CETA ή αλλιώς Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά. Τα τέσσερα αρχικά που βλέπουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις τελευταίες ημέρες. Mελέτη του Πανεπιστημίου Tuft, που παρουσιάζει το tvxs.gr, δείχνει ότι αν εφαρμοστεί η CETA, αυτό θα σημαίνει 230.000 χαμένες θέσεις εργασίας έως το 2023. Από αυτές οι 200.000 θα είναι στις χώρες τις ΕΕ. Το κέρδος των επιχειρήσεων θα αυξηθεί από 0,66% έως και 1,76%, αλλά την ίδια ώρα οι μισθοί των εργαζομένων θα συμπιεστούν από 316 - 331 ευρώ στην ΕΕ. Το ΑΕΠ θα μειωθεί από 0,49% έως και 0,96% ενώ θα ανοίξει η πόρτα στο μη βιώσιμο χρέος.
Η έρευνα που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη και το Περιβάλλον του Πανεπιστημίου Tufts τονίζει ότι η CETA αποβλέπει στην περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, των επενδύσεων και άλλων τομέων της κοινωνίας που μέχρι στιγμής προστατεύονται από τον ανταγωνισμό της αγοράς. Κατά συνέπεια, η CETA είναι κάτι περισσότερο από μια απλή «εμπορική συμφωνία» και πρέπει να εξετάζεται σε όλη της την περιπλοκότητα, χωρίς παρωπίδες.
«Διαβάζοντας» πίσω από τη CETA
Οι υπέρμαχοι της CETA υπογραμμίζουν την προοπτική της μεγαλύτερης αύξησης του ΑΕΠ λόγω της αύξησης των όγκων του εμπορίου και των επενδύσεων. Aπό τις επίσημες προβλέψεις προκύπτει αύξηση του ΑΕΠ έως και 0,08% για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 0,76% για τον Καναδά. Είναι όμως πραγματικά έτσι;
Γιατί, σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου Tufts, όλες αυτές οι προβλέψεις πηγάζουν από ένα και μόνο μοντέλο των εμπορικών ανταλλαγών, το οποίο υποθέτει πλήρη απασχόληση και κανέναν αρνητικό αντίκτυπο της κατανομής εισοδημάτων σε όλες τις χώρες, αποκλείοντας τους μεγάλους κινδύνους της βαθύτερης φιλελευθεροποίησης.
«Αυτή η έλλειψη διανοητικής πολυμορφίας και ρεαλισμού που συσκοτίζει την αντιπαράθεση γύρω από τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη της CETA επιβάλλει μια εναλλακτική αξιολόγηση που να βασίζεται σε ορθότερες παραδοχές ως προς την κατάστρωση των μοντέλων» τονίζει σχετικά η μελέτη.
Οι ερευνητές του Tufts πραγματοποίησαν εναλλακτικές προβλέψεις των οικονομικών επιπτώσεων της CETA χρησιμοποιώντας το Παγκόσμιο Μοντέλο Πολιτικής (GPM) των Ηνωμένων Εθνών. Όταν συνεκτιμηθούν οι αλλαγές στην απασχόληση και στην κατανομή του εισοδήματος, καθώς και το γεγονός ότι η CETA είναι κάτι περισσότερο από μια απλή εμπορική συμφωνία παλαιού τύπου, τα αποτελέσματα που προκύπτουν είναι πολύ διαφορετικά. Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η CETA θα επιφέρει ανεργία, ανισότητα, απώλειες ευημερίας και μείωση των ενδοενωσιακών εμπορικών ανταλλαγών.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η CETA θα οδηγήσει σε ενδοενωσιακή εκτροπή των εμπορικών ανταλλαγών. Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας μπορεί να βελτιωθούν, αλλά αυτό θα γίνει σε βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών της ΕΕ.
- Η CETA θα οδηγήσει σε μείωση του μεριδίου εισοδήματος που προέρχεται από την εργασία.Οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούνται από την CETA σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους θα αυξήσουν το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που προκύπτει από το κεφάλαιο, μειώνοντας το μερίδιο που προκύπτει από την εργασία. Έως το 2023, το μερίδιο των κερδών θα έχει αυξηθεί κατά 1,76% και κατά 0,66% στον Καναδά και την ΕΕ, αντιστοίχως, αντικατοπτρίζοντας τη μείωση στο μερίδιο της εργασίας. Η CETA θα οδηγήσει σε συμπίεση των μισθών. Έως το 2023, οι εργαζόμενοι θα έχουν χάσει μέσες ετήσιες αυξήσεις αποδοχών ύψους 1776 ευρώ στον Καναδά και μεταξύ των 316 ευρώ και 331 ευρώ στην ΕΕ, ανάλογα με τη χώρα. Οι χώρες με υψηλότερα μερίδια εισοδήματος από την εργασία και μεγαλύτερη ανεργία, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, θα υποστούν την πιο έντονη συμπίεση μισθών.
- Η CETA θα οδηγήσει σε καθαρές απώλειες δημόσιων εσόδων. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούνται μέσω της CETA στις κυβερνήσεις από διεθνείς επενδυτές, και ο συρρικνούμενος χώρος πολιτικής για την υποστήριξη των εγχώριων επενδύσεων και της παραγωγής θα μειώσει τα δημόσια έσοδα και τις αντίστοιχες δαπάνες. Τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα θα αυξηθούν επίσης ως ποσοστό του ΑΕΠ σε κάθε χώρα της ΕΕ, ωθώντας τα δημόσια οικονομικά πιο κοντά στα όρια που έχουν τεθεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ ή και πέρα από αυτά.
- Η CETA θα οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας. Έως το 2023, περίπου 230.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν στις χώρες της CETA, από τις οποίες 200.000 στην ΕΕ και ακόμη 80.000 στον υπόλοιπο κόσμο, επιδεινώνοντας τον αυξανόμενο λόγο εξαρτώμενων ατόμων (τον μέσο αριθμό ατόμων που συντηρούνται από μία θέση εργασίας).
- Η CETA θα οδηγήσει σε καθαρές απώλειες από πλευράς ΑΕΠ. Καθώς οι επενδύσεις και η ζήτηση από το εξωτερικό παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, οι συνολικές μειώσεις της ζήτησης που θα προκληθούν από την αύξηση της ανεργίας θα πλήξουν επίσης την παραγωγικότητα και θα προκαλέσουν σωρευτικές απώλειες ευημερίας που θα ανέρχονται σε 0,96% και 0,49% του εθνικού εισοδήματος στον Καναδά και στην ΕΕ, αντίστοιχα. Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο (-0.23%) και η Γερμανία (-0.37%) θα πληγούν λιγότερο, η Γαλλία (-0.65%) και η Ιταλία (-0.78%) θα χάσουν περισσότερα από άλλες χώρες της ΕΕ (-0.53%).
Η μελέτη καταλήγει σε δυο βασικά γενικά συμπεράσματα:
- Πρώτον, ποσοτικές μελέτες οι οποίες εκ κατασκευής αγνοούν αποδεδειγμένους κινδύνους που συνδέονται με τη γενικευμένη φιλελευθεροποίηση, δεν αποτελούν επαρκή βάση προκειμένου να ενημερωθούν οι παράγοντες χάραξης πολιτικής για τις οικονομικές συνέπειες της CETA. Για να εξευρεθούν ουσιαστικές ενδείξεις ως προς τις πιθανές συνέπειες της CETA απαιτούνται εναλλακτικές προσεγγίσεις στην κατάστρωση μοντέλων, οι οποίες αναγνωρίζουν τους κινδύνους της βαθύτερης φιλελευθεροποίησης και μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τον αντίκτυπο και το κόστους τους.
- Δεύτερον, η επιδίωξη της τόνωσης των εξαγωγών ως υποκατάστατο της εγχώριας ζήτησης δεν αποτελεί βιώσιμη αναπτυξιακή στρατηγική για την ΕΕ ή για τον Καναδά. Στο τρέχον περιβάλλον υψηλής ανεργίας και χαμηλής ανάπτυξης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με μείωση του κόστους της εργασίας δεν μπορεί παρά να βλάψει την οικονομία. Εάν οι παράγοντες χάραξης πολιτικής υιοθετούσαν τη CETA και ακολουθούσαν αυτή την οδό, πολύ σύντομα θα έμεναν με μία μόνο επιλογή προκειμένου να αναζωπυρώσουν τη ζήτηση μπροστά στις αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις: να αυξήσουν τον ιδιωτικό δανεισμό, ενδεχομένως μέσω χρηματοοικονομικής χαλάρωσης των ρυθμίσεων, ανοίγοντας την πόρτα στο μη βιώσιμο χρέος και την χρηματοοικονομική αστάθεια. Αντί να επαναλάβουν τα ίδια σφάλματα του παρελθόντος, οι παράγοντες χάραξης πολιτικής πρέπει αντίθετα να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα με συντονισμένη και μακρόχρονη στήριξη των εισοδημάτων των εργαζομένων και να αναζητήσουν τρόπους προκειμένου να δρομολογηθεί μια απολύτως απαραίτητη κοινωνικο - οικολογική μετάβαση.
Συνοψίζοντας, η CETA δεν θα οδηγήσει μόνο σε οικονομικές απώλειες αλλά επίσης σε αύξηση της ανεργίας και της ανισότητας, με αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή σε ένα ήδη περίπλοκο και ευμετάβλητο πολιτικό περιβάλλον.
Δείτε την έρευνα:
CETA ή αλλιώς Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά. Τα τέσσερα αρχικά που βλέπουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις τελευταίες ημέρες. Mελέτη του Πανεπιστημίου Tuft, που παρουσιάζει το tvxs.gr, δείχνει ότι αν εφαρμοστεί η CETA, αυτό θα σημαίνει 230.000 χαμένες θέσεις εργασίας έως το 2023. Από αυτές οι 200.000 θα είναι στις χώρες τις ΕΕ. Το κέρδος των επιχειρήσεων θα αυξηθεί από 0,66% έως και 1,76%, αλλά την ίδια ώρα οι μισθοί των εργαζομένων θα συμπιεστούν από 316 - 331 ευρώ στην ΕΕ. Το ΑΕΠ θα μειωθεί από 0,49% έως και 0,96% ενώ θα ανοίξει η πόρτα στο μη βιώσιμο χρέος.
Η έρευνα που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη και το Περιβάλλον του Πανεπιστημίου Tufts τονίζει ότι η CETA αποβλέπει στην περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, των επενδύσεων και άλλων τομέων της κοινωνίας που μέχρι στιγμής προστατεύονται από τον ανταγωνισμό της αγοράς. Κατά συνέπεια, η CETA είναι κάτι περισσότερο από μια απλή «εμπορική συμφωνία» και πρέπει να εξετάζεται σε όλη της την περιπλοκότητα, χωρίς παρωπίδες.
«Διαβάζοντας» πίσω από τη CETA
Οι υπέρμαχοι της CETA υπογραμμίζουν την προοπτική της μεγαλύτερης αύξησης του ΑΕΠ λόγω της αύξησης των όγκων του εμπορίου και των επενδύσεων. Aπό τις επίσημες προβλέψεις προκύπτει αύξηση του ΑΕΠ έως και 0,08% για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 0,76% για τον Καναδά. Είναι όμως πραγματικά έτσι;
Γιατί, σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου Tufts, όλες αυτές οι προβλέψεις πηγάζουν από ένα και μόνο μοντέλο των εμπορικών ανταλλαγών, το οποίο υποθέτει πλήρη απασχόληση και κανέναν αρνητικό αντίκτυπο της κατανομής εισοδημάτων σε όλες τις χώρες, αποκλείοντας τους μεγάλους κινδύνους της βαθύτερης φιλελευθεροποίησης.
«Αυτή η έλλειψη διανοητικής πολυμορφίας και ρεαλισμού που συσκοτίζει την αντιπαράθεση γύρω από τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη της CETA επιβάλλει μια εναλλακτική αξιολόγηση που να βασίζεται σε ορθότερες παραδοχές ως προς την κατάστρωση των μοντέλων» τονίζει σχετικά η μελέτη.
Οι ερευνητές του Tufts πραγματοποίησαν εναλλακτικές προβλέψεις των οικονομικών επιπτώσεων της CETA χρησιμοποιώντας το Παγκόσμιο Μοντέλο Πολιτικής (GPM) των Ηνωμένων Εθνών. Όταν συνεκτιμηθούν οι αλλαγές στην απασχόληση και στην κατανομή του εισοδήματος, καθώς και το γεγονός ότι η CETA είναι κάτι περισσότερο από μια απλή εμπορική συμφωνία παλαιού τύπου, τα αποτελέσματα που προκύπτουν είναι πολύ διαφορετικά. Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η CETA θα επιφέρει ανεργία, ανισότητα, απώλειες ευημερίας και μείωση των ενδοενωσιακών εμπορικών ανταλλαγών.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η CETA θα οδηγήσει σε ενδοενωσιακή εκτροπή των εμπορικών ανταλλαγών. Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας μπορεί να βελτιωθούν, αλλά αυτό θα γίνει σε βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών της ΕΕ.
- Η CETA θα οδηγήσει σε μείωση του μεριδίου εισοδήματος που προέρχεται από την εργασία.Οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούνται από την CETA σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους θα αυξήσουν το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που προκύπτει από το κεφάλαιο, μειώνοντας το μερίδιο που προκύπτει από την εργασία. Έως το 2023, το μερίδιο των κερδών θα έχει αυξηθεί κατά 1,76% και κατά 0,66% στον Καναδά και την ΕΕ, αντιστοίχως, αντικατοπτρίζοντας τη μείωση στο μερίδιο της εργασίας. Η CETA θα οδηγήσει σε συμπίεση των μισθών. Έως το 2023, οι εργαζόμενοι θα έχουν χάσει μέσες ετήσιες αυξήσεις αποδοχών ύψους 1776 ευρώ στον Καναδά και μεταξύ των 316 ευρώ και 331 ευρώ στην ΕΕ, ανάλογα με τη χώρα. Οι χώρες με υψηλότερα μερίδια εισοδήματος από την εργασία και μεγαλύτερη ανεργία, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, θα υποστούν την πιο έντονη συμπίεση μισθών.
- Η CETA θα οδηγήσει σε καθαρές απώλειες δημόσιων εσόδων. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκούνται μέσω της CETA στις κυβερνήσεις από διεθνείς επενδυτές, και ο συρρικνούμενος χώρος πολιτικής για την υποστήριξη των εγχώριων επενδύσεων και της παραγωγής θα μειώσει τα δημόσια έσοδα και τις αντίστοιχες δαπάνες. Τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα θα αυξηθούν επίσης ως ποσοστό του ΑΕΠ σε κάθε χώρα της ΕΕ, ωθώντας τα δημόσια οικονομικά πιο κοντά στα όρια που έχουν τεθεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ ή και πέρα από αυτά.
- Η CETA θα οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας. Έως το 2023, περίπου 230.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν στις χώρες της CETA, από τις οποίες 200.000 στην ΕΕ και ακόμη 80.000 στον υπόλοιπο κόσμο, επιδεινώνοντας τον αυξανόμενο λόγο εξαρτώμενων ατόμων (τον μέσο αριθμό ατόμων που συντηρούνται από μία θέση εργασίας).
- Η CETA θα οδηγήσει σε καθαρές απώλειες από πλευράς ΑΕΠ. Καθώς οι επενδύσεις και η ζήτηση από το εξωτερικό παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, οι συνολικές μειώσεις της ζήτησης που θα προκληθούν από την αύξηση της ανεργίας θα πλήξουν επίσης την παραγωγικότητα και θα προκαλέσουν σωρευτικές απώλειες ευημερίας που θα ανέρχονται σε 0,96% και 0,49% του εθνικού εισοδήματος στον Καναδά και στην ΕΕ, αντίστοιχα. Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο (-0.23%) και η Γερμανία (-0.37%) θα πληγούν λιγότερο, η Γαλλία (-0.65%) και η Ιταλία (-0.78%) θα χάσουν περισσότερα από άλλες χώρες της ΕΕ (-0.53%).
Η μελέτη καταλήγει σε δυο βασικά γενικά συμπεράσματα:
- Πρώτον, ποσοτικές μελέτες οι οποίες εκ κατασκευής αγνοούν αποδεδειγμένους κινδύνους που συνδέονται με τη γενικευμένη φιλελευθεροποίηση, δεν αποτελούν επαρκή βάση προκειμένου να ενημερωθούν οι παράγοντες χάραξης πολιτικής για τις οικονομικές συνέπειες της CETA. Για να εξευρεθούν ουσιαστικές ενδείξεις ως προς τις πιθανές συνέπειες της CETA απαιτούνται εναλλακτικές προσεγγίσεις στην κατάστρωση μοντέλων, οι οποίες αναγνωρίζουν τους κινδύνους της βαθύτερης φιλελευθεροποίησης και μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τον αντίκτυπο και το κόστους τους.
- Δεύτερον, η επιδίωξη της τόνωσης των εξαγωγών ως υποκατάστατο της εγχώριας ζήτησης δεν αποτελεί βιώσιμη αναπτυξιακή στρατηγική για την ΕΕ ή για τον Καναδά. Στο τρέχον περιβάλλον υψηλής ανεργίας και χαμηλής ανάπτυξης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με μείωση του κόστους της εργασίας δεν μπορεί παρά να βλάψει την οικονομία. Εάν οι παράγοντες χάραξης πολιτικής υιοθετούσαν τη CETA και ακολουθούσαν αυτή την οδό, πολύ σύντομα θα έμεναν με μία μόνο επιλογή προκειμένου να αναζωπυρώσουν τη ζήτηση μπροστά στις αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις: να αυξήσουν τον ιδιωτικό δανεισμό, ενδεχομένως μέσω χρηματοοικονομικής χαλάρωσης των ρυθμίσεων, ανοίγοντας την πόρτα στο μη βιώσιμο χρέος και την χρηματοοικονομική αστάθεια. Αντί να επαναλάβουν τα ίδια σφάλματα του παρελθόντος, οι παράγοντες χάραξης πολιτικής πρέπει αντίθετα να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα με συντονισμένη και μακρόχρονη στήριξη των εισοδημάτων των εργαζομένων και να αναζητήσουν τρόπους προκειμένου να δρομολογηθεί μια απολύτως απαραίτητη κοινωνικο - οικολογική μετάβαση.
Συνοψίζοντας, η CETA δεν θα οδηγήσει μόνο σε οικονομικές απώλειες αλλά επίσης σε αύξηση της ανεργίας και της ανισότητας, με αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή σε ένα ήδη περίπλοκο και ευμετάβλητο πολιτικό περιβάλλον.
Δείτε την έρευνα:
Ποιο θα είναι το μέλλον της CETA;
Η Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά αναμενόταν να κυρωθεί αυτή την εβδομάδα. Οι 28 χώρες της ΕΕ είχαν συμφωνήσει στην υπογραφή της, ωστόσο, το Βέλγιο τελικά δεν μπορεί την υπογράψει. Η κυβέρνηση της χώρας χρειάζεται την έγκριση των πέντε περιφερειακών Κοινοβουλίων για να προχωρήσει και η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Βαλονίας την απορρίπτει.
Ο Βέλγος πρωθυπουργός σήμερα ενημέρωσε επίσημα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι η χώρα του δεν υπογράφει τη συμφωνία. Σημείωσε, ωστόσο, ότι το Βέλγιο θα συνεχίσει το διάλογο και πρόσθεσε «είναι πολύ νωρίς να πούμε ότι η CETA έχει πεθάνει».
http://tvxs.gr/news/eyropi-eop/apokleistiko-i-ceta-xoris-paropides
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου