Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Πάνος Παπαδόπουλος: Μια μαρτυρία για το χτύπημα στο κλιμάκιο του ΚΚΕ το 1974



Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι ένα από «Τα παιδιά του Φλεβάρη». Στο βιβλίο του Λάμπρου Τόκα φιλοξενούνται οι προσωπικές μαρτυρίες είκοσι αγωνιστών της Αριστεράς – και ενός πρώην ΕΣΑτζή. Οι είκοσι συνελήφθησαν μαζί με δεκάδες άλλους τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1974, όταν η Ασφάλεια της Αθήνας επέφερε ισχυρό πλήγμα στις αντιδικτατορικές οργανώσεις του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, της Αντι-ΕΦΕΕ και του ΠΑΜ. Στη συνέχεια υπέστησαν άγρια βασανιστήρια από τα όργανα του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος, επειδή αγωνίστηκαν για την ανατροπή της χούντας. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία του Πάνου Παπαδόπουλου...

Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο, πέσαμε στις πρώτες μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ήταν φθινόπωρο του ’72, τότε που είχαν προκηρυχθεί για πρώτη φορά εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους και υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Πιτσιρικάδες ήμαστε –δεν είχα κλείσει ακόμη τα 18– και ο ενθουσιασμός εκείνης της ηλικίας σε έσπρωχνε να πάρεις μέρος σε όλα: στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στα σκαλιά της Νομικής, στις συγκεντρώσεις έξω από τα αμφιθέατρα όπου βρίσκονταν οι κάλπες, στις διαμαρτυρίες μετά τις εκλογές για τη νοθεία που είχε γίνει. Μετά, ήρθε η κατάληψη της Νομικής και οι διαδηλώσεις στην ΑΣΟΕΕ και αλλού, στις οποίες πήραμε επίσης μέρος.

Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη διαδήλωση που είχε γίνει στην Πανεπιστημίου, και πρέπει να ήταν πριν από την κατάληψη της Νομικής, όταν μετά την πρώτη προβολή της ταινίας «Γούντστοκ» στο Παλλάς με ελεύθερη είσοδο, συνεπαρμένοι από τα τραγούδια της ταινίας και τα μηνύματά τους, είχαμε βγει έξω και φωνάζαμε συνθήματα κατά της χούντας. Ξέρεις, πιτσιρικάδες τότε, δεν τα μετράγαμε και πολύ, και με μια μεγάλη παρέα συμμετείχαμε σε όλα αυτά.

Τώρα, το βασικό κίνητρο για τη συμμετοχή μου, τουλάχιστον όσο με αφορά, ήταν η αριστερή μου «καταγωγή», η προέλευσή μου δηλαδή από αριστερή οικογένεια και, φυσικά, η αντίθεση όλων μας στη δικτατορία. Και αυτοί ήταν και οι λόγοι που με ώθησαν τον Σεπτέμβριο του ’73, φοιτητή τότε στο πρώτο έτος του Μαθηματικού Αθήνας, να οργανωθώ στην Αντι-ΕΦΕΕ, όχι από άποψη για το ΚΚΕ και τέτοια.

Μετά, ήρθε το Πολυτεχνείο. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια περίοδος «κοιλιάς», καθώς πολλοί είχαν συλληφθεί, άλλοι είχαν στρατευθεί και όλοι οι υπόλοιποι είχαμε «μαζευτεί», περιμένοντας να «κατακαθίσει» η σκόνη. Κι η πρώτη μεγάλη κίνηση μετά το Πολυτεχνείο ήρθε με την προκήρυξη, από την Αντι-ΕΦΕΕ, μιας διήμερης γενικής παμφοιτητικής απεργίας τον Φλεβάρη του ’74.

Με συνέλαβαν τον Φλεβάρη του 1974, σε ηλικία 19 χρονών. Τότε, είχαμε πάει με τη Μαρία τη Χατζηνικολάου στην Πανεπιστημιούπολη στα Ιλίσια, για να πετάξουμε προκηρύξεις της Αντι-ΕΦΕΕ, που καλούσαν σε συμμετοχή στην παμφοιτητική απεργία. Η Ασφάλεια είχε «χτυπήσει» την προηγούμενη νύχτα το τυπογραφείο του ΚΚΕ και, από τα υλικά που βρήκε εκεί, κατάλαβε ότι θα έπεφταν τις επόμενες ώρες προκηρύξεις για τη φοιτητική απεργία. Έτσι, έστησε μπλόκα σε διάφορα σημεία.

Ένα από τα μπλόκα αυτά είχε στηθεί στην είσοδο της Πανεπιστημιούπολης στα Ιλίσια. Εκεί λοιπόν με συνέλαβαν –μαζί με τη Μαρία Χατζηνικολάου– με τις προκηρύξεις στα χέρια. Προσπάθησα τότε να ξεφύγω, αλλά δεν τα κατάφερα, καθώς ορμώντας στο δρόμο, με τα μάτια στραμμένα πίσω στους ασφαλίτες που μας είχαν συλλάβει στην είσοδο της Πανεπιστημιούπολης και τώρα με κυνηγούσαν, έπεσα πάνω σε διερχόμενο αυτοκίνητο της Ασφάλειας, που παραλίγο να με χτυπήσει άσχημα. Μετά τη σύλληψη, μας πήγαν στην έδρα της Ασφάλειας, που ήταν τότε στη Μεσογείων, πίσω από τον Πύργο των Αθηνών, κι εκεί άρχισαν να φέρνουν και άλλα παιδιά που είχαν συλλάβει την ίδια μέρα.

Μαζί με τη Μαρία μάς κράτησαν στην Ασφάλεια μέχρι τη μεταφορά μας στον Κορυδαλλό. Εμάς τους δύο μάλιστα, διαχωρίζοντάς μας από τα υπόλοιπα παιδιά που είχαν πιάσει μαζί με το κλιμάκιο των στελεχών του ΚΚΕ, μας παρέπεμψαν στο στρατοδικείο για διασπορά προκηρύξεων. Και στη δίκη που έγινε, μας καταδίκασαν σε δύο χρόνια φυλάκιση. Και κατόπιν, μας μετέφεραν μαζί με όλους τους άλλους στον Κορυδαλλό.

{…}

Η επικοινωνία με τους συγκρατούμενούς μας στα διπλανά κελιά της Ασφάλειας γινόταν με χτυπήματα στον τοίχο. Κάθε χτύπημα αντιστοιχούσε σε κάποιο γράμμα της αλφαβήτου. Για παράδειγμα, ένα χτύπημα ήταν το «α», δυο χτυπήματα το «β» κ.ο.κ. Από ένα σημείο και έπειτα, είχαμε εξοικειωθεί και επικοινωνούσαμε πάρα πολύ γρήγορα. Είχαμε και κωδικούς για ολόκληρες λέξεις. Με τους δικούς μας, έξω από την Ασφάλεια, η επικοινωνία γινόταν με άλλους τρόπους.

{…}

Εμένα με κρατούσαν σε ένα κελί μαζί με τον Παντελή Βούλγαρη κι ένα φοιτητή από το Πολυτεχνείο, Γιώργο Σταυρουλάκη τον έλεγαν, αν θυμάμαι καλά. Το κελί μας λοιπόν βρισκόταν στον τελευταίο όροφο της Ασφάλειας, στον 5ο, και «έβλεπε» με παράθυρο όχι στη Μεσογείων, αλλά σε κάθετο δρόμο. Στο δρόμο αυτό λοιπόν, απέναντι από το κτίριο της Ασφάλειας, υπήρχε κάτι σαν ορφανοτροφείο ή σχολή όπου έμεναν, εσώκλειστες, νεαρές κοπέλες. Με την πάροδο του χρόνου, με τις κοπέλες αυτές «δεθήκαμε». Βγαίναμε στο παράθυρο, τις χαιρετούσαμε και μας χαιρετούσαν. Και μέσω αυτών των κοριτσιών είχαμε και την πρώτη επικοινωνία με τις οικογένειές μας.

Και να πώς γινόταν αυτό: Όταν σκοτείνιαζε, ανάβαμε τα φώτα του κελιού –οι διακόπτες ήταν εσωτερικοί–, πηγαίναμε στο παράθυρο, ώστε να μας βλέπουν καλά οι κοπέλες, και σχεδιάζαμε με τα δάχτυλά μας νοητά κεφαλαία γράμματα και αριθμούς. Έτσι, γράμμα γράμμα και αριθμό τον αριθμό, τους δίναμε τα ονόματά μας και τα τηλέφωνα των σπιτιών μας και τους μεταφέραμε κι αυτά που θέλαμε να πουν στους δικούς μας.

Και τα κορίτσια, κατόπιν, έπαιρναν τηλέφωνο στους δικούς μας και τους ενημέρωναν. Η διαδικασία αυτή, φυσικά, κρατούσε πολύ, σχεδόν μία-μιάμιση ώρα. Και χρειαζόταν και προσοχή, για να μη μας αντιληφθούν οι ασφαλίτες. Χάρη λοιπόν σε αυτά τα κορίτσια μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε με τις οικογένειές μας, που δεν γνώριζαν τίποτα για την τύχη μας, αφού, όσο ήμασταν στην Ασφάλεια, δεν επιτρεπόταν να μας δουν ούτε κανείς τούς ενημέρωνε για την κατάστασή μας. Μάλιστα, μετά την πτώση της χούντας και την αποφυλάκισή μας, ο Παντελής ο Βούλγαρης πήγε και βρήκε αυτές τις κοπέλες, μικρές μαθήτριες ήταν, 14χρονα-15χρονα παιδιά, και τις ευχαρίστησε για τα όσα έκαναν για μας. Διότι τότε άλλος τρόπος επικοινωνίας με τις οικογένειές μας δεν υπήρχε.

Το επισκεπτήριο στην Ασφάλεια απαγορευόταν. Και τον πρώτο ένα-ενάμιση μήνα της κράτησής μας εκεί, δεν επιτρεπόταν να δεχθούμε ούτε καν εσώρουχα από τους δικούς μας. Στη συνέχεια, βέβαια, μετά τους πρώτους δύο μήνες, τα πράγματα χαλάρωσαν κάπως. Και τουλάχιστον παίρναμε καθαρά ρούχα από τους δικούς μας και τους επιστρέφαμε τα λερωμένα για πλύσιμο. Όμως, στα ρούχα αυτά δεν μπορούσαμε να κρύψουμε κάποιο σημείωμα, γιατί ξέραμε ότι τα ψάχνουν καλά πριν τα παραδώσουν. Φυσικά, πού και πού, κάτι τους ξέφευγε.

Έτσι, μια μέρα, σε σακούλα με ρούχα που πήρε ο Παντελής από τους δικούς του υπήρχαν μέσα και πούρα. Ναι, πούρα, τα οποία ο Παντελής μάς μοίρασε και τα καπνίζαμε όλοι μαζί μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ένα μεσημέρι λοιπόν, μετά το φαγητό, ενώ καπνίζαμε και οι τρεις τα πούρα του Παντελή κι είχε γίνει το κελί ντουμάνι, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και εισβάλλει στο κελί ένας ασφαλίτης ουρλιάζοντας: «Τι παριστάνετε ρε εδώ μέσα; Τους Τσε Γκεβάρα;» Και μετά, αρπάξαμε ένα γερό χέρι ξύλο και, φυσικά, κόπηκαν και τα πούρα.

Στην Ασφάλεια στη Μεσογείων, μαζί μου στο ίδιο κελί, όπως ήδη είπα, ήταν ο Παντελής Βούλγαρης και ένας φοιτητής του Πολυτεχνείου ο οποίος λεγόταν Γιώργος Σταυρουλάκης. Τώρα, τι κάναμε τις λεγόμενες «ελεύθερες» ώρες; Τις πρώτες μέρες τίποτα, γιατί εξουθενωμένος από τα όσα υφίστασαι κλείνεσαι στον εαυτό σου. Και το μόνο που θέλεις είναι να οργανώσεις τη σκέψη σου, να καταλάβεις τι γίνεται, τι έχουν στα χέρια τους για σένα και τι όχι, πώς θα χειριστείς το θέμα, και φυσικά, να κοιμηθείς. Να κοιμηθείς για να ξεκουραστείς και να κερδίσεις δυνάμεις.

Στη συνέχεια, βέβαια, όταν η ανάκριση έχει πλέον τελειώσει, ο «φάκελος έχει κλείσει» και οι ασφαλίτες παύουν να ασχολούνται μαζί σου, τα πράγματα αλλάζουν. Γιατί, μην ξεχνάς, στην Ασφάλεια μας κράτησαν κάπου τρεις ή τέσσερις μήνες. Όμως, τι μπορείς να κάνεις κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο 4x4, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο; Έτσι, αυτό που κάναμε ήταν να μιλάμε μεταξύ μας και με τα διπλανά κελιά, να δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο, να συγκεντρώνουμε με όποιο τρόπο μπορούμε πληροφορίες για το τι έχει γίνει και να τις ανταλλάσσουμε με τα άλλα κελιά, είτε με τα χτυπήματα στον τοίχο είτε με σημειώματα που αφήναμε κρυφά στις τουαλέτες, γιατί οι τουαλέτες ήταν κοινές για όλους τους κρατούμενους του ορόφου.

{…}
Τόσα χρόνια μετά, δεν θυμάμαι ούτε καν τα πρόσωπά τους. Εντάξει, ήταν τα λεγόμενα «υψηλά κλιμάκια», ο Μπάμπαλης, ο Μάλλιος, ο Κραβαρίτης, ο Καραπαναγιώτης, που δεν μπορείς να τους ξεχάσεις ποτέ. Αλλά αυτοί, ξέρεις, παραβρίσκονταν στα βασανιστήρια, εκείνοι τα κατηύθυναν, εκείνοι έλεγαν τι να γίνει, εκείνοι έδιναν τον «τόνο» με σκαμπίλια και γροθιές, αλλά για τα υπόλοιπα χρησιμοποιούσαν συνήθως κάποιους πιτσιρικάδες αστυνομικούς, που τους αφιόνιζαν.

Βεβαίως, υπήρχαν και εξαιρέσεις: Σε μένα, για παράδειγμα, σε μια στιγμή της ανάκρισης που με είχαν γυμνό στο πάτωμα και δυο «μικροί» με σήκωναν τραβώντας με από τα γένια και, πριν σταθώ στα πόδια μου, με άφηναν να ξαναπέσω κάτω και ύστερα πάλι από την αρχή, ο Κραβαρίτης ήταν που άρπαξε μια εφημερίδα και έβαλε με αυτή φωτιά στα γεννητικά μου όργανα ουρλιάζοντας: «Τώρα θα σε κάψω ολόκληρο!» Συνήθως όμως κάποιοι πιτσιρικάδες ήταν που έκαναν τη «βρόμικη δουλειά». Κάποιοι πιτσιρικάδες, που στην πλειοψηφία τους μάλιστα έμειναν ανώνυμοι, καθώς δεν μάθαμε ποτέ ούτε καν το μικρό τους όνομα.

Αλλά να σου πω και κάτι. Όλους αυτούς, τους «μικρούς», περισσότερο τους λυπάσαι. Κι αν τότε τους είχαμε κυνηγήσει κι αυτούς, με τις δίκες που έγιναν, ήταν κυρίως για παραδειγματισμό και όχι τόσο για να τιμωρηθεί ο α ή ο β. Είχε, βεβαίως, νόημα κι αυτό, γιατί η προσωπική ευθύνη δεν παραγράφεται, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν ο παραδειγματισμός. Να ξέρει δηλαδή ο άλλος, σε μια άλλη περίοδο, ότι δεν θα μείνει ατιμώρητος, αν κάνει βασανιστήρια.

Τώρα, πώς θα αντιδρούσα, εάν συναντούσα κάποιον από αυτούς τους πιτσιρικάδες βασανιστές στο δρόμο; Σίγουρα δεν θα τον χτυπούσα ούτε θα τον έβριζα. Πιο πολύ, οίκτο θα ένιωθα γι’ αυτόν, οίκτο για τον εξευτελισμό στον οποίο οδήγησε ο ίδιος τον εαυτό του, αποδεχόμενος το ρόλο του βασανιστή που οι ανώτεροί του του επέβαλαν.

{…}


* Τo απόσπασμα προέρχεται από τη συνέντευξη του Πάνου Παπαδόπουλου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Λάμπρου Τόκα, Τα παιδιά του Φλεβάρη - Μαρτυρίες συλληφθέντων αγωνιστών 40 χρόνια μετά το χτύπημα στο κλιμάκιο του ΚΚΕ το 1974, εκδόσεις Καστανιώτη 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου