Ή αλλιώς για την επανοικειοποίηση του παράλογου…
Τα show με τις γαλανόλευκες και οι σεντονοφορεμένες πομπές μπροστά στα μουσειακά εκθέματα, τα Χελίν (Hellene) που βιντεοσκοπούνται με φόντο την Ακρόπολη, oι προπαγανδιστικές φωτογραφικές δημιουργίες για την επιστροφή της ξενιτεμένης Καρυάτιδας αποδίδουν γλαφυρά (και φαίνεται πως δεν εξαντλούν) τον ζήλο του εθνικιστικού όχλου για εθνική ψυχική ανάταση. Βέβαια, το επιχείρημα της ιστορικής συνέχειας είναι ατράνταχτο στο μυαλό των υπέρμαχων της απανταχού προγονοπληξίας: τα βιολογικά χαρακτηριστικά των νεοελλήνων είναι ίδια με αυτά ανθρώπων που έζησαν πάνω από 2000 χρόνια πριν (αντίο βιολογία, ιστορία και εθνολογία), τα λαϊκά (χριστιανικά) έθιμα (τα κάλαντα, η βάφτιση, τα αναστενάρια, τα αυγά του Πάσχα κ.α.) αντιστοιχούν ένα προς ένα με αρχαιοελληνικά έθιμα που έφτασαν σε μας σχεδόν άθικτα μέσα από τους αιώνες (αντίο λαογραφική έρευνα).
Μήπως και το ζεϊμπέκικο, ο καρσιλαμάς, το τσάμικο, το τσιφτετέλι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις αρχαιοελληνικές μουσικές κλίμακες; Θάνατος και στη μουσικολογία λοιπόν!
Το εθνικιστικό ναρκισσιστικό κιτς φυσικά δεν σταματά εδώ: ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός έχει κληρονομήσει αυτούσια την αρχαιοελληνική παράδοση. Αλλά φυσικά δεν διευκρινίζεται πουθενά μέσα στις εθνικιστικές φανφάρες τί ακριβώς κληρονόμησε από την αρχαία Ελλάδα: την (άμεση) δημοκρατία όπως εκφράστηκε μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα ή τους δούλους στα νοικοκυριά που κατά βάση αντιπροσωπεύει τις σύγχρονες (και όχι μόνο) σχέσεις μισθωτής σκλαβιάς και την αυστηρή ιεραρχία; Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για την ώρα. Διότι, όπως λέει άλλωστε και κάποιος λαϊκός βάρδος: «εμείς δώσαμε τα φώτα / η Ελλάς δεν είναι κότα», και ως εκ τούτου όλοι οφείλουν να υποκλίνονται μπροστά σε τούτη την πολιτισμική κληρονομιά που κουβαλάμε στις πλάτες μας, κυρίως αυτοί οι Τούρκοι, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι και οι Μακεδόνες (εμ… καλά οι Σκοπιανοί ήθελα να πω) που μέρα και νύχτα παραμονεύουν να μας κατακτήσουν. Βέβαια, αν το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρξε πάντα το θύμα και ποτέ ο θύτης ή συνεργός αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστών πολιτικών (αντίο ξανά ιστοριογραφία).
Για να λέμε όμως τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ο Ελληνισμός σήμερα κινδυνεύει άμεσα από αυτήν την παγκόσμια Σιωνιστική συνωμοσία που στόχο έχει να διαλύσει τις εθνικές ταυτότητες και να υποδουλώσει την ανθρωπότητα. Το είπε άλλωστε και ο Κίσιντζερ ότι είμαστε λαός αναρχικός που δεν δαμάζεται εύκολα, άρα η μόνη λύση είναι να εκμηδενιστούν οι εθνικές μας παραδόσεις προκειμένου η Διεθνής Νέα Τάξη Πραγμάτων να πραγματώσει τα σχέδιά της που συνεχώς χαλάμε εμείς όντας ένας λαός περιούσιος! Μάλλον έτσι εξηγείται και η περίπτωση του Παστίτσιου: πρόκειται για ένα ακόμα δημιούργημα αυτής της (εβραιο)σατανικής λυκοσυμμαχίας που έχει οδηγήσει τους νέους μακριά από τον δρόμο του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού (δυο έννοιες καθόλου αντιφατικές όπως είπαμε και πιο πάνω), βεβηλώνοντας τα ιερά και ακούγοντας ξένα τραγούδια (που οι δημιουργοί τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, aka Σατανιστές). Και φυσικά, αν πιστεύεις ότι η δήλωση αυτή (του Κίσιντζερ) είναι ψεύτικη τότε σε πληρώνει ο Σόρος και οι εβραιομασώνοι. Διότι ο άνδρας αυτός έχει (κάπου, κάπως) εβραϊκές ρίζες, πράγμα που αποτελεί αυτούσια απόδειξη ενοχής (αντίο λογική, αντίο έννοιες όπως στοιχεία και αποδείξεις για τις οποίες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε μπουντρούμια πριν από μερικούς αιώνες). Έχει άραγε η φαιδρότητα τα όριά της (που όταν τα ξεπερνάει καταλήγει στη σχιζοφρένεια) ή πρόκειται για ανεξάντλητη πηγή εφευρετικής ανοησιολογίας που εμπεριέχει πάντα ένα στοιχείο μαύρης κωμωδίας;
Το ζητούμενο φυσικά ποιό είναι; Ότι η εμμονή με την «κλοπή» των μαρμάρων (καθώς και με την άρνηση των Βρετανών πολιτικών να δεχθούν το αίτημα επιστροφής) πηγάζει ακριβώς από αυτόν τον παραλογισμό: «οι ξένοι μας ζηλεύουν και δεν έχουν ιστορία όπως εμείς» (αλλά δυστυχώς μας επιβουλεύονται οι Εβραίοι – όπως επικαλείται και ένας μάγος της σκέψης που διατείνεται ότι ξέρει όλη την αλήθεια για αυτούς τους τρισκατάρατους – κι έτσι δεν μπορούμε με την ιστορία αυτή των τριών χιλιάδων χρόνων να γίνουμε ένα έθνος ισχυρό, όπως τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Δεν υποκλίνονται στο μεγαλείο μας! Είναι αχάριστοι! Μας χρωστάνε πολιτισμό και αντί να μας προσκυνούν μας επιβουλεύονται και μας μισούν από φθόνο και φόβο μήπως και βρούμε πάλι τη χαμένη μας δύναμη και κατακτήσουμε τον κόσμο, κάνοντάς τους σκυλιά στα πόδια μας!
Έτσι λοιπόν, και εφόσον ο εθνικιστικός θίασος αυτής της χώρας (όπως και κάθε χώρας φυσικά) έχει επιλέξει να αγνοήσει τη φιλοσοφία (και φυσικά την αυτοψυχανάλυση) όπως και την τεκμηριωμένη αντίληψη για την εξέλιξη των (καλών) τεχνών, εφόσον το αυτονόητο μπορεί να οριστεί με τα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα της επαναλαμβανόμενης θυμικής αοριστολογίας και της μίζερης μικροαστικής μεμψιμοιρίας, είναι καιρός να αποχαιρετήσει και την γλυπτική, την ιστορία της τέχνης και την αρχαιολογία, στέλνοντας και τα υπόλοιπα κτίρια της Aκρόπολης στο “Βρετανικό” (φυσικά με πολλά εισαγωγικά) μουσείο. Ναι, μόνο τέτοιου είδους απαντήσεις ταιριάζουν σε όλη αυτή την παραληρηματική κίνηση θυματικής απογοήτευσης και ανομολόγητης ταύτισης με την έννοια της εθνικής οικογένειας, η οποία τρέφεται από την αυτολύπηση και την νοσταλγία για μια υποτιθέμενη χαμένη αξιοπρέπεια που υποτιθέμενα εκκολάπτει κάποια ευγενή συλλογικά (ή εθνικά) χαρακτηριστικά.
Η ιστορική ορθότητα δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός κράτους, καθώς όπως εύστοχα σημειώνει ο Ernest Renan, “μέρος της ύπαρξης ενός έθνους είναι η λάθος αντίληψη για την ιστορία του” [1]. Το ξεπέρασμα της εθνικιστικού ναρκισσιστικού συμπλέγματος που διακατέχει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα την κρατική της πολιτική (ως συνέπεια) δεν μπορεί παρά να απαιτεί μια γενικότερη ανακατάταξη των θεμελιακών αξιών, συμπεριλαμβανομένης και μιας διαδικασίας αποφετιχοποίησης, αποδέσμευσης από αντικείμενα-ιδέες συμπλεγματικής ταύτισης (πατρίδα, θρησκεία, ιστορική συνέχεια κ.α.). Η πρόταση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια ομαδικής ψυχανάλυσης, όχι υπονοώντας πως ο ελληνικός λαός ως τέτοιος αποτελεί μια οντότητα που τις περισσότερες φορές δρα και σκέφτεται ομαδόν και ομοιόμορφα, αλλά αναγνωρίζοντας πως η χρόνια επίδραση ιδεών μέσα από κρατικούς φορείς ή κοινωνικά μορφώματα (το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, η οικογένεια, τα πολιτικά κόμματα) έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις κοινές συνιστώσες ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων (π.χ. σύγκλιση αριστερών και δεξιών εθνικιστικών/αλυτρωτικών ρευμάτων).
Η απάντηση στην αποικιοκρατική λογική του Βρετανικού (ή όποιου) κράτους – που αναμφίβολα μάζεψε ό,τι μπορούσε από όπου πέρασε (και συνεχίζει να προσελκύει ανθρώπινο και υλικό δυναμικό ως απόρροια της εξωτερικής του πολιτικής εδώ και αιώνες) – δεν είναι ο σοβινιστικός παροξυσμός, η εμμονή στην σαθρή ιδέα της ιστορικής συνέχειας και η αναπαραγωγή θυματικών διεκδικήσεων για ζητήματα που η παγκόσμια ιστορική σκηνή έχει διευθετήσει εδώ και δεκαετίες ή αιώνες (λ.χ. το σταθερό μοτίβο διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία). Η αντιμετώπιση του παγκόσμιου ηγεμονικού ρόλου των ισχυρότερων οικονομικά και γεωπολιτικά χωρών με περισσότερο σοβινισμό, συνωμοσιολογία και γραφικά καμώματα μπορεί μόνο να οδηγήσει σε εκμηδένιση κάθε δυνατότητας αμερόληπτης διαύγασης της πραγματικότητας και να συμπαρασύρει και μέρος της κοινής γνώμης που δεν διατρέχεται απαραίτητα από εθνικιστική υπεροψία αλλά τρέφει συναισθήματα συνάφειας με τον τόπο γέννησης.
Επί της ουσίας: το γεγονός της καταστροφής αρχαίων κτιρίων (από τον οποιοδήποτε ντόπιο ή μη) είναι αντικείμενο ιστορικής, αρχαιολογικής, καλλιτεχνικής (και πάνω απ’ όλα φιλοσοφικής/πολιτικής) μελέτης και δεν μπορεί να υποτάσσεται σε κάποια εθνικιστική μυθοπλασία αυτοθυματοποίησης και εξύψωσης του πεσμένου μας ηθικού. Τα κτίρια της Ακρόπολης καταστράφηκαν ή κινδύνεψαν να καταστραφούν πολλές φορές απ’ όσους πέρασαν από την Αθήνα κατά τα μεσαιωνικά και νεοτερικά χρόνια, μέχρι και τη δεκαετία του 1940. Ίσως η λιγότερο γνωστή περίπτωση είναι η πρόθεση του ΕΑΜ να ανατινάξει με δυναμίτη την Ακρόπολη κατά τα Δεκεμβριανά, με σκοπό να χτυπηθούν οι Βρετανοί στρατιώτες που είχαν στήσει το πυροβολικό τους στο λόφο (από το ντοκιμαντέρ Μηχανή του Χρόνου, Τα Δεκεμβριανά).
Αν το ζητούμενο είναι η γνώση του παρελθόντος μέσω της αρχαιολογικής έρευνας κι όχι η επιβεβαίωση μιας ψευδοακεραιότητας (εθνικής ή πολιτισμικής) ενάντια στην “αλλοδαπή επιβουλή”, η πιο δόκιμη απάντηση στο ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα – πέρα από το περιπαικτικό και δηκτικό “στείλτε την υπόλοιπη Ακρόπολη στο Βρετανικό μουσείο” – θα πρέπει να εμπεριέχει τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών του παράλογου και του λογικού, την κατεύθυνση του συναισθήματος προς την κατάρριψη της εργαλειακής ορθολογικότητας, και της λογικής προς την συγκράτηση της υπετροφίας του συναισθηματικού. Άλλωστε, κανένας δεν κατέχει τα εύσημα της ορθολογικότητας, της επιστημονικής αρτιότητας ή της ψύχραιμης κριτικής ικανότητας (η διττή έννοιας της ορθολογικότητας, όπως διαμορφώθηκε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εμπεριέχει και μια παράφρονα, “εργαλειακή ορθολογικότητα” [2] που υποτάσσεται στη λογική της απεριόριστης ανάπτυξης και της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, με τις αναμενόμενες θλιβερές συνέπειες), μήτε και το copyright του πολιτισμού!
Υ.Γ. 1
Από τις 94 σωζόμενες πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα 36 βρίσκονται στην Αθήνα, 56 στο Βρετανικό Μουσείο – το οποίο καλό θα ήταν να μετονομαστεί σε Museam of World Heredity and Glodal Exhibits, δηλαδή Μουσείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και Εκθεμάτων, αν θέλουν και οι ίδιοι οι Άγγλοι να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους πάνω απ’ όλα (λέμε τώρα) – και μία στο Λούβρο. Από τις 92 μετόπες, 39 βρίσκονται στην Αθήνα και 15 στο Λονδίνο. 17 εναέτια αγάλματα, μία Καρυάτιδα και μία κολόνα από το Ερέχθειο βρίσκονται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο. Αρκετά λοιπόν είναι διαθέσιμα προς τέρψη των κατοίκων και των επισκεπτών και των δυο πόλεων. Η μετακίνηση τους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν συντρέχουν καθαρά ερευνητικοί λόγοι (σίγουρα όχι για να “αστράψουν κάτω από τον υπέροχο Αττικό ουρανό”). Φυσικά, το ζήτημα περί συμπλήρωσης της Ακρόπολης μπορεί να τεθεί προς συζήτηση, δεδομένου ότι δεν διακατέχεται από υστερίες και εικονολατρικού τύπου επικλήσεις προς το παρελθόν (πράγμα που καθιστά κάθε συζήτηση αδύνατη, εφόσον η λογική δίνει τη θέση της στην προγονολατρική παραζάλη).
Υ.Γ. 2
Σύντομες απαντήσεις προς όλους τους διαδικτυακούς θαμώνες των εθνικιστικών ιστολογίων (όλων αυτών δηλαδή που διατείνονται ότι είναι «πατριωτικά» αλλά αυτή η εμφάνισή τους αποτελεί ένα μείγμα μεταμοντέρνου mall και γλοιώδους μικροαστίλας, σαν να έχει φτύσει ο Andy Warhol), και λοιπούς θιγομένους που τους σώθηκαν τα Lexotanil: Το κείμενο θεωρεί δεδομένο ότι α) τα αρχαιοελληνικά γλυπτά, κτίρια και γραπτά μετά από τόσους αιώνες έχουν περάσει πια στο public domain, τουτ’ έστιν ανήκουν σε όλους και όχι μόνο σε όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ Κιλκίς και Κρήτης, β) πως ο ισχυρισμός άμεσης συγγένειας αρχαίων και νέων Ελλήνων (όπως και αρχαίων και νέων οποιασδήποτε εθνότητας) είναι άτοπος και επιστημονικά αστήριχτος.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Eric J. Hobsbawm – Nations and Nationalism Since 1780
[2] Από το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη, Η Άνοδος της Ασημαντότητας.
Συνδιαμόρφωση: Σοφία Ζακάρη και Άρης Ελευθερούδης
Μήπως και το ζεϊμπέκικο, ο καρσιλαμάς, το τσάμικο, το τσιφτετέλι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις αρχαιοελληνικές μουσικές κλίμακες; Θάνατος και στη μουσικολογία λοιπόν!
Το εθνικιστικό ναρκισσιστικό κιτς φυσικά δεν σταματά εδώ: ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός έχει κληρονομήσει αυτούσια την αρχαιοελληνική παράδοση. Αλλά φυσικά δεν διευκρινίζεται πουθενά μέσα στις εθνικιστικές φανφάρες τί ακριβώς κληρονόμησε από την αρχαία Ελλάδα: την (άμεση) δημοκρατία όπως εκφράστηκε μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα ή τους δούλους στα νοικοκυριά που κατά βάση αντιπροσωπεύει τις σύγχρονες (και όχι μόνο) σχέσεις μισθωτής σκλαβιάς και την αυστηρή ιεραρχία; Όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για την ώρα. Διότι, όπως λέει άλλωστε και κάποιος λαϊκός βάρδος: «εμείς δώσαμε τα φώτα / η Ελλάς δεν είναι κότα», και ως εκ τούτου όλοι οφείλουν να υποκλίνονται μπροστά σε τούτη την πολιτισμική κληρονομιά που κουβαλάμε στις πλάτες μας, κυρίως αυτοί οι Τούρκοι, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι και οι Μακεδόνες (εμ… καλά οι Σκοπιανοί ήθελα να πω) που μέρα και νύχτα παραμονεύουν να μας κατακτήσουν. Βέβαια, αν το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρξε πάντα το θύμα και ποτέ ο θύτης ή συνεργός αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστών πολιτικών (αντίο ξανά ιστοριογραφία).
Για να λέμε όμως τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ο Ελληνισμός σήμερα κινδυνεύει άμεσα από αυτήν την παγκόσμια Σιωνιστική συνωμοσία που στόχο έχει να διαλύσει τις εθνικές ταυτότητες και να υποδουλώσει την ανθρωπότητα. Το είπε άλλωστε και ο Κίσιντζερ ότι είμαστε λαός αναρχικός που δεν δαμάζεται εύκολα, άρα η μόνη λύση είναι να εκμηδενιστούν οι εθνικές μας παραδόσεις προκειμένου η Διεθνής Νέα Τάξη Πραγμάτων να πραγματώσει τα σχέδιά της που συνεχώς χαλάμε εμείς όντας ένας λαός περιούσιος! Μάλλον έτσι εξηγείται και η περίπτωση του Παστίτσιου: πρόκειται για ένα ακόμα δημιούργημα αυτής της (εβραιο)σατανικής λυκοσυμμαχίας που έχει οδηγήσει τους νέους μακριά από τον δρόμο του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού (δυο έννοιες καθόλου αντιφατικές όπως είπαμε και πιο πάνω), βεβηλώνοντας τα ιερά και ακούγοντας ξένα τραγούδια (που οι δημιουργοί τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, aka Σατανιστές). Και φυσικά, αν πιστεύεις ότι η δήλωση αυτή (του Κίσιντζερ) είναι ψεύτικη τότε σε πληρώνει ο Σόρος και οι εβραιομασώνοι. Διότι ο άνδρας αυτός έχει (κάπου, κάπως) εβραϊκές ρίζες, πράγμα που αποτελεί αυτούσια απόδειξη ενοχής (αντίο λογική, αντίο έννοιες όπως στοιχεία και αποδείξεις για τις οποίες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε μπουντρούμια πριν από μερικούς αιώνες). Έχει άραγε η φαιδρότητα τα όριά της (που όταν τα ξεπερνάει καταλήγει στη σχιζοφρένεια) ή πρόκειται για ανεξάντλητη πηγή εφευρετικής ανοησιολογίας που εμπεριέχει πάντα ένα στοιχείο μαύρης κωμωδίας;
Το ζητούμενο φυσικά ποιό είναι; Ότι η εμμονή με την «κλοπή» των μαρμάρων (καθώς και με την άρνηση των Βρετανών πολιτικών να δεχθούν το αίτημα επιστροφής) πηγάζει ακριβώς από αυτόν τον παραλογισμό: «οι ξένοι μας ζηλεύουν και δεν έχουν ιστορία όπως εμείς» (αλλά δυστυχώς μας επιβουλεύονται οι Εβραίοι – όπως επικαλείται και ένας μάγος της σκέψης που διατείνεται ότι ξέρει όλη την αλήθεια για αυτούς τους τρισκατάρατους – κι έτσι δεν μπορούμε με την ιστορία αυτή των τριών χιλιάδων χρόνων να γίνουμε ένα έθνος ισχυρό, όπως τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Δεν υποκλίνονται στο μεγαλείο μας! Είναι αχάριστοι! Μας χρωστάνε πολιτισμό και αντί να μας προσκυνούν μας επιβουλεύονται και μας μισούν από φθόνο και φόβο μήπως και βρούμε πάλι τη χαμένη μας δύναμη και κατακτήσουμε τον κόσμο, κάνοντάς τους σκυλιά στα πόδια μας!
Έτσι λοιπόν, και εφόσον ο εθνικιστικός θίασος αυτής της χώρας (όπως και κάθε χώρας φυσικά) έχει επιλέξει να αγνοήσει τη φιλοσοφία (και φυσικά την αυτοψυχανάλυση) όπως και την τεκμηριωμένη αντίληψη για την εξέλιξη των (καλών) τεχνών, εφόσον το αυτονόητο μπορεί να οριστεί με τα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα της επαναλαμβανόμενης θυμικής αοριστολογίας και της μίζερης μικροαστικής μεμψιμοιρίας, είναι καιρός να αποχαιρετήσει και την γλυπτική, την ιστορία της τέχνης και την αρχαιολογία, στέλνοντας και τα υπόλοιπα κτίρια της Aκρόπολης στο “Βρετανικό” (φυσικά με πολλά εισαγωγικά) μουσείο. Ναι, μόνο τέτοιου είδους απαντήσεις ταιριάζουν σε όλη αυτή την παραληρηματική κίνηση θυματικής απογοήτευσης και ανομολόγητης ταύτισης με την έννοια της εθνικής οικογένειας, η οποία τρέφεται από την αυτολύπηση και την νοσταλγία για μια υποτιθέμενη χαμένη αξιοπρέπεια που υποτιθέμενα εκκολάπτει κάποια ευγενή συλλογικά (ή εθνικά) χαρακτηριστικά.
Η ιστορική ορθότητα δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός κράτους, καθώς όπως εύστοχα σημειώνει ο Ernest Renan, “μέρος της ύπαρξης ενός έθνους είναι η λάθος αντίληψη για την ιστορία του” [1]. Το ξεπέρασμα της εθνικιστικού ναρκισσιστικού συμπλέγματος που διακατέχει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα την κρατική της πολιτική (ως συνέπεια) δεν μπορεί παρά να απαιτεί μια γενικότερη ανακατάταξη των θεμελιακών αξιών, συμπεριλαμβανομένης και μιας διαδικασίας αποφετιχοποίησης, αποδέσμευσης από αντικείμενα-ιδέες συμπλεγματικής ταύτισης (πατρίδα, θρησκεία, ιστορική συνέχεια κ.α.). Η πρόταση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια ομαδικής ψυχανάλυσης, όχι υπονοώντας πως ο ελληνικός λαός ως τέτοιος αποτελεί μια οντότητα που τις περισσότερες φορές δρα και σκέφτεται ομαδόν και ομοιόμορφα, αλλά αναγνωρίζοντας πως η χρόνια επίδραση ιδεών μέσα από κρατικούς φορείς ή κοινωνικά μορφώματα (το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, η οικογένεια, τα πολιτικά κόμματα) έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις κοινές συνιστώσες ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων (π.χ. σύγκλιση αριστερών και δεξιών εθνικιστικών/αλυτρωτικών ρευμάτων).
Η απάντηση στην αποικιοκρατική λογική του Βρετανικού (ή όποιου) κράτους – που αναμφίβολα μάζεψε ό,τι μπορούσε από όπου πέρασε (και συνεχίζει να προσελκύει ανθρώπινο και υλικό δυναμικό ως απόρροια της εξωτερικής του πολιτικής εδώ και αιώνες) – δεν είναι ο σοβινιστικός παροξυσμός, η εμμονή στην σαθρή ιδέα της ιστορικής συνέχειας και η αναπαραγωγή θυματικών διεκδικήσεων για ζητήματα που η παγκόσμια ιστορική σκηνή έχει διευθετήσει εδώ και δεκαετίες ή αιώνες (λ.χ. το σταθερό μοτίβο διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία). Η αντιμετώπιση του παγκόσμιου ηγεμονικού ρόλου των ισχυρότερων οικονομικά και γεωπολιτικά χωρών με περισσότερο σοβινισμό, συνωμοσιολογία και γραφικά καμώματα μπορεί μόνο να οδηγήσει σε εκμηδένιση κάθε δυνατότητας αμερόληπτης διαύγασης της πραγματικότητας και να συμπαρασύρει και μέρος της κοινής γνώμης που δεν διατρέχεται απαραίτητα από εθνικιστική υπεροψία αλλά τρέφει συναισθήματα συνάφειας με τον τόπο γέννησης.
Επί της ουσίας: το γεγονός της καταστροφής αρχαίων κτιρίων (από τον οποιοδήποτε ντόπιο ή μη) είναι αντικείμενο ιστορικής, αρχαιολογικής, καλλιτεχνικής (και πάνω απ’ όλα φιλοσοφικής/πολιτικής) μελέτης και δεν μπορεί να υποτάσσεται σε κάποια εθνικιστική μυθοπλασία αυτοθυματοποίησης και εξύψωσης του πεσμένου μας ηθικού. Τα κτίρια της Ακρόπολης καταστράφηκαν ή κινδύνεψαν να καταστραφούν πολλές φορές απ’ όσους πέρασαν από την Αθήνα κατά τα μεσαιωνικά και νεοτερικά χρόνια, μέχρι και τη δεκαετία του 1940. Ίσως η λιγότερο γνωστή περίπτωση είναι η πρόθεση του ΕΑΜ να ανατινάξει με δυναμίτη την Ακρόπολη κατά τα Δεκεμβριανά, με σκοπό να χτυπηθούν οι Βρετανοί στρατιώτες που είχαν στήσει το πυροβολικό τους στο λόφο (από το ντοκιμαντέρ Μηχανή του Χρόνου, Τα Δεκεμβριανά).
Αν το ζητούμενο είναι η γνώση του παρελθόντος μέσω της αρχαιολογικής έρευνας κι όχι η επιβεβαίωση μιας ψευδοακεραιότητας (εθνικής ή πολιτισμικής) ενάντια στην “αλλοδαπή επιβουλή”, η πιο δόκιμη απάντηση στο ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα – πέρα από το περιπαικτικό και δηκτικό “στείλτε την υπόλοιπη Ακρόπολη στο Βρετανικό μουσείο” – θα πρέπει να εμπεριέχει τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών του παράλογου και του λογικού, την κατεύθυνση του συναισθήματος προς την κατάρριψη της εργαλειακής ορθολογικότητας, και της λογικής προς την συγκράτηση της υπετροφίας του συναισθηματικού. Άλλωστε, κανένας δεν κατέχει τα εύσημα της ορθολογικότητας, της επιστημονικής αρτιότητας ή της ψύχραιμης κριτικής ικανότητας (η διττή έννοιας της ορθολογικότητας, όπως διαμορφώθηκε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εμπεριέχει και μια παράφρονα, “εργαλειακή ορθολογικότητα” [2] που υποτάσσεται στη λογική της απεριόριστης ανάπτυξης και της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, με τις αναμενόμενες θλιβερές συνέπειες), μήτε και το copyright του πολιτισμού!
Υ.Γ. 1
Από τις 94 σωζόμενες πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα 36 βρίσκονται στην Αθήνα, 56 στο Βρετανικό Μουσείο – το οποίο καλό θα ήταν να μετονομαστεί σε Museam of World Heredity and Glodal Exhibits, δηλαδή Μουσείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και Εκθεμάτων, αν θέλουν και οι ίδιοι οι Άγγλοι να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους πάνω απ’ όλα (λέμε τώρα) – και μία στο Λούβρο. Από τις 92 μετόπες, 39 βρίσκονται στην Αθήνα και 15 στο Λονδίνο. 17 εναέτια αγάλματα, μία Καρυάτιδα και μία κολόνα από το Ερέχθειο βρίσκονται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο. Αρκετά λοιπόν είναι διαθέσιμα προς τέρψη των κατοίκων και των επισκεπτών και των δυο πόλεων. Η μετακίνηση τους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν συντρέχουν καθαρά ερευνητικοί λόγοι (σίγουρα όχι για να “αστράψουν κάτω από τον υπέροχο Αττικό ουρανό”). Φυσικά, το ζήτημα περί συμπλήρωσης της Ακρόπολης μπορεί να τεθεί προς συζήτηση, δεδομένου ότι δεν διακατέχεται από υστερίες και εικονολατρικού τύπου επικλήσεις προς το παρελθόν (πράγμα που καθιστά κάθε συζήτηση αδύνατη, εφόσον η λογική δίνει τη θέση της στην προγονολατρική παραζάλη).
Υ.Γ. 2
Σύντομες απαντήσεις προς όλους τους διαδικτυακούς θαμώνες των εθνικιστικών ιστολογίων (όλων αυτών δηλαδή που διατείνονται ότι είναι «πατριωτικά» αλλά αυτή η εμφάνισή τους αποτελεί ένα μείγμα μεταμοντέρνου mall και γλοιώδους μικροαστίλας, σαν να έχει φτύσει ο Andy Warhol), και λοιπούς θιγομένους που τους σώθηκαν τα Lexotanil: Το κείμενο θεωρεί δεδομένο ότι α) τα αρχαιοελληνικά γλυπτά, κτίρια και γραπτά μετά από τόσους αιώνες έχουν περάσει πια στο public domain, τουτ’ έστιν ανήκουν σε όλους και όχι μόνο σε όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ Κιλκίς και Κρήτης, β) πως ο ισχυρισμός άμεσης συγγένειας αρχαίων και νέων Ελλήνων (όπως και αρχαίων και νέων οποιασδήποτε εθνότητας) είναι άτοπος και επιστημονικά αστήριχτος.
Σημειώσεις
[1] Βλ. Eric J. Hobsbawm – Nations and Nationalism Since 1780
[2] Από το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη, Η Άνοδος της Ασημαντότητας.
Συνδιαμόρφωση: Σοφία Ζακάρη και Άρης Ελευθερούδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου