Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

193 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ (28/11/1820)

(Πέμ. 28/11/13 - 12:08)
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ
AΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Σαν σήμερα στις 28/11/1820 έρχεται στην ζωή μια κορυφαία μορφή του παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ο Φρίντριχ Ένγκελ. Μαζί με τον Κ. Μαρξ θεμελίωσε την κοσμοθεωρία του Διαλεκτικού και Ιστορικού Υλισμού, τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Ο Ενγκελς απέδειξε ότι κάθε φιλοσοφία –υλισμός, ιδεαλισμός- έχει ταξικό χαρακτήρα γιατί υπερασπίζεται συμφέροντα καθορισμένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, προσδιορίζοντας ότι το βασικό πρόβλημα κάθε φιλοσοφίας είναι η σχέση μεταξύ του «είναι» (φύσης - ύπαρξης) και της νόησης (συνείδησης - πνεύματος - ιδέας).
Ο Ενγκελς συνδύασε τη θεωρητική δραστηριότητα με την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου, πάλεψε για την οργάνωση και την ενότητα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης υφαντουργίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε την κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα Μαρξ - Έβελινγκ, να παρατηρήσει πολύ εύστοχα ότι «ποτέ δε γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο» («Στρατηγός, Αναμνήσεις για τον Ένγκελς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ο Ένγκελς φοίτησε στο κολέγιο της Βάδης και έπειτα στο λύκειο της Έλμπερφελντ, αλλά δεν αποφοίτησε. Άφησε την τελευταία τάξη, αν και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, αφού ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Τον ήθελε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Υποχρεώθηκε έτσι να εγκαταλείψει τις σπουδές και να δουλέψει για ένα χρόνο περίπου στο γραφείο του πατέρα του και στη συνέχεια στη Βρέμη, από τα 1838 έως τα 1841 σ' ένα μεγάλο εμπορικό οίκο. ΣτηΒρέμη συνδέεται με έναν όμιλο ριζοσπαστών διανοουμένων, τη «Νέα Γερμανία», και συνεργάστηκε στο «Γερμανικό Τηλέγραφο». Έτσι άρχισε να διαβάζει τη γερμανική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα τα έργα του Χέγκελ.
Την άνοιξη του 1841, ο Ένγκελς έφυγε από τη Βρέμη για το Βερολίνο, όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθούσε μαθήματα στο πανεπιστήμιο της πόλης, με αποτέλεσμα να προσχωρήσει στο ρεύμα των νεοχεγκελιανών, το ρεύμα, δηλαδή, των οπαδών του Χέγκελ, που προσπαθούσαν από τη φιλοσοφία του να βγάλουν επαναστατικά και αθεϊστικά συμπεράσματα. Από το Μάρτη έως το Δεκέμβρη του 1842, υπήρξε συνεργάτης της «Εφημερίδας του Ρήνου», διευθυντής της οποίας, τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, έγινε ο Μαρξ. Ένα μήνα μετά, στα τέλη του Νοέμβρη, οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας στην Κολωνία, αλλά εκείνη η συνάντηση δεν έμελλε να είναι αυτή που σημάδεψε τη ζωή τους.
Το Μάρτη του 1842, ο Ένγκελς δημοσίευσε την μπροσούρα «Ο Σέλιγκ και η αποκάλυψη», όπου υποβάλλει σε μια ολόπλευρη κριτική τις αντιδραστικές, μυστικιστικές αντιλήψεις του ιδεαλιστή φιλοσόφου Σέλιγκ. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ο Ένγκελς πήγε στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ. Εκεί έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα της εποχής και τις σοσιαλιστικές ιδέες, όπως εκφράζονταν από το κίνημα των χαρτιστών και τον ουτοπικό σοσιαλισμό του Ρόμπερτ Όουεν. Στην Αγγλία, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών (βιομηχανική επανάσταση, πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού), μελετά την κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας.
Το 1844, ο Ένγκελς δημοσίευσε, στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» που διηύθυνε ο Μαρξ και έβγαιναν στο Παρίσι, μια «Κριτική μελέτη πάνω στην Πολιτική Οικονομία». Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το άρθρο σαν αριστοτεχνική σκιαγράφηση μιας νέας Πολιτικής Οικονομίας. Στα τέλη Αυγούστου του 1844, ο Ένγκελς έφυγε από το Μάντσεστερ και γύρισε στη Γερμανία, περνώντας από το Παρίσι, όπου και συνάντησε τον Μαρξ. Από δω, άρχισε η φιλία των δύο μεγάλων ηγετών του προλεταριάτου, φιλία για την οποία ο Λένιν είπε ότι ξεπερνάει «όλους τους θρύλους, και τους πιο συγκινητικούς θρύλους των αρχαίων, τους σχετικούς με τη φιλία των ανθρώπων» (Λένιν: «Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς»). Στο Παρίσι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν μαζί το έργο «Η Αγία Οικογένεια», που καταφερόταν ενάντια στους Νεοχεγκελιανούς και που βάζει τα θεμέλια της επαναστατικής υλιστικής αντίληψης για την ιστορία και την προοπτική του σοσιαλισμού.
Το 1845, ο Ένγκελς γυρίζει στη Γερμανία και δημοσιεύει το σπουδαίο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», αποτέλεσμα των εκεί ερευνών και μελετών του. Σ' αυτό το έργο, σύμφωνα με τον Λένιν, «ο Ένγκελς απέδειξε πρώτος ότι το προλεταριάτο δεν είναι μόνον η τάξη που υποφέρει», αλλά και ότι «το προλεταριάτο, στους αγώνες του, θα βοηθήσει μόνο του τον εαυτό του» (Λένιν: «Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς»).
Την άνοιξη του 1845, ο Ένγκελς εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου κατοικούσε τότε ο Μαρξ. Έγραψαν μαζί τη «Γερμανική Ιδεολογία», ασκώντας κριτική στη φιλοσοφία του Φόυερμπαχ, στις απόψεις των νεοχεγκελιανών και τον «αληθινό σοσιαλισμό», αντιδραστικό ιδεολογικό ρεύμα στη Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο δε χρειαζόταν η ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, υποχρεώνοντάς την έτσι στο συμβιβασμό.
Από το 1845 έως το 1847, ο Ένγκελς έζησε ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, συνεχίζοντας τις επιστημονικές του μελέτες και την πρακτική του δράση μέσα στους εργάτες.
Όπως και ο Μαρξ, ήρθε κι αυτός σ' επαφή με την οργάνωση «Ένωση Κομμουνιστών», η οποία ήταν περισσότερο συνδικαλιστική παρά πολιτική. Με τον Μαρξ συνεργάζονται δραστήρια για την προετοιμασία του Β' Συνεδρίου της οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε καθαρά πολιτικό κόμμα, στα 1847. Η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η επεξεργασία του πρώτου στην ιστορία Προγράμματος προλεταριακού κόμματος, που έμεινε στην ιστορία ως «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Ένγκελς έγραψε τις «Βάσεις του Κομμουνισμού», που ήταν ένα προσχέδιο του προγράμματος της «Ένωσης Κομμουνιστών».
Όταν ξέσπασε στη Γαλλία η επανάσταση του 1848, ο Ένγκελς ακολουθεί στο Παρίσι τον Μαρξ, που τον είχαν εξορίσει από τις Βρυξέλλες. Στις αρχές του Απρίλη του 1848, άρχισε η επανάσταση στη Γερμανία. Ο Ένγκελς μαζί με τον Μαρξ φεύγουν από το Παρίσι για την Κολωνία, όπου αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου» και αρχίζουν μια σπουδαία επαναστατική δράση. Εκεί εκδίδεται ένταλμα συλλήψεως εναντίον των συντακτών της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου» και ο Ένγκελς φεύγει για τις Βρυξέλλες, όπου τον συλλαμβάνουν, τον ρίχνουν στη φυλακή και αργότερα τον εξορίζουν. Τον Οκτώβρη φτάνει στο Παρίσι και από κει καταφεύγει στην Ελβετία και μόνο το Γενάρη του 1849 επιστρέφει στην Κολωνία. Ύστερα από λίγο, αυτός και ο Μαρξ παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη με την κατηγορία της «προσβολής κατά του καθεστώτος». Κατά τη δίκη, οι κατηγορούμενοι γίνονται κατήγοροι και το δικαστήριο αναγκάζεται να τους απαλλάξει. Ο Ένγκελς παίρνει μέρος στην ένοπλη λαϊκή εξέγερση και, όταν αυτή καταστέλλεται, περνάει στο ελβετικό έδαφος με τις τελευταίες επαναστατικές μονάδες. Έτσι, μετά από πρόσκληση του Μαρξ, πηγαίνει στο Λονδίνο.
Ο Ένγκελς γενικεύει την πείρα της επαναστατικής περιόδου του 1848-1849 στη Γερμανία σε δύο έργα του, «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», που δημοσιεύτηκε το 1850, και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851-1852), που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Μαρξ. Σ' αυτό το έργο του, ο Ένγκελς στρέφει την προσοχή του στη μελέτη των ζητημάτων της ένοπλης εξέγερσης.
Το Νοέμβρη του 1850 εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ, όπου εργάζεται σαν περιοδεύων αντιπρόσωπος ενός εμπορικού οίκου, στον οποίο έγινε αργότερα συνεταίρος. Ασχολείται και πάλι μ' αυτό το «καταραμένο εμπόριο», για να μπορεί να βοηθάει οικονομικά τον Μαρξ. Στο διάστημα της παραμονής του στο Μάντσεστερ, ο Ένγκελς έγραψε πολλά, σχετικά με στρατιωτικά θέματα, για τα οποία έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Λένιν θεωρούσε τον Ένγκελς σαν ένα μεγάλο εμπειρογνώμονα στα στρατιωτικά ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι του έδωσαν το προσωνύμιο «Στρατηγός».
Μέσα στους κόλπους της Α' Διεθνούς, ο Ένγκελς και ο Μαρξ αγωνίζονται ενάντια στους προυντονιστές, στους μπακουνιστές και τους άλλους εχθρούς της Διεθνούς. Το φθινόπωρο του 1870, ο Ένγκελς εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου εκλέγεται μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Α' Διεθνούς. Μετά τη διάλυση της Α' Διεθνούς, ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξακολουθούν να παρακολουθούν και να συμμετέχουν δραστήρια στο εργατικό κίνημα, με πρωταρχικό ζήτημα την πάλη ενάντια στα οπορτουνιστικά ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα, όπου διεξάγεται οξύτατη διαπάλη.
Αυτήν ακριβώς την εποχή, ο Ένγκελς έγραψε τα άρθρα ενάντια στον Ντύρινγκ, που αργότερα, δηλαδή το 1877-1878, συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Αντι-Ντύρινγκ». Σ' αυτό το έργο, ο Ένγκελς αναλύει τα πιο σημαντικά προβλήματα της Φιλοσοφίας, των Φυσικών και των Κοινωνικών Επιστημών. Είναι μια συντομογραφία του μαρξισμού με τα τρία συστατικά του μέρη, Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία, Επιστημονικός Κομμουνισμός. Ταυτόχρονα, ο Ένγκελς ασχολείται με τη μελέτη των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας βρίσκονται συμπυκνωμένα στο περίφημο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης».
Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς αναλαμβάνει να εκδώσει το δεύτερο και τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», που ο Μαρξ δεν μπόρεσε ν' αποτελειώσει. Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το 1885 και ο τρίτος με δικές του συμπληρώσεις, απαραίτητες για την έκδοσή του, το 1894. Μ' αυτήν την εργασία του, ο Ένγκελς ανήγειρε, στον μεγαλοφυή φίλο του, ένα μεγαλόπρεπο μνημείο. Την ίδια περίοδο, έγραψε την «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Το 1888 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας». Έργο που δίνει ολοκληρωμένα τη μαρξιστική αντίληψη για το Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό.
Την εποχή αυτή αναπτύσσεται ένα ιδεολογικό ρεύμα στους κόλπους του γερμανικού σοσιαλισμού, που υπερέβαλε σχετικά με το ρόλο της οικονομικής βάσης στην ιστορική εξέλιξη και οδηγούσε σε παθητική θεώρηση της ιστορίας, στην υποτίμηση του ρόλου των ιδεών, της πολιτικής, της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η ερμηνεία αυτή, έγραφε ο Ένγκελς στον Μέρινγκ, πηγάζει από «μία χυδαία και όχι διαλεκτική αντίληψη του αιτίου και του αποτελέσματος, από την αντίληψη να θεωρούνται αντίθετα το ένα προς το άλλο, από την απόλυτη άγνοιά τους για την αμοιβαία αλληλοεπίδραση του ενός πάνω στο άλλο. Αυτοί οι κύριοι λησμονούν εντελώς, και συχνά εκ προθέσεως, ότι, από τη στιγμή που, υπό την αντίδραση των οικονομικών συνθηκών, θα προκύψει ένα ιστορικό γεγονός, το γεγονός τούτο θα αντιδράσει με τη σειρά του και θα επιδράσει τόσο στο περιβάλλον του όσο και πάνω στα αίτια που το προκάλεσαν».
Σε διάφορα γράμματά του εκείνη την περίοδο, ο Ένγκελς καταπιάνεται με το θέμα της αλληλοεπίδρασης της βάσης και του εποικοδομήματος και φανερώνει τις ειδικές συνθήκες ανάπτυξης της ιδεολογίας (Φιλοσοφία, Θρησκεία, Τέχνη), χωρίς συσχετισμό με την οικονομία, κατακρίνει τους «μαρξιστές!..», που, παίρνοντας μερικά γενικά πασαλείμματα από τον Ιστορικό Υλισμό, δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν στις λεπτομέρειές τους τα συγκεκριμένα περιστατικά της ιστορίας.
Από την αρχή της πολιτικής του δράσης έως το τέλος της ζωής του, ο Ένγκελς υπήρξε ένας φλογερός μαχητής της επανάστασης, ο αναμφισβήτητος αρχηγός και οδηγός του διεθνούς προλεταριάτου, ο καλύτερος ερμηνευτής των ταξικών του συμφερόντων. Πολέμησε αδυσώπητα τον οπορτουνισμό μέσα στο πνεύμα των εργατών, ξεσκέπαζε με θάρρος και έκρινε με αυστηρότητα τα σφάλματά τους, προσανατόλιζε τη δράση τους προς τον επαναστατικό δρόμο. «Έπειτα από το θάνατο του Μαρξ, έγραψε ο Λένιν, ο Ένγκελς υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος σύμβουλος και οδηγός των σοσιαλιστών της Ευρώπης» («Καρλ Μαρξ - Φρίντριχ Ένγκελς»).
Ο Λένιν υπογράμμιζε πως ο μαρξισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί και εκτεθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υπολογίζονται η συμβολή και όλα τα έργα του Φρ. Ένγκελς. Βεβαίως, ο Ένγκελς, αν και συνδημιουργός της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου, είχε διαφορετική άποψη. Έτσι, σε μια υποσημείωση στο έργο του «Ο Λ. Φόυερμπαχ...», με σεμνότητα και μετριοφροσύνη, γράφει: «Ας μου επιτραπεί μία προσωπική διασάφηση. Τελευταία, μίλησαν πολλές φορές για τη συμβολή μου σ' αυτήν τη θεωρία, κι έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα εκείνα λόγια που εξαντλούν το ζήτημα. Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να αρνηθώ ότι πριν, και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με τον Μαρξ, έχω κι εγώ κάποιο ανεξάρτητο μερτικό στο θεμέλιωμα της θεωρίας και ιδιαίτερα στην επεξεργασία της. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος από τις κατευθυντήριες βασικές ιδέες, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και ειδικά στην τελική τους αυστηρή διατύπωση, ανήκουν στον Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα εγώ, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, μερικούς ειδικούς κλάδους, μπορούσε βέβαια να το 'χει κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ό,τι έδωσε ο Μαρξ, δε θα το κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυΐα, εμείς οι άλλοι, πολύ - πολύ, να 'μασταν ταλέντα. Χωρίς αυτόν, η θεωρία δε θα ήταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι' αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του».
Στη συνέχεια η Iskra παραθέτει απόσπασμα από το έργο του Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας.
AΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΦΟΙΕΡΜΠΑΧ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

.......Ο Στράους, ο Μπάουερ, ο Στίρνερ, ο Φόιερμπαχ, είταν οι παραφυάδες της χεγκελιανής φιλοσοφίας, όσο δεν εγκατέλειπαν το φιλοσοφικό έδαφος. Ο Στράους, ύστερα από το Βίο του Ιησού και τηΔογματική[1], ασχολήθηκε μονάχα με τη φιλοσοφική και την εκκλησιαστική λογοτεχνία σαν το Ρενάν. Ο Μπάουερ, μονάχα στην ιστορία της καταγωγής του χριστιανισμού πρόσφερε κάτι, μα σημαντικό. Ο Στίρνερ έμεινε περίεργο φαινόμενο, ακόμα και όταν ο Μπακούνιν τον ανακάτεψε με τον Προυντόν και βάφτισε το ανακάτεμα αυτό «αναρχισμό». Μόνο ο Φόιερμπαχ είταν σημαντικός σαν φιλόσοφος. Ωστόσο, όχι μόνο η φιλοσοφία, η επιστήμη των επιστημών, που αιωρείται δήθεν πάνω απ’ όλες τις ξεχωριστές επιστήμες και τις συγκεφαλαιώνει, έμεινε γι’ αυτόν ένας ανυπέρβλητος φραγμός, ένα απαραβίαστο ιερό, μα και σαν φιλόσοφος σταμάτησε στη μέση του δρόμου, είταν από κάτω υλιστής και από πάνω ιδεαλιστής. Δεν κατάφερε να ξεμπερδέψει κριτικά με τον Χέγκελ, μα τον πέταξε απλά στη μπάντα, σαν άχρηστο, ενώ αυτός ο ίδιος δεν πρόσφερε τίποτα το θετικό σε σύγκριση με τον εγκυκλοπαιδικό πλούτο του χεγκελιανού συστήματος, εκτός από μια στομφώδικη θρησκεία της αγάπης και μια ισχνή και ανίσχυρη ηθική.Από τη διάλυση όμως της χεγκελιανής σχολής ξεκίνησε ακόμα και μια άλλη τάση, η μοναδική που καρποφόρησε πραγματικά και η τάση αυτή συνδέεται ουσιαστικά με το όνομα του Μαρξ[2].
Ο χωρισμός από τη χεγκελιανή φιλοσοφία έγινε και δω με την επιστροφή στην υλιστική άποψη. Αυτό σημαίνει, πως αποφασίστηκε να αντιλαμβάνονται τον πραγματικό κόσμο –τη Φύση και την Iστορία– έτσι όπως παρουσιάζεται στον καθένα που τον αντιλαμβάνεται χωρίς προκατειλημμένες ιδεαλιστικές παραξενιές: αποφασίστηκε να θυσιάσουν ανελέητα κάθε ιδεαλιστική παραξενιά που δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με τα γεγονότα στην πραγματική τους και όχι στη φανταστική τους αλληλουχία. Και πέρα απ’ αυτό ο υλισμός δεν σημαίνει απόλυτα τίποτε άλλο. Μόνο που εδώ, για πρώτη φορά, παίρνονταν πραγματικά στα σοβαρά η υλιστική κοσμοθεωρία και εφαρμόζονταν –τουλάχιστο στις βασικές γραμμές– με συνέπεια σε όλους τους τομείς της γνώσης που εξετάζονταν.
Ο Χέγκελ δεν μπήκε απλά στη μπάντα. Το αντίθετο, πιαστήκαμε από την επαναστατική του πλευρά, που αναπτύχθηκε πιο πάνω, από τη διαλεχτική μέθοδο. Μα η μέθοδος αυτή είταν αχρησιμοποίητη με τη χεγκελιανή μορφή. Για τον Χέγκελ η διαλεχτική είναι η αυτοεξέλιξη της ιδέας. Η απόλυτη ιδέα δεν υπάρχει μόνο –άγνωστο πού– προαιώνια, είναι και η καθαυτό ζωντανή ψυχή όλου του υπαρκτού κόσμου. Εξελίσσεται μέσα στον ίδιο τον εαυτό της περνώντας από όλες τις προβαθμίδες, που ο Χέγκελ τις πραγματεύεται πλατιά στη Λογική και που όλες περικλείονται μέσα της. Ύστερα «εξωτερικεύεται» με το να μετατρέπεται σε Φύση, όπου, χωρίς αυτοσυνείδηση του εαυτού της, μεταμφιεσμένη σαν φυσική αναγκαιότητα, περνάει από μια καινούργια εξέλιξη και στο τέλος ξαναγυρίζει με τον άνθρωπο στην αυτοσυνείδηση. Στην ιστορία η αυτοσυνείδηση επεξεργάζεται τώρα τον εαυτό της ξανά από την ακατέργαστη μορφή, ώσπου στο τέλος η απόλυτη ιδέα γυρίζει πάλι ολοκληρωτικά στον εαυτό της με την χεγκελιανή φιλοσοφία.
Στον Χέγκελ η διαλεχτική εξέλιξη, που εκδηλώνεται στη Φύση και την ιστορία, δηλαδή η αιτιώδικη αλληλουχία της προοδευτικής πορείας από το κατώτερο στο ανώτερο που επιβάλλεται μέσα από όλες τις ζικ-ζακ κινήσεις και τα στιγμιαία πισωδρομήματα, είναι λοιπόν μόνο η άθλια απεικόνιση της αυτοκίνησης της ιδέας που γίνεται προαιώνια, δεν ξέρει κανείς πού, μα, οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από κάθε σκεφτόμενο μυαλό.
Η ιδεολογική αυτή διαστρέβλωση έπρεπε να παραμεριστεί. Αντιληφθήκαμε τις ιδέες στο κεφάλι ξανά υλιστικά σαν απεικόνιση των πραγματικών αντικειμένων, αντί να θεωρούμε τα πραγματικά αντικείμενα σαν απεικονίσεις αυτής η εκείνης της βαθμίδας της απόλυτης ιδέας. Μ’ αυτό η διαλεχτική περιορίστηκε στην επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης τόσο του εξωτερικού κόσμου, όσο και της ανθρώπινης νόησης –δυο σειρές από νόμους που είναι στο βάθος ταυτόσημοι μα στην έκφραση διαφορετικοί, αφού το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να τους εφαρμόζει συνειδητά, ενώ στη Φύση, και ως τα τώρα στο μεγαλύτερο μέρος και στην ανθρώπινη ιστορία, επιβάλλονται με όχι συνειδητό τρόπο, με τη μορφή της εξωτερικής αναγκαιότητας, μέσα από μια ατέλειωτη σειρά φαινομενικές συμπτώσεις.
Έτσι όμως η ίδια η διαλεχτική της ιδέας έγινε απλά η συνειδητή αντανάκλαση της διαλεχτικής κίνησης του πραγματικού κόσμου και έτσι η χεγκελιανή διαλεχτική τοποθετήθηκε με το κεφάλι, ή καλύτερα από το κεφάλι όπου στέκονταν ξανά στα πόδια. Και η υλιστική αυτή διαλεχτική, που από χρόνια είταν το καλύτερο μας μέσο εργασίας και το πιο κοφτερό μας όπλο, πράγμα αξιοπερίεργο, δεν ανακαλύφτηκε μόνο από μας, μα ανεξάρτητα από μας και τον ίδιο το Χέγκελ, και από ένα Γερμανό εργάτη, τον Ιωσήφ Ντίτσγκεν[3].
Έτσι όμως ξαναπιάστηκε η επαναστατική πλευρά της χεγκελιανής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα ελευθερώθηκε από τις ιδεαλιστικές της τροχοπέδες που εμπόδιζαν τον Χέγκελ να την εφαρμόσει με συνέπεια. Η μεγάλη βασική ιδέα πως δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν ένα σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα μα σαν ένα σύμπλεγμα από διαδικασίες όπου τα φαινομενικά σταθερά πράγματα, όχι λιγότερο από τις ιδεατές απεικονίσεις τους στο κεφάλι μας, τις έννοιες, περνούν μια αδιάκοπη αλλαγή γέννησης και εξαφάνισης, όπου, παρ’ όλη τη φαινομενική συμπτωματικότητα και παρ’ όλες τις στιγμιαίες πισωδρομήσεις, επιβάλλεται στο τέλος μια προσεχτική εξέλιξη –αυτή η μεγάλη βασική σκέψη έχει, ιδιαίτερα από τον καιρό του Χέγκελ, τόσο πολύ περάσει στην κοινή συνείδηση, που μόλις είναι δυνατό να την αμφισβητήσει κανείς στη γενικότητα της αυτή.
Μα είναι διαφορετικό πράγμα να την παραδέχεσαι στα λόγια από το να την εφαρμόζεις στην πραγματικότητα, στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση και σε κάθε περιοχή έρευνας. Αν όμως στην έρευνα ξεκινάμε πάντοτε από την άποψη αυτή, τότε σταματά μια για πάντα η απαίτηση για οριστικές λύσεις και αιώνιες αλήθειες. Έχουμε πάντα συνείδηση πως οι αποχτημένες γνώσεις είναι αναγκαστικά περιορισμένες, πως καθορίζονται από τις συνθήκες που αποχτήθηκαν και δεν μας κάνουν πια εντύπωση οι ανυπέρβλητες, για την κοινή μεταφυσική που εξακολουθεί ακόμα, να επικρατεί, αντιθέσεις ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο, το καλό και το κακό, το ταυτόσημο και το διαφορετικό, το αναγκαίο και το τυχαίο.
Ξέρουμε πως οι αντιθέσεις αυτές έχουν μόνο σχετική ισχύ, πως αυτό που τώρα αναγνωρίζεται για αληθινό έχει την κρυμμένη, που θα παρουσιαστεί αργότερα, ψεύτικη του πλευρά, όπως και κείνο που τώρα το αναγνωρίζουμε για ψεύτικο έχει την αληθινή του πλευρά, που χάρη σ’ αυτή μπορούσε προηγούμενα να περνάει για αληθινό. Ξέρουμε πως αυτό που ισχυριζόμαστε για αναγκαίο αποτελείται από καθαρές συμπτώσεις και πως το δήθεν τυχαίο είναι η μορφή που πίσω απ’ αυτή κρύβεται η αναγκαιότητα κ.ο.κ.
Η παλιά μέθοδος έρευνας και σκέψης, που ο Χέγκελ την ονομάζει «μεταφυσική», που ασχολούνταν κατά κύριο λόγο να ερευνά τα πράγματα σαν δοσμένα σταθερά αντικείμενα και που τα υπολείμματά της ταράζουν ακόμα πολύ τα κεφάλια, είχε στην εποχή της μια πολύ μεγάλη ιστορική δικαίωση. Έπρεπε πρώτα να εξεταστούν τα πράγματα πριν μπορέσουν να εξεταστούν οι διαδικασίες. Έπρεπε πρώτα να ξέρει κανείς τί είταν ένα οποιοδήποτε πράγμα πριν μπορέσει να καταλάβει τις μεταβολές που γίνονται σ’ αυτό. Κι’ αυτό γινόταν στις φυσικές επιστήμες. Η παλιά μεταφυσική, που έπαιρνε τα πράγματα αποτελειωμένα, γεννήθηκε από μια επιστήμη της Φύσης που ερευνούσε τα νεκρά και ζωντανά πράγματα σαν αποτελειωμένα.
Όταν όμως η ερευνά αυτή είχε προχωρήσει τόσο, που έγινε δυνατό το αποφασιστικό βήμα προς τα μπρος, το πέρασμα στη συστηματική έρευνα των αλλαγών που παθαίνουν τα πράγματα αυτά στην ίδια τη Φύση, τότε σήμανε και στην περιοχή της φιλοσοφίας η ώρα του θανάτου για την παλιά μεταφυσική. Και πραγματικά, ενώ η επιστήμη της Φύσης ως τα τέλη του περασμένου αιώνα είταν πριν απ’ όλα συλλεκτικήεπιστήμη, επιστήμη των έτοιμων πραγμάτων, στον αιώνα μας είναι ουσιαστικά επιστήμη ταξινόμησης, επιστήμη των λειτουργιών, της γένεσης και της εξέλιξης των πραγμάτων αυτών καθώς και της αλληλεξάρτησης που συνενώνει τα φαινόμενα αυτά της Φύσης σε ένα μεγάλο σύνολο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
———————–
[1]. Ο Έγκελς εννοεί εδώ το έργο του Δαβίδ Στράους: «Die Christliche Glaubendlehre», τόμος 1-2. Τίμπιγκεν και Στουτγάρδη 1840/41.

[2]. Ας μου επιτραπεί εδώ μια προσωπική διασάφηση. Τώρα τελευταία γίνεται λόγος για τη δική μου συμβολή στη θεωρία αυτή, και έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα λόγια που εξαντλούν το σημείο αυτό. Δεν μπορώ ούτε εγώ ο ίδιος να αρνηθώ πώς, τόσο πριν όσο και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με το Μαρξ, δεν είχα κι εγώ κάποιο ανεξάρτητο μερίδιο στο θεμέλιωμα της θεωρίας καθώς και ιδιαίτερα στην επεξεργασία της. Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις κατευθυντήριες βασικές σκέψεις, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και ειδικότερα στην τελική αυστηρή διατύπωση, ανήκει στον Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα εγώ –αν εξαιρέσουμε βέβαια δυο-τρεις ειδικούς κλάδους– θα μπορούσε να το είχε πολύ καλά κάνει ο Μαρξ και χωρίς εμένα. Ό,τι έδοσε ο Μαρξ, δεν θα το κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και γρηγορότερα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ είταν μεγαλοφυΐα, εμείς οι άλλοι είμαστε το πολύ-πολύ ταλέντα. Χωρίς αυτόν η θεωρία δεν θα είταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι, γι’ αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του [σημείωση του Έγκελς].
[3]. Βλέπε: Des Wesen der Kopfarbeit, von einem Handarbeiter. Αμβούργο. Έκδοτης Μάϊσνερ (σημείωση του Έγκελς).
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου