Με την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας για βομβαρδισμό της Συρίας να οδηγεί τις σχέσεις της μεγαλύτερης σε έκταση πετρομοναρχίας με τη Ρωσία στα άκρα, το μόνο που δεν περίμενε να ακούσει κανείς ήταν κοινές πρωτοβουλίες από τις δύο αυτές χώρες για επιστροφή στην κανονικότητα. Κι όμως, η κοινή τους ανακοίνωση στις 16 Φεβρουάριου για πάγωμα της παραγωγής πετρελαίου στα επίπεδα του Ιανουάριου υπόσχεται να βάλει ένα φρένο στην ανεξέλεγκτη πτώση της τιμής του μαύρου χρυσού, που από τα μέσα του 2014 έχει χάσει το 70% της αξίας του και πλέον κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω των 34 δολαρίων το βαρέλι.
Το ζητούμενο της πρωτοβουλίας τους επομένως ήταν η σταθεροποίηση της αγοράς πετρελαίου.
Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου σίγουρο ότι θα πετύχει. Καταρχάς, η ίδια η ανακοίνωση έχει όρους. Αναφέρει ότι παγώνουν την παραγωγή, ότι σταματούν, δηλαδή, να την αυξάνουν (και όχι ότι τη μειώνουν), υπό τον όρο να ακολουθήσουν κι άλλοι μεγάλοι παραγωγοί. Αν επομένως άλλα μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ), που ελέγχει μόνο το 40% της αγοράς, συνεχίσουν να στέλνουν στην παγκόσμια αγορά αυξημένες ποσότητες πετρελαίου για να καλύψουν τα κενά που δημιουργεί στα δημόσια έσοδά τους η καταβύθιση της τιμής του, τότε η ανακοίνωση που έγινε από το Κατάρ θα μείνει στα χαρτιά. Η ισχυρή πιθανότητα να συμβεί αυτό το ενδεχόμενο υπογραμμίζεται από τις αντιφάσεις που περιείχε η ίδια η απόφαση.
Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο μπορεί η παραγωγή της Ρωσίας να «χτυπούσε» μετασοβιετικό ρεκόρ, φτάνοντας 10,88 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα, και η Σαουδική Αραβία επίσης να διεκδικούσε ανάλογους άθλους, άλλες χώρες, ωστόσο, μόλις έμπαιναν στο τερέν. Το Ιράν, για την ακρίβεια, μόλις αποδεσμευόταν από τις κυρώσεις που οδήγησαν τις εξαγωγές του την πενταετία 2011-2015 στα μισά της προ κυρώσεων εποχής. Μια στοίχιση, λοιπόν, πίσω από την απόφαση Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας από πλευράς του θα ισοδυναμεί με παράταση των κυρώσεων, για την άρση των οποίων κατέβαλε βαρύτατο πολιτικό τίμημα.
Κι αν η Μόσχα, για καθαρά πολιτικούς λόγους, μπορεί να ανεχτεί από την Τεχεράνη μια σημαντική αύξηση της παραγωγής της, γιατί να κάνει το ίδιο και το Ριάντ, που δεν χάνει ευκαιρία να ρίχνει λάδι στη φωτιά των διμερών τους σχέσεων; Περαιτέρω, γιατί και η ίδια αυτή η πρωτοβουλία να μην ήταν ένα ακόμη τρικ του Οίκου των Σαούντ, με τελικό ζητούμενο να εκθέσει το Ιράν στους κόλπους του ΟΠΕΚ; Σύντομα θα μάθουμε…
Αναδιάρθρωση στον πετρελαϊκό κλάδο
Ωστόσο, ακόμη κι αν η απόφαση παγώματος της παραγωγής πετρελαίου στα επίπεδα του Ιανουάριου αποδειχτεί άκαρπη, έχουν ήδη δρομολογηθεί εξελίξεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να βγει πραγματική η πρόβλεψη της Morgan Stanley για άνοδο της τιμής του βαρελιού πάνω από τα 80 δολάρια μετά το 2018. Μέχρι στιγμής έχουν ακυρωθεί επενδυτικά σχέδια, που πλέον κρίνονται ασύμφορα, συνολικής αξίας άνω των 400 δις δολαρίων. Είναι μια εξέλιξη που ακυρώνει μελλοντικά σχέδια αύξησης της παραγωγής. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνα της Deloitte, μεταξύ 500 εισηγμένων εταιρειών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο 175 εταιρείες του κλάδου είναι αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Κι αυτό, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι το 95% των συγκεκριμένων παραγωγών μπορεί να παράγει πετρέλαιο κάτω από 15 δολάρια το βαρέλι! Εν συντομία, η πτώση της τιμής του πετρελαίου έχει ενεργοποιήσει τάσεις αναδιάρθρωσης του κλάδου που προετοιμάζουν την άνοδο της τιμής του.
Αυτή η βεβαιότητα, ωστόσο, ενδεχομένως σε πολλούς να θυμίζει την απάντηση του Κέινς «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί»… Γιατί πολύ πιο σύντομα, κι όσο η τιμή του μαύρου χρυσού θα κινείται στα επίπεδα του… τσίγκου, θα λήγουν συμβόλαια παραγώγων με τιμές που κινούνταν στη στρατόσφαιρα, δημιουργώντας ζημιές πολλών δις! Δεκάδων; Εκατοντάδων; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, και οι πρωταγωνιστές του εν εξελίξει δράματος, όπως η Deutsche Bank, συνεχίζουν να κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά. Η δε πρεμούρα που επέδειξε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να σπεύσει δημοσίως να δηλώσει ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας γύρω από την Deutsche Bank δεν καθησύχασε τους παροικούντες τα χρηματοπιστωτικά Σόδομα και Γόμορρα. Γιατί τα νούμερα βοούν: οι ζημιές που ανακοίνωσε πρόσφατα η Deutsche Bank φτάνουν τα 6,8 δις δολάρια, οι απολύσεις τα 35.000 άτομα και η έκθεσή της σε παράγωγα τα 55 τρις δολάρια, με ένα σημαντικό, μάλιστα, μέρος να εντοπίζεται σε πετρελαιοεξαγωγικές χώρες! Αν όλα αυτά δεν γεννούν ανησυχία, τότε τι;
Η αλήθεια όμως είναι ότι η βουτιά στις τιμές του πετρελαίου δεν είναι ο μοναδικός λόγος που έχει οδηγήσει τις τιμές των τραπεζικών μετοχών να καταγράφουν από την αρχή του έτους μείωση κατά 20% περίπου. Τη σημαντικότερη -αν και πολύ γενική- αιτία την περιέγραψε πρόσφατα ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, σημειώνοντας ότι «φαίνεται να ζούμε ακόμη στην οικονομική εποχή στην οποία μπήκαμε το 2008, μια εποχή επίμονης αδυναμίας, με σημαντικότερες προκλήσεις τον αποπληθωρισμό και την ύφεση και όχι τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα».
Ειδικά για τις τράπεζες ο αναλυτής των Financial Times Μάρτιν Γουλφ έγραφε πρόσφατα ότι «οι τραπεζικές μετοχές έχουν αποτύχει να ανακάμψουν από τις μεγάλες ζημιές που υπέστησαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009. Στις 15 Φεβρουάριου 2015 ο δείκτης S&P 500 ήταν 23% υψηλότερα από τα επίπεδα που ήταν στις 2 Ιουλίου του 2007, αλλά ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας ήταν ακόμη 51% χαμηλότερα από τότε. Ο δείκτης FTSE Eurofirst ήταν 21 % χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007, αντανακλώντας την προβληματική ευρωπαϊκή ανάκαμψη»…
Εποχή επίμονης αδυναμίας
Τα πράγματα από δω και πέρα θα γίνουν ακόμη χειρότερα. Οι κεντρικές τράπεζες ως τώρα -και, διαμέσου αυτών, οι κυβερνήσεις- για να δώσουν την απαραίτητη ώθηση στις οικονομίες τους, ώστε να ξεφύγουν από την παγίδα του 2008 που περιέγραφε ο Κρούγκμαν, υιοθέτησαν την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων. Δηλαδή, αποδεχόμενες ότι η έλλειψη επενδύσεων δημιουργεί πρόβλημα, κατέληξαν πως αυτό που λείπει για ένα νέο κύμα επενδύσεων είναι το φθηνό κόστος χρήματος. Έτσι, μηδένισαν το κόστος του χρήματος για τις κεντρικές τράπεζες, ωθώντας σε πολύ χαμηλά επίπεδα και το κόστος δανεισμού, μήπως με τον τρόπο αυτό γίνει η επανεκκίνηση στην οικονομία. Για τους πολιτικούς και τις κεντρικές τράπεζες προφανώς τα αστρονομικά κέρδη που εξακολουθεί να δημιουργεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αποτρέποντας τις επενδύσεις στη μεταποίηση, ή η καθήλωση μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, που έχουν τελματώσει τη ζήτηση και την παραγωγή, αποτελούν ήσσονος σημασίας πρόβλημα…
Ενώ, λοιπόν, η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων αποδεικνύεται αναποτελεσματική, αντικαθίσταται από μια πολιτική που συνιστά φαινομενικά κάτι διαφορετικό, επί της ουσίας όμως αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη και αναβάθμισή της: την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Το πρόστιμο ουσιαστικά που επιβάλλουν πλέον στα «παρκαρισμένα» ρευστά διαθέσιμα οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες (Ιαπωνίας, Ελβετίας, Δανίας, Σουηδίας, Δανίας και ΕΚΤ) δεν είναι μόνο ότι μειώνουν κάθετα τα κέρδη των τραπεζών από την κατεξοχήν τους δραστηριότητα, που είναι οι καταθέσεις και οι χορηγήσεις, συμβάλλοντας στην πτώση της τιμής των μετοχών τους.
Το σημαντικότερο είναι ότι έχει τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ζητούμενο, π.χ., εκ μέρους των σχεδιαστών αυτής της πολιτικής είναι η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, για να διευκολυνθούν οι εξαγωγές και η στήριξη των μετοχών. Στην Ιαπωνία, που αποτελεί ιδανικό εργαστήριο, οι τιμές των μετοχών έπεσαν και το γιεν αυξήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 10%. Εν ολίγοις, εκεί όπου εφαρμόστηκε ολοκληρωμένα η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων όξυνε και δεν άμβλυνε τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της προηγούμενης περιόδου.
Σε αυτό το περιβάλλον, προσπάθειες σταθεροποίησης, όπως αυτή που επιχειρείται με πρωταγωνιστές τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία στην αγορά πετρελαίου, ακόμη κι αν πετύχουν, απέχουν πολύ από το να αναστρέψουν την κατάσταση κρίσης που επικρατεί.
http://vathikokkino.gr/archives/102275
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου