Ο Νίκος Πλουμπίδης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ήταν ο άνθρωπος που όντας καταζητούμενος προσπάθησε να σώσει το Νίκο Μπελογιάννη. Ήταν ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο ΚΚΕ και την αντίσταση. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που με απόφαση του κόμματος που υπηρέτησε χαρακτηρίστηκε «πράκτορας της Ασφάλειας και των Άγγλων». Μια απόφαση που αργότερα χαρακτηρίστηκε «τραγικό λάθος». Συνελήφθη το Νοέμβριο του 1952 και καταδικάστηκε σε θάνατο για κατασκοπεία. Εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου του 1954 χωρίς ποτέ να αποκηρύξει το ΚΚΕ. Αρνήθηκε τη θεία μετάληψη, την κάλυψη των ματιών του και πέθανε τραγουδώντας τη «Διεθνή». Με αφορμή την επέτειο θανάτου του το Tvxs.grπαρουσιάζει μια σειρά από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και φωτίζουν τη δράση του και την ιστορία του.
Η μαρτυρία του Λεωνίδα Τζεφρώνη*
Στο Βουκουρέστι έμεινα ώς το Σεπτέμβριο του 1952, όταν με κάλεσε ο Ζαχαριάδης και μου είπε: «Θα φύγεις, θα πας κάτω στην παρανομία. Εγώ δεν θα σου πω τίποτα συγκεκριμένο, εύχομαι να είναι επιτυχής η δουλειά σου και το έργο σου. Μερικές μέρες πριν από την αναχώρηση σου, ο Βλαντάς θα σε ενημερώσει συγκεκριμένα για το τι θα κάνεις.
Είχε προηγηθεί η εκτέλεση του Μπελογιάννη πριν μερικούς μήνες. Ξεκίνησα λοιπόν για την Αθήνα μέσω Βουλγαρίας. Μαζί με ένα σύνδεσμο που είχε κάνει αντάρτης, πήγαμε με ένα βουλγάρικο τζιπ σε μια κορυφή, στο βουνό Μπέλες. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατώντας φτάσαμε στις Σέρρες. Από κει πήγα με λεωφορείο ώς τη Θεσσαλονίκη και ύστερα κατέβηκα με το τρένο στην Αθήνα. Η αποστολή μου δεν ήταν να αναλάβω το παράνομο κλιμάκιο αφού δεν υπήρχε καν κλιμάκιο. Το κόμμα είχε αποφασίσει απλώς να εξακολουθήσει να στέλνει στην Ελλάδα παρανόμους.
Στην Αθήνα με παρέλαβε κάποιος και πήγα σε ένα σπίτι-ήταν η γιάφκα όπου αντάμωσα με τον Σταύρο Κασιμάτη. Μου έδωσε ό,τι επαφές είχε να μου δώσει και με συνέδεσε με τον Κώστα Φιλίνη που έμενε σε άλλο σπίτι. Με τον Κώστα μείναμε μαζί στο σπίτι αυτό μερικούς μήνες, ώσπου βγήκε στο εξωτερικό.
Πριν φύγω από το Βουκουρέστι, ο Βλαντάς, στις εντολές που μου είχε δώσει, μου είχε πει: «Άμα θα πας κάτω, πρώτα πρώτα μακριά από τον Πλουμπίδη, τον ‘‘μπάρμπα’’ όπως τον λέγανε. Διότι είναι ύποπτος, έχουμε πληροφορίες ότι είναι χαφιές. Δεν θα έχεις καμία συνάντηση μαζί του».
Πού να φανταστώ εγώ την αλήθεια; Ό,τι λέγανε, εγώ θεωρούσα πως ήταν αληθινό. «Και έχε υπόψη σου», είχε προσθέσει ο Βλαντάς, «ότι έχουμε αμφιβολίες και υποψίες και για τον Κασιμάτη». Γνώριζα τον Κασιμάτη από την Κατοχή και ανησύχησα όταν το άκουσα αυτό. «Άκουσε που σ’ το λέω εγώ, μου είχε πει ο Βλαντάς, «που είμαι και συγγενής του». Ο Βλαντάς είχε παντρευτεί την αδελφή του Κασιμάτη.
Δεν του είπα τίποτα του Κασιμάτη όταν συναντηθήκαμε. Ο Κασιμάτης ήταν ένας από εκείνους που προσπαθούσαν να πείσουν το κόμμα ότι ο Πλουμπίδης είναι πράκτορας. Θυμάμαι ότι, πριν φύγω το 1952 για την Ελλάδα, βρέθηκα στη Ανατ. Γερμανία σε ένα τμήμα στελεχών μαζί με άλλους και μας είχαν αναθέσει να τακτοποιούμε τους φακέλους των στελεχών. Υπήρχε πολύ υλικό από το αντάρτικο και μετά, το οποίο θα έπρεπε να βάλουμε σε μια τάξη. Εκεί λοιπόν υπήρχε κι ένας φάκελος του Πλουμπίδη. Είχαν έρθει πέντε-έξι εκθέσεις από την Ελλάδα με την υπογραφή του Κασιμάτη, στις οποίες επέμενε ότι ο «μπάρμπας» είναι ύποπτος. Ανέφερε διάφορα περιστατικά, όχι τίποτα σπουδαία, ότι στο τάδε ραντεβού έγινε εκείνο, στο τάδε το άλλο. Εάν αυτό ήταν δική του πεποίθηση ή εάν ήταν βαλτός να το κάνει, δεν το ξέρω.
Στην Αθήνα τότε είχαν διαλυθεί όλες οι οργανώσεις, υπήρχαν σκόρπια κάπου 25-30 άτομα. Τον καιρό του Εμφυλίου είχε στην ουσία διαλυθεί όλο το παράνομο σύστημα. Κι όσοι ήταν στην Αθήνα, όπως ο Πλουμπίδης και ο Κασιμάτης, απλώς κρατούσαν επαφή μεταξύ τους και με κάποια στελέχη. Δυνατότητες για να κάνουν μαζικές εκδηλώσεις δεν υπήρχαν τότε και δεν φταίνε αυτοί, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν τέτοιες εκδηλώσεις. Στην Αθήνα συνάντησα κάποιους ανθρώπους και άρχισαν σιγά σιγά να οικοδομούνται οργανώσεις. Απ αυτήν την άποψη η προσπάθειά μας είχε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά τελικά καμιά συγκεκριμένη μαζική δουλειά δεν κάναμε. Παρόμοια ήταν η εικόνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα...
...Όταν πιάσανε τον Πλουμπίδη το Νοέμβριο του ’52, εγώ έμενα μαζί με τον Φιλίνη στο σπίτι ενός παιδιού που ήταν τότε έφεδρος ανθυπολοχαγός, ήξερε γαλλικά και αγγλικά και τον είχαν διερμηνέα σε κάποια υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο. ΄Ημαστε και οι τρεις στο σπίτι του όταν ακούσαμε το βράδυ από το ραδιόφωνο ότι πιάστηκε ο Πλουμπίδης. Το άλλο παιδί ξαφνιάστηκε. Εγώ με τον Φιλίνη _το είχα πει στον Φιλίνη αυτό που μου είχαν πει στο Βουκουρέστι για τον Πλουμπίδη_ σαν να χαμογελάσαμε. Και το παιδί μάς είδε έτσι και αναρωτήθηκε αλλά δεν μας είπε τίποτα. Ύστερα από δυο μέρες, το βράδυ, ακούσαμε το σταθμό της <Ελεύθερης Ελλάδας» από το εξωτερικό που έλεγε: η Ασφάλεια ανακοίνωσε ότι συνελήφθη ο από δεκαετίες πράκτοράς της, ο οποίος δρούσε στις γραμμές του ΚΚΕ. Και το παιδί λίγο σαν να αναθάρρησε και είπε: «Γι’ αυτό εσείς χαμογελάσατε όταν ακούσατε για τη σύλληψη του Πλουμπίδη. Κάτι ξέρατε». Εμείς δεν είχαμε φανταστεί ότι είχε φτάσει μέχρι εκεί το κόμμα, ώστε να βγάζει το κάθε στέλεχος πράκτορα, χωρίς να έχει κανένα στοιχείο.
Διαβάστε επίσης:
- Υπόθεση Πλουμπίδη: Η γνωριμία μου με τον Μπάρμπα, της Έλλης Παππά
- Δημοσθένης Παπαχρήστου: Τα γράμματα Πλουμπίδη από τη φυλακή
- 14 Αυγούστου 1954: Εκτελείται ο Νίκος Πλουμπίδης
Όταν με έπιασαν το 1954, ήρθε ένα πρωί του Αυγούστου ο Κροντήρης, ο υποδιοικητής της Ασφάλειας, στο κελί μου, με ξύπνησε και μου είπε: «Ο φίλος σου πάει». «Δεν καταλαβαίνω… ποιος φίλος μου;» «Ο Πλουμπίδης», μου απάντησε. «Έγινε σήμερα η εκτέλεση… από κει έρχομαι και σ’ το λέω». «Και γιατί μου το λες;» «Για να καταλάβεις τι περιμένει κι εσένα». «Το ξέρω, μου το ’χετε πει κι άλλη φορά». Είχα όμως στο μυαλό μου τη γραμμή του κόμματος ότι ο Πλουμπίδης ήταν πράκτορας και δεν πίστεψα ότι τελικά είχε γίνει η εκτέλεση και ότι το κόμμα έλεγε ψέματα.
Στα μέσα του Νοέμβρη τελείωσε η κράτησή μου στην ασφάλεια και με μετέφεραν στη φυλακή της Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Στο πλοίο που πηγαίναμε, ήμασταν στο κατάστρωμα ένας αξιωματικός της Χωροφυλακής, τρεις χωροφύλακες κι εγώ. Τη νύχτα, ο αξιωματικός έγειρε και πήρε έναν υπνάκο. Και οι τρεις χωροφύλακες μου έπιασαν τη συζήτηση γιατί είχαν μάθει ποιος είμαι. Με ρωτούσαν πώς είναι η ζωή στις σοσιαλιστικές χώρες. Προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι η ζωή εκεί είναι πολύ καλύτερη απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Και κάποια στιγμή μού λέει ένας απ’ αυτούς: «Καλά τα λες, κι εγώ ξέρω ότι πολλοί από σας είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Αλλά πώς να σας πιστέψω αφού λέτε ψέματα;» «Τι θα πει ότι λέμε ψέματα;» του είπα. «Αυτά που σου είπα εγώ είναι ψέματα;» «Όχι, δεν λέω αυτό αλλά νά, πριν από μερικούς μήνες έγινε η εκτέλεση του Πλουμπίδη και ο σταθμός σας είπε ότι ο άνθρωπος δεν εκτελέστηκε αλλά ότι τον έστειλε η κυβέρνηση στην Αμερική. Πώς να το πιστέψω; Ένας φίλος μου που ήταν στο εκτελεστικό απόσπασμα μού αφηγήθηκε λέξη προς λέξη πώς έγινε η ιστορία. Δεν θα πιστέψω το φίλο μου και θα πιστέψω το σταθμό σας;»
Τα έχασα εκείνη τη στιγμή και τότε άρχισα να υποψιάζομαι ότι ο Πλουμπίδης δεν ήταν πράκτορας. Τότε ο κόσμος δεν είχε ακόμα υποψιαστεί ότι μπορεί να υπάρχει τέτοια διαφθορά στην ηγεσία. Είχε δημιουργηθεί μια πίστη στα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ από τα χρόνια της Κατοχής, εξαιτίας του πρωτοποριακού ρόλου που έπαιξε τα χρόνια εκείνα το κόμμα . Η Αντίσταση δεν οφείλεται βέβαια μόνο στην ηγεσία του ΚΚΕ, το καλό ήταν ότι οι επικεφαλής του ΚΚΕ πήραν την πρωτοβουλία και κινήθηκαν πρώτοι. Η συμμετοχή και η μαζικότητα του κινήματος της Κατοχής ήταν αυθόρμητη, ήταν η συνέχεια του Αλβανικού έπους. Γιατί και στο αλβανικό μέτωπο δεν πήγε ο κόσμος επειδή τους είχε πει ο Μεταξάς να πάνε να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Ήταν το πατριωτικό αίσθημα των ανθρώπων που ήταν σε έξαρση. Το ίδιο συνέβη και μετά. Όταν συνδέθηκε ο αγώνας του καθενός μας με την πίστη στην ηγεσία του κόμματος, ήταν τότε αδιανόητο να φανταστούμε ότι είναι τόσο διεφθαρμένοι αυτοί οι ηγέτες. Γι’ αυτό και τους πιστέψαμε τότε....
* Ολόκληρη η μαρτυρία του Λεωνίδα Τζεφρώνη στο βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ελληνική αριστερά» του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις «Εστία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου