Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

H "έκκληση Πανεπιστημιακών για την υπεράσπιση της δημοκρατίας" και μια Μαρξιστική κριτική. (Εξαιρετική κριτική)!


Έκκληση πανεπιστημιακών για την «Υπεράσπιση της Δημοκρατίας
Περισσότεροι από ογδόντα διακεκριμένοι Έλληνες πανεπιστημιακοί και διανοούμενοι υπογράφουν μια κοινή έκκληση για την «υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας» που τίθενται σε κίνδυνο από την παρούσα κρίση.


Οι διανοούμενοι τονίζουν ότι πρόκειται για μια «καταστροφική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία». Υποχωρούν θεσμοί που συγκροτήθηκαν μέσα από αγώνες και θυσίες στην Ελλάδα, όπως η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση, η δυνατότητα ασφαλούς διαβίωσης, το κοινωνικό κράτος κ.α., με αποτέλεσμα «η κοινωνία να οδηγείται στην ασφυξία».




Σημειώνουν ότι το εκβιαστικό δίλημμα «λιτότητα ή χρεοκοπία», στην ουσία είναι ένα «αρνητικό άθροισμα»: και λιτότητα και χρεοκοπία.

Καταλογίζουν ευθύνες στην Ευρώπη, που διαμορφώνει «τις συνθήκες ώστε η Ελλάδα να μην τηρεί τις δανειακές της υποχρεώσεις» και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα:

«Σήμερα ταπεινώνουν τους Έλληνες, αύριο τους υπόλοιπους λαούς, σπέρνοντας δυσπιστία και μίσος ανάμεσά τους. Πρόκειται για μια καταστροφική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία. Έτσι, η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα συνιστά πολιτικό διακύβευμα για όλη την προοδευτική Ευρώπη».

Στόχος των πανεπιστημιακών είναι η διαμόρφωση ενός ισχυρού μετώπου υπεράσπισης της κοινωνίας και της δημοκρατίας.

Ακολουθεί το κείμενο:

«Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται τόσο από την κρίση όσο και από τις αδιέξοδες συνταγές αντιμετώπισής της. Υποχωρούν θεσμοί που συγκροτήθηκαν μέσα από πολλούς αγώνες και θυσίες στη μεταπολεμική Ελλάδα: οι κοινωνικές ασφαλίσεις, το σύστημα δημόσιας υγείας και περίθαλψης, η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, το φυσικό και αστικό περιβάλλον, η δυνατότητα ασφαλούς διαβίωσης, στοιχειώδη δημόσια αγαθά που συνιστούν την ελληνική εκδοχή ενός ήδη λειψού και απαξιωμένου κοινωνικού κράτους κατεδαφίζονται, με αποτέλεσμα η κοινωνία να οδηγείται στην ασφυξία.

Προβάλλεται εκβιαστικά το δίλημμα: λιτότητα ή χρεοκοπία; Ωστόσο, δεν πρόκειται για δίλημμα αλλά για αρνητικό άθροισμα: και λιτότητα και χρεοκοπία. Η ανά τρεις μήνες απειλή αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι ηθικά ανοίκεια και οικονομικά καταστροφική, γιατί ενισχύει την βαριά ύφεση, μετατρέποντας την Ευρώπη σε κεντρικό παράγοντα αβεβαιότητας, οικονομικής αστάθειας και βαθέματος της κρίσης. Η ίδια η Ευρώπη διαμορφώνει τις συνθήκες ώστε η Ελλάδα να μην τηρεί τις δανειακές της υποχρεώσεις.

Κάθε μέρα γίνεται πιο φανερό ότι η συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, που κορυφώθηκε με την ψήφιση του Μνημονίου 2, δεν είναι μια πορεία διάσωσης και εξόδου ούτε άρσης των χρόνιων παθογενειών του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά μια πορεία καταστροφική, βασισμένη στην κοινωνική αδικία. Την κρίση δεν την υφίστανται όσοι εκμεταλλεύτηκαν το κράτος και το δημόσιο συμφέρον επί δεκαετίες, αλλά οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή επιχείρηση αναδιανομής πλούτου και ισχύος, που υπονομεύει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, δημιουργώντας ακραίες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ταυτόχρονα, επανεμφανίζεται δυναμικά ο εθνικισμός ενώ εντείνονται ο ρατσισμός και η ξενοφοβία.

Η ψευδώνυμη χρήση της έννοιας της «μεταρρύθμισης» είναι ενδεικτική για την αδυναμία υπέρβασης της κρίσης. Και αυτοί ακόμη που ήλπιζαν ότι η κρίση θα αποτελούσε ευκαιρία εξυγίανσης και τολμηρής θεσμικής ανανέωσης αντιλαμβάνονται πλέον ότι οι επιβαλλόμενες «μεταρρυθμίσεις» διαλύουν την κοινωνία. Ο λόγος που κυριαρχούσε στο εσωτερικό και εντείνεται στο εξωτερικό είναι ηθικολογικός, τιμωρητικός και ενοχοποιητικός. Κάθε αντίρρηση και κριτική επισείει την κατηγορία του «λαϊκισμού», του «συντεχνιασμού» και του «αντιευρωπαϊσμού». Αφού πρώτα στιγματίστηκε η μεταπολίτευση και το πνεύμα δημοκρατίας που έφερε στον τόπο, παρακολουθήσαμε και τον εξαγνισμό της άκρας δεξιάς, με τη συμπερίληψή της στην κυβέρνηση. Παράλληλα, πυκνώνουν οι προτάσεις για κυβερνήσεις «αρίστων», για συνασπισμούς τεχνοκρατών που θα «σώσουν» τη χώρα. Πρόκειται για ισχυρές αντιδημοκρατικές και αυταρχικές τάσεις, που εκμεταλλεύονται, με λαϊκιστικό τρόπο, τα δικαιολογημένα αισθήματα αποτροπιασμού απέναντι στην παλιά τάξη πραγμάτων που καταρρέει. Ωστόσο, σε αντίθεση με έναν ρηχό «εθνικά υπερήφανο» λόγο εναντίον των δανειακών συμβάσεων, δεν νοσταλγούμε, βέβαια, αυτή την τάξη.

Ελλάδα και Ευρώπη βυθίζονται σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη κρίση, που δείχνει όχι μόνο τις θεσμικές αδυναμίες της Ένωσης, αλλά και τη διαχείρισή της από τις συντηρητικές ηγεσίες με νεοφιλελεύθερες συνταγές. Όσο και αν μοιάζει δύσκολο, οφείλουμε να εργαστούμε για μια κοινωνική και δημοκρατική Ευρώπη, που θα προβάλλει τις ιστορικές και πολιτικές της αξίες, δίνοντας νέο περιεχόμενο στην παγκοσμιοποίηση — άλλωστε, η λύση δεν μπορεί να είναι εθνική, αλλά πρέπει να ανταποκρίνεται στις διαστάσεις της ηπείρου μας, και όχι μόνο. Σήμερα ταπεινώνουν τους Έλληνες, αύριο τους υπόλοιπους λαούς, σπέρνοντας δυσπιστία και μίσος ανάμεσά τους. Πρόκειται για μια καταστροφική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία. Έτσι, η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα συνιστά πολιτικό διακύβευμα για όλη την προοδευτική Ευρώπη.

Απέναντι στον άκριτο και εντέλει ταξικό λόγο οφείλουμε να προτάξουμε την κριτική σκέψη, την καθημερινή εμπειρία και τις ανάγκες των πολιτών, ιδίως αυτών που πλήττονται άδικα από την κρίση. Όσοι και όσες υπογράφουμε το κείμενο, επιθυμούμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός ισχυρού μετώπου υπεράσπισης της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Μια μεγάλη συμπαράταξη, που θα φέρνει κοντά ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους, με στόχο να αποκαταστήσει το νόημα των λέξεων, τη δημιουργική επικοινωνία ανάμεσα σε κοινωνικούς χώρους και πολίτες με διαφορετικές εντάξεις, που συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αρχές της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, τις συντεταγμένες δηλαδή της ιδιότητας του πολίτη σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα.

Απορρίπτοντας τη λογική του «μονόδρομου», τα ανιστόρητα στερεότυπα που ενοχοποιούν την ελληνική κοινωνία καταρρακώνοντας τη συλλογική αξιοπρέπειά μας, επιδιώκουμε να αναδείξουμε, εντός κι εκτός Ελλάδας, τις συνέπειες της κρίσης. H ελληνική κρίση είναι μέρος μιας συνολικότερης κρίσης, η οποία αλλάζει θεμελιακά την ιστορική εποχή που ζούμε. Σ' αυτήν τη μεταιχμιακή περίοδο είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι διακυβεύονται τόσο η έννοια του κοινωνικού, όσο και η δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη».

Μέχρι στιγμής την έκκληση έχουν υπογράψει οι:

Λίνα Βεντούρα, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ηλίας Νικολακόπουλος, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αντώνης Λιάκος, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δημήτρης Χριστόπουλος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Γιάννης Παπαθεοδώρου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΣΚΙ

Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ιστορικός, συνταξιούχος του ΙΚΑ

Αριστείδης Μπαλτάς, ΕΜΠ

Γεράσιμος Μοσχονάς, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κώστας Γαβρόγλου, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Χριστίνα Κουλούρη, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Νίκος Πετραλιάς, Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς»

Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Χρήστος Χατζηιωσήφ, Πανειστήμιο Κρήτης

Γιώργος Γραμματικάκης, πρώην πρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης

Στρατής Μπουρνάζος, επιμελητής «Ενθεμάτων»

Νίκος Θεοτοκάς, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Κώστας Δουζίνας, Birckbeck College

Nίκος Σαραντάκος, συγγραφέας-μεταφραστής

Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας, Harvard Medical School και Collège de France

Νικόλας Βουλέλης, δημοσιογράφος

Γιάννης Σκαλτσάς, ΑΣΚΤ

Γιάννης Κονταράτος, εικαστικός

Στάθης Γουργουρής, Columbia University

Νένη Πανουργιά, Columbia University

Στέφανος Πεσμαζόγλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Χάρης Γολέμης, Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς»

Γιάννης Χάρης, μεταφραστής

Σία Αναγνωστοπούλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Γιάνης Γιανουλόπουλος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Αθηνά Αθανασίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δημήτρης Πλουμπίδης, ψυχίατρος, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Έφη Κάνερ, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Γιώργος Αγγελόπουλος, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν, οικονομολόγος, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Γεράσιμος Κουζέλης, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Μαρία Θεοδώρου, αρχιτέκτονας

Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός

Μιλάγρος Αράνο, ψυχολόγος

Γιώργος Γιαννακόπουλος, υποψήφιος δρ. πολιτικής επιστήμης

Νέλλη Ασκούνη, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δάφνη Βουδούρη, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ελευθερία Ζέη, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δήμητρα Σαμίου, ιστορικός

Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, ανθρωπολόγος

Αλέκος Λεβίδης, ζωγράφος

Αθηνά Σταυρίδου, ΕΜΠ

Δημήτρης Πλάντζος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Μαρία Ευσταθιάδη, συγγραφέας-μεταφράστρια

Νίκος Κοταρίδης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Γιώργος Φαράκλας-Ματορίκος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ελένη Περδικούρη, Πανεπιστήμιο Πατρών

Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού

Ρένα Μόλχο, ιστορικός

Αλέξης Ηρακλείδης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Άντα Διάλλα, ΑΣΚΤ

Κέλλυ Λινάρδου, ΑΣΚΤ

Λεωνίδας Καραμπίνης, εικαστικός, ΤΕΙ Αθήνας

Δήμητρα Πέτρου, εκπαιδευτικός

Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Βασιλική Σακκά, ιστορικός, εκπαιδευτικός

Πόπη Πολέμη, ιστορικός

Σπύρος Καράβας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Άννα Ματθαίου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Αιμιλία Σαλβάνου, ιστορικός

Άρης Στυλιανού, ΑΠΘ

Δημήτρης Αρβανιτάκης ιστορικός

Μαρία Μανδαμαδιώτου ιστορικός

Όλγα Παπαδοπούλου, εκπαιδευτικός,

Άννα Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικός

Ανδρέας Λυμπεράτος, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών

Νίκος Σιγάλας, ιστορικός

Χρήστος Ηλιάδης, πολιτικός επιστήμονας

Παρασκευάς Ματάλας, ιστορικός

Βάσια Λέκκα, ιστορικός

Θανάσης Λάγιος, ιστορικός

Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, δρ πολιτικών επιστημών

Νικόλας Σεβαστάκης, ΑΠΘ

Βίκυ Καραφουλίδου, ιστορικός

Ιφιγένεια Καμτσίδου, ΑΠΘ

Νίκος Παρασκευόπουλος, ΑΠΘ

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, ΑΠΘ

Ελένη Τάκου, υποψήφια διδάκτωρ

Έφη Γαζή, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Στέφανος Δημητρίου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Μάρθα Φωστέρη, ψυχοθεραπεύτρια

Κωστής Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικός-αρθρογράφος

Χρυσάνθη Αυλάμη, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Λίνα Λούβη, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Βαγγέλης Κεχριώτης, Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου

Ειρήνη Αβραμοπούλου, υπ. δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Cambridge University

Λεωνίδας Καρακατσάνης, δρ πολιτικών επιστημών

Bruce Robbins, Columbia University

Kύρκος Δοξιάδης, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πολυμέρης Βόγλης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Έλσα Σταματοπούλου, υπάλληλος Ηνωμένων Εθνών

Γρηγόρης Ανανιάδης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Χαρά Κούκη, ιστορικός

Ρεγγίνα Μαντανίκα,πολιτικός επιστήμονας

Νίκος Σκούταρης, Πανεπιστήμιο Μααστρίχτ

Ανδρέας Τάκης, ΑΠΘ

Ντίνα Βαΐου, ΕΜΠ

Κωστής Κορνέτης, Brown University

Έλσα Αμανατίδου, Brown University

Φωτεινή Αναγνωστοπούλου, αρχιτέκτονας

Γιάννης Αναγνωστόπουλος, φιλόλογος

Αλέξανδρος Ευκλείδης, σκηνοθέτης-θεατρολόγος

Τάκης Γιαννακόπουλος, δικηγόρος

Δημήτρης Δημητρόπουλος, ΙΝΕ/ΕΙΕ

Ευαγγελία Σουμέλη, ερευνήτρια

Γιώργος Φουρτούνης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, αρχισυντάκτης RedNotebook

Aθηνά Σκουλαρίκη, κοινωνιολόγος

Αλέξανδρος Κιουπκιολής, ΑΠΘ

Βουβούλα Σκούρα, γραφίστρια

Μάνος Αυγερίδης, υποψήφιος δρ Ιστορίας

Μαρία Καλαντζοπούλου, πολεοδόμος-συγκοινωνιολόγος

Βασιλική Κατριβάνου, ψυχολόγος

Παναγιώτης Στάθης, ιστορικός

Ελένη Φουρναράκη, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Αναστάσης Βιστωνίτης, δημοσιογράφος

Ιωάννα Παπαθανασίου, ΑΣΚΙ-ΕΚΚΕ

Georges Iggers, State University of New York at Buffalo

Wilma Iggers, ιστορικός

Βασίλης Γρόλιος, δρ Πολιτικής Φιλοσοφίας

Απόστολος Πανταζής, ΑΠΘ

Βάλια Αρανίτου, Πανεπιστήμιο Κρήτης


Γ. Λεοντιάδης και Γ. Μαργαρίτης-Σχετικά με την έκκληση πανεπιστημιακών για την «Υπεράσπιση της Δημοκρατίας»

Τις τελευταίες ημέρες σε χώρους ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών κυκλοφορεί και συγκεντρώνει υπογραφές επιδοκιμασίας ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο: «Έκκληση πανεπιστημιακών για την «Υπεράσπιση της Δημοκρατίας». Το κείμενο αυτό μέμφεται τη «συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης», ως «καταστροφική», η οποία, μεταξύ άλλων, δεν αποτελεί «πορεία διάσωσης και εξόδου, ούτε άρσης των χρόνιων παθογενειών του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος».

Το κείμενο καλεί «στη διαμόρφωση ενός ισχυρού μετώπου υπεράσπισης της κοινωνίας και της δημοκρατίας» το οποίο, μεταξύ άλλων επίσης, θα εργαστεί «για μία κοινωνική και δημοκρατική Ευρώπη», η οποία θα δίνει «νέο περιεχόμενο στην παγκοσμιοποίηση».

Η κεντρική ιδέα του κειμένου εμπεριέχει την ανάγκη «επιστροφής στις αφετηρίες», μιας «αναπαλαίωσης» των σημερινών συντεταγμένων της πολιτικής και της κοινωνίας, στην αναζήτηση μιας ιδανικής επανεκκίνησης τόσο της μεταπολίτευσης, όσο και της Ενωμένης Ευρώπης. Εξορκισμός, δηλαδή, της καπιταλιστικής κρίσης μέσα από τη φυγή προς ένα «ουτοπικό» (καθότι α-πολιτικό και αν-ιστορικό) χτες.

Για τους συντάκτες του κειμένου η κρίση έχει επιφέρει ποιοτικές διαφορές σε σχέση με τη μεταπολίτευση «και το πνεύμα δημοκρατίας που έφερε στον τόπο». Δεν φαίνεται να τους απασχολεί το γεγονός ότι βασικές έννοιες, επιλογές και τάσεις που χαρακτηρίζουν τις σημερινές πολιτικές, έχουν βαθιές ρίζες στο μεταπολιτευτικό παρελθόν, αλλά και σε όλη τη «φιλοευρωπαϊκή» επιχειρηματολογία. Έννοιες όπως «ανταγωνιστικότητα», «επιχειρηματικότητα», «εξορθολογισμός», «εκσυγχρονισμός» κυριάρχησαν σε όλη τη μεταπολίτευση, ειδικά στις πλέον «μεταρρυθμιστικές» περιόδους του μεταπολιτευτικού χρόνου (περίοδος Σημίτη). Οι έννοιες αυτές αποτελούσαν επίσης τη θεωρητική πεμπτουσία των συνθηκών που - από το Μάαστριχτ ως την Μπολόνια - ενέπλεξαν τη χώρα μας στο σημερινό αδιέξοδο.

Οι πολιτικές τού σήμερα δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις προγενέστερες της μεταπολίτευσης: Ο «εξευρωπαϊσμός» ως αίτημα, εμπεριείχε -στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας»- και τον παραγκωνισμό των κοινωνικών τάξεων και ομάδων που έχουν την εργασία ως μοναδικό τρόπο βιοπορισμού.

Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης δεν προήλθε ούτε από παρθενογένεση, ούτε από κάποια σημαίνουσα μεταβολή των όρων άρθρωσης και λειτουργίας του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Η ιδέα της «ευρωπαϊκής» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπου δύο αστικά κόμματα θα εναλλάσσονται στην εξουσία, με ποδηγετούμενο συνδικαλιστικό κίνημα και μία αριστερά που, πολιτικά, δεν θα αφήνεται να ξεπεράσει το 10% - το πρόπλασμα της «μεταπολίτευσης» δηλαδή - εμφανίζεται σε πλήθος «εναλλακτικά» σενάρια, πριν ή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Για τη σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της αστικής τάξης πρόκειται.

Στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας η ελληνική αστική τάξη επωφελήθηκε από την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και έξω από αυτή και μπόρεσε να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό την αντι-δικτατορική διάθεση και τους δημοκρατικούς αγώνες του ελληνικού λαού. Μπόρεσε έτσι να διαμορφώσει το νέο πολιτικό σκηνικό της μεταδικτατορικής Ελλάδας: Ευρωπαϊκός προσανατολισμός στη βάση των παλαιότερων σχεδίων. Η αστική τάξη δημιούργησε την ψευδαίσθηση μιας «ριζοσπαστικής ρήξης» με το ίδιο της το παρελθόν και προώθησε ένα ριζοσπαστισμό «αλλαγής», που μορφοποίησε το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης.

Ο πολιτικός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης πήγασε -για παράδοξο της ιστορίας πρόκειται- από το συντηρητισμό του: Τα γεγονότα, οι μέθοδοι, οι τακτικές που υιοθέτησε στη «ιστορική» του κοιτίδα -τον «αντιδικτατορικό αγώνα»- καθόρισαν τα χαρακτηριστικά του τελευταίου, την αστική αντίληψη για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας».

Στρέφοντας την πλάτη στους μαζικούς αγώνες, στρέφοντας την πλάτη στην εργατική τάξη και στα ευρύτατα στρώματα των εργαζομένων στη χώρα μας, οι «ριζοσπάστες αστοί» διαχειρίστηκαν την αντιδικτατορική αντίσταση με πολιτικά σημαίνοντα τρόπο. Επέλεξαν την «επικοινωνιακή» μέθοδο των ατομικών δράσεων και των βομβιστικών ενεργειών. Τις μικρές συνωμοτικές οργανώσεις που αντί να στραφούν στην οργάνωση των λαϊκών μαζών, ανέλαβαν αυτόβουλα να «τις εκφράσουν» έμμεσα με το θόρυβο που προκαλούσαν οι εκρήξεις «αυτοσχέδιων μηχανισμών». Το σπουδαίο βρίσκεται στο ποιος άκουγε αυτόν το θόρυβο των εκρήξεων: Ο διακηρυγμένος στόχος αυτής της πρακτικής ήταν «να τραβήξουν την προσοχή» της ευρωπαϊκής κυρίως «δημοκρατικής κοινής γνώμης» και να προκαλέσουν την παρέμβαση ευρωπαϊκών δυνάμεων και κυβερνήσεων στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα.

Ο αστικός αυτός «ριζοσπαστισμός» εμπεριείχε την ευρωπαϊκή προοπτική, εμπεριείχε επίσης τον πατροπαράδοτο τρόμο της αστικής τάξης για το μαζικό, λαϊκό κοινωνικό κίνημα και την απέχθεια για την εργατική τάξη. Ηταν αστικός, και την εγκατάσταση ενός ισχυρού αστικού καθεστώτος επιθυμούσε.

Οταν αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός χώρος εδραιώθηκε στην εξουσία, μετά το 1974, οδήγησε τη χώρα και το λαό μας στο Μάαστριχτ, στη Νίκαια, στη Λισαβόνα ή -στα καθ' ημάς, στην εκπαίδευση- στην Μπολόνια. Από εκεί γεννήθηκαν τα Μνημόνια ή ο «πανεπιστημιακός» 4009.

Στην πορεία η μεταπολίτευση δεν άλλαξε καμία από τις κοινωνικές σταθερές της αστικής πολιτικής. Ο αντεργατικός τόνος κυριάρχησε σταθερά στις πολιτικές της, όπως και η ποικιλόμορφη μεταφορά πόρων από το χώρο της «εξαρτημένης εργασίας» στον αντίστοιχο των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και των κερδών τους. Η «δημοκρατική» μεταπολίτευση πάντοτε είχε πλήρη επίγνωση της ανομολόγητης αντι-λαϊκής πολιτικής της και γι' αυτό προίκισε το κράτος με τους πλέον εντυπωσιακούς μηχανισμούς καταστολής που είχε ποτέ γνωρίσει αυτή η χώρα.

Τα φαινόμενα που αντιμετωπίζουμε, οι πολιτικές που ασκούνται, δεν διαφέρουν ποιοτικά από εκείνες που εφαρμόστηκαν ακόμα και στις πιο «φιλολαϊκές στιγμές» της μεταπολίτευσης. Είναι οι ίδιες. Απλούστατα η καπιταλιστική κρίση και η ένταση των ενδο-καπιταλιστικών ανταγωνισμών, επιτάγχυναν τους ρυθμούς εφαρμογής αυτών των σταθερών επιδιώξεων και σχεδίων.

Η κρίση δεν είναι κρίση «αξιών», όπως και δεν είναι κρίση επιμέρους μηχανισμών του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν αντιμετωπίζεται με «ρυθμίσεις», ούτε με «εξαγνισμούς». Δεν μπορεί να επιτευχθεί «αναδιανομή του εισοδήματος» μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Η επαπειλούμενη «πτώχευση της χώρας» απλά αποκρύπτει την πτώχευση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσα από την αδυσώπητη λεηλασία του μόχθου τους και των όσων απέκτησαν από αυτόν. Η ύφεση της «εθνικής οικονομίας» αφορά βασικά τη δραματική συρρίκνωση των «αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας» τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Μέσα στην καπιταλιστική κρίση η «διάσωση της δημοκρατίας» δεν μπορεί να γίνει ούτε με επίκληση στις «ιστορικές και πολιτικές αξίες» (της Ευρώπης), ούτε με «αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων», ούτε με αναφορές στις «θεμελιώδεις αρχές της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας... Σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα». Αυτό που αρνούνται να δούνε και να αποδεκτούν οι συντάκτες του κειμένου είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από άγνωστα κέντρα εκτροπών, από όποια «ηθική διαφθορά» ή από την όποια «αλλοίωση του νοήματος των λέξεων». Η ίδια η αστική τάξη απειλεί σήμερα τη δημοκρατία: Στη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία.

Οι κοινωνικές τάξεις, θυμίζουμε, είναι ιδιαίτερα δημιουργικές και -με τον τρόπο τους «φιλελεύθερες»- την περίοδο της κοινωνικής και πολιτικής τους ανόδου, τότε που χρειάζονται ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για να διασφαλίσουν την εξουσία τους. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα καταστροφικές και ανελεύθερες στην περίοδο της πτώσης τους, τότε που ο τρόπος παραγωγής πάνω στον οποίο στηρίζονται, ο καπιταλισμός σήμερα, βυθίζεται σε διαδοχικές κρίσεις, από τις οποίες προσπαθεί να συνέλθει μεταφέροντας το βάρος των αδιεξόδων του στα εργατικά, τα λαϊκά στρώματα. Για να το πετύχει αυτό, η αστική τάξη, προσφεύγει στον καταναγκασμό, στην καταπίεση, ξεχνώντας όλες τις ωραίες λέξεις πάνω στις οποίες σε παλαιότερους καιρούς θεμελίωσε την εξουσία της.

Σήμερα η προάσπιση της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ανθρώπων, η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων.

Οι διανοούμενοι, όσοι από αυτούς αντιλαμβάνονται τα προσερχόμενα και τους κινδύνους των καιρών, οφείλουν να σταθούν στο πλευρό της εργατικής τάξης, να συμπορευθούν μαζί της στους πολιτικούς και κοινωνικούς της αγώνες. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα προασπίσουν την παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας θεματοφύλακες θέλουν να είναι.

Ο Γ. Λεοντιάδης είναι ιστορικός - συγγραφέας και ο Γ. Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

PRAXIS



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου