Γράφτηκε από τον Isaac Puente και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Estudios», ν. 121, τον Σεπτέμβρη του 1933.
Ι. ΑΡΧΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Οι τρεις δηλωμένες προϋποθέσεις, στη μελέτη των οποίων αφιερώνουμε αυτές τις γραμμές, είναι σχετικές και αλληλοεξαρτώμενες. Ακολουθούν η μία την άλλη και ακριβώς με τη σειρά με την οποία παρατίθενται. Η επόμενη, μπορεί μόνο να προκύψει από την προηγούμενη. Χωρίς οικονομική ανεξαρτησία η ελευθερία είναι πολύ περιορισμένη και χωρίς και τις δύο η ατομική κυριαρχία δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Που σημαίνει, ότι αν έχοντας οικονομική ανεξαρτησία αρχίζουμε να είμαστε ελεύθεροι, και όντας ελεύθεροι, μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε κυρίαρχοι και εσωτερικά κύριοι του εαυτού μας.
Βλέποντάς το ατομικά, ο άνθρωπος μπορεί να κάνει εξαίρεση αυτού του γενικού κανόνα εκτιμώντας και αξιολογώντας αυτά τα τρία πράγματα με διαφορετικό τρόπο, ακόμη και ανάποδο. Αλλά συλλογικά, το κυρίαρχο και πρωταρχικό είναι η οικονομική ανάγκη, η διαμαρτυρία του ψωμιού, κατανοώντας σαν ψωμί ό,τι παρέχει σωματική ικανοποίηση. Οι οικονομικές ανάγκες πρέπει να είναι οι πρώτες που θα ικανοποιηθούν εάν θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε ένα καθεστώς με σταθερή συνύπαρξη. Την ευημερία την εκτιμούν όλοι ακόμη κι αν στερούνται πολιτισμού ή συγκρότησης της προσωπικότητάς τους. Η ελευθερία είναι αντίθετα ένα συναίσθημα, το οποίο αιώνες εκπαίδευσης και κληρονομιάς έχουν σβήσει ή έχουν προσπαθήσει να σβήσουν στον άνθρωπο. Η ατομική κυριαρχία είναι μια φιλοδοξία του ανώτερου χαρακτήρα και απαιτεί πρώτα την καλλιέργεια της προσωπικότητας. Τη νέα κοινωνία θέλουμε να την οικοδομήσουμε με ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, στο ζωώδες ασυνείδητο, και γι’ αυτούς πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα σ’ αυτό που είναι προς το συμφέρον των πολλών και όχι σ’ αυτό που αισθάνεται ή σκέφτεται συγκεκριμένο νούμερο ατομικοτήτων, πάντα μικρό και πενιχρό.
Είμαστε κολεκτιβιστές, συμφωνούμε με μία ομοσπονδιακή οργάνωση, της μορφής του ελεύθερου δήμου ή των Συνδικάτων μας. Θυσιάζουμε την ελευθερία μας για την συλλογική χειραφέτηση του προλεταριάτου. Και σεβόμαστε συλλογικές αποφάσεις, εγκαταλείποντας την ατομική μας κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι δεν μιλάμε σε ατομικιστές, ούτε για ατομικιστές, για εκείνους που αφήνουν να βουλιάξει ο κόσμος προκειμένου να σώσουν μία οποιαδήποτε από τις προσωπικές τους εμμονές. Αν και μας αρέσει να σκαρφαλώνουμε κορυφές, αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να ζήσουμε στον κάμπο. Οι αδιάλλακτες θέσεις, αναφορικά με την ελευθερία ή την ατομική κυριαρχία, μπορούν μόνο να διατηρηθούν στην απομόνωση.
Πριν μπούμε στην ουσία, πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι έχουμε υπόψη μας τη σχετικότητα όλης της γνώσης. Το απόλυτο υπάρχει μόνο στο μυαλό μας. Όχι στην πραγματικότητα. Το υγιές, το όμορφο, το τέλειο, το ελεύθερο, είναι απόλυτες έννοιες, από τις οποίες μόνο δόσεις γνωρίζουμε, τις οποίες για να κρίνουμε, χρειάζεται να συγκρίνουμε με άλλες δόσεις μικρότερες ή με αντίθετες έννοιες. Το καλύτερο που μας κάνει να μαθαίνουμε είναι η αντίθεση: με το άρρωστο, το άσχημο, το ατελές και το ανελεύθερο. Βγαίνοντας από μια αρρώστια είναι όταν έχουμε πιο καθαρή άποψη για την υγεία. Και όταν βγαίνουμε από τη φυλακή είναι όταν καλύτερα εκτιμούμε την περιορισμένη ελευθερία του δρόμου. Αγνοούμε το όριο, γιατί καμιά από αυτές τις ποιότητες δεν το έχει. Και όπως η φαντασία μας πάει πάντα πιο μακριά από την πραγματικότητα δεν θεωρούμαστε, ούτε θα θεωρηθούμε ποτέ, ικανοποιημένοι, και χάρη σ’ αυτό δεν θα χορτάσουμε ποτέ, ούτε θα πάψουμε να διεκδικούμε μία αύξηση της ελευθερίας. Χάνουμε την προσδοκία ενός πράγματος όταν το απολαμβάνουμε. Και γι’ αυτό το λόγο δεν θα ήταν επιθυμητό το να μπορούσαμε να έχουμε όλη την ελευθερία που φανταζόμαστε, και μέχρι αυτή που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, γιατί τότε θα έπαυε να είναι ο σκοπός της αδιάκοπης προόδου που είναι σήμερα για μας. Με την ελευθερία μας συμβαίνει το ίδιο όπως και με τη γνώση. Ότι στο βαθμό που προελαύνει αντιλαμβανόμαστε περισσότερο αυτό που μας λείπει και αυτό που αγνοούμε. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι ο πιο σοφός είναι αυτός που περισσότερο αγνοεί.
Ο αδιάλλακτος με το σχετικό, είναι καταδικασμένος να μην το απολαύσει, όπως δεν θα έφτανε ποτέ να παντρευτεί αυτός που θα περίμενε για να το κάνει, να συναντήσει μία γυναίκα με τέλεια ομορφιά. Η ιδέα ποικίλει από το ένα άτομο στο άλλο, συναντώντας όλη τη δυνατή γκάμα, από αυτόν που είναι ευχαριστημένος με οτιδήποτε, μέχρι εκείνον που δεν ικανοποιείται με τίποτα.
Όντας τόσο σχετική και ποικίλη η ιδέα που ο άνθρωπος έχει για αυτές τις φιλοδοξίες, και για την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην γραπτή και στερεότυπη ελευθερία του ιστορικού φιλελευθερισμού και στην απτή ελευθερία του προγράμματός μας, πρέπει να προσπαθήσουμε, να καθορίσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό που κατανοούμε από αυτές τις φιλοδοξίες, κάνοντας την αξιολόγηση των εννοιών από την δική μας πλευρά της αναρχικής οπτικής. Κατά μείζονα λόγο σε αυτές τις συνθήκες στις οποίες είναι δυνατό να διατηρήσουμε την πεποίθηση ότι μπορούμε να τις κάνουμε πραγματικότητα.
ΙΙ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Παντού συναντάμε τον άνθρωπο που υποχρεώνεται από την ανάγκη ή από την προσταγή των νόμων να πραγματοποιήσει εργασίες ή να αναπτύξει δραστηριότητες που δεν είναι στις προτιμήσεις του και που είναι, επιπλέον, αντικρουόμενες με τον etismo (;) και τη συνείδησή του. Η ανάγκη να φάμε, να ντυθούμε, να στεγαστούμε, να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες μας, λιγότερες ή περισσότερες, μας οδηγεί στο να συμβιβαζόμαστε με πολλά από τα ελαττώματα του σύγχρονου κοινωνικού καθεστώτος, ακόμη και να συνεργαζόμαστε λιγότερο ή περισσότερο άμεσα με τα κακά του. Έτσι, ο εργάτης προσφέρεται να συνεργαστεί στην απάτη που στην κατασκευή των ειδών πρώτης ανάγκης ή στην κατασκευή κτιρίων πραγματοποιεί ο εργοδότης του. Στη νοθεία διατροφικών ειδών, που μπορεί να είναι η αιτία για αρρώστιες και επιθέσεις κατά της υγείας, συνεργάζεται ο εργάτης συνειδητά ή ασυνείδητα. Ο ίδιος ο εργάτης που πρέπει να τις υπομείνει, συνεργάζεται στην κατασκευή των φυλακών και των κρατητηρίων. Ο γιατρός εμπορεύεται το επάγγελμά του. Η πόρνη το κορμί της και κρύβει την αρρώστια που θα μεταδώσει σ’ αυτόν που θα πέσει στην αγκαλιά της. Ο αστυνομικός μετατρέπεται σε τυφλό όργανο της καταπίεσης και της αυθαιρεσίας αυτού που κυβερνάει, και ο δεσμοφύλακας σε αναίσθητο μηχανισμό που εκτελεί τις ποινές που επιβλήθηκαν από την αυθαιρεσία της δικαιοσύνης. Όλοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, συνεργαζόμαστε για να προξενήσουμε πόνο, και το κάνουμε με την ίδια ασυνειδησία όπως ένα κάθαρμα. Όλοι επίσης δικαιολογούμαστε με την ανάγκη να ζήσουμε, με την επιβολή από τις συνθήκες του περιβάλλοντος, δηλαδή, με την οικονομική εξάρτηση, που σημαίνει, με την ανάγκη να υποκύψουμε μπροστά στην απειλή της πείνας ή των στερήσεων.
Εμείς δεν έχουμε δημιουργήσει αυτή την κατάσταση πραγμάτων, στην οποία έχουμε βρεθεί πριν να το αντιληφθούμε, αντ’ αυτού, συμβάλλουμε στο να την στηρίζουμε και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να διαιωνίζεται, αν δεν κάνουμε όσα μπορούμε για να την εξαλείψουμε. Δεν έχουμε ευθύνη, μόνο αν εργαζόμαστε για να αλλάξει αυτή η κατάσταση πραγμάτων, αντί να βολευόμαστε σε αυτή, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας και υποκύπτοντας στη δειλία μας. Από αυτό το τέλμα, βγαίνει κανείς μόνο με ένα κοινωνικό καθεστώς που επιτρέπει τη οικονομική ανεξαρτησία. Για μας, αυτό το καθεστώς είναι ο Ελευθεριακός Κομμουνισμός.
Οικονομική ανεξαρτησία είναι, ως εκ τούτου, η δυνατότητα να ικανοποιήσουμε τις υλικές ανάγκες χωρίς την υποχρέωση να ενεργήσουμε αντίθετα, με διαφορετικό τρόπο από τον οποίο μας υπαγορεύει ο δικό μας ηθικός κανόνας. Αυτή η ανεξαρτησία, συγκεκριμενοποιημένη στο άτομο, είναι ο τελικός όρος και η κορυφαία κατάκτηση όλων των πολιτικών αγώνων για την ανεξαρτησία των λαών, των εθνοτήτων, των περιοχών και των δήμων.
Η μέγιστη ανεξαρτησία είναι αυτή του ατόμου που μπορεί να ζήσει απομονωμένο και να έχει αυτάρκεια με τη δουλειά του. Αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί σήμερα μόνο σε ένα τροπικό κλίμα και με πλούσια βλάστηση και με κόστος το να παραιτηθείς από τα πλεονεκτήματα και τις ανέσεις της προόδου. Έχοντας επίκτητες ανάγκες που εξαρτώνται από την τρέχουσα κατάσταση της εκβιομηχάνισης, δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τη συλλογική ζωή και από την συλλογική οργάνωση της παραγωγής. Επικεντρώνουμε τις φιλοδοξίες μας στις δυνατότητες του έθνους και τις μειώνουμε στο βαθμό που το κάνει απαραίτητο η κοινωνική συνύπαρξη.
Γιατί η οικονομική ανεξαρτησία, δεν απαιτεί μόνο συνθήκες φυσικού δικαίου που δίνουν σε όλους πρόσβαση στο συμπόσιο της ζωής, αλλά επιπλέον οικονομικές συνθήκες που να το επιτρέπουν. Μια φτωχή χώρα πρέπει αναγκαστικά να περιορίσει την οικονομική ανεξαρτησία των κατοίκων της. Ένα κοινωνικό καθεστώς που δεν παράγει σε επαρκή ποσότητα, πρέπει να περιορίσει επίσης την οικονομική ανεξαρτησία των μελών του. Όταν το νερό είναι άφθονο σε μία περιοχή, οι πηγές προσφέρονται σε όλους όσους θέλουν να πιούν, αφήνοντας ελεύθερη τη ροή. Αλλά όταν το νερό είναι ένας θησαυρός εξαιτίας της έλλειψής του, οι βρύσες κλείνουν με κλειδί και ανοίγουν μόνο για εκείνους που εκπληρώνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις ή πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Το ίδιο περιορίζεται η ανεξαρτησία παρέχοντας προνόμια σε μερικούς και περιορίζοντας σε άλλους, και όχι κάνοντας την παραγωγή να επαρκεί για όλους. Που σημαίνει ότι η οικονομική ανεξαρτησία χρειάζεται να κατακτήσει ή να εφαρμόσει ένα νέο δικαίωμα, αλλά επιπλέον να εγγυηθεί την απαραίτητη παραγωγή.
Αν μια χώρα δεν παράγει αρκετά, πρέπει να εξασφαλιστεί η εργασία, και να οργανωθεί με τρόπο που να παράγει το απαραίτητο, αφού δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να εγγυηθεί την οικονομική ανεξαρτησία των κατοίκων της. Στο δικό μας έθνος, και στο βαθμό μηχανικής και βιομηχανικής προόδου που έχουμε σήμερα, της εκλέπτυνσης των γούστων μας, και της αύξησης των αναγκών μας (διασκεδάσεις, θεάματα, πολιτισμός, ανέσεις, είδη πολυτελείας ή διακόσμησης, αθλήματα κ.λ.π.), δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς την κοινωνική ζωή, χωρίς την κοινωνική οργάνωση, χωρίς την από κοινού εργασία στον κάμπο, χωρίς τη βιομηχανική οργάνωση, χωρίς την διαχειριστική δομή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Οι διαφορές στην παραγωγή και στην αφθονία από τη μία περιοχή στην άλλη, μέσα στη χώρα μας, απαιτούν την οργάνωση των επικοινωνιών και των μεταφορών σε ένα εθνικό σχέδιο με στόχο τη διανομή και προκειμένου να πετύχει παρόμοιες συνθήκες ευημερίας σε όλο το έδαφος.
Η εκβιομηχάνηση επιβάλει μία μεγαλύτερη πειθαρχία στην εργασία, επειδή ταυτόχρονα προσφέρει ένα μεγαλύτερο βαθμό ικανοποιήσεων (μείωση της προσπάθειας, εργαλεία εργασίας, αφθονία ειδών, κ.λ.π.) που σε καθεστώς χειροτεχνίας δεν θα έφταναν για όλους, δεν θα μπορούσαν να γενικευτούν. Για εμάς που ζούμε σήμερα, δεν μας μένει άλλο απ’ το να το αναγνωρίσουμε σαν μια πραγματικότητα, ενάντια στην οποία τίποτα δεν μπορεί να κάνει η θέλησή μας. Ο Γκάντι προσπάθησε να το αντιπαλέψει επιστρέφοντας στη ρόκα και στον αργαλειό, σε μια κίνηση στείρου ρομαντισμού. Όσοι είναι ψυχολογικά αντιδραστικοί στη βιομηχανική εργασία, έχουν σαν αντίδοτο την εργασία στο ύπαιθρο, και πολλές άλλες ασχολίες συμβατές με τη χειροτεχνία.
Οπότε, για να εξασφαλιστεί η παραγωγή όπως απαιτείται, σε επαρκή ποσότητα, θεωρούμε απαραίτητο να περιοριστεί με συγκεκριμένο τρόπο η ανεξαρτησία επιβάλλοντας την υποχρέωση της παραγωγής. Όταν ένα είδος πρώτης ανάγκης εκλείπει, είναι αναγκαίο να περιοριστεί και να επηρεαστεί η διανομή του, επιβάλλοντας το δελτίο. Και το λογικό είναι να συμπέσουν και οι δύο προϋποθέσεις, εξαιρώντας από την κατανάλωση αυτού που είναι σε έλλειψη, εκείνον που αρνείται να παράξει παρά την έλλειψη. Αλλά όπως και με το νερό, όταν υπάρχει σε αφθονία, δεν το αρνούμαστε σε κανένα, έτσι δεν πρέπει να αρνούμαστε και ένα είδος που υπάρχει σε αφθονία (τα φρούτα σε συγκεκριμένες περιοχές, για παράδειγμα).
Η οικονομική ανεξαρτησία βασίζεται στο αναγκαίο για να ζήσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να την εγγυηθεί κανείς δεν είναι παραχωρώντας σε όλους το δικαίωμα να καταναλώσουν το απαραίτητο, γιατί το δικαίωμα από μόνο του είναι νεκρό γράμμα, αλλά κάνοντάς το αποτελεσματικό με μία υπερπαραγωγή. Αυτός ο οποίος αρνείται να παράξει το απαραίτητο, ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο κατά της ανεξαρτησίας των υπολοίπων, εφόσον μειώνει τις δυνατότητες των υπολοίπων για ανεξαρτησία καταναλώνοντας χωρίς να παράγει.
Όλη η οργανωμένη δραστηριότητα περιλαμβάνει την υποταγή του προσωπικού συμφέροντος στο κοινό συμφέρον, οπότε από την οπτική του ανένδοτου, είναι απαραίτητο να τηρηθεί ένας αυθόρμητος περιορισμός της κυριαρχίας και της ελευθερίας. Έχοντας σαν σκοπό το όλα ή τίποτα, και οχυρωνόμενος κανείς σε αυτό, είναι αντίθετο προς τη Φύση, που δίνει μόνο τμήματα από κάτι. Σχετικές αξίες, με μια λέξη. Αν πούμε ότι η ελευθερία κάποιου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει του άλλου, πρέπει να δεχτούμε ότι και η οικονομική ανεξαρτησία έχει ίδια όρια. Αρνούμενος εγώ να συνεργαστώ στην παραγωγή, αυξάνω την ανεξαρτησία μου κατά μία έννοια, αυτής του Δικαίου, αλλά την περιορίζω κατά μία άλλη, αυτή της δυνατότητας να διατηρηθεί και περιορίζω ταυτόχρονα αυτή των υπολοίπων, σε ό,τι δεν συνεργάζομαι για να την αυξήσω.
Η μηχανή, αιτία για την εξαιρετικά σοβαρή κρίση που υφίσταται η καπιταλιστική κοινωνία, είναι ο πιο τρομερός παράγοντας της προόδου που γνωρίζουμε. Αυτή θα λυτρώσει τον άνθρωπο από την εργασία, και θα του επιτρέψει ανέσεις και πλεονεκτήματα που χωρίς αυτή θα μπορούσε να τα απολαύσει μόνο ένα μικρό νούμερο σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή αναγκάζει την αστική κοινωνία να επαναστατήσει, και αυτή προσφέρει την γενίκευση του ελεύθερου χρόνου, που πάντα υπήρξε πηγή της σκέψης, αλλά επίσης και της διαστροφής. Η δράση του να σκέφτεται κανείς τον ακινητοποιεί, τον απομακρύνει από κάθε ] δραστηριότητα, και αντιστρόφως, η αδράνεια είναι φυσιολογικό κίνητρο για τη σκέψη. Πρέπει, γι’ αυτό να αφομοιώσουμε τη μηχανή και το σύστημα οργάνωσης της εργασίας που η μηχανή επιβάλει.
Γι’ αυτό η επίτευξη της οικονομικής ανεξαρτησίας επιβάλει σήμερα την αποδοχή από το άτομο ενός συλλογικού συμφέροντος πάνω από το ιδιαίτερό του συμφέρον.
ΙΙΙ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Είναι η δυνατότητα να ενεργείς με δική σου παρόρμηση, με τους ελάχιστους περιορισμούς. Δεν λέμε χωρίς περιορισμούς, γιατί θα ήταν σαν να θεωρείται δεδομένη η ύπαρξη του απόλυτου, και γιατί αυτό δεν είναι δυνατό στην κοινωνική ζωή. Η ελευθερία σήμερα περιορίζεται από τους νόμους, κανένας από τους οποίους δεν χρησιμεύει για να την κατοχυρώσει αλλά όλοι είναι για να την περιορίσουν και να την προσαρμόσουν. Εξαιτίας της θέλησης ή του καπρίτσιου των αρχών, της νοοτροπίας του δικαστικού σώματος, και της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων. Οι φυλακές αντιπροσωπεύουν την μέγιστη απειλή για την ελευθερία. Ως εκ τούτου, όσο η κοινωνία έχει ανάγκη από αρχές, από δικαστικό σώμα, από νόμους γραφτούς και από φυλακές, η ελευθερία θα είναι λιγότερο ή περισσότερο αυτή που είναι σήμερα, καθορισμένη σαν «η δυνατότητα να κάνεις αυτό που δεν είναι απαγορευμένο». Ο ιστορικός φιλελευθερισμός και η πολιτική δημοκρατία πάντα υμνούσαν την ελευθερία, και ταυτόχρονα, αύξαιναν τον κατάλογο με τις απαγορεύσεις.
Η ελευθερία είναι ένα βαθιά ριζωμένο συναίσθημα στον άνθρωπο, το οποίο δεν έχουν μπορέσει να το καταστρέψουν αιώνες εκπαίδευσης σκλάβου και δουλοπρεπούς συγκρότησης. Αυτό το συναίσθημα μας ωθεί να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις κλίσεις μας, και να αντισταθούμε στους εξωτερικούς καταναγκασμούς που τείνουν να μας εκτρέψουν από τη γραμμή συμπεριφοράς που εσωτερικά χαράζουμε. Έχει φυσικούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα, από τα πάθη, από τα ένστικτα ή από τις αρρώστιες. Την περιορίζουμε αυθόρμητα δεχόμενοι μια κοινωνική επιταγή σαν βάση για την ικανοποίηση των πρωτογενών αναγκών και αναγνωρίζοντας ότι η δική μας ελευθερία τελειώνει εκεί όπου αρχίζει αυτή των άλλων. Πίσω από αυτούς τους αναπόφευκτους περιορισμούς οχυρώνονται όλοι οι τύραννοι για να δικαιολογηθούν όταν καταργούν την ελευθερία ολοκληρωτικά. Αν για τον Μουσολίνι ή τον Λένιν οι περιορισμοί δικαιολογούν την κατάπνιξή της, για το άτομο τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να είναι ένα κίνητρο για να υπερασπιστούν το λίγο που της απομένει, με νύχια και με δόντια, από τις επιβουλές κάθε εξουσίας.
Με τον ίδιο τρόπο που συγκατατιθέμεθα να περιοριστεί η ελευθερία μας σε εκείνο το σημείο που επιτίθεται ενάντια σ’ αυτή των υπολοίπων, είναι λογικό να την περιορίσουμε εκεί όπου είναι αντίθετη στο κοινωνικό συμφέρον που αναγνωρίζουμε σαν αναγκαίο. Αν θέλουμε να ωφεληθούμε από τα πλεονεκτήματα της από κοινού παραγωγής και διανομής, είναι φυσικό να παραιτηθούμε από εκείνες τις τάσεις και παρορμήσεις που είναι επιζήμιες για την κοινωνική συνύπαρξη. Αυτός ο περιορισμός δεν θα πρέπει να ορίζεται από μία τάφρο, ούτε να επιβάλλεται από μια Εξουσία, αλλά να είναι αποτέλεσμα της ισορροπίας ανάμεσα στο γενικό συμφέρον και τα ιδιαίτερα συμφέροντα, γι’ αυτό πρέπει αυτά να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Αυτή η αρμονία επιτυγχάνεται στις Συνελεύσεις μέσω της ελεύθερης έκθεσης και αντιπαράθεσης των ατομικών κριτηρίων και απόψεων. Και οι συμφωνίες στις Συνελεύσεις, στις οποίες όλοι μπορούν να πάρουν μέρος, τροποποιήσιμες πάντα από μία μεταγενέστερη Συνέλευση, οφείλουν να είναι το σύνολο της νομοθεσίας στον Ελευθεριακό Κομμουνισμό.
Έχουμε πει ότι η ελευθερία πρέπει να είναι αποτέλεσμα της επίτευξης της οικονομικής ανεξαρτησίας, της δυνατότητας δηλαδή να ικανοποιηθούν οι πρωταρχικές ανάγκες χωρίς να υποκύψει κανείς μπροστά στο καπρίτσιο ή την βούληση άλλων. Αυτή είναι η πρώτη εγγύηση για την ελευθερία. Μετά θα είναι η ιδέα που έχουμε για την ελευθερία και στη συνέχεια η προσπάθεια που είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για την κατάκτησή της. Για την ελευθερία, είναι μια απειλή κάθε Εξουσία που συγκροτείται, κάθε απαγόρευση που νομοθετείται και κάθε προνόμιο που παραχωρείται. Μπορεί να είναι επίσης, το νεκρό βάρος της υποταγής των άλλων, πρόθυμων να αλυσοδεθούν από αδράνεια, και να δημιουργήσουν διευθυντικές αρμοδιότητες, γιατί ο αρχικός σπόρος του αυταρχισμού δεν είναι ο ζήλος για εξουσία, αλλά το ένστικτο της υποταγής.
Η κοινωνία δεν μπορεί να παραχωρήσει καμία ελευθερία στο άτομο. Το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να μην την περιορίζει. Ως εκ τούτου όταν λέμε ότι το άτομο απολαμβάνει ελευθερία δεν είναι όταν η κοινωνία την παραχωρεί, αλλά στο βαθμό που η κοινωνία απέχει από το να την περιορίζει.
Αν ο αναρχικός αρνείται τον εξωτερικό περιορισμό και την επιβολή της πλειοψηφίας, δεν είναι για να λιποτακτήσει από το καθήκον της κοινωνικής συνεργασίας, ούτε από τις υποχρεώσεις που επιβάλει η συλλογικότητα, αλλά γιατί όντας εν προκειμένω ικανός να ενεργήσει από τη δική του παρόρμηση, δεν χρειάζεται κανένα καταναγκασμό, στη σκιά του οποίου βλασταίνει η αυθαιρεσία και η τυραννία.
ΙV. ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Είναι η δυνατότητα να είναι κανείς αφέντης του εαυτού του, των ίδιων του των πράξεων και των επιθυμιών. Είναι, εν ολίγοις, το αποτέλεσμα της οικονομικής ανεξαρτησίας που έχει επιτευχθεί στο μέγιστο σε ποιότητα και ποσότητα, και της ελευθερίας που έχει επιτευχθεί εξαιτίας της κοινωνικής οργάνωσης. Ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος για να αισθανθεί κυρίαρχος.
Η φιλοδοξία της ατομικής συνείδησης, υπάρχει έντονη σε άτομα με καλλιεργημένη προσωπικότητα. Όπως και για τις άλλες δυο φιλοδοξίες, μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτές μόνο μέσω της σύγκρισης, καθώς ποικίλουν πολύ οι δόσεις που κάποιους τους ικανοποιούν και κάποιους όχι.
Μιλάμε εδώ για κάτι απτό, υλοποιήσιμο, συγκεκριμένο και συμβατό με τις περιστάσεις και τις συνθήκες του αιώνα που ζούμε. Σ’ αυτές τις περιστάσεις, η ατομική κυριαρχία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα στον κύκλο της συλλογικής κυριαρχίας. Η συλλογικότητα πρέπει να είναι κύρια του εαυτού της, χωρίς να εξαπατάται από τσαρλατάνους ή πολιτικούς, για να μπορούν τα άτομα που την αποτελούν να διατηρήσουν το περιθώριο της προσωπικής κυριαρχίας. Έχουμε ήδη πει ότι η εξωτερική και ανένδοτη επιβολή οδηγεί στην απομόνωση, όπως τον υπερβολικά απαιτητικό εραστή. Πρέπει να ξαναπούμε ότι μιλάμε για κολεκτιβιστές, που αναγνωρίζουν την ανάγκη της αμοιβαίας βοήθειας και στήριξης, και αποδέχονται ένα γενικό καλό πάνω από ένα ειδικό.
Σε ένα προγραμματικό δοκίμιο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού, που δημοσιεύτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του τύπου μας, συγκεκριμενοποίησα έτσι: «Η κυριαρχία πηγάζει από τη Συνέλευση, και εκφράζεται από τη θέληση της πλειοψηφίας». Πριν τον αντίλογο κάποιου λάτρη της ατομικής κυριαρχίας, και αναγνωρίζοντας την ανάγκη να τη διαφυλάξουμε, δεν βρήκα άλλο τρόπο από αυτό: Η συλλογική κυριαρχία θα είναι το σύνολο των ατομικών κυριαρχιών, εναρμονισμένων και σε συμφωνία, στη Συνέλευση. Και δεν βλέπω άλλη λύση, γιατί μου φαίνεται ότι βλέπω τον εχθρό του νέου καθεστώτος, να είναι σε ενέδρα σ’ αυτό το ιερό φρούριο της ατομικής κυριαρχίας, από το οποίο θα μπορούσαν να μποϋκοταριστούν η οικονομική ανεξαρτησία και η ελευθερία των υπολοίπων. Στη Φύση, αυτό που ονομάζουμε φυσικούς νόμους, δεν είναι κάτι άλλο από το αποτέλεσμα της ισορροπίας των διαφορετικών δυνάμεων που συγκλίνουν σ’ ένα σημείο. Και στην περίπτωση στέρεων και σταθερών χαρακτήρων, αυτή η ισορροπία δεν έχει επιτευχθεί με βία ούτε με τεχνάσματα, αλλά σαν αυθόρμητο αποτέλεσμα των δυνάμεων που μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα.
Οι τρεις δηλωμένες προϋποθέσεις, στη μελέτη των οποίων αφιερώνουμε αυτές τις γραμμές, είναι σχετικές και αλληλοεξαρτώμενες. Ακολουθούν η μία την άλλη και ακριβώς με τη σειρά με την οποία παρατίθενται. Η επόμενη, μπορεί μόνο να προκύψει από την προηγούμενη. Χωρίς οικονομική ανεξαρτησία η ελευθερία είναι πολύ περιορισμένη και χωρίς και τις δύο η ατομική κυριαρχία δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Που σημαίνει, ότι αν έχοντας οικονομική ανεξαρτησία αρχίζουμε να είμαστε ελεύθεροι, και όντας ελεύθεροι, μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε κυρίαρχοι και εσωτερικά κύριοι του εαυτού μας.
Βλέποντάς το ατομικά, ο άνθρωπος μπορεί να κάνει εξαίρεση αυτού του γενικού κανόνα εκτιμώντας και αξιολογώντας αυτά τα τρία πράγματα με διαφορετικό τρόπο, ακόμη και ανάποδο. Αλλά συλλογικά, το κυρίαρχο και πρωταρχικό είναι η οικονομική ανάγκη, η διαμαρτυρία του ψωμιού, κατανοώντας σαν ψωμί ό,τι παρέχει σωματική ικανοποίηση. Οι οικονομικές ανάγκες πρέπει να είναι οι πρώτες που θα ικανοποιηθούν εάν θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε ένα καθεστώς με σταθερή συνύπαρξη. Την ευημερία την εκτιμούν όλοι ακόμη κι αν στερούνται πολιτισμού ή συγκρότησης της προσωπικότητάς τους. Η ελευθερία είναι αντίθετα ένα συναίσθημα, το οποίο αιώνες εκπαίδευσης και κληρονομιάς έχουν σβήσει ή έχουν προσπαθήσει να σβήσουν στον άνθρωπο. Η ατομική κυριαρχία είναι μια φιλοδοξία του ανώτερου χαρακτήρα και απαιτεί πρώτα την καλλιέργεια της προσωπικότητας. Τη νέα κοινωνία θέλουμε να την οικοδομήσουμε με ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, στο ζωώδες ασυνείδητο, και γι’ αυτούς πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα σ’ αυτό που είναι προς το συμφέρον των πολλών και όχι σ’ αυτό που αισθάνεται ή σκέφτεται συγκεκριμένο νούμερο ατομικοτήτων, πάντα μικρό και πενιχρό.
Είμαστε κολεκτιβιστές, συμφωνούμε με μία ομοσπονδιακή οργάνωση, της μορφής του ελεύθερου δήμου ή των Συνδικάτων μας. Θυσιάζουμε την ελευθερία μας για την συλλογική χειραφέτηση του προλεταριάτου. Και σεβόμαστε συλλογικές αποφάσεις, εγκαταλείποντας την ατομική μας κυριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι δεν μιλάμε σε ατομικιστές, ούτε για ατομικιστές, για εκείνους που αφήνουν να βουλιάξει ο κόσμος προκειμένου να σώσουν μία οποιαδήποτε από τις προσωπικές τους εμμονές. Αν και μας αρέσει να σκαρφαλώνουμε κορυφές, αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να ζήσουμε στον κάμπο. Οι αδιάλλακτες θέσεις, αναφορικά με την ελευθερία ή την ατομική κυριαρχία, μπορούν μόνο να διατηρηθούν στην απομόνωση.
Πριν μπούμε στην ουσία, πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι έχουμε υπόψη μας τη σχετικότητα όλης της γνώσης. Το απόλυτο υπάρχει μόνο στο μυαλό μας. Όχι στην πραγματικότητα. Το υγιές, το όμορφο, το τέλειο, το ελεύθερο, είναι απόλυτες έννοιες, από τις οποίες μόνο δόσεις γνωρίζουμε, τις οποίες για να κρίνουμε, χρειάζεται να συγκρίνουμε με άλλες δόσεις μικρότερες ή με αντίθετες έννοιες. Το καλύτερο που μας κάνει να μαθαίνουμε είναι η αντίθεση: με το άρρωστο, το άσχημο, το ατελές και το ανελεύθερο. Βγαίνοντας από μια αρρώστια είναι όταν έχουμε πιο καθαρή άποψη για την υγεία. Και όταν βγαίνουμε από τη φυλακή είναι όταν καλύτερα εκτιμούμε την περιορισμένη ελευθερία του δρόμου. Αγνοούμε το όριο, γιατί καμιά από αυτές τις ποιότητες δεν το έχει. Και όπως η φαντασία μας πάει πάντα πιο μακριά από την πραγματικότητα δεν θεωρούμαστε, ούτε θα θεωρηθούμε ποτέ, ικανοποιημένοι, και χάρη σ’ αυτό δεν θα χορτάσουμε ποτέ, ούτε θα πάψουμε να διεκδικούμε μία αύξηση της ελευθερίας. Χάνουμε την προσδοκία ενός πράγματος όταν το απολαμβάνουμε. Και γι’ αυτό το λόγο δεν θα ήταν επιθυμητό το να μπορούσαμε να έχουμε όλη την ελευθερία που φανταζόμαστε, και μέχρι αυτή που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, γιατί τότε θα έπαυε να είναι ο σκοπός της αδιάκοπης προόδου που είναι σήμερα για μας. Με την ελευθερία μας συμβαίνει το ίδιο όπως και με τη γνώση. Ότι στο βαθμό που προελαύνει αντιλαμβανόμαστε περισσότερο αυτό που μας λείπει και αυτό που αγνοούμε. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι ο πιο σοφός είναι αυτός που περισσότερο αγνοεί.
Ο αδιάλλακτος με το σχετικό, είναι καταδικασμένος να μην το απολαύσει, όπως δεν θα έφτανε ποτέ να παντρευτεί αυτός που θα περίμενε για να το κάνει, να συναντήσει μία γυναίκα με τέλεια ομορφιά. Η ιδέα ποικίλει από το ένα άτομο στο άλλο, συναντώντας όλη τη δυνατή γκάμα, από αυτόν που είναι ευχαριστημένος με οτιδήποτε, μέχρι εκείνον που δεν ικανοποιείται με τίποτα.
Όντας τόσο σχετική και ποικίλη η ιδέα που ο άνθρωπος έχει για αυτές τις φιλοδοξίες, και για την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην γραπτή και στερεότυπη ελευθερία του ιστορικού φιλελευθερισμού και στην απτή ελευθερία του προγράμματός μας, πρέπει να προσπαθήσουμε, να καθορίσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό που κατανοούμε από αυτές τις φιλοδοξίες, κάνοντας την αξιολόγηση των εννοιών από την δική μας πλευρά της αναρχικής οπτικής. Κατά μείζονα λόγο σε αυτές τις συνθήκες στις οποίες είναι δυνατό να διατηρήσουμε την πεποίθηση ότι μπορούμε να τις κάνουμε πραγματικότητα.
ΙΙ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Παντού συναντάμε τον άνθρωπο που υποχρεώνεται από την ανάγκη ή από την προσταγή των νόμων να πραγματοποιήσει εργασίες ή να αναπτύξει δραστηριότητες που δεν είναι στις προτιμήσεις του και που είναι, επιπλέον, αντικρουόμενες με τον etismo (;) και τη συνείδησή του. Η ανάγκη να φάμε, να ντυθούμε, να στεγαστούμε, να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες μας, λιγότερες ή περισσότερες, μας οδηγεί στο να συμβιβαζόμαστε με πολλά από τα ελαττώματα του σύγχρονου κοινωνικού καθεστώτος, ακόμη και να συνεργαζόμαστε λιγότερο ή περισσότερο άμεσα με τα κακά του. Έτσι, ο εργάτης προσφέρεται να συνεργαστεί στην απάτη που στην κατασκευή των ειδών πρώτης ανάγκης ή στην κατασκευή κτιρίων πραγματοποιεί ο εργοδότης του. Στη νοθεία διατροφικών ειδών, που μπορεί να είναι η αιτία για αρρώστιες και επιθέσεις κατά της υγείας, συνεργάζεται ο εργάτης συνειδητά ή ασυνείδητα. Ο ίδιος ο εργάτης που πρέπει να τις υπομείνει, συνεργάζεται στην κατασκευή των φυλακών και των κρατητηρίων. Ο γιατρός εμπορεύεται το επάγγελμά του. Η πόρνη το κορμί της και κρύβει την αρρώστια που θα μεταδώσει σ’ αυτόν που θα πέσει στην αγκαλιά της. Ο αστυνομικός μετατρέπεται σε τυφλό όργανο της καταπίεσης και της αυθαιρεσίας αυτού που κυβερνάει, και ο δεσμοφύλακας σε αναίσθητο μηχανισμό που εκτελεί τις ποινές που επιβλήθηκαν από την αυθαιρεσία της δικαιοσύνης. Όλοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, συνεργαζόμαστε για να προξενήσουμε πόνο, και το κάνουμε με την ίδια ασυνειδησία όπως ένα κάθαρμα. Όλοι επίσης δικαιολογούμαστε με την ανάγκη να ζήσουμε, με την επιβολή από τις συνθήκες του περιβάλλοντος, δηλαδή, με την οικονομική εξάρτηση, που σημαίνει, με την ανάγκη να υποκύψουμε μπροστά στην απειλή της πείνας ή των στερήσεων.
Εμείς δεν έχουμε δημιουργήσει αυτή την κατάσταση πραγμάτων, στην οποία έχουμε βρεθεί πριν να το αντιληφθούμε, αντ’ αυτού, συμβάλλουμε στο να την στηρίζουμε και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να διαιωνίζεται, αν δεν κάνουμε όσα μπορούμε για να την εξαλείψουμε. Δεν έχουμε ευθύνη, μόνο αν εργαζόμαστε για να αλλάξει αυτή η κατάσταση πραγμάτων, αντί να βολευόμαστε σε αυτή, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας και υποκύπτοντας στη δειλία μας. Από αυτό το τέλμα, βγαίνει κανείς μόνο με ένα κοινωνικό καθεστώς που επιτρέπει τη οικονομική ανεξαρτησία. Για μας, αυτό το καθεστώς είναι ο Ελευθεριακός Κομμουνισμός.
Οικονομική ανεξαρτησία είναι, ως εκ τούτου, η δυνατότητα να ικανοποιήσουμε τις υλικές ανάγκες χωρίς την υποχρέωση να ενεργήσουμε αντίθετα, με διαφορετικό τρόπο από τον οποίο μας υπαγορεύει ο δικό μας ηθικός κανόνας. Αυτή η ανεξαρτησία, συγκεκριμενοποιημένη στο άτομο, είναι ο τελικός όρος και η κορυφαία κατάκτηση όλων των πολιτικών αγώνων για την ανεξαρτησία των λαών, των εθνοτήτων, των περιοχών και των δήμων.
Η μέγιστη ανεξαρτησία είναι αυτή του ατόμου που μπορεί να ζήσει απομονωμένο και να έχει αυτάρκεια με τη δουλειά του. Αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί σήμερα μόνο σε ένα τροπικό κλίμα και με πλούσια βλάστηση και με κόστος το να παραιτηθείς από τα πλεονεκτήματα και τις ανέσεις της προόδου. Έχοντας επίκτητες ανάγκες που εξαρτώνται από την τρέχουσα κατάσταση της εκβιομηχάνισης, δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τη συλλογική ζωή και από την συλλογική οργάνωση της παραγωγής. Επικεντρώνουμε τις φιλοδοξίες μας στις δυνατότητες του έθνους και τις μειώνουμε στο βαθμό που το κάνει απαραίτητο η κοινωνική συνύπαρξη.
Γιατί η οικονομική ανεξαρτησία, δεν απαιτεί μόνο συνθήκες φυσικού δικαίου που δίνουν σε όλους πρόσβαση στο συμπόσιο της ζωής, αλλά επιπλέον οικονομικές συνθήκες που να το επιτρέπουν. Μια φτωχή χώρα πρέπει αναγκαστικά να περιορίσει την οικονομική ανεξαρτησία των κατοίκων της. Ένα κοινωνικό καθεστώς που δεν παράγει σε επαρκή ποσότητα, πρέπει να περιορίσει επίσης την οικονομική ανεξαρτησία των μελών του. Όταν το νερό είναι άφθονο σε μία περιοχή, οι πηγές προσφέρονται σε όλους όσους θέλουν να πιούν, αφήνοντας ελεύθερη τη ροή. Αλλά όταν το νερό είναι ένας θησαυρός εξαιτίας της έλλειψής του, οι βρύσες κλείνουν με κλειδί και ανοίγουν μόνο για εκείνους που εκπληρώνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις ή πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Το ίδιο περιορίζεται η ανεξαρτησία παρέχοντας προνόμια σε μερικούς και περιορίζοντας σε άλλους, και όχι κάνοντας την παραγωγή να επαρκεί για όλους. Που σημαίνει ότι η οικονομική ανεξαρτησία χρειάζεται να κατακτήσει ή να εφαρμόσει ένα νέο δικαίωμα, αλλά επιπλέον να εγγυηθεί την απαραίτητη παραγωγή.
Αν μια χώρα δεν παράγει αρκετά, πρέπει να εξασφαλιστεί η εργασία, και να οργανωθεί με τρόπο που να παράγει το απαραίτητο, αφού δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να εγγυηθεί την οικονομική ανεξαρτησία των κατοίκων της. Στο δικό μας έθνος, και στο βαθμό μηχανικής και βιομηχανικής προόδου που έχουμε σήμερα, της εκλέπτυνσης των γούστων μας, και της αύξησης των αναγκών μας (διασκεδάσεις, θεάματα, πολιτισμός, ανέσεις, είδη πολυτελείας ή διακόσμησης, αθλήματα κ.λ.π.), δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς την κοινωνική ζωή, χωρίς την κοινωνική οργάνωση, χωρίς την από κοινού εργασία στον κάμπο, χωρίς τη βιομηχανική οργάνωση, χωρίς την διαχειριστική δομή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Οι διαφορές στην παραγωγή και στην αφθονία από τη μία περιοχή στην άλλη, μέσα στη χώρα μας, απαιτούν την οργάνωση των επικοινωνιών και των μεταφορών σε ένα εθνικό σχέδιο με στόχο τη διανομή και προκειμένου να πετύχει παρόμοιες συνθήκες ευημερίας σε όλο το έδαφος.
Η εκβιομηχάνηση επιβάλει μία μεγαλύτερη πειθαρχία στην εργασία, επειδή ταυτόχρονα προσφέρει ένα μεγαλύτερο βαθμό ικανοποιήσεων (μείωση της προσπάθειας, εργαλεία εργασίας, αφθονία ειδών, κ.λ.π.) που σε καθεστώς χειροτεχνίας δεν θα έφταναν για όλους, δεν θα μπορούσαν να γενικευτούν. Για εμάς που ζούμε σήμερα, δεν μας μένει άλλο απ’ το να το αναγνωρίσουμε σαν μια πραγματικότητα, ενάντια στην οποία τίποτα δεν μπορεί να κάνει η θέλησή μας. Ο Γκάντι προσπάθησε να το αντιπαλέψει επιστρέφοντας στη ρόκα και στον αργαλειό, σε μια κίνηση στείρου ρομαντισμού. Όσοι είναι ψυχολογικά αντιδραστικοί στη βιομηχανική εργασία, έχουν σαν αντίδοτο την εργασία στο ύπαιθρο, και πολλές άλλες ασχολίες συμβατές με τη χειροτεχνία.
Οπότε, για να εξασφαλιστεί η παραγωγή όπως απαιτείται, σε επαρκή ποσότητα, θεωρούμε απαραίτητο να περιοριστεί με συγκεκριμένο τρόπο η ανεξαρτησία επιβάλλοντας την υποχρέωση της παραγωγής. Όταν ένα είδος πρώτης ανάγκης εκλείπει, είναι αναγκαίο να περιοριστεί και να επηρεαστεί η διανομή του, επιβάλλοντας το δελτίο. Και το λογικό είναι να συμπέσουν και οι δύο προϋποθέσεις, εξαιρώντας από την κατανάλωση αυτού που είναι σε έλλειψη, εκείνον που αρνείται να παράξει παρά την έλλειψη. Αλλά όπως και με το νερό, όταν υπάρχει σε αφθονία, δεν το αρνούμαστε σε κανένα, έτσι δεν πρέπει να αρνούμαστε και ένα είδος που υπάρχει σε αφθονία (τα φρούτα σε συγκεκριμένες περιοχές, για παράδειγμα).
Η οικονομική ανεξαρτησία βασίζεται στο αναγκαίο για να ζήσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να την εγγυηθεί κανείς δεν είναι παραχωρώντας σε όλους το δικαίωμα να καταναλώσουν το απαραίτητο, γιατί το δικαίωμα από μόνο του είναι νεκρό γράμμα, αλλά κάνοντάς το αποτελεσματικό με μία υπερπαραγωγή. Αυτός ο οποίος αρνείται να παράξει το απαραίτητο, ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο κατά της ανεξαρτησίας των υπολοίπων, εφόσον μειώνει τις δυνατότητες των υπολοίπων για ανεξαρτησία καταναλώνοντας χωρίς να παράγει.
Όλη η οργανωμένη δραστηριότητα περιλαμβάνει την υποταγή του προσωπικού συμφέροντος στο κοινό συμφέρον, οπότε από την οπτική του ανένδοτου, είναι απαραίτητο να τηρηθεί ένας αυθόρμητος περιορισμός της κυριαρχίας και της ελευθερίας. Έχοντας σαν σκοπό το όλα ή τίποτα, και οχυρωνόμενος κανείς σε αυτό, είναι αντίθετο προς τη Φύση, που δίνει μόνο τμήματα από κάτι. Σχετικές αξίες, με μια λέξη. Αν πούμε ότι η ελευθερία κάποιου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει του άλλου, πρέπει να δεχτούμε ότι και η οικονομική ανεξαρτησία έχει ίδια όρια. Αρνούμενος εγώ να συνεργαστώ στην παραγωγή, αυξάνω την ανεξαρτησία μου κατά μία έννοια, αυτής του Δικαίου, αλλά την περιορίζω κατά μία άλλη, αυτή της δυνατότητας να διατηρηθεί και περιορίζω ταυτόχρονα αυτή των υπολοίπων, σε ό,τι δεν συνεργάζομαι για να την αυξήσω.
Η μηχανή, αιτία για την εξαιρετικά σοβαρή κρίση που υφίσταται η καπιταλιστική κοινωνία, είναι ο πιο τρομερός παράγοντας της προόδου που γνωρίζουμε. Αυτή θα λυτρώσει τον άνθρωπο από την εργασία, και θα του επιτρέψει ανέσεις και πλεονεκτήματα που χωρίς αυτή θα μπορούσε να τα απολαύσει μόνο ένα μικρό νούμερο σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή αναγκάζει την αστική κοινωνία να επαναστατήσει, και αυτή προσφέρει την γενίκευση του ελεύθερου χρόνου, που πάντα υπήρξε πηγή της σκέψης, αλλά επίσης και της διαστροφής. Η δράση του να σκέφτεται κανείς τον ακινητοποιεί, τον απομακρύνει από κάθε ] δραστηριότητα, και αντιστρόφως, η αδράνεια είναι φυσιολογικό κίνητρο για τη σκέψη. Πρέπει, γι’ αυτό να αφομοιώσουμε τη μηχανή και το σύστημα οργάνωσης της εργασίας που η μηχανή επιβάλει.
Γι’ αυτό η επίτευξη της οικονομικής ανεξαρτησίας επιβάλει σήμερα την αποδοχή από το άτομο ενός συλλογικού συμφέροντος πάνω από το ιδιαίτερό του συμφέρον.
ΙΙΙ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Είναι η δυνατότητα να ενεργείς με δική σου παρόρμηση, με τους ελάχιστους περιορισμούς. Δεν λέμε χωρίς περιορισμούς, γιατί θα ήταν σαν να θεωρείται δεδομένη η ύπαρξη του απόλυτου, και γιατί αυτό δεν είναι δυνατό στην κοινωνική ζωή. Η ελευθερία σήμερα περιορίζεται από τους νόμους, κανένας από τους οποίους δεν χρησιμεύει για να την κατοχυρώσει αλλά όλοι είναι για να την περιορίσουν και να την προσαρμόσουν. Εξαιτίας της θέλησης ή του καπρίτσιου των αρχών, της νοοτροπίας του δικαστικού σώματος, και της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων. Οι φυλακές αντιπροσωπεύουν την μέγιστη απειλή για την ελευθερία. Ως εκ τούτου, όσο η κοινωνία έχει ανάγκη από αρχές, από δικαστικό σώμα, από νόμους γραφτούς και από φυλακές, η ελευθερία θα είναι λιγότερο ή περισσότερο αυτή που είναι σήμερα, καθορισμένη σαν «η δυνατότητα να κάνεις αυτό που δεν είναι απαγορευμένο». Ο ιστορικός φιλελευθερισμός και η πολιτική δημοκρατία πάντα υμνούσαν την ελευθερία, και ταυτόχρονα, αύξαιναν τον κατάλογο με τις απαγορεύσεις.
Η ελευθερία είναι ένα βαθιά ριζωμένο συναίσθημα στον άνθρωπο, το οποίο δεν έχουν μπορέσει να το καταστρέψουν αιώνες εκπαίδευσης σκλάβου και δουλοπρεπούς συγκρότησης. Αυτό το συναίσθημα μας ωθεί να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις κλίσεις μας, και να αντισταθούμε στους εξωτερικούς καταναγκασμούς που τείνουν να μας εκτρέψουν από τη γραμμή συμπεριφοράς που εσωτερικά χαράζουμε. Έχει φυσικούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα, από τα πάθη, από τα ένστικτα ή από τις αρρώστιες. Την περιορίζουμε αυθόρμητα δεχόμενοι μια κοινωνική επιταγή σαν βάση για την ικανοποίηση των πρωτογενών αναγκών και αναγνωρίζοντας ότι η δική μας ελευθερία τελειώνει εκεί όπου αρχίζει αυτή των άλλων. Πίσω από αυτούς τους αναπόφευκτους περιορισμούς οχυρώνονται όλοι οι τύραννοι για να δικαιολογηθούν όταν καταργούν την ελευθερία ολοκληρωτικά. Αν για τον Μουσολίνι ή τον Λένιν οι περιορισμοί δικαιολογούν την κατάπνιξή της, για το άτομο τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να είναι ένα κίνητρο για να υπερασπιστούν το λίγο που της απομένει, με νύχια και με δόντια, από τις επιβουλές κάθε εξουσίας.
Με τον ίδιο τρόπο που συγκατατιθέμεθα να περιοριστεί η ελευθερία μας σε εκείνο το σημείο που επιτίθεται ενάντια σ’ αυτή των υπολοίπων, είναι λογικό να την περιορίσουμε εκεί όπου είναι αντίθετη στο κοινωνικό συμφέρον που αναγνωρίζουμε σαν αναγκαίο. Αν θέλουμε να ωφεληθούμε από τα πλεονεκτήματα της από κοινού παραγωγής και διανομής, είναι φυσικό να παραιτηθούμε από εκείνες τις τάσεις και παρορμήσεις που είναι επιζήμιες για την κοινωνική συνύπαρξη. Αυτός ο περιορισμός δεν θα πρέπει να ορίζεται από μία τάφρο, ούτε να επιβάλλεται από μια Εξουσία, αλλά να είναι αποτέλεσμα της ισορροπίας ανάμεσα στο γενικό συμφέρον και τα ιδιαίτερα συμφέροντα, γι’ αυτό πρέπει αυτά να μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Αυτή η αρμονία επιτυγχάνεται στις Συνελεύσεις μέσω της ελεύθερης έκθεσης και αντιπαράθεσης των ατομικών κριτηρίων και απόψεων. Και οι συμφωνίες στις Συνελεύσεις, στις οποίες όλοι μπορούν να πάρουν μέρος, τροποποιήσιμες πάντα από μία μεταγενέστερη Συνέλευση, οφείλουν να είναι το σύνολο της νομοθεσίας στον Ελευθεριακό Κομμουνισμό.
Έχουμε πει ότι η ελευθερία πρέπει να είναι αποτέλεσμα της επίτευξης της οικονομικής ανεξαρτησίας, της δυνατότητας δηλαδή να ικανοποιηθούν οι πρωταρχικές ανάγκες χωρίς να υποκύψει κανείς μπροστά στο καπρίτσιο ή την βούληση άλλων. Αυτή είναι η πρώτη εγγύηση για την ελευθερία. Μετά θα είναι η ιδέα που έχουμε για την ελευθερία και στη συνέχεια η προσπάθεια που είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για την κατάκτησή της. Για την ελευθερία, είναι μια απειλή κάθε Εξουσία που συγκροτείται, κάθε απαγόρευση που νομοθετείται και κάθε προνόμιο που παραχωρείται. Μπορεί να είναι επίσης, το νεκρό βάρος της υποταγής των άλλων, πρόθυμων να αλυσοδεθούν από αδράνεια, και να δημιουργήσουν διευθυντικές αρμοδιότητες, γιατί ο αρχικός σπόρος του αυταρχισμού δεν είναι ο ζήλος για εξουσία, αλλά το ένστικτο της υποταγής.
Η κοινωνία δεν μπορεί να παραχωρήσει καμία ελευθερία στο άτομο. Το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να μην την περιορίζει. Ως εκ τούτου όταν λέμε ότι το άτομο απολαμβάνει ελευθερία δεν είναι όταν η κοινωνία την παραχωρεί, αλλά στο βαθμό που η κοινωνία απέχει από το να την περιορίζει.
Αν ο αναρχικός αρνείται τον εξωτερικό περιορισμό και την επιβολή της πλειοψηφίας, δεν είναι για να λιποτακτήσει από το καθήκον της κοινωνικής συνεργασίας, ούτε από τις υποχρεώσεις που επιβάλει η συλλογικότητα, αλλά γιατί όντας εν προκειμένω ικανός να ενεργήσει από τη δική του παρόρμηση, δεν χρειάζεται κανένα καταναγκασμό, στη σκιά του οποίου βλασταίνει η αυθαιρεσία και η τυραννία.
ΙV. ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Είναι η δυνατότητα να είναι κανείς αφέντης του εαυτού του, των ίδιων του των πράξεων και των επιθυμιών. Είναι, εν ολίγοις, το αποτέλεσμα της οικονομικής ανεξαρτησίας που έχει επιτευχθεί στο μέγιστο σε ποιότητα και ποσότητα, και της ελευθερίας που έχει επιτευχθεί εξαιτίας της κοινωνικής οργάνωσης. Ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος για να αισθανθεί κυρίαρχος.
Η φιλοδοξία της ατομικής συνείδησης, υπάρχει έντονη σε άτομα με καλλιεργημένη προσωπικότητα. Όπως και για τις άλλες δυο φιλοδοξίες, μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτές μόνο μέσω της σύγκρισης, καθώς ποικίλουν πολύ οι δόσεις που κάποιους τους ικανοποιούν και κάποιους όχι.
Μιλάμε εδώ για κάτι απτό, υλοποιήσιμο, συγκεκριμένο και συμβατό με τις περιστάσεις και τις συνθήκες του αιώνα που ζούμε. Σ’ αυτές τις περιστάσεις, η ατομική κυριαρχία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα στον κύκλο της συλλογικής κυριαρχίας. Η συλλογικότητα πρέπει να είναι κύρια του εαυτού της, χωρίς να εξαπατάται από τσαρλατάνους ή πολιτικούς, για να μπορούν τα άτομα που την αποτελούν να διατηρήσουν το περιθώριο της προσωπικής κυριαρχίας. Έχουμε ήδη πει ότι η εξωτερική και ανένδοτη επιβολή οδηγεί στην απομόνωση, όπως τον υπερβολικά απαιτητικό εραστή. Πρέπει να ξαναπούμε ότι μιλάμε για κολεκτιβιστές, που αναγνωρίζουν την ανάγκη της αμοιβαίας βοήθειας και στήριξης, και αποδέχονται ένα γενικό καλό πάνω από ένα ειδικό.
Σε ένα προγραμματικό δοκίμιο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού, που δημοσιεύτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του τύπου μας, συγκεκριμενοποίησα έτσι: «Η κυριαρχία πηγάζει από τη Συνέλευση, και εκφράζεται από τη θέληση της πλειοψηφίας». Πριν τον αντίλογο κάποιου λάτρη της ατομικής κυριαρχίας, και αναγνωρίζοντας την ανάγκη να τη διαφυλάξουμε, δεν βρήκα άλλο τρόπο από αυτό: Η συλλογική κυριαρχία θα είναι το σύνολο των ατομικών κυριαρχιών, εναρμονισμένων και σε συμφωνία, στη Συνέλευση. Και δεν βλέπω άλλη λύση, γιατί μου φαίνεται ότι βλέπω τον εχθρό του νέου καθεστώτος, να είναι σε ενέδρα σ’ αυτό το ιερό φρούριο της ατομικής κυριαρχίας, από το οποίο θα μπορούσαν να μποϋκοταριστούν η οικονομική ανεξαρτησία και η ελευθερία των υπολοίπων. Στη Φύση, αυτό που ονομάζουμε φυσικούς νόμους, δεν είναι κάτι άλλο από το αποτέλεσμα της ισορροπίας των διαφορετικών δυνάμεων που συγκλίνουν σ’ ένα σημείο. Και στην περίπτωση στέρεων και σταθερών χαρακτήρων, αυτή η ισορροπία δεν έχει επιτευχθεί με βία ούτε με τεχνάσματα, αλλά σαν αυθόρμητο αποτέλεσμα των δυνάμεων που μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα.
Έτσι λοιπόν, αυτή η εικόνα μου φαίνεται ότι εκφράζει πιστά αυτό που οφείλει να συμβεί σε μια ορθολογική κοινωνία. Οι ατομικές κυριαρχίες πρέπει να μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, να αντισταθμιστούν και να εξισορροπήσουν, συμβάλλοντας από κοινού στη Συνέλευση, και η ισορροπία ή η συμφωνία που θα επιτευχθεί μεταξύ τους, στέρεη αν είναι αυθόρμητη και όχι βεβιασμένη, θα είναι η έκφραση της συλλογικής κυριαρχίας. Μόνο η κυριαρχία που θα επιτευχθεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι αυτή που πρέπει να κυριαρχήσει πάνω στην ατομική κυριαρχία, και αυτή που ένας αναρχικός αποδέχεται χωρίς βλάβη της προσωπικότητάς του. Με το να αντιπροσωπεύει αυτή η γενική θέληση το σύνολο των ιδιαίτερων θελήσεων, και με το να είναι αυτή η κυριαρχία το σύνολο των ατομικών κυριαρχιών, είναι που την αναγνωρίζουμε ανώτερη από την αδιάλλακτη θέση ενός ατόμου.
Μία συλλογική απόφαση στην λήψη της οποίας έχουμε συνεισφέρει, και έχουμε ελεύθερα εκφράσει τη διαφωνία ή τη συμφωνία μας, δεν μας καταπιέζει όπως η ιδιοτροπία ή η αυθαιρεσία μιας ατομικής και τυραννικής εξουσίας. Και αν η ανταρσία μας κάνει να διαδηλώσουμε κόντρα στην επιβολή της πλειοψηφίας, η λογική πρέπει να μας κάνει, σαν αναρχικούς, να υπερασπίσουμε την οικονομία ή το γενικό συμφέρον που απειλείται. Αυτό απέχει πολύ από μια ενστικτώδη αποστροφή που αισθανόμαστε απέναντι σε ένα νόμο ή ένα κανονισμό για τη σύνταξη του οποίου κανένας δεν μας ρώτησε.
Σεβαστή πάντα είναι η στάση του ατόμου που εξαιτίας διαφωνίας ή από πνευματική αποστροφή αρνείται να τηρήσει μία συμφωνία της πλειοψηφίας. Πάνω απ’ όλα, γιατί θα είναι μία εξαιρετική περίπτωση, και δεν θα το κάνει σύστημα, ούτε ενδεχομένως θα δυσαρεστήσει τη συλλογικότητα. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο με τους σαμποτέρ της επανάστασης.
Η ατομική κυριαρχία δεν υπονομεύεται με τη διαλλακτικότητα απέναντι στην συλλογική άποψη, ακόμη κι αν είναι ενάντια. Δεν είναι περισσότερο αναρχικός ο αδιάλλακτος, από τον συναινετικό, παρόλο που και οι δύο έχουν τους ίδιους λόγους και αφορμές να αντιταχθούν στην πλειοψηφούσα θέληση.
V. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΑΡΜΑΚΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η θεραπεία είναι εκατό φορές χειρότερη από το κακό για το οποίο εφαρμόζεται. Η καπιταλιστική κοινωνία και το Κράτος μας παρέχουν διδακτικά παραδείγματα. Για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική απειθαρχία, αυξάνεται χωρίς σταματημό ο αριθμός των κατασταλτικών δυνάμεων, τους δίνουν όλα τα όπλα και εκδίδονται νόμοι κάθε φορά πιο καταπιεστικοί. Εξαιτίας αυτού προκαλείται μια ζημιά σε όλους, χωρίς η απειθαρχία να εξαφανιστεί ούτε κατά το ελάχιστο. Για να καταπολεμηθεί η εγκληματικότητα χρειάζεται να ασκηθεί πάνω σε όλους τους πολίτες μία Δικαιοσύνη ικανή να καταδικάσει τον αθώο και να αθωώσει τον ένοχο, διατηρείται η ντροπή των φυλακών και των κρατητηρίων, χωρίς μ’ αυτό τον τρόπο να μειώνεται η εγκληματικότητα. Εκεί που είναι ο νόμος, λέει μια παροιμία, εκεί και η παγίδα.
Η φυματίωση δεν μειώνεται επειδή ξοδεύονται εκατομμύρια σε προσωπικό και ιδρύματα για τον αγώνα εναντίον της. Για την καταπολέμησή της φτάνουν να εμβολιάζουν όλα τα νεογέννητα, χωρίς να είναι γνωστό αν αυτός ο εμβολιασμός είναι αποτελεσματικός ή αντιπαραγωγικός μακροπρόθεσμα, και παρά το ότι έχουν προκαλέσει μ’ αυτόν μία σφαγή παιδιών που σκανδάλισε τον κόσμο, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί που επιδιώκουν να τον κάνουν υποχρεωτικό. Για να προφυλαχτούμε από την ευλογιά, αρρώστια των βρώμικων και μίζερων χωριών, της οποίας οι επιδημίες χτυπούσαν ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων, και η οποία δεν είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο φοβερή από την ιλαρά (οι δύσμορφες ουλές στο πρόσωπο αποφεύγονται καθαρίζοντας το πύον από τις φλύκταινες), μας παρενοχλούν όλους τους πολίτες επιβάλλοντάς μας τον εμβολιασμό υποχρεωτικά κάθε επτά χρόνια.
Ο φόβος για έναν κίνδυνο είναι πιο φοβερός από τον ίδιο τον κίνδυνο, επειδή μας εμποδίζει να αντιληφθούμε τις πραγματικές του διαστάσεις, και δεν μας αφήνει ηρεμία για να τον αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα. Έτσι συμβαίνει και με την εγκληματικότητα, με την τεμπελιά και άλλες ανθρώπινες μάστιγες. Θα υπάρχουν πάντα με γιατρικά ή χωρίς αυτά. Περιορίζονται σε ένα μικρό αριθμό ατόμων. Δεν υπάρχει φόβος να γενικευτούν. Επιπλέον αντισταθμίζονται από τις αντίθετες αρετές. Για έναν τεμπέλη, υπάρχει ένας ακούραστος εργάτης. Για έναν άνθρωπο ικανό να επιδοθεί στο κακό, υπάρχει άλλος με κλίση να σπείρει το καλό. Η τεμπελιά δεν είναι ένας κίνδυνος για την κοινωνία. Αντίθετα είναι ένας κίνδυνος για την ελευθερία και την ατομική κυριαρχία το να υποβληθούν όλοι σε ένα ισχυρό καταναγκασμό προκειμένου να εξαλείψουν την τεμπελιά. Δημιουργείται ένα γενικό κακό, χωρίς κανένα όφελος, γιατί ο τεμπέλης συνεχίζει να είναι τεμπέλης, και η παραγωγή δεν αυξάνεται με επιβολές αλλά με καλή θέληση.
Τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για τη βελτίωση της κοινωνίας από τους νόμους. Κανένας νόμος δεν έχει χρησιμεύσει για να κάνει τον άνθρωπο πιο πρόθυμο, ούτε πιο ενεργό, ούτε έχει δημιουργήσει καμία πρωτοβουλία, ούτε έχει αναπτύξει καμία καινοτομία. Ο νόμος δεν έχει άλλη αποστολή από το να απαγορεύσει, να αυξήσει το νούμερο των δέντρων με απαγορευμένους καρπούς. Είναι θύμα μιας ψευδαίσθησης ο άνθρωπος, όταν πιστεύει ότι θα βελτιώσει κάτι κάνοντας να πέσει πάνω σε όλους το βάρος μιας ακόμη απαγόρευσης. Ο νόμος δεν διορθώνει τον τεμπέλη, ούτε κάνει θεληματικό αυτόν που δεν είναι, οπότε αργά ή γρήγορα θα σκαρφιστεί κάτι για να ξεφύγει από την παγίδα.
Ο αναρχισμός αρνείται κάθε εξωτερικό καταναγκασμό, γιατί τον θεωρεί αντιτιθέμενο προς την ατομική κυριαρχία. Αυτόν που είναι πρόθυμος, δεν υπάρχει αναγκαιότητα να τον διατάξεις. Ο αναρχικός δεν είναι αυτός που θα ξεγλιστρίσει από κάθε κοινωνικό καθήκον αλλά αυτός που αρνείται κάθε επιβολή. Αυτός πάει αυθόρμητα και από παρόρμηση όπου πρέπει να πάει. Τον απωθεί το να του χαράζει κάποιος το δρόμο.
Την αναρχία θα την ζήσουν οι αναρχικοί, αλλά δεν μπορούν να τη ζήσουν αυτοί που δεν είναι κάτι τέτοιο, αυτοί που δεν έχουν κατανοήσει αυτό το υψηλό ιδανικό, ούτε έχουν αισθανθεί καν την ανησυχία να περιγράψουν από μόνοι τους ένα ηθικό πρότυπο. Τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό θέλουν και μπορούν να τον ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς ιδεολογία και χωρίς αναρχικές πεποιθήσεις, δεδομένου ότι συγκεκριμενοποιείται σαν συλλογική φιλοδοξία, επειδή καθώς έχει αποτύχει η πολιτική, και βρισκόμενοι στην ανάγκη να ψάξουν με τι θα αντικαταστήσουν το καπιταλιστικό καθεστώς, μετατρέπεται εξαιτίας της επιταγής της ιστορικής διαδικασίας στο καθεστώς του μέλλοντος. Δεν με παραξενεύει η αντίθεση των αναρχικών εκατό τα εκατό. Εκείνοι πρέπει να είναι πάντα στην αντιπολίτευση ενάντια σε όλα τα καθεστώτα
Μία συλλογική απόφαση στην λήψη της οποίας έχουμε συνεισφέρει, και έχουμε ελεύθερα εκφράσει τη διαφωνία ή τη συμφωνία μας, δεν μας καταπιέζει όπως η ιδιοτροπία ή η αυθαιρεσία μιας ατομικής και τυραννικής εξουσίας. Και αν η ανταρσία μας κάνει να διαδηλώσουμε κόντρα στην επιβολή της πλειοψηφίας, η λογική πρέπει να μας κάνει, σαν αναρχικούς, να υπερασπίσουμε την οικονομία ή το γενικό συμφέρον που απειλείται. Αυτό απέχει πολύ από μια ενστικτώδη αποστροφή που αισθανόμαστε απέναντι σε ένα νόμο ή ένα κανονισμό για τη σύνταξη του οποίου κανένας δεν μας ρώτησε.
Σεβαστή πάντα είναι η στάση του ατόμου που εξαιτίας διαφωνίας ή από πνευματική αποστροφή αρνείται να τηρήσει μία συμφωνία της πλειοψηφίας. Πάνω απ’ όλα, γιατί θα είναι μία εξαιρετική περίπτωση, και δεν θα το κάνει σύστημα, ούτε ενδεχομένως θα δυσαρεστήσει τη συλλογικότητα. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο με τους σαμποτέρ της επανάστασης.
Η ατομική κυριαρχία δεν υπονομεύεται με τη διαλλακτικότητα απέναντι στην συλλογική άποψη, ακόμη κι αν είναι ενάντια. Δεν είναι περισσότερο αναρχικός ο αδιάλλακτος, από τον συναινετικό, παρόλο που και οι δύο έχουν τους ίδιους λόγους και αφορμές να αντιταχθούν στην πλειοψηφούσα θέληση.
V. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΑΡΜΑΚΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η θεραπεία είναι εκατό φορές χειρότερη από το κακό για το οποίο εφαρμόζεται. Η καπιταλιστική κοινωνία και το Κράτος μας παρέχουν διδακτικά παραδείγματα. Για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική απειθαρχία, αυξάνεται χωρίς σταματημό ο αριθμός των κατασταλτικών δυνάμεων, τους δίνουν όλα τα όπλα και εκδίδονται νόμοι κάθε φορά πιο καταπιεστικοί. Εξαιτίας αυτού προκαλείται μια ζημιά σε όλους, χωρίς η απειθαρχία να εξαφανιστεί ούτε κατά το ελάχιστο. Για να καταπολεμηθεί η εγκληματικότητα χρειάζεται να ασκηθεί πάνω σε όλους τους πολίτες μία Δικαιοσύνη ικανή να καταδικάσει τον αθώο και να αθωώσει τον ένοχο, διατηρείται η ντροπή των φυλακών και των κρατητηρίων, χωρίς μ’ αυτό τον τρόπο να μειώνεται η εγκληματικότητα. Εκεί που είναι ο νόμος, λέει μια παροιμία, εκεί και η παγίδα.
Η φυματίωση δεν μειώνεται επειδή ξοδεύονται εκατομμύρια σε προσωπικό και ιδρύματα για τον αγώνα εναντίον της. Για την καταπολέμησή της φτάνουν να εμβολιάζουν όλα τα νεογέννητα, χωρίς να είναι γνωστό αν αυτός ο εμβολιασμός είναι αποτελεσματικός ή αντιπαραγωγικός μακροπρόθεσμα, και παρά το ότι έχουν προκαλέσει μ’ αυτόν μία σφαγή παιδιών που σκανδάλισε τον κόσμο, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί που επιδιώκουν να τον κάνουν υποχρεωτικό. Για να προφυλαχτούμε από την ευλογιά, αρρώστια των βρώμικων και μίζερων χωριών, της οποίας οι επιδημίες χτυπούσαν ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων, και η οποία δεν είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο φοβερή από την ιλαρά (οι δύσμορφες ουλές στο πρόσωπο αποφεύγονται καθαρίζοντας το πύον από τις φλύκταινες), μας παρενοχλούν όλους τους πολίτες επιβάλλοντάς μας τον εμβολιασμό υποχρεωτικά κάθε επτά χρόνια.
Ο φόβος για έναν κίνδυνο είναι πιο φοβερός από τον ίδιο τον κίνδυνο, επειδή μας εμποδίζει να αντιληφθούμε τις πραγματικές του διαστάσεις, και δεν μας αφήνει ηρεμία για να τον αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα. Έτσι συμβαίνει και με την εγκληματικότητα, με την τεμπελιά και άλλες ανθρώπινες μάστιγες. Θα υπάρχουν πάντα με γιατρικά ή χωρίς αυτά. Περιορίζονται σε ένα μικρό αριθμό ατόμων. Δεν υπάρχει φόβος να γενικευτούν. Επιπλέον αντισταθμίζονται από τις αντίθετες αρετές. Για έναν τεμπέλη, υπάρχει ένας ακούραστος εργάτης. Για έναν άνθρωπο ικανό να επιδοθεί στο κακό, υπάρχει άλλος με κλίση να σπείρει το καλό. Η τεμπελιά δεν είναι ένας κίνδυνος για την κοινωνία. Αντίθετα είναι ένας κίνδυνος για την ελευθερία και την ατομική κυριαρχία το να υποβληθούν όλοι σε ένα ισχυρό καταναγκασμό προκειμένου να εξαλείψουν την τεμπελιά. Δημιουργείται ένα γενικό κακό, χωρίς κανένα όφελος, γιατί ο τεμπέλης συνεχίζει να είναι τεμπέλης, και η παραγωγή δεν αυξάνεται με επιβολές αλλά με καλή θέληση.
Τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για τη βελτίωση της κοινωνίας από τους νόμους. Κανένας νόμος δεν έχει χρησιμεύσει για να κάνει τον άνθρωπο πιο πρόθυμο, ούτε πιο ενεργό, ούτε έχει δημιουργήσει καμία πρωτοβουλία, ούτε έχει αναπτύξει καμία καινοτομία. Ο νόμος δεν έχει άλλη αποστολή από το να απαγορεύσει, να αυξήσει το νούμερο των δέντρων με απαγορευμένους καρπούς. Είναι θύμα μιας ψευδαίσθησης ο άνθρωπος, όταν πιστεύει ότι θα βελτιώσει κάτι κάνοντας να πέσει πάνω σε όλους το βάρος μιας ακόμη απαγόρευσης. Ο νόμος δεν διορθώνει τον τεμπέλη, ούτε κάνει θεληματικό αυτόν που δεν είναι, οπότε αργά ή γρήγορα θα σκαρφιστεί κάτι για να ξεφύγει από την παγίδα.
Ο αναρχισμός αρνείται κάθε εξωτερικό καταναγκασμό, γιατί τον θεωρεί αντιτιθέμενο προς την ατομική κυριαρχία. Αυτόν που είναι πρόθυμος, δεν υπάρχει αναγκαιότητα να τον διατάξεις. Ο αναρχικός δεν είναι αυτός που θα ξεγλιστρίσει από κάθε κοινωνικό καθήκον αλλά αυτός που αρνείται κάθε επιβολή. Αυτός πάει αυθόρμητα και από παρόρμηση όπου πρέπει να πάει. Τον απωθεί το να του χαράζει κάποιος το δρόμο.
Την αναρχία θα την ζήσουν οι αναρχικοί, αλλά δεν μπορούν να τη ζήσουν αυτοί που δεν είναι κάτι τέτοιο, αυτοί που δεν έχουν κατανοήσει αυτό το υψηλό ιδανικό, ούτε έχουν αισθανθεί καν την ανησυχία να περιγράψουν από μόνοι τους ένα ηθικό πρότυπο. Τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό θέλουν και μπορούν να τον ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς ιδεολογία και χωρίς αναρχικές πεποιθήσεις, δεδομένου ότι συγκεκριμενοποιείται σαν συλλογική φιλοδοξία, επειδή καθώς έχει αποτύχει η πολιτική, και βρισκόμενοι στην ανάγκη να ψάξουν με τι θα αντικαταστήσουν το καπιταλιστικό καθεστώς, μετατρέπεται εξαιτίας της επιταγής της ιστορικής διαδικασίας στο καθεστώς του μέλλοντος. Δεν με παραξενεύει η αντίθεση των αναρχικών εκατό τα εκατό. Εκείνοι πρέπει να είναι πάντα στην αντιπολίτευση ενάντια σε όλα τα καθεστώτα
Read more: http://dithen2010.blogspot.com/#ixzz222fl6hqk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου