Ο περισσότερος κόσμος στο άκουσμα της λέξης διανόηση προσλαμβάνει την εν λόγω έννοια μάλλον με έναν περιορισμένο τρόπο. Ταυτίζει το διανοούμενο με τον άνθρωπο που παράγει πνευματική σκέψη, την αποτυπώνει στο χαρτί, τη δημοσιοποιεί και είναι σχετικά αναγνωρίσιμος. Έτσι, ως διανοούμενος θεωρείται κυρίως ο φιλόσοφος, ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο πολιτικός αναλυτής, ο καλλιτέχνης, αλλά όλοι αυτοί δεν είναι παρά ένα μέρος της διανόησης.
Στο κείμενο που ακολουθεί παραθέτουμε α) τη μαρξική και λενινιστική προσέγγιση της έννοιας των τάξεων, β) τη μαρξιστική προσέγγιση της έννοιας της διανόησης, γ) την ιστορική διαδρομή της διανόησης και την προσέγγιση του Γκράμσι και της Τσέτκιν, δ) τις μικροαστικές και αστικές προσεγγίσεις της έννοιας και του ρόλου της διανόησης, ε) την άποψή μας για το σύγχρονο ρόλο της διανόησης και στ) η παρέμβασή μας θα κλείσει με ορισμένα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στην ελληνική διανόηση.
I. Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν για τις τάξεις
Οι Μαρξ και Ένγκελς σε διάφορα σημεία του έργου τους επιχείρησαν να οριοθετήσουν εννοιολογικά την τάξη. Έτσι, γράφουν στη Γερμανική Ιδεολογία: «[…] Τα ξεχωριστά άτομα διαμορφώνουν μια τάξη μονάχα εφόσον έχουν να διεξάγουν έναν κοινό αγώνα εναντίον μιας άλλης τάξης […] Από την άλλη μεριά, η τάξη με τη σειρά της αποκτάει μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη και απέναντι στα άτομα, έτσι που τα τελευταία βρίσκουν τους όρους της ύπαρξής τους προδιαγραμμένους, και επομένως η θέση τους στη ζωή και η προσωπική τους εξέλιξη έχουν προσδιοριστεί από την τάξη τους, έχουν υποταχθεί σε αυτή.»[1].
Η παραπάνω τοποθέτηση των κλασικών βρίσκεται σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Ωστόσο, φρόντισαν να μας δώσουν διατυπώσεις περισσότερο συγκεκριμένες, όπως η παρακάτω: «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, που είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο, εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορέσουν να ζήσουν»[2].
Υπάρχουν και άλλα σημεία διάσπαρτα στο μαρξικό έργο, από τα οποία μπορεί κάποιος να αντλήσει θεωρητικά αποφθέγματα σε σχέση με τις τάξεις. Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το Κεφάλαιο κι έτσι δε μας έδωσε μια πιο μεθοδική ανάλυση σε σχέση με τις τάξεις. Είχε, όμως, θέσει τα θεμέλια για μια υλιστικοδιαλεκτική προσέγγιση, τα οποία αξιοποίησε ο Λένιν. Έτσι, ο Λένιν στον πληρέστερο ορισμό που έχει δοθεί θεωρεί πως: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, και συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται την δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»[3].
Επομένως, με βάση τα λενινιστικά κριτήρια αστός είναι αυτός που κατέχει μέσα παραγωγής, ιδιοποιείται υπεραξία, έχει διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή και το ύψος του εισοδήματός του είναι υψηλό, τέτοιο που να μπορεί να ζει άνετα ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του ή/και να του δίνει τη δυνατότητα να αυτοαξιοποιήσει το κεφάλαιό του, θα συμπληρώναμε.
Από την άλλη, προλετάριος είναι εκείνος που δεν έχει στην κατοχή του μέσα παραγωγής, δεν ιδιοποιείται υπεραξία, ζει πουλώντας την εργατική του δύναμη, δεν έχει διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή και το εισόδημά του τον φτάνει οριακά ή δεν τον φτάνει για να αναπαράγει την εργατική του δύναμη με την υποσημείωση ότι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης διέπεται από ιστορικότητα[4].
Προφανώς ανάμεσα στον αστό και τον προλετάριο υπάρχουν «γκρίζες» ζώνες. Έτσι, τα μεσαία στρώματα, έχουν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής αλλά όχι αρκετά και τόσα, ώστε αναγκάζονται να εργάζονται και τα ίδια, οι διαστάσεις του εργατικού δυναμικού από το οποίο ιδιοποιούνται την υπεραξία δεν είναι τέτοιες που να τους εξασφαλίζουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή κεφαλαίου. Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι στην παραγωγή παίζουν διευθυντικό κι εκτελεστικό ρόλο ταυτόχρονα και το ύψος του εισοδήματός τους παλινδρομεί ανάμεσα στο αστικό και το προλεταριακό.
Εκτός των μεσαίων στρωμάτων υπάρχουν ακόμη το λούμπεν προλεταριάτο (εξαθλιωμένα τμήματα του λαού)[5], οι μισοπρολετάριοι (επιβιώνουν μέσω της μισθωτής εργασίας, ενώ μπορεί να έχουν μικρά εισοδήματα είτε από ενοίκια, είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες κ.ά.)[6], η εργατική αριστοκρατία (εργάτες που απολαμβάνουν υψηλότερων από το μέσο εργατικό εισόδημα απολαβών και κατέχουν υψηλόβαθμες συνδικαλιστικές θέσεις κ.λπ.)[7], η υψηλόβαθμη κρατική γραφειοκρατία (που είναι ουσιαστικά τμήμα της αστικής τάξης).
Ορισμένες παρατηρήσεις:
α) Η εφαρμογή των λενινιστικών κριτηρίων πρέπει να γίνεται στο σύνολό τους. Ωστόσο, το καθοριστικό είναι η κατοχή των μέσων παραγωγής, γιατί η σφαίρα της παραγωγής είναι η καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος.
β) Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις κατά τις οποίες ένα από τα κριτήρια και μάλιστα όχι το καθοριστικό (κατοχή μέσων παραγωγής) μπορεί να προσδιορίσει την ταξική θέση. Για παράδειγμα υπάρχουν επαγγέλματα στην αστική κοινωνία που το ύψος του εισοδήματος τους καθορίζει και την ταξική θέση π.χ. μεγαλογιατροί.
γ) Η κοινωνική διαίρεση σε τάξεις δε συνεπάγεται και την ομοιομορφία των τάξεων τόσο από άποψη ιδεολογικής και πολιτικής στάσης, όσο και από την άποψη του αντικειμενικού τους ρόλου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Για παράδειγμα, ένας εργάτης μπορεί να είναι παραγωγικός με την έννοια ότι παράγει άμεσα υπεραξία στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, να συμβάλλει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου αλλά όχι στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, να είναι παραγωγικός σε ένα μεγάλο εργοστάσιο ή σε μια βιοτεχνία ή απλώς να είναι μη παραγωγικός. Όλοι οι παραπάνω είναι εργάτες, αλλά με διαφορετικό ειδικό βάρος στον αντικειμενικό ρόλο τους στην κοινωνική εξέλιξη.
II. Μια απόπειρα ορισμού της έννοιας στρώμα και της έννοιας διανόηση με υλιστικά κριτήρια
Εκτός των τάξεων υπάρχουν και τα στρώματα. Η έννοια στρώμα χρησιμοποιείται με διττή σημασία. Αντιστοιχεί σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που απαρτίζεται από μέλη διαφορετικών τάξεων αλλά αυτά χαρακτηρίζονται από ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ή αντιστοιχεί σε ομάδα ανθρώπων που βρίσκεται ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις και κάποια μέλη της είτε συμπιέζονται και μεταβαίνουν ή τείνουν να μεταβούν στην χαμηλότερη κοινωνική κατηγορία, είτε ανεβαίνουν στην παραπάνω[8].
Όταν μιλάμε για τη διανόηση στη μονοπωλιακή βαθμίδα του καπιταλισμού, τότε αυτή υπάγεται στην πρώτη έννοια του στρώματος: η διανόηση είναι ένα στρώμα εντός του οποίου συναντώνται και οι δυο βασικές τάξεις, αλλά και κάποια μεσαία στρώματα.
Ωστόσο η διανόηση δεν υπήρξε με ενιαία μορφή στην κοινωνική εξέλιξη. Άλλη μορφή και άλλο ρόλο είχε στην προκαπιταλιστική κοινωνία και στη μη μονοπωλιακή βαθμίδα του καπιταλισμού κι άλλη στη μονοπωλιακή. Ποιο είναι όμως το κοινό χαρακτηριστικό που «κουβαλά» διαχρονικά;
Είναι γνωστό ότι ο πιο χαρακτηριστικός καταμερισμός εργασίας είναι αυτός ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία που συνοδεύεται και από την αντίθεση την οποία παράγει. Η πνευματική εργασία είναι ο κοινός παρονομαστής της διανόησης σε όλες τις φάσεις της κοινωνικής εξέλιξης. Αυτή η παρατήρηση δεν αποτελεί βεβαίως έναν ορισμό της έννοιας διανόηση. Ο Λένιν επιχείρησε να δώσει μια σκιαγράφηση της εν λόγω έννοιας γράφοντας τα εξής: «[…] Ο καπιταλισμός σε όλους τους τομείς της λαϊκής εργασίας αυξάνει με εξαιρετική ταχύτητα τον αριθμό των υπαλλήλων, παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερη ζήτηση διανοουμένων. Οι διανοούμενοι αυτοί κατέχουν μια ιδιόμορφη θέση ανάμεσα στις άλλες τάξεις, προσκολλημένοι εν μέρει στην αστική τάξη εξαιτίας των δεσμών τους, των αντιλήψεών τους κτλ., κι εν μέρει στους μισθωτούς εργάτες, στο βαθμό που ο καπιταλισμός αφαιρεί ολοένα και περισσότερο από το διανοούμενο την αυτοτέλειά του, τον μετατρέπει σε εξαρτημένο μισθωτό και απειλεί να υποβιβάσει το βιοτικό του επίπεδο…»[9] (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Μια πιο σύγχρονη απόπειρα υλιστικοδιαλεκτικού ορισμού της διανόησης δόθηκε από τονΠ.Π. Άμελιν: «Διανόηση είναι μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία (στρώμα), που αποτελείται από άτομα για τα οποία η υψηλή ειδίκευση και η ειδικευμένη διανοητική εργασία σε οποιοδήποτε τομέα της κοινωνικοϊστορικής δραστηριότητας, είναι επάγγελμα και το μοναδικό ή τουλάχιστον το κύριο μέσο συντήρησής τους. Τα άτομα αυτής της κοινωνικής κατηγορίας (στρώματος), εξυπηρετώντας ποικίλες ανάγκες και συμφέροντα μιας ορισμένης τάξης ή τάξεων του δοσμένου κοινωνικού καθεστώτος, αποκτούν για τον εαυτό τους τα μέσα για τη ζωή χρησιμοποιώντας τις διανοητικές ικανότητες. Η επαγγελματική διανοητική εργασία για τους διανοούμενους δεν αποτελεί επουσιώδη, αλλά βασικό τομέα της δράσης τους στη ζωή. Στον τομέα αυτό εκδηλώνονται πριν απ’ όλα οι τάσεις και τα χαρίσματά τους, καλλιεργούνται οι δημιουργικές τους ροπές και τα κοινωνικά τους ιδανικά, αποκρυσταλλώνονται οι πολιτικοί και ηθικοί κανόνες και προσανατολισμοί τους, διαμορφώνονται και επιβάλλονται ως προσωπικότητες»[10].
Σε μεγάλο βαθμό ο παραπάνω ορισμός προσεγγίζει με ακρίβεια την έννοια της διανόησης, αλλά, όπως κάθε ορισμός που είναι μια αφαίρεση, δεν μπορεί να αποδώσει την έννοια στην ολότητά της. Για παράδειγμα, δεν παίρνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διανόησης στην ιμπεριαλιστική βαθμίδα του καπιταλισμού και ιδιαίτερα τη σημερινή φάση που οι τεχνολογίες παίζουν έναν ακόμη πιο βαρύνοντα ρόλο σε σχέση με παρελθούσες εποχές του καπιταλισμού.
Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως η έννοια της διανόησης δεν ταυτίζεται με την έννοια της ιντελιγκέντσιας. Η ιντελιγκέντσια ορίζεται ως «μία ιδιαίτερη ομάδα περισσότερων ή λιγότερων εκπαιδευμένων προσώπων, έντονα διαπνεόμενων από ηθικές και ιδεολογικές αρχές και αφοσιωμένων στην υπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης του λαού»[11]. Αυτό σημαίνει πως η ιντελιγκέντσια δε απασχολείται απαραίτητα στον τομέα της πνευματικής εργασίας και δεν έχει απαραίτητα σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ιντελιγκέντσια αφορά στην κοινωνική δραστηριότητα και όχι στη θέση που έχει κάποιος στην παραγωγή και το είδος εργασίας του. Για να το πούμε σε μαθηματική γλώσσα το σύνολο της διανόησης με το σύνολο της ιντελιγκέντσιας, δεν είναι ίσα, αλλά έχουν τομή διαφορετική του κενού.
III. Ιστορική διαδρομή της διανόησης και η προσέγγιση του Γκράμσι και της Τσέτκιν
Κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ο ρόλος της διανόησης ήταν αυτός του ιδεολογικού εκπροσώπου της άρχουσας τάξης. Αποτελούσε τη συνέχεια των ιδεολογικών «κλειστών τάξεων» που δημιουργήθηκαν προκαπιταλιστικά από το διαχωρισμό ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και τους ιδεολογικούς εκπροσώπους τους[12]. Η ολοένα και αμεσότερη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και η ταχεία καπιταλιστικοποίηση της οικονομίας, δημιούργησε ανάγκες στην παραγωγή για στελέχωσή της με μια πλειάδα ειδικευμένων εργαζομένων, τεχνικών, επιστημόνων κ.λπ. Αυτό σήμανε και το πέρασμα της διανόησης από τη μια έννοια του στρώματος στην άλλη. Από στρώμα-ιδεολογικός εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης μετατράπηκε σε διαταξικό στρώμα με αστικοποιημένα, μεσαία και προλεταριοποιημένα τμήματα.
Ο Γκράμσι, εντόπισε στις αναλύσεις του δυο είδη διανοούμενων: τους παραδοσιακούς και τους οργανικούς. Για το μεν πρώτο τύπο αναφέρει: «Η κατηγορία των εκκλησιαστικών μπορεί να θεωρηθεί ως κατηγορία διανοούμενων που ήταν οργανικά δεμένη με την αριστοκρατία της γης. Ήταν νομικά ίση με την αριστοκρατία που με αυτήν μοιραζόταν το δικαίωμα της φεουδαλικής ιδιοκτησίας της γης και τη χρήση των κρατικών προνομίων, που απορρέουν από την ιδιοκτησία.
»Μα το μονοπώλιο του εποικοδομήματος από μέρους των εκκλησιαστικών δεν ασκήθηκε χωρίς πάλη και περιορισμούς, κι ως εκ τούτου είχαμε τη γέννηση με διάφορες μορφές […] κι άλλων κατηγοριών, που ευνοήθηκαν κι ενισχύθηκαν από το δυνάμωμα της κεντρικής εξουσίας του μονάρχη ως τον απολυταρχισμό. Έτσι σχηματίστηκε η αριστοκρατία της τηβέννου με τα προνόμιά της, μια κατηγορία διαχειριστών κ.λπ., επιστήμονες, θεωρητικοί, μη εκκλησιαστικοί φιλόσοφοι κ.λπ.»[13].
Όσον αφορά στο δεύτερο τύπο του διανοούμενου ο Γκράμσι γράφει: «Κάθε κοινωνική ομάδα, που γεννιέται στο πρωταρχικό πεδίο μιας ουσιαστικής λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί της οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοούμενων, που της προσδίνουν ομοιογένεια και συνείδηση της αποστολής της, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στο κοινωνικό και στο πολιτικό: Ο καπιταλίστας επιχειρηματίας φέρνει μαζί του τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας παιδείας, ενός νέου δικαίου κ.λπ. […]»[14].
Τελικά ποια είναι η ασυμμετρία ανάμεσα στους δυο τύπους διανοούμενων; Ο Γκράμσι την εντοπίζει επικαλούμενος τη διαφοροποίηση Βορά-Νότου: «Στο Βορά, σε διάκριση από το Νότο, ο δεσμός ανάμεσα στην εργατική τάξη και το κράτος δεν εξαρτιόταν από ένα ολότελα νέο στρώμα διανοούμενων, αλλά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα»[15].
Τι σημαίνει αυτή η παρατήρηση του Γκράμσι; Ότι ο νέος τύπος διανοούμενου που βρίσκεται στην πόλη δεν αποτελεί πλέον τον ιδεολογικό υπηρέτη του κεφαλαίου που εξασφαλίζει την κοινωνική συναίνεση, αλλά σύμφωνα με άλλες του παρατηρήσεις είναι πλέον στενά δεμένος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, χωρίς να αποκλείεται και αυτός ο ρόλος του ιδεολογικού υπηρέτη, θα συμπληρώναμε εμείς.
Οι παρατηρήσεις του Γκράμσι ασφαλώς και δεν είχαν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, αλλά άμεσα πολιτικό.
Μια μεταγενέστερη ανάλυση, αν και όχι ιδιαίτερα χρονικά απομακρυσμένη, είναι αυτή της Κλάρα Τσέτκιν, όπως την παρέθεσε στο 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), στην οποία βρίσκουμε επίσης πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Η Τσέτκιν παρατηρεί την ύπαρξη χάσματος ανάμεσα στη συνείδηση της διανόησης και του αντικειμενικού συμφέροντός της. Ενώ οι διανοούμενοι πιστεύουν πως βρίσκονται σε αγεφύρωτη αντίθεση με το προλεταριάτο και ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αστική τάξη, κατά την Τσέτκιν ισχύει ακριβώς το αντίθετο[16].
Σπεύδει, όμως, να διευκρινίσει πως η διανόηση δεν είναι ενιαία ταξικά. Διακρίνει τρία στρώματα: το ένα χαρακτηρίζεται ως ανώτερο και βρίσκεται κοντά στην μπουρζουαζία είτε ως ενταγμένο σε αυτήν είτε τείνοντας να ενταχθεί, ένα δεύτερο είναι εκείνο το στρώμα που ζει με την παραδοσιακή μικροαστική άνεση που συνυπάρχει με τη μικροαστική στενότητα τόσο από οικονομική όσο και από πολιτιστική έννοια και τέλος ένα τρίτο στρώμα που βρίσκεται στα όρια του κουρελοπρολεταριάτου[17].
Η Τσέτκιν επιχειρεί επιπλέον να ερμηνεύσει την αύξηση της διανόησης στις καπιταλιστικές συνθήκες και σημειώνει ότι πρόκειται για μια αντικειμενική ανάγκη του καπιταλισμού και συγκεκριμένα αντικειμενική ανάγκη της καπιταλιστικής παραγωγής. Καθώς υπήρχε η ανάγκη η καπιταλιστική παραγωγή να ανέβει επίπεδο (βλέπε μεγιστοποίηση κερδοφορίας και κατάκτηση νέων αγορών) γεννιόταν και η ανάγκη για ένα νέο στρατό επιστημόνων και τεχνικών. Η αύξηση αυτή καθεαυτή καθώς και η επιδίωξη της αστικής τάξης να συμπιέσει το εισόδημα της διανόησης ενέτεινε την κοινωνική διαίρεση του στρώματος της διανόησης[18].
Η Τσέτκιν συνειδητοποιεί πως η συμμαχία προλεταριάτου-διανόησης είναι μείζονος σημασίας. Μάλιστα, εφοδιασμένη με την εμπειρία της ρώσικης επανάστασης και τις σοβαρές δυσκολίες που προέκυψαν τα πρώτα χρόνια εξαιτίας της καθυστέρησης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, σημειώνει τη σημασία της ύπαρξης ενός πλατιού στρώματος επιστημόνων και τεχνικών σε συνθήκες κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη[19]. Έτσι, καλεί από το βήμα την ΚΔ να εργαστεί προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμαχία διανόησης-εργατικής τάξης. Για τούτο προτείνει οι κομμουνιστές να δουλέψουν σε δυο επίπεδα: ένα ιδεολογικό, με βάση το οποίο πρέπει να γνωστοποιήσουν στη διανόηση την κομμουνιστική ιδεολογία (επί της ουσίας αναπαράγει τη λενινιστική άποψη για επαναστατικοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης «από τα έξω») κι ένα οικονομικό, στο οποίο δε θα πρέπει να παραβλεφτούν οι ανάγκες και τα αιτήματα των διανοούμενων, δίχως όμως να υπάρχει υπόκλιση στον όποιο συντεχνιασμό. Και η Τσέτκιν συνεχίζει προτείνοντας τη στελέχωση των κομμουνιστικών κομμάτων με διανοούμενους, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι έχουν συνειδητοποιήσει την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης[20].
IV. Μικροαστικές και αστικές προσεγγίσεις της έννοιας και του ρόλου της διανόησης
Είναι αυτόδηλο πως η αριθμητική αύξηση της διανόησης στην αυγή του καπιταλισμού και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, η αυξάνουσα ειδική βαρύτητά της, οι ταξικές διαιρέσεις εντός της, η επιδίωξη να κερδηθεί ιδεολογικά από την αστική τάξη, δε θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν και τη διαμόρφωση αστικών ιδεολογικών σχημάτων σχετικών με την έννοια και το ρόλο της διανόησης. Τα σχήματα αυτά είτε υπάρχουν ως γνήσια προϊόντα της αστικής ιδεολογίας είτε ως υποπροϊόντα των μικροαστικών εκφράσεών της.
Τα αστικά θεωρητικά σχήματα που σχετίζονται με τη διανόηση είναι ένα μίγμα τεχνοειδυλλιακών και τεχνοκρατικών απόψεων κι εδράζονται φιλοσοφικά στον πραγματισμό που ταυτίζει την αλήθεια με την ωφελιμότητα, υπηρετώντας έτσι με σκληροπυρηνικό τρόπο τη λογική του κέρδους.
Ο Γκάλμπρεϊθ υπήρξε ένας εκ των επιφανέστερων εκπροσώπων των αστικών τεχνοκρατικών απόψεων. Το σχήμα του έχει ως εξής: οι μεγάλες επιχειρήσεις κατακερματίζονται ιδιοκτησιακά και ανήκουν σε ένα πλήθος μετόχων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός είδους λαϊκού καπιταλισμού. Μέλημα των μικρομετόχων δεν είναι η διοίκηση της επιχείρησης, αλλά η αποκόμιση κάποιων κερδών. Ο τομέας της διοίκησης και οργάνωσης έχει περιέλθει σε μια ομάδα τεχνικών με εξειδικευμένες γνώσεις. Αυτό συνιστά μια τρόπον τινά δυαδική εξουσία στην επιχείρηση. Οι τεχνικοί εξαιτίας της θέσης και του ρόλου τους νιώθουν ως μια ξεχωριστή, σε σχέση με τους μετόχους, ομάδα, με δικούς της σκοπούς και συμφέροντα. Αυτή η δομή που διαμορφώνεται από τους εξειδικευμένους επιστήμονες και τεχνικούς (τεχνοδομή) επιδιώκει να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της από τους μετόχους, το κράτος και τις άλλες επιχειρήσεις και αυτονομείται κοινωνικά. Η «τεχνοδομή» για να επιτύχει τελικά τους σκοπούς της βρίσκεται σε μια αέναη προσπάθεια διεύρυνσης των επιχειρήσεων και μεγιστοποίησης της κερδοφορίας τους[21]. Έτσι, ο Γκάλμπρεϊθ ανακαλύπτει μιαν αντίθεση ανάμεσα στην ιδιοκτησία και τη διοίκηση που αν υπάρχει, ασφαλώς και δεν μπορεί παρά να είναι τριτεύουσα, ενώ δίνει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην «τεχνοδομή», οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι που κινεί τα νήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο Φουραστιέ κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τον Γκάλμπρεϊθ γράφοντας: «Σε όλες τις χώρες οι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν όλο και πιο ξεκάθαρα ότι καθοριστικοί παράγοντες του πολιτισμού δεν είναι, όπως πιστεύαμε για μεγάλο διάστημα, ο δικαστικός ή πολιτικός παράγοντας, η ιδιοκτησία, οι σχέσεις παραγωγής, η στρατιωτική ή πολιτική εξουσία, αλλά η τεχνολογία της παραγωγής»[22].
Τόσο ο Γκάλμπρεϊθ όσο και ο Φουραστιέ θεωρούν πως κοινωνική πρωτοπορία είναι όχι ακριβώς η διανόηση στο σύνολό της αλλά αυτή που σχετίζεται με το δευτερογενή τομέα. Έτσι, αποκρύπτουν τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης κι εξασφαλίζουν τη συμμαχία των τμημάτων της αστικής τάξης.
Ο Τζέιμς Μπέρνχαμ σε μια παραλλαγή των παραπάνω ιδεολογικών σχημάτων υποστήριξε πως αν οι φεουδάρχες αντικαταστάθηκαν από τους κεφαλαιοκράτες, στον καπιταλισμό οι δεύτεροι δε θα αντικατασταθούν από την εργατική τάξη αλλά από τους τεχνοκράτες[23].
Μια πιο σύγχρονη εκδοχή των παραπάνω απόψεων διατυπώθηκε από τον Τόφλερ στο γνωστό του έργο Το Τρίτο Κύμα. Κατά τον Τόφλερ εκείνο το επιστημονικό δυναμικό που σχετίζεται με τις νέες τεχνολογίες (τεχνο-επαναστάτες τους ονομάζει και διευκρινίζει ότι πρόκειται για πυρηνικούς επιστήμονες, βιοχημικούς, φυσικούς, υπευθύνους της δημόσιας υγείας, ειδικούς της γενετικής) «[…] είναι η πρωτοπορία του μέλλοντος σε μια οικονομική και πολιτική μάχη, που εκδηλώνεται παράλληλα, στον τομέα της τεχνολογίας, με την πάλη για ενέργεια […]»[24].
Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο γνωστός Τζέρεμι Ρίφκιν: «Στον αυτοματοποιημένο κόσμο υψηλής τεχνολογίας της δεκαετίας του 1990, η νέα αφρόκρεμα των εργατών γνώσης διαθέτει ικανότητες που τη φέρνουν στο προσκήνιο της παγκόσμιας οικονομίας. Πολύ σύντομα θα γίνουν οι νέοι αριστοκράτες […]»[25].
Οι ίδιες θεωρήσεις αλλά αυτή τη φορά ενδεδυμένες το ριζοσπαστικό μανδύα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1960. Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ έγραψε στο πλέον χαρακτηριστικό του έργο: «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα της σπουδαστικής εξέγερσης. Όλες οι δυνάμεις της γηραιάς Ευρώπη ενώθηκαν σε μια ιερά συμμαχία, για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο Πάπας και η Κεντρική Επιτροπή, ο Κίσινγκερ και ο Ντε Γκολ, οι Γάλλοι κομμουνιστές και οι Γερμανοί αστυνομικοί»[26].
Κατά κάποιο τρόπο, το υπόστρωμα πάνω στο οποίο πάτησε ο Κον Μπεντίτ, αποτέλεσε η παρέμβαση του Μαρκούζε με το έργο του Ο μονοδιάστατος άνθρωπος. Εκεί διαπιστώνει ότι στις ΗΠΑ η πρωτοπορία της κοινωνικής αλλαγής δεν ανήκει στην εργατική τάξη, αλλά στους λούμπεν προλετάριους, στις καταπιεσμένες μειονότητες, στους άνεργους και σε όσους δεν ενσωματώνονται στο σύστημα[27]. Θεωρεί παράλληλα ότι το φοιτητικό κίνημα αποτελεί τη μοναδική υπόσχεση για μια ριζική μελλοντική αλλαγή στις βιομηχανικές χώρες[28].
Παρόμοιες απόψεις με τους δυο προαναφερόμενους εξέφρασε και ο Γκαροντί. Το καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής πάλης για κοινωνική πρόοδο δεν το έβλεπε στην εργατική τάξη αλλά στους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους τεχνικούς. Στην κοινωνική ταξινόμηση του Γκαροντί το φοιτητικό κίνημα προηγείται του εργατικού, κάτι που είναι λογικό για το σκεπτικό του, αφού σύμφωνα με τον Γκαροντί οι εργάτες στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού ενσωματώνονται[29].
Οι Μαρκούζε, Γκαροντί, Κον Μπεντίτ, εν τέλει υποτάχτηκαν στο αυθόρμητο, αλλά κυρίως στην αστική ιδεολογία, απεμπολώντας τις μαρξικές θεωρήσεις.
Βεβαίως, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δε λέγαμε πως υφίσταται και μια άλλη εκδοχή: να αρνηθεί κάποιος τη μαρξιστική οπτική στο όνομα του μαρξισμού. Αναφερόμαστε στον εργατισμό και τον αντιδιανοουμενισμό που περνάει στην άλλη όχθη σε σχέση με τις θεωρήσεις που παραθέσαμε, αλλά οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: τη λανθασμένη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων. Γράφει χαρακτηριστικά η Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Έχει την ιδιαίτερη σημασία της για τη δουλειά του ΚΚ με τους επιστήμονες, που σε κάθε περίπτωση οφείλει με αντικειμενικότητα να εκτιμά τη δυνατότητα να ξεκολλήσουν τις υπηρεσίες τους από την εξυπηρέτηση της αστικής τάξης και να τις θέσουν στην υπηρεσία του εργατικού κινήματος.
»Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει για τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση, ανεξάρτητα από τις εργασιακές τους σχέσεις: κρατικοί υπάλληλοι, μη μόνιμη μίσθωσή τους από το κράτος (ωρομίσθιοι - αναπληρωτές), μισθωτοί του κεφαλαίου. Για όλες τις περιπτώσειςισχύει ότι συμμετέχουν άμεσα και ενεργά στον ισχυρότερο ιδεολογικό μηχανισμό της αστικής εξουσίας, μέσω του οποίου ασκείται η ιδεολογική χειραγώγηση, ξεκινώντας από τη νηπιακή ηλικία»[30] (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Ασφαλώς το σχολείο και το πανεπιστήμιο είναι βασικότατοι θεσμοί αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ωστόσο, ειδικά σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με πάσα βεβαιότητα ότι είναι οι πιο αποτελεσματικοί θεσμοί που παίζουν αυτό το ρόλο. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, το διαδίκτυο, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, ο κινηματογράφος και το θέατρο (εννοείται όχι στο σύνολό τους), διαμορφώνουν αποφασιστικά τη συνείδηση της νεολαίας και των εργαζομένων, αφού τα μηνύματα είναι επαναλαμβανόμενα και δοσμένα πολύμορφα ενώ παράλληλα αξιοποιούνται οι μελέτες για την ανθρώπινη συμπεριφορά[31].
Αλλά ας υποθέσουμε ότι πράγματι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί είναι οι πιο σκληροί θύλακες αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτό δεν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα συγγράμματα, στα προγράμματα σπουδών, στο γενικότερο προσανατολισμό της παιδείας; Με άλλα λόγια το απόσπασμα που παραθέσαμε βλέπει ως πρόβλημα τους εκπαιδευτικούς κι όχι τους συστημικούς θεσμούς. Η θεώρηση την οποία κριτικάρουμε βάζει εν τέλει την εργατική τάξη απέναντι από την εκπαιδευτική διανόηση, την οποία την θεωρεί ως εξ ορισμού φορέα αντιδραστικών ιδεών και μάλιστα στο σύνολό της, παρόλο που μεγάλο τμήμα της ανήκει στην εργατική τάξη. Πρόκειται για μια άποψη που ουδεμία σχέση έχει με το μαρξισμό όπως επίσης δεν έχει σχέση με τις παλαιότερες θεωρήσεις του κόμματος[32]. Η θεώρηση που παραθέσαμε αποτελεί μια ευθύγραμμη, μονοκόμματη, χοντροκομμένη και αντιδιαλεκτική θεώρηση της κοινωνίας. Ασφαλώς και υπάρχουν εκπαιδευτικοί που είναι φορείς της αστικής ιδεολογίας. Κάποιοι εξ αυτών μάλιστα επιτελούν το «ευγενές» καθήκον τους με ζήλο. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβαίνει και στην εργατική τάξη και μάλιστα στο τμήμα της που δεν ταυτίζεται με τη διανόηση. Η ίδια η στάση ζωής, η υποταγή, η αναπαραγωγή αστικών ιδεολογημάτων, η ιδεολογικοποίηση του φόβου, δεν είναι αποκλειστικό ίδιον της διανόησης. Στην κοινωνία δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και ούτε και πρόκειται να υπάρξει μια συνάρτηση «ένα προς ένα» της ταξικής τοποθέτησης και της ιδεολογίας. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα στη ζώσα πραγματικότητα και δεν έχουν καμία σχέση με τις παραγωγές δογματικών σκέψεων. Αν ήταν έτσι, το βιομηχανικό προλεταριάτο θα ενστερνιζόταν αυτομάτως τον κομμουνισμό. Οι εργάτες δε θα ψήφιζαν ποτέ αστικά κόμματα, θα συσπειρώνονταν στα συνδικάτα, δε θα υπήρχαν απεργοσπάστες, οι απεργίες θα γίνονταν με ρυθμό πολυβόλου, οι έννοιες της ενότητας, της ταξικής πάλης κι εν τέλει της επανάστασης θα ήταν αυτονόητες. Επιπλέον, ποτέ μικροαστικά ή ακόμη και αστικά στοιχεία στην ταξική τους καταγωγή δε θα πρόδιδαν την τάξη τους. Το θέλουμε ή όχι, μερικοί από τους πιο μεγάλους επαναστάτες δεν προήλθαν από την εργατική τάξη. Αυτό αποδεικνύει η ιστορία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Κάστρο, Τσε, Λούξεμπουργκ, του δικού μας Μπελογιάννη και τόσων άλλων, όπως επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα υπήρξαν πρωτοπόροι δάσκαλοι στους κοινωνικούς αγώνες[33].
Αν τους εκπαιδευτικούς τους θεωρούμε ούτε λίγο ούτε πολύ εχθρούς της εργατικής τάξης, ποιον ακριβώς σύμμαχο θα πρέπει να βρει η εργατική τάξη ώστε αυτός ο σύμμαχος να μπορέσει να παίξει ρόλο στη διαμόρφωση της νεολαιίστικης συνείδησης; Ποιος θα είναι αυτός που θα πειστεί πως πρέπει να ανατρέψει στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο όλες τις ιδεολογικές αστικές κατασκευές; Ποιος, για παράδειγμα, θα εξηγήσει πως το νέο βιβλίο Πολιτικής Παιδείας της Β΄ Λυκείου κάνει φθηνό αντικομουνισμό όταν γράφει πως: «Τον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν και δύο νέες κατηγορίες πολιτευμάτων, το κομμουνιστικό και το φασιστικό. Πρόκειται για πολιτεύματα που πρεσβεύουν καινούργιες κοσμοθεωρίες, οι οποίες θέλουν να επικρατήσουν σ’ όλο τον κόσμο, να γίνουν κοσμοκρατορίες. Είναι πολιτεύματα ολοκληρωτικά»[34]. Αν στοχοποιήσουμε, λοιπόν, τους εκπαιδευτικούς ως πολιορκητικούς κριούς της αστικής τάξης στον τομέα της ιδεολογίας, τότε δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να τους χαρίζουμε στον ταξικό αντίπαλο.
Εκτός όλων των παραπάνω, είναι εντυπωσιακό (;) και το γεγονός ότι η σκέψη του μέλους του ΠΓ του ΚΚΕ συναντιέται με τη σκέψη του Πουλαντζά. Ο Πουλαντζάς θεωρεί πως «[…] μια κοινωνική τάξη ορίζεται από τη θέση που κατέχει μέσα σε ένα σύνολο μορφών κοινωνικής πρακτικής, δηλαδή από τη θέση της μέσα στο σύνολο τουκοινωνικού καταμερισμού εργασίας, που περιλαμβάνει τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις […]»[35] (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο). Πρόκειται για μια θέση που συρρικνώνει δραματικά την εργατική τάξη, θέτει ιδεολογικά κριτήρια για τον προσδιορισμό της και μοιραία θεωρεί πως υπάρχει μια τεράστια μάζα εργαζομένων απέναντι σε μια πολύ μικρή πρωτοπορία.
Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη «συνάντηση». Ο αντιδιανοουμενισμός του μέλους του ΠΓ, συναντιέται και με το ρωσικό οικονομισμό. Ο Σεργκέι Προκόποβιτς έγραφε χαρακτηριστικά ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να περιμένουν υπομονετικά, μέχρις ότου «οι ίδιοι οι εργάτες, από μόνοι τους, αρχίσουν να παλεύουν κατά του αυταρχικού καθεστώτος χωρίς το επαναστατικό μικρόβιο – την ιντελιγκέντσια»[36].
[1]. Μαρξ Καρλ-Ένγκελς Φρίντριχ, Η γερμανική ιδεολογία, τ.1, σελ. 62, εκδ.Gutenberg, 1989.
[2]. Μαρξ Καρλ-Ένγκελς Φρίντριχ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, σελ. 25, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1994.
[3]. Λένιν Β.Ι., Η Μεγάλη Πρωτοβουλία, Άπαντα, τ. 39, σελ. 35, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.
[4]. Για το ζήτημα των αναγκών της εργατικής τάξης, βλέπε Πολυμερίδης Γιώργος, Το σύστημα των αναγκών της εργατικής τάξης, σελ. 26-38, στο: ΚΜΕ, Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000.
[5]. Για την έννοια του λούμπεν προλεταριάτου βλέπε αναλυτικότερα α) Μαρξ Καρλ,Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, σελ. 68, εκδ. Ειρήνη, 1975, β) Μαρξ Καρλ, Η 18η Μπρυμαίρ τον Λουδοβίκου Βοναπάρτη, σελ. 84-85, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983 γ) Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 3, σελ. 528, τ. 5, σελ. 326, τ. 7, σελ. 139, τ. 17, σελ. 117, τ. 35, σελ. 267, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
[6]. Για την έννοια του μισοπρολετάριου βλέπε Παπαδόπουλος Περικλής, Η ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, σελ. 141-142, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.
[7]. Για την έννοια της εργατικής αριστοκρατίας βλέπε αναλυτικότερα: α) Μαρξ Καρλ,Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, σελ. 248, σελ. 299-304, σελ. 550-551, σελ. 1087, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986, β) Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 27, σελ. 314, σελ. 366, σελ. 409, σελ. 413, τ. 30, σελ. 170-171, σελ. 175, τ. 39, σελ. 15, τ. 41, σελ. 58-59.
[8]. Για την έννοια στρώμα, βλέπε αναλυτικότερα Κιουράνοφ Τσιάβνταρ, Κοινωνικές τάξεις και κοινωνική διαφοροποίηση, σελ. 11-14, εκδ. Ειρήνη, 1988.
[9]. Λένιν Β. Ι., Κριτική στο βιβλίο του κ. Κάουτσκι «Ο Μπερνστάιν και το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Αντικριτική», Άπαντα, τ. 4, σελ. 213, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.
[10]. Αναφέρεται στο: Συλλογικό, Η διανόηση στην Ελλάδα, Ταξική θέση και ιδεολογία, σελ. 15, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1979.
[11]. Χρύσης Αλέξανδρος, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ & ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ, Το ζήτημα των διανοούμενων από τον Marx ως την Οκτωβριανή Επανάσταση, σελ. 173, εκδ. Ιδεοκίνηση, 1996.
[12]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 22.
[13]. Γκράμσι Αντόνιο, Οι διανοούμενοι, σελ. 55-56, εκδ. Στοχαστής, 1972.
[14]. Ό.π., σελ. 53.
[15]. Αναφέρεται στο: Μπισίν-Γκλυκσμάν Κριστίν, Ο ΓΚΡΑΜΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, σελ. 39, εκδ. Θεμέλιο, 1984.
[16]. Τσέτκιν Κλάρα, Το ζήτημα των διανοούμενων, σελ. 10, εκδ. Πορεία, 1977.
[17]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 14-15.
[18]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 15-16.
[19]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 39.
[20]. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 42-45.
[21]. Βλέπε αναλυτικότερα Γκάλμπρεϊθ Τζον Κένεθ, Το νέο βιομηχανικό κράτος, εκδ. Παπαζήση, 1969.
[22]. Αναφέρεται στο Σαχναζάροφ Γκεόργκι, Το φιάσκο της μελλοντολογίας, σελ. 28, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.
[23]. Βλέπε αναλυτικότερα Burnham J., Η επανάσταση των διευθυντών, εκδ. Κάλβος, χ.χ.
[24]. Τόφλερ Άλβιν, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΥΜΑ, σελ. 187-188, εκδ. Κάκτος, 1982.
[25]. Ρίφκιν Τζέρεμι, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά-την αγορά εποχής, σελ. 324, εκδ. Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, 1996.
[26]. Κον Μπεντίτ Ντανιέλ, Αριστερισμός, φάρμακο στη γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού, σελ. 17, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1972.
[27]. Βλέπε αναλυτικότερα Συλλογικό, Η διανόηση στην Ελλάδα, Ταξική θέση και ιδεολογία, σελ. 240-241, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1979.
[28]. Αναφέρεται στο Φαράκος Γρηγόρης, Επιστημονικοτεχνική επανάσταση και εργατική τάξη, σελ. 241, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.
[29]. Ό.π., σελ. 281.
[30]. Μπέλλου Ελένη, «Για τη σχέση του κομμουνιστικού κόμματος με τη διανόηση»,Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 3, 2010.
[31]. Ας θυμηθούμε χαρακτηριστικά το πείραμα στο οποίο ένας ψυχολόγος είχε συνεννοηθεί με ένα συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων αφήνοντας εκτός μόνον ένα, για το πώς θα απαντούνε σε ένα πείραμα. Ο ψυχολόγος σχεδίασε τρία ευθύγραμμα τμήματα ανισομήκη και οι συνεννοημένοι συμμετέχοντες ισχυρίζονταν πως το μεγαλύτερο σε μήκος ήταν το μικρότερο. Κατόπιν τούτου το άτομο που δεν είχε έρθει σε συνεννόηση με τον ψυχολόγο αμφέβαλε για αυτό που έβλεπε, δηλαδή για το αν το μεγαλύτερο σε μήκος τμήμα είναι όντως το μεγαλύτερο. Ή ακόμη, ας λάβουμε υπόψη την τεχνολογία των υποσυνείδητων μηνυμάτων όπου ο δέκτης (θεατής) που βρίσκεται μπροστά στον πομπό (τηλεόραση, κινηματογράφος) αποθηκεύει στο υποσυνείδητό του μηνύματα που διοχετεύονται από τον πομπό, χωρίς να μπορεί να τα αντιληφθεί οπτικά.
[32]. Βλέπε χαρακτηριστικά Σάρλης Δημήτρης, Η εργατική τάξη και ο ρόλος της στη σημερινή ελληνική κοινωνία, σελ. 52-54, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.
[33]. Βλέπε χαρακτηριστικά Σακελλαρίου Χάρης, Η παιδεία στην αντίσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2003.
[34]. http://www.iep.edu.gr/files/vivlia/POLITIKH_PAIDEIA_B_GEL.pdf
[35]. Πουλαντζάς Νίκος, ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ, σελ. 16-17, εκδ. Θεμέλιο, 2001.
[36]. Βλέπε αναλυτικότερα Χρύσης Αλέξανδρος, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ & ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ, Το ζήτημα των διανοούμενων από τον Marx ως την Οκτωβριανή Επανάσταση, σελ. 204-205, εκδ. Ιδεοκίνηση, 1996.
http://www.kordatos.org/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE/tabid/4213/Post/14538/%CE%97-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%85%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BE%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%81%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%9F%CE%A3-%CE%99
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου