[…] Η ληστεία ως κοινωνικό φαινόμενο συναντάται παγκόσμια και πανάρχαια. Αναφορές γίνονται και στην ελληνική μυθολογία, όπου «στο ταξίδι του Θησέα από τις Κεγχρεές στην Αθήνα, θα συναντήσει τους ληστές Σίνιν Πιτυοκάμπτη, Σκύρωνα και Προκρούστη».
Στη βαλκανική χερσόνησο, η ληστρική παράδοση είναι κοινή και ενιαία για όλες τις φυλές που κατοικούν σε αυτή. Ένα ιδεώδες πρότυπο, που χαρακτηρίζει διαχρονικά όλους τους λαούς της, είναι η μορφή του «ευγενούς ληστή». Αποτελεί ουσιαστικά την παραλλαγή του «Ρομπέν των Δασών» και εκφράζεται μέσα από πάμπολλα τραγούδια και παραμύθια. Στα Βαλκάνια η λέξη που χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό το τύπο ληστή είναι ο όρος «χαϊντούκος» (hajduk ή hajdut) και συναντάται σε όλες τις περιοχές.
Ο χαϊντούκος, είναι στα μάτια των κατοίκων, ο ήρωας που από τα απάτητα καραούλια εφορμά και ληστεύει τους φοροεισπράκτορες, τα καραβάνια και τις στρατιωτικές περιπόλους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, διαμορφώνεται η αντίληψη που ταυτίζει τη ληστεία των εκπροσώπων της εξουσίας ως μια ηρωική πράξη. Έτσι, το αλβανικό εθιμικό δίκαιο θεωρεί το προϊόν μιας ληστείας νόμιμο και αδιαμφισβήτητο, εάν αποκτήθηκε με το όπλο στο χέρι, από κάποιον ισχυρό και πράξη επαίσχυντη αν ο ιδιοκτήτης είναι φτωχός.
Στον ελλαδικό χώρο, λίγο καιρό μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, αρκετοί ληστές διεκδίκησαν αναγνώριση και ένταξη στους νέους θεσμούς. Αλλά ούτε οι προσδοκίες τους εκπληρώθηκαν ούτε το κράτος έδειξε προθυμία ενσωμάτωσής τους. Η φιλοδοξία της αντιβασιλείας να δημιουργήσει τακτικό στρατό, αποκλείοντας απ’ αυτό εκείνους που πραγματικά διεξήγαγαν την «επανάσταση», μαζί με το διάταγμα για τη διάλυσή τους αποτέλεσαν την κυριότερη αφορμή για την συνέχιση και εξάπλωση της ληστείας. Και βέβαια, πέρα απ’ όλα αυτά, υπήρχαν και άλλες αιτίες όπως ο κομματισμός, ο χρηματισμός των δημοτικών αρχόντων, η υποχρεωτική τετραετής θητεία. Είναι η εποχή που εκδηλώνεται πληθώρα ανταρσιών στην επαρχία από ένοπλους ληστές και απλούς χωρικούς ενάντια στην κεντρική εξουσία, όταν οι αποφάσεις της δεν είναι αρεστές. Οι σχέσεις των ληστών με τις τοπικές κοινωνίες και κυρίως τις νομαδικές ήταν παραδοσιακά πολύ καλές, διατηρώντας στενούς δεσμούς αλληλοβοήθειας και κάλυψης. Επί πλέον, όσο ο τοπικός πληθυσμός αντιλαμβάνεται το κράτος ως απειλή της αυτονομίας του τόσο περισσότερο προστατεύει τους ληστές, οι οποίοι καταλαμβάνουν τη θέση του δικαιοφόρου και κοινωνικού ληστή. Έχουν το δικό τους «δίκαιο» και τους δικούς τους «νόμους».
«Οι ληστές κατεξευτέλιζαν κάθε τρεις και λίγο τους νόμους και τους νομοθέτες, τα εκτελεστικά τους όργανα, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι’ αυτό και οι «εικοσιπεντάρηδες» ή «σακαράκες» ή «καραβανάδες» ή «σταυρωτήδες» ή «σπαθάδες», όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες, με τη πρώτη ευκαιρία και για να δικαιολογήσουν τις αποτυχίες τους, εκτός από το γενικότερο και ισοπεδωτικό μέτρο της εκτόπισης ολόκληρων χωριών, βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους και γενικά τους ανήμπορους να αντιδράσουν κατοίκους της υπαίθρου χώρας, χτυπώντας τους μέχρι να ματώσουν με το βούρδουλα», γράφει ο Β. Τζανακάρης στο βιβλίο του, «Τα παληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν».
Αυτή η μορφή ληστείας συνεχίζεται μέχρι και τη δεκαετία του ’30, όπου σταδιακά εξαλείφεται και λόγω των οργανωμένων κατασταλτικών πρακτικών από το κράτος, αλλά και λόγω της μετεξέλιξης της δομής της κοινωνίας. Ο αστικός τρόπος ζωής και αλλοτρίωσης είχε επιδράσει καταλυτικά. Οι τελευταίοι ληστές που έγιναν γνωστοί από τη δράση τους ήταν οι: Θωμάς Γκαντάρας ή Καντάρας, Φώτης Γιαγκούλας, Περικλής Παπαγεωργίου, Πάντος και Λεωνίδας Μπαμπάνης, Τάκης και Κώστας Κουμπής και πολλοί άλλοι. Ενώ οι περιοχές που είχαν σημαντική ληστρική δράση ήταν: Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος και Δυτική Μακεδονία.
Ο Θωμάς Γκαντάρας πρωτοξεκίνησε τη δράση του το 1918 αλλά μετά από ένα χρόνο συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις φυλακές της Λάρισας. Στις 21 Νοέμβρη 1921 δραπετεύει και συνεχίζει τη δράση του απαγάγοντας τον γιο του εκατομμυριούχου Τσιοκάνου.
Οι απαγωγές αποτελούσαν συνηθισμένη πρακτική των ληστών για την απόσπαση λύτρων με γνωστότερη την απαγωγή των βρετανών αξιωματούχων στο Δήλεσι από την ομάδα του Τάκου Αρβανιτάκη. Θεωρείται ότι ο Καντάρας είχε σκοτώσει σε συμπλοκές παραπάνω από δέκα μπάτσους, ενώ ο Παπαγεωργίου που ήταν στενός φίλος του και συνοδοιπόρος έτρεφε άσβεστο μίσος κατά των χωροφυλάκων, για τους οποίους μιλούσε πάντοτε με αποστροφή.
Ένας εξ ίσου σημαντικός ληστής της περιοχής Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας υπήρξε ο Φ. Γιαγκούλας με σημαντική δράση και μέχρι τέλους ανυπότακτος. Βοηθούσε και εκείνος οικονομικά το ντόπιο πληθυσμό, ενώ παράλληλα πραγματοποιούσε και διάφορες αγαθοεργίες. Κάποια στιγμή είχε σκοτώσει τον παπά και τον πρόεδρο ενός χωριού, γιατί έφαγαν τα χρήματα που τους είχε δώσει για να χτίσουν εκκλησία και να επισκευάσουν το σχολείο της κοινότητας. Οι συμπλοκές με τους χωροφύλακες ήταν συχνές και αιματηρές, ενώ το κράτος είχε προχωρήσει και στην ίδρυση ταγμάτων κεφαλοκυνηγών των ληστών της υπαίθρου. Μάλιστα, σε μια συμπλοκή, ο μοίραρχος Πετράκης, νομίζοντας ότι σκότωσε τον Γιαγκούλα αναφώνησε: «Το σκότωσα το σκυλί, χτυπάτε αλύπητα τους άλλους», για να πάρει την απάντηση από τον λήσταρχο: «Μου έκλασες τα αρχίδια, κύριε μοίραρχε».
Υπολογίζεται ότι το Φεβρουάριο του 1930 ήταν επικηρυγμένοι 88 ληστές, μερικοί από τους οποίους είχαν καταφύγει στο εξωτερικό. Τα ποσά των επικηρύξεων τις περισσότερες φορές ήταν υψηλά και σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεσματικά για τους καταδιωκτικούς μηχανισμούς. Η ρουφιανιά σε αρκετές περιπτώσεις συντελούνταν «εκ των έσω». Η σημαντικότερη από αυτές ήταν του Γρ. Γκόρτσου που κατέδωσε τον Γιαγκούλα και τους αδελφούς Μπαμπάνη. Τον Σεπτέμβρη του 1925 του είχαν εμπιστευθεί κάτι επιστολές για να τις μεταφέρει στους αδελφούς Ραπταίους, αλλά αυτός πήγε και τις παρέδωσε στη χωροφυλακή της Κατερίνης και μαζί με αυτές και τα κρησφύγετά τους. Έτσι συλλαμβάνονται και δολοφονούνται οι Γιαγκούλας και Πάντος Μπαμπάνης ενώ ο αδελφός του Λεωνίδας παρ’ ότι συλλαμβάνεται κατορθώνει να αποδράσει.
Ο ληστής Λεωνίδας Μπαμπάνης θεωρούνταν «γάτος των αποδράσεων» λόγω της ικανότητας του να ξεφεύγει με αιλουροειδή τρόπο μέσα από χαράδρες και γκρεμούς. Μετά την τελευταία του απόδραση προετοίμαζε τον τρόπο που θα εκδικηθεί τον καταδότη Γκόρτσο. Τελικά στις 15 Φλεβάρη του 1928 θα εισβάλει στη πόλη της Κατερίνης και θα επιτεθεί στο σπίτι του ρουφιάνου, χωρίς όμως να καταφέρει να τον απαγάγει ή εκτελέσει όπως ήταν ο στόχος του.
Τα μεσάνυχτα της 10ης Απριλίου 1924 θα πραγματοποιηθεί η μεγάλη ληστεία της αμαξοστοιχίας Αθήνας-Θεσσαλονίκης από δεκαπέντε περίπου ληστές (Κάτζουρας, Παπάς, Σακελλαρίου, Τσολιάς κ.α.). Επιβάτες της αμαξοστοιχίας ήταν οι υπουργοί Βαλαλάς και Πάζης, δικαστικοί αντιπρόσωποι και στρατιωτικοί. Στο τελευταίο βαγόνι υπήρχαν σάκοι γεμάτοι χρήματα για να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως για το επικείμενο δημοψήφισμα για «βασιλεία ή μη» της 13ης Απριλίου. Λίγο πριν τη Λάρισα, λοιπόν, στο χωριό Δοξαράς ο μηχανοδηγός σταματάει, όταν ένα κόκκινο φως προβάλει μπροστά του. Άμεσα μπουκάρουν στο τρένο οι ληστές και φωνάζουν: «Εμείς τον έναν θέλουμε!» εννοώντας τον υπουργό Εννόμου Τάξεως Θεόδωρο Πάγκαλο που κανονικά θα επέβαινε στο τρένο εάν τη τελευταία στιγμή δεν είχε αναβάλει το ταξίδι του. Παρ’ όλ’ αυτά, αποσπούν από υπουργούς, επιχειρηματίες (Γουλανδρής) και λοιπούς επιβάτες το μυθικό για την εποχή ποσό του 1.000.000 δραχμών. Τους περισσότερους απλούς επιβάτες ούτε που τους άγγιξαν ενώ αποχωρώντας δήλωσαν: «Κοιτάχτε να ψηφίσετε δημοκρατία για να μας δώσουν αμνηστία». Η Δημοκρατία, φυσικά, θα τους εκτελέσει στις 31 Μαρτίου 1925…
Στην Κρήτη, γνωστός για την δράση του, και χαρακτηρισμένος ως αντιεξουσιαστής, ήταν ο Λάμπρος Μπαρμπούνης. Αντιτάχθηκε ένοπλα κατά της στρατολογίας του από την προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, συμπαρασύροντας και άλλους που αρνούνταν τη στράτευση. Αντιμαχόταν με σθένος τόσο τους βενιζελικούς όσο και τους βασιλικούς μαζί με πολλούς συντρόφους του. Είναι εκείνος που θα επιτεθεί στις φυλακές του Ιτζεδίν και θα αποφυλακίσει 138 βαρυποινίτες, μεταξύ αυτών και τον γνωστό ληστή από τη Σάμο Κωνσταντίνο Γιαγιά. Ο Μπαρμπούνης θα δολοφονηθεί στην οδό Ερμού της Αθήνας το 1925.
Οι αδελφοί Γιαγιάδες δρούσαν στη Σάμο πραγματοποιώντας παραπάνω από 80 εξεγέρσεις, άλλες εναντίον του τούρκου δυνάστη και άλλες εναντίον των κατά καιρούς ηγεμόνων της. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Δεν τα ξέραμε τα χάλια του ελεύθερου ελληνικού λαού. Όταν το 1914, ’15, ’16 και πέρα τα γνωρίσαμε σαν εκτοπισμένοι από τη Σάμο στη Λιβαδειά και σ’ άλλα μέρη, τότε είδαμε την κακομοιριά του και τους χωριάτες, πηγαίνοντας στη πόλη να περπατούν ξυπόλυτοι και να κρατούν στο χέρι ή στη μέση τα παπούτσια τους για να μην λιώσουν γρήγορα… Δεν γνωρίζαμε την πραγματική κατάσταση που βασίλευε και διαφέντευε τη ζωή του λαού, που θα φαινόταν πως θα τη διόρθωνε ο στρατιωτικός σύνδεσμος και ο εκ Κρήτης πολιτευτής που τον έφερε…»
Κλείνοντας, χρειάζεται να επισημάνουμε και πάλι πως η εξιδανίκευση των «ιπποτών των ορέων» ή αλλιώς των «Ρομπέν των δασών» του ελλαδικού χώρου έχει σχέση κυρίως με το ότι «κτυπούσαν» τους «πάνω». Πίσω όμως από την ηρωοποίηση υπάρχει πάντα και μια άλλη πραγματικότητα, αυτή της «χωσιάς», η αποκομιδή προσωπικών ωφελημάτων, το βόλεμα, το γλείψιμο της εξουσίας, η υπηρέτηση σκοπιμοτήτων της μιας ή της άλλης πολιτικής παράταξης, η προδοσία, η ένταξη στα «αποσπάσματα» έναντι ανταλλαγμάτων με συνηθέστερο την αμνηστία και άλλες απεχθείς πρακτικές. Η διάβρωση και η διάχυση των εξουσιαστικών αντιλήψεων και πρακτικών συμπορεύονταν και πολλές φορές αντικαθιστούσαν ή αντικαθίσταντο από τις αντιεξουσιαστικές σε μια διαρκή αλληλουχία.Στις σημερινές συνθήκες κυριαρχίας τα χαρακτηριστικά που επικρατούν σ’ αυτό το «χώρο» είναι μακράν των κοινωνικών χαρακτηριστικών που αφέθηκαν σαν παρακαταθήκη από τους κοινωνικούς ληστές. […]
Από τους πολλούς κοινωνικούς ληστές που έδρασαν στην ύπαιθρο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, είχαν μια αξιοπρεπή και αντικρατίστικη στάση αρνούμενοι να συμβιβαστούν στις διαταγές του ελληνικού κράτους. Μπορεί η κυβέρνηση Βενιζέλου να κατόρθωσε να σβήσει τη «ληστοκρατία» της υπαίθρου, αλλά οι νωπές μνήμες και εμπειρίες αναβίωσαν και μπήκαν στην πράξη μετά την Ιταλογερμανική κατάληψη του ελλαδικού χώρου. Μπορεί αυτό το αυθόρμητο και ανυπότακτο πνεύμα να εγκλωβίστηκε μέσα από τις εξουσιαστικές δομές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ αλλά δεν έσβησε. Ακόμα κι όταν δόθηκε πεσκέσι στους κρατιστές, δεν λύγισε αλλά ορθώθηκε ξανά κόντρα στα γούστα και σχέδια εχθρών και «φίλων».
Η μνήμη και η παράδοση όλων αυτών των σημαντικών για την διατήρηση της κοινωνικής ανυπότακτης στάσης και δράσης γεγονότων που ακούει στο όνομα «ληστοκρατία» παραμένει ανεξίτηλη και αναλλοίωτη μέχρι σήμερα, μέσα από τα ληστρικά τραγούδια και παραμύθια του κόσμου με λέξεις όπως
«Ανυπότακτοι», «Απροσκύνητοι», «Άσκυφτοι»…
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Aπό: anarchypress
http://gregordergrieche.blogspot.gr/2016/10/blog-post_19.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου