Σαν σήμερα, στις 22 Νοέμβρη του 1938, δολοφονείται από τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, με άγρια βασανιστήρια στις φυλακές της Κέρκυρας, ο Χρήστος Μαλτέζος, Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Τον Φλεβάρη του 1967 δημοσιεύεται στο περιοδικό του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος» ένα κείμενο-αφιέρωμα του Κώστα Μπόση στον κομμουνιστή ήρωα, ενταγμένο στον κύκλο αφιερωμάτων του περιοδικού με τίτλο «Μορφές αγωνιστών». Πολλά μεταγενέστερα άρθρα που αναφέρονται στην ΟΚΝΕ και στον Χρ. Μαλτέζο έχουν σαν πηγή τους το κείμενο του Κ. Μπόση, όμως το ίδιο το κείμενο, ολόκληρο, δεν είχε ξαναδημοσιευτεί ποτέ ολόκληρο, μέχρι πέρυσι που το ανακάλυψε και το έδωσε στη δημοσιότητα (46 χρόνια μετά) το ιστολόγιο "Κώστας Πουρναράς (Μπόσης)."
Παραθέτουμε το κείμενο:
ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ (1908-1938)
ΑΚΤΙΝΑ Θ΄, ακτίνα της σιωπής. Το κάθε κελί ― δυο δρασκελιές και κάτι μάκρος, μια και λιγάκι πλάτος. Τα παραθυράκια κατά το διάδρομο είναι κλειστά με σανίδι έτσι που να μην μπορείς ν’ αλλάξεις μια φιλική ματιά, ένα ζεστό χαμόγελο, ένα νόημα με κάποιο σύντροφο που θα τύχει να περάσει. Πρέπει να πιστέψεις πως έχεις κόψει κάθε δεσμό με τον κόσμο πως εδώ είναι ο τάφος σου πως είσαι ξεγραμμένος πια. Αλλιώς ο Μανιαδάκης δεν έχει πολλές ελπίδες να λυγίσεις. Κάτω τσιμέντο, πάνω θόλος, ίσως από τσιμέντο κι αυτός, και ψηλά στον τοίχο ένας στενός φεγγίτης. Από κει για μια μονάχα στιγμούλα σε χαιρετάει ο ήλιος όταν δεν τον σκεπάζουν τα σύννεφα. Τη μέρα έχεις συντροφιά τις μυίγες, τη νύχτα τους κοριούς κι όλο το εικοσιτετράωρο ― μέρες, μήνες κάμποσοι και χρόνια ― τους λογισμούς σου, που αν τύχει και πάρουν άσχημο δρόμο «πεθαίνεις». Όταν το προσωπικό «αργεί», όταν δηλαδή δεν εφαρμόζει τον «Τρίτον Ελληνικό Πολιτισμό», δεν ακούγεται τίποτα απολύτως. Οι φύλακες περπατούν σιγά με λαστιχένια παπούτσια, σχεδόν σέρνονται σαν τα φίδια και τεντώνουν σα σπιούνοι τ’ αφτί, ν’ αρπάξουν κανένα χτύπο, μήνυμα από τοίχο σε τοίχο ― για να βασανίσουν, και πάνω από το συνηθισμένο πρόγραμμα, τους κρατούμενους. Σ’ αυτή την Ακτίνα, σ’ ένα τέτιο κελί, έκανε ο Χρήστος Μαλτέζος το φθινόπωρο του 1938 τον τελευταίο γύρο της ζωής του, δίνοντας τη μάχη της υπέρτατης θυσίας.
Πέρασαν κάμποσες πόρτες σιδερένιες κι άνοιξαν το κελί. Τον έριξαν μέσα με μια βάναυση σπρωξιά, κι ο Βασιλάτος διάταξε:
―Δε θα καθήσεις καταγής... Αυτό είναι το πρώτο «σωφρονιστικό» μέτρο και αν το παραβείς, θα το μετανιώσεις.
Ακούμπησε τις πλάτες στον τοίχο και παιδεύεται να κρατηθεί ορθός. Στα κρατητήρια της Αθήνας μήνες τον είχαν βασανίσει απάνθρωπα. Στο καράβι, σ’ όλη τη διαδρομή απ’ τον Πειραιά ως την Κέρκυρα, δεν τον έλυσαν καθόλου. Η τσακισμένη κι από νωρίτερα υγεία του απόγινε. Τρέμανε τα πόδια. Δεν μπορεί να σταθεί. Κλείνουν τα μάτια. Τ’ ανοίγει με κόπο και πάλι κλείνουν. Πάλαιψε κάμποσο κι ύστερα, έτσι όπως ήταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς καθόλου να το καταλάβει, έκατσε σιγά απαλά στη γωνιά, έγειρε το κεφάλι στον ώμο κι αποκοιμήθηκε.
Πόσο βάσταξε ο ύπνος; Ένα λεφτό; Μια ώρα; Περισσότερο; Λιγότερο; Ποιος ξέρει; Άνοιξε η πόρτα αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει παράωρα κι έριξαν καταγής με πάταγο έναν τενεκέ νερό. Τινάχτηκε απότομα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί έπεσε και, τέλος, με κόπο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Το βράδυ έριξαν κι έναν τενεκέ ακόμα για να μη στεγνώσει το τσιμέντο.
Κυλούν οι ώρες αργά, βασανιστικά, λες κι η κάθε μια είναι ολόκληρος αιώνας. Μα κι αν ήταν δυνατό να δόσεις μια σπρωξιά να γίνει πιο γρήγορα της γης το σβούρισμα, καμιά ελπίδα δεν έχεις. Πάλι νερό θα ρίξουν κάτω. Πονάει, τρέμει το κορμί και πιο πολύ νυστάζει. Πότε πότε, μες την ήσυχη θερμή νύχτα, ακούγεται, σαν από μακρυά, απ’ τη μια σκοπιά στην άλλη: «Φύλακες! Γρηγορείτε!». Φυλάνε άγρυπνα μη δραπετεύσουν οι «εγκληματίες», μην πάνε έξω στο λαό, μην παλαίψουν και λείψουν η φτώχια, τα μίση, οι πόλεμοι, και ρθει πιο γρήγορα στη γης η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη. Άντεξε ως τα μεσάνυχτα περίπου.
Ξύπνησε το πρωΐ κοκκαλωμένος, παγωμένος. Η μια πάντα, απ’ τα γόνατα ως τον ώμο, είναι ολότελα πιασμένη. Σηκώνεται με κόπο και ζυγώνει στο φεγγίτη. Ψηλά και πλάγια φαίνεται μια στενή λωρίδα ουρανού. Απ’ το Μάη, που τον έπιασαν, δεν είχε δει μια στιγμούλα το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Απ’ το μπουντρούμι της Ασφάλειας, τη νύχτα, στο αμπάρι του καραβιού, κι από κει, πριν ακόμα φέξει, στην Ακτίνα Θ΄. Κοιτάζει με λαχτάρα και συλλογιέται.
Όξω είναι απαλή γλυκιά φθινοπωρινή μέρα. Η θάλασσα, ήσυχη, γαλανή και αμέριμνη, κοιμάται. Από δω το νησί ― πλαγιές, ράχες, διάσελα, γούπατα και λόφοι με λεμονιές πορτοκαλιές, λουλούδια και ελιές ανεβαίνουν ομαλά, αμφιθεατρικά ― κι αντίκρυ τα βουνά της Ηπείρου, γυμνά, ακανόνιστα, άγρια, περήφανα, αποτραβιούνται κατά το βάθος το ένα πίσω απ’ τις πλάτες του αλλουνού και σβήνουν στην καταχνιά του ορίζοντα.
Κοιτάζει με λαχτάρα τη γαλάζια λωρίδα του ουρανού και συλλογιέται νοσταλγικά: Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή!
Κάπου, πίσω απ’ τους τοίχους της φυλακής, ακούστηκε μια χαρούμενη παιδική φωνή. Σκίρτησε η καρδιά του και πέταξε ο νους του μακριά στην μικρή πατρίδα του, στα παιδικά του χρόνια. Κι από κει, για να περνάει η ώρα και για να ξεχνάει, για να έχει συντροφιά στη μοναξιά, παίρνει τον τραχύ δρόμο της σύντομης ζωής του.
***
Γεννήθηκε το 1908 στη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Με τον ιδρώτα του προσώπου τους ― τέτια εντολή έδοσε ο θεός, λένε, οι τρανοί, κοροϊδεύοντας τον απλό λαό ― καλλιεργώντας τα λίγα χωράφια τους, τον μεγάλωσαν οι γονείς του. Έδοσαν για πληρωμή το αίμα της καρδιάς τους, για να τον στείλουν στο σχολείο. Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, τον φώναξε ο πατέρας μπροστά στη μάνα.
―Παιδί μου! ― του είπε, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι, ― βλέπεις. Αν μπορείς να γλυτώσεις απ’ τη δική μας τη σειρά... Θέλαμε, αλλά, δεν έχουμε δυνάμεις... Ως εδώ ήταν...
Η νιότη δεν φοβάται δυσκολίες, κι ο Χρήστος, χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο, πήρε τη στράτα, με το ντορβά στην πλάτη γεμάτο όνειρα και σχέδια. Θα δούλευε ― μπράτσα είχε, δουλιά θα έβρισκε ― και θα σπούδαζε μαζί. Θα γινόταν δικηγόρος, θα γινόταν «άνθρωπος», όπως έλεγε η μανούλα του...
Μα η τέτια κοινωνία φοβάται τα όνειρα και τα σχέδια, την παληκαριά και την ορμή της νιότης και πάει να τα συντρίψει μ’ όλα τα μέσα. Άρχισαν οι δυσκολίες, η μια πάνω στην άλλη. Άρχισε ο αγώνας, κάθε μέρα και σκληρότερος: για δουλιά, για ψωμί, για δίδαχτρα, για βιβλία, για ελευθερίες... Ορθώθηκε ― ολόγυμνη, χωρίς κανένα στολίδι η ζωή: πάλη ανελέητη ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Ωστόσο, τα φτερά του Μαλτέζου δεν έσπασαν. Μέσα στις μπόρες πιο πολύ δυνάμωσαν. Άνοιξαν τα σύνορα του νου και της καρδιάς του και τα όνειρα, και τα σχέδια, που κουβαλούσε στον ντορβά απ’ τη μικρή πατρίδα, πλάτυναν κι αγκάλιασαν το Πανεπιστήμιο, το χωριό του, όλη την Ελλάδα κι όλον τον κόσμο. Έτσι πήρε το Μεγάλο Δρόμο και στα 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ.
Ήταν τότε μια εποχή δύσκολη: Ανέχειες, πείνες, στερήσεις, τρεχάλες, αϋπνίες, διωγμοί... Οι κομμουνιστές μετριούνταν στα δάχτυλα και η αντικομμουνιστική προπαγάνδα έχυνε, όπως πάντα, το δηλητήριο: χαλούν την οικογένεια πουλούν την πατρίδα, έχουν κέρατα και ουρές, είναι αντίχριστοι και «μίσθαρνα» όργανα, κι άλλα τέτια. Συκοφαντίες και βλακείες όσες θέλεις... Κι ο κόσμος, αφού δεν ήξερε και πείρα δεν είχε, επόμενο ήταν να κουμπώνεται, και χρειαζόταν χαμάλικη, καθημερινή δουλιά, γρανιτένια θέληση, απέραντη υπομονή και επιμονή για να σπάσει ο πάγος. Έτσι «δενόταν το ατσάλι» - η πίστη, η αντοχή, η καρτερικότητα, η αφοσίωση... οι αρετές του επαναστάτη... Οι μικρές επιτυχίες του αγώνα και τα όμορφα όνειρα για μια ευτυχισμένη κοινωνία, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη ― που δυνάμωναν μέσα στις συνθήκες των διωγμών ― γλύκαιναν τις πίκρες, απάλαιναν τις δυσκολίες...
Στέκει κει στο κελί, που έχει δυο δρασκελισιές και κάτι μάκρος μια δρασκελισιά και λιγάκι πλάτος, κοιτάζει απ’ το φεγγίτη στη στενή γαλάζια λωρίδα του ουρανού, συλλογιέται κι απ’ του νου τη στράτα περνάει η ζωή του.
Ήταν κάποτε υπεύθυνος στην εφημερίδα της ΟΚΝΕ «Νεολαία». Την έβγαζαν με το τίποτα σχεδόν. Έπρεπε να κυκλοφορεί οπωσδήποτε, να βλέπει η Ασφάλεια πως τα λυσσασμένα μέτρα της δεν μπορούν να λυγίσουν τη θέληση των αγωνιστών, να καταλαβαίνουν οι νεολαίοι, πως η οργάνωση ζει και δουλεύει και να παίρνουν κουράγιο. Λεφτά δεν είχαν να νοικιάζουν έστω και μια τρύπα. Ένα φύλλο το έγραψαν σε μια σοφίτα. Πήγαν πριν να φέξει, κι όταν έφυγε για τη δουλιά του ο εργάτης τους κλείδωσε απόξω ως το βράδυ. Δεν έπρεπε να κάνουν θόρυβο, μην ακούσει η σπιτονοικοκυρά, και δεν μπορούσαν να βγουν ούτε για το νερό τους... Το δεύτερο φύλλο σ’ ένα πλυσταριό. Το τρίτο... Όμως κάποτε έφτασαν στο «αμήν». Όλες οι προσπάθειες απότυχαν. Έδειχνε πως δεν θα εκπλήρωναν το αγωνιστικό τους καθήκον. Τέλος, τ’ αποφάσισαν. Έμειναν ένα εικοσιτετράωρο νηστικοί, τις πενταροδεκάρες που μάζεψαν απ’ τη Συνταχτική Επιτροπή τις έδοσαν σ’ ένα θυρωρό και τους άφησε να δουλέψουν σ’ ένα υπόγειο... Κι η εφημερίδα έβγαινε κανονικά.
***
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ , ανάλογα με τις ανάγκες, ρίχνει το Μαλτέζο από πόλη σε πόλη. Στον Πειραιά δεν ήρθε ο σύνδεσμος στο ραντεβού – πράμα συνηθισμένο για κείνον τον καιρό. Όμως το επεισόδιο αυτό είχε κάτι το ιδιαίτερο και το θυμάται. Πήγε και δεύτερη φορά, και τρίτη... Πέρασαν κάμποσες ώρες, νύχτα. Μέρος να μείνει δεν έχει. Απ’ την Αθήνα του έδοσαν λεφτά μόνο για ένα εισιτήριο επιστροφής... αν του τύχαινε καμιά αναποδιά. Δεν πρόλαβε να καθήσει στο βαγόνι και μπήκε στο κατόπι ένας χαφιές. Όταν το τραίνο κινούσε πήδηξε και γύρισε στην Αθήνα με τα πόδια... Στο Βόλο χάλασε η γιάφκα. Να πάει σε ξενοδοχείο, με τι χαρτιά; Να γυρίζει στους δρόμους, θα τον έπιαναν «επί αλητεία» κι ύστερα θα έβρισκαν ποιος είναι... Βγήκε έξω στα χωράφια και πέρασε όλη τη νύχτα μες τη βροχή, κάτω από ένα δέντρο. Την άλλη μέρα πήγε ξανά στη γιάφκα. Η πόρτα κλεισμένη. Απ’ το διπλανό σπίτι βγήκε μια γρηούλα. Του έριξε μια ματιά και συνεννοήθηκαν... Αυτή μπροστά, αυτός πίσω, έστριψαν τη γωνία, πήραν το αντίθετο σοκάκι, έστριψαν πάλι αριστερά και σε μια αυλή στάθηκε η γρηούλα:
―Τους έπιασαν, παλληκάρι μου! Να πας, μόλις σουρουπώσει...
Παρά λίγο να την αρπάξει στην αγκαλιά, να τη σφίξει, να τη φιλήσει...
Έξη μήνες αργότερα έγινε στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο στραπάτσο. Μαρτυρήθηκε το σπίτι του, κι έμεινε δέκα μέρες σ’ ένα θεοσκόταδο κατώγι. Τα βράδια έβγαινε και παιδευόταν, πότε στη μια γειτονιά, πότε στην άλλη, να πάρει επαφή. Κι όταν το κατάφερε, ξέχασε και την υγρασία, και το σκοτάδι του υπόγειου, και τις αϋπνίες και τις πείνες, και τις στενοχώριες...
Τέτιες ήταν οι χαρές των αγωνιστών τότε. Είχε, φυσικά, η ζωή και πιο μεγάλες. Ανάμεσα σ’ αυτές, μια δεν την ξεχνάει. Στα 1935, όταν οι δυο αντίπαλοι κόσμοι συγκέντρωναν δυνάμεις για μια αποφασιστική αναμέτρηση, μέσα στη γενικότερη άνοδο του κινήματος, ξέσπασε η απεργία των φοιτητών για την πανεπιστημιακή ασυλία. Βάσταξε σαράντα μέρες η μάχη, με συνοχή και πείσμα, με παλληκαριά κι ορμή. Τη μάχη αυτή τη διηύθυνε ο Μαλτέζος.
Κι ανεβαίνει το κίνημα, ανεβαίνει μαζί κι ο Μαλτέζος στη στράτα, χωρίς να κοιτάζει πίσω, και προχωράει χωρίς κανένα δισταγμό, και χτίζει με κόπο, και χαλάει ο αντίπαλος. Κάνει τον πόνο πείσμα και το φιλότιμο τσιμέντο και πάλι απ’ την αρχή. Και κάποια μέρα, κει στη στράτα, έβηξε κι είδε αίμα στο μαντήλι. Για μια στιγμή ταράχτηκε, φοβήθηκε. Ύστερα χαμογέλασε και μουρμούρισε: «Μαζί με τις άλλες μπόρες θα περάσει κι αυτή». Και σε λίγο πρόστεσε: «Εμείς δεν προλαβαίνουμε να πεθάνουμε από χτικιό».
Το χέρι του Μαλτέζου, όχι μόνο στις αναλαμπές, μα και στις φουρτούνες, δεν έτρεμε. Η αντίδραση νίκησε τις δυνάμεις της προόδου. Ήρθαν στον τόπο οι μαύρες μέρες της 4ης Αυγούστου. Οργίαζε απ’ άκρη σ’ άκρη η δημαγωγία, η σπιουνιά, η τρομοκρατία. Τότε, τον Οχτώβρη του 1937, όταν τα ξερονήσια κι οι φυλακές γέμισαν από λαϊκούς αγωνιστές και κάμποσοι λύγισαν, στις πιο δύσκολες στιγμές του κινήματος, το Κόμμα πρότεινε στο Μαλτέζο να αναλάβει Γραμματέας της ΟΚΝΕ. Και κείνος, όπως πάντα, χωρίς καθόλου να διστάσει, πήρε το τιμόνι στα χέρια του...
Και τώρα; στέκει εκεί κάτω απ’ το φεγγίτη, σ’ ένα κελί της Ακτίνας Θ΄, κοιτάζει τη στενή λωρίδα του γαλάζιου ουρανού, συλλογιέται το δρόμο της ζωής του και ― όπως είπε κάποιος ― αν ήταν ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνε.
***
ΑΝΟΙΞΕ η πόρτα του κελιού και μπήκε ο Βασιλάτος.
―Πώς κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο; ― ρώτηξε ειρωνικά.
Ο Μαλτέζος δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε:
―Αυτά ήταν αψιμαχίες. Γρήγορα θ’ αρχίσουν και οι μεγάλες μάχες. Από δω ― βάλτο καλά στο μυαλό σου ― βγαίνουν μόνο «ανανύψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός... ούτε ένας. Εσύ, όπως είσαι σαν τον Άγιο Αντώνιο τον Ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες και μια δουλιά που είναι να γίνει αύριο, κάντην μια ώρα αρχίτερα. Γιατί να παιδεύεσαι άδικα;
Και, απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε:
―Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου.
Μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό, και σταθερό ― τέτιος ήταν ο χαρακτήρας του τέτια ήταν κι όλη η ζωή του ― απάντησε:
―Άδικα παιδεύεστε.
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα, κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί απ’ τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα «αχ!». Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρος ήσυχο. Περισσότερο δεν έκανε, μπορούσε να δυναμώσει και ν’ αντέξει στα βασανιστήρια, ούτε και λιγότερο, γιατί μπορούσε να πεθάνει. Μια τέτια λύση δεν την ήθελαν, θα μάθαιναν έξω και θα τους εμπόδιζε να κάνουν τα ίδια και στους άλλους.
Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση:
―Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι του Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα, κι ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει απ’ τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους σύφερνε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία κι όχι πεθαμένο.
Πότε συνήρθε; Κείνη τη μέρα; Την άλλη; Ήταν λερωμένος από νερά, ιδρώτα κι αίματα παντού. Σιγά – σιγά τα γεγονότα γύρισαν στη μνήμη του. Έκατσε και σκέφτηκε ώρα πολλή. Ζύγισε τα πράγματα απ’ όλες τις πάντες. Έβαλε απ’ τη μια τα «υπέρ», απ’ την άλλη τα «κατά», και πήρε την απόφαση.
Το μεσημέρι του πήγαν το φαΐ. Το άφησαν κοντά στην πόρτα, κλείδωσαν κι έφυγαν. Ήταν φασολάδα. Άχνιζε και μύριζε όμορφα. Σύρθηκε ένα βήμα πιο κοντά, άπλωσε το χέρι... κι ύστερα αποτραβήχτηκε ξανά στη γωνιά.
Το βράδυ του πήγαν πάλι φαγητό. Ρέγγα με αγριόχορτα. Ο φύλακας, σαν είδε το μεσημεριανό άθιχτο, ρώτησε:
―Γιατί δεν το έφαγες; Μήπως θέλεις κανένα ορεχτικό;
―Θα κάνω απεργία πείνας.
―Μήπως σου πέρασε από το νου πως έτσι θα σταματήσει ο χορός;
―Μπα! πού τέτια ευγένεια... Εσείς με τα βασανιστήρια πάτε ν’ αποσπάσετε δηλώσεις και να ρίξετε έτσι το κύρος του Κόμματος... Κάποιος από μας πρέπει να σταματήσει αυτή τη μηχανή...
―Θα ψοφήσεις!
―Δεν πειράζει... Τσάμπα δε θα πάω... Θα ρθει ένας καιρός...
Στις 22 του Νοέμβρη 1938, όταν το Κόμμα έκλεινε τα 20 χρόνια του, πέθανε ο Μαλτέζος.
***
Η ΘΥΣΙΑ του Μαλτέζου ― και τόσων άλλων ― δεν πήγε χαμένη. Ήρθε ένας καιρός, κείνος ο καιρός που ονειρεύονταν ο Μαλτέζος. Η παλληκαριά του λαού απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, αγκάλιασε όλα τα στρώματα κι έφτασε στις πιο υψηλές κορφές της μαζικής αυτοθυσίας. Χιλιάδες αγωνιστές ― παιδόπουλα, γέροι και γρηές, άντρες και γυναίκες ― αντίκρυσαν την κρεμάλα και το εκτελεστικό απόσπασμα με το όνομα του Κόμματος στο στόμα. Εκατομμύρια άνθρωποι ακολούθησαν το ΚΚΕ και δημιούργησαν το αθάνατο έπος της Εθνικής Αντίστασης, έσωσαν τον τόπο από τον αφανισμό, λευτέρωσαν την πατρίδα μας. Ήρθε ο καιρός που – όπως λέει κι ο ποιητής,
«Αντριά μου και περφάνεια μου τα παίρνω απ’ τους συντρόφους μου.
Δεν είναι τρεις και τέσσερες, δεν είν’ πουλιά κι αγρίμια,
παρ’ είναι ανθός της ανθρωπιάς, η λεβεντιά του κόσμου».
Και πάλι ανάποδες μέρες. Μα θα ρθει ξανά ένας καιρός, που λεύτερος για πάντα ο λαός, θα τιμήσει σε γιορτές, σε συγκεντρώσεις, σε παρελάσεις, σε μνημεία, σε πίνακες και σε ποιήματα τους ήρωες του. Και μέσα σ’ αυτούς έναν απ’ τους πιο αντρειωμένους, το Χρήστο το Μαλτέζο.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΣΗΣ, περιοδικό «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», 2/1967
Πηγή: http://kostasbosis.blogspot.gr/2013/11/1908-1938-46.html
http://e-oikodomos.blogspot.gr/2014/11/76.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου