Εδώ, ο άντρας με το τσιμεντένιο μάτι λέει:
«Φύγε!
Φύγε μακριά στη θάλασσα των δακρύων
και πιο πέρα
παιδί της μέσα μελαγχολίας.
Δε χωράς σε τούτα τα μέρη
Η δυστυχία βαθειά σαν ύπνος λωτού πλακώνει…
Οίδα και είδα
πολλά πτώματα ανέμων
στις ρόγες σπαραζόντων δακτύλων
από τις χορδές του Ληλάντιου»…
… και δραπέτευσε ξένος από τη μοίρα του
και συνάντησε τη γριά μάγισσα στα τοπία των οθόνων
ξεμαλλιασμένη να μασουλάει το χαλασμένο της συκώτι
κι αχνίζανε γύρω της τα καζάνια στη φωτιά
και τα σφαγμένα της κοκόρια
στη σειρά ξεπλένανε τους λαιμούς τους
και τσιτσίριζαν αναπηδώντας στις στάχτες
οι κομμένες γλώσσες των καναριών
και στρώνανε χιλιόμετρα σιωπής
και κρεμούσανε κλουβιά με κάκτους στα πλατάνια
και στους κάκτους ταξίδευαν
σκορπιοί κι αράχνες ταραντούλα
κι η γριά μουγκή πρόγκαγε την τρέλα των γηρατειών
κι έγδερνε με το σουγιά της τις εφηβικές καρδιές
και ξέραινε στον ήλιο τα δέρματα
και τ’ άλειφε μ’ ανθρώπινο λίπος κι αλάτι
και τα ‘στρωνε στο δάπεδο της καλύβας για να ζεσταθεί
κι ο ξένος πέρασε σίφουνας από κοντά της
και μύριζε σαν πρωινό μπουμπούκι
κι η γριά πόνεσε στη μνήμη των δροσοσταλίδων
και ξέρασε χολή και μισομασημένο συκώτι
και καταράστηκε τον ξένο Ξένος να ‘ναι
και να ‘ναι ξενιτειά τα βήματά του
και το σώμα του να περιπλανιέται ξένο
και ξένες να κουδουνίζουν οι αισθήσεις του
κι οι σκέψεις του να ξενιτεύουν τις πατρίδες
κι η ξενιτειά σαν ξενιτειά να έρχεται
και σαν ξενιτειά ν’ αγκυλώνει την ψυχή του …
… κι εδώ
το πτώμα του Άβελ
το νυχτερινό αντίφωνο
έκραζε: «Σιωπή …»
Έκραζε: «…σιωπή…», «…σιωπή…»
πίσω από τις κουρτίνες των ιβίσκων και των ορφανών φεγγαριών…
…κι ήρθε η όμορφη μάννα σκίζοντας το διαχωριστικό κιγκλίδωμα
και δύο πληγές για πόδια
και σάρκα καυτή και υγρή Παρθένα εαρινή άμμος
και χαλκοπράσινες σαύρες για μαλλιά
και κοιλότητες σχισμές Καταφύγια πυγολαμπίδων
και πτερύγια δελφινιού Να σπαθίζουν
Ανασαλεμένα ηδονικά
απ' τα τραγίσια ποδάρια τ’ απόβλητου θεού
κι είχε στη γιορτή των βράχων Αφρός απαστράπτουσα
και κουνάβια αναδύονται Απ’ τον θολωτό τάφο
και μηρυκάζουνε μαλάκια Φτέρες, βρύα και κάστανα
και ρουφάνε δροσοσταλιές Κι ανθόνερο
και μουσκεμένα κουνάβια Φυλάσσουν τη σαρκοφάγο
και βαθειά στα σπλάγχνα της Ιερά λιοντάρια γυμνάζονται
κι ο αρπιστής τρύπησε το κέλυφος του καλοκαιριού
κι ο ήλιος γαύγιζε κι έγλειφε τις πληγές του
και πελώριος και μαύρος δάγκωνε τους κρυφούς οφθαλμούς
κι ο αρπιστής ζήτησε συγχώρεση από τον ποιητή
και πήρε δυο βήματα λεμονιάς και σκίνου
από τις λέξεις και τους στίχους
και κοινωνούσε με χέρια διψασμένα και νευρικά …
Απαράμιλλα
Όμοιες πόλεις εκχωρούν
Το βαριεστημένο όνειρο της βουλιμίας τους
Στα ισιώματα της γης.
Η σκόνη, το νερό κi ο ήλιος
μοναχά
γητεύουν το ξεγελασμένο μάτι,
π’ απλώνει περιπαικτικά τον άλλο του Τιθωνό.
…και ζήλεψε τη συντροφιά της φορμόλης
και τον εξαντλητικό πονόδοντο του έχειν
και στην αδυσώπητη εξορία του τσιμεντένιου ματιού
ο πωλητής έβγαλε τον άγγελο απ' το κουτί
κι είπε:
«Κύριε, κάνατε κακή επιλογή
Κάτι πήγε στραβά με το DNA του
Προσέξτε το στήθος του
Είναι μικρό για γυναίκα
και μεγάλο για άντρα
Τα φτερά του αδύναμα
μετά την πτώση του από τα καρέ
Και κάθε λεπτό
ο μόνος του ήχος είναι:
«Ποτέ πια»!
Σας συμβουλεύω
προτιμείστε αυτό το κοράκι
Έχει τα ίδια προσόντα
κι επί πλέον
το ράμφος του χρησιμοποιείται
και σα χαρτοκόπτης »
Κι ο αλήτης στο πάρκο είπε:
«Κύριε
Μην τον αφήνεται
να πατάει το γκαζόν
Φέρνει ποδοβολητά
ξεχασμένων λύκων»
Κι ο αστυφύλακας είπε στον ανώτερό του:
«Κύριε
κυκλοφορούσε στους δρόμους
βρώμικος και γυμνός
χωρίς περιλαίμιο και λουράκι
Το βράδυ στο κρατητήριο
λέρωσε το δάπεδο»…
κι έσφιγγε η τεράστια μέγγενη του φωτός
και βυθιζότανε στον πόνο τ’ ανθρώπου
και τετερίζανε τα έντομα στους κρατήρες του ερωτήματος
και στα θαμπά δάκρυα της πληγωμένης κερασιάς
και το ουρλιαχτό της πόλης ξεφλούδιζε οστά
και τα μικρά θαύματα τρομάζανε με την ύπαρξή τους
και πούλησε τον άγγελό του στα παλιατζίδικα
κι αναζήτησε την αυγή του ματιού στη σφενδόνη
και τούφες-τούφες ξερίζωνε το φως από τους προβολείς
και θεϊκός συνδαύλιζε σωρούς και καπνούς
και γαύγιζαν από παντού μεγάφωνα και σειρήνες
κι οι μπάντες ανεμίζανε το μπολερό τους
και γυμνωθήκανε μέλη και καλωδιωμένα μυαλά
κι έμοιαζε στο θάνατο ο έρωτας …
Έρχονται…
πάντα έρχονται τα μουδιασμένα στρατόπεδα
Κάρα και χαλκός φιδώνουν τα τοπία
ατέλειωτες οι ιχνογραφίες της σκόνης
Κι ύστερα
η ώρα του μαραγκού
και του ιεροσκόπου
και του τιτιβίσματος των ήπιων φωτιών
Όταν
οι Σπαρτιάτες τελειώσουν τον νεκρικό καλλωπισμό τους
εσύ ετοιμάσου!
Λες και δεν ξέρουμε
πως αισθάνονται οι πολλοί
για όσους δεν πάνε στις Τροίες
για μπρίκια κι Ελένες!
… και ξεπηδήσανε πίδακες ανώφελης φωτιάς
ξανά και ξανά και ξανά στα Ιεροσόλυμα
κι ο μικρός αρπιστής … Το πάει! Δεν τον πάει!
έσυρε τ’ άλογό του εκτός της σκηνής του Ιερού Τέρατος
και στη καλύβα της γριάς μάγισσας μπάλωσε τα εγκαύματα
και με την άρπα του συγκλόνιζε τους κάκτους στα κλουβιά
κι αναπηδούσανε ονειρεμένοι κορυδαλλοί στ’ αγκάθια
και οι απολιθωμένες γλώσσες των καναρινιών
και το χάραμα ξεπρόβαλε η Μούκαινα του Παλαμηδιού
Μαινάδα άτεκνη Γυναίκα χώμα τέρας κι άνεμος
κι αμόλαγε τις αγριόγατες της σιωπής
και τις παύσεις των εγκλωβισμένων κεραυνών
κι όλες τις φωτιές των πάγων
κι όλα τα μαύρα δάκρυα
Κουνάβι πιασμένο στο δόκανο έσταζε τη ζωή του στο χώμα
κι ανέραστη έκοβε άνθη διονυσιακού πυρετού
και την καταγωγή της προσέφερνε γαμήλιο δώρο
και μετά από αιώνες ο αρπιστής γύρισε στην πόλη
κι έτριζε στ’ Ανάπλι η γκιλοτίνα
και στο κάστρο τα φαντάσματα μάσαγαν ηλιόσπορους
και φωτογραφίζονταν απ' ανυποψίαστους τουρίστες
και ξεναγούς με ηλιοκαμένους μηρούς…
Νύχτες της προσμονής
και της αρμύρας του πονεμένου κορμιού…
Έλα τρελό φιλί
συνάντησέ με
μ΄ ένα λύκο που ουρλιάζει στη φλέβα
κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των ουρανίων δεσμοφυλάκων!
Να σπάσει η νωθρή αμέλεια των ημερών
και το αλλού να γίνει εδώ…
να μυρίσει πατρίδα βατόμουρο…
… και βούιξε η εκπυρσοκρότηση της λέξης
κι η εξοστρακισμένη σφήκα ταξίδευε στη μνήμη
σαν αιγαιοπελαγίτικος γλάρος στα νυχτωμένα νησιά
και πυροδότησε τις σκιές των μαύρων βράχων
και η ξερή ρίζα τσάκισε σ’ ένα σύννεφο «κρακ»!
και δάχτυλα μουσικές κλιμακώσανε την επιστροφή
και πίσω στην πατρίδα ο τζίτζικας έλυνε το κουβάρι
και στους όχθους του κήπου
ο κηπουρός θέριζε τα βάτα
κι οδηγούσε το δρεπάνι βαθειά μέσα του
κι ερχόταν η χελιδόνα
κουρδίζοντας με το κεφαλάκι της
τα δόντια της θηλιάς
και φύτευε ρόδα κι άμμο
και τρεις πληγές φεγγάρια
στα σώματα των κοριτσιών
και σιώπαινε τ’ αηδόνι των χλωμών νερών
κι έφτανε ο Έλληνας Χριστός στα πατητήρια
κι ευλογούσε απλόχερα και μυστικά
τους γιούς και τις θυγατέρες του Διόνυσου
και το νέο χρόνο της μετάληψης
και σμίγανε το λιβάνι το ρετσίνι κι οι γλυκοί καπνοί
και το κλαρίνο ανακαλούσε την Πολιτεία των ανθρώπων
και στήνανε το χορό των γερανών μπλεγμένα δάχτυλα
και πεθαμένοι και ζωντανοί κι αγέννητοι
και δεν άντεχε ο λογισμός την έκρηξη του ροδιού
κι αποκοιμιότανε κάτω απ’ το τρικυμισμένο πούσι του κορμιού
και ξύπναγε το φυλακισμένο θεριό στα βαγένια
και τα μουγκρητά του ακούγονταν απ’ τη φλέβα
και μέχρι τον υγρό ύπνο των λεκιασμένων σεντονιών
και θυμάμαι τους αλλοπαρμένους νέους
με μάτια και πόδια γυμνά και ξέφρενα
να φέρνουνε τον χαρωπό θάνατο των τσαμπιών
κι οι παιδούλες ρουφάγανε κολασμένα φιλιά
και χείλη Μουσταλευριά και ψιλοκομμένο καρύδι
και σουτζούκια ανεμίζανε στα χαγιάτια
κι οι γέροι ορίζανε τη μέρα του φλισκουνιού
και της σφαγμένης γίδας
και θυμάμαι τα μωρά στις νάκες
και γάτες ησύχαζαν στα κοφίνια
και τα ζώα ρουθούνιζαν ερεθισμένα από την αναμονή
και αποχαιρετούσανε με νευρικές οπλές τ’ αγαπημένο χώμα
κι η γκουστέρα ξεμύτιζε παραξενεμένη στα θολά βλέμματα
κι ο άγιος καβαλάρης περίλυπος κατηφόριζε στο χειμαδιό
κι η πατρίδα ήτανε τ’ αρκαδικού κυκλάμινου
και των ονείρων της νωχελικής νεροφίδας
και των φωνών μας που τις λεν αερικά
και μετά από πολλά καλοκαίρια …
Ανάθεμα στους φελλούς και στους ειδήμονες!
Πατρίδα τραγούδι
γεμάτο ανέμους
και πόθους κυμάτων
οι δρόμοι σου πάνε!
Ληστές σεργιανίζουν
στο φως της Σελήνης
κι έμποροι πουλάνε
λωτούς και κοράκια
Μαζί μου προχώρα
ατίθασο μάτι!
Χορεύουν φλόγες
σαλεύουν ναυάγια
Το μέγα ρολόι
αδειάζει τις ώρες
λευκές πεταλούδες
στα βάθη ανέμων
ανοίγει και κλείνει
μπουμπούκια και δίνες
παράφορα χείλη
ριγούν μουσκεμένα
λεπτές στροβιλίζει
χορεύτριες πόνου
Δική του η πίστα!
Δικό μου το αίμα;
Υψώσου μαζί μου
πουλί του θανάτου!
Οι γρύλλοι σημαίνουν
«Φωτιά και μαχαίρι»!
Απλώνω φτερούγες
και νύχια σκοτάδια
Τη θλίψη της νύχτας
θα ντύσω ρεσάλτο
από πλοίο σε πλοίο
γερνούν τα πελάγη
η ρώτα αλλάζει
σκουριάζουν οι ναύτες
Μαζί μου περπάτα
πουλί του θανάτου!
Αυτό το ταξίδι
θα είναι των γρύλλων…
Kost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου