Το χιόνι σκέπαζε δρόμους, μονοπάτια, αλλά και την ανθρώπινη διάθεση. Από νωρίς, τη χρονιά εκείνη, από τη γιορτή του Αϊ-Δημήτρη, ο καιρός έδειξε τα δόντια του. Εκεί πάνω στα βουνά, οι άνθρωποι μαζεύτηκαν από καιρό στα σπίτια και στα καφενεία. Αλλοι καιροί, άλλες ανάγκες, άλλοι τρόποι ζωής. Δυτική Ροδόπη, 1970, σαράντα τρία χρόνια πριν...
Κάποτε, ρώτησα έναν παππού που είχε γεννηθεί στα 1880 στη μακρινή και ευλογημένη γη της Μικράς Ασίας γιατί ζούσε εκεί ψηλά, τι τον κρατούσε εκεί πάνω.
«Εδώ», είπε, «μπορώ να σκέφτομαι, να δουλεύω και να λέω ό,τι με λέει η καρδιά μου και όχι το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες... Εδώ», συνέχισε, «έχει κυνήγι μπόλικο, έχει ξύλα... και αστυνόμο δεν έχει». Ακούγεται παράταιρα, αταίριαστα, σαράντα τόσα χρόνια μετά, αλλά αυτό ήταν τότε μια πραγματικότητα. Ο κανόνας του δάσους.
Κάποτε, ρώτησα έναν παππού που είχε γεννηθεί στα 1880 στη μακρινή και ευλογημένη γη της Μικράς Ασίας γιατί ζούσε εκεί ψηλά, τι τον κρατούσε εκεί πάνω. «Εδώ», είπε, «μπορώ να σκέφτομαι, να δουλεύω και να λέω ό,τι με λέει η καρδιά μου και όχι το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες... Εδώ», συνέχισε, «έχει κυνήγι μπόλικο, έχει ξύλα... και αστυνόμο δεν έχει». Ακούγεται παράταιρα, αταίριαστα, σαράντα τόσα χρόνια μετά, αλλά αυτό ήταν τότε μια πραγματικότητα. Ο κανόνας του δάσους.
Πέρασε σχεδόν μισός αιώνας, μεγαλώσαμε, κάναμε παιδιά, σπίτια, γίναμε άνθρωποι κατά το κοινώς λεγόμενο, αλλά ούτε μια στιγμή, ούτε μια μέρα, δεν ξέχασα τον γερο-κυνηγό και τα λόγια του. Μια κοινωνία που είχε μάθει να πολεμά με αξιοπρέπεια, μακριά από τα σημερινά καλούδια του πολιτισμού, ζούσε εκεί πάνω, ξεχασμένη και αδιαμαρτύρητα βιούσα, με παραδόσεις στεριωμένες βαθιά στις ψυχές των χωριανών
Μια παράδοση γλυκιά στην ανάμνησή της ήταν, και είναι ακόμη, το κυνήγι του αγριογούρουνου, τις μέρες των Χριστουγέννων. Μια παράδοση που έχει σχέση με τον πατροπαράδοτο νόστο, την επιστροφή στις ρίζες. Ολοι όσοι μπορούσαν γυρνούσαν από τις πόλεις και από τα μακρινά ξένα για να περάσουν τις άγιες μέρες με τους δικούς τους. Και επειδή το κυνήγι ήταν τότε τρόπος ζωής, ήταν κομμάτι βασικό της χειμωνιάτικης ζωής του τόπου, ήταν έτσι και ένας τρόπος καλωσορίσματος των συγγενών και των φίλων.
Το κυνήγι του αγριογούρουνου έδενε τους συγχωριανούς σαν μια γροθιά, για να μην ξεχνάμε ότι τα χρόνια εκείνα ήταν κυριολεκτικά η πιο πρόσφορη κίνηση για τροφοσυλλογή, κάτι που σιγά σιγά επανέρχεται στη ζωή μας.
Ξεκινούσε με μια συγκέντρωση «ειδικών», αλλά και ασχέτων στο καφενείο του χωριού. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Αλλά , είναι κρίμα να μιλάω με αόριστο, ας τα πούμε με ενεστώτα, ας τα ζήσουμε μαζί από κοντά...
Φωνές, καπνοί τσιγάρων, τάβλι και χαρτιά, δίπλα σε μια ξυλόσομπα που μπουμπούνιζε, με το χιόνι να κάνει πάρτι από μέρες. Οι δουλειές έχουν τελειώσει από τον Οκτώβριο κιόλας, τα ξύλα είναι στοιβαγμένα όμορφα στις αποθήκες, οι τραχανάδες και τα αποξηραμένα λαχανικά, όπως είναι το συνήθειο ζωής, γέμισαν κελάρια και ντουλάπια.
Κάθε πληροφορία για το πού είναι τα αγριογούρουνα δεκτή για την παρέα.
- Ο Κοτζα-Χρήστος, είναι ο αρχηγός... - Ρε, θα φάμε φέτος σαν πασάδες, αν με ακούσετε.
Και αρχίζει η συζήτηση για το πού, το πώς και το πότε. Ο κανόνας είναι απλός. Οσοι έχουν όπλο, από μονόκαννο με σύρματα μέχρι το Lee Enfield της εθνοφυλακής, όσοι δεν λένε ποτέ όχι στον αρχηγό, αστυνόμοι, δάσκαλοι και ενίοτε παπάδες, ο αγροφύλακας σε χρέη επιλοχία, και η πιτσιρικαρία, όλοι στο βουνό. Και όταν λέμε πιτσιρικαρία, εννοούμε τα παιδιά τα φέροντα χνούδι εις την θέσιν του μύστακα.
Πρώτη πρόσκληση
Θυμάμαι με χαρά την πρώτη πρόσκλησή μου, από τον παππού μου Γιάννη, στην ομάδα της παγάνας. Το χάρηκα πιο πολύ ακόμη κι από το πρώτο μου ποδήλατο. Ετσι, τέτοιες μέρες ήταν, μέρες γιορτών.
Θυμάμαι με χαρά την πρώτη πρόσκλησή μου, από τον παππού μου Γιάννη, στην ομάδα της παγάνας. Το χάρηκα πιο πολύ ακόμη κι από το πρώτο μου ποδήλατο. Ετσι, τέτοιες μέρες ήταν, μέρες γιορτών.
Ξεκινάμε περίπου σαν εκστρατεία Ρωμαϊκής εποχής. Φασαρία, σκυλιά, μουλάρια. Εδώ, θα πρέπει να πω ότι, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν μετακινήσεις με τροχοφόρα, ούτε φυσικά και ημερήσια κυνήγια. Η ομάδα, δηλαδή όλοι οι δυνάμενοι να κυνηγήσουν από τους άνδρες του χωριού, έφευγε για 3-4 μέρες σε επιλεγμένες περιοχές του βουνού. Διαμονή σε πρόχειρες συνήθως καλύβες, σε συνθήκες πολικού ψύχους, γύρω από φωτιές όπου καίγονταν ολόκληροι κορμοί. Αν έφευγες κοντά από τη φωτιά... άλλαζες εποχή του χρόνου. Η θέση όπου θα διανυκτερεύαμε αποφασιζόταν από τον αρχηγό, όπως και το καθηκοντολόγιο. Εσύ μαγειρεύεις, εσύ ταΐζεις τα σκυλιά, εσύ τα μουλάρια και όλοι μαζεύουν ξύλα. Το πιο ζωτικό σημείο αυτού του κυνηγιού ήταν η φωτιά.
Από φαΐ, τα πράγματα ήταν απλά. Ρέγκα, φασολάδα στο καζάνι, ελιές, κρεμμύδι, ψωμί. Κι όλα αυτά με ικανή δόση τσίπουρου. Αν ποτέ βρεθείτε τέτοιες μέρες ψηλά στα χιόνια, δοκιμάστε αυτή την απίθανη ερωτική σχέση του τσίπουρου, της ρέγκας, της φασολάδας και της... προσμονής του αγριόχοιρου.
Την άλλη μέρα, από το χάραμα ακόμη, τα καλά ντουφέκια, οι έμπειροι δηλαδή, ξαπλώνονταν στις πλαγιές για ίχνη. Ακούγεται τρελό, αλλά στο χιόνι, ειδικά στο παγωμένο χιόνι, μπερδεύεται εύκολα το χνάρι. Ξέρανε όμως τι ψάχνουν και ξέρανε καλά...
Τα καρτέρια...
Γινόταν τσάκα τσάκα το σχέδιο, πιάναν τα καρτέρια και ξεκινούσαμε εμείς, σκούπα το βουνό, παγάνα. Σε αποστάσεις ανάλογες της βλάστησης και της θέας, όσο πιο πυκνά τόσο πιο κοντά. Με ντενεκέδες στα χέρια, προχωρούσαμε φωνάζοντας ό,τι πιο τρομακτικό, κατά τη φαντασία και τις ικανότητές μας. –Θυμάμαι... Ωχάααααα---τσονξ-όμπραα-τόμπρα-ουάαα-ααα-- Επρεπε να σκαλίσουμε το βουνό με τις φωνές μας. Βαρούσαμε (δεν υπάρχει τέτοια λέξη ρε, μου έλεγε ο φιλόλογός μας, ο Χατζόπουλος, που κυνηγούσε κι αυτός) τους ντενεκέδες και κάναμε το βουνό ηφαίστειο. Κι όμως, αν δεν πήγαιναν τα σκυλιά μπροστά μας, υπήρχε περίπτωση να περάσουμε δίπλα από τον κάπρο, κι αυτός να φύγει μετά πίσω μας. Τότε, δεν χαλάλιζαν τα όπλα και τα φυσίγγια στην παγάνα. Σπάνιζαν όσο να 'ναι τα όπλα, και κυρίως τα φυσίγγια κόστιζαν, έτσι μας λέγανε... Ηταν αδιανόητο να σπαταλάνε «σφαίρες» στο ξεσήκωμα.
Γινόταν τσάκα τσάκα το σχέδιο, πιάναν τα καρτέρια και ξεκινούσαμε εμείς, σκούπα το βουνό, παγάνα. Σε αποστάσεις ανάλογες της βλάστησης και της θέας, όσο πιο πυκνά τόσο πιο κοντά. Με ντενεκέδες στα χέρια, προχωρούσαμε φωνάζοντας ό,τι πιο τρομακτικό, κατά τη φαντασία και τις ικανότητές μας. –Θυμάμαι... Ωχάααααα---τσονξ-όμπραα-τόμπρα-ουάαα-ααα-- Επρεπε να σκαλίσουμε το βουνό με τις φωνές μας. Βαρούσαμε (δεν υπάρχει τέτοια λέξη ρε, μου έλεγε ο φιλόλογός μας, ο Χατζόπουλος, που κυνηγούσε κι αυτός) τους ντενεκέδες και κάναμε το βουνό ηφαίστειο. Κι όμως, αν δεν πήγαιναν τα σκυλιά μπροστά μας, υπήρχε περίπτωση να περάσουμε δίπλα από τον κάπρο, κι αυτός να φύγει μετά πίσω μας. Τότε, δεν χαλάλιζαν τα όπλα και τα φυσίγγια στην παγάνα. Σπάνιζαν όσο να 'ναι τα όπλα, και κυρίως τα φυσίγγια κόστιζαν, έτσι μας λέγανε... Ηταν αδιανόητο να σπαταλάνε «σφαίρες» στο ξεσήκωμα.
Κι αν είχε μέσα κοπάδι, αυτό σηκωνόταν με την πρώτη φωνή κι άρχιζε το πανηγύρι στα καρτέρια. Τα σκυλιά να γαβγίζουν μαγικά, ο αρχηγός να φωνάζει, οι τουφεκιές να πέφτουν βροχή. Και εμείς, τα αμούστακα, να ζούμε στιγμές έντασης αξέχαστες. Είναι περίεργο, ποτέ δεν έγινε ατύχημα. Ποτέ. Ξέρανε οι παλιοί από όπλα, αλλά πιστεύω ότι το κυριότερο είναι ότι τουφεκούσανε όταν ήταν σίγουροι. Εκεί είναι το μυστικό τελικά.
Κι όταν τέλειωνε το πανηγύρι, μαζεύαμε τα γουρούνια και τα φορτώναμε στα μουλάρια. Πολλές φορές το έχω γράψει, πιστεύω ότι το κυνήγι είναι χαρά, όχι μόνο στην ώρα του, αλλά στο πριν και κυρίως στο μετά. Είχα την απίθανη τύχη να έχω παππού κυνηγό-καφετζή, στο μοναδικό καφενείο της περιοχής. Εκεί, στο Σιδηρόνερο Δράμας. Και ξέρω καλά τι γινόταν μετά στο καφενείο...
Τα τρία γουρούνια γίνονταν έξι, το μισό μέτρο χιόνι γινόταν ένα, ο ένας λύκος τρεις... Κιοτήδες γίνονταν παλικάρια και παλικάρια αρχηγοί. Υπήρχε όμως ένας άγραφος νόμος. Δεν κυνηγάμε ανήμερα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και στα Φώτα. Εκκλησία, καφενείο και μετά μεσημεριανό στο σπίτι, με όλη την οικογένεια, παππούδες, θείοι, ξαδέλφια... Με τις γυναίκες να λένε τα δικά τους, εμάς τα παιδιά στο πατροπαράδοτο μοτίβο «παλεύεις ρε;» και τους μεγάλους με μασάλια – παραμύθια - για λύκους και αγριογούρουνα.
Εκεί πάνω στο αχνιστό στιφάδο αγριογούρουνου, με το θεϊκό νέκταρ της Ροδόπης, το τσίπουρο του θριάμβου. Πέρασαν σαράντα τόσα χρόνια, αλλά οι φωνές της παγάνας, τα προστάγματα του Κοτζα-Χρήστου, οι φλυαρίες γύρω από την τεράστια φωτιά, με κυνηγάνε όμορφα τις νύχτες.
Είναι το μαγικό αστέρι, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες, που με οδηγεί στη φάτνη των ονείρων μου. Στο δάσος, στα πατήματα, στον κάπρο, που πάντα είναι εκεί και με περιμένει...
Σωτήρης Δημηρόπουλος – Αθηνά Δημηροπούλου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Αθηνά Δημηροπούλου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Αθηνά Δημηροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου