Aldous Huxley
«Μα είναι τόσο βλακώδεις, όλοι αυτοί οι καβγάδες για την πολιτική», είπε ο Ράμπιον, με φωνή στριγκή από αγανάκτηση, «τόσο απόλυτα βλακώδεις. Μπολσεβίκοι και φασίστες, ριζοσπάστες και συντηρητικοί, κομμουνιστές και Βρετανοί Ελεύθεροι – τι διάβολο τσακώνονται; Θα σου πω εγώ. Τσακώνονται για το αν θα πάμε στην κόλαση με το κομμουνιστικό εξπρές ή με καπιταλιστικό αγωνιστικό αυτοκίνητο, με το ατομικιστικό λεωφορείο ή με το κολεκτιβιστικό τραμ, που θα κυλά πάνω στις γραμμές του κρατικού ελέγχου...
... Ο προορισμός, πάντως, είναι ίδιος. Όλοι τους πάνε στην κόλαση, όλοι τραβούν προς το ίδιο ψυχολογικό αδιέξοδο και την κοινωνική κατάρρευση που προκύπτει από την ψυχολογική κατάρρευση. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι: πώς θα πάμε εκεί; Είναι εντελώς αδύνατο για έναν λογικό άνθρωπο να ενδιαφέρεται για τέτοιες διαμάχες. Για τον λογικό άνθρωπο το σημαντικό είναι η κόλαση, όχι τα μεταφορικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για να φτάσουμε σ’ αυτήν. Το ερώτημα, για τον λογικό άνθρωπο, είναι: θέλουμε ή δεν θέλουμε να πάμε στην κόλαση; Και η απάντησή του είναι: όχι, δεν θέλουμε. Και αν αυτή είναι όντως η απάντησή του, τότε δεν θα θέλει να έχει σχέση με κανέναν από τους πολιτικούς. Γιατί όλοι θέλουν να μας πάνε στην κόλαση. Όλοι, μηδενός εξαιρουμένου. Και ο Λένιν και ο Μουσολίνι, και ο ΜακΝτόναλντ και ο Μπόλντουιν. Όλοι αδημονούν εξίσου να μας πάνε στην κόλαση και τσακώνονται μόνο για το πώς θα μας πάνε».
«Κάποιοι μπορεί να μας πάνε λίγο πιο αργά απ’ ό,τι άλλοι», παρατήρησε ο Φίλιπ.
Ο Ράμπιον ανασήκωσε τους ώμους. «Λίγο πιο αργά, όμως τόσο λίγο που δεν θα έκανε καμία ουσιαστική διαφορά. Όλοι πιστεύουν στην εκβιομηχάνιση, με τη μια ή την άλλη μορφή της, όλοι πιστεύουν στον εξαμερικανισμό. Σκέψου το ιδεώδες των μπολσεβίκων. Η Αμερική, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Η Αμερική με κυβερνητικές υπηρεσίες ν’ αντικαθιστούν τα τραστ και με κρατικούς αξιωματούχους αντί για πλούσιους. Κι έπειτα, το ιδεώδες της υπόλοιπης Ευρώπης. Το ίδιο ακριβώς, μόνο που κρατάμε τους πλούσιους. Από τη μια, μηχανές και κυβερνητικοί λειτουργοί. Από την άλλη, μηχανές κι ο Άλφρεντ Μοντ ή ο Χένρι Φορντ. Οι μηχανές που θα μας πάνε στην κόλαση· οι πλούσιοι κι οι αξιωματούχοι που θα τις οδηγήσουν. Θαρρείς ότι οι μεν θα οδηγούν πιο προσεκτικά απ’ τους δε; Ίσως έχεις δίκιο. Όμως εγώ δεν βλέπω να υπάρχει θέμα επιλογής. Βιάζονται, και οι μεν και οι δε. Στο όνομα της επιστήμης, της προόδου και της ανθρώπινης ευημερίας! Αμήν και πάτα γκάζι».
Ο Φίλιπ ένευσε. «Ότι πατάνε, πατάνε», είπε. «Βιάζονται. Η πρόοδος βλέπεις. Αλλά, όπως λες, η κατεύθυνση είναι μάλλον ένα πηγάδι χωρίς πάτο».
«Και το μόνο πράγμα που βρίσκουν να πουν οι μεταρρυθμιστές είναι το σχήμα, το χρώμα και οι ρυθμίσεις για την οδήγηση του οχήματος. Μα δεν βλέπουν οι ηλίθιοι ότι η κατεύθυνση είναι αυτή που έχει σημασία, ότι βρισκόμαστε σε εντελώς λάθος δρόμο και πρέπει να πάμε πίσω – κατά προτίμηση πεζή, δίχως την παλιομηχανή;»
«Ίσως έχεις δίκιο», είπε ο Φίλιπ. «Όμως το πρόβλημα είναι ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψη τον κόσμο ως έχει, δεν μπορείς να πισωγυρίσεις, δεν μπορείς να πετάξεις τη μηχανή. Εκτός, βέβαια, αν είσαι έτοιμος να ξεπαστρέψεις περίπου το μισό ανθρώπινο γένος. Η εκβιομηχάνιση επέτρεψε το διπλασιασμό του ανθρώπινου πληθυσμού μέσα σ’ έναν αιώνα. Αν θέλεις να ξεφορτωθείς την εκβιομηχάνιση, πρέπει να γυρίσεις πίσω. Δηλαδή να σφάξεις τον μισό πληθυσμό των αντρών και γυναικών που ζουν αυτήν τη στιγμή. Κάτι που μπορεί, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ή έστω της ιστορίας, να είναι κάτι εξαιρετικό. Δεν είναι όμως αντικείμενο πολιτικής πρακτικής».
«Ίσως έχεις δίκιο», είπε ο Φίλιπ. «Όμως το πρόβλημα είναι ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψη τον κόσμο ως έχει, δεν μπορείς να πισωγυρίσεις, δεν μπορείς να πετάξεις τη μηχανή. Εκτός, βέβαια, αν είσαι έτοιμος να ξεπαστρέψεις περίπου το μισό ανθρώπινο γένος. Η εκβιομηχάνιση επέτρεψε το διπλασιασμό του ανθρώπινου πληθυσμού μέσα σ’ έναν αιώνα. Αν θέλεις να ξεφορτωθείς την εκβιομηχάνιση, πρέπει να γυρίσεις πίσω. Δηλαδή να σφάξεις τον μισό πληθυσμό των αντρών και γυναικών που ζουν αυτήν τη στιγμή. Κάτι που μπορεί, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ή έστω της ιστορίας, να είναι κάτι εξαιρετικό. Δεν είναι όμως αντικείμενο πολιτικής πρακτικής».
«Όχι αυτήν τη στιγμή», συμφώνησε ο Ράμπιον. «Όμως ο επόμενος πόλεμος κι η επόμενη επανάσταση θα το υλοποιήσουν και με το παραπάνω».
«Μπορεί. Όμως δεν πρέπει να υπολογίζεις σε πολέμους κι επαναστάσεις. Γιατί, αν υπολογίζεις ότι θα συμβούν, τότε θα συμβούν δίχως άλλο».
«Θα συμβούν», είπε ο Ράμπιον, «είτε βασίζεσαι σ’ αυτά είτε όχι. Η βιομηχανική πρόοδος σημαίνει υπερπαραγωγή, σημαίνει ανάγκη για νέες αγορές, σημαίνει διεθνή ανταγωνισμό, σημαίνει πόλεμο. Κι η μηχανική πρόοδος σημαίνει μεγαλύτερη εξειδίκευση και τυποποίηση της εργασίας, περισσότερες προκατασκευασμένες κι απρόσωπες μορφές ψυχαγωγίας, σημαίνει ελάττωση της πρωτοβουλίας και της δημιουργικότητας, σημαίνει περισσότερο διανοουμενισμό και προοδευτική ατροφία όλων των ζωτικών και θεμελιωδών πραγμάτων της ανθρώπινης φύσης, σημαίνει αύξηση της ανίας και της ανησυχίας, σημαίνει τέλος ένα είδος ατομικής τρέλας που μπορεί να οδηγήσει μόνο σε κοινωνική επανάσταση. Είτε τα υπολογίζεις είτε όχι, ο πόλεμος κι οι επαναστάσεις είναι πράγματα αναπόφευκτα, αν η κατάσταση αφεθεί να συνεχίσει ως έχει».
«Οπότε το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του», είπε ο Φίλιπ.
«Μόνο με την αυτοκαταστροφή. Όταν καταστραφεί η ανθρωπότητα, προφανώς δεν θα υπάρχουν άλλα προβλήματα. Όμως μου φαίνεται κακή λύση. Πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη, ακόμη και στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος. Μια προσωρινή λύση, ενώ το σύστημα θα προσαρμόζεται στην κατεύθυνση μιας μόνιμης λύσης. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στην ατομική ψυχολογία· από εκεί λοιπόν, από την ατομική ψυχολογία, θα πρέπει ν’ αρχίσουμε. Το πρώτο βήμα θα ήταν να κάνουμε τους ανθρώπους να ζουν με τρόπο δυΐστικό, δηλαδή σε δύο διακριτούς χώρους. Στον έναν θα ζουν ως βιομηχανικοί εργάτες, στον άλλον ως άνθρωποι.
Ηλίθιοι και μηχανές για οχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, πραγματικοί άνθρωποι τις υπόλοιπες ώρες».
«Μα δεν το κάνουν ήδη αυτό;»
«Ασφαλώς και όχι. Ζουν σαν ηλίθιοι και μηχανές όλη την ώρα, στη δουλειά και στον ελεύθερο χρόνο τους. Σαν ηλίθιοι και μηχανές, νομίζοντας όμως ότι ζουν σαν πολιτισμένοι άνθρωποι, ίσως ακόμη και σαν θεοί. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να τους κάνεις να παραδεχτούν ότι είναι ηλίθιοι και μηχανές τις ώρες της δουλειάς. “Αφού ο πολιτισμός μας είναι αυτός που είναι” –έτσι πρέπει να τους πεις– “θέλοντας και μη, για οχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, είσαι ένας συνδυασμός ηλίθιου και ραπτομηχανής. Είναι πολύ δυσάρεστο, το ξέρω. Είναι ταπεινωτικό κι απαίσιο. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Πρέπει να το κάνεις· ειδάλλως η δομή του κόσμου θα διαλυθεί και θα πεινάσουμε όλοι. Κάνε λοιπόν τη δουλειά σου, έτσι ηλίθια και μηχανικά, και πέρνα τις ελεύθερες ώρες σου ως πραγματικός κι ολοκληρωμένος άντρας, ή γυναίκα, κατά περίπτωση. Μην ανακατεύεις τις δυο ζωές· να κρατάς στεγανά τα χωρίσματα. Η αυθεντική ανθρώπινη ζωή, στον ελεύθερο χρόνο σου, είναι η πραγματικότητά σου. Το άλλο είναι απλώς μια παλιοδουλειά που πρέπει να γίνει. Και ποτέ μην ξεχνάς ότι είναι παλιοδουλειά κι ότι, αν εξαιρέσουμε τ’ ότι σε τρέφει και διατηρεί την κοινωνία ανέπαφη, είναι παντελώς ασήμαντη, παντελώς άσχετη με την πραγματική ανθρώπινη ζωή. Μη σ’ εξαπατούν οι φαρισαίοι εκείνοι που μιλούν περί ιερότητας της εργασίας και χριστιανικής αγαθοεργίας που κάνουν οι επιχειρηματίες χάριν των συνανθρώπων τους. Είναι όλα ψέματα. Η εργασία σου είναι απλώς μια άθλια, βρόμικη δουλειά, ένα αναγκαίο κακό που το δημιούργησε η τρέλα των προγόνων σου.
Αποφθέγματα
«Το μέρος είναι καλό. Πόσο καλό είναι όμως – για να το μάθει κανείς αυτό θα πρέπει να έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Γιατί να μη μείνω; Να μη ριζώσω; Όμως οι ρίζες είναι αλυσίδες. Τρέμω μη χάσω την ελευθερία μου. Ελεύθερος, δίχως δεσμά, χωρίς να είσαι κτήμα καμίας ιδιοκτησίας, ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις ανά πάσα στιγμή, ό,τι τραβά η ψυχή σου...»
«Η ματαιοδοξία μας είναι αυτή που μας κάνει να υπερτιμούμε τη σημασία της ανθρώπινης ζωής· το άτομο είναι ένα τίποτε· η Φύση νοιάζεται μόνο για το είδος».
«Η συγγραφή ενός κακού βιβλίου απαιτεί τόσο κόπο όσο κι ενός καλού – βγαίνει με την ίδια ειλικρίνεια από την ψυχή του συγγραφέα. Όμως επειδή η ψυχή του κακού συγγραφέα είναι, από καλλιτεχνική άποψη αν μη τι άλλο, κατώτερης ποιότητας, οι εξομολογήσεις της θα είναι, αν όχι πάντοτε εγγενώς αδιάφορες, τουλάχιστον αδιάφορα εκπεφρασμένες, και ο κόπος που θα έχει δαπανηθεί στην έκφρασή τους θα είναι κόπος χαμένος. Η φύση είναι αδυσώπητα άδικη. Δεν υπάρχει υποκατάστατο του ταλέντου. Η εργατικότητα κι όλες οι αρετές είναι μάταιες».
«Η δουλειά δεν είναι πιο σεβαστή απ’ το αλκοόλ και υπηρετεί τον ίδιο ακριβώς σκοπό: αποσπά απλώς το νου, κάνει τον άνθρωπο να ξεχαστεί. Η δουλειά δεν είναι παρά ναρκωτικό, αυτό είναι όλο. Είναι ταπεινωτικό που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν δίχως ναρκωτικά, νηφάλιοι· είναι ταπεινωτικό που δεν έχουν το θάρρος να δουν τον κόσμο και τους εαυτούς τους όπως είναι στ’ αλήθεια. Πρέπει να μεθούν με τη δουλειά. Είναι ηλίθιο. Το ευαγγέλιο της δουλειάς είναι απλώς ένα ευαγγέλιο ανοησίας και φόβου. Η δουλειά μπορεί να είναι προσευχή· όμως είναι και στρουθοκαμηλισμός, είναι θόρυβος και φασαρία που εμποδίζει έναν άνθρωπο ν’ ακούσει την ίδια του τη φωνή ή να δει το χέρι του εμπρός στα μάτια του. Είναι να κρύβεσαι απ’ τον εαυτό σου. Δεν είναι ν’ απορείς που οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτού του κόσμου κάνουν σαν τρελοί για τη δουλειά. Η δουλειά τούς δίνει την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν, ακόμη κι ότι είναι σημαντικοί. Αν έπαυαν να δουλεύουν, θα καταλάβαιναν ότι οι περισσότεροι είναι ουσιαστικά απόντες. Τρύπες στον αέρα, και τίποτε άλλο».
«Το μέρος είναι καλό. Πόσο καλό είναι όμως – για να το μάθει κανείς αυτό θα πρέπει να έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Γιατί να μη μείνω; Να μη ριζώσω; Όμως οι ρίζες είναι αλυσίδες. Τρέμω μη χάσω την ελευθερία μου. Ελεύθερος, δίχως δεσμά, χωρίς να είσαι κτήμα καμίας ιδιοκτησίας, ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις ανά πάσα στιγμή, ό,τι τραβά η ψυχή σου...»
«Η ματαιοδοξία μας είναι αυτή που μας κάνει να υπερτιμούμε τη σημασία της ανθρώπινης ζωής· το άτομο είναι ένα τίποτε· η Φύση νοιάζεται μόνο για το είδος».
«Η συγγραφή ενός κακού βιβλίου απαιτεί τόσο κόπο όσο κι ενός καλού – βγαίνει με την ίδια ειλικρίνεια από την ψυχή του συγγραφέα. Όμως επειδή η ψυχή του κακού συγγραφέα είναι, από καλλιτεχνική άποψη αν μη τι άλλο, κατώτερης ποιότητας, οι εξομολογήσεις της θα είναι, αν όχι πάντοτε εγγενώς αδιάφορες, τουλάχιστον αδιάφορα εκπεφρασμένες, και ο κόπος που θα έχει δαπανηθεί στην έκφρασή τους θα είναι κόπος χαμένος. Η φύση είναι αδυσώπητα άδικη. Δεν υπάρχει υποκατάστατο του ταλέντου. Η εργατικότητα κι όλες οι αρετές είναι μάταιες».
«Η δουλειά δεν είναι πιο σεβαστή απ’ το αλκοόλ και υπηρετεί τον ίδιο ακριβώς σκοπό: αποσπά απλώς το νου, κάνει τον άνθρωπο να ξεχαστεί. Η δουλειά δεν είναι παρά ναρκωτικό, αυτό είναι όλο. Είναι ταπεινωτικό που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν δίχως ναρκωτικά, νηφάλιοι· είναι ταπεινωτικό που δεν έχουν το θάρρος να δουν τον κόσμο και τους εαυτούς τους όπως είναι στ’ αλήθεια. Πρέπει να μεθούν με τη δουλειά. Είναι ηλίθιο. Το ευαγγέλιο της δουλειάς είναι απλώς ένα ευαγγέλιο ανοησίας και φόβου. Η δουλειά μπορεί να είναι προσευχή· όμως είναι και στρουθοκαμηλισμός, είναι θόρυβος και φασαρία που εμποδίζει έναν άνθρωπο ν’ ακούσει την ίδια του τη φωνή ή να δει το χέρι του εμπρός στα μάτια του. Είναι να κρύβεσαι απ’ τον εαυτό σου. Δεν είναι ν’ απορείς που οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτού του κόσμου κάνουν σαν τρελοί για τη δουλειά. Η δουλειά τούς δίνει την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν, ακόμη κι ότι είναι σημαντικοί. Αν έπαυαν να δουλεύουν, θα καταλάβαιναν ότι οι περισσότεροι είναι ουσιαστικά απόντες. Τρύπες στον αέρα, και τίποτε άλλο».
* Αποσπάσματα από το βιβλίο Αντίστιξη, του Aldous Huxley, Μέδουσα
Ακολουθούν ο πρόλογος του βιβλίου και τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφεά
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Αντίστιξη εκδόθηκε στην Αγγλία το 1928, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του πιο αιματηρού και καταστρεπτικού πολέμου που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα μέχρι τότε. Είναι μια εποχή αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογικής προόδου, άνθησης των τεχνών και των γραμμάτων, αλλά και επικράτησης νέων ηθών και αξιών, μακριά από το πουριτανικό βικτοριανό πρότυπο. Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής της ως αποικιακής υπερδύναμης και το Λονδίνο είναι το κέντρο του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Σ’ αυτό το υπόβαθρο, ο Χάξλεϊ, δανειζόμενος ένα μουσικό όρο για τον τίτλο του βιβλίου του, υφαίνει με αριστουργηματικό τρόπο μια πολυεπίπεδη πλοκή βασισμένη στις αντιθέσεις μιας πληθώρας χαρακτήρων, που ανήκουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ελίτ της διανόησης της εποχής του: η εξωφρενικά πλούσια οικογένεια Τάνταμαουντ, ο γηραιός διάσημος και ερωτύλος ζωγράφος Τζον Μπίντλεϊκ, τα παιδιά του τελευταίου, Γουόλτερ και Έλινορ και αντίστοιχα οι σύντροφοί τους, Μάρτζορι και Φίλιπ Κουόρλς, ο διαβολικός και αυτοκαταστροφικός Σπάντρελ, ο εκδότης ενός λογοτεχνικού περιοδικού Ντένις Μπέρλαπ, ο επαναστάτης Ίλιτζ και ο Μαρκ Ράμπιον που έχει ένα ρόλο κριτή στο μυθιστόρημα (στο πρόσωπο του πολλοί σύγχρονοί του αναγνώρισαν τον Ντ. Χ. Λόρενς) είναι μερικοί μόνο από τους ήρωες, οι οποίοι συνθέτουν ένα εξαιρετικά σύνθετο παζλ, που με τόση δεξιοτεχνία ξεδιπλώνει ο Χάξλεϊ.
Πολλοί αναλυτές του έργου του Χάξλεϊ θεωρούν ότι οι δύο συγγραφείς-ήρωες του βιβλίου, ο Γουόλτερ Μπίντλεϊκ και ο Φίλιπ Κουόρλς, είναι ο ίδιος ο Χάξλεϊ, σε διαφορετικές ηλικίες.
Η Αντίστιξη έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα ιδεών του εικοστού αιώνα και το πιο ολοκληρωμένο έργο του Χάξλεϊ. Τα θέματά του αναρίθμητα και διαχρονικά: ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η απιστία, η απώλεια, η εξαπάτηση κυριαρχούν στη βασική πλοκή για να αποτελέσουν τη βάση του προβληματισμού του συγγραφέα, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πάνω στην τέχνη, την τεχνολογική εξέλιξη, τον πόλεμο, την πάλη των τάξεων, τις σχέσεις των δύο φύλων, ακόμα και την οικολογία και την εξάντληση των φυσικών πόρων, ή την άνοδο του φασισμού, στο πρόσωπο του χαρισματικού αρχηγού ενός εθνικιστικού κόμματος, του Έβεραρντ Γουέμπλι.
Το 1928, όταν εκδόθηκε, το μυθιστόρημα του Χάξλεϊ σόκαρε τους συγχρόνους του, και ακόμα και στις μέρες μας συνεχίζει να σοκάρει. Η Μάρτζορι εγκαταλείπει τον σύζυγό της για να συζήσει με τον νεαρό εραστή της, Γουόλτερ Μπίντλεϊκ, που την αφήνει έγκυο, ενώ συγχρόνως την απατά με τη Λούσι Τάνταμαουντ, μια γοητευτική, χειραφετημένη, «μοιραία» γυναίκα, που ενδιαφέρεται μόνο για τη διασκέδασή της και πολύ λιγότερο για τα αισθήματα των άλλων. Η Έλινορ σκέφτεται να εγκαταλείψει τον διανοούμενο άντρα της Φίλιπ για χάρη του αρρενωπού Έβεραρντ Γουέμπλι, ενώ ο πεθερός της, με το πρόσχημα μια επιστημονικής έρευνας, ταξιδεύει συχνά-πυκνά στο Λονδίνο για να συναντά τις νεαρές ερωμένες του.
Το 1928, όταν εκδόθηκε, το μυθιστόρημα του Χάξλεϊ σόκαρε τους συγχρόνους του, και ακόμα και στις μέρες μας συνεχίζει να σοκάρει. Η Μάρτζορι εγκαταλείπει τον σύζυγό της για να συζήσει με τον νεαρό εραστή της, Γουόλτερ Μπίντλεϊκ, που την αφήνει έγκυο, ενώ συγχρόνως την απατά με τη Λούσι Τάνταμαουντ, μια γοητευτική, χειραφετημένη, «μοιραία» γυναίκα, που ενδιαφέρεται μόνο για τη διασκέδασή της και πολύ λιγότερο για τα αισθήματα των άλλων. Η Έλινορ σκέφτεται να εγκαταλείψει τον διανοούμενο άντρα της Φίλιπ για χάρη του αρρενωπού Έβεραρντ Γουέμπλι, ενώ ο πεθερός της, με το πρόσχημα μια επιστημονικής έρευνας, ταξιδεύει συχνά-πυκνά στο Λονδίνο για να συναντά τις νεαρές ερωμένες του.
Η ανάλυση των χαρακτήρων και των κινήτρων τους από τον συγγραφέα είναι ιδιοφυής. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Χάξλεϊ σ’ ένα δοκίμιό του το 1928, «η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, ή σε κάθε περίπτωση, η (ανθρώπινη) ιστορία είναι πολύ σύντομη για να γίνουν ορατές οι αλλαγές. Ακόμα και τα πιο πρώιμα δείγματα της τέχνης και της λογοτεχνίας μάς είναι ακόμη κατανοητά. Το γεγονός ότι μπορούμε να καταλάβουμε την αξία τους και να αναγνωρίσουμε ορισμένα από αυτά ως αξεπέραστα αριστουργήματα είναι απόδειξη ότι όχι μόνο τα συναισθήματα και τα ένστικτα, αλλά και οι διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου ήταν εκείνες τις μακρινές εποχές αυτό που είναι και σήμερα. Ό,τι ισχύει για τη ζωή ισχύει και για τις καλές τέχνες: συμβάσεις και παραδόσεις, προκαταλήψεις, ιδανικά και θρησκευτικές πεποιθήσεις, συστήματα ηθικής και κώδικες καλής συμπεριφοράς, που ποικίλλουν ανάλογα με τις γεωγραφικές και τις ιστορικές συνθήκες, διαπλάθουν σε διαφορετικές φόρμες το αναλλοίωτο υλικό των ενστίκτων, των παθών και των επιθυμιών. Σε κάθε δεδομένη στιγμή η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ένας συμβιβασμός (επιβεβλημένος εξωτερικά από τον νόμο και τα έθιμα και εσωτερικά από φιλοσοφικούς και θρησκευτικούς μύθους) ανάμεσα στο ωμό ένστικτο από τη μία και το ανέφικτο ιδεώδες από την άλλη. (Aldous Huxley, Do What You Will, σελ. 130).
Aldous Huxley
Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1894. Μέλος οικογένειας επιστημόνων και λογοτεχνών (ο παππούς του ήταν βιολόγος, οπαδός του Δαρβίνου και συνέβαλε στη διατύπωση της Θεωρίας των ειδών), έλαβε άριστη εκπαίδευση, στο Κολέγιο Ίτον και στη συνέχεια στην Οξφόρδη. Στα δεκάξι του χρόνια προσβλήθηκε από πάθηση των ματιών και σχεδόν τυφλώθηκε. Ανέκτησε εν μέρει την όρασή του και κατόρθωσε να συνεχίσει τις σπουδές του και να αποφοιτήσει από την Οξφόρδη ως αριστούχος, αλλά τo πρόβλημα με τα μάτια του τον εμπόδισε να πολεμήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια σημαντική εμπειρία για πολλούς συνομήλικούς του, ή να αναλάβει επιστημονικό έργο. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Οξφόρδη, θα έρθει σε επαφή με τα λογοτεχνικά κυκλώματα της εποχής· εκεί θα γνωρίσει τον Μπέτραντ Ράσελ και θα συνδεθεί φιλικά με τον Ντ. Χ. Λόρενς.
Ο θάνατος της μητέρας του, το 1908 από καρκίνο, στοίχισε ιδιαίτερα στον Άλντους, που τη λάτρευε, και επηρέασε σημαντικά τη στάση του απέναντι στη ζωή. Ένα δεύτερο χτύπημα γι’ αυτόν ήταν η αυτοκτονία του αγαπημένου του αδελφού Τρεβ – έβαλε τέλος στη ζωή του επειδή δεν μπορούσε να παντρευτεί την αγαπημένη του, που ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Το θέμα των ταξικών διαφορών και των κοινωνικών διακρίσεων θα απασχολήσει έκτοτε τον Χάξλεϊ σε πολλά από τα έργα του, και ιδιαίτερα στην Αντίστιξη, και θα τον οδηγήσει σε μια κυνική στάση στην κριτική του απέναντι στην άρχουσα τάξη.
Το 1919 παντρεύτηκε μια Βελγίδα, τη Μαρία Νις, από την οποία ένα χρόνο αργότερα θα αποκτήσει το μόνο του παιδί, ένα αγόρι, τον Μάθιου Χάξλεϊ. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλά μέρη του κόσμου. Ιδιαίτερα η επίσκεψή του στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι επηρέασε σημαντικά τον Χάξλεϊ και τον βοήθησε να αναπτύξει την ιδέα της δυστοπίας που είναι κυρίαρχη στο Θαυμαστό καινούργιο κόσμο.
Το 1937 εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες με την οικογένειά του και έναν καλό του φίλο, τον φιλόσοφο Τζέραρντ Χερντ. Ασχολήθηκε με την προσαρμογή για τον κινηματογράφο του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστιν Περηφάνεια και προκατάληψη, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο νεαρός Λόρενς Ολίβιε. Επίσης, σ’ ένα από τα μυθιστορήματά του εκείνης της περιόδου, το After Many a Summer Dies the Swan, ο κεντρικός του χαρακτήρας Τζο Στόιτ, που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον μεγιστάνα του τύπου Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, ενέπνευσε τον ήρωα του Όρσον Ουέλς στον Πολίτη Κέιν.
Στην Καλιφόρνια έζησε τα περισσότερα χρόνια της υπόλοιπης ζωής του. Η περίοδός του αυτή χαρακτηρίζεται από περισσότερο εσωτερικές αναζητήσεις μέσω ψυχοτρόπων ουσιών, κυρίως LSD, και η στροφή του αυτή είναι εμφανής στα μεταγενέστερα έργα του Doors of Perception, Heaven and Hell και Island.
Ο Χάξλεϊ συνέγραψε συνολικά σαράντα επτά βιβλία, μυθιστορήματα, δοκίμια και ποιητικές συλλογές, σχεδόν τυφλός. Γι’ αυτόν ο Άντονι Μπέρτζες είπε ότι εφοδίασε το μυθιστόρημα με μυαλό. Πέθανε στις 22 Νοεμβρίου του 1963, τη μέρα της δολοφονίας του Τζον Φ. Κένεντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου