Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Το Ευρωπαϊκό και Διεθνές* Γεωπολιτικό-Γεωστρατηγικό Περιβάλλον Κατά την Πρώτη Μεταψυχροπολεμική Δεκαετία



Μονο-πολυπολικό σύστημα, στρατηγικά παίγνια και ανταγωνισμοί ισχύος

  του Ηλία Ηλιόπουλου**
Η μετα-διπολική περίοδος, την οποία διανύουμε μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζεται από την παρουσία στο διεθνές σύστημα μιας και μόνης Παγκο­σμίου Δυνάμεως: των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ΗΠΑ είναι, πρώτον, η μόνη Δύναμη η οποία διαθέτει ί­διον Φυσικό Γεωγραφικό Χώρο (Raum), του οποίου μάλι­στα έχει επιτύχει την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση, καθιστώντας τον Ομοιογενή[1] και τον οποίο είναι σε θέση να υπερασπίζεται αποτελεσματικός έναντι έξωθεν επιβουλών – αναδεικνύοντας τον έτσι, από γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής επόψεως, σε Μείζονα Χώρο (Grossraum). Δεύτερον, πέραν αυτού, οι ΗΠΑ ως Ναυτική Δύναμη είναι η μόνη Δύναμη που διαθέτει δυνατότητες αναπτύξεως δρά­σεως επί παγκοσμίου / πλανητικού επιπέδου, τις οποίες και δεν επιθυμεί σε καμμία περίπτωση να δει να συρρικνούνται ή να παρεμποδίζονται από άλλες Δυνάμεις.2

Ωστόσο, οι εγκυρότεροι στρατηγικοί αναλυτές των υπε­ρατλαντικών δεξαμενών σκέψεως συμφωνούν στην διαπί­στωση ότι οι ΗΠΑ είναι μεν η μόνη ΠαγκόσμιοςΔύναμη (World Power/Weltmacht), πλην όχι και η μόνη Μεγάλη Δύ­ναμη (Great Power/Grossmacht), και ως εκ τούτου χαρακτη­ρίζουν το επί του παρόντος υφιστάμενο διεθνές σύστημα ως «μονο-πολυπολικό» (uni–multipolar system), συμπί­πτουν δε στην εκτίμηση ότι πρόκειται για μεταβατικό φαι­νόμενο περιορισμένης χρονικής διάρκειας μερικών δεκαε­τιών, μέχρι την ολοκληρωτική διαμόρφωση του νέου πολυ-πολικού (multipolar) συστήματος του 21ου αιώνος. Κατά την ανάλυση τους, το αυριανό διεθνές σύστημα θα σύγκει­ται από πέντε ή έξι ισχυρούς Πόλους Ισχύος, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ θα κατέχουν -στην πλέον ευνοϊκή γι’ αυτές περίπτωση- την θέση του “primus inter pares”, ενώ στην χειρότερη για τις ίδιες περίπτωση θα υπερκερασθούν από μία ΕυρασιατικήΔύναμη3.
Επί μακρό χρονικό διάστημα, μέχρι της λήξεως του Ψυ­χρού Πολέμου, φαινόταν ότι η νέα Δύναμη η οποία, ως συ­γκροτημένος και ολοκληρωμένος από πάσης απόψεως Πό­λος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος θα διεκδικούσε μελλοντικώς την στρατηγική πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ, θα ήταν μία ένωση των Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, κυρίως εξ αιτίας της οικονομικής της ισχύος και δεδομένης πάντο­τε της οικονομικής φύσεως των διεθνών Κέντρων Ισχύος, στην δημιουργία των οποίων καταλυτικό ρόλο διαδραματί­ζει η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου4. Εντούτοις, η ψυχρή και απηλλαγμένη ιδεοληψιών παρατή­ρηση οδηγεί αβιάστως στην διαπίστωση ότι «οντότητα κάποιου υπερεθνικού ευρωπαϊκού συνόλου δεν υφίσταται»·5 Τρεις ισχυροί λόγοι παρεμπόδισαν μία εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή:
α) Η παραμένουσα -πίσω από τους υπέρ της Ευρώπης πανηγυρικούς των επισήμων και της νομενκλατούρας των Βρυξελλών- ισχυρή αμοιβαία δυσπιστίαμεταξύ των σημα­ντικών Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων (Μ. Βρετανία, Γαλ­λία, Ο.Δ. Γερμανίας).
β) Η αντιφατική στάση τους έναντι της Παγκοσμίου Δυ­νάμεως (ΗΠΑ): Υπό την προστασία της οικοδομούν, επί δε­καετίες, ένα δικό τους Οικονομικό Χώρο, του οποίου όμως η ενδεχόμενη πολιτική και αμυντικοπολιτική αυτονόμηση θα οδηγούσε νομοτελειακώς σε σύγκρουση ακριβώς με αυ­τήν την «Προστάτιδα»Παγκόσμιο Δύναμη.
γ) Οι εκτεταμένες δυνατότητες ασκήσεως επιρροής, εκ μέρους των ΗΠΑ, σε κάθε μια από τις δευτερεύουσες Δυτι­κοευρωπαϊκές Δυνάμεις. Η Παγκόσμιος Δύναμη έχει την ά­νεση, επί παραδείγματι, πότε να αποδίδει στην Μ. Βρεταν­νία το προνομιακό status της «Ειδικής Σχέσεως» (όρα την Αγγλο-Αμερικανική “special relationship” καθ’ όλην την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), πότε πάλι να κολακεύει την επανενωθείσα Γερμανία, αναγορεύοντας την, άμα τη α­ποκτήσει της εθνικής κυριαρχίας της, σε «εταίρο εν ηγεμο­νία» – “partner in leadership”, κατά την περίφημη διακήρυ­ξη του Προέδρου George Bush (του πρεσβυτέρου), την ο­ποία επανέλαβε αργότερα και ο Πρόεδρος Bill Clinton).
Η πραγματικότητα έμελλε να διαψεύσει τους ευσεβείς πόθους των ζηλωτών ενός (ολοκληρωτικής υφής και πρακτι­κής) Υπερ-Εθνικού / Μετά-Εθνικού Προοδευτισμούπερί της δήθεν επικείμενης εκλείψεως του εδαφικού/ πατριωτικού συ­ναισθήματος και της εθνικής συνειδήσεως, ιδεολογίας, σημει­ολογίας και μυθολογίας και περί καταργήσεως του Έθνους-Κράτους. Αντιθέτως, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος σήμανε μία άνευ προηγουμένη «επάνοδο» των εθνοπολιτισμικών ταυτοτήτων και ιδιαιτεροτήτων στο πολιτι­κό και πολιτισμικό προσκήνιο, και δη όχι μόνον στην πάλαι ποτέ Σοβιετική σφαίρα επιρροής αλλά, εξ ίσου εντυπωσιακώς, και σε ολόκληρη την επικράτεια της Δυτικής Ευρώπης. από τα ορεινά της Σκωτίας έως τις ακτές της Καταλωνίας.
Έτσι, κατά ιστορική ειρωνεία, ειδικά από την (δοξασθείσα ως) στιγμή του θριάμβου, την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστρίχτ (1992), και εξής. έμελλε να καταδειχθεί στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση σταδία α­πείχε μιας όντως «Ενωμένης Ευρώπης» – ή, για να μιλή­σουμε με επιστημονικούς όρους, αυτός ο υπό διαμόρφωσιν Νέος Πόλος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος δεν αποτελεί (ακόμη, τουλάχιστον) ενιαία Δύναμη, αλλά Χώρο Πεδίου Δυνάμεων (l’ espace champ des forces)6. Άλλωστε, και αυτή ακόμη η ονομασία «Ευρωπαϊκή Ένωση» ελέγχεται, ως γνω­στόν, ως απολύτως ανακριβής επί της (νομικής και πολιτι­κής) ουσίας καθώς αποδίδει το ευκταίον και το επιτευχθησόμενο, όχι το όντως όν και επιτευχθέν – ασχέτως εάν η μεταεθνικώς αυτοπροσδιοριζόμενη γραφειοκρατική ελίτ των Βρυξελλών τον έθεσε τεχνηέντως σε κυκλοφορία την ε­πομένη του Μάαστριχτ (μέσω ενός μηχανισμού χειραγωγήσεως της Κοινοποιούμενης Γνώμης, ο οποίος, σημειωτέον, παραπέμπει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα).

Η περιγραφείσα εξέλιξη οφείλεται στην μεταβολή του γεωπολιτικού τοπίου μετά το 1990. Η ενοποιητική διαδικασία της Δυτικής Ευρώπης, την οποία είχαν ακολουθήσει επί τέσσερεις συναπτές δεκαετίες, διαρκούντος του Ψυ­χρού Πολέμου, οι Ηπειρωτικές Δυνάμεις Γαλλία και ΟΔΓ (με την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ) εξυπηρετούσε συ­γκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις για κάθε δρώντα. Στοχεύσεις, εν μέρει μεν συγκλίνουσες (αντιμετώπιση της Σοβιετικής Απειλής, σταθεροποίηση και ενδυνάμωση του υφισταμένου κοινωνικο-οικονομικού και, πολιτειακού κα­θεστώτος), εν μέρει, όμως όλως διάφορες μεταξύ τους. Η μεν Γαλλία εκτιμούσε ότι δι’ αυτού του τρόπου θα απα­ντούσε επιτέλους στο κρίσιμο, υπαρξιακό για την ίδια, Γερμανικό Ζήτημα, ούτως ώστε να μην αντιμετωπίσει, για τέταρτη φορά από το 1871, άμεση και ορατή απειλή κατά της Εθνικής της Ασφάλειας. Η δε Γερμανία θεωρούσε ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος ήταν γι’ αυτήν, υπό τις τότε επικρα­τούσες συνθήκες, ο καταλληλότερος και ασφαλέστερος, προκειμένου να υπερβεί την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει μετά την στρατιωτική ήττα της και να ανακτήσει ευχέρεια διπλωματικών χειρισμών, Οικονομικό Χώρο (ΕΟΚ), στρατιωτική ισχύ (Επανεξοπλισμός. ίδρυση Bundeswehr), πλήρη Εθνική Κυριαρχία («Συνθήκη Τεσσά­ρων συν Δύο» του 1990) και αποκατάσταση της πληγείσης εδαφικής ακεραιότητος (Επανένωση των δύο Γερμανιών). Την ουσία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας συνι­στούσε η περίφημη «σιωπηρά συμφωνία» (Kissinger) με­ταξύ των δύο αρχιτεκτόνων: «Η ΟΔΓ απεδέχετο τον ηγετι­κό ρόλο της Γαλλίας επί πολιτικών ζητημάτων εντός της ΕΟΚ, λαμβάνουσα εις αντάλλαγμα το δικαίωμα βαρύνοντος λόγου επί οικονομικών υποθέσεων.» Αυτό το δόγμα ετέθη εν αμφιβόλω από την Επανένωση και εξής, εξ αιτίας της άρδην μεταβολής του στρατηγικού τοπίου.
Συνεπεία των ανωτέρω παρατηρήθηκε στην πρώτη μετα-ψυχρο-πολεμική δεκαετία η ακόλουθη ενδιαφέρουσα εξέλι­ξη στο ευρωπαϊκό στρατηγικό τοπίο: Αντί της προσδοκώμε­νης (μέχρι της δεκαετίας του “80) εμφανίσεως μίας ισχυρής και ενιαίας Μέσης Δυνάμεως «Ευρώπη» εμφανίσθηκαν, εκ νέου, οι παραδοσιακές (Βεστφαλιανές) επιμέρους Μεσαίες Δυνάμεις σε ένα ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ τους. ο οποίος εκδηλώθηκε πλέον ανοικτά στον Χώρο Πεδίου Δυνάμεων που λέγεται Ευρώπη και στην πολιτική/θεσμική του έκφρα­ση (ΕΟΚ/ΕΕ) αφ’ ης στιγμής εξέλιπε το αντίπαλον δέος. Οι επιμέρους Δυνάμεις, αξιοποιούσες τους υφισταμένους Κοι­νοτικούς θεσμούς ή δημιουργώντας νέους – προκειμένου να περιβάλουν με κοινοτικό νομιμοποιητικό ένδυμα τις ιδιαίτε­ρες στρατηγικές στοχεύσεις τους και, συνεπώς, τις προς ε­ξυπηρέτηση τους ακολουθητέες πολιτικές – αλλά και φανε­ρά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για την εύνοια της υπε­ρατλαντικής επικυριάρχου. φαίνονταν, καθ’ όλη την διάρ­κεια της δεκαετίας, να διεκδικούν, εκάστη για λογαριασμό της, την περιφερειακή ηγεμονία στον Χώρο της ηπείρου.
Η ιστορική μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι δυνητικά Περιφερειακές Δυνάμεις(Regional Powers/ Regionalmächte) επιχειρούν πάντοτε να καλύψουν το περιφερειακό κενό ι­σχύος, το οποίο προκύπτει ειδικά σε περιόδους διασαλεύσεως της ισορροπίας δυνάμεων και, συνακόλουθα, διατα­ράξεως της σταθερότητας του διεθνούς συστήματος. Συνήθως δε επιχειρούν να το πράξουν υπό το αδιάφορο βλέμμα της εκάστοτε Παγκοσμίου Δυνάμεως, η οποία έχει εκείνη την ώρα άλλες πολιτικές προτεραιότητες. Ρεαλιστικές δυ­νατότητες πραγματοποιήσεως των επιδιώξεων της αποκτά μία Μέση Δύναμη όταν και εφ όσον η ηγεμονεύουσα Δύνα­μη αποφασίσει να την χρίσει Περιφερειακή Δύναμη, αφ’ ε­νός επειδή κρίνει ότι τούτο ανταποκρίνεται στα συμφέρο­ντα της και αφ’ ετέρου επειδή η ίδια ηΠαγκόσμιος Δύ­ναμη, για ποικίλους λόγους (εσωπολιτικούς, οικονομικούς κ.λπ.)δεν μπορεί ή δεν θέλει, στην συγκεκριμένη συγκυ­ρία, να επωμίζεται αυτό το βάρος8.
Εν τούτοις, η διαταραχθείσα διεθνής σταθερότητα κάθε άλλο παρά αποκαθίσταται με την -κατά κανόνα ορμητική-εμφάνιση του φιλόδοξου «αναπληρωτού» (τηςανερχόμενης δηλαδή Περιφερειακής Δυνάμεως). Απ’ εναντίας, το ούτως ή άλλως ασταθές στρατηγικό τοπίο επιδεινούται, ακριβώς επειδή πρόκειται για μίαμεταβατική φάση, κατά την διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αναδιανομή ισχύος(power redistribution/ Machtumverteilung) με αποτέλεσμα να αυ­ξάνονται οι κίνδυνοι για την περιφερειακή και διεθνή α­σφάλεια. Η εξέλιξη αυτή, όμως, υποχρεώνει τώρα την Πα­γκόσμιο Δύναμη να επέμβει πλέον, παρά τις αρχικές της προ­θέσεις, αφ’ ενός μεν για να σταθεροποιήσει το φίλιο στρα­τόπεδο (Konsolidierung des eigenen Lagers) και να επαναβε­βαιώσει την συμφωνία όλων των στρατηγικών δρώντων της θιγομένης περιφέρειας στον κοινό ρόλο. όπως αυτός φυσικά καθορίζεται από την ίδια, αφ’ ετέρου δε για να διαδηλώσει προς τα έξω. προς τους τρίτους, το αδιαμφισβήτητον του ρόλου αυτού (Power projection / Machtprojektion),
Το τυπικώτερο παράδειγμα του ανωτέρω εκτεθέντος στρατηγικού συσχετισμού είναι, στην μετα-διπολική περίο­δο, ο εκδηλωθείς καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ανταγωνισμός ισχύος ΗΠΑ – ΟΔΓ (και, εν τινι μετρώ. Αμερικής – Ευρώπης) στην ΝΑ. Ευρώπη, με επίκεντρο τον χώρο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας. Διότι για τον στρατηγι­κό αναλυτή είναι αυτονόητο ότι τα συμβεβηκότα. από Δυ­τικής πλευράς, στον χώρο αυτό ελάχιστα και μόνον κατ επίφασιν είχαν να κάνουν με την μοίρα των Αλβανών ή των Σέρβων, των Κροατών ή των Μουσουλμάνων, ενώ πολλα­πλώς σχετίζονταν με την περαιτέρω εξέλιξη του υπό διαμόρφωσιν Ευρωπαϊκού Πόλου Διεθνούς Ισχύος και την μελ­λοντική θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα.
Από της Επανενώσεως και εξής, οι Γερμανοί ιθύνοντες, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρον τους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς, διεξεδίκησαν για την χώρα τους τον ρόλο της ηγετικής Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη και ε­πεδίωξαν να καλύψουν το κενό ισχύος το οποίο προέκυψε εκ της αποχωρήσεως της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Παγκοσμί­ου Δυνάμεως από την Μεσευρώπη (Mittleleuropa) και την ΝΑ. Ευρώπη (Südosteuropa). Εν προκειμένω, οι ιθύνοντες της Γερμανικής Πολιτικής δεν αρκέσθηκαν μόνον στην οι­κονομική ισχύ της χώρας, αλλά κατέφυγαν και στην παρα­δοσιακή στρατηγική εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης δια της χρησιμοποιήσεως των μειονοτήτων και εθνοτικών ομάδων – σημειωτέον: η εφαρμογή της στρατηγι­κής αυτής ουδόλως περιορίζεται στην περίοδο 1933-45, ό­πως συχνά (εσφαλμένα) νομίζεται, αλλά ανάγεται στην ε­ποχή της δημοκρατικής Γερμανίας του Μεσοπολέμου, όπως κατέδειξε ο Norbert Krekeler9.
Έχει, ορθώς, επισημανθεί – και στην μεταψυχροπολεμι­κή συγκυρία – η προσφυγή του διεθνούς Ηγεμονισμού στην πρακτική της «δημιουργία(ς) νέων ανίσχυρων εθνοτικοκρατικών οντοτήτων, οι οποίες αποκτούν την – από διεθνολογική πλευρά – ανεξαρτησία τους (…)», αλλ οι οποίες, όμως, «καθίστανται απολύτως αλώσιμες από πάσης φύσεως ηγεμονικές ολοκληρώσεις (,..)»10. Στην προκειμένη περί­πτωση, από τότε που η Ομοσπονδιακή Γερμανική Κυβέρνη­ση έλαβε μόνη της την ιστορική απόφαση να προβεί στην διπλωματική αναγνώριση της αποσχίσεως των επί μέρους Δημοκρατιών της Ο.Σ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, επιβάλλουσα εν συνεχεία την επιλογή της αυτή στους εταίρους της της Ε.Κ. – ενέργεια που στην διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται ο καταλύτης της Γιουγκοσλαβικής τραγωδίας11 – από τον Δε­κέμβριο του 1991, λοιπόν, δεν έλλειψαν οι ενδείξεις ότι η Γερμανική Εξωτερική Πολιτική ευνοεί την εμφάνιση πολ­λών, σχετικής μόνον βιωσιμότητας, κρατικών μορφωμάτων στην Βαλκανική, ενώ απ’ εναντίας αντιμετωπίζει αρνητικώς την ανάδειξη μεσαίου μεγέθους Περιφερειακών Δυνάμεων στην περιοχή ή την ενδυνάμωση των δυνητικών Περιφερεια­κών Δυνάμεων που συνιστούν τα ιστορικά Έθνη-Κράτη της περιοχής.
Η Παγκόσμιος Ναυτική Δύναμη (ΗΠΑ), από την πλευρά της, σαφώς ενεθάρρυνε, από της Επανενώσεως και εξής. την Γερμανία στην ανάληψη «μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης», κατά την τρέχουσα ορολογία, και ανεβάθμισε την Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης σε εταίρο εν ηγεμονία. Από των αρχών ήδη της δεκαετίας του ’90 διεφάνη μία α­μερικανική επιθυμία να αναλάβει η επανενωθείσα Γερμα­νία τον ρόλο της Περιφερειακής Δυνάμεως στην γηραιά ή­πειρο. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, θα ήσαν οι Γερμανοί, όχι οι Αμερικανοί, εκείνοι που θα επωμίζονταν τα οικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων οικονομιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και δεύτερον, δεν θα επιβαρύνονταν πλέον οι Αμερικανοί με την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην πε­ριοχή, αφού ο ρόλος αυτός επεφυλάσσετο στους Γερμα­νούς. Όπως το έθεσε και ο Αμερικανός αναλυτής Samuel Huntington, «δεν υπάρχει κανείς λόγος, γιατί θα έπρεπε να αναλάβουν οι Αμερικανοί την ευθύνη για την διατήρηση της τάξεως, εάν τούτο μπορεί να συμβεί τοπικώς12
Συνεπώς – λαμβανομένης οπ’ όψιν της θεωρήσεως της Ουάσιγκτων, σύμφωνα με την οποία «υπό το παρόν καθε­στώς αμυντικής εξαρτήσεως της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, ο­ποιαδήποτε διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Χώρου καθίσταται αυτομάτως επέκταση του πεδίου αμέσου πολιτικής επιρ­ροής των ΗΠΑ μέσω της Νατοϊκής διευρύνσεως», ενώ «α­ντιστρόφως, χωρίς διατλαντικούς δεσμούς, η πρωτοκαθε­δρία των ΗΠΑ στην Ευρασία καταλύεται αμέσως»13 -ο κα­λύτερος τρόπος «να συμβεί αυτό τοπικώς»- σε αυτό συμπίπτουν οι σπουδαιότεροι στρατηγικοί εγκέφαλοι των ΗΠΑ από τον Kissinger ως τον Brzezinski – είναι να επωμι­σθεί την αποστολή μίαΓερμανία, η οποία θα διαθέτει μεν ευχέρεια τακτικών χειρισμών, της οποίας όμως τον στρατη­γικό έλεγχο θα εγγυάται η θεσμοθετημένη, και εξασφαλιζόμενη μέσω ΝΑΤΟ, Πρόσδεση της στο άρμα της Δύσεως, δηλαδή των ΗΠΑ (Westbindung).
Η ανάθεση, κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή, του νέ­ου αυτού διεθνούς ρόλου στην ΟΔΓ καθίστατο ακόμη ελκυστικώτερη επιλογή για την Ηγεμονική Δύναμη εάν συνυπο­λογισθεί ότι ο άλλοτε προνομιακός στρατηγικός εταίρος της, η Μ.Βρεταννία, εθεωρήθη, τουλάχιστον για ένα διά­στημα, ότι δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας τον ρόλο αυτό (ο Brzezinski δεν την συγκαταλέγει καν στους πέντε κρίσι­μους για την Αμερικανική Πλανητική Ηγεμονία «γεωστρατηγικούς δρώντες» της «Ευρασιατικής σκακιέρας», κατά την ορολογία του).
Εξ άλλου, για την έτερη Δύναμη που διεκδικεί πεισμόνως ρόλο Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη, την Γαλ­λία, δεν ετίθετο ζήτημα ούτως ή άλλως, αφού -πέραν του ότι επίσης δεν μπορεί (“postimperial Δύναμη μέσου βεληνε­κούς” την χαρακτηρίζει ο Brzezinski)- και αν ακόμη μπο­ρούσε, θα επιθυμούσε μία Ευρώπη ανεξάρτητη των ΗΠΑ14. Όθεν η Ουάσιγκτων εφάνη να καταλήγει στην Γερμανία, ως την καταλληλότερη λύση, ή ακριβέστερα: μία υπό Γερμανι­κή, λίγο-πολύ, ηγεμονία Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ανάγνωση του στρατηγικού τοπίου δεν παύει όμως ε­δώ, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά συνεχίζεται, παρουσιάζο­ντας μας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, που οφείλου­με να λάβουμε σοβαρώς υπ’ όψιν μας, αν θέλουμε να κατα­νοήσουμε τα διεθνή δρώμενα της πρώτης μεταψυχροπολεμι­κής δεκαετίας, ένα στοιχείο που εκ πρώτης όψεως εμπεριέ­χει οξύμωρο χαρακτήρα. Παραλλήλως προς την ενθάρρυνση των Γερμανών να επιδείξουν «ισχυρότερη διεθνοπολιτική αυτοπεποίθηση» και να επωμισθούν «ηυξημένη διεθνή ευθύ­νη», οι ΗΠΑ εφαρμόζουν, το αργότερο από των μέσων της δεκαετίας του ’90, μία ευκρινήΣτρατηγική Προληπτικής Ανασχέσεως. Ορμώμενοι από την επιτυχία της Containment Policy που είχαν ακολουθήσει την εποχή του Διπολισμού έ­ναντι του τότε στρατηγικού αντιπάλου τους (ΕΣΣΔ), οι ιθύ­νοντες της Αμερικανικής Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας προ­κρίνουν και υλοποιούν μία Στρατηγική με διττό σκοπό:
α) Την προληπτική ανάσχεση της μετασοβιετικής Ρωσσίας, όπερ βεβαίως δεν ξενίζει τον ρεαλιστή αναλυτή κα­θώς «σε κάθε γεωστρατηγική προσέγγιση της Ουάσιγκτων εμφανίζεται ο διάχυτος φόβος για τον Ρωσσικό κίνδυνο»15. Ή, όπως το έθεσε ο Kissinger: «Να κρατηθεί η Ρωσσία σε θέση ρουά-ματ!» Αυτό οφείλει να καταστεί το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ έναντι της μετα-σοβιετικής Ρωσσίας, συμ­βούλευε προ ετών τους Αμερικανούς διπλωμάτες και πολι­τικούς ο Μέντωρ της αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής (στο ογκώδες σύγγραμμα του ” Διπλωματία”)για την περί -πτώση που η βαρύτατα ασθενούσα Δύναμη ήθελε αναρρώ­σει και. επανέλθει ακμαία στο διεθνές σύστημα, πράγμα για το οποίο ο ίδιος εφαίνετοαπολύτως βέβαιος ότι θα συμβεί, θάττον ή βράδιον16 (και ήδη έχει αρχίσει να συμ­βαίνει επί Προεδρίας Βλαδίμηρου Πούτιν).
β) την προληπτική ανάσχεση της Ευρώπης17 (ανάγνωθι: «Πυρήνας» της ΕΕ υπό την διεύθυνση του Γάλλο-Γερμανι­κού Άξονος), για την περίπτωση καθ’ ην η τελευταία επε-τύγχανε κάποιαν ημέρα, παρά πάσαν προσδοκία, πρόνοια και Ατλαντική πρόσδεση, να αυτονομηθεί πολιτικώς και να χειραφετηθεί στρατηγικώς από τις ΗΠΑ, αναδεικνυόμενη τοιουτοτρόπως σε ολοκληρωμένο Πόλο Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος και, επομένως, σε αξιόπιστο ανταγωνιστή της Παγκοσμίου Δυνάμεως.
Την πληρέστερη, εναργέστερη και συνάμα αφοπλιστικώς ελικρινέστερη κατάθεση της Αμερικανικής Στρατηγικής Προληπτικής Ανασχέσεως την οφείλουμε στον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, τον Zbigniew Brzezinski, ο οποίος διετύπωνε, στο παγκοίνως γνωστό πλέον βι­βλίο του “Η Μεγάλη Σκακιέρα”, ως δόγμα της Αμερικανι­κής Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον το εξής:
Ως εναπομείνασα Παγκόσμιος Δύναμη,οι ΗΠΑ οφείλουν να επαγρυπνούν, ώστενα μην υπάρξει έμπρακτη και επιτυχήςαμφισβήτηση της ηγεμονίας τους από καμμία Περι­φερειακή Δύναμη. Οι πιθανοί στρατηγικοί ανταγωνιστές ε­ντοπίζονται στον Ευρασιατικό Χώρο.Οπότε τα τρία ζητού­μενα για την Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική και Πολιτι­κή Ασφαλείας είναι, κατά τον αναλυτή (χρησιμοποιεί ορο­λογία παραπέμπουσα στο Imperium Romanum και στον Φεουδαλικό Μεσαίωνα):
Να παρεμποδισθούν συμφωνίες μεταξύ των vasalles και να διατηρηθεί η εξάρτηση τους από την Αυτοκρατορία σε ζητήματα ασφαλείας, να κρατηθούν υποταγμένα τα φό­ρου υποτελή κράτη και να ληφθεί μέριμνα ότι οι βαρβαρι­κοί λαοί δεν θα συμπήξουν μέτωπο”18.
Ακολουθώντας το φεουδαλικό σύστημα, ονομάζει “vasalles” τις μεγαλύτερες σχετικά Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις.. που, όπως οι μεσαιωνικοί Ιππότες, χαίρουν ελευθεριών και προνομίων, πλην είναι αφοσιωμένες στον υπερατλαντικό Ηγεμόνα δια των δεσμών της fidelité, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Φόρου υποτελή κράτη είναι, κατά τα συμφραζόμενα, τα λοιπά μέλη του ΝΑΤΟ και, γενικώς, οι μικρότερης σημα­σίας σύμμαχοι των ΗΠΑ. Τέλος, Βαρβαρικοί λαοί. που δεν επιτρέπεται να συνασπισθούν εναντίον της Αυτοκρατορίας, είναι οι Ρώσσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοίκ,λπ. Εν προκειμένω, ο Brzezinski επαναδιατύπωσε ουσιαστικώς, για την μεταψυ­χροπολεμική περίοδο -με γλαφυρό και εμπνευσμένο από το σωρευμένο εμπειρικό κεφάλαιο της ιστορίας τρόπο- τον στρατηγικό σκοπό της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, όπως προσφυώς, άμα δε και σαφώς, τον είχε εκφράσει ο πρώτος Γ.Γ. του Ν ΑΤΟ Λόρδος ismay: “to keep the Americans in (Europe), the Russians out and the Germans down”.
Αυτόν τον στρατηγικό στόχο, δηλαδή την προληπτική α­νάσχεση των δυνητικών αυριανών αντιπάλων – της μετασοβιετικής Ρωσσίας και, ενδεχομένως, της Ευρωπαϊκής Ενώ­σεως – ήλθε να υπηρετήσει η επίθεση των ΗΠΑ και των Συμμάχων τους εναντίον της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας της 24ης Μαρτίου 1999 (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε εξ επόψεως Διεθνούς Δικαίου σαφώς παράνομη, παρά τις ευρη­ματικές απόπειρες μιας οιονεί κανονιστικής/ιδεολογικής νο­μιμοποιήσεως, όπως άλλωστε πάντα συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά και ασχέτως του λυπηρού γεγονότος ότι όχι μόνον δεν ήγειρε την θυελλώδη αντίδραση -όπως στην πιο πρόσφατη περίπτωση του Ιρακ- αλλά, αντιθέτως, συνήντησε την πλήρη και ολόψυχη υποστήριξη των εκπροσώ­πων τηςΥπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ στον χώρο των ΜΜΕ και της «διανόησης», επειδή προφανώς εγένετο εν ο­νόματι των τρεχόντων ιδεολογημάτων του Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού). Σχετικώς, λοιπόν, προς την επίθεση έγρα­φε ο Καθηγητής AugustPradettoαπό το Ινστιτούτο Διε­θνούς Πολιτικής του Γερμανικού Στρατιωτικού Πανεπιστη­μίου (Αμβούργου), ήδη από το θέρος του 1998, τα εξής α­ποκαλυπτικά ως προς την γεωπολιτική, γεωστρατηγική και γεωοικονομική ουσία του ζητήματος – μακράν των (στα πλαίσια των διεξαγόμενων Ψυχολογικών Επιχειρήσεων κυ­κλοφορούντων) προπαγανδιστικών προπετασμάτων:
«Ως προς την θεματική της ενταθείσης συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την Αλβανία και την Μακεδονία (εννοεί την FYROM), της ιδρύσεως ενός “Γραφείου Συνδέσμου”, της εκμεταλλεύσεως στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις χώρες αυτές και της από κοινού με το ΝΑΤΟ διεξαγωγής στρα­τιωτικών γυμνασίων, εξεφράσθη η επιφύλαξη ότι, υπό το πρόσχημα της ανασχέσεως της κρίσεως του Κοσσυφοπεδί­ου, το ΝΑΤΟ οικοδομεί την παρουσία του στην ΝΑ. Ευρώ­πη και δημιουργεί για τον εαυτόν του νέες επιχειρησιακές επιλογές και στρατηγικές θέσεις στην ΝΑ. Ευρώπη – είτε ένεκα προετοιμασίας ενός νέου γύρου διευρύνσεως (του ΝΑΤΟ) είτε δια της δημιουργίας ενός άξονος από Ουγγα­ρίας, μέσω της Κροατο-Βοσνιακής Ομοσπονδίας (επιτευχθείσης χάρις στις ΗΠΑ, το 1994). του Κοσσυφοπεδίου, της Αλβανίας και της Μακεδονίας19, μέχρι την Τουρκία.»20
Και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Bundeswehr συνέχιζε:
Η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς νομιμοποίηση από το Σ. Α. του ΟΗΕ και επί τη βάσει μιας εντολής την οποία το ίδιο το ΝΑΤΟ θα έδιδε στον εαυτόν του. εκτιμώντας μία κατάσταση ως απειλούσα την ασφάλεια και χρήζουσα στρατιωτικών μέ­τρων, εκτιμάται ως προηγούμενο για ενδεχόμενες μελλο­ντικές επεμβάσεις στην άμεσο προθάλαμο της Ρωσσίας. π.χ. στον Καύκασο, δια της αξιοποιήσεως εθνοτικών διενέξεων και διακρατικών ερίδων. Εκεί, όπου έχει ξεσπάσει, μία δριμύτατη μάχη ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικών και Ρωσσικών πετρελαϊκών εταιρειών – και μεταξύ στρατηγι­κών συμφερόντων Ουάσιγκτων και Μόσχας – περί τα κοι­τάσματα πετρελαίου της Κασπίας και τα δικαιώματα εκ­μεταλλεύσεως τους (…) Υπό την έννοια αυτή, είναι πράγ­ματι ορατές οι απαρχές ενός νέου “μίνι Ψυχρού Πολέμου”, στον οποίο όμως η Ρωσσία ξεκινά από θέσεις αφετηρίας πολύ χειρότερες απ ό.τι το 1945.”21
Την μείζονα σημασία του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας ως κρίσιμης γεωπολιτικής Περιοχής για τον έλεγχο του Ανατολικού Ευρασιατικού Χώρουεξαίρουν οι Αμερικανοί αναλυτές, ο Brzezinki μάλιστα την ονομάζει “Ευρασιατικά Βαλκάνια” – κατ’ αντιδιαστολήν προς τα Νοτιο-Ευρωπάικά Βαλκάνια που επιτρέπουν στον επικυρίαρχό τους τον έλεγχο του Δυτικού Ευρασιατικού Χώρου. Από την περιοχή πρέπει, κατά τον Αμερικανό ειδήμονα, να κρα­τηθούν οπωσδήποτε μακράν οι Ρώσσοι22.
Για τις ΗΠΑ, η διασφάλιση της προσβάσεως τους στα ε­νεργειακά αποθέματα της Κασπίας και Κ. Ασίας, αλλά και τους εξ αυτής εκκινούντες ενεργειακούς αγωγούς –με πα­ράλληλο αποκλεισμό της ρωσσικής προσβάσεως – αποτελεί μείζονα στρατηγικό στόχο. Για τον λόγο αυτό, ισχυροί Αμερικανικοί κύκλοι συνέπραξαν προκειμένου, αρχικώς, να καταστήσουν δυνατό τον λεγόμενο ” τουρκικό αγωγό”(Turk Pipeline: ο αγωγός πετρελαίου που οδηγεί από το Μπακού στο Τουρκικό λιμάνι του Τσεϋχάν στα νότια της Μ. Ασίας), εν συνεχεία δε να τον επιβάλουν αντί του ” Ρωσσικού αγωγού” (Russian Pipeline: ο -τμηματικώς εξ αρχής υφιστάμενος- αγωγός που οδηγεί από το Τεγκίζ στο Νοβοροσίσκ και εκείθεν στον Πύργο της Βουλγαρίας, για να κα­ταλήξει στην Αλεξανδρούπολη)23.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, όμως, ότι η κατίσχυση επί της Ηπειρωτικής Δυνάμεως Ρωσσίας στον Πόλεμο των Αγωγών, είτε δια παρακάμψεως των εδαφών της είτε δια της απόσχισεώς τους από την κρατική επικράτεια (όρα Τσετσενία, Νταγκεστάν κ.λπ.), θα σήμαινε ότι «το ενεργειακό υποσύ­στημα της Κασπίας θα υπάγεται πλέον απολύτως στην αγγλο-σαξωνίκή σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής»24 – αλλά και δοθέντος ότι η μετα-σοβιετική Ρωσσία, ακριβώς εξ αιτίας της απώλειας του status της Παγκοσμίου Δυνάμεως, έχει έ­ντονο ενδιαφέρον στην διασφάλιση του status της ως Περι­φερειακής Δυνάμεως στην περιοχή που αποκαλεί “Εγγύς Εξωτερικό” – οι εντάσεις Δύσεως-Ρωσσίας φαίνονταν προ­γραμματισμένες (εξ ου και ο προαναφερθείς Pradetto ομι­λούσε, στα τέλη της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαε­τίας, για νέο Ψυχρό Πόλεμο).

*το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα (κεφάλαιο 1, σελ.13 – 31) από το βιβλίο «Ζητήματα Γεωπολιτικής & Διπλωματίας Ναυτικών και Ηπειρωτικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Κόσμο»(2007), του Ηλία Ηλιόπουλου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
** Ο Ηλίας Ηλιόπουλος γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παναπ/μίου Αθηνών και κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Μονάχου (Ludwig-Maximilians-Universität München), στους τομείς της Ιστορίας Ανατολικής & Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας και της Πολιτικής Επιστήμης. Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phill.) του αυτού Πανεπιστημίου. Η διδακτορική διατριβή του, βασισμένη σε εκτενή έρευνα των Βρεταννικών, Γερμανικών, Αμερικανικών και Ελληνικών Διπλωματικών Αρχείων, πραγματεύεται την θέση της Ελλάδος εντός του συσχετισμού ισχύος και επιρροής των Μεγάλων (Ναυτικών και Ηπειρωτικών) Δυνάμεων της εποχής και την ρεαλιστική Στρατηγική Ανασχέσεως της Αναθεωρητικής Απειλής κατά της Ελλάδος. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

  1. Για την έννοια του Χώρου και του Ομοιογενούς Χώρου παράβαλε Μά-ζη, Ιωάννου Θ., Γεωπολιτική. Θεωρία και Πράξί;. Αθήνα 2002, σελ. 45.
  2. Πρβλ. ως λίαν σημαντικό για την κατανόηση της θέσεως των ΗΠΑ στην μεταδιπολική περίοδο και για την ερμηνεία της Στρατηγικής τους: Brzezinski, Zbigniew, Die eingine Weltmacht; Amerikas Strategie der Vorherrschaft (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου:The Drand Chessboard; American Primary and Ist Geostrategic Imperatives), Frankfurt α.Μ., 1999. Επίσης:Kondylis, Panajotis, Planetarische nach dem kalten krieg, Berlin 1992.
  3.  Πρβλ. Huntington, Samuel Ρ., Die einsame Supermacht, εις: « Blätter für deutsche und international Politik», 5/99, σελ. 548 κ. εξ. Επίσης: Kissinger, Henry Α.. Die sechs Säulen der Weltordnung, Berlin 1994, σελ. 17. Επίσης: του ιδίου, Die Vernunft der Natioten (τίτλος Αμερικανικού πρω­τοτύπου: Diplomacy),Berlin 1996, σελ. 19. Επίσης:Layne, Christofer, The Unipollar Illusion:Why New Great Powers will Riseεις: « International Security», άνοιξη 1993, σελ. 16 κ. εξ.
  4. Πρβλ. Μάζη, όρ. ανωτ., σελ.  138.
  5. Όρ. ανωτ.. σελ. 186.
  6. Όρ. ανωτ.. σελ. 45.
  7. Kissinger, Die Vernunft der Nationen, σελ. 914. Για τις γεωπολιτικές, ι­στορικές και διεθνοπολιτικές βάσεις του Γάλλο-Γερμανικού Άξονος παράβαλε: Ηλιόπουλου. Ηλία, Ο ρόλος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, έκδοση ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων,Αθήνα 2005.
  8. Πρβλ. Huntington όρ. ανωτ.. σελ. 559. Κλασσικό παράδειγμα από την Νεώτερη Ιστορία συνιστά η σχέση Μ. Βρεταννίας — Ιταλίας κατά τον Με­σοπόλεμο. Η τότε ηγεμονική Παγκόσμιος Δύναμη αποδέχθηκε επί μακρόν την ανάληψη ρόλου Μεσαίας Περιφερειακής Δυνάμεως εκ μέρους της δεύ­τερης, ου μην αλλά και την προέτρεψε σ’ αυτόν τον ρόλο. για τους λόγους που εξηγούμε.
  9. Για την χρησιμοποίηση των μειονοτήτων από την δημοκρατική Γερμα­νία του Μεσοπολέμου προς ανατροπή του διεθνούς εδαφικού status quo, όρα Krekel, Norbert, Revisionsanspruch und geheime Ostpolitik der Weimarer Republik, Stuttgart 1973. Για την σύγχρονη γερμανική στρατηγι­κή εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης με μοχλό τις μειονότη­τες όρα Goldenbach, Walter von / Minow, Hans-Rüdiger / Rudig, Martin, Von Krieg zu krieg; die deutsche Aussenpolitik und die ethnische Parzellierung Europas, Berlin 1996. εν προκειμένω δε ιδία το κεφάλαιο:Ethnopolitische Polung und Recht auf Sezession; das Europäische Zentrum für Minderheitenfragen,σελ. 77-94.
  10. Μάζης, όρ. ανωτ., σελ. 39
  11. Όρ.  Newhouse, John, Bonn, der Weten und die Auflösung Jugoslawiens, εις: « Blätter für deutsche und international Politik», 10/92. Επίσης Joxe, Alain, Humanitarisme et empires, εις: «Le monde diplomatique», 1/1993. Επίσης Glenny, Misha, Jugoslawien, Der Krieg, der nach Europa kam, München 1993. Επίσης Glotz, Peter, Rokoko-Saal-Politik, Notizen Zur deutschen Aussenpolitik nach 1989, εις: «Neue Gesellschaft – Frankfurter Hefte», 7/93. Όρα επίσης την βαρυσήμαντη ομολογία του τότε Προέδρου της Γαλλίας Francois Mitterrand, «Le Monde», 21/1/1993.
  12. Huntington, ένθ. ανωτ., σελ. 560
  13. Μάζης, όρ. ανωτ,, σελ. 189.
  14. Brzezinski, όρ. ανωτ., σελ. 66 κ. εξ.
  15. Μάζης, όρ. ανωτ.. σελ. 185
  16. Kissinger, όρ. ανωτ., σελ. 918. Όρ. και σελ. 904 κ. εξ.
  17. Πρβλ. Brzezinski, A Plan for Europe, εις: « Foreign Affairs», January/February 1995, σελ. 26 κ. Εξ. Επίσης: Kissinger, ενθ. Ανωτ., σελ. 916
  18. Brzezinski, Die einzige Weltmachtσελ. 65 κ. εξ.
  19. Εννοεί την FYROM
  20. Budeswehr-Universität Hamburg, Institut für Internationale Politik  (έκδοση του), Pradetto, August, Konfliktmanagement durch militärische Intervention? Dilemmata westlicher Politik, Hamburg 1998.
  21. Όρ. ανωτ. Επίσης επίσης  Weidenhiller, Marta, Kaschmir oder Tibet als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO – Angriffen; neue Konstellatonen als Gegengewicht zu den USA gesucht, εις: «Die Welt», 10/50/1999.
  22. Όρ. Brzezinski, ένθ. ανωτ.; σελ. 181 χ. εξ.
  23. Περί του ζητήματος των ενεργειακών αγωγών πρβλ. Forsythe, Rosemarie, The Politics of Oil in The Caucasus and Central Asia, Adelphi Paper 300, London 1996.
  24. Μάζης, όρ. ανωτ., σελ.184

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου