Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Τα παιδικά χρόνια και η πρώτη εξορία

Μια ζωή σαν Ιστορία που έγραψε Ιστορία... Αυτή είναι η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία παραδίδεται σε όλους τους Ελληνες μέσα από την προσφορά της αυτοβιογραφίας του από το «Εθνος της Κυριακής» σε συνεργασία με τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τα παιδικά χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη και η σχέση του με τον πατέρα του, η πρώτη εξορία στην Ικαρία και το ξέσπασμα του πολέμου εξιστορούνται από τον ίδιο με γλαφυρό τρόπο στους «Δρόμους του Αρχάγγελου
Τα παιδικά χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη και η σχέση του με τον πατέρα του, η πρώτη εξορία στην Ικαρία και το ξέσπασμα του πολέμου εξιστορούνται από τον ίδιο με γλαφυρό τρόπο στους «Δρόμους του Αρχάγγελου», στον πρώτο τόμο που κυκλοφορεί αύριο με το «Εθνος της Κυριακής»
Το μεγάλο αυτό «ταξίδι» ξεκινά αυτήν την Κυριακή με τον πρώτο τόμο της έκδοσης «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» και θα συνεχιστεί τις επόμενες εβδομάδες με τους άλλους δύο τόμους του ίδιου έργου και τους τέσσερις τόμους του επίσης αυτοβιογραφικού «Χρέους».

Ποιος μπορεί να διηγηθεί καλύτερα την πολυτάραχη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη από τον ίδιο; Κανείς. Η γλαφυρή διήγηση ιστοριών εξάλλου ήταν πάντα ένα από τα πολλά μεγάλα ταλέντα του. Αληθινός και χειμαρρώδης, σκληρός αλλά και συναισθηματικός, αγωνιστικός αλλά και μελωδικός ο Μίκης γράφει τη δική του ιστορία.
Μια προσωπική ιστορία που σημαδεύεται και σημαδεύει σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας.
Τα παιδικά χρόνια και η πρώτη εξορία
Ο πρώτος τόμος των «Δρόμων του Αρχάγγελλου» είναι χωρισμένος σε τέσσερις μεγάλες ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, στις περιπλανήσεις του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, στις εικόνες και στα συναισθήματα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και οδήγησαν τα βήματά του. Η δεύτερη ενότητα καλύπτει τη χρονική περίοδο 1940-1943, μια εποχή που ο Μίκης, σε μια προσπάθεια να βρει έναν λόγο για να υπάρξει, ανακαλύπτει τη μουσική, τον μαρξισμό, την αντίσταση.
Στην τρίτη ενότητα, παρακολουθούμε τα βήματά του από το 1943 έως το 1947. Είναι η εποχή που θα γραφτεί στο Ωδείο Αθηνών, θα γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, τη Μυρτώ, θα βουτήξει στα βαθιά νερά της Αρμονίας, θα οργανωθεί στο ΕΑΜ, θα συμμμετέχει στα Δεκεμβριανά για να ακολουθήσει η τέταρτη ενότητα (1947-1949) με την εξορία στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, τα βασανιστήρια αλλά και τη φλόγα της συνθετικής δημιουργίας.
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Η συνάντηση με τον Βενιζέλο
Οι παιδικές αναμνήσεις πολλές. Ποια απ' όλες να πρωτοδιαλέξεις; Η συνάντησή του πάντως με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο σπίτι όπου έμενε στα Γιάννενα, μικρό παιδί ακόμη, ήταν επεισοδιακή:
«Μπήκα στο σαλόνι και τους είδα να κάθονται στις πολυθρόνες. Ο πατέρας ολόιδιος όπως όταν είχε μπροστά του τον παππού μου. Με το σεις και με το σας. «Ιδού, κύριε πρόεδρε, ο διάδοχος, Μιχαήλ Θεοδωράκης. Εχει το όνομα του φίλου σας...» λέει με νόημα και χαμογελά. Ο Βενιζέλος μού πιάνει τα χέρια και, σαν ν΄ακούω τον παππού μου, μού λέει: «Να δούμε, θα γίνεις Κρητίκαρος σαν τον πατέρα σου;». Μου δίνει ένα μπατσάκι στο μάγουλο και προσθέτει: «Αλήθεια, με μισεί ακόμα ο Μιχαλάκης;».
«Μα όχι, κύριε Βενιζέλε. Θα έλεγα ότι έγινε και οπαδός σας». «Θεέ μου, τι ψέματα λέει», σκέφτηκα, «ο μπαμπάς», γιατί μόλις άκουσα το όνομα Βενιζέλος σκέφτηκα τον παππού μου που του φώναζε «Δεν θέλω να ακούσω το όνομα αυτό!» Ωστε, λοιπόν, αυτός ήταν. «Λοιπόν Μίκη, δηλαδή Μιχάλη», μου λέει ο πατέρας, «θα πας τώρα σαν ήσυχο παιδάκι να γευματίσεις, και μετά τα μαθήματά σου. Χαιρέτησε πριν φύγεις...». Τότε πραγματικά θύμωσα με όλους αυτούς τους ξένους και, όπως το συνήθιζα όταν πίστευα πως είχα δίκιο, άρχισα να φωνάζω και να αναποδογυρίζω τις καρέκλες και ό,τι έβρισκα μπροστά μου.
Εγινε ένα μικρό πανδαιμόνιο. Επενέβη ο Βενιζέλος και είπε: «Μα τι θέλει το παιδί;» «Να κάτσει μαζί μας.» «Και γιατί δεν του κάνουμε το χατίρι;» «Μα τι λέτε, κύριε Πρόεδρε, θα τον μαυρίσω στο ξύλο.» Και πράγματι με έπιασε απ' τα αυτιά.
Τότε ο Βενιζέλος σηκώθηκε και με πήρε στην αγκαλιά του... Με κάθισε στα γόνατά του. Ομως ήταν πια πολύ αργά. Γιατί σ' αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν έβλεπα ότι τα χάνω όλα και ότι κινδυνεύω, αισθανόμουνα αυτόματα μια ζεστή υγρασία στα σκέλια μου, δηλαδή με απλά λόγια κατουριόμουνα στα βρακιά μου. Φαίνεται ότι σε κάποια στιγμή ο πρόεδρος της κυβερνήσεως αισθάνθηκε τα υγρά στο παντελόνι του, με ανασήλωσε λίγο για να δει τι συμβαίνει, και φυσικά εγώ όπου φύγει φύγει. Εγκαταλειμμένος απ' όλους και ντροπιασμένος, έτρεξα στον κήπο και χώθηκα στον κρυψώνα μου, στο κοτέτσι, περιμένοντας τη συντέλεια του κόσμου...».
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ '40
15 χρόνων στο μέτωπο
Οταν ξέσπασε ο πόλεμος του '40, ο Μίκης ήταν μαθητής στην Τρίπολη, 15 χρόνων. Επηρεασμένος από το έντονο κλίμα της εποχής και αναζητώντας έναν σημαντικό λόγο ύπαρξης, έκανε την πρώτη του απόπειρα να φύγει για το μέτωπο:
«Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αποφάσισα να πάω στο μέτωπο. Είχα διαβάσει τις σημειώσεις του πατέρα μου, «Πολεμικαί Σελίδες», που με τόση υπερηφάνεια διηγούνταν τη φυγή του από την Κρήτη - κρυφά από τους δικούς του, για να πάει στο μέτωπο, που, κατά σύμπτωση, και τότε βρισκόταν στην Ηπειρο. Ακολουθώντας το ρεύμα των φαντάρων, πήγα στον σταθμό και μπήκα στο τρένο.
Δεν πήρα τίποτα μαζί μου για να μην κινήσω υποψίες. Την ώρα του φαγητού άνοιξαν όλοι τα μαντίλια με τα τρόφιμα και έγινε ένα κοινό τραπέζι. Από τον σταθμό Πελοποννήσου περάσαμε στον Σταθμό Λαρίσης και μόλις προλάβαμε το τρένο για τη Λάρισα. Από κει οι στρατιώτες με αυτοκίνητα ή και με τα πόδια πήγαιναν στα Γιάννενα, περνώντας από αριστερά, στο Μέτσοβο. Εξαντλημένος από το ταξίδι, κοιμόμουν βαθιά, κουβαριασμένος στον ξύλινο πάγκο του τρένου, όταν με ξύπνησαν. Ηταν χωροφύλακες.
Αμέσως κατάλαβα ότι το ταξίδι μου έφτασε στο τέρμα του. Χωρίς πολλές κουβέντες αλλάξαμε τρένα και μπήκαμε στον δρόμο του γυρισμού.
Απογοητευμένος και πληγωμένος αρνήθηκα να φάω. Μισούσα τον πατέρα μου και βιαζόμουν να τον δω, να του τα πω και να ξεσπάσω.
Με περίμενε στον σταθμό στην Τρίπολη. Δεν είπαμε τίποτα μπροστά σε τρίτους. Βαδίσαμε σιωπηλοί έως το σπίτι μας, όπου η μάνα μου με τον αδελφό μου κρεμάστηκαν πάνω μου, κλαίγοντας και σκούζοντας.
Αφού πέρασε η πρώτη μπόρα, τότε μίλησα ήμερα στον πατέρα μου: «Είσαι ψεύτης, γιατί μιλάς για πατριωτισμό και με εμποδίζεις να κάνω κι εγώ το καθήκον μου όπως το 'κανες κι εσύ».
Δεν βρήκε άλλο επιχείρημα, παρά το ότι αυτός ήταν 16 κι εγώ μόνο 15 χρονών. Ηταν αστείο. Τότε τους δήλωσα ότι δεν έχω θέση στο σπίτι και, όπως ήμουνα, κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και βγήκα στον δρόμο».
ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ
Οι στίχοι στον βράχο
Η εξορία έγινε τόπος δημιουργίας. Οι αγώνες και τα βάσανα έγιναν τραγούδια. Ο Μίκης διηγείται ανασύροντας μνήμες από μια βραδιά στην Ικαρία: «Το ίδιο βράδυ, πρότεινα στο θάλαμο να γράψουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι. Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή: ''Θάλασσες μας ζώνουν'', ''κύματα μας κλειούν'', λέει ένας άλλος.
Ο καθένας έβρισκε κι έναν στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. ''Σ' άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν/στείλαν του λαού μας/ τ΄ άξια τα παιδιά/ για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά''. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στο βράχο.
Το βράδυ τούς τραγούδησα το νέο μας τραγούδι.
Το μάθαμε τόσο ωραία -με τριφωνίες- που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω απ' τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μάς ακούσουν κι οι άλλοι.
Το μεσημέρι στο καφενείο μάς ρωτούσαν: ''Τι είναι αυτό που τραγουδούσατε μες στη νύχτα;''.
Το ίδιο βράδυ, μετά το σισσίτιο, το είπαμε στην ομάδα. Ετσι γράφτηκε και τραγουδήθηκε ''Το Τραγούδι της Εξορίας''. Εγραψα τότε κι άλλα δύο τραγουδάκια. Το ένα για το άρθρο δέκα, που μας διατάζει ''να μην έχουμε γυναίκα'', και το άλλο για τους ''τρεις αρραβωνιασμένους στην Ικαρία'' σε ρυθμό καλαματιανό, που το χορεύαμε στις μουσικοχορευτικές μας εσπερίδες».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΚΑ
ankoyka@pegasus.gr

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22808&subid=2&pubid=64090350

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου