Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Κατανοώντας τον αντίπαλο: Για τις στρατηγικές του κεφαλαίου


altΗ τρέχουσα κρίση συχνά χαρακτηρίζεται ως κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. «Πως είναι δυνατόν αυτοί που την προκάλεσαν (το ΔΝΤ, η EE κ.ο.κ.) τώρα να μας υπαγορεύουν τι να κάνουμε;» αποτελεί μια συχνή απορία. Στην πραγματικότητα, η τρέχουσα κρίση είναι περισσότερο η δικαίωση των «νεο»φιλελεύθερων πολιτικών παρά η αποτυχία τους.
 Η κρίση του λεγόμενου «κεϋνσιανού» μοντέλου, αυ τού που επικράτησε στη Δύση μεταπολεμικά, ήταν μια κρίση υπερσυσσώρευσης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και κορυφώθηκε με την κατάρρευση των συμφωνιών του Bretton Woods (1971) και την πετρελαϊκή κρίση (1973). Η κρίση αυτή υπήρξε αφενός η απόδειξη του ότι ο κεϋνσιανισμός δεν δουλεύει (αφού σε αυτήν οδήγησαν κεϋνσιανού τύπου πολιτικές) και αφετέρου η έναρξη ενός νέου υποδείγματος συσσώρευσης. Ο καπιταλισμός σε όλες τις χώρες του κόσμου, κάθε φορά που εκδηλώνεται κρίση, δεν έχει καμιά επιλογή παρά να παλέψει για την επαναφορά της κερδοφορίας σε προ-κρισιακά επίπεδα. Το «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» του Παπανδρέου, οι «μονόδρομοι», το «ΤΙΝΑ» της Θάτσερ («Τhere is no alternative») δεν συνιστούν απάτη: Ισχύουν πλήρως –σε ό,τι κάθε φορά έχει να κάνει με τις ανάγκες του κεφαλαίου, εννοείται. Η κρίση στην κερδοφορία είναι θανάσιμη για το κεφάλαιο και επειδή το τελευταίο δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει, διαλέγει συστηματικά αυτές τις πολιτικές που μπορούν να επαναφέρουν την κερδοφορία του σε βάρος όλων των υπολοίπων.
Φυσικά, οι πολιτικές επιλογές και η διαμόρφωση στρατηγικής εξόδου από την κρίση, γίνονται στα πλαίσια του εκάστοτε κράτους και της θέσης που αυτό κατέχει στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι επιλογές των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών σχηματισμών που συμμετείχαν στην τότε ΕΟΚ, την εποχή μετά από την κρίση της δεκαετίας του 70, ήταν η νομισματική ενοποίηση και το ευρώ. Η απόφαση «κλείδωσε» σε εποχές (πρόσκαιρης) αύξησης της κερδοφορίας και ευφορίας, την δεκαετία του ’90, όταν φαινόταν ότι οι θετικές για το κεφάλαιο συνθήκες θα παρατείνονταν. Το κοινό νόμισμα όμως σχεδιάστηκε, μεταξύ άλλων, και για να επιτρέπει να ξεπεραστεί μια από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Αυτή ανάμεσα στον διεθνισμό του κεφαλαίου και την ιστορική του ανάπτυξη στα όρια του έθνους-κράτους. Μέχρι το ευρώ, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είχε απόλυτη ελευθερία κίνησης μόνο μέσα στα όρια ενός εθνικού νομίσματος, δηλαδή ενός κράτους. Έξω από τα όρια αυτά έπρεπε να υποστεί τη δυστυχία των περιορισμών, των δασμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών που συνεπάγονται τα σύνορα.
Πριν από το ευρώ, ποτέ (εκτός από ακραίες περιπτώσεις κρίσης) δεν είχαν τόσες πολλές χώρες εγκαταλείψει ένα συστατικό στοιχείο της κρατικής κανονιστικής εξουσίας. Φυσικά ήταν εν γνώσει τους ότι το κοινό νόμισμα χωρίς κοινή νομισματική πολιτική θα όξυνε ταυτόχρονα σε αφόρητο βαθμό τις αντιθέσεις μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Και αυτό, διότι τέτοιες αντιθέσεις και η επίλυσή τους αποτελούν την καθημερινή δουλειά των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών στα ομοσπονδιακά κράτη (π.χ. στις ΗΠΑ ή ακόμα και την Γερμανία που «χρηματοδοτεί» συστηματικά τις φτωχότερες ανατολικές της περιοχές προκειμένου να μην κατερρεύσει όλη η ομοσπονδία). Ήταν κοινή γνώση λίγο πριν από την εισαγωγή του νέου νομίσματος ότι υπήρχε η πιθανότητα αυτό να αποτελέσει τελικά έναν ζουρλομανδύα και όχι όχημα «ανάπτυξης», ότι η ΟΝΕ δεν ήταν μια όπως λέγεται, «βέλτιστη νομισματική περιοχή» και ότι οι «εσωτερικές» της αντιφάσεις σύντομα θα γίνονταν αντιληπτές. Όμως, όπως πάντα συμβαίνει σε εποχές εκρηκτικών προσδοκιών, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για μελλοντικές απώλειες μπροστά στο στοίχημα του γρήγορου κέρδους.
Για τις χώρες του Βορρά το στοίχημα ήταν η αύξηση της εσωτερικής τους αγοράς, η δυνατότητα εξαγωγών εμπορευμάτων και κυρίως κεφαλαίου. Για τις χώρες του Νότου το πολύ πιο παρακινδυνευμένο στοίχημα ήταν η άντληση φτηνών κεφαλαίων για τον «εκσυγχρονισμό», την προσπάθεια δηλαδή να ανταγωνιστούν τα βορειοευρωπαϊκά κεφάλαια στο ίδιο το γήπεδό τους.
Ήταν ένα παιχνίδι χαμένο από την αρχή…
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έχει ήδη καταρρεύσει ως τέτοιο από καιρό. Για την ώρα, με το ζόρι μπορεί να λειτουργεί ως κοινό νόμισμα μερικών μόνο από τα βορειοευρωπαϊκά κράτη (υπενθυμίζεται ότι, φρονίμως ποιούσες, άλλες βόρειες χώρες της EE δεν μπήκαν στην Ευρωζώνη) και σίγουρα δεν μπορεί να είναι ελληνικό νόμισμα κάτω από σχεδόν οποιεσδήποτε συνθήκες. Και αυτό όχι λόγω μόνο της αποτυχημένης και χρεοκοπημένης αστικής τάξης που μας κυβερνάει (χαιρέκακη, αλλά αληθινή διατύπωση), μιας αστικής τάξης που δεν κατόρθωσε (κάτω και από το βάρος της έντονης λαϊκής πίεσης) να διατηρήσει και να αυξήσει την κερδοφορία της και την ανταγωνιστικότητά της. Διότι η ιρλανδική αστική τάξη τα είχε καταφέρει όλα αυτά και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Ενώ και η Πορτογαλία, που πολύ σύντομα θα προσφύγει και αυτή στον μηχανισμό της Τρόϊκας, είχε εφαρμόσει μια εξαντλητική και μακροχρόνια λιτότητα που δεν θα την βοηθήσει σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Τι ακριβώς επιχειρεί το κυβερνητικό κέντρο; (ήτοι: Υπάρχει «μέθοδος» στην τρέλα τους;)
Υπάρχει μια άποψη στην Αριστερά ότι, αν η είσοδος στην ΕΕ και στην ΟΝΕ υπήρξε λάθος για την αστική τάξη, εμείς πάντως ως κομμουνιστές δεν έχουμε κανένα λόγο να θέλουμε να το «διορθώσουμε». Με άλλα λόγια, ότι η γραμμή για έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ και την ΕΕ στην πραγματικότητα υποκρύπτει μια κεϋνσιανή αντίληψη που στόχο της έχει τη συμμαχία με εκείνες τις μερίδες της αστικής τάξης που δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι μια πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών στην χώρα (αύξηση των εξαγωγών αγροτικών και μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών) μέσω της υποτίμησης.
Αντικρίζοντας την είσοδο στην ΟΝΕ υπό το φως της τότε συγκυρίας, προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, ο ελληνικός καπιταλισμός προσπάθησε (ρισκάροντας) να αρπάξει την ευκαιρία για να βγει από το έλος στο οποίο είχε αρχίσει να βουλιάζει σιγά σιγά από το τέλος της δεκαετίας του ’80. Από τη μια, το ευρώ χρησιμοποιήθηκε ιδεολογικά ως η νέα «Μεγάλη Ιδέα» στο πλαίσιο μιας «ισχυρής Ελλάδας» συνδεδεμένης με το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου. Αλλά και στο οικονομικό πεδίο, η βασική ιδέα, που φαινόταν τότε προς το συμφέρον όλων των δυναμικών καπιταλιστικών μερίδων, ήταν το ευρώ (και τα ιδιαίτερα φτηνά δανειακά κεφάλαια που έφερνε μαζί του) να χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση του σταθερού κεφαλαίου παράλληλα με την απελευθέρωση και επέκταση του τραπεζικού τομέα. Διατυπώνεται η άποψη ότι η εν λόγω στρατηγική απέτυχε επειδή όλο το βάρος ρίχτηκε στο κατασκευαστικό κεφάλαιο (και τις επιδοτήσεις στον τουρισμό), με αποτέλεσμα να σπαταληθεί όλο το ζεστό χρήμα που εισέρρευσε σε ακριβό εισαγόμενο εξοπλισμό και όχι σε υποδομές οι οποίες θα αύξαναν γενικά την παραγωγικότητα της εγχώριας εργασίας και άρα την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου καπιταλισμού. Ίσως, αλλά πάντως και η Ιρλανδία που τα δάνειά της δεν τα έκανε μόνο δρόμους, γέφυρες και αεροδρόμια αλλά «λεωφόρους πληροφοριών», είδαμε πού κατάληξε.
Η περίπτωση της Ιρλανδίας είναι ακριβώς το παράδειγμα του πόσο μεγάλο λάθος είναι το ευρώ και πόσο δευτερεύουσας σημασίας είναι (από οικονομική άποψη) οι «διαρθρωτικές» αλλάγές. Στην πραγματικότητα, το ευρώ ήταν προορισμένο από τη αρχή να οδηγήσει στα γόνατα τους πιο αδύνατους. Η Ιρλανδία, χώρα με τεράστια κερδοφορία, «υποδειγματική» νεοφιλελεύθερη πολιτική και υποταγμένη εργατική τάξη κατέρρευσε ύστερα από μια μακρά και επώδυνη πορεία. Και το τραγικό είναι πως στην παρούσα συγκυρία, μοναδική διέξοδος για τον ιρλανδικό αστισμό (όπως και για τον ελληνικό και τον πορτογαλικό κ.τ.λ.) είναι η υπαγωγή στα κελεύσματα της Γερμανικής μηχανής, μια αναγκαστική για το κεφάλαιο κίνηση. Αναγκαστική, επειδή στην θεωρία υπάρχουν τρεις εναλλακτικές λύσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης: είτε χρηματοδότηση από κάποιον κεντρικό ευρωπαϊκό μηχανισμό είτε αθρόα εισαγωγή κεφαλαίου κατά προτίμηση από τρίτη χώρα (που δηλαδή δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ) ή, τέλος, ο εσωτερικός αποπληθωρισμός συνδυασμένος με περιστολή της «παραοικονομίας» και εκποίηση εθνικού πλούτου. Το πρώτο είναι θεσμικά αδύνατο και πολιτικά ανεπιθύμητο από τον αστισμό. Επομένως, μόνο οι επόμενες δύο επιλογές είναι διαθέσιμες στην κυβέρνηση (τόσο τη δική μας όσο και την ιρλανδική ή την πορτογαλική): Όχι επειδή είναι «κατοχική» κυβέρνηση (επειδή κάνει ό,τι της υπαγορεύουν), αλλά επειδή κάνει αυτά που αποτελούν τις μοναδικές, μικρές, ελπίδες επιβίωσης του κεφαλαίου. Ελπίδες φρούδες για μεγάλα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου (που βαίνει τάχιστα σε υποβιβασμό της θέσης του στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας) και που στηρίζονται υπερβολικά πολύ σε ένα και μόνο διακύβευμα: Τη λαϊκή υποταγή. Μέσα στα ασφυκτικά μέτρα του κοινού νομίσματος, μοναδικός τρόπος να ξεπληρωθούν τα (άχρηστα, άδικα και ενδεχομένως παράνομα) χρέη, ακόμα και αν εξαθλιωθεί πλήρως το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο ακόμα επαχθέστερος δανεισμός από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς υπό την ηγεμονία, εν προκειμένω, της Γερμανίας.
Επιπλέον, είναι προφανές ότι η λαίλαπα των τελευταίων χρόνων δεν υπήρξε αρκετή. Ο καπιταλισμός για να επιβιώσει χρειάζεται περισσότερα μέτρα. Η κερδοφορία σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει επανακάμψει. Υπάρχουν σημάδια σοβαρής αδυναμίας και στις ΗΠΑ και στην Κίνα (που ίσως να φρενάρει τελευταία την τρελή της πορεία), που βασίζεται και αυτή στα νομισματικά παιχνίδια. Είναι προφανές ότι τα απαιτούμενα μέτρα κοινωνικής καταστροφής, μείωσης των μισθών κάτω από το όριο επιβίωσης, οριακής απαξίωσης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, θα είναι ένα παιχνίδι που θα παίζεται συνεχώς από εδώ και πέρα σε όλο τον κόσμο.
Το ευρώ ήταν η αιτία που η τρέχουσα φάση της κρίσης εκδηλώθηκε με τεράστια οξύτητα στην Ευρώπη. Από αυτή τη σκοπιά, το ευρώ είναι ο κυριότερος μηχανισμός βίαιης επιβολής «αναγκαίων» αναδιαρθρώσεων. Η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και ο έλεγχος του πληθωρισμού (που τον «τρέμουν οι Γερμανοί από την εποχή του μεσοπολέμου», όπως λένε οι έγκυροι αναλυτές μας), είναι απλώς ιδεολογικές σαπουνόφουσκες με μόνο πραγματικό οικονομικό περιεχόμενο την πειθαρχία της εργασίας κάτω από το βάρος της ανεργίας και την απειλή της απαξίωσης μιας ολόκληρης γενιάς.
Η διαρκής πτώση στην παραγωγικότητα της εργασίας, η καταστροφή ακόμα και της αγροτικής παραγωγής (όλοι έχουμε αγοράσει ολλανδικές ντομάτες στην Ελλάδα), η αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να ανταγωνιστεί τα ευρωπαϊκά κεφάλαια σε κάποιους ηγετικούς τομείς (εκτός από τη ναυτιλία που όμως αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση λόγω της άμεσης εξάρτησής της από τις διακυμάνσεις της αγοράς και τη χαμηλή συνεισφορά της στην φορολογία) οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην κρίση. Το αν οι κινήσεις της κυβέρνησης υπήρξαν τελικά οι καλύτερες ή όχι για το κεφάλαιο, αποτελεί εντέλει λεπτομέρεια. Το πρόβλημα της αστικής τάξης είναι ότι, δεδομένης της πρόσδεσής της στο ευρώ, δεν υπάρχει κανένας προφανής δρόμος εύκολης εξόδου – ενώ η αποδέσμευσή της από την ευρωζώνη δεν προοιωνίζει κανένα θετικό ενδεχόμενο για την ίδια.
Λέμε ότι ζούμε ιστορικές στιγμές. Και αυτό επειδή όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Κανείς, ούτε από τη δική μας πλευρά ούτε από την αντίπαλη δεν μπορεί να μαντέψει με οποιαδήποτε βεβαιότητα το τι θα συμβεί τελικά. Το κεφάλαιο όμως έχει ήδη παίξει τα δικά του στοιχήματα, στοιχηματίζοντας τις δικές μας ζωές για την δική του μακροπρόθεσμη κυριαρχία. Η πλευρά της εργασίας δεν έχει ακόμα κάνει καθαρές τις δικές της στρατηγικές, αν και κάτι τέτοιο γίνεται όλο και πιο επείγον.
Γιατί η ώρα της πληρωμής έφτασε. Οι αρχιτέκτονες της καταστροφής φυσικά δεν θα πληρώσουν αν κάποιος δεν τους το ζητήσει. Τα πανωτόκια που μας χρωστάνε (ανεργία, φτώχεια, πείνα) μεγαλώνουν κάθε μέρα. Και τέτοια πανωτόκια δεν ξεπληρώνονται ζητώντας το ευγενικά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου