Εξασκώντας τη μνήμη
”Βέβαια, το να υπάρχει αντικειμενική βάση για μια εξέλιξη είναι ένα πράγμα, και το να γίνει αυτή η εξέλιξη πραγματικότητα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αλλά αν οι νόμοι της Ιστορίας ήταν τόσο σιδερένιοι όσο οι νόμοι της Φυσικής, δεν θα υπήρχε τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο για το οποίο να αξίζει να ζει και να πεθαίνει κανείς…”
Εφημ. ΠΡΙΝ,1/06/1997
Μετά τον Κλίντον ο Ντ’ Αλέμα, μετά τον Ντ’ Αλέμα ο Μπλερ, μετά τον Μπλερ ο Ζοσπέν: Φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί πια να σταματήσει την κόκκινη χιονοστιβάδα, καθώς ένα τα οχυρά του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού πέφτουν στα χέρια της μυστικής 5ης Διεθνούς της …Κεντροαριστεράς!
Ήδη, τα δημοσιογραφικά όργανα των αδελφών κομμάτων, από την Λιμπερασιόν μέχρι την Ελευθεροτυπία, πανηγυρίζουν για το «κόκκινο ημικύκλιο» που σφίγγει σαν τανάλια το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ξεκινώντας από τα βρετανικά νησιά για να φτάσει, μέσω Γαλλίας και Ιταλίας, στη χώρα του Σημίτη. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για αριστερή στροφή; Πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Ήδη, τα δημοσιογραφικά όργανα των αδελφών κομμάτων, από την Λιμπερασιόν μέχρι την Ελευθεροτυπία, πανηγυρίζουν για το «κόκκινο ημικύκλιο» που σφίγγει σαν τανάλια το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, ξεκινώντας από τα βρετανικά νησιά για να φτάσει, μέσω Γαλλίας και Ιταλίας, στη χώρα του Σημίτη. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για αριστερή στροφή; Πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Ποιος ξεχνάει ότι ο Ντελόρ, πιθανός υποψήφιος των σοσιαλιστών για την προεδρία, ήταν και είναι ακόμα πιο φιλο-Μάαστριχ κι απ’ τον Σιράκ; Ότι προκειμένου να στηρίξει τη γραμμή της «πραγματικής αλλαγής» και της «ενότητας της Αριστεράς», το ΚΚΓ (παραλίγο να γράψω, το ΚΚΕ) έκανε προ μηνών ολόκληρο συνέδριο ακριβώς για να αλλάξει γραμμή για το Μάαστριχ, βάζοντας νερό στο κρασί του; Ότι, πριν καλά-καλά στεγνώσει η σαμπάνια της νίκης στον ουρανίσκο του, ο Ζοσπέν βγήκε και τα γύρισε για την ιδιωτικοποίηση της Φρανς Τελεκόμ, για τη μείωση του χρόνου εργασίας (θα μειωθούν κι οι μισθοί, λέει τώρα) και για την αύξηση των φόρων, -μήπως για να καθησυχάσει τους …τρομοκρατημένους αστούς; Ότι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής βάσης του ΚΚΓ ψηφίζει Λεπέν, ο οποίος εδραιώνεται στο 15% και προβάλλει ως τρίτος πόλος και ρυθμιστής της γαλλικής πολιτικής ζωής;
Όχι και τόσο τυπική περίπτωση «αριστερής στροφής», θα έλεγε κανείς…
Αν άλλοτε έλεγαν ότι «η Δεξιά έχει την κυβέρνηση κι η Αριστερά τα οράματα και τους ποιητές», σήμερα συμβαίνει περίπου το αντίθετο: Ο Μπλερ, ο Ντ’ Αλέμα κι ο Ζοσπέν έρχονται στις κυβερνήσεις δηλώνοντας πίστη στις θριαμβεύουσες σημαίες της Θάτσερ, του Μπερλουσκόνι και του Σιράκ! Κι αν πανηγυρίζουν οι βιομήχανοι και τα Χρηματιστήρια, είναι γιατί ξέρουν, βέβαια, ότι η Ενωμένη Αριστερά στην κυβέρνηση είναι η καλύτερη εγγύηση για να διατηρηθεί αυτοδύναμη και πανίσχυρη, η… Δεξιά στην εξουσία!
Ο συνδυασμός ακραίου δεξιού εκφυλισμού της σοσιαλδημοκρατίας, απ’ τη μια πλευρά, και εκρηκτικών κοινωνικών αντιθέσεων από την άλλη θα μπορούσε να αποδειχθεί χρυσή ιστορική ευκαιρία για την ανάκαμψη, σε νέες ιδεολογικές και πολιτικές βάσεις, της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, τόσο η ιταλική εμπειρία της άλλοτε ελπιδοφόρας «Κομμουνιστικής Επανίδρυσης», όσο και η γαλλική του ιστορικού ΚΚΓ, διαψεύδουν οικτρά τέτοιου είδους προσδοκίες. Αντί για μια γραμμή ταξικής ανεξαρτησίας, οι κατά φαντασίαν αριστεροί, κομμουνιστές, επαναθεμελιωτές, ριζοσπάστες και δε συμμαζεύονται, συμβάλλουν, το κατά δύναμη, στην αποκατάσταση της ενότητας τον αστικού πολιτικού συνεχούς: Ενότητα της επαναστατικής Αριστεράς με άλλες αριστερές δυνάμεις στο όνομα ενός «τρίτου, μαζικού πόλου της κομμουνιστικής προοπτικής», ενότητα της ενωμένης κομμουνιστικής Αριστεράς με τους ενωμένους σοσιαλιστές στο όνομα της ήττας της Δεξιάς, πλατειά ενότητα της πλατειά ενωμένης κεντροαριστεράς με την πλατύτερη «φωτισμένη» κεντροδεξιά στο όνομα της πλατύτατης απομόνωσης της φασιστικής Δεξιάς -κι αύριο ποιος ξέρει, με τόσο πλάτος που μας διακρίνει πια, ίσως ενότητα και με τον Λεπέν, που μπορεί τότε να μας φαίνεται απλώς «μετριοπαθής συντηρητικός» μπροστά στους πολύ πιο άγριους Μελανοχί-τωνες που θα μας προκύψουν. Μήπως και στην Ιταλία οι κρυπτοφασίστες της Λίγκας του Βορρά, του Μπόσι, δεν θεωρούνται πλέον «κεντρώοι», κι οι ταραγμένοι φασίστες του Φίνι… «κεντροδεξιοί»;!!!
Δεν υπάρχει πιο ισχυρό φρούριο από την αδράνεια της ανθρώπινης συνείδησης. Αντί να βγάλει, έστω και απελπιστικά καθυστερημένα, κάποια μαθήματα από τα οδυνηρά παθήματα του παρελθόντος, η κομμουνιστική Αριστερά, εν έτη 1997, ανακυκλώνει στο κεφαλαιώδες πρόβλημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, όλα τα τραγικά λάθη που σημάδεψαν την πορεία της. Έτσι αναπαράγεται η πανάρχαια δίδυμη παθολογία της «μεγάλης ευθύνης» και των «μικρών διασπάσεων». Το κυνήγι του «Μεγάλου Συνασπισμού» με τους σοσιαλιστές (ή, εν πάση περιπτώσει, με το πιο κοντινό μας, σε κάθε ιστορική στιγμή, κομμάτι της αστικής πολιτικής) ώστε να απευθυνθούμε στο «ευρύτερο εθνικό ακροατήριο» και, ταυτόχρονα, η αυτοκαταστροφική διαστροφή των πολλαπλών εσωτερικών διασπάσεων του κομμουνιστικού κινήματος: Τα Λαϊκά Μέτωπα συνοδεύονταν, στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, από τις δίκες των τροτσκιστών στη Μόσχα, όπως κι η ειρηνική συνύπαρξη συνοδευόταν από τη ρήξη με τον Μάο.
Μετά από έναν αιώνα οδυνηρής σοφίας, μετά από τον εκφυλισμό και εξευτελισμό της σοσιαλδημοκρατίας, μετά από τόσες καταρρεύσεις και συρρικνώσεις, η επανάληψη αυτού του εκρηκτικού (αλλά μόνο πάνω στα χέρια μας!) μείγματος μεγαλοϊδεατισμού – αυτοχειριασμού, εκτός από αναχρονιστική, φαντάζει και εξαιρετικά γελοία. Ακριβώς αυτό, όμως, μαρτυράει ότι δεν πρόκειται απλά για θεωρητικές ή πολιτικές πλάκες ανάξιων ηγεσιών (κάποιους γνωστικούς θα βρίσκαμε, με τούτα και με τ’ άλλα), αλλά για ένα ιστορικό φαινόμενο με βαθιές, ανθεκτικές κοινωνικές ρίζες.
Η «ενότητα της μεγάλης Αριστεράς» -ή, αν θέλετε, «η πολιτική του σούπερ-μάρκετ στη θέση των πολιτικών μικρομάγαζων», όπως θα έλεγαν κάποιοι άσπονδοι φίλοι από τα παλιά- έχει τις ιστορικές της ρίζες, όπως κι η ίδια η έννοια της Αριστεράς, στον εποχή του πρώιμου αστικού κοινοβουλευτισμού: Στην εποχή που «Αριστερά» σήμαινε κυρίως και πάνω απ’ όλα, την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα όχι του εργατικού κινήματος αλλά της προοδευτικής (τότε) αστικής δημοκρατίας η οποία, ως πολύ ισχυρότερη και ωριμότερη, ενσωμάτωνε και χρησιμοποιούσε προς όφελος της το νηπιακό, ακόμα, εργατικό κομμουνιστικό κίνημα. Η επιβεβαίωση όχι μόνο του όρου αλλά κυρίως της γενικότερης πολιτικής κουλτούρας της «Αριστεράς» μαρτυράει απλούστατα, ότι αυτή η αστική ηγεμονία πάνω στο εργατικό κίνημα διατηρείται και σήμερα, και μάλιστα είναι πολύ πιο καταθλιπτική απ’ ότι στην εποχή του Ροβεσπιέρου ή του Γράκχου Μπαμπέφ, μια και η σημερινή αστική τάξη, αντιδραστική μέχρι το μεδούλι, δε θυμίζει σε τίποτα εκείνη της ρομαντικής εποχής του καπιταλισμού.
Κοινωνικό υπόβαθρο αυτής της ηγεμονίας πρέπει να αναζητηθεί όχι τόσο στην εργατική αριστοκρατία και γραφειοκρατία (ο ρόλος των οποίων μάλλον υπερτιμήθηκε στο παρελθόν και, εν πάση περιπτώσει, υπονομεύεται σήμερα από την ίδια την ανάπτυξη του καπιταλισμού) όσο στην ίδια τη διαλεκτική σχέση κεφαλαίου – εργασίας, σχέση ενότητας και αντιπαράθεσης: Από την άποψη της ιστορικής προοπτικής, το καθοριστικό είναι η αντιπαράθεση που μπορεί να αρθεί μόνο με την κατάργηση και των δυο πόλων της αντίθεσης, δηλαδή της ίδιας της μισθωτής εργασίας και του κοινωνικού καταμερισμού της στα πλαίσια μιας αταξικής αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας. Από την άποψη, όμως, της καθημερινής επιβίωσης, ο κάθε εργάτης δένεται με χιλιάδες νήματα με τον εργοδότη «του», με την επιχείρηση «του» και με τη χώρα «του», πράγμα που τείνει όχι βέβαια να καταργήσει την ταξική πάλη αλλά να την μετριάσει στα όρια του διεκδικητικού χαρτιού απέναντι στον αντίπαλο πόλο, μ’ άλλα λόγια να υποτάξει την αντιπαράθεση στην «ενότητα»: Αυτή είναι η βαθύτερη βάση όλης της λαϊκομετωπικής, συνασπισμιακής, ενιαιομετωπικής κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.. αριστερής κουλτούρας.
Η άλλη όψη αυτού του νομίσματος είναι η παθολογία των συνεχών διασπάσεων, η λογική της κομματικής αποκλειστικότητας, καθαρότητας και συνέπειας, η παράδοση να ανάβει το αίμα μας, να κεντρίζεται η φαντασία μας, να πολλαπλασιάζεται η ζωντάνια μας όταν είναι να κατατροπώσουμε όχι τους ταξικούς μας εχθρούς αλλά τους «αναθεωρητές» ή τους «αριστεριστές» ή τους «λικβινταριστές» ή, τέλος πάντων, τους συντρόφους μας στο κόμμα, στην οργάνωση ή στο ρεύμα μας, μ’ άλλα λόγια η φριχτή πολιτική κληρονομιά που λέει ότι οι χειρότεροι πόλεμοι είναι οι εμφύλιοι κι ο χειρότερος εχθρός βρίσκεται όχι απέναντι αλλά δίπλα μας.
Οι ιστορικές ρίζες αυτής της διαστροφής πρέπει να αναζητηθούν στην πρώιμη εποχή του σύγχρονου κομμουνιστικού κινήματος, όπου η επαναστατική-λενινιστική τάση ήταν μια μικρή, δυναμική μειοψηφία σε μια αντιδραστική ή ρεφορμιστική κοινωνική ενδοχώρα. Σ’ ένα πιο βαθύ επίπεδο, οι κοινωνικές ρίζες αυτού του φαινομένου βρίσκονται στον ίδιο τον ανταγωνισμό και την πολυμορφία της σύγχρονης εργατικής τάξης: αν και ο στρατηγικός εχθρός κάθε εργάτη είναι το Κεφάλαιο, ο πιο «κοντινός» του καθημερινός αντίπαλος είναι ο διπλανός του εργάτης (που δουλεύει πιο γρήγορα και ανεβάζει τη νόρμα), ο Αλβανός (που παίρνει πιο λίγα και απειλεί τη θέση του) κι ο άνεργος (που ρίχνει τα μεροκάματα και θα δουλέψει και χωρίς ασφάλιση στην ανάγκη). Έτσι, η πάλη της αστικής τάξης με την εργατική διαθλάται μέσα από την πάλη στο εσωτερικό της εξαιρετικά ανομοιογενούς σύγχρονης εργατικής τάξης. Από αυτή την άποψη ισχύει σήμερα 100 και 1.000 φορές πιο έντονα απ’ ότι στις αρχές του αιώνα η βασική λενινιστική θέση ότι μόνο μέσα από τον ευρύτερο, επαναστατικό πολιτικό αγώνα η εργατική τάξη μπορεί να υπερβεί τον κατακερματισμό – ανταγωνισμό της, να ενωθεί και να γίνει «τάξη για τον εαυτό της» (αν και η έννοια του πολιτικού αγώνα αποκτά πολύ ευρύτερο περιεχόμενο στις μέρες μας).
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι να αναλύσουμε απλώς την παθολογία της «μεγάλης ενότητας» και των «μικρών διασπάσεων». Πολύ περισσότερο δεν είναι να διαλέξουμε αν είμαστε με την ενότητα ή με τη διάσπαση, με το ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ ή με την ΕΒΓΑ της γειτονιάς (επιτέλους, οι ΕΒΓΕΣ δεν είναι παρά η βάση της πυραμίδας που έχει στην κορυφή της το ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ). Το ζήτημα είναι ότι χρειαζόμαστε σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, μια άλλη ενότητα και μια άλλη διάσπαση της Αριστεράς. Μια πλήρη, απόλυτη, ανεπιφύλακτη διάσπαση με ό,τι τη συνδέει με τον αστικό κόσμο, τα συμφέροντα, την πολιτική, τον πολιτισμό και την ηθική του, και μια τολμηρή, ανοιχτόκαρδη αντικαπιταλιστική επαναστατική ενότητα όλων των δυνάμεων της κομμουνιστικής προοπτικής. Η αντικειμενική βάση γι’ αυτή την αντίστροφη ιστορική πορεία της «Μεγάλης Διάσπασης και της Μικρής Ενότητας» βρίσκεται στην ίδια την ανάπτυξη τον σημερινού (τρίτου) ιστορικού σταδίου ανάπτυξης και κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού που, από τη μια μεριά οδηγεί σε παροξυσμό την κρίση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο αστικό κράτος-έθνος, κι από την άλλη πλευρά ενισχύει στο έπακρο την πολυμορφία και την ανομοιογένεια στο εσωτερικό της, επιβάλλοντας μια πολύ πιο «πλουραλιστική» μορφή στο ίδιο το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο.
Βέβαια, το να υπάρχει αντικειμενική βάση για μια εξέλιξη είναι ένα πράγμα, και το να γίνει αυτή η εξέλιξη πραγματικότητα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αλλά αν οι νόμοι της Ιστορίας ήταν τόσο σιδερένιοι όσο οι νόμοι της Φυσικής, δεν θα υπήρχε τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο για το οποίο να αξίζει να ζει και να πεθαίνει κανείς…
via Η Κόκκινη Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου