Την ιστορία μπορεί να την γράφουν οι νικητές όμως η ελευθεροτυπία επιβάλλει να ακούγεται και η φωνή του ηττημένου. Το WE του news247 παρουσιάζει την οπτική του ΚΚΕ πάνω στην ολοκλήρωση του εμφυλίου, την μάχη του Γράμμου και την επόμενη ημέρα όπως μας την κατέθεσε ο ιστορικός Κώστας Σκολαρίκος.
Από τον Κώστα Σκολαρίκο*
Το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της ταξικής σύγκρουσης 1946-1949
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, αρχικά υπό τη σκέπη του βασιλιά και με τη στήριξη του βρετανικού ιμπεριαλισμού (1944) και, στη συνέχεια, με τη συνδρομή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (1947), συνενώθηκαν οι αντιμαχόμενες φατρίες του αστικού πολιτικού κόσμου, μπροστά στον κίνδυνο της απώλειας της καπιταλιστικής εξουσίας. Βασιλικοί και αντιβασιλικοί, δωσίλογοι και διαφυγόντες στο Λονδίνο και στο Κάιρο (μετά την επιβολή της τριπλής φασιστικής Κατοχής), πρώην μέλη αστικών αντιστασιακών οργανώσεων και Ταγματασφαλίτες, «δεξιοί» και «κεντρώοι» κοκ. ξεπέρασαν τις παλαιότερες διαμάχες τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό ταξικό εχθρό. Και αυτό διότι η ΕΑΜική Αντίσταση, με εμπνευστή και πρωτοστάτη το ΚΚΕ, είχε κατορθώσει να συνενώσει στις μαζικές οργανώσεις που καθοδηγούσε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού, είχε δημιουργήσει το δικό της στρατό (ΕΛΑΣ) και τη δική της Πολιτοφυλακή, εγκαθιδρύοντας στα απελευθερωμένα εδάφη λαογέννητους θεσμούς διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης και αμφισβητώντας εκ των πραγμάτων τη μεταπολεμική προοπτική αποκατάστασης της αστικής εξουσίας.
Οι Έλληνες καπιταλιστές, ο βασιλιάς και το πολιτικό τους προσωπικό φοβόντουσαν πως η τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, σε συνδυασμό με τη διάρρηξη των δεσμών των αστικών πολιτικών κομμάτων με τις λαϊκές μάζες (εξαιτίας της βασιλομεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής) θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της εξουσίας τους. Έτσι, εκμεταλλευόμενοι και τις αδικαιολόγητες υποχωρήσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (όπως αποτυπώθηκαν στην απόφαση για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο διοικούμενο από τους Βρετανούς στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, αλλά και στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας), ο βασιλιάς και τα αστικά πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την εξουσία τους. Όμως, ο συγκεκριμένος στόχος απαιτούσε την καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος που είχε μάθει να παλεύει για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του με το όπλο στο χέρι.
Γι’ αυτό, τόσο τις μέρες του Δεκέμβρη του 1944, όσο και μετά από τη συμφωνία της Βάρκιζας, η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι με τη συμπαράσταση του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με τη συμμετοχή παρακρατικών πρωτοστάτησαν σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας εναντίον του εργατικού και λαϊκού κινήματος και ειδικότερα εναντίον της πρωτοπορίας του, του ΚΚΕ. Η έναρξη του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που ήταν γνήσιος απόγονος της ΕΑΜικής Αντίστασης και της ηρωικής πάλης του λαού της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944, συνιστούσε την απαραίτητη απάντηση της εργατικής τάξης και του λαού, το ξεπέρασμα της υποχωρητικότητας των προηγούμενων χρόνων και την αναπότρεπτη κατάληξη της ταξικής πάλης.
Ο αστικός κυβερνητικός στρατός και ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας πριν τη μάχη του Γράμμου
Το αστικό κράτος λάμβανε (ήδη από το Μάρτη του 1947) την καθοριστική βοήθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε επίπεδο οικονομικής ενίσχυσης, υλικοτεχνικής υποδομής και στρατιωτικής τεχνογνωσίας, στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν. Το Δόγμα Τρούμαν πήρε το όνομα του από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ που το εισηγήθηκε και αντιμετώπιζε τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και στην Τουρκία ως απαραίτητο όρο για να καταστούν οι συγκεκριμένες χώρες στρατιωτικά προπύργια έναντι του σοσιαλιστικού μπλοκ χωρών, που συναποτελούσαν η ΕΣΣΔ και οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Γι’ αυτό το σκοπό, οι ΗΠΑ διέθεσαν 400 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία και κατευθύνθηκαν κυρίως στην ενίσχυση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Ειδικότερα όμως στην Ελλάδα, ο κύριος στόχος ήταν η στρατιωτική αντιμετώπιση του ΔΣΕ.
Τον Ιανουάριο του 1949, ο τότε πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης επανέφερε στο στράτευμα τον Αναγκαστικό Νόμο 882 και , κατά προέκταση, το θεσμό του Αρχιστράτηγου και διόρισε σε αυτή τη θέση τον Αλέξανδρο Παπάγο. Με βάση το νόμο, ο Παπάγος αποκτούσε υπερεξουσίες στη διοίκηση του στρατεύματος, αφού σχεδίαζε και διεύθυνε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ μπορούσε να καθορίσει τη σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων και να επαναφέρει απόστρατους αξιωματικούς ή να αποστρατεύσει εν ενεργεία στελέχη του στρατεύματος. Με αυτή την έννοια, ο διορισμός του Παπάγου αποτέλεσε τη θεσμική έκφραση της προετοιμασίας του αστικού στρατού για την τελική αναμέτρηση με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Από την άλλη πλευρά της ταξικής πολεμικής σύγκρουσης βρισκόταν ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ (το 1 / 4 των μαχητών ήταν γυναίκες) διεξήγαγαν για τρίτο συνεχόμενο χρόνο μια ηρωική, όσο και άνιση μάχη. Σε αυτή τη μάχη, ο ΔΣΕ δεν είχε να αντιμετωπίσει μονάχα την υπεροπλία του αστικού κράτους και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε οικονομικά και στρατιωτικά μέσα. Την ίδια στιγμή, όφειλε να ανταπεξέλθει στις δυσμενέστερες συνθήκες που δημιούργησε η μεταστροφή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η οποία, μετά τη διάρρηξη των δεσμών της με το σοσιαλιστικό μπλοκ, έκλεισε τα σύνορα στους μαχητές του ΔΣΕ, ενώ δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που στήριξε τις πολεμικές ενέργειες του κυβερνητικού στρατού. Και όλα αυτά, σε μια περίοδο που το αστικό κράτος προχωρούσε σε βίαιο εκτοπισμό των ορεινών πληθυσμών, προκειμένου να στερήσει το ΔΣΕ από την οποιαδήποτε δυνατότητα τροφοδοσίας και στρατολόγησης και εξαπέλυε επιθέσεις ακόμα και σε αμάχους που βρίσκονταν πίσω από τις γραμμές του. Ταυτοχρόνως, στα αστικά κέντρα οργίαζε η τρομοκρατία του αστικού κράτους και παρακράτους, ενώ χιλιάδες ήταν οι αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης από όλη την Ελλάδα που είχαν φυλακιστεί, εξοριστεί ή εκτελεστεί για τη δράση τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ΔΣΕ ήταν αδύνατο να αναπληρώνει τις απώλειές του στο πεδίο της μάχης, τη στιγμή που ο αστικός κυβερνητικός στρατός είχε μεγάλα αποθέματα εφεδρειών.
Ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων
Στις αρχές του 1949 και εντεινόμενα μετά την έλευση της Άνοιξης ο αστικός κυβερνητικός στρατός προχώρησε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο. Έτσι, στις 2 Αυγούστου του 1949, ο αστικός στρατός μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις του στο κύριο μέτωπο του Γράμμου, για να εξαπολύσει την τελική του επίθεση. Στην τελική σύγκρουση χρησιμοποίησε τις 1, 2, 8, 9, 11 και 15 Μεραρχίες Καταδρομών, δύο ανεξάρτητες Ταξιαρχίες, 14 ελαφρά Τάγματα Πεζικού, 150 περίπου πεδινά και ορειβατικά πολυβόλα, πλήθος αεροπλάνων, 200 άρματα μάχης και άλλα τεθωρακισμένα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των μελετητών της περιόδου επρόκειτο για μια στρατιωτική δύναμη που σίγουρα ξεπερνούσε τους 100.000 άνδρες, ενώ είναι πιθανόν να προσέγγιζε και τους 180.000.
Απέναντι στον αστικό στρατό, ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας αντιπαρέταξε μια στρατιωτική δύναμη υποπολλαπλάσια σε αριθμό ανδρών και εξοπλισμένη με σαφώς πιο πενιχρά στρατιωτικά μέσα, η οποία συγκεντρώθηκε στο Βίτσι και στο Γράμμο από όλη την ηπειρωτική Ελλάδα (με εξαίρεση την Πελοπόννησο) έπειτα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ ήταν 8.800 περίπου στο Βίτσι και 6.500 στο Γράμμο, πολλοί από τους οποίους τραυματισμένοι από προηγούμενες μάχες, ενώ διέθεταν μόλις 45 ορειβατικά πολυβόλα, 15 αντιαεροπορικά και 27 αντιαρματικά. Ο ΔΣΕ δε διέθετε άρματα μάχης και αεροπλάνα, ενώ τα πολεμοφόδιά του ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις
Το σχέδιο του αστικού κυβερνητικού στρατού προέβλεπε σε πρώτη φάση μια σειρά παρενοχλητικών ενεργειών και μικρών επιθέσεων στο μέτωπο του Γράμμου, με σκοπό να καταδειχθεί ότι εκεί θα λάβαινε χώρα η κύρια επίθεση του κυβερνητικού στρατού. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιείτο μια καίρια και αιφνιδιαστική επίθεση στο Βίτσι, με σκοπό την κατάληψη των θέσεων του ΔΣΕ και την εξόντωση των μαχητών και μαχητριών του. Στην τρίτη και τελευταία φάση, οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού απέβλεπαν στο φράξιμο των Ελληνοαλβανικών συνόρων προκειμένου να μπλοκαριστεί η πιθανή διαφυγή των δυνάμεων του ΔΣΕ και να καταστεί εφικτή η περικύκλωση και η εξόντωσή τους.
Τη νύχτα της 2προς 3 Αυγούστου, μπήκε σε εφαρμογή η πρώτη φάση της επιχείρησης «Πυρσός» του αστικού κυβερνητικού στρατού. Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έχοντας στη διάθεσή του δύο Μεραρχίες, μια ανεξάρτητη Ταξιαρχία, τρία ελαφρά Συντάγματα Πεζικού, δύο ίλες αναγνώρισης και έναν ουλαμό αρμάτων έδωσε την εντολή της έναρξης των επιχειρήσεων, που έληξαν με την κατάληψη ορισμένων υψωμάτων από τον κυβερνητικό στρατό, τα οποία αποδείχτηκαν κρίσιμα στη συνέχεια των επιχειρήσεων.
Στις 10 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη φάση της επιχείρησης «Πυρσός», στη διάρκεια της οποίας, εναντίον των καλά οχυρωμένων θέσεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, παρατάχθηκαν 6 Μεραρχίες, πολλά Ελαφρά Τάγματα Πεζικού, 110 πυροβόλα, άρματα μάχης και θωρακισμένα, 6 Τάγματα Διαβιβάσεων και 87 αεροπλάνα. Παρά την ηρωική αντίσταση των δυνάμεων του ΔΣΕ, ο κυβερνητικός στρατός κατόρθωσε να διασπάσει στις γραμμές του και να τις απωθήσει στη χερσόνησο Πηξός, ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα. Ωστόσο, εκεί οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ ήταν ακάλυπτοι απέναντι στις επιθέσεις της αεροπορίας. Γι’ αυτό, οι 6.000 που επιβίωσαν, ελίχθηκαν μέσα από το αλβανικό έδαφος και κατόρθωσαν να φτάσουν στο Γράμμο, προκειμένου να ενωθούν με τις υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις του ΔΣΕ. Ο κυβερνητικός στρατός είχε κατορθώσει να καταλάβει το Βίτσι, αλλά όχι και να σκοτώσει ή να αιχμαλωτίσει το σύνολο των δυνάμεων του ΔΣΕ.
Τότε, ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε την τρίτη φάση της επίθεσής του. Μάλιστα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να παρακολουθήσουν σε πανηγυρικό κλίμα ο βασιλιάς Παύλος και ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ. Στις επιχειρήσεις που άρχισαν το πρωί της 25 Αυγούστου έλαβαν μέρος 4 Μεραρχίες Πεζικού, μια Μεραρχία Καταδρομέων, μια ανεξάρτητη Ταξιαρχία, τέσσερα ελαφρά Συντάγματα Πεζικού, άφθονα άρματα μάχης και το σύνολο της αεροπορίας. Από την πλευρά του ΔΣΕ, έπειτα και από τη μάχη στο Βίτσι είχαν απομείνει μόλις 12.000 μαχητές και μαχήτριες, συμπεριλαμβανομένων των τραυματιών. Υπό αυτές τις συνθήκες, για να χαλαρώσει ο κλοιός των κυβερνητικών δυνάμεων, η 1 Μεραρχία του ΔΣΕ κινήθηκε προς τη Θεσσαλία και άλλοι μαχητές κατευθύνθηκαν προς τη Λάκκα Σούλι.
Παρά τις προσπάθειες αντιπερισπασμού, στις 26 Αυγούστου η 9 Μεραρχία του κυβερνητικού στρατού διέρρηξε τη γραμμή άμυνας του ΔΣΕ και εισχώρησε στα μετόπισθεν κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων. Πλέον, ο κίνδυνος της πλήρους περικύκλωσης του ΔΣΕ ήταν ορατός. Έτσι το μεσημέρι της 28 Αυγούστου 1949 ξεκίνησε η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ προς το κέντρο του μετώπου και η οργάνωση της υποχώρησης προς την Αλβανία. Το βράδυ της 29 προς 30 Αυγούστου έπεσε και το ύψωμα Κάμενικ, το τελευταίο που βρισκόταν στην κατοχή του ΔΣΕ. Η τρίχρονη ταξική πολεμική σύγκρουση είχε τελειώσει. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας περιόδου απηνών διώξεων εναντίον του μεγαλειώδους εργατικού και λαϊκού κινήματος της δεκαετίας του 1940. Τα επόμενα χρόνια η σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας και η συνέχιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης συνοδεύτηκε από την καταστολή του αστικού κράτους.
Μια σύντομη αποτίμηση
Η μάχη του Γράμμου αποτέλεσε την ολοκλήρωση της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Η έκβασή της, όπως και συνολικά η έκβαση της ταξικής πολεμικής σύγκρουσης την περίοδο 1946-1949, η οποία αποτέλεσε συνέχεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη του 1944, δεν αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της πάλης του ΔΣΕ. Ο αγώνας του ΔΣΕ αποτέλεσε δίκαιο αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού μας και κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ, για πρώτη και μοναδική φορά, από τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, αμφισβητήθηκε η ίδια η καπιταλιστική εξουσία, δηλαδή η διαιώνιση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ εκ των πραγμάτων επιχείρησαν να ολοκληρώσουν τη μεγαλειώδη ΕΑΜική Αντίσταση με την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, η εργατική τάξη, η φτωχή αγροτιά, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι γυναίκες της εργατικής τάξης, η νεολαία, όλοι όσοι εν τέλει βιώνουν τις συνέπειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της ταξικής εκμετάλλευσης οφείλουν να εξετάσουν υπό ταξικό πρίσμα τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και να διδαχθούν από αυτόν, όπως και από τη συνολική δραστηριότητα του ΚΚΕ και του εργατικού-λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του 1940. Η μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου, οπότε οι μάζες των εκμεταλλευομένων βγήκαν στον προσκήνιο της ιστορίας και επιχείρησαν να καθορίσουν το μέλλον τους και η άντληση συμπερασμάτων (που συμπεριλαμβάνει και την κριτική εξέταση των αδυναμιών του κομμουνιστικού και του εργατικού-λαϊκού κινήματος) αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης στρατηγικής επαναστατικής ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Για την επίτευξη αυτού του εγχειρήματος, ο αγώνας του ΔΣΕ παραμένει φωτεινός φάρος στα σκοτάδια της ταξικής εκμετάλλευσης. Αυτός είναι ο λόγος εξάλλου που συνεχίζει να δέχεται την αστική πολεμική σε κάθε ευκαιρία.
* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του τμήματος Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
Φωτογραφίες: Αρχείο ΚΚΕ
http://news247.gr/eidiseis/weekend-edition/to_telos_toy_emfylioy_apo_thn_matia_toy_kke.2995920.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου