Μονο-πολυπολικό σύστημα, στρατηγικά παίγνια και ανταγωνισμοί ισχύος
του Ηλία Ηλιόπουλου**
Η μετα-διπολική περίοδος, την οποία διανύουμε μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, χαρακτηρίζεται από την παρουσία στο διεθνές σύστημα μιας και μόνης Παγκοσμίου Δυνάμεως: των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ΗΠΑ είναι, πρώτον, η μόνη Δύναμη η οποία διαθέτει ίδιον Φυσικό Γεωγραφικό Χώρο (Raum), του οποίου μάλιστα έχει επιτύχει την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση, καθιστώντας τον Ομοιογενή[1] και τον οποίο είναι σε θέση να υπερασπίζεται αποτελεσματικός έναντι έξωθεν επιβουλών – αναδεικνύοντας τον έτσι, από γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής επόψεως, σε Μείζονα Χώρο (Grossraum). Δεύτερον, πέραν αυτού, οι ΗΠΑ ως Ναυτική Δύναμη είναι η μόνη Δύναμη που διαθέτει δυνατότητες αναπτύξεως δράσεως επί παγκοσμίου / πλανητικού επιπέδου, τις οποίες και δεν επιθυμεί σε καμμία περίπτωση να δει να συρρικνούνται ή να παρεμποδίζονται από άλλες Δυνάμεις.2
Ωστόσο, οι εγκυρότεροι στρατηγικοί αναλυτές των υπερατλαντικών δεξαμενών σκέψεως συμφωνούν στην διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ είναι μεν η μόνη ΠαγκόσμιοςΔύναμη (World Power/Weltmacht), πλην όχι και η μόνη Μεγάλη Δύναμη (Great Power/Grossmacht), και ως εκ τούτου χαρακτηρίζουν το επί του παρόντος υφιστάμενο διεθνές σύστημα ως «μονο-πολυπολικό» (uni–multipolar system), συμπίπτουν δε στην εκτίμηση ότι πρόκειται για μεταβατικό φαινόμενο περιορισμένης χρονικής διάρκειας μερικών δεκαετιών, μέχρι την ολοκληρωτική διαμόρφωση του νέου πολυ-πολικού (multipolar) συστήματος του 21ου αιώνος. Κατά την ανάλυση τους, το αυριανό διεθνές σύστημα θα σύγκειται από πέντε ή έξι ισχυρούς Πόλους Ισχύος, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ θα κατέχουν -στην πλέον ευνοϊκή γι’ αυτές περίπτωση- την θέση του “primus inter pares”, ενώ στην χειρότερη για τις ίδιες περίπτωση θα υπερκερασθούν από μία ΕυρασιατικήΔύναμη3.
Επί μακρό χρονικό διάστημα, μέχρι της λήξεως του Ψυχρού Πολέμου, φαινόταν ότι η νέα Δύναμη η οποία, ως συγκροτημένος και ολοκληρωμένος από πάσης απόψεως Πόλος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος θα διεκδικούσε μελλοντικώς την στρατηγική πρωτοκαθεδρία έναντι των ΗΠΑ, θα ήταν μία ένωση των Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, κυρίως εξ αιτίας της οικονομικής της ισχύος και δεδομένης πάντοτε της οικονομικής φύσεως των διεθνών Κέντρων Ισχύος, στην δημιουργία των οποίων καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου4. Εντούτοις, η ψυχρή και απηλλαγμένη ιδεοληψιών παρατήρηση οδηγεί αβιάστως στην διαπίστωση ότι «οντότητα κάποιου υπερεθνικού ευρωπαϊκού συνόλου δεν υφίσταται»·5 Τρεις ισχυροί λόγοι παρεμπόδισαν μία εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή:
α) Η παραμένουσα -πίσω από τους υπέρ της Ευρώπης πανηγυρικούς των επισήμων και της νομενκλατούρας των Βρυξελλών- ισχυρή αμοιβαία δυσπιστίαμεταξύ των σημαντικών Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ο.Δ. Γερμανίας).
β) Η αντιφατική στάση τους έναντι της Παγκοσμίου Δυνάμεως (ΗΠΑ): Υπό την προστασία της οικοδομούν, επί δεκαετίες, ένα δικό τους Οικονομικό Χώρο, του οποίου όμως η ενδεχόμενη πολιτική και αμυντικοπολιτική αυτονόμηση θα οδηγούσε νομοτελειακώς σε σύγκρουση ακριβώς με αυτήν την «Προστάτιδα»Παγκόσμιο Δύναμη.
γ) Οι εκτεταμένες δυνατότητες ασκήσεως επιρροής, εκ μέρους των ΗΠΑ, σε κάθε μια από τις δευτερεύουσες Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις. Η Παγκόσμιος Δύναμη έχει την άνεση, επί παραδείγματι, πότε να αποδίδει στην Μ. Βρεταννία το προνομιακό status της «Ειδικής Σχέσεως» (όρα την Αγγλο-Αμερικανική “special relationship” καθ’ όλην την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου), πότε πάλι να κολακεύει την επανενωθείσα Γερμανία, αναγορεύοντας την, άμα τη αποκτήσει της εθνικής κυριαρχίας της, σε «εταίρο εν ηγεμονία» – “partner in leadership”, κατά την περίφημη διακήρυξη του Προέδρου George Bush (του πρεσβυτέρου), την οποία επανέλαβε αργότερα και ο Πρόεδρος Bill Clinton).
Η πραγματικότητα έμελλε να διαψεύσει τους ευσεβείς πόθους των ζηλωτών ενός (ολοκληρωτικής υφής και πρακτικής) Υπερ-Εθνικού / Μετά-Εθνικού Προοδευτισμούπερί της δήθεν επικείμενης εκλείψεως του εδαφικού/ πατριωτικού συναισθήματος και της εθνικής συνειδήσεως, ιδεολογίας, σημειολογίας και μυθολογίας και περί καταργήσεως του Έθνους-Κράτους. Αντιθέτως, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος σήμανε μία άνευ προηγουμένη «επάνοδο» των εθνοπολιτισμικών ταυτοτήτων και ιδιαιτεροτήτων στο πολιτικό και πολιτισμικό προσκήνιο, και δη όχι μόνον στην πάλαι ποτέ Σοβιετική σφαίρα επιρροής αλλά, εξ ίσου εντυπωσιακώς, και σε ολόκληρη την επικράτεια της Δυτικής Ευρώπης. από τα ορεινά της Σκωτίας έως τις ακτές της Καταλωνίας.
Έτσι, κατά ιστορική ειρωνεία, ειδικά από την (δοξασθείσα ως) στιγμή του θριάμβου, την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστρίχτ (1992), και εξής. έμελλε να καταδειχθεί στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση σταδία απείχε μιας όντως «Ενωμένης Ευρώπης» – ή, για να μιλήσουμε με επιστημονικούς όρους, αυτός ο υπό διαμόρφωσιν Νέος Πόλος Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος δεν αποτελεί (ακόμη, τουλάχιστον) ενιαία Δύναμη, αλλά Χώρο Πεδίου Δυνάμεων (l’ espace champ des forces)6. Άλλωστε, και αυτή ακόμη η ονομασία «Ευρωπαϊκή Ένωση» ελέγχεται, ως γνωστόν, ως απολύτως ανακριβής επί της (νομικής και πολιτικής) ουσίας καθώς αποδίδει το ευκταίον και το επιτευχθησόμενο, όχι το όντως όν και επιτευχθέν – ασχέτως εάν η μεταεθνικώς αυτοπροσδιοριζόμενη γραφειοκρατική ελίτ των Βρυξελλών τον έθεσε τεχνηέντως σε κυκλοφορία την επομένη του Μάαστριχτ (μέσω ενός μηχανισμού χειραγωγήσεως της Κοινοποιούμενης Γνώμης, ο οποίος, σημειωτέον, παραπέμπει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα).
Η περιγραφείσα εξέλιξη οφείλεται στην μεταβολή του γεωπολιτικού τοπίου μετά το 1990. Η ενοποιητική διαδικασία της Δυτικής Ευρώπης, την οποία είχαν ακολουθήσει επί τέσσερεις συναπτές δεκαετίες, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηπειρωτικές Δυνάμεις Γαλλία και ΟΔΓ (με την ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ) εξυπηρετούσε συγκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις για κάθε δρώντα. Στοχεύσεις, εν μέρει μεν συγκλίνουσες (αντιμετώπιση της Σοβιετικής Απειλής, σταθεροποίηση και ενδυνάμωση του υφισταμένου κοινωνικο-οικονομικού και, πολιτειακού καθεστώτος), εν μέρει, όμως όλως διάφορες μεταξύ τους. Η μεν Γαλλία εκτιμούσε ότι δι’ αυτού του τρόπου θα απαντούσε επιτέλους στο κρίσιμο, υπαρξιακό για την ίδια, Γερμανικό Ζήτημα, ούτως ώστε να μην αντιμετωπίσει, για τέταρτη φορά από το 1871, άμεση και ορατή απειλή κατά της Εθνικής της Ασφάλειας. Η δε Γερμανία θεωρούσε ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος ήταν γι’ αυτήν, υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες, ο καταλληλότερος και ασφαλέστερος, προκειμένου να υπερβεί την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει μετά την στρατιωτική ήττα της και να ανακτήσει ευχέρεια διπλωματικών χειρισμών, Οικονομικό Χώρο (ΕΟΚ), στρατιωτική ισχύ (Επανεξοπλισμός. ίδρυση Bundeswehr), πλήρη Εθνική Κυριαρχία («Συνθήκη Τεσσάρων συν Δύο» του 1990) και αποκατάσταση της πληγείσης εδαφικής ακεραιότητος (Επανένωση των δύο Γερμανιών). Την ουσία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας συνιστούσε η περίφημη «σιωπηρά συμφωνία» (Kissinger) μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων: «Η ΟΔΓ απεδέχετο τον ηγετικό ρόλο της Γαλλίας επί πολιτικών ζητημάτων εντός της ΕΟΚ, λαμβάνουσα εις αντάλλαγμα το δικαίωμα βαρύνοντος λόγου επί οικονομικών υποθέσεων.» Αυτό το δόγμα ετέθη εν αμφιβόλω από την Επανένωση και εξής, εξ αιτίας της άρδην μεταβολής του στρατηγικού τοπίου.
Συνεπεία των ανωτέρω παρατηρήθηκε στην πρώτη μετα-ψυχρο-πολεμική δεκαετία η ακόλουθη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο ευρωπαϊκό στρατηγικό τοπίο: Αντί της προσδοκώμενης (μέχρι της δεκαετίας του “80) εμφανίσεως μίας ισχυρής και ενιαίας Μέσης Δυνάμεως «Ευρώπη» εμφανίσθηκαν, εκ νέου, οι παραδοσιακές (Βεστφαλιανές) επιμέρους Μεσαίες Δυνάμεις σε ένα ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ τους. ο οποίος εκδηλώθηκε πλέον ανοικτά στον Χώρο Πεδίου Δυνάμεων που λέγεται Ευρώπη και στην πολιτική/θεσμική του έκφραση (ΕΟΚ/ΕΕ) αφ’ ης στιγμής εξέλιπε το αντίπαλον δέος. Οι επιμέρους Δυνάμεις, αξιοποιούσες τους υφισταμένους Κοινοτικούς θεσμούς ή δημιουργώντας νέους – προκειμένου να περιβάλουν με κοινοτικό νομιμοποιητικό ένδυμα τις ιδιαίτερες στρατηγικές στοχεύσεις τους και, συνεπώς, τις προς εξυπηρέτηση τους ακολουθητέες πολιτικές – αλλά και φανερά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους για την εύνοια της υπερατλαντικής επικυριάρχου. φαίνονταν, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας, να διεκδικούν, εκάστη για λογαριασμό της, την περιφερειακή ηγεμονία στον Χώρο της ηπείρου.
Η ιστορική μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι δυνητικά Περιφερειακές Δυνάμεις(Regional Powers/ Regionalmächte) επιχειρούν πάντοτε να καλύψουν το περιφερειακό κενό ισχύος, το οποίο προκύπτει ειδικά σε περιόδους διασαλεύσεως της ισορροπίας δυνάμεων και, συνακόλουθα, διαταράξεως της σταθερότητας του διεθνούς συστήματος. Συνήθως δε επιχειρούν να το πράξουν υπό το αδιάφορο βλέμμα της εκάστοτε Παγκοσμίου Δυνάμεως, η οποία έχει εκείνη την ώρα άλλες πολιτικές προτεραιότητες. Ρεαλιστικές δυνατότητες πραγματοποιήσεως των επιδιώξεων της αποκτά μία Μέση Δύναμη όταν και εφ’ όσον η ηγεμονεύουσα Δύναμη αποφασίσει να την χρίσει Περιφερειακή Δύναμη, αφ’ ενός επειδή κρίνει ότι τούτο ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της και αφ’ ετέρου επειδή η ίδια ηΠαγκόσμιος Δύναμη, για ποικίλους λόγους (εσωπολιτικούς, οικονομικούς κ.λπ.)δεν μπορεί ή δεν θέλει, στην συγκεκριμένη συγκυρία, να επωμίζεται αυτό το βάρος8.
Εν τούτοις, η διαταραχθείσα διεθνής σταθερότητα κάθε άλλο παρά αποκαθίσταται με την -κατά κανόνα ορμητική-εμφάνιση του φιλόδοξου «αναπληρωτού» (τηςανερχόμενης δηλαδή Περιφερειακής Δυνάμεως). Απ’ εναντίας, το ούτως ή άλλως ασταθές στρατηγικό τοπίο επιδεινούται, ακριβώς επειδή πρόκειται για μίαμεταβατική φάση, κατά την διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αναδιανομή ισχύος(power redistribution/ Machtumverteilung) με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κίνδυνοι για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια. Η εξέλιξη αυτή, όμως, υποχρεώνει τώρα την Παγκόσμιο Δύναμη να επέμβει πλέον, παρά τις αρχικές της προθέσεις, αφ’ ενός μεν για να σταθεροποιήσει το φίλιο στρατόπεδο (Konsolidierung des eigenen Lagers) και να επαναβεβαιώσει την συμφωνία όλων των στρατηγικών δρώντων της θιγομένης περιφέρειας στον κοινό ρόλο. όπως αυτός φυσικά καθορίζεται από την ίδια, αφ’ ετέρου δε για να διαδηλώσει προς τα έξω. προς τους τρίτους, το αδιαμφισβήτητον του ρόλου αυτού (Power projection / Machtprojektion),
Το τυπικώτερο παράδειγμα του ανωτέρω εκτεθέντος στρατηγικού συσχετισμού είναι, στην μετα-διπολική περίοδο, ο εκδηλωθείς καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ανταγωνισμός ισχύος ΗΠΑ – ΟΔΓ (και, εν τινι μετρώ. Αμερικής – Ευρώπης) στην ΝΑ. Ευρώπη, με επίκεντρο τον χώρο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας. Διότι για τον στρατηγικό αναλυτή είναι αυτονόητο ότι τα συμβεβηκότα. από Δυτικής πλευράς, στον χώρο αυτό ελάχιστα και μόνον κατ επίφασιν είχαν να κάνουν με την μοίρα των Αλβανών ή των Σέρβων, των Κροατών ή των Μουσουλμάνων, ενώ πολλαπλώς σχετίζονταν με την περαιτέρω εξέλιξη του υπό διαμόρφωσιν Ευρωπαϊκού Πόλου Διεθνούς Ισχύος και την μελλοντική θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα.
Από της Επανενώσεως και εξής, οι Γερμανοί ιθύνοντες, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρον τους κοινοτικούς θεσμούς και μηχανισμούς, διεξεδίκησαν για την χώρα τους τον ρόλο της ηγετικής Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη και επεδίωξαν να καλύψουν το κενό ισχύος το οποίο προέκυψε εκ της αποχωρήσεως της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Παγκοσμίου Δυνάμεως από την Μεσευρώπη (Mittleleuropa) και την ΝΑ. Ευρώπη (Südosteuropa). Εν προκειμένω, οι ιθύνοντες της Γερμανικής Πολιτικής δεν αρκέσθηκαν μόνον στην οικονομική ισχύ της χώρας, αλλά κατέφυγαν και στην παραδοσιακή στρατηγική εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης δια της χρησιμοποιήσεως των μειονοτήτων και εθνοτικών ομάδων – σημειωτέον: η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής ουδόλως περιορίζεται στην περίοδο 1933-45, όπως συχνά (εσφαλμένα) νομίζεται, αλλά ανάγεται στην εποχή της δημοκρατικής Γερμανίας του Μεσοπολέμου, όπως κατέδειξε ο Norbert Krekeler9.
Έχει, ορθώς, επισημανθεί – και στην μεταψυχροπολεμική συγκυρία – η προσφυγή του διεθνούς Ηγεμονισμού στην πρακτική της «δημιουργία(ς) νέων ανίσχυρων εθνοτικοκρατικών οντοτήτων, οι οποίες αποκτούν την – από διεθνολογική πλευρά – ανεξαρτησία τους (…)», αλλ’ οι οποίες, όμως, «καθίστανται απολύτως αλώσιμες από πάσης φύσεως ηγεμονικές ολοκληρώσεις (,..)»10. Στην προκειμένη περίπτωση, από τότε που η Ομοσπονδιακή Γερμανική Κυβέρνηση έλαβε μόνη της την ιστορική απόφαση να προβεί στην διπλωματική αναγνώριση της αποσχίσεως των επί μέρους Δημοκρατιών της Ο.Σ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, επιβάλλουσα εν συνεχεία την επιλογή της αυτή στους εταίρους της της Ε.Κ. – ενέργεια που στην διεθνή βιβλιογραφία θεωρείται ο καταλύτης της Γιουγκοσλαβικής τραγωδίας11 – από τον Δεκέμβριο του 1991, λοιπόν, δεν έλλειψαν οι ενδείξεις ότι η Γερμανική Εξωτερική Πολιτική ευνοεί την εμφάνιση πολλών, σχετικής μόνον βιωσιμότητας, κρατικών μορφωμάτων στην Βαλκανική, ενώ απ’ εναντίας αντιμετωπίζει αρνητικώς την ανάδειξη μεσαίου μεγέθους Περιφερειακών Δυνάμεων στην περιοχή ή την ενδυνάμωση των δυνητικών Περιφερειακών Δυνάμεων που συνιστούν τα ιστορικά Έθνη-Κράτη της περιοχής.
Η Παγκόσμιος Ναυτική Δύναμη (ΗΠΑ), από την πλευρά της, σαφώς ενεθάρρυνε, από της Επανενώσεως και εξής. την Γερμανία στην ανάληψη «μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης», κατά την τρέχουσα ορολογία, και ανεβάθμισε την Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης σε εταίρο εν ηγεμονία. Από των αρχών ήδη της δεκαετίας του ’90 διεφάνη μία αμερικανική επιθυμία να αναλάβει η επανενωθείσα Γερμανία τον ρόλο της Περιφερειακής Δυνάμεως στην γηραιά ήπειρο. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, θα ήσαν οι Γερμανοί, όχι οι Αμερικανοί, εκείνοι που θα επωμίζονταν τα οικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων οικονομιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και δεύτερον, δεν θα επιβαρύνονταν πλέον οι Αμερικανοί με την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην περιοχή, αφού ο ρόλος αυτός επεφυλάσσετο στους Γερμανούς. Όπως το έθεσε και ο Αμερικανός αναλυτής Samuel Huntington, «δεν υπάρχει κανείς λόγος, γιατί θα έπρεπε να αναλάβουν οι Αμερικανοί την ευθύνη για την διατήρηση της τάξεως, εάν τούτο μπορεί να συμβεί τοπικώς12.»Συνεπώς – λαμβανομένης οπ’ όψιν της θεωρήσεως της Ουάσιγκτων, σύμφωνα με την οποία «υπό το παρόν καθεστώς αμυντικής εξαρτήσεως της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, οποιαδήποτε διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Χώρου καθίσταται αυτομάτως επέκταση του πεδίου αμέσου πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ μέσω της Νατοϊκής διευρύνσεως», ενώ «αντιστρόφως, χωρίς διατλαντικούς δεσμούς, η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην Ευρασία καταλύεται αμέσως»13 -ο καλύτερος τρόπος «να συμβεί αυτό τοπικώς»- σε αυτό συμπίπτουν οι σπουδαιότεροι στρατηγικοί εγκέφαλοι των ΗΠΑ από τον Kissinger ως τον Brzezinski – είναι να επωμισθεί την αποστολή μίαΓερμανία, η οποία θα διαθέτει μεν ευχέρεια τακτικών χειρισμών, της οποίας όμως τον στρατηγικό έλεγχο θα εγγυάται η θεσμοθετημένη, και εξασφαλιζόμενη μέσω ΝΑΤΟ, Πρόσδεση της στο άρμα της Δύσεως, δηλαδή των ΗΠΑ (Westbindung).
Η ανάθεση, κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή, του νέου αυτού διεθνούς ρόλου στην ΟΔΓ καθίστατο ακόμη ελκυστικώτερη επιλογή για την Ηγεμονική Δύναμη εάν συνυπολογισθεί ότι ο άλλοτε προνομιακός στρατηγικός εταίρος της, η Μ.Βρεταννία, εθεωρήθη, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ότι δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας τον ρόλο αυτό (ο Brzezinski δεν την συγκαταλέγει καν στους πέντε κρίσιμους για την Αμερικανική Πλανητική Ηγεμονία «γεωστρατηγικούς δρώντες» της «Ευρασιατικής σκακιέρας», κατά την ορολογία του).
Εξ άλλου, για την έτερη Δύναμη που διεκδικεί πεισμόνως ρόλο Περιφερειακής Δυνάμεως στην Ευρώπη, την Γαλλία, δεν ετίθετο ζήτημα ούτως ή άλλως, αφού -πέραν του ότι επίσης δεν μπορεί (“postimperial Δύναμη μέσου βεληνεκούς” την χαρακτηρίζει ο Brzezinski)- και αν ακόμη μπορούσε, θα επιθυμούσε μία Ευρώπη ανεξάρτητη των ΗΠΑ14. Όθεν η Ουάσιγκτων εφάνη να καταλήγει στην Γερμανία, ως την καταλληλότερη λύση, ή ακριβέστερα: μία υπό Γερμανική, λίγο-πολύ, ηγεμονία Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ανάγνωση του στρατηγικού τοπίου δεν παύει όμως εδώ, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά συνεχίζεται, παρουσιάζοντας μας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρώς υπ’ όψιν μας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα διεθνή δρώμενα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας, ένα στοιχείο που εκ πρώτης όψεως εμπεριέχει οξύμωρο χαρακτήρα. Παραλλήλως προς την ενθάρρυνση των Γερμανών να επιδείξουν «ισχυρότερη διεθνοπολιτική αυτοπεποίθηση» και να επωμισθούν «ηυξημένη διεθνή ευθύνη», οι ΗΠΑ εφαρμόζουν, το αργότερο από των μέσων της δεκαετίας του ’90, μία ευκρινήΣτρατηγική Προληπτικής Ανασχέσεως. Ορμώμενοι από την επιτυχία της Containment Policy που είχαν ακολουθήσει την εποχή του Διπολισμού έναντι του τότε στρατηγικού αντιπάλου τους (ΕΣΣΔ), οι ιθύνοντες της Αμερικανικής Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας προκρίνουν και υλοποιούν μία Στρατηγική με διττό σκοπό:
α) Την προληπτική ανάσχεση της μετασοβιετικής Ρωσσίας, όπερ βεβαίως δεν ξενίζει τον ρεαλιστή αναλυτή καθώς «σε κάθε γεωστρατηγική προσέγγιση της Ουάσιγκτων εμφανίζεται ο διάχυτος φόβος για τον Ρωσσικό κίνδυνο»15. Ή, όπως το έθεσε ο Kissinger: «Να κρατηθεί η Ρωσσία σε θέση ρουά-ματ!» Αυτό οφείλει να καταστεί το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ έναντι της μετα-σοβιετικής Ρωσσίας, συμβούλευε προ ετών τους Αμερικανούς διπλωμάτες και πολιτικούς ο Μέντωρ της αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής (στο ογκώδες σύγγραμμα του ” Διπλωματία”)για την περί -πτώση που η βαρύτατα ασθενούσα Δύναμη ήθελε αναρρώσει και. επανέλθει ακμαία στο διεθνές σύστημα, πράγμα για το οποίο ο ίδιος εφαίνετοαπολύτως βέβαιος ότι θα συμβεί, θάττον ή βράδιον16 (και ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει επί Προεδρίας Βλαδίμηρου Πούτιν).
β) την προληπτική ανάσχεση της Ευρώπης17 (ανάγνωθι: «Πυρήνας» της ΕΕ υπό την διεύθυνση του Γάλλο-Γερμανικού Άξονος), για την περίπτωση καθ’ ην η τελευταία επε-τύγχανε κάποιαν ημέρα, παρά πάσαν προσδοκία, πρόνοια και Ατλαντική πρόσδεση, να αυτονομηθεί πολιτικώς και να χειραφετηθεί στρατηγικώς από τις ΗΠΑ, αναδεικνυόμενη τοιουτοτρόπως σε ολοκληρωμένο Πόλο Συγκεντρώσεως Διεθνούς Ισχύος και, επομένως, σε αξιόπιστο ανταγωνιστή της Παγκοσμίου Δυνάμεως.
Την πληρέστερη, εναργέστερη και συνάμα αφοπλιστικώς ελικρινέστερη κατάθεση της Αμερικανικής Στρατηγικής Προληπτικής Ανασχέσεως την οφείλουμε στον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, τον Zbigniew Brzezinski, ο οποίος διετύπωνε, στο παγκοίνως γνωστό πλέον βιβλίο του “Η Μεγάλη Σκακιέρα”, ως δόγμα της Αμερικανικής Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον το εξής:Ως εναπομείνασα Παγκόσμιος Δύναμη,οι ΗΠΑ οφείλουν να επαγρυπνούν, ώστενα μην υπάρξει έμπρακτη και επιτυχήςαμφισβήτηση της ηγεμονίας τους από καμμία Περιφερειακή Δύναμη. Οι πιθανοί στρατηγικοί ανταγωνιστές εντοπίζονται στον Ευρασιατικό Χώρο.Οπότε τα τρία ζητούμενα για την Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας είναι, κατά τον αναλυτή (χρησιμοποιεί ορολογία παραπέμπουσα στο Imperium Romanum και στον Φεουδαλικό Μεσαίωνα):
“Να παρεμποδισθούν συμφωνίες μεταξύ των vasalles και να διατηρηθεί η εξάρτηση τους από την Αυτοκρατορία σε ζητήματα ασφαλείας, να κρατηθούν υποταγμένα τα φόρου υποτελή κράτη και να ληφθεί μέριμνα ότι οι βαρβαρικοί λαοί δεν θα συμπήξουν μέτωπο”18.
Ακολουθώντας το φεουδαλικό σύστημα, ονομάζει “vasalles” τις μεγαλύτερες σχετικά Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις.. που, όπως οι μεσαιωνικοί Ιππότες, χαίρουν ελευθεριών και προνομίων, πλην είναι αφοσιωμένες στον υπερατλαντικό Ηγεμόνα δια των δεσμών της fidelité, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Φόρου υποτελή κράτη είναι, κατά τα συμφραζόμενα, τα λοιπά μέλη του ΝΑΤΟ και, γενικώς, οι μικρότερης σημασίας σύμμαχοι των ΗΠΑ. Τέλος, Βαρβαρικοί λαοί. που δεν επιτρέπεται να συνασπισθούν εναντίον της Αυτοκρατορίας, είναι οι Ρώσσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοίκ,λπ. Εν προκειμένω, ο Brzezinski επαναδιατύπωσε ουσιαστικώς, για την μεταψυχροπολεμική περίοδο -με γλαφυρό και εμπνευσμένο από το σωρευμένο εμπειρικό κεφάλαιο της ιστορίας τρόπο- τον στρατηγικό σκοπό της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, όπως προσφυώς, άμα δε και σαφώς, τον είχε εκφράσει ο πρώτος Γ.Γ. του Ν ΑΤΟ Λόρδος ismay: “to keep the Americans in (Europe), the Russians out and the Germans down”.
Αυτόν τον στρατηγικό στόχο, δηλαδή την προληπτική ανάσχεση των δυνητικών αυριανών αντιπάλων – της μετασοβιετικής Ρωσσίας και, ενδεχομένως, της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – ήλθε να υπηρετήσει η επίθεση των ΗΠΑ και των Συμμάχων τους εναντίον της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας της 24ης Μαρτίου 1999 (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε εξ επόψεως Διεθνούς Δικαίου σαφώς παράνομη, παρά τις ευρηματικές απόπειρες μιας οιονεί κανονιστικής/ιδεολογικής νομιμοποιήσεως, όπως άλλωστε πάντα συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά και ασχέτως του λυπηρού γεγονότος ότι όχι μόνον δεν ήγειρε την θυελλώδη αντίδραση -όπως στην πιο πρόσφατη περίπτωση του Ιρακ- αλλά, αντιθέτως, συνήντησε την πλήρη και ολόψυχη υποστήριξη των εκπροσώπων τηςΥπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ στον χώρο των ΜΜΕ και της «διανόησης», επειδή προφανώς εγένετο εν ονόματι των τρεχόντων ιδεολογημάτων του Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού). Σχετικώς, λοιπόν, προς την επίθεση έγραφε ο Καθηγητής AugustPradetto, από το Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής του Γερμανικού Στρατιωτικού Πανεπιστημίου (Αμβούργου), ήδη από το θέρος του 1998, τα εξής αποκαλυπτικά ως προς την γεωπολιτική, γεωστρατηγική και γεωοικονομική ουσία του ζητήματος – μακράν των (στα πλαίσια των διεξαγόμενων Ψυχολογικών Επιχειρήσεων κυκλοφορούντων) προπαγανδιστικών προπετασμάτων:
«Ως προς την θεματική της ενταθείσης συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την Αλβανία και την Μακεδονία (εννοεί την FYROM), της ιδρύσεως ενός “Γραφείου Συνδέσμου”, της εκμεταλλεύσεως στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις χώρες αυτές και της από κοινού με το ΝΑΤΟ διεξαγωγής στρατιωτικών γυμνασίων, εξεφράσθη η επιφύλαξη ότι, υπό το πρόσχημα της ανασχέσεως της κρίσεως του Κοσσυφοπεδίου, το ΝΑΤΟ οικοδομεί την παρουσία του στην ΝΑ. Ευρώπη και δημιουργεί για τον εαυτόν του νέες επιχειρησιακές επιλογές και στρατηγικές θέσεις στην ΝΑ. Ευρώπη – είτε ένεκα προετοιμασίας ενός νέου γύρου διευρύνσεως (του ΝΑΤΟ) είτε δια της δημιουργίας ενός άξονος από Ουγγαρίας, μέσω της Κροατο-Βοσνιακής Ομοσπονδίας (επιτευχθείσης χάρις στις ΗΠΑ, το 1994). του Κοσσυφοπεδίου, της Αλβανίας και της Μακεδονίας19, μέχρι την Τουρκία.»20
Και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Bundeswehr συνέχιζε:
“Η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς νομιμοποίηση από το Σ. Α. του ΟΗΕ και επί τη βάσει μιας εντολής την οποία το ίδιο το ΝΑΤΟ θα έδιδε στον εαυτόν του. εκτιμώντας μία κατάσταση ως απειλούσα την ασφάλεια και χρήζουσα στρατιωτικών μέτρων, εκτιμάται ως προηγούμενο για ενδεχόμενες μελλοντικές επεμβάσεις στην άμεσο προθάλαμο της Ρωσσίας. π.χ. στον Καύκασο, δια της αξιοποιήσεως εθνοτικών διενέξεων και διακρατικών ερίδων. Εκεί, όπου έχει ξεσπάσει, μία δριμύτατη μάχη ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικών και Ρωσσικών πετρελαϊκών εταιρειών – και μεταξύ στρατηγικών συμφερόντων Ουάσιγκτων και Μόσχας – περί τα κοιτάσματα πετρελαίου της Κασπίας και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τους (…) Υπό την έννοια αυτή, είναι πράγματι ορατές οι απαρχές ενός νέου “μίνι Ψυχρού Πολέμου”, στον οποίο όμως η Ρωσσία ξεκινά από θέσεις αφετηρίας πολύ χειρότερες απ ό.τι το 1945.”21
Την μείζονα σημασία του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας ως κρίσιμης γεωπολιτικής Περιοχής για τον έλεγχο του Ανατολικού Ευρασιατικού Χώρουεξαίρουν οι Αμερικανοί αναλυτές, ο Brzezinki μάλιστα την ονομάζει “Ευρασιατικά Βαλκάνια” – κατ’ αντιδιαστολήν προς τα Νοτιο-Ευρωπάικά Βαλκάνια που επιτρέπουν στον επικυρίαρχό τους τον έλεγχο του Δυτικού Ευρασιατικού Χώρου. Από την περιοχή πρέπει, κατά τον Αμερικανό ειδήμονα, να κρατηθούν οπωσδήποτε μακράν οι Ρώσσοι22.
Για τις ΗΠΑ, η διασφάλιση της προσβάσεως τους στα ενεργειακά αποθέματα της Κασπίας και Κ. Ασίας, αλλά και τους εξ αυτής εκκινούντες ενεργειακούς αγωγούς –με παράλληλο αποκλεισμό της ρωσσικής προσβάσεως – αποτελεί μείζονα στρατηγικό στόχο. Για τον λόγο αυτό, ισχυροί Αμερικανικοί κύκλοι συνέπραξαν προκειμένου, αρχικώς, να καταστήσουν δυνατό τον λεγόμενο ” τουρκικό αγωγό”(Turk Pipeline: ο αγωγός πετρελαίου που οδηγεί από το Μπακού στο Τουρκικό λιμάνι του Τσεϋχάν στα νότια της Μ. Ασίας), εν συνεχεία δε να τον επιβάλουν αντί του ” Ρωσσικού αγωγού” (Russian Pipeline: ο -τμηματικώς εξ αρχής υφιστάμενος- αγωγός που οδηγεί από το Τεγκίζ στο Νοβοροσίσκ και εκείθεν στον Πύργο της Βουλγαρίας, για να καταλήξει στην Αλεξανδρούπολη)23.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, όμως, ότι η κατίσχυση επί της Ηπειρωτικής Δυνάμεως Ρωσσίας στον Πόλεμο των Αγωγών, είτε δια παρακάμψεως των εδαφών της είτε δια της απόσχισεώς τους από την κρατική επικράτεια (όρα Τσετσενία, Νταγκεστάν κ.λπ.), θα σήμαινε ότι «το ενεργειακό υποσύστημα της Κασπίας θα υπάγεται πλέον απολύτως στην αγγλο-σαξωνίκή σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής»24 – αλλά και δοθέντος ότι η μετα-σοβιετική Ρωσσία, ακριβώς εξ αιτίας της απώλειας του status της Παγκοσμίου Δυνάμεως, έχει έντονο ενδιαφέρον στην διασφάλιση του status της ως Περιφερειακής Δυνάμεως στην περιοχή που αποκαλεί “Εγγύς Εξωτερικό” – οι εντάσεις Δύσεως-Ρωσσίας φαίνονταν προγραμματισμένες (εξ ου και ο προαναφερθείς Pradetto ομιλούσε, στα τέλη της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας, για νέο Ψυχρό Πόλεμο).
*το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα (κεφάλαιο 1, σελ.13 – 31) από το βιβλίο «Ζητήματα Γεωπολιτικής & Διπλωματίας Ναυτικών και Ηπειρωτικών Δυνάμεων στον Σύγχρονο Κόσμο»(2007), του Ηλία Ηλιόπουλου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
** Ο Ηλίας Ηλιόπουλος γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παναπ/μίου Αθηνών και κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Μονάχου (Ludwig-Maximilians-Universität München), στους τομείς της Ιστορίας Ανατολικής & Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας και της Πολιτικής Επιστήμης. Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phill.) του αυτού Πανεπιστημίου. Η διδακτορική διατριβή του, βασισμένη σε εκτενή έρευνα των Βρεταννικών, Γερμανικών, Αμερικανικών και Ελληνικών Διπλωματικών Αρχείων, πραγματεύεται την θέση της Ελλάδος εντός του συσχετισμού ισχύος και επιρροής των Μεγάλων (Ναυτικών και Ηπειρωτικών) Δυνάμεων της εποχής και την ρεαλιστική Στρατηγική Ανασχέσεως της Αναθεωρητικής Απειλής κατά της Ελλάδος. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- Για την έννοια του Χώρου και του Ομοιογενούς Χώρου παράβαλε Μά-ζη, Ιωάννου Θ., Γεωπολιτική. Θεωρία και Πράξί;. Αθήνα 2002, σελ. 45.
- Πρβλ. ως λίαν σημαντικό για την κατανόηση της θέσεως των ΗΠΑ στην μεταδιπολική περίοδο και για την ερμηνεία της Στρατηγικής τους: Brzezinski, Zbigniew, Die eingine Weltmacht; Amerikas Strategie der Vorherrschaft (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου:The Drand Chessboard; American Primary and Ist Geostrategic Imperatives), Frankfurt α.Μ., 1999. Επίσης:Kondylis, Panajotis, Planetarische nach dem kalten krieg, Berlin 1992.
- Πρβλ. Huntington, Samuel Ρ., Die einsame Supermacht, εις: « Blätter für deutsche und international Politik», 5/99, σελ. 548 κ. εξ. Επίσης: Kissinger, Henry Α.. Die sechs Säulen der Weltordnung, Berlin 1994, σελ. 17. Επίσης: του ιδίου, Die Vernunft der Natioten (τίτλος Αμερικανικού πρωτοτύπου: Diplomacy),Berlin 1996, σελ. 19. Επίσης:Layne, Christofer, The Unipollar Illusion:Why New Great Powers will Rise, εις: « International Security», άνοιξη 1993, σελ. 16 κ. εξ.
- Πρβλ. Μάζη, όρ. ανωτ., σελ. 138.
- Όρ. ανωτ.. σελ. 186.
- Όρ. ανωτ.. σελ. 45.
- Kissinger, Die Vernunft der Nationen, σελ. 914. Για τις γεωπολιτικές, ιστορικές και διεθνοπολιτικές βάσεις του Γάλλο-Γερμανικού Άξονος παράβαλε: Ηλιόπουλου. Ηλία, Ο ρόλος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, έκδοση ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων,Αθήνα 2005.
- Πρβλ. Huntington όρ. ανωτ.. σελ. 559. Κλασσικό παράδειγμα από την Νεώτερη Ιστορία συνιστά η σχέση Μ. Βρεταννίας — Ιταλίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Η τότε ηγεμονική Παγκόσμιος Δύναμη αποδέχθηκε επί μακρόν την ανάληψη ρόλου Μεσαίας Περιφερειακής Δυνάμεως εκ μέρους της δεύτερης, ου μην αλλά και την προέτρεψε σ’ αυτόν τον ρόλο. για τους λόγους που εξηγούμε.
- Για την χρησιμοποίηση των μειονοτήτων από την δημοκρατική Γερμανία του Μεσοπολέμου προς ανατροπή του διεθνούς εδαφικού status quo, όρα Krekel, Norbert, Revisionsanspruch und geheime Ostpolitik der Weimarer Republik, Stuttgart 1973. Για την σύγχρονη γερμανική στρατηγική εθνοφυλετικού κατακερματισμού της Ευρώπης με μοχλό τις μειονότητες όρα Goldenbach, Walter von / Minow, Hans-Rüdiger / Rudig, Martin, Von Krieg zu krieg; die deutsche Aussenpolitik und die ethnische Parzellierung Europas, Berlin 1996. εν προκειμένω δε ιδία το κεφάλαιο:Ethnopolitische Polung und Recht auf Sezession; das Europäische Zentrum für Minderheitenfragen,σελ. 77-94.
- Μάζης, όρ. ανωτ., σελ. 39
- Όρ. Newhouse, John, Bonn, der Weten und die Auflösung Jugoslawiens, εις: « Blätter für deutsche und international Politik», 10/92. Επίσης Joxe, Alain, Humanitarisme et empires, εις: «Le monde diplomatique», 1/1993. Επίσης Glenny, Misha, Jugoslawien, Der Krieg, der nach Europa kam, München 1993. Επίσης Glotz, Peter, Rokoko-Saal-Politik, Notizen Zur deutschen Aussenpolitik nach 1989, εις: «Neue Gesellschaft – Frankfurter Hefte», 7/93. Όρα επίσης την βαρυσήμαντη ομολογία του τότε Προέδρου της Γαλλίας Francois Mitterrand, «Le Monde», 21/1/1993.
- Huntington, ένθ. ανωτ., σελ. 560
- Μάζης, όρ. ανωτ,, σελ. 189.
- Brzezinski, όρ. ανωτ., σελ. 66 κ. εξ.
- Μάζης, όρ. ανωτ.. σελ. 185
- Kissinger, όρ. ανωτ., σελ. 918. Όρ. και σελ. 904 κ. εξ.
- Πρβλ. Brzezinski, A Plan for Europe, εις: « Foreign Affairs», January/February 1995, σελ. 26 κ. Εξ. Επίσης: Kissinger, ενθ. Ανωτ., σελ. 916
- Brzezinski, Die einzige Weltmacht, σελ. 65 κ. εξ.
- Εννοεί την FYROM
- Budeswehr-Universität Hamburg, Institut für Internationale Politik (έκδοση του), Pradetto, August, Konfliktmanagement durch militärische Intervention? Dilemmata westlicher Politik, Hamburg 1998.
- Όρ. ανωτ. Επίσης επίσης Weidenhiller, Marta, Kaschmir oder Tibet als potentielle Kosovos? Kritik in Asien an den NATO – Angriffen; neue Konstellatonen als Gegengewicht zu den USA gesucht, εις: «Die Welt», 10/50/1999.
- Όρ. Brzezinski, ένθ. ανωτ.; σελ. 181 χ. εξ.
- Περί του ζητήματος των ενεργειακών αγωγών πρβλ. Forsythe, Rosemarie, The Politics of Oil in The Caucasus and Central Asia, Adelphi Paper 300, London 1996.
- Μάζης, όρ. ανωτ., σελ.184
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου