Μελέαγρος
Να βγω, είπα, απ’ τις φωνές,
να κοπάσει η βοή, να μην ακούω πια,
σα χιτώνα να τις πετάξω από πάνω μου,
να κλείσουν στα δάχτυλα οι πληγές
κι η καπνίλα να ‘ναι του τσιγάρου,
να ξεχάσω τη διαλεκτική των λέξεων,
να ξεχαστεί κι ο άδηλος έρωτας,
φερ’ ειπείν, ενός σκορπιού και μιας φωτιάς.
Να βγω, θυμάμαι, είπα,
στον καθημερινό ήλιο των ανθρώπων,
όλα ν’ ανήκουν στην αριθμητική
και το άρα στ’ αριστοτελικό Όργανον,
να γυρίσω στο σπίτι καθαρός
όμοιος με αποτοξινωμένο οικογενειάρχη,
«Ήρθε ο πατέρας», να λένε οι γιοί μου …
Και βγήκα, θυμάμαι,
μισοφαγωμένος από το ερώ της ερώτησης.
Ναι, θυμάμαι, βγήκα
στα «Ναι!» και στα «Όχι!» των δογματικών
κι ήταν άνοιξη …
«Καλώς το Μελέαγρο», είπε η μητέρα.
kost
kost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου