Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Η χρεοκοπία ως ιδεολόγημα και ως πραγματικότητα.(Πολύ καλό)!


altΤο 1973 δύο πρώην κατάδικοι εισέβαλαν οπλισμένοι σε μια τράπεζα στη Στοκχόλμη και κράτησαν όμηρους για πεντέμισι ημέρες τρεις άνδρες και μία γυναίκα, έως ότου επενέβη η αστυνομία. Το διεθνές ενδιαφέρον στράφηκε σ’ αυτήν την περίπτωση όταν αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα ένιωθαν έλξη και ταύτιση με τους απαγωγείς τους, τους βοήθησαν να αντισταθούν στη σύλληψη και στη συνέχεια στο δικαστικό τους αγώνα.
Αν, λοιπόν, η σχέση της ελληνικής κυβέρνησης με τους επικεφαλής των διεθνών πιστωτών της εκδηλώνει συμπτωματολογία που εμπίπτει σ’ αυτό που διατυπώθηκε στη γλώσσα της κλινικής ψυχολογίας ως «σύνδρομο της Στοκχόλμης», τότε η σχέση της με την πλέον δεσπόζουσα έννοια στο λεξικό της κρίσης, αυτή της χρεοκοπίας, παραπέμπει σε κάτι πολύ πιο οικείο και λαϊκό. Σ’ εκείνον το μύθο του Αισώπου με τον βοσκό που έκανε πλάκα στους συγχωριανούς, καλώντας τους για βοήθεια από τους λύκους που τάχα επιτέθηκαν στο κοπάδι του, μέχρι που οι λύκοι ήρθαν στ’ αλήθεια και ξεκλήρισαν το κοπάδι. Το φόβητρο που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για την εμπέδωση των πλέον ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων έχει ήδη μετατραπεί σε βιωμένη κοινωνική πραγματικότητα, ενώ δεν απέχει πολύ απ’ το να αποτελέσει συντελεσθέν οικονομοτεχνικό γεγονός.
Εδώ και δυο χρόνια, ολόκληρη η διαδικασία βίαιης ανατροπής των κοινωνικών κεκτημένων και θεσμοθέτησης πολιτικών λιτότητας διαρκείας επενδύθηκε ιδεολογικά με το φόβο της χρεοκοπίας. Το κράτος, μέσω των ιδεολογικών του μηχανισμών –με κυρίαρχο το ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης–, άρθρωσε το δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία», δίλημμα που επανέρχεται με ρυθμούς τριμήνου ενόψει κάθε νέας αξιολόγησης της Τρόικας, οπότε το Μνημόνιο ξαναγράφεται με ακόμα επαχθέστερους όρους και το φάντασμα της χρεοκοπίας εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας. Μέσα από μηχανισμούς συσκότισης, διαστρέβλωσης και σκόπιμης ασάφειας, η χρεοκοπία αναδείχθηκε στον δημόσιο λόγο ως ένα de facto αρνητικό γεγονός, αποσυνδεδεμένο πλήρως από πολιτικούς όρους και συσχετισμούς, το οποίο συνεπάγεται οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Συνειρμικά, ταυτίζεται με διαδικασίες στάσης πληρωμών σε μισθούς και συντάξεις, δέσμευσης τραπεζικών καταθέσεων, καταβαράθρωσης της καταναλωτικής δύναμης και μιας γενικευμένης διασάλευσης της κανονικότητας με έντονα χαρακτηριστικά πολιτικής αστάθειας και κοινωνικού χάους.
Έτσι, ενεργοποιείται σε συλλογικό επίπεδο ο φόβος, ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου, ακυρώνοντας τη δυνατότητα αντίστασης και ανυπακοής. Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Κόρεϋ Ρόμπιν στο βιβλίο του, Φόβος: η ιστορία μιας πολιτικής ιδέας, εξηγεί πώς, σταδιακά, ο φόβος της τρομοκρατίας, που εδραιώθηκε στις αρχές του 2000, δίνει τη σκυτάλη στον οικονομικό φόβο, το φόβο της χρεοκοπίας. Ο λαός, μέσα από τη συλλογική ενοχοποίηση, τη ρητορική του μονόδρομου και τις δραματοποιημένες προβολές, αποδέχεται εντέλει να φτωχύνει για να μη χρεοκοπήσει. Ακουμπώντας στο συλλογικό τραύμα της οικονομικής κρίσης, η εξουσία αναπτύσσει τη μεθοδολογία του σοκ μέσα από ραγδαίες αλλαγές, με αποτέλεσμα την κοινωνική παράλυση και παθητικοποίηση. Βέβαια, το ιδεολόγημα από μόνο του δεν θα ήταν εξίσου πειστικό, αν δεν πατούσε πάνω στα υλικά ίχνη του υφιστάμενου τρόπο ζωής και κυρίως στον σκληρό πυρήνα των μικροαστικών του χαρακτηριστικών, όπως είναι το καταναλωτικό πρότυπο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την προϊούσα εξατομίκευση και την ανυπαρξία συλλογικών αναπαραστάσεων, καθιστά την προοπτική της χρεοκοπίας έναν πρώτης τάξεως ιδεολογικό εκβιασμό.
Το πρόβλημα όμως, στην προκειμένη, προκύπτει από μια ενδεχόμενη και καθ’ όλα ορατή μεταπήδηση της χρεοκοπίας από το πεδίο της ιδεολογίας σ’ αυτό της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον πλέον τυπικό ορισμό της έννοιας, ως χρεοκοπία νοείται οποιαδήποτε αδυναμία ή απροθυμία ενός κράτους να εκπληρώσει μέρος ή το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων προς τους πιστωτές τους. Σ’ αυτό το τόσο διευρυμένο πλαίσιο και η μετακύληση του δημόσιου χρέους –που προβλέπεται, για παράδειγμα, στην περιβόητη συμφωνία της 21ης Ιουλίου– και το κούρεμα του δημόσιου χρέους –σενάριο που βρίσκεται προφανώς στο συρτάρι Ε.Ε. και ΔΝΤ– ορίζονται ως χρεοκοπία, ασχέτως του επιθέτου που θα τη συνοδεύσει, όπως «επιλεκτική» ή «συντεταγμένη».
Η Ιστορία είναι γεμάτη με αναρίθμητα παραδείγματα χωρών που έχουν χρεοκοπήσει. Το ίδιο το ελληνικό κράτος, από τα πρώτα βήματα της σύστασης του, το από 1827 μέχρι σήμερα, έχει καταγράψει πέντε χρεοκοπίες. Επίσημη μελέτη που συνέταξε το ΔΝΤ μετρά 257 χρεοκοπίες κρατών για την περίοδο 1824-2004, ενώ, σύμφωνα με τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, στις 90 ανέρχονται οι χώρες που θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτες οικονομικά και βλέπουν το φάσμα της πτώχευσης, καθώς το δημόσιο χρέος τους υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ τους. Η Ελλάδα, προφανώς, βρίσκεται στην κορυφή αυτής της λίστας, με το δημόσιο χρέος της να εκτοξεύεται τον Ιούνιο του 2011 στα 358 δισ. ευρώ, αγγίζοντας στο τέλος του έτους το 164% του ΑΕΠ από το 115% που ήταν το Σεπτέμβριο του 2009, λίγο πριν, δηλαδή, από την υλοποίηση των πολιτικών του Μνημονίου – που παρουσιάστηκαν ως αναπόφευκτες για την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Από αυτήν την πλούσια πείρα προκύπτει ότι η χρεοκοπία δεν είναι ένα απλό οικονομοτεχνικό γεγονός που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη βαθμίδα στην αξιολόγηση της Moody’s. Έχει πολλαπλές μορφές εκδήλωσης που δεν συνεπάγονται τις ίδιες κάθε φορά επιπτώσεις. Τα παραδείγματα της Αργεντινής και του Εκουαδόρ είναι χαρακτηριστικά. Στην Αργεντινή η λαϊκή εξέγερση, που ακολούθησε μετά την οικονομική κατάρρευση του 2001, ανάγκασε το 2002 τον τότε πρόεδρο της χώρας, Νέστορ Κίρχνερ, να κηρύξει στάση πληρωμών στο εξωτερικό χρέος, πετυχαίνοντας τη διαγραφή του κατά 75%. Με πολιτικές υποτίμησης του νομίσματός της, το οποίο αποσυνδέθηκε από το δολάριο, τόνωσης των εξαγωγών και προστασίας της εργασίας, η χώρα κατάφερε σταδιακά να ισορροπήσει, μολονότι οι αγορές ακόμα την εκδικούνται με επιτόκια δανεισμού 15%. Αν και η Αργεντινή δεν ενσαρκώνει σήμερα ούτε τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «American dream» ούτε όμως και το πείραμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, κατόρθωσε με την αποφασιστική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα να εξασφαλίσει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης σε σταθερή πορεία για πλατιά κοινωνικά στρώματα που επιβεβαιώνεται έως τις μέρες μας, με την πρόσφατη εξαγγελία της προέδρου, Κριστίνα Κίρχνερ, για αυξήσεις κατά 25% στους κατώτατους μισθούς. Γεγονότα που σκοπίμως αποσιωπήθηκαν από τα διεθνή ΜΜΕ και κατέστησαν τη φράση «θα γίνουμε Αργεντινή», δια στόματος Βενιζέλου, συνώνυμο της κατάρας. Παρομοίως και στο Εκουαδόρ, το 2008, όταν ο αριστερός πρόεδρος, Ραφαέλ Κορέα, κήρυξε μονομερή στάση πληρωμών στο δημόσιο χρέος, που χαρακτήρισε «ανήθικο και παράνομο», όπως έδειξαν οι εργασίες της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. Ούτε οι καταθέσεις των μικροκαταθετών δεσμεύτηκαν, ούτε οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι έμειναν απλήρωτοι. Η κυβέρνηση πέτυχε τη ριζική διαγραφή του δημόσιου χρέους και εγκαινίασε πορεία οικοδόμησης των κοινωνικών υποδομών.
Το ζήτημα της διαχείρισης του δημόσιου χρέους είναι, πρωτίστως, πολιτικό. Έτσι, κατά το δοκούν στον κυρίαρχο λόγο, η χρεοκοπία μπορεί να μετονομάζεται στο καθησυχαστικό και νεφελώδες rollover ή haircut όταν η διαδικασία συντελείται στο πλαίσιο συμφωνιών με τους πιστωτές, που όχι μόνο δεν αναιρούν αλλά επαυξάνουν τους νεοφιλελεύθερους σχεδιασμούς, και να ξεδιπλώνει όλη την απειλή της όταν διακυβεύεται μια δόση του Μνημονίου σ’ ένα επικοινωνιακό παιχνίδι εκβιασμών. Ταυτόχρονα, εξουδετερώνει τη δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει η εναλλακτική πρόταση την οποία καταθέτει η ριζοσπαστική Αριστερά για στάση πληρωμών στο χρέος, έξοδο από την ευρωζώνη και υλοποίηση ενός προγράμματος εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος και αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος της εργασίας. Μια πρόταση που μπορεί ακόμα να μην έχει πλατιά απήχηση, θα μπορούσε, όμως, να αποκτήσει, σε συνθήκες όξυνσης της κοινωνικής σύγκρουσης και αναζήτησης εναλλακτικής οδού, γι’ αυτό και πρέπει εξαρχής να φορτιστεί αρνητικά. Εξάλλου, όπως έλεγε 
ο Μπαντιού, «ο σκοπός μιας εχθρικής προπαγάνδας δεν είναι να εκμηδενίσει μια υπαρκτή δύναμη (αυτός ο ρόλος κατά κανόνα αφήνεται στις αστυνομικές δυνάμεις), αλλά μάλλον να εκμηδενίσει μια λανθάνουσα δυνατότητα της κατάστασης».

της Μαρίας Λούκα   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου