του Βασίλη Λιόση
Η οικονομική καπιταλιστική κρίση που ενέσκηψε παγκόσμια, δε θα μπορούσε παρά να προκαλέσει έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις, πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ειδικά στην Ελλάδα με τη μεγάλη παράδοση στο κομμουνιστικό και προοδευτικό κίνημα, οι απαντήσεις που έχουν δοθεί στο κλασικό ερώτημα τι να κάνουμε;, είναι ποικίλες. Ένα σημαντικό μέρος των ερωτημάτων και των αντιπαραθέσεων συνδέονται με το Μέτωπο. Συχνά, όμως, οι σχετικές απαντήσεις και οι προβληματισμοί είναι συνθηματολογικού ύφους. Είναι, λοιπόν, απολύτως αναγκαίο σε πρώτη φάση να αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε την έννοια του Μετώπου και στη συνέχεια να επιχειρήσουμε να αποτυπώσουμε τις βασικές παραμέτρους του εν λόγω ζητήματος.
Α. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΩΠΟΥ
Το Μέτωπο αφορά στο συντονισμό, τις μερικές συγκλίσεις, τους από κοινού κοινωνικούς αγώνες από διαφορετικά υποκείμενα. Τα υποκείμενα αυτά μπορεί να είναι είτε κοινωνικές τάξεις και στρώματα, είτε οργανωμένες συλλογικότητες (κόμματα, πολιτικές κινήσεις, όμιλοι, συνδικάτα, πολιτιστικοί φορείς κ.ά), είτε ακόμη και μεμονωμένα πρόσωπα. Απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στα δυο επίπεδα συμμαχιών (κοινωνικό και πολιτικό) δεν μπορεί να υπάρξει, αφού το ένα επίπεδο τροφοδοτεί κι επηρεάζει το άλλο.
Επομένως το Μέτωπο είναι κοινωνικοπολιτικό συσσωμάτωμα –αν και όχι απόλυτα ομογενοποιημένο– που προκύπτει μέσα από κοινωνικές διαδικασίες. Άρα το Μέτωπο δεν είναι Κόμμα, τουλάχιστον στις απαρχές του, ούτε είναι και νομοτελειακό να καταλήξει σε κόμμα. Απαραίτητη προϋπόθεση συγκρότησής του είναι η συμφωνία σε ένα μίνιμουμ αιτημάτων και η ύπαρξη ενός προγραμματικού πλαισίου. Το Μέτωπο μπορεί να έχει συστημικό ή αντισυστημικό χαρακτήρα. Συχνά Μέτωπο δε συγκροτούν μόνον αυτοί που ενδιαφέρονται για το μετασχηματισμό του κοινωνικού στάτους κβο, αλλά και όσοι ενδιαφέρονται για τη διατήρησή του. Μάλιστα, δε θα ήταν παράτολμο να ισχυριστεί κανείς πως η δεύτερη περίπτωση είναι πιο συχνά εμφανιζόμενη από την πρώτη και ιστορικά πιο αποτελεσματική μέχρι στιγμής.
Αν η κοινωνική πράξη και η κοινωνική κίνηση είναι τέτοιες που εξομαλύνουν τις αντιφάσεις και τις διαφορές στο εσωτερικό ενός Μετώπου, αν με άλλα λόγια διασφαλιστεί η βέλτιστη ενότητα, τότε οι κοινωνικές συμμαχίες δυναμώνουν ενώ οι πολιτικές συμμαχίες μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου.
Β. ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ;
Η γέννηση των κομμουνιστικών κομμάτων υπήρξε μια ιστορική αναγκαιότητα. Τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν και είναι δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού. Ωστόσο η πορεία τους ουδέποτε υπήρξε ευθύγραμμη και δε θα μπορούσε να είναι τέτοια. Χαρακτηριζόταν από πισωγυρίσματα, στασιμότητα, παρακμή ως και εξαφάνιση, εκτροπές αλλά και θεαματική άνοδο της επιρροής τους μέχρι και κατάκτηση της εξουσίας. Αυτά τα ζιγκ ζαγκ και οι σπειροειδείς κινήσεις δε συνέβαιναν σε έναν αποστειρωμένο μικρόκοσμο αλλά ήταν απότοκα υποκειμενικών δράσεων και αντικειμενικών συνθηκών. Εντός των κομμουνιστικών κομμάτων αντικατοπτρίζονταν και αντικατοπτρίζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και αντιφάσεις· η ίδια η πραγματικότητα. Πάντως οι ιστορικές φάσεις που τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονταν στο ζενίθ τους και αυτό το ζενίθ ήταν σε υψηλά επίπεδα ήταν σύντομες και ολιγάριθμες. Επομένως, αναφύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: αν τα κομμουνιστικά κόμματα εκφράζουν πρώτα και κύρια τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, δηλαδή της τάξης που παράγει τον πλούτο και αν η εργατική τάξη αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού και αν τα κομμουνιστικά κόμματα αγωνίζονται για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, έστω και με ασυνέπειες, τότε πώς είναι δυνατό να μην πείθουν; Τι είναι αυτό που εμποδίζει την εργατική τάξη να μετατραπεί από «τάξη καθ’ εαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της»; Γιατί δεν επαναστατικοποιείται με κάποιον αυτόματο τρόπο;
Ασφαλώς τα λάθη, οι στρεβλώσεις και οι ταξικές προδοσίες, είναι βασικότατα αίτια της μειωμένης επιρροής των όποιων κομμουνιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο. Η απάντηση, όμως, είναι πολυπαραγοντική. Υπάρχουν τριών ειδών αίτια –πλην υποκειμενικών– που αντιστοιχούν grosso modo στα τρία επίπεδα της ταξικής πάλης (οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό). Πρόκειται για αίτια υλικά, κοινωνιολογικά και ιδεολογικά. Για λόγους μεθοδολογικούς και μόνο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε κάθε τέτοια κατηγορία δυο υποκατηγορίες. Η πρώτη θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο διαχρονικά ή κλασικά αίτια και η δεύτερη τον τίτλο ειδικά ή σύγχρονα. Τα τελευταία είναι ειδική έκφραση των πρώτων.
Όταν μιλάμε για υλικά αίτια και αναζητάμε ένα συμπυκνωμένο τρόπο να τα περιγράψουμε, τότε η έννοια της αλλοτρίωσης και της φετιχοποίησης του εμπορεύματος, μπορούν να μας βοηθήσουν. Με τον κίνδυνο υπεραπλούστευσης θα σημειώναμε πως η κυριαρχία του κεφαλαίου, τα πνευματικά εφόδια της εργατικής τάξης (και ειδικότερα του βιομηχανικού προλεταριάτου), η πολυπλοκότητα των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής, όλα αυτά δεν επιτρέπουν να ειδωθεί στην ολότητά του ο μηχανισμός εκμετάλλευσης. Εμποδίζουν την κατανόηση του τρόπου που ο κεφαλαιοκράτης κερδίζει, ο μηχανισμός της υπεραξίας δεν είναι άμεσα εύληπτος, δημιουργούνται παρανοήσεις όπως για παράδειγμα ότι οι μηχανές δημιουργούν κέρδος. Αυτό, όμως, σημαίνει πως υπάρχει ένα σοβαρό εμπόδιο προκειμένου να συνειδητοποιηθεί σε όλη της την έκταση η εκμεταλλευτική φύση του συστήματος, άρα υπάρχει και ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Στην περίπτωση των κοινωνιολογικών αιτιών συμπεριλαμβάνονται οι εσωτερικές διαιρέσεις της εργατικής τάξης: υψηλόμισθοι και χαμηλόμισθοι, χειρώνακτες και εργάτες του πνεύματος, δημόσιοι και ιδιωτικοί, εργάτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, εργατική αριστοκρατία, εργάτες με πρόσθετο εισόδημα από παράλληλες δραστηριότητες, άνεργοι μικρής ή μεγάλης χρονικής διάρκειας, εργατική τάξη των ιμπεριαλιστικών χωρών, των καπιταλιστικών χωρών μέσου επιπέδου ανάπτυξης, χωρών εξαρτημένων ή με καθεστώς νεοαποικιοκρατίας, είναι μόνο μερικές από αυτές τις διαιρέσεις που δε διευκολύνουν την ενοποίηση της εργατικής τάξης συνειδησιακά ή και την ενοποίηση της δράσης. Οι διαφορές αν και υπαρκτές, αντικειμενικά δεν αποτελούν θεμελιώδεις διαχωρισμούς στο εσωτερικό της εργατικής τάξης (εκτός από την περίπτωση της εργατικής αριστοκρατίας), παρόλα αυτά αξιοποιούνται από τον αντίπαλο ώστε να φαίνονται ως αγεφύρωτες (βλέπε τον περίφημο κοινωνικό αυτοματισμό).
Τέλος, στην τρίτη ζώνη αιτιών –τα ιδεολογικά– η θρησκεία, η εκκλησία, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η ιδεολογική προπαγάνδα αστικών και μικροαστικών κομμάτων ασκείται πολύμορφα, επιστημονικά, αδιαλείπτως κι εν τέλει αποτελεσματικά.
Μιλήσαμε λίγο παραπάνω για την ειδική έκφραση των αιτιών στη σύγχρονη εποχή. Ο εκμαυλισμός των συνειδήσεων μέσω μικρών και μεγάλων εξυπηρετήσεων από κόμματα, δήμους και συνδικαλιστικές παρατάξεις, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος, το διαδίκτυο, οι νέες τεχνικές επηρεασμού της συνείδησης (τεχνική υποσυνείδητων μηνυμάτων), η υποτιθέμενη αποϋλοποίηση της παραγωγής κ.ά., είναι μερικές μόνο εκφράσεις των «κλασικών» αιτιών στη σύγχρονη φάση του καπιταλισμού. Θα ήταν σοβαρή παράλειψη αν σε όλα αυτά δεν προσθέταμε τα ωστικά κύματα που ακόμη νιώθουμε έντονα από τη διάλυση των σοσιαλιστικών κρατών, πριν από περίπου 25 χρόνια.
Εν κατακλείδι, το κοινωνικό πλαίσιο είναι τέτοιο που δεν επιτρέπει την αυτόματη επαναστατικοποίηση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων καταπιεζόμενων στρωμάτων. Αυτός που καλείται να αποκαλύψει την ουσία του καπιταλισμού και να βάλει τις μάζες σε κίνηση, είναι η πρωτοπορία της τάξης που σχηματίζει ή οφείλει να σχηματίσει το Κόμμα.
Το Κόμμα έχει τις εξής επιλογές: α) να δοκιμάσει μοναχική πορεία επιχειρώντας να συσπειρώσει την πλειονότητα του κόσμου της εργασίας στους κόλπους του, β) στο όνομα των δυσκολιών να διαλυθεί συγκροτώντας ζελατινώδη σχήματα με την ελπίδα να προσελκύσει πιο εύκολα τις μάζες ή γ) να διατηρήσει την επαναστατική του ταυτότητα διερευνώντας παράλληλα τη δυνατότητα συγκρότησης κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.
Αν το Κόμμα είναι αδύναμο ή εκφράζει με στρεβλό τρόπο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή αν δεν υπάρχει καν Κόμμα, αν ο αντίπαλος είναι ισχυρός, αν η επίθεση είναι σφοδρότατη, αν η λαϊκή απάντηση υπολείπεται των αναγκών, τότε το Κόμμα ή αυτοί που θέλουν να το συγκροτήσουν είναι υποχρεωμένοι να σχεδιάσουν την κατάλληλη τακτική, ώστε να μεγιστοποιήσουν τα συνειδησιακά ρήγματα και να ανεβάσουν την ταξική πάλη ένα επίπεδο ή σε κάθε περίπτωση πολλά επίπεδα.
Γ. ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΑΝ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ;
Η έννοια του Μετώπου δεν αποτελεί κάποια θεωρητική ή πρακτική καινοτομία του σήμερα. Οι κλασικοί του μαρξισμού έθεσαν το θέμα με διάφορους τρόπους και σε πολλές περιπτώσεις. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού ας δούμε ορισμένα παραδείγματα.
Παράδειγμα 1ο :
Χρονιά ορόσημο για την ταξική πάλη αποτέλεσε το 1848 κατά την οποία ξέσπασε σειρά επαναστάσεων στη Γαλλία, στα γερμανικά κράτη, στην αυτοκρατορία της Αυστρίας, στα ιταλικά κράτη, στη Ουγγαρία, στην Πολωνία. Κοινός παρανομαστής τους ήταν ο αστικοδημοκρατικός χαρακτήρας τους. Οι Μαρξ-Ένγκελς προβληματίστηκαν για τη στάση που έπρεπε να κρατήσει το προλεταριάτο απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις. Στο πλαίσιο μιας επαναστατικής τακτικής χρησιμοποίησαν τον όρο λαοκρατική δημοκρατία, εννοώντας την ανάγκη συμμαχίας του προλεταριάτου με τη δημοκρατική αστική τάξη και την ανάγκη δημιουργίας μιας προσωρινής εξουσίας και μιας προσωρινής κυβέρνησης αυτών των δυνάμεων.
Παράδειγμα 2ο :
Όταν συγκροτήθηκε η 1η Διεθνής (1864), οι Μαρξ-Ένγκελς δεν επιδίωξαν μια συσπείρωση ιδεολογικής καθαρότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους κόλπους της Διεθνούς συσπειρώνονταν κομμουνιστές, προυντονιστές, μπλανκιστές και τα Trade Union.
Παράδειγμα 3ο :
Ο Λένιν στο πλαίσιο της ρωσικής πραγματικότητας και ως εξειδίκευση της λαοκρατικής δημοκρατίας εισηγείται την έννοια της δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Επρόκειτο για την πρόταση μιας κοινωνικής συμμαχίας που διαφοροποιήθηκε τόσο σε σχέση με τους Μενσεβίκους που άφηναν την πρωτοβουλία κινήσεων στην αστική τάξη, όσο και σε σχέση με τον Τρότσκι που υποτιμούσε το ρόλο της αγροτιάς στην επαναστατική διαδικασία.
Παράδειγμα 4ο :
Είναι γνωστό πως ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι από ένα σημείο κι έπειτα μόνο τυπικά συστεγάζονταν κάτω από το ίδιο κόμμα με τους Μενσεβίκους. Η αντιπαράθεση ήταν συχνά οξύτατη. Αυτό, όμως, δεν τους εμπόδισε να προβούν σε κινήσεις τακτικής. Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε σε ντοκουμέντο του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ): «Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ πιστεύει ότι είναι χρήσιμο να υπενθυμίσει σε όλα τα αδελφά κόμματα την πείρα των ρώσων μπολσεβίκων, που το κόμμα τους είναι το μόνο που κατόρθωσε ως τα σήμερα να νικήσει την μπουρζουαζία και να καταλάβει την εξουσία. Κατά τα δεκαπέντε χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στη γέννησή του μπολσεβικισμού και τη νίκη του (1903 με 1917), το κόμμα αυτό δεν έπαψε ποτέ να πολεμά το ρεφορμισμό ή, πράγμα που είναι το ίδιο, το μενσεβικισμό. Αλλά σ’ όλο αυτό το διάστημα, οι μπολσεβίκοι έχουν επανειλημμένα, συνάψει συμφωνίες με τους μενσεβίκους. Το πρώτο τυπικό σχίσμα πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1905. Αλλά κάτω από την ακατανίκητη επίδραση ενός εργατικού κινήματος μεγάλης έκτασης, οι μπολσεβίκοι έκαναν, τον ίδιο χρόνο, κοινό μέτωπο με τους μενσεβίκους. Το δεύτερο τυπικό σχίσμα έγινε το Γενάρη του 1912, το σχίσμα διαδέχονταν ενώσεις και πρόσκαιρες συμφωνίες (το 1906, το 1907 και το 1910). Αυτές οι ενώσεις και μισοενώσεις δεν πραγματοποιήθηκαν μόνο σα συνέπεια των περιπετειών της πάλης ανάμεσα στις φράξιες, αλλά ιδιαίτερα κάτω από την πίεση των μεγάλων εργατικών μαζών που ξύπνησαν στην πολιτική ζωή και που ήθελαν να δουν οι ίδιες αν οι δρόμοι του μενσεβικισμού απομακρύνονται πραγματικά από την επανάσταση […]».
Παράδειγμα 5ο :
Το 3ο συνέδριο της ΚΔ (1921) χαράζει την τακτική του Ενιαίου Μετώπου (ΕΜ). Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Λένιν έγραφε: «Ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ΕΜ συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας, ακόμη και προς τους ηγέτες της 2ης και της 21/2 Διεθνούς» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Παράδειγμα 6ο :
Το 4ο συνέδριο της ΚΔ όχι μόνο επικυρώνει την τακτική του ΕΜ, χαραγμένη ήδη από το 3ο συνέδριο, αλλά κάνει ένα επιπλέον βήμα. Μιλά για την ανάγκη της Εργατικής Κυβέρνησης (ΕΚ). Αν κάποιος πάρει υπόψη του την έννοια της λαοκρατικής δημοκρατίας και την κυβέρνηση που αντιστοιχούσε σε αυτήν, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν επρόκειτο για θεωρητική και πολιτική καινοτομία. Ωστόσο στην περίπτωση των Μαρξ-Ένγκελς, η ιδέα διατυπώθηκε σε άλλο κοινωνικό πλαίσιο. Η θνήσκουσα φεουδαρχία άφηνε τη θέση της στο νέο τρόπο παραγωγής. Στην περίπτωση της ΚΔ δεν επρόκειτο για το ίδιο ιστορικό πλαίσιο, αφού τα όποια φεουδαρχικά υπολείμματα είχαν περιοριστεί και οι αστικές σχέσεις είχαν κυριαρχήσει. Η ιδέα της ΕΚ από αυτή την άποψη αποτέλεσε μια τομή αφού αναφερόταν στη δυνατότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης πριν το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης.
...
(Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευθεί τις επόμενες ημέρες)
http://gregordergrieche.blogspot.gr/2014/06/blog-post_18.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου