Η νέα Κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μεταξύ άλλων υποσχεθεί ότι θα μειώσει τους φόρους, τις κοινωνικές εισφορές, θα προχωρήσει στη σταθεροποίηση των συντάξεων και στη διατήρηση του ισχύοντος αφορολόγητου ποσού, και άλλα
Του Δρ. Σπυρίδων Παρασκευόπουλου*
Με τί θα βρεθεί αντιμέτωπη - από οικονομική άποψη - η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Η νέα Κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μεταξύ άλλων υποσχεθεί ότι θα μειώσει τους φόρους, τις κοινωνικές εισφορές, θα προχωρήσει στη σταθεροποίηση των συντάξεων και στη διατήρηση του ισχύοντος αφορολόγητου ποσού, και άλλα.
Προφανώς, όλα αυτά ακούστηκαν και αξιολογήθηκαν από τους εκλογείς θετικά και γι’ αυτό κέρ-δισε άνετα και τις εκλογές. Το ερώτημα είναι όμως, αν αυτές οι επιδιώξεις είναι εφικτές με τα οι-κονομικά δεδομένα της Ελλάδος και με την πιθανή εξέλιξη τους στα επόμενα 4 χρόνια της νέας Κυβέρνησης.
Η νέα Κυβέρνηση θα επιδιώξει, όπως είπε ο νέος πρωθυπουργός, να ανταποκριθεί σε αυτές τις επιδιώξεις με μία ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) γύρω στα 4%.
Με την παρουσίαση – ως παράδειγμα - των σημερινών δεδομένων του δημόσιου χρέους της κε-ντρικής διοίκησης και με την αξιολόγηση της επιδιωκόμενης αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 4%, ίσως μας δοθεί κάποια απάντηση για τις δυνατότητες επιτυχίας της νέας Κυβέρνησης.
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας
Το ΑΕΠ της Ελλάδας ανέρχονταν στα τέλη του 2018 στα 190,8 δισ. €. Το δε συνολικό χρέος της κεντρικής διοίκησης του κράτους ανερχόταν στο τέλος Μαρτίου του 2019 στα 357,6 δισ. €, δηλα-δή στο 187,4 % του ΑΕΠ.
Από τα 357,6 δισ. € του δημόσιου χρέους, τα 252,6 δισ. € αφορούν δάνεια του Ευρωπαϊκού Μη-χανισμού Στήριξης και τα υπόλοιπα 105,0 δις.€ είναι δάνεια από ποικίλες εθνικές και διεθνείς χρηματαγορές.
Όπως δείχνει ο πιο κάτω πίνακας κατά την εκτίμηση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέ-ους (ΟΔΔΗΧ), για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι και χρεολύσια) απαιτείται - με βάση τις μέχρι τώρα ανειλημμένες υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι των δανειστών της - να πληρωθούν στα επόμενα 4 χρόνια της νέας Κυβέρνησης τα κάτωθι τοκοχρεολύσια.
Για το χρέος αυτό η Ελλάδα υποχρεούνται στα επόμενα 4 χρόνια που έχει στη διάθεσή της η νέα Κυβέρνηση να πληρώσει 81,47 δις € τοκοχρεολύσια. Θα είναι αυτό εφικτό χωρίς αρνητικές επι-πτώσεις για την ανάπτυξη της Οικονομίας, για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, και περισσότερο για την ανοχή των πολιτών, που τελικά πρέπει να τα πληρώσουν;
Αν υποθέσουμε - όπως σήμερα φαίνεται - ότι το 2019 θα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 2,0%, δηλαδή θα ανέλθει στα 194,62 δις. €, τότε θα χρειαστούν 3,4% του ΑΕΠ μόνο για την πληρωμή των τόκων.
Αν το 2019 το υποχρεωτικά επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα είναι πράγματι 3,5% του Α-ΕΠ, τότε μένει μόνον 0,01%, δηλαδή 195 εκατ. € για την μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο θα κατέλθει μηδαμινά στα 357,4 δις €.
Για την πληρωμή του ποσού των 9,755 δις € των χρεολυσίων θα χρειαστεί το 2019 η νέα Κυβέρ-νηση να δανειστεί τα απαιτούμενα χρήματα από τις χρηματαγορές. Αν όμως θελήσει να μειώσει το χρέος και δεν δανειστεί, τότε θα πρέπει ή να μειώσει τις δαπάνες της, ή να αυξήσει τους φό-ρους, ή να τα πάρει και από τις δύο πηγές.
Αυτές οι πληρωμές των τοκοχρεολυσίων θα πρέπει να συνεχιστούν, όπως είναι συμφωνημένες με τους δανειστές, και στα επόμενα 3 χρόνια της νέας Κυβέρνησης.
Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι από το 2020 μέχρι και το 2022 θα υπάρξει πράγματι 4% ετήσια αύξηση του ΑΕΠ και τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι ετησίως και στα τρία επόμενα χρόνια 3,5% του ΑΕΠ, τότε θα έχουμε με αυτά τα δεδομένα την εξής εξέλιξη.
Το ΑΕΠ θα είναι στο τέλος του 2020 γύρω στα 202,41 δις € (176,6%). Κατά την εκτίμηση του Ορ-γανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους θα χρειαστούν το 2020 για την πληρωμή των τόκων 6,360 δις. € και για την πληρωμή των χρεολυσίων 7,052 δις. €.
Αν λοιπόν το 2020 αυξηθεί πράγματι το ΑΕΠ κατά 4% (στα 202,41 δις. €), τότε θα χρειαστούν 3,14% του ΑΕΠ (6,36 δις €) για την πληρωμή των τόκων. Με ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μένουν 0,36% του ΑΕΠ, δηλαδή 729 εκατομμύρια € για την μείωση του χρέους, οπότε θα κατέλθει στα 356,7 δις €. Για τη πληρωμή των χρεολυσίων το 2020 θα πρέπει να βρει η Κυβέρνηση 6,323 δις. € (7,052 – 729) για τη πληρωμή των χρεολυσίων.
Από που όμως θα πάρει τα ποσά αυτά, αν επιδιώκει την απόλυτη μείωση του δημόσιου χρέους; από τη μείωση των δημόσιων δαπανών; από την αύξηση των φόρων ή και από τις δύο πηγές;
Η ίδια διαδικασία θα συνεχιστεί και το 2021. Το ΑΕΠ θα ανέλθει, αν επαναληφθεί η αύξηση του 4%, στα 210,50 δις €. Για την πληρωμή των τόκων (10,96 δις €) είναι τώρα 5,21% του ΑΕΠ ανα-γκαία. Αν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πάλι 3,5%, τότε η Κυβέρνηση θα πρέπει να βρει 1,71% του ΑΕΠ (3,60 δις €) για την πληρωμή των τόκων. Γεγονός που θα σημάνει απόλυτη αύ-ξηση του δημόσιου χρέους, αν η Κυβέρνηση βέβαια τα δανειστεί. Επίσης θα χρειαστούν (βλέπε τον ανωτέρω πίνακα) άλλα 7,169 δις € και για την πληρωμή των χρεολυσίων. Στο σύνολο θα είναι το 2021 10,769 δις € αναγκαία για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων.
Και εδώ τίθεται και πάλι το ερώτημα από ποιες πηγές;
Τέλος το 2022 φαίνεται να είναι για τη Κυβέρνηση το πιο δύσκολο και ίσως και το πιο οδυνηρό, διότι θα αρχίσει να διαφαίνεται και πάλι κάποιο νέο μνημόνιο στον ορίζοντα.
Αν υποθέσουμε ότι και στο 2022 αυξηθεί και πάλι το ΑΕΠ 4% και το πρωτογενές πλεόνασμα είναι επίσης 3,5% του ΑΕΠ, τότε το ΑΕΠ θα ανέλθει στα 218,92 δις €, οι τόκοι όμως θα είναι, σύμφωνα πάντα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, 24,49 δις €, δηλαδή 11,19% του ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια θα χρειαστούν να βρεθούν από την Κυβέρνηση το 2022 16,84 δις € για την πλη-ρωμή μόνον των τόκων και 8,87 δις € για την πληρωμή των χρεολυσίων.
Για την πληρωμή των τόκων, αν η Κυβέρνηση δεν θελήσει να αυξήσει απόλυτα το δημόσιο χρέος και δεν δανειστεί, θα αναγκαστεί τότε ή να μειώσει ακόμη περισσότερο τις δημόσιες δαπάνες της, ή να αυξήσει τους φόρους ή και τα δύο. Θα είναι αυτό πολιτικά και οικονομικοκοινωνικά εφικτό;
Σχόλιο: Οι πιο πάνω σκέψεις και τα συμπεράσματα βασίζονται βέβαια στο αισιόδοξο γεγονός μίας ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ στο 4%. Αυτή η ανάπτυξη προϋποθέτει ότι στο διάστημα αυτό οι ετήσιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα είναι περίπου της τάξης των 8 δις €.
Είναι δυνατόν με τα σημερινά δεδομένα και με τις όποιες αισιόδοξες εξαγγελίες της νέας Κυβέρ-νησης μία τέτοια εξέλιξη των επενδύσεων αναμενόμενη;
Ακόμη και αν αυτό συμβεί, η εξέλιξη των τοκοχρεολυσίων - που παρουσιάστηκε πιο πάνω – δεί-χνει ότι η ελληνική οικονομία οδηγείται τελικά σε αδιέξοδο, με άλλα λόγια, όσο σκληρό και να ακούγεται αυτό, οδηγούμαστε και πάλι σε χρεοκοπία, ή για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, τότε όσο και να μη το θέλουμε, θα οδηγήσει αυτή η εξέλιξη σε νέο μνημόνιο.
Θα αντέξει αυτές τις εξελίξεις πολιτικά και κοινωνικά η νέα Κυβέρνηση; Ή θα αρχίσουμε πάλι να κατηγορούμε τους δανειστές μας και να τους αποκαλούμε τοκογλύφους και στυγνούς καπιταλι-στές, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, και έτσι να συνεχίζουμε να ρίχνουμε τις ευθύνες σε άλ-λους;
Τι θα λέει για όλα αυτά και πως θα συμπεριφέρεται στα 4 επόμενα χρόνια η αξιωματική αντιπολί-τευση και όχι μόνον εντός και εκτός της Βουλής;
*Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών
της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λειψίας (Γερμανία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου