Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Στο επίκεντρο της πολυεπίπεδης προβληματικής του Μπενσαΐντ είναι η διαλεκτική συνεξέταση των κατηγοριών αναγκαιότητα, δυνατότητα, πραγματικότητα, με συνισταμένη τη συνάρθρωση τους σε μιαν αντίληψη απόλυτου ντετερμινισμού, του διαμετρικά αντίθετου του ιντετερμινισμού ή στην έννοια του νόμου-τάση για την ερμηνεία της κοινωνίας και την εξέλιξη της, αλλά και για την επιστημονική πρόβλεψη αυτής της εξέλιξης. Μια τέτοια διερεύνηση δεν έχει μόνο θεωρητική αξία, αλλά αποτελεί και το υπόβαθρο αντίστοιχων πολιτικών.
Ο Μαρξ και οι μαρξιστές κατηγορούνται για φανατισμό (απόλυτη υποταγή του ανθρώπου σε μια τυφλή αναπότρεπτη αναγκαιότητα), για αναγωγισμό (αναγωγή της ιστορικής - κοινωνικής αιτιότητας στο πρότυπο της φυσικής αιτιότητας), για τελεολογισμό (αντίληψη ότι η κοινωνία κατευθύνεται προς έναν ανώτερο και τελικό σκοπό - την κομμουνιστική κοινωνία, που σηματοδότη το τέλος της ιστορίας).
Ωστόσο, παράλληλα μ' αυτές τις θεωρητικές αιτιάσεις που συνεπάγονται μάλλον την παθητικοποίηση των υποκειμένων, κατηγορούν το μαρξισμό και για επαναστατικό βολονταρισμό, αφού η βεβαιότητα για τη νομοτελειακή πορεία της κοινωνίας προς το «κομμουνιστικό τέλος» ενεργοποιεί μιαν ισχυρή βούληση προς την επιτάχυνση αυτής της εξέλιξης, αλλά οδηγεί, στο όνομα πάντα της κοινωνικές νομοτέλειας, στην επιβολή ενός βουλησιαρχικού δεσποτικού καθεστώτος.
Η αλήθεια είναι ότι σε σημεία του έργου των κλασικών, αλλά καθοριστικά στον εγχειριδιακό μαρξισμό, υπάρχουν ερείσματα γι αυτές τις θεωρητικές αιτιάσεις.
Στο Κεφάλαιο του Μαρξ υπάρχει η διατύπωση ότι σκοπός του είναι να ανακαλύψει τους «φυσικούς νόμους που διέπουν την εξέλιξη της κοινωνίας», όμοιους με τους νόμους των φυσικών επιστημών που επιβάλλονται με «σιδερένια αναγκαιότητα».
Η έννοια ωστόσο του νόμου-τάση εισάγεται ήδη στο βιβλίο I, για να διορθώσει τη «σιδερένια αναγκαιότητα» των νόμων της παραγωγής. Στο βιβλίο III η έννοια «τάση» ορίζεται ολοκληρωμένα: «Στο σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής ο γενικός νόμος επιβάλλεται ως κυρίαρχη τάση μόνο κατά προσέγγιση και κατά τρόπο σύνθετο. Η ύπαρξη ενός μέσου ποσοστού υπεραξίας δεν συνιστά παρά μια τάση όπως κάθε οικονομικός νόμος».
Εισάγοντας την έννοια νόμος-τάση ο Μαρξ δεν καταργεί, αλλά μεταβάλλει την αιτιότητα στις κοινωνικές επιστήμες και στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας. Ενώ οι φυσικές επιστήμες με εξαίρεση τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις και τα συμπεράσματα δεν έχουν ταξικό χαρακτήρα, στις κοινωνικές επιστήμες συμβαίνει το αντίθετο. Σε αντιδιαστολή με τον αστικό «επιστημονισμό» που αρκείται στην περιγραφή και τον κατακερματισμό των κοινωνικών φαινομένων, οι μαρξιστές αντιτάσσουν τον ταξικό και διαλεκτικό χαρακτήρα των μαρξιστικών κοινωνικών επιστημών, την ολιστική αλλά και ειδική ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων και του εμπειρικού κοινωνικού υλικού, στο οποίο κανονικά συμπίπτουν με τις αστικές κοινωνικές επιστήμες.
Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά των κοινωνικών επιστημών κατά τη μαρξιστική αντίληψη - για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα;
Πρώτο και κύριο, δέχονται την έννοια του κοινωνικού νόμου (αδιανόητου στις αστικές κοινωνικές επιστήμες) που νοείται ως γενική συνάρτηση κοινωνικών φαινομένων επαναλαμβανόμενη κάτω από όμοιες συνθήκες, που εκδηλώνεται ως «νόμος-τάση», δηλαδή ως κυρίαρχη δυνατότητα σ' ένα πλέγμα αναθέσεων και τυχαίων περιστατικών. Οι κοινωνικές αντιθέσεις αντανακλώνται και στην επιστημονική γνώση, ενώ η αστική επιστήμη τις αγνοεί ή τις υποβαθμίζει. Παράδειγμα: ο ανταγωνισμός υποχρεώνει το κεφάλαιο σε τεχνολογικό επανεξοπλισμό, πράγμα που αυξάνει τη σχετική υπεραξία, ενώ, απ' την άλλη, μειώνοντας τον αριθμό εργατών και το μεταβλητό κεφάλαιο μειώνει και το ποσοστό υπεραξίας και κέρδους. Η πτώση του ποσοστού κέρδους εκδηλώνεται νομοτελειακά, αλλά ως τάση, γιατί το κεφάλαιο επιχειρεί να την αντιρροπήσει με διάφορα μέσα όπως η αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας, η ταχύτερη αξιοποίηση και κύκληση του κεφαλαίου, μείωση της τιμής των μέσων παραγωγής και των πρώτων υλών κ.ά.
Τα εμπόδια για την απόλυτη κυριαρχία του κοινωνικού νόμου δεν προκύπτουν μόνον απ' τις εγγενείς αναθέσεις του αλλά και από περιστατικά τυχαία, εξωτερικά και άσχετα προς το χαρακτήρα ενός κοινωνικού νόμου, που διασταυρώνεται συμπτωματικά μ' αυτόν. Παράδειγμα: η ανταλλαγή προϊόντων στη διαδικασία της φυσικής οικονομίας είχε τυχαίο _
και περιστασιακό χαρακτήρα. Με την ανάπτυξη όμως του καταμερισμού εργασίας και κυρίως με την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής απέβη αναγκαίο στοιχείο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ο νόμος-τάση συνδέεται και με την ταξική πάλη. Η υπεραξία για παράδειγμα επηρεάζεται καθοριστικά απ' την πάλη την τάξεων. Ο νόμος της υπεραξίας θ' αποτελεί πραγματικότητα ή και θ' αυξάνεται η υπεραξία όσο η ταξική πάλη παραμένει υπανάπτυκτη. Όσο όμως οξύνεται, η υπεραξία θα λειτουργεί ως νόμος-τάση και ενδεχομένως θα καταργηθεί με την επαναστατική ανατροπή. Τέλος, οι μαρξιστές συνδέουν την ύπαρξη και την κατάργηση ενός κοινωνικού νόμου με το αστικό και προλεταριακό σύστημα αξιών, ενώ θέση αρχής της αστικής επιστήμης είναι η αυστηρή διάκριση της ερμηνείας και της αξιολόγησης των κοινωνικών φαινομένων. Προκύπτουν δύο ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα του νόμου-τάση:
Πρώτον, είναι δυνατόν να έχουν επιστημονικό χαρακτήρα συστήματα εννοιών που εμπεριέχουν αντιφατικά στοιχεία, τυχαία και αξιακά; Ακριβώς, στην καπιταλιστική κοινωνία που διαπερνάται και χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αντιθέσεις, για να έχει αντικειμενικό χαρακτήρα μια κοινωνική επιστήμη πρέπει να αποκαλύπτει και να ερμηνεύει τις κοινωνικές αντιθέσεις. Δεν συνιστά όμως επιστημονική ανάλυση η απλή ταξική καταγγελία.
Είναι αναγκαία η συγκέντρωση επαρκούς εμπειρικού υλικού και η αντικειμενική τεκμηρίωση του.
Δεύτερο: Μήπως στην έννοια του νόμου-τάση υποβόσκει η εγκατάλειψη ουσιαστικά της έννοιας του κοινωνικού νόμου; Είναι συμβατή η έννοια της νομοτελειακής νίκης της επανάστασης με την ενδεχομενικότητα αυτής της νίκης;
Είναι γεγονός ότι ορισμένοι μαρξιστές, υπερτονίζοντας το στοιχείο του τυχαίου και του αντιφατικού στον κοινωνικό νόμο, τείνουν μάλλον στην άρνηση του. Είναι όμως αντικειμενική αλήθεια ότι ο κοινωνικός νόμος απ' τη στιγμή που συνδέεται με τις ταξικές αντιθέσεις και την πάλη τους αναπόφευκτα συναρτάται και με την κατηγορία της δυνατότητας. Γιατί ως υπαρκτός νόμος μπορεί να καταργηθεί ή σαφώς να περιοριστεί. Παράδειγμα: Η κατάργηση στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης του νόμου αντιστοίχισης της τιμής της εργατικής δύναμης με την αξία της.
Απ' την άλλη, ο κομμουνισμός ως κατηγορία του μέλλοντος, εφόσον εξαρτάται απ' το συσχετισμό δυνάμεων και την πάλη τους θα παραμείνει μια δυνάμει πραγματικότητα. Όσο όμως εντείνεται η κοινωνική παθογένεια και αναβαθμίζεται το ταξικό υποκείμενο θα γίνεται σχεδόν βέβαιη η μετατροπή της δυνατότητας σε πραγματικότητα. Συνοπτικά: Η μαρξιστική αντίληψη του κοινωνικού νόμου-τάση προσδιορίζει τις αναγκαιότητες που εμφανίζονται ως δυνατότητες και τείνουν να μετεξελιχθούν σε πραγματικότητες εν μέσω αντιθέσεων, πάλης και συμπτώσεων.
Απέναντι στη θεωρία του νόμου-τάση τοποθετούνται αρνητικά οι διάφορες εκδοχές της αστικής και μικροαστικής πολιτικής.
Οι ποικιλώνυμες αστικές αντιλήψεις είναι αρνητικές σε οποιαδήποτε έννοια κοινωνικού νόμου και ταξικής προσέγγισης. Θεωρούν την κοινωνική εξέλιξη προϊόν των ατομικών δράσεων, βουλήσεων, αξιών, ιδίως των χαρισματικών προσωπικοτήτων, της κοινωνικής, εθνικής ή και διεθνούς συνεργασίες.
Η μικροαστική πολιτική στη σοσιαλρεφορμιστική, αριστερή ρεφορμιστική και δογματική εκδοχή συμπίπτει, από διαφορετικούς δρόμους, στην υπερτίμηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην υποτίμηση του επαναστατικού υποκειμένου και της ταξικής πάλης. Ο σοσιαλρεφορμισμός επαφίεται στον οικονομικοτεχνικό εκσυγχρονισμό του συστήματος (ιδίως των «καλών εποχών») και η υποκειμενική του παρέμβαση περιορίζεται σε μπαλώματα αποσπασματικά του συστήματος ανάλογα με την εξέλιξη του και την όξυνση των αντιθέσεων του.
Οι νεορεφορμιστές επίγονοι του Αλτουσέρ παρά τη ριζοσπαστική ρητορική τους ενστερνίζονται ουσιαστικά τη λογική του μηχανιστικού ντετερμινισμού. Η δομική αιτιότητα που πρεσβεύουν είναι στην πραγματικότητα η αιτιότητα της
αστικής κοινωνικής επιστήμης που απορρίπτει την αντεπίδραση του ταξικού υποκειμένου στις οικονομικές δομές και τη διαλεκτική τυχαίου - αναγκαιότητας. Οι ενεργοί παράγοντες του συστήματος (άτομα, ομάδες, θεσμοί, κράτος) είναι απλώς φορείς των δομών χωρίς αυτοτέλεια και αντεπίδραση.
Οι νοσταλγοί του Στάλιν είναι επίσης οπαδοί του μηχανιστικού ντετερμινισμού από άλλο δρόμο, αν και από άποψη αρχής δέχονται διαλεκτική αναγκαιότητας - τυχαίου. Απορρίπτουν την έννοια του νόμου-τάση, τη συνάρτηση του με την ταξική πάλη, υποβαθμίζουν την πολιτική τους παρέμβαση, αυτοαποκλείονται έτσι απ' τη δυνατότητα ηγεμονίας στο επαναστατικό κίνημα, αρκούμενοι στην παθητική σχεδόν αναμονή μιας «ουρανοκατέβατης» επαναστατικής κατάστασης. Στην ουσία πρόκειται για μια παραλλαγή της «κατάρρευσης» του καπιταλισμού απ' την όξυνση των αντιθέσεων του.
Το αντικαπιταλιστικό επαναστατικό κίνημα, ασπαζόμενο το νόμο-τάση, συγκεράζει την ιστορική αισιοδοξία για την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων με την ένταση της πάλης για την πραγματοποίηση της.
ΠΡΙΝ 29/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου