Οι ενδείξεις ότι σύντομα η χώρα θα ζήσει μια σημαντική θεσμική και στρατηγική αλλαγή πολλαπλασιάζονται. Μια τέτοια εμφανής ένδειξη είναι η ανατροπή του συσχετισμού των κομματικών δυνάμεων, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές 2014, αλλά και επανειλημμένως τα δημοσκοπικά ευρήματα. Μια άλλη είναι η ογκούμενη και παγιωμένη πλέον πολιτική πόλωση την οποία ζει η χώρα, και η οποία διατρέχει τους περισσότερους τομείς της κοινωνικής ζωής και τα επίπεδα οργάνωσής της, και η οποία ήταν αδύνατο να συνεχίσει επί μακρόν χωρίς να επιλυθεί. Η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών για τις 25 Ιανουαρίου αποτελεί το ορατό αποτέλεσμα των αδιεξόδων του σημερινού συστήματος εξουσίας. Γράφει ο Ειδικός Συνεργάτης Μάξιμος Αλιμπέρτης
Μέρος 1ο: Η επερχόμενη αλλαγή και η σημασία των ΜΜΕ
Αυτό που συμβαίνει είναι η είσοδος της χώρας και της κοινωνίας στην μετα-μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία εγκαινιάστηκε με τη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο στη χώρα μας επενδύθηκε με το μανδύα των πελατειακών σχέσεων, και τώρα αυτή η πορεία επιταχύνεται. Από το πελατειακό κράτος απέμειναν πλέον μόνο οι πελατειακές σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με τους φορείς του κεφαλαίου, ιδιαίτερα του χρηματιστικού, αλλά και του επικοινωνιακού(ΜΜΕ) (διαπλοκή), γι’ αυτό και αδυνατεί να επιβιώσει, πορευόμενο κατ’ ευθείαν πάνω στα βράχια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είτε κερδίσει αυτονομία στις εκλογές είτε όχι θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην επερχόμενη πολιτική αλλαγή. Ήδη έχει αρχίσει να παίζει έναν τέτοιο ρόλο όπως δείχνουν οι αντιδράσεις και πανικός τόσο της απερχόμενης κυβέρνησης όσο και της τρόϊκας.
Ο στόχος τον οποίο καλείται να εκπληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αν και στην επιφάνεια των πραγμάτων εμφανίζεται ως η έξοδος της χώρας από τη μέγγενη των μνημονιακών πολιτικών, η θεραπεία των δεινών που προκάλεσε η μνημονιακή καταστροφή, και η τοποθέτηση της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης, στην πραγματικότητα είναι πολύ βαθύτερος και σημαντικός. Πρόκειται για έναν δύσκολο συνδυασμό, να επιδιώξει δηλαδή από τη μια τον εκσυγχρονισμό της χώρας (να γίνει «μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα») και από την άλλη την κοινωνική δικαιοσύνη (τη δίκαιη ανακατανομή του πλούτου αλλά και των βαρών της κρίσης). Κι όλα αυτά σε μια τροχιά οικονομικής ανάπτυξης και όχι απλώς μεγέθυνσης. Συνεπώς η τομή την οποία καλείται να πραγματοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ βαθιά και δεν γίνεται χωρίς να συγκρουστεί με πρακτικές και νοοτροπίες δεκαετιών, αλλά και παράγοντες, εντός και εκτός της χώρας, οι οποίες κατέχουν σημαντική δύναμη.
Όμως για να υλοποιήσει την πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ, την αριστερή του πολιτική, χρειάζεται να εξουδετερώσει τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς που έχει οικοδομήσει επί δεκαετίες το κατεστημένο. Στους πρώτους, σε ότι αφορά το πολιτικό σύστημα, τη μερίδα του λέοντος κατέχουν τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ. Άλλωστε το πελατειακό κράτος των προηγούμενων δεκαετιών στηρίχθηκε στη διαπλοκή, στη συνεργασία και τη συμπόρευση επιχειρηματιών και ιδιοκτητών ΜΜΕ από τη μία και πολιτικών προσώπων από την άλλη, γεγονός που οδήγησε στη συγκρότηση μιας πολιτικο-επιχειρηματικής ελίτ, εντός της οποίας η ομάδα των πολιτικών προσώπων διακρίνεται δύσκολα από την ομάδα των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Σ’ αυτή την παρέα προστέθηκαν, με τη βοήθεια και της τρόϊκας, οι τραπεζίτες, με αποτέλεσμα να αλλάξει η δομή της διαπλοκής αλλά ταυτόχρονα να γίνει ακόμα πιο ισχυρή, πιο σκληρή και συχνά πιο αδίστακτη όπως είναι συνολικά το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Έτσι, προκειμένου να εφαρμόσει την οικονομική και κοινωνική του πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και την πιο περιορισμένη που εξήγγειλε στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει πρώτα να συγκρουστεί για τα καλά με τη διαπλοκή. Με άλλα λόγια είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξηλώσει τη διαπλοκή προκειμένου να κυβερνήσει είτε η διαπλοκή θα ξηλώσει το ΣΥΡΙΖΑ, ρίχνοντάς τον από την κυβέρνηση ή ενσωματώνοντάς τον στο σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι δομικά, οι σημαντικότερες αλλαγές είναι πολιτικές. Χωρίς αυτές δεν θα είναι σε θέση ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τη διαχείριση του χρέους και των μνημονίων, αλλά και τις αιτίες που τα γέννησαν. Κι αυτό γιατί οι αιτίες για την οικονομική κρίση είναι πολιτικές και όχι το αντίστροφο.
Η οικονομική κρίση είναι το επιφαινόμενο, το αποτέλεσμα της πελατειακής διαχείρισης της εξουσίας προς όφελος της διαπλοκής και όχι το αντίστροφο. Γι’ αυτό και μπαίνοντας σιγά σιγά στη κρίση του πολιτικού συστήματος μπαίνουμε στην καρδιά της κρίσης. Με άλλα λόγια η πιο σημαντική κρίση, η πολιτική βρίσκεται μπροστά μας. Γι’ αυτό και πριν την λήψη των ουσιαστικών οικονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της μνημονιακής πολιτικής είναι απαραίτητη η πολιτική αλλαγή, η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Αν δεν κάνω λάθος αυτό στην πραγματικότητα διατύπωσε σε παλιότερή του συνέντευξη ο Γιάννης Δραγασάκης σχετικά με τις προτεραιότητες της αριστεράς, και είναι σωστό.
Συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτικής αλλαγής λοιπόν είναι η ανασυγκρότηση και ο εκδημοκρατισμός του πεδίου των ΜΜΕ. Η πολιτική που ακολούθησαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις στον τομέα της ενημέρωσης ήταν συνέχεια της προηγούμενης πολιτικής της διαπλοκής, που στόχευε πλέον στην αξιοποίηση των ΜΜΕ όχι τόσο στην εξυπηρέτηση του κόμματος στην εξουσία (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ) όσο της ίδιας της μνημονιακής πολιτικής και της τρόϊκας, δηλαδή της συλλογικής υπεράσπισης του ελληνικού κομπραδόρικου καπιταλισμού.
Η πολιτική αυτή είχε δυο πυλώνες. Πρώτον την πέρα από κάθε οικονομική, ακόμα και με τα κριτήρια του μνημονίου, χρηματοδοτική (μέσω των τραπεζών) και πολιτική (μέσω των «τροπολογιών») στήριξη των χρεοκοπημένων ιδιωτικών ομίλων της ενημέρωσης, με αντάλλαγμα τη συμπεριφορά τους ως καλολαδωμένων προπαγανδιστικών μηχανισμών της μνημονιακής πολιτικής και των πολιτικών της φορέων, ενίοτε και ως υπηρεσιών προπαγάνδας άγριου εκφοβισμού (στις επαναληπτικές εκλογές του 2012, τις ευρωεκλογές 2014 και στην τρέχουσα περίοδο).
Η δεύτερη ήταν η χειραγώγηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως κυβερνητικό φέουδο, αλλά σεβόμενη σε ένα βαθμό και πάντως περισσότερο από τα ιδιωτικά, την πολιτική λογική και την ποιότητα του προγράμματος, ιδίως στο ψυχαγωγικό του σκέλος. Η χειραγώγηση αυτή είχε με τη σειρά της δυο βασικούς στόχους. Αφενός να μετατραπεί σε απόλυτο φερέφωνο της κυβερνητικής εξουσίας, που με την ομάδα Σαμαρά εμφορείται επιπλέον από ακροδεξιά εμφυλιοπολεμική νοοτροπία. Όταν αυτό δεν κατέστη δυνατόν, τότε αποφασίστηκε η διάλυση της ΕΡΤ. Ο δεύτερος στόχος ήταν η ιδιωτικοποίηση και η αγοραιοποίηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, που στη συνέχεια διευκολύνθηκε αφάνταστα με τη διάλυση της ΕΡΤ, αν και δεν ήταν αυτός ο πρώτιστος στόχος.
Σημειωτέον ότι ο πολιτικός έλεγχος και η ιδιωτικοποίηση είναι οι δυο πυλώνες της νεοφιλελεύθερης χειραγώγησης της δημόσιας τηλεόρασης σε μια σειρά χώρες όπως το Ισραήλ, η Κροατία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ ήταν να τραυματιστεί βαρύτατα η δημόσια ραδιοτηλεόραση και η διάσπασή της αφενός σε μια μικρή, επαρχιώτικη και άθλια προπαγανδιστική ΔΤ – ΝΕΡΙΤ και αφετέρου σε μια δυναμική, αλλά μικρή και χωρίς πόρους και τεχνικά μέσα Ertopen που σταδιακά εξελίχθηκε σε εναλλακτικό μέσο. Χωρίς να υπολογίσουμε το προσωπικό που για διάφορους λόγους έμεινε σπίτι του ή άλλαξε δουλειά.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα το έργο που έχει μπροστά του ΣΥΡΙΖΑ αν και όταν έρθει στην εξουσία δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ιστορική ευκαιρία, ιδιαίτερα καθώς αντιλαμβάνεται τη συμβολή του στην αναχαίτιση του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού και πέραν των εθνικών συνόρων, να πραγματοποιήσει βαθιές τομές. Με άλλα λόγια θα πρέπει να προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει το πεδίο των ΜΜΕ όχι τμηματικά, πότε εδώ και πότε εκεί, πότε σε ότι αφορά τα υπερχρεωμένα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά φερέφωνα και πότε το κυβερνητικό φερέφωνο, αλλά να ανασυγκροτήσει το τοπίο της ενημέρωσης και της επικοινωνίας συνολικά.
Για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητοι δυο όροι. Πρώτον να αντιληφθεί τα επιμέρους ΜΜΕ, παλιά και νέα, ως συγκροτούντα ένα ενιαίο σύνολο στην κοινωνία της πληροφορίας και δεύτερον να αποδώσει στο αγαθό της ενημέρωσης τη μέγιστη δυνατή αξία υπάγοντάς το υπό τη σκέπη των δικαιωμάτων, να καθιερώσει δηλαδή μια νέα γενιά δικαιωμάτων, τα επικοινωνιακά δικαιώματα του πολίτη. Τούτο σημαίνει να καθιερώσει τη δωρεάν ή με πολύ χαμηλό κόστος πρόσβαση όλων των κατοίκων στο διαδίκτυο και να μεριμνήσει για τη δημιουργία δημόσιων πλατφορμών ενημέρωσης και επικοινωνίας, απαλλαγμένες από διαφημίσεις και σκοπιμότητες, κατά το πρότυπο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, αλλά και για την εκπαίδευση του ανεκπαίδευτου ακόμα πληθυσμού στη χρήση των νέων μέσων.
Μιλώντας για διαδίκτυο, θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να αναγνωριστεί η εργασία όσων εργάζονται σε ειδικότητες που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες (λ.χ. δημοσιογράφοι) λόγω της κυριαρχίας μέχρι της μέρες μας μιας αντίληψης που έρχεται από τα έντυπα και τη ραδιοτηλεόραση, αλλά και συντεχνιακά συμφέροντα. Σημαίνει ακόμα να επιχειρήσει να καθιερώσει τα επικοινωνιακά δικαιώματα του πολίτη αφού πρώτα ξεκαθαρίσει το περιεχόμενό τους. Αυτά θα πρέπει να διατρέχουν όλα τα μέσα επικοινωνίας, τόσο τα παλιά όσο και τα νέα (το διαδίκτυο, την κινητή τηλεφωνία, ακόμα και τη συνδρομητική τηλεόραση) προς τα οποία μετακινείται, για διάφορους λόγους, όλο και μεγαλύτερο τμήμα του κοινού της παλιάς ραδιοτηλεόρασης και του Τύπου.
Γενικότερα, η συζήτηση για τα ΜΜΕ και το ρόλο τους στην πολιτική γίνεται όλο και πιο άχαρη αν περιορίζουμε τη συζήτηση μόνο στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον Τύπο, τα οποία αφενός πάσχουν από αναξιοπιστία και αφετέρου μένουν διαρκώς πίσω στη σκυταλοδρομία της ενημέρωσης, περιοριζόμενα όλο και πιο πολύ στο σχολιασμό και την προπαγάνδα.
Αφήνοντας ανοικτή τη συζήτηση για το περιεχόμενο των επικοινωνιακών δικαιωμάτων, που είναι κρίσιμο και αφορά, ρυθμίζει την ενημέρωση σε όλα τα ΜΜΕ, παλιά και νέα, ας έρθουμε στα παραδοσιακά ΜΜΕ. Η στρατηγική των ιδιωτικών ΜΜΕ στην παρούσα φάση συνοψίζεται στα ακόλουθα: α) να μην πληρώσουν οι ιδιοκτήτες τους τις συσσωρευμένες οφειλές γιατί αυτό πιθανόν να τα φέρει μπροστά στην κατάρρευση και την πτώχευση, β) ειδικότερα να μην αποπληρώσουν τα τραπεζικά δάνεια που έχουν λάβει (επιπλέον διότι θεωρούν ότι παρείχαν πολύτιμο έργο στις μνημονιακές κυβερνήσεις και την τρόϊκα και συνεπώς θεωρούν τα δάνεια ως δίκαιη αμοιβή τους), γ) να χρησιμοποιηθούν από τη διαπλοκή για να αποκτήσουν οι ιδιοκτήτες τους τα λάφυρα της ιδιωτικοποίησης, τα οποία κινδυνεύουν να χάσουν από τους εύρωστους οικονομικά ευρωπαίους επιχειρηματίες δ) να χρησιμοποιηθούν τα ΜΜΕ προκειμένου να ρυθμιστούν εις βάρος των εργαζομένων οι εργασιακές σχέσεις στον κλάδο των ΜΜΕ αλλά και στους κλάδους που οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ διατηρούν επιχειρήσεις, ε) να συνεχίσουν να αποτελούν ιδεολογικούς μηχανισμούς του καταναλωτικού νεοφιλελευθερισμού και της νέο-υποτέλειας στη Γερμανική Ευρώπη και στ) να χρησιμοποιηθούν ως προμαχώνες εναντίον το ΣΤΡΙΖΑ στην περίπτωση που έρθει στην εξουσία και απειλήσει τα συμφέροντα της κυρίαρχης πολιτικο-επιχειρηματικής ελίτ.
Όπως σωστά έχει προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, τα ιδιωτικά μέσα θα πρέπει να τακτοποιήσουν όλες τις οφειλές τους, να εξυγιανθούν (αν θέλουν να συνεχίσουν την ύπαρξή τους) και να νομιμοποιηθούν. Καμία οφειλή, ούτε δανειακή υποχρέωση δεν πρέπει να αμνηστευθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιμείνει σε αυτό μέχρι τέλους. Επιπλέον διότι με αυτά τα χρήματα μπορεί να χρηματοδοτήσει μέρος των μέτρων κοινωνικής στήριξης, όπως ανέφερε πρόσφατα σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο κ. Παπαδημούλης.
Ειδικότερα σε ότι αφορά τα τραπεζικά δάνεια που πηγαίνουν στις επιχειρήσεις ΜΜΕ θα πρέπει να υπάρχει διαρκής δημόσιος έλεγχος, όπως και δημόσιος έλεγχος στο σύνολο της δραστηριότητας των τραπεζών, από τη στιγμή που λειτουργούν με δημόσια χρήμα, δηλαδή τα μνημονιακά δάνεια από το μηχανισμό στήριξης, τα οποία αποπληρώνουν οι φορολογούμενοι με τους φόρους και τα χαράτσια που καταβάλουν, αλλά και τις περικοπές των δημοσίων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η γενική αρχή θα πρέπει να είναι δημόσιος έλεγχος για δημόσιο χρήμα, ξεκινώντας από τις τράπεζες που χορηγούν τα δάνεια (αν δηλαδή τηρούν ουσιωδώς ή όχι τους κανόνες της νομιμότητας) και καταλήγοντας στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ που κάνουν χρήση αυτών των έτσι κι αλλιώς δημόσιων χρημάτων.
Επί τη ευκαιρία καλό είναι να ξανασκεφτεί ο ΣΥΡΙΖΑ πως θα χτυπήσει επί της ουσίας της διαπλοκή. Η στρατηγική του βασικού μετόχου (αδιάφορο αν είναι του 5% ή του 1%) δεν απέδωσε – προκειμένου να διευκρινιστεί αυτό χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση. Σε κάθε περίπτωση, τη διαπλοκή μπορεί να την αντιμετωπίσουν τα θεσμικά όργανα της πολιτείας στην είσοδο των κεφαλαίων, από δάνεια ή άλλες πηγές (ορισμένες φορές ίσως και ύποπτες), στις επιχειρήσεις ΜΜΕ για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Εκεί, κατά την είσοδο των κεφαλαίων στις επιχειρήσεις ΜΜΕ, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να μεριμνήσει ώστε να θεσπιστούν κανόνες που αποτρέπουν τη διαπλοκή. Και υπάρχουν ουκ ολίγα παρόμοια μέτρα για να κερδηθεί η μάχη κατά της διαπλοκής.
Όμως αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι επ’ ουδενί και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μπει ο ΣΥΡΙΖΑ σε διαδικασία «συνεννόησης», συναλλαγής και «τακτοποίησης» των οφειλών των χρεοκοπημένων και αμαρτωλών ιδιωτικών ΜΜΕ. Γι’ αυτό συντρέχει και ένας άλλος λόγος. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει να πραγματοποιεί ουσιαστικές αλλαγές, αλλαγές που θίγουν τα προνόμια του κεφαλαίου και της διαπλοκής, τα συστημικά ΜΜΕ, μαζί με τη ΧΑ την οποία πιθανόν θα επιχειρήσει να ρίξει στους δρόμους η κυρίαρχη πολιτικο-επιχειρηματική ελίτ, θα είναι τα δυο βασικά όπλα προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή. Η εμπειρία της Βενεζουέλας δείχνει πως αυτά ακριβώς τα ΜΜΕ χρησιμοποίησαν οι θιγόμενες ελίτ ως προπύργια προκειμένου να επιχειρήσουν να ρίξουν την κυβέρνηση του Τσάβες. Η συγχώνευση των επιχειρήσεων ΜΜΕ η οποία προωθείται με νόμο ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, παράλληλα με το κούρεμα των δανειακών υποχρεώσεων των μεγάλων ομίλων, αποσκοπεί στην προληπτική θωράκισή τους από την εφαρμογή της νομιμότητας που φοβούνται ότι θα επιδιώξει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δίλημμα που πιθανόν θα αντιμετωπίσει ο τελευταίος, και στο εσωτερικό του, είναι να τα βάλει ή όχι με τη διαπλοκή, υπό το φόβο του πολέμου που θα του ανοίξουν. Τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Αν δεν προτίθεται να κάνει σημαντικές αλλαγές που θα θίξουν τα συμφέροντα της διαπλοκής δεν έχει λόγο να τα βάλει με «τα κανάλια». Αν όμως σκοπεύει να πραγματοποιήσει ουσιαστικές τομές προς όφελος των εργαζομένων, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ΜΜΕ της διαπλοκής άμεσα. Αν φοβηθεί και δεν το κάνει, τότε θα αντιμετωπίσει αμείλικτο πόλεμο και πολύ σύντομα θα τον ρίξουν από την κυβέρνηση. Σημειωτέον ότι ο πόλεμος δεν θα είναι μόνο ή κυρίως για ζητήματα της πολιτικής του. Τα χτυπήματα θα είναι κάτω από τη μέση, επί προσωπικού, που πουλάνε περισσότερο και έχουν μεγαλύτερο πολιτικό αντίκτυπο, ένας πόλεμος λάσπης δηλαδή. Σε κάθε περίπτωση, υπό το βάρος της χρεωκοπίας, τα κανάλια θα στραφούν στον κιτρινισμό, τη χυδαιότητα και την ανθρωποφαγία, προκειμένου να αντλήσουν πελάτες, γεγονός που ίσως να χρειαστεί να αντιμετωπιστεί με επιπρόσθετες ρυθμίσεις ή θεσμικές οχυρώσεις.
Ένα ακόμα πρόβλημα, ίσως κομβικής σημασίας, είναι η παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, η οποία προκύπτει από την εξάρτηση ενός εκάστου δημοσιογράφου μεμονωμένα από τον οργανωμένο εργοδότη του. Αυτό είναι σημαντικό διότι μέσω αυτής της οδού λειτουργούν τα ΜΜΕ ως προπαγανδιστικές μηχανές, για τις οποίες λαμβάνουν χαριστικά δάνεια ή κυβερνητική ανοχή στη μη τήρηση των υποχρεώσεών τους και της νομιμότητας. Για το λόγο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εξετάσει τη σκέψη να ετοιμάσει πρόταση όχι μόνο συνδικαλιστικής (με άξονα τα εργασιακά δικαιώματα) αλλά και επαγγελματικής οργάνωσης των δημοσιογράφων, η οποία θα τους προστατεύει από την αυθαιρεσία του εργοδότη που καταλήγει στην παραβίαση της δεοντολογίας, αλλά και θα τους παρέχει επαγγελματικά εφόδια σε μια αντίληψη δια βίου μάθησης.
Όμως παρά τον τεράστιο πολιτικό ρόλο που παίζουν όλα τα μέσα σήμερα, ιδιαίτερα τα ιδιωτικά, κομβικός παραμένει ο ρόλος των δημόσιων μέσων και ιδιαίτερα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Στο επόμενο 2ο Μέρος : Η τύχη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (Νέας ΕΡΤ) και ο ΣΥΡΙΖΑ
http://tvxs.gr/news/ellada/o-eperxomenos-syriza-kai-ta-mme
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου