ταχτική και προθάλαμος της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, και η ίδια η λαϊκή εξουσία, αποτελούν μέρος μιας ενιαίας διαδικασίας και μιας εξουσίας η οποία δεν είναι εργατική εξουσία, αλλά μια ερμαφρόδιτη εξουσία η οποία συνιστά στάδιο πριν την επανάσταση, δηλαδή πριν την δικτατορία του προλεταριάτου, όσο και αν το ΚΚΕ προσπαθεί να τα συμπλέξει.
Και αυτό διότι η λαϊκή εξουσία, η οποία δεν προκύπτει από το τσάκισμα του αστικού κράτους και της αστικής εξουσίας, καλείται να υλοποιήσει ένα ολόκληρο πρόγραμμα, πράγμα που είναι αδύνατον και συνιστά αυταπάτη.
Αυτό αφορά όλες τις πλευρές του ΚΚΕ στις οποίες αναφερόμαστε.
Η προσπάθεια του ΚΚΕ, να περιγράψει τη δικτατορία του προλεταριάτου στην απόφαση του 18ου Συνεδρίου του για το Σοσιαλισμό, αποδεικνύει ότι το ΚΚΕ συνειδητά αποδέχεται την ύπαρξη σταδίου, ερχόμενο σε ευθεία σύγκρουση με τα ίδια τα δικά του συμπεράσματα, με το συμπέρασμα, δηλαδή, ότι: «Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός).»
Ο χαρακτήρας όμως της εξουσίας που το ΚΚΕ προβλέπει στο πρόγραμμά του, η λαϊκή εξουσία, δεν είναι προλεταριακός, εφόσον δεν προκύπτει από το τσάκισμα του αστικού κράτους και της αστικής εξουσίας. Εδώ τα επιχειρήματά του και οι θέσεις του αυτοαναιρούνται και αλληλοδιαπληκτίζονται.
Προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτό το σκόπελο, η ηγεσία του ΚΚΕ, ταυτίζει και συγχωνεύει την λαϊκή εξουσία με την δικτατορία του προλεταριάτου και τον σοσιαλισμό.
Στη θέση 39 της απόφασης του 18ου Συνέδριου του ΚΚΕ, διαβάζουμε ότι: «…Το ανώτατο όργανο εξουσίας είναι εργαζόμενο Σώμα –νομοθετεί και διοικεί ταυτόχρονα– στο πλαίσιο του οποίου γίνεται καταμερισμός ανάμεσα σε νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες. Δεν είναι Κοινοβούλιο, οι εκπρόσωποι δεν είναι μόνιμοι, είναι ανακλητοί, δεν ξεκόβονται από την παραγωγή, αλλά αποσπώνται για τη διάρκεια της θητείας τους, ανάλογα με τις ανάγκες εργασίας ως εκπροσώπων. Δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κ.λπ.)…»… «…Διαμορφώνεται επαναστατικό Σύνταγμα και επαναστατική νομοθεσία, που αντιστοιχεί στις νέες κοινωνικές σχέσεις –την κοινωνική ιδιοκτησία, τον Κεντρικό Σχεδιασμό, τον εργατικό έλεγχο– και υπερασπίζεται την επαναστατική νομιμότητα. Σε αντιστοιχία διαμορφώνεται το Εργατικό Δίκαιο, το Οικογενειακό, όλη η νομική κατοχύρωση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Συγκροτείται καινούριο δικαστικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται σε επαναστατικούς λαϊκούς θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης. Οι νέες δικαστικές αρχές υπάγονται στην άμεση ευθύνη των οργάνων της εξουσίας. Το Δικαστικό Σώμα συγκροτείται από αιρετούς και ανακλητούς λαϊκούς δικαστές, καθώς και από μόνιμο δικαστικό προσωπικό, υπόλογους στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας.»…
«… Στα καθήκοντα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι η αντικατάσταση όλων των μηχανισμών διοίκησης με νέους που να αντιστοιχούν στον χαρακτήρα του προλεταριακού κράτους. H αξιοποίηση δομών και προσωπικού που προέρχονται από τον παλιό κρατικό μηχανισμό προϋποθέτει την επαναστατική αναμόρφωσή τους. O χρόνος εργασίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργαζομένων ρυθμίζονται με βάση το Επαναστατικό Δίκαιο. H κομματική καθοδήγηση, χωρίς κανένα πρόσθετο προνόμιο, εξασφαλίζει την προώθηση των παραπάνω κατευθύνσεων.»… «… Τα νέα όργανα επαναστατικής περιφρούρησης και άμυνας στηρίζονται στην εργατική και λαϊκή συμμετοχή, αλλά και σε μόνιμο εξειδικευμένο προσωπικό. Στη θέση του αστικού στρατού και των σωμάτων καταστολής, που έχουν διαλυθεί εξ ολοκλήρου, δημιουργούνται νέοι θεσμοί, στη βάση της ένοπλης επαναστατικής πάλης για τη συντριβή της αντίστασης των εκμεταλλευτών και την υπεράσπιση της Επανάστασης…», «…Αξιοποιείται η θετική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου τα καθήκοντα περιφρούρησης των επαναστατικών κατακτήσεων δεν εκτελούνταν μόνο από τα μόνιμα ειδικά Σώματα, αλλά και με λαϊκή ευθύνη από επιτροπές εργατών με βάρδιες κλπ.». (Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό -Φλεβάρης 2009).
Η περιγραφή μιας μορφής εξουσίας, ως επί τω πλείστον γραφειοκρατικής, επιβεβαιώνει την αξία της κριτικής μας, μιας και άμεσο καθήκον για το ΚΚΕ δεν είναι η προλεταριακή επανάσταση, δεν είναι η συντριβή του κρατικού μηχανισμού της αστικής τάξης και η δημιουργία ενός νέου κρατικού μηχανισμού του τύπου της Κομμούνας του Παρισιού ή της Σοβιετικής δημοκρατίας, αλλά η επιβολή μιας θολής, λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, η οποία μάλιστα, όπως και η προλεταριακή επανάσταση, δεν βρίσκονται καν στην ημερήσια διάταξη, σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις και τοποθετήσεις! (Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το αν «υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη λαϊκή εξουσία στη χώρα μας;» η απάντηση της Παπαρήγα ήταν σαφέστατη: «…Αντικειμενικά μπαίνει το ζήτημα αυτό, σαφώς δεν είναι στην ημερήσια διάταξη σήμερα η ριζική ανατροπή στη συνείδηση του λαού…»).
Η «λαϊκή εξουσία και οικονομία», που θέτει ως πρώτο αλλά απώτερο στόχο, το ΚΚΕ, δεν είναι εργατική εξουσία αφού δεν προκύπτει από το τσάκισμα του αστικού κρατικού μηχανισμού. Είναι ένα ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ αστικής και εργατικής δημοκρατίας, μια ερμαφρόδιτη πολιτικοκοινωνική κατάσταση με μη μονοπωλιακή ανάπτυξη και αστικό εποικοδόμημα και ως τέτοια δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει παρά μόνο στα κείμενα του ΚΚΕ και στα όνειρα κάποιων μικροαστών. Αυτό ακριβώς το γεγονός συνιστά την σταδιοποίηση της επανάστασης!
Συμπερασματικά, συνολικά το ΚΚΕ στο πρόγραμμα του και στα μετέπειτα ντοκουμέντα του προβλέπει ένα ολόκληρο στάδιο πριν την δικτατορία του προλεταριάτου, την λαϊκή εξουσία και οικονομία, η οποία φιλοδοξεί να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα, όπως αυτό περιγράφεται στην πολιτική πρόταση του ΚΚΕ!
Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ., για τους υπερασπιστές της, αποτελεί τον προθάλαμο της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, η οποία με την σειρά της αποτελεί τον προθάλαμο της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ., δηλαδή, αποτελεί τον προθάλαμο του προθαλάμου για την δικτατορία του προλεταριάτου και αυτή όπως το ΚΚΕ την εννοεί, στρεβλωμένη γραφειοκρατικά!
Σχηματικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως εξής τις απόψεις στο ΚΚΕ: Α) Η ηγεσία του ΚΚΕ ορίζει την επαναστατική διαδικασία ως εξής: Την αστική εξουσία και τον ίδιο τον καπιταλισμό τον ανατρέπει η επανάσταση και εγκαθιδρύει την λαϊκή εξουσία η οποία υλοποιεί το πρόγραμμά της. Την λαϊκή εξουσία διαδέχεται και σταθεροποιεί η δικτατορία του προλεταριάτου η οποία υλοποιεί όσα περιγράφει η «Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό». Ολόκληρη η διαδικασία που προκύπτει μετά την επανάσταση, δηλαδή η λαϊκή εξουσία και η δικτατορία του προλεταριάτου, συγχωνεύεται με τον σοσιαλισμό, είναι σοσιαλισμός.
Β) η άποψη των οπαδών του Α.Α.Δ.Μ είναι ότι: η πολιτική του Α.Α.Δ.Μ και της κυβέρνησής του είναι πολιτική προσέγγισης της επανάστασης, δεν αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα αλλά αναδεικνύεται σήμερα σαν τέτοια και μπορεί να οδηγήσει στην λαϊκή εξουσία, την οποία με την σειρά της θα διαδεχθεί η δικτατορία του προλεταριάτου. Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ αποτελεί την μεταβατική εξουσία από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Η λαϊκή εξουσία και η δικτατορία του προλεταριάτου συγχωνεύονται με τον σοσιαλισμό, είναι σοσιαλισμός.
Η ηγεσία του ΚΚΕ με το ίδιο πρόγραμμα, το πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου του ΚΚΕ, υπερασπίζεται τη δική της εκδοχή κυβερνητικής εξουσίας, η οποία περιγράφεται στο πρόγραμμα: «…Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της…».
Η υιοθέτηση αποκλειστικά αυτής της θέσης από την ηγεσία του ΚΚΕ δεν αναιρεί την σταδιοποίηση της επανάστασης ούτε πρόσφερε τίποτα το σημαντικό στο κίνημα. Αντίθετα, αποτέλεσε σημαντικό λόγο για την ήττα και την εκλογική συρρίκνωση του ΚΚΕ και αυτό διότι παραπέμπει την ύπαρξη της … μετά το ξέσπασμα της επανάστασης η οποία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη!
Η απάρνηση μιας κυβερνητικής πρότασης και η αντικατάστασή της από μία άλλη, στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος το οποίο αποτελεί την ρίζα του προβλήματος, σε τίποτα δεν διευκολύνει την επαναστατική διαδικασία.
Από την προσέγγισή του ΚΚΕ στο ζήτημα της επαναστατικής διαδικασίας προκύπτει ο σεχταρισμός της ηγεσίας του!
Οι μόνες συμμαχίες που μπορεί να συνάψει το ΚΚΕ είναι με αυτούς που αποδέχονται τον τελικό στόχο, την εργατική-λαϊκή εξουσία όπως αυτό την εννοεί, την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ (αλλά και οι αντιπολιτευόμενες σε αυτήν δυνάμεις εντός και εκτός ΚΚΕ), την ταυτίζει με τον σοσιαλισμό!
Δηλαδή το ΚΚΕ μπορεί να συμμαχήσει μόνο με κομμουνιστές. Και εφόσον κομμουνιστές δεν υπάρχουν εκτός ΚΚΕ, κατά την άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ, με τους μόνους που μπορεί να συμμαχήσει είναι με τον εαυτό της, άντε το πολύ και με ένα κομμάτι της ηγεσίας του ΝΑΡ το οποίο κινείται, σε ένα βαθμό, στην ίδια με το ΚΚΕ αντι-ενιαιομετωπική πολιτική και αντίληψη σε σχέση με την προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας. Με αυτή τους την προσέγγιση το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να οικοδομούν μια σέχτα, της οποίας η μόνη προοπτική είναι η παραπέρα συρρίκνωσή της.
Δημιουργική προσέγγιση της απόφασης της Γ’ Διεθνούς και της διαφοράς ανάμεσα στην άποψη που έβλεπε την εργατική κυβέρνηση «… ως ισοδύναμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ή ως ψευδώνυμο της σοβιετικής κυβέρνησης» (άποψη την οποία έχει υιοθετήσει θεωρητικά το ΚΚΕ ανεξάρτητα αν η εξουσία που αυτό επικαλείται δεν είναι επί της ουσίας η εργατική εξουσία), και στη «δεύτερη άποψη»που κυριάρχησε στις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς, αποτελεί η θέση της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, όπως αποτυπώθηκε στην απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης της οργάνωσης:
«…Ωστόσο, δεν μπορούμε να προαπαιτήσουμε ούτε από το σύνολο των αγωνιζόμενων εργατών ούτε από τις πολιτικές δυνάμεις που θα συμμαχήσουν με τους κομμουνιστές, να αποδεχθούν τις αρχές και τους σκοπούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή το στόχο της πλήρους κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το τσάκισμα του αστικού κράτους. Τότε, το μόνο που θα καταφέρναμε να καταργήσουμε, θα ήταν η δυνατότητά μας να οικοδομήσουμε το Ενιαίο Μέτωπο. Το μόνο που θα οικοδομούσαμε, θα ήταν μία σέχτα, αποκομμένη από το σύνολο των αγωνιζόμενων που αναζητούν προοπτική στον αγώνα τους, χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της επανάστασης.»
Οι όποιες θετικές επεξεργασίες έγιναν στο ΚΚΕ, σχετικά με το ζήτημα της επαναστατικής διαδικασίας, από τη στιγμή που δεν έγινε κατορθωτό να συνδεθούν με την αμεσότητα και την επικαιρότητα της επανάστασης, δεν μετατράπηκαν δηλαδή σε πολιτική ταχτική που να απαντάει με άμεσο τρόπο στην καπιταλιστική κρίση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, τώρα κινδυνεύουν να παραμεριστούν πλήρως και να αντικατασταθούν από μια πολιτική η οποία οδήγησε στην συγκυβέρνηση του 1989.
Από την πλήρη άρνηση να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία, στον Μιλλερανισμό. Αυτές είναι τελικά οι δύο όψεις της πολιτικής του ΚΚΕ.
Στο συμπέρασμα αυτό, για σταδιοποίηση της επανάστασης εκ μέρους αυτών που αντιπολιτεύονται την ηγεσία του ΚΚΕ, οδηγούμαστε αβίαστα, διότι πουθενά δεν βρίσκουμε μια λέξη κριτικής στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, από τους υπερασπιστές του 15ου Συνέδριου. Άρα, πρέπει να υποθέσουμε ότι το υιοθετούν στο σύνολό του, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ούτε αυτοί αναιρούν τη σταδιοποίηση της επανάστασης. Αντίθετα, την υποστηρίζουν με τον πλέον επίσημο τρόπο.
Το γεγονός ότι η ίδια η ζωή, η ίδια η ταξική πάλη επέβαλε σήμερα το μεταβατικό πρόγραμμα προς άμεση υλοποίηση, με αιχμή τη διαγραφή του χρέους, την έξοδο απ’ το ευρώ και την ΕΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, κ.λπ., πράγμα που αντικειμενικά τροποποιεί το πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, δεν αλλάζει την ουσία της κριτικής μας ως προς τον συνολικό προσανατολισμό του προγράμματος και την απουσία κριτικής από τους υπερασπιστές του.
Το μεταβατικό πρόγραμμα στο οποίο αναφερόμαστε, είναι ένα πρόγραμμα το οποίο μπορεί να υλοποιηθεί εν μέρει σε καπιταλιστικό καθεστώς, από μια εργατική κυβέρνηση, και στο σύνολό του και διευρυμένο από την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί τη μοναδική πόρτα για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αποτελεί τη συμπυκνωμένη πρόταση εξουσίας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, την εργατική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση.
Από τη στιγμή όμως που η δικτατορία του προλεταριάτου δεν έχει θέση στο πρόγραμμα του ΚΚΕ και παραπέμπετε στο απώτερο μέλλον, αυτό που απομένει είναι μια αυταπάτη για την υλοποίησή του από την λαϊκή εξουσία και οικονομία, δηλαδή από μια εξουσία που μεσολαβεί πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου, προθάλαμος της οποίας, όπως είπαμε, μπορεί να είναι η κυβέρνησή του Α.Α.Δ.Μ.
Όπως έγραφε ο σ. Κώστας Μπατίκας, κάνοντας κριτική στο πρόγραμμα του ΚΚΕ:
«…Το λάθος του ΚΚΕ δεν βρίσκεται στα βαφτίσια. Βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν κατανόησε ότι η νίκη της επανάστασης αυτής οδηγεί στο τσάκισμα του αστικού κράτους και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, βρίσκεται στην κατασκευή ενός ενδιάμεσου σταδίου της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας, και ενός ενδιάμεσου κράτους. Δεν την κατανοούσε δηλαδή σαν σοσιαλιστική επανάσταση, όπως είναι, αλλά περίπου σαν μια αστικοδημοκρατική που έχει τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί. Εδώ βρίσκεται η απόκλιση του απ’ το λενινισμό, που ως γνωστόν θεωρεί ότι ανάμεσα στον ΚΜΚ και την έναρξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού δεν μπορεί να υπάρξει κανένα άλλο στάδιο, και ανάμεσα στην αστική δημοκρατία (δικτατορία της αστικής τάξης) και την εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) δεν μπορεί να υπάρξει καμιά άλλη μεταβατική εξουσία. Η μεταβατική βαθμίδα ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο είναι η επανάσταση.» («Κριτική σε ένα Αριστερό Πρόγραμμα Πάλης για το Σοσιαλισμό», Περιοδικό Αριστερή Ανασύνταξη, Ειδική έκδοση: Αφιέρωμα στο σύντροφο Κώστα Μπατίκα, Τεύχος 34-35, σελ. 55.)
Αυτό το λάθος, της σταδιοποίησης, διεκδικούν σήμερα οι υπερασπιστές των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, της πολιτικής του Α.Α.Δ.Μ. και της κυβέρνησής του.
Ποια θα μπορούσε όμως να είναι η θέση της λαϊκής εξουσίας και της κυβέρνησης του Α.Α.Δ.Μ. στην επαναστατική διαδικασία;
Η μόνη θέση που θα μπορούσαν να καταλάβουν αυτές οι δύο «μορφές εξουσίας» στην επαναστατική διαδικασία, είναι να πάρουν κάποια μορφή εργατικής κυβέρνησης. Διότι μόνο ως τέτοιες μπορούν να έχουν θέση. Μπορούν να παίξουν ρόλο στο ξέσπασμα της επανάστασης ή στη «θεσμική έναρξή της» στο βαθμό που οι εμπνευστές της τις συνδέσουν με την γρήγορη μετατροπή τους σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα πρόκειται για επανάσταση αλλά για μεταρρύθμιση.
Φυσικά η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να αποκατασταθεί στο πρόγραμμα, να απαλλαγεί από τις γραφειοκρατικές της στρεβλώσεις και να πάρει την μορφή και το περιεχόμενο των αρχών της κομμούνας. Στο βαθμό που οι προτάσεις μείνουν ως έχουν, τότε πρόκειται για «φαινομενικά εργατικές κυβερνήσεις» στις οποίες οι κομμουνιστές δεν μπορούν να συμμετέχουν.
Δημιουργική αξιοποίηση της Λενινιστικής πολιτικής, στο ζήτημα της εξουσίας αποτελούν οι θέσεις της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ:
«…Ανάμεσα στην αστική εξουσία και στην εργατική δεν υπάρχουν ενδιάμεσες μεταβατικές βαθμίδες, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες εξουσίες και μακροχρόνιες περίοδοι μετάβασης από τη μια εξουσία στην άλλη, όπου να μπορούν να εφαρμοστούν κάποια ενδιάμεσα προγράμματα. Η κατάσταση δυαδικής εξουσίας που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης θα είναι βραχύβια. Το ίδιο βραχύβια θα είναι και οποιαδήποτε ενδιάμεση κυβέρνηση που, χωρίς να είναι αναγκαίο, είναι πιθανό να προκύψει κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η ενδιάμεση αυτή κυβέρνηση, αν υπάρξει, είτε θα μετατραπεί γρήγορα σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή θα ανατραπεί και η αστική κυριαρχία θα επανεγκατασταθεί. Ανάμεσα στο κράτος, όργανο της τάξης των καπιταλιστών, και στο κράτος, όργανο της κυριαρχίας του προλεταριάτου, βρίσκεται η επανάσταση που συνίσταται στην ανατροπή της αστικής τάξης και στο τσάκισμα της κρατικής μηχανής της. Ανατροπή της αστικής τάξης, τσάκισμα του αστικού κράτους, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά είναι η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρώτη της πράξη …»
ΘΕΣΕΙΣ της Οργανωτικής Επιτροπής για την Ενωτική συνδιάσκεψη των οργανώσεων Αριστερή Ανασύνταξη και Εργατική Πολιτική, Περιοδικό Αριστερή Ανασύνταξη, Ειδική έκδοση (Τεύχος 31)
Η εργατική εξουσία, δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι η μόνη μορφή εξουσίας που αποτελεί κοινωνική νομοτέλεια, η μοναδική πόρτα που οδηγεί στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Όλες οι άλλες εκδοχές (κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ., λαϊκή εξουσία, εργατική κυβέρνηση, κλπ.) δεν είναι νομοτέλεια, μπορεί δηλαδή να υπάρξουν, μπορεί και όχι.
Φυσικά η προβολή και η διεκδίκησή μιας εργατικής κυβέρνησης στις σημερινές συνθήκες είναι εντελώς απαραίτητη διότι προκύπτει από την «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», η οποία ευνοεί την υλοποίηση αυτού του συνθήματος. Αλλιώς πώς θα προκύψει;
Η εργατική κυβέρνηση που επεξεργάστηκε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα φυσικά δεν είναι «πολιτικό δημιούργημα της αστικής τάξης για να εγκλωβίσει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα».
Είναι μια πολιτική των κομμουνιστών για να απαντήσουν στις συνθήκες «… στις οποίες η αστική κοινωνία είναι ιδιαιτέρως ανασφαλής, στις οποίες ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει ως πρακτική αναγκαιότητα στην ημερήσια διάταξη την τελική κρίση του ζητήματος της διακυβέρνησης.».
Από αυτήν τη βάση εκκίνησης προκύπτει και η συγκεκριμένη ταχτική απέναντι σε μια «φαινομενική εργατική κυβέρνηση», όπως περιγράφεται στην απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Γ’ Διεθνούς:
«…Οι κομμουνιστές είναι επίσης πρόθυμοι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με ορισμένες εγγυήσεις, να υποστηρίξουν μια μη καθαρά κομμουνιστική, και μάλιστα ακόμα και μιαν απλώς φαινομενική εργατική κυβέρνηση, μόνο στο μέτρο φυσικά που αυτή αντιπροσωπεύει εργατικά συμφέροντα.»
Αυτήν την πολιτική, η οποία συνδέει διαλεκτικά την κυβερνητική με τη συνολική εξουσία, δεν την υιοθέτησε τελικά ούτε η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, ούτε η σημερινή αντιπολίτευση. Και γι’ αυτό το λόγο, όποια άποψη από τις δύο τελικά επικρατήσει, πάλι θα οδηγήσει το κίνημα σε αδιέξοδο και σε ενσωμάτωση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ αδυνατεί να συνδέσει την κυβερνητική με τη συνολική εξουσία και έχει υιοθετήσει πλευρές των απόψεων εκείνων οι οποίες μειοψήφησαν στο 4ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, στο ζήτημα της ταχτικής. Φορέας απόψεων της μειοψηφίας ήταν το ΝΑΡ και εσχάτως η ηγεσία του ΚΚΕ.
Με ένα άλλο τρόπο και οι υπερασπιστές των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου, αδυνατούν να συνδέσουν την κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ. με την επανάσταση, με αποτέλεσμα να διαιωνίζουν την σταδιοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας και να παραπέμπουν ουσιαστικά την επανάσταση στις Ελληνικές καλένδες, όπως κάνει με άλλο τρόπο και η ηγεσία του ΚΚΕ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι πλευρές του ΚΚΕ, συμπίπτουν στο συμπέρασμα περί ανωριμότητας της επανάστασης.
Στο ζήτημα της επικαιρότητας, ή μη, της επανάστασης, παρατηρούμαι μια συμφωνία ανάμεσα σε όλες τις δυνάμεις στις οποίες αναφερόμαστε και το θέμα αυτό αποτελεί ένα καίριο σημείο συμφωνίας μεταξύ τους. Η θέση όλων αυτών των δυνάμεων συγκλίνει στο ότι, η προλεταριακή επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί δηλαδή σήμερα να γίνει επανάσταση. Στο συμπέρασμα αυτό συγκλίνουν όλες σχεδόν οι δυνάμεις, η ηγεσία του ΚΚΕ, η εκπεφρασμένη μειοψηφία-αντιπολίτευση και αυτοί που διαγράφτηκαν ή έφυγαν από το ΚΚΕ..
Πιο συγκεκριμένα παραθέτουμε την εκπεφρασμένη άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ δια στόματος της Παπαρήγα, στην Πανευρωπαϊκή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στις Βρυξέλες, στις 11/4/2011, την οποία επανέλαβε στη συνάντηση με το ΚΚ Τουρκίας στις 29/1/2012, με την οποία υποστηρίζει ότι: «Το ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη η σοσιαλιστική κοινωνική επανάσταση, δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά δεν τίθεται ζήτημα αναγκαιότητας του σοσιαλισμού από την πλευρά του εργατικού κινήματος, ως απάντηση του ξεπερασμένου καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».
Παραθέτουμε επίσης την άποψη αρθρογράφων του Ε.Α: «…Στις σημερινές συνθήκες είναι άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι ο λαός είναι έτοιμος να διεκδικήσει άμεσα τη δική του εξουσία με επανάσταση.». Δ.Κ. Εργατικός Αγώνας, Παρασκευή, 08 Ιούνιος 2012.
Στο ίδιο πνεύμα περίπου, κινείται και η Ν.Σ. λέγοντας»… αν και οι αντικειμενικές συνθήκες, οι υλικοί όροι είναι ώριμοι για το πέρασμα και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, οι υποκειμενικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμη, γεγονός που επιβάλλει συγκεκριμένα καθήκοντα από την άποψη της τακτικής που θα βοηθήσουν στην ωρίμανσή τους.».
( Η απάντηση της «Νέας Σποράς» στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα Γ’ Μέρος (τελευταίο) Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012)
Αυτή τους η προσέγγισή στο ζήτημα της επανάστασης, χωρίς να μπουν στον κόπο να επιχειρηματολογήσουν για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ή τουλάχιστον να προσδιορίσουν τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η επανάσταση, ή τουλάχιστον να μας πουν το πώς εννοούν την επανάσταση, αναδεικνύει την αδυναμία να κατανοήσουν την
επαναστατική διαδικασία, να συνδέσουν αρμονικά την επαναστατική κατάσταση με την επανάσταση, την κυβερνητική με την συνολική εξουσία, τις διάφορες φάσεις του επαναστατικού αγώνα, δηλαδή το διαρκή χαρακτήρα της επανάστασης, εντάσσοντας την πολιτική τους πρόταση στο ενιαίο επαναστατικό πλαίσιο που οδηγεί στην εργατική εξουσία. Αποτελεί την αιτία των λαθών τους και τον λόγο της πολιτικής τους χρεοκοπίας που οδηγεί το κίνημα σε διαρκείς ήττες και καθορίζει τον χαρακτήρα της κυβέρνησης την οποία προτείνουν και υπερασπίζονται. Το βασικότερο είναι η θεώρησή τους για την επανάσταση, η οποία δεν προκύπτει ως τέτοια από την πολιτική τους πρόταση, αυτή της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.
Για μια ακόμα φορά η σταδιοποίηση της επανάστασης εκφράζεται με διάφορους τρόπους αλλά υιοθετείται από το σύνολο των δυνάμεων του ΚΚΕ. Η επανάσταση αντιμετωπίζεται σαν ένα μονόπρακτο έργο και ταυτόχρονα σταδιοποιείται και τελικά αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Το μονόπρακτο συνίσταται στο γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν κατανόησε ότι η μεταβατική περίοδος για την οποία μίλησαν οι Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, είναι η ίδια η επανάσταση, η εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία είναι μια περίοδος με «μακρόχρονα κοιλοπονήματα». Αλλά, αντιμετωπίζει την επανάσταση σαν μια εξέγερση που συντελείται και περιορίζεται σε μία πράξη.
Η επανάσταση όμως δεν είναι μονόπρακτο έργο. Και επιπλέον, βρίσκεται από καιρό, από χρόνια τώρα, από τις αρχές του 20ου αιώνα σύμφωνα με τον Λένιν, στην ημερήσια διάταξη. Καθήκον των κομμουνιστών είναι να τη φέρουν στην άμεση ημερήσια διάταξη.
Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ., η οποία προβλέπεται μεν στο πρόγραμμα του ΚΚΕ αλλά έχει αποκηρυχτεί από τη Συνδιάσκεψη του, της 11ης Ιούλη 2011, δεν είναι η εργατική κυβέρνηση την οποία επεξεργάστηκε η Γ’ Διεθνής στο 4ο Συνέδριό της, αλλά μια «φαινομενική εργατική κυβέρνηση». Και αυτό απορρέει από το ίδιο το περιεχόμενό της, τους στόχους και τα προβλήματα που έρχεται να λύσει. Εκτός τούτου, αντιμετωπίζεται από τους υποστηρικτές της και φραστικά ως στάδιο πριν την επανάσταση, «…χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα…», πράγμα το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει.
Αυτό που μπορεί να υπάρξει, που είναι πιθανό –χωρίς να είναι απαραίτητο– να προκύψει ανάμεσα στην αστική εξουσία και την εργατική, είναι μια ενδιάμεση κυβέρνηση, η οποία, είτε θα μετατραπεί γρήγορα σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή θα ανατραπεί και η αστική κυριαρχία θα επανεγκατασταθεί:
«Η επιδιωκόμενη εργατική κυβέρνηση μέσα στις τρέχουσες συνθήκες μιας σχετικής κοινοβουλευτικής ομαλότητας, δε θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση αλλά το πρώτο βήμα της επανάστασης. Θα είναι ή η θεσμική έναρξη της επανάστασης από τις ηγεμονικές επαναστατικές πολιτικές δυνάμεις ή η θεσμική ήττα της επανάστασης και των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και τη φίλιά τους αστική τάξη, οπότε θα πρέπει να ανατραπεί».
(Απόφαση 3ης Συνδιάσκεψης της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ.)
Στην προκειμένη περίπτωση, η διάσταση ανάμεσα στη σταδιοποίηση της επανάστασης και τη διαρκή επανάσταση καθορίζει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το μέτωπο και την κυβέρνηση.
Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι οι αποφάσεις του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ δεν αποτελούν το απάνεμο λιμάνι στο οποίο μπορούν να καταφύγουν οι διαφωνούντες με τη σημερινή πολιτική του ΚΚΕ, και η πολιτική του Α.Α.Δ.Μ. και της κυβέρνησής του δεν αποτελεί την εργατική διέξοδο από την κρίση και την αφετηρία της επαναστατικής διαδικασίας.
Ακόμα και αν οι υποστηριχτές της την εντάξουν στην επαναστατική διαδικασία και όχι πριν από αυτή όπως κάνουν τώρα «…χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα…», αυτό δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος. Δεν ξεπερνιέται με τον τρόπο αυτό η σταδιοποίηση της επανάστασης, η οποία προβλέπεται από το ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ.
Η κυβερνητική πρόταση του Α.Α.Δ.Μ. αποτελεί μια μικροαστική πρόταση διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, δεν αποτελεί την εργατική απάντηση στην κρίση. Η κυβέρνηση του Α.Α.Δ.Μ. δεν είναι μια «πραγματική εργατική κυβέρνηση», αλλά μια «φαινομενική εργατική κυβέρνηση», αρκετά κοντά σε μια αριστερή κυβέρνηση (τύπου ΣΥΡΙΖΑ). Η προτροπή για εφαρμογή των αποφάσεων του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, το ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ, δεν αποτελεί την επαναστατική απάντηση στην καταστροφική πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, πόσο μάλλον δεν αποτελεί την εργατική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση.
Οι κομμουνιστές πρέπει να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα από τις μάχες της τελευταίας περιόδου, να σταματήσουν να αποτελούν άλλοθι σε αντεπαναστατικές ηγεσίες ή σε αντεπαναστατικές αντιπολιτεύσεις και να κινηθούν αποφασιστικά στην κατεύθυνση μιας νέας Ένωσης κομμουνιστών, σε διάσπαση με τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, για να απαντήσουν από την σκοπιά της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική κρίση, για να επιβάλουν την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου πάλης και εξουσίας στην κατεύθυνση πραγμάτωσης της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης.
Με δεδομένο το έλλειμμα επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, η πολιτική της Ενότητας των Κομμουνιστών είναι η άλλη πλευρά της προετοιμασίας της εργατικής τάξης για την επανάσταση και γι’ αυτό απολύτως απαραίτητο συστατικό της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου στις παρούσες συνθήκες. Οι κομμουνιστές πρέπει να γνωρίζουμε ότι μόνο ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να υλοποιήσει αποτελεσματικά και μέχρι τέλους αυτήν την τακτική και να καθοδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση και γι’ αυτό, παράλληλα με τη δράση μας στο υπάρχον κίνημα, πρέπει να αναπτύσσουμε δράση που στοχεύει στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για τη συγκρότηση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης.
Η μόνη άμεση και θετική προοπτική που μπορεί να υπάρξει σήμερα για την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά, τα μικρομεσαία στρώματα που προλεταριοποιούνται, είναι η οικοδόμηση ενιαίου εργατικού μετώπου πάλης και εξουσίας με το σύνθημα δράσης της εργατικής κυβέρνησης. Σε αυτό το μέτωπο έχουν θέση όλες οι δυνάμεις τις οποίες κριτικάρουμε με το παρόν άρθρο. Η τυχόν επικράτηση αυτών των δυνάμεων και η κυριαρχία τους στο πλαίσιο του ενιαίου εργατικού μετώπου, χωρίς να έχουν αλλάξει ουσιαστικά την θέση τους για την επανάσταση, δεν βοηθάει στην κατεύθυνση της νικηφόρας έκβασης του εγχειρήματος.
Οι δυνάμεις αυτές φυσικά έχουν θέση και στη συζήτηση για την ενότητα των κομμουνιστών. Είναι όμως φανερό ότι, στο βαθμό που διατηρούν τις απόψεις τους για την επαναστατική διαδικασία, δεν μπορούν να συμβάλουν εποικοδομητικά στην επαναστατική ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος.
Όσο μας αφορά, θα προσπαθήσουμε με επιχειρήματα να πείσουμε για τη λανθασμένη προσέγγιση τους στο ζήτημα της επανάστασης.
Κάβουρας Δημήτρης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου