Επέστρεψα για λίγες ημέρες στην Αθήνα για δουλειές και μου έφυγε η μαγκιά. Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα τόση δυσφορία μετά από έναν γυρισμό στην Αθήνα. Κι αυτή η δυσφορία αυξάνεται μέρα με τη μέρα.
Το καλοκαίρι του 2012 δεν είναι το καλοκαίρι του 2011. Τότε υπήρχε ελπίδα και αγωνιστικότητα, τώρα υπάρχει φόβος και παραίτηση.
Πέρσι νομίζαμε –κάποια στιγμή, το πιστέψαμε κιόλας- ότι αξίζαμε κάτι καλύτερο.
Φέτος διαπιστώσαμε –μετά τις εκλογές – πως επιβραβεύσαμε το έγκλημα, νομιμοποιήσαμε τους κλέφτες και την απάτη, και, άρα, είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Και δεν ήταν θέμα πολιτικής τοποθέτησης. Από τη Δεξιά ως την Αριστερά, οι επιλογές υπήρχαν.
Δικαιολογίες πια δεν υπάρχουν. Αυτοί είμαστε. Αυτό αξίζουμε. Αυτό ζητήσαμε, αυτό ελάβαμε.
Και η «διόρθωση» -που θα γίνει σε μερικούς μήνες- δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Γιατί δεν θα είναι επιλογή. Απλώς, θα είναι αναπόφευκτη.
Αυτές τις λίγες μέρες, διαπίστωσα πως η Αθήνα είναι θλιβερή και ηττημένη. Η ατμόσφαιρα θυμίζει επαρχιακή πόλη περασμένων δεκαετιών.
Βέβαια, μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο η ατμόσφαιρα. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
Αισθάνομαι τυχερός που έχω την δυνατότητα να μην είμαι στην Αθήνα αυτήν την εποχή.
Βοήθησε το γεγονός πως είμαι κατά της ατομικής ιδιοκτησίας –για μένα, όχι για τους άλλους-, οπότε δεν έχω σπίτι, αυτοκίνητο, σκάφος, μηχανή και τα ρέστα, και μπορώ να γυρνάω από δω κι από κει.
Σκέφτομαι πόσο καλά έκανα που -όλα αυτά τα χρόνια της «ευημερίας»- δεν είχα ποτέ πιστωτική κάρτα και δεν πήρα ποτέ δάνειο. Βλέπω φίλους και γνωστούς –και όχι μόνο- που είναι σήμερα σε μαύρη απελπισία.
Το καλύτερο μάθημα οικονομίας –αλλά και κοινωνικής παιδείας- μου το έδωσε σε πολύ τρυφερή ηλικία η μητέρα μου: «Θα απλώνεις το βήμα σου μέχρι εκεί που φτάνει».
Από κοντά και η Πόντια γιαγιά μου: «Κάθε αρνάκι από το ποδαράκι του κρέμεται».
Είμαι θυμωμένος αλλά ξέρω πως «θυμός» –στα αρχαία ελληνικά- σημαίνει «ψυχή», άρα είναι καλό πράγμα ο θυμός.
Αυτό που με θυμώνει περισσότερο είναι αυτό που θα συμβεί από εδώ και πέρα. Όποιος πιστεύει πως η Ύβρις δεν θα πληρωθεί, κάνει μεγάλο λάθος. Θα πληρωθεί. Πληρώνεται ήδη. Και με πολύ άγριο τρόπο.
Κρίμα, μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Αλλά, ίσως, έτσι πρέπει να γίνει.
Σε αυτήν την άγρια συγκυρία, νιώθω την ανάγκη να στείλω στον αγύριστο όλη την παγκόσμια διανόηση όλων των εποχών, και να καταφύγω στον αγαπημένο μου Επίκουρο.
Δεν με πρόδωσε ποτέ ο Επίκουρος. Εγώ πάλι τον πρόδωσα αρκετές φορές γιατί ήμουν μικρός και ανόητος και δεν ήξερα τι μου γίνεται – ούτε τώρα ξέρω τι μου γίνεται αλλά τώρα ξέρω πως δεν ξέρω τι μου γίνεται.
«Πάντα να έχεις στη βιβλιοθήκη σου ένα καινούριο βιβλίο, στην αποθήκη σου ένα μπουκάλι με κρασί, στον κήπο σου ένα φρέσκο λουλούδι».
Προσθέτω σε αυτά μερικούς καλούς φίλους, μερικά ταπεινά εδέσματα και έχω αυτό που –όπως έγραψε ο Νίτσε- ήταν η ευτυχία για τον Επίκουρο.
Αντίο, Αθήνα. Μπορείς και χωρίς εμένα. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
(Το μόνο που ευχαριστήθηκα πραγματικά αυτές τις ημέρες στην Αθήνα ήταν μια βραδιά στο «Θησείον», όπου παρακολουθήσαμε το «An Affair to Remember» -«Ένας Μεγάλος Έρωτας»-, αν κι εγώ θα προτιμούσα να δω για 500στή φορά την «Casablanca». Το κεντρικό νόημα της ταινίας –πέρα από την απαράμιλλη και σχεδόν απάνθρωπη αξιοπρέπεια των πρωταγωνιστών- είναι πως πρέπει να ζεις για να δημιουργείς τις αναμνήσεις σου, ώστε, όταν φτάσει η στιγμή (και φτάνει για όλους) που θα μείνεις μόνος με τις αναμνήσεις σου, να μην τρελαθείς επειδή θα διαπιστώσεις πως δεν έζησες. Βέβαια, θέλω να καταγγείλω κάτι που έπεσε στην αντίληψή μου και δεν το είχα προσέξει, όταν είχα δει την ταινία παλιότερα: ο Κάρι Γκραντ και η Ντέμπορα Κερ πετάνε σκουπίδια στη θάλασσα.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου