Η αποκάλυψη των όψεων του «Ακροπόλ Παλάς» με ώθησε να περπατήσω κατά μήκος της οδού Πατησίων. Εφτασα ώς τη στάση Καλλιφρονά και, ενώ είδα πολλά, οικεία αλλά και καινούργια, θα εστιάσω στην αίσθηση από την Πατησίων ένα πρωινό με ωραίο, χειμωνιάτικο ήλιο που επέτρεπε μία εκτυφλωτική θέα σε όλα τα κτίρια με μονή αρίθμηση. Ηταν όλα λουσμένα στο φως, γι΄αυτό βάδιζα κυρίως από το πεζοδρόμιο της σκιάς, προκειμένου να χαίρομαι αυτή τη θέα αλλά και για να φωτογραφίζω τα κτίρια λουσμένα σε χρυσό φως, περιγράφει σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» ο Νίκος Βατόπουλος.
Το «Ακροπόλ Παλάς» το είδα σαν αναγεννώμενο φοίνικα. Πρώτη φορά το έβλεπα σε αυτή τη βαθιά ώχρα. Ηταν τόσο έντονη, που με δυσκολία έφερνα στον νου εκείνο το υπόλευκο, λερωμένο ζαχαρί των προηγούμενων δεκαετιών. Δίπλα του, όλα έμοιαζαν κουρασμένα, και ήταν. Αλλά όσο προχωρούσα κατά μήκος της Πατησίων, ένιωθα σαν να περπατούσα στο ανήλιαγο εσωτερικό ενός κήτους και ταυτόχρονα ήταν σαν να ήμουν σε έναν αστικό κήπο αναμνήσεων. Αρχισα να βλέπω και πάλι τις παλαιές πολυκατοικίες με τη ματιά που μου δάνειζε η συγκεκριμένη, φωτερή μέρα, με το βλέμμα βαπτισμένο σε μία αθηναϊκή λιακάδα.
Κολυμπούσα σε ένα αστικό πέλαγος, με τις πολυκατοικίες της Πατησίων να παρελαύνουν. Εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον, δεν μπορούσα να φανταστώ τίποτε πιο αθηναϊκό, τίποτε πιο γνήσια μεσοαστικό, δεν μπορούσα να νιώσω τίποτε πιο αυθεντικό γύρω από την ταυτότητα της Πατησίων.
Ακούγεται παράξενο, ενδεχομένως, αλλά ο χωνεμένος χρόνος, έτσι όπως αποκτούσε ύλη, ταυτιζόταν σταδιακά με μια «ηλικία» της πόλης. Είχε νιότη η Πατησίων του ‘50 και του ‘60, όταν χτιζόταν σαν να μην υπήρχε αύριο, αλλά αυτό που έκτοτε αποκρυσταλλώθηκε και που το έβλεπα πλέον τώρα μπροστά μου ήταν περισσότερο μία σκιά. Παρ’ όλα αυτά, παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι τα αστικά διαμερίσματα της οδού Πατησίων είχαν παρακμάσει, η αύρα τους τα τύλιγε και χυνόταν στον δρόμο σαν χλωμές ηλιαχτίδες. Περνούσα τη μία είσοδο μετά την άλλη, και ούτε μία δεν μου ήταν αδιάφορη. Από τις προπολεμικές, 80 και 90 ετών, έως τις πιο πρόσφατες, των 60, 55 και 50 ετών, ήταν όλες πύλες σε μια αστική ζωή. Στους ορόφους έβλεπα την οργάνωση μιας μοντέρνας καθημερινότητας, όπως την εννοούσαν κάποτε, συγκροτημένη, με αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια.
Οι περισσότερες –αν όχι όλες– προσόψεις αυτών των αστικών κτιρίων ήταν ασυντήρητες. Πολλές ήταν ρυπαρές, άλλες εγκαταλελειμμένες, κάποιες κατατμημένες και ακυρωμένες με αυθαίρετες παρεμβάσεις. Λίγες μόνο κρατούσαν μία συνοχή πρόσοψης. Αλλά όλες μετατρέπονταν σε οθόνες προβολής της δικής μου φαντασίας. Και στις οθόνες αυτές μπορούσα να δω το μέλλον αυτών των πρόωρα γηρασμένων πολυκατοικιών, όταν θα είναι όλες συντηρημένες με το vintage look του 1950 και του 1960 σε όλη του τη δόξα. Με αντίστοιχα έπιπλα στις εισόδους, με αριθμούς και γραμματοσειρές που να ταιριάζουν, με τα πλακίδια, τα μωσαϊκά, τα μάρμαρα και τα αρτιφισιέλ να λάμπουν. Μου αρέσει να το σκέφτομαι, και το πιστεύω βαθιά, οι γενιές του 2050 και μετά θα συγκινούνται μπροστά σε όσα άφησε η Αθήνα τις μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Ενιωσα σαν να είμαι ένας Αθηναίος του 1915 και να περπατάει σε έναν δρόμο γεμάτο κτίρια του 1850 και του 1860. Αυτή η σκοτεινή περίοδος για την Πατησίων μπορεί να συμπίπτει απλώς με μια μακρά παρένθεση.
Πηγή: «Καθημερινή»
http://www.aftodioikisi.gr/politistika/oi-astikes-polikatoikies-tis-odou-patision
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου