Ούτε που φαντάζονταν τα παπαγαλάκια της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας ποια θα ήταν τα επακόλουθα της «μαύρης Δευτέρας», ενός κατά τα άλλα τυπικού φθινοπωρινού πρωινού της 15ης του Σεπτέμβρη του 2008, από το οποίο έχουν περάσει… αισίως δέκα χρόνια. Η είδηση για την πτώχευση της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ, με ενάμιση αιώνα ιστορία, της Lehman Brothers, έπεσε σαν βόμβα στα διεθνή χρηματιστήρια αλλά και σε όλη την υφήλιο, αφού ήταν η μεγαλύτερη πτώχευση στην Ιστορία των ΗΠΑ!
Το πρώτο μπουρίνι, που αποτέλεσε τον προάγγελο ενός οικονομικού τσουνάμι, είχε ξεσπάσει ένα χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 2007. Τότε που η θερινή ραστώνη ταράχτηκε από την ανακοίνωση της μεγαλύτερης εισηγμένης γαλλικής τράπεζας, της BNP Paribas, ότι παγώνει τις πληρωμές ομολόγων τριών επενδυτικών οίκων, που είχε στην κατοχή της, επειδή τα ομόλογα αυτά δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν, γιατί σχετίζονταν με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, που κατέρρεαν στις ΗΠΑ. Μέσα σε πέντε μέρες (από τις 9 μέχρι τις 14 Αυγούστου του 2007), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να χορηγήσει στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα ζεστό χρήμα ύψους 335 δισ. ευρώ («ενέσεις ρευστότητας» τις αποκάλεσαν τότε), προκειμένου να μην ξεμείνουν οι τράπεζες από ρευστό. Το μπουρίνι σταμάτησε εκεί, για να επανέλθει ένα χρόνο μετά, με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η Lehman Brothers, η οποία δεν ήταν καταθετική, αλλά καθαρά επενδυτική τράπεζα, δηλαδή δεν είχε συναλλαγές με ευρύ κοινό, αλλά εξέδιδε διαφόρων τύπων ομόλογα και προσέφερε υπηρεσίες συμβούλου σε εταιρίες, δεν μπόρεσε να αντέξει τη συνεχή μείωση των κερδών της, που κατέληξε σε ζημιά της τάξης των 3.9 δισ. δολαρίων και συσσωρευμένα χρέη αξίας 613 δισ. δολαρίων! Ομως, η πτώχευσή της δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Γιατί παρόμοια πορεία είχε ακολουθήσει πριν από μερικούς μήνες η πέμπτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ (κι αυτή με ιστορία από το 1923), η Bear Stearns, η οποία εξαγοράστηκε τελικά από την JP Morgan, με αποτέλεσμα… να πάνε στα σπίτια τους οι μισοί από τους 14.000 εργαζόμενους της πρώτης.
Παρόμοια πορεία είχαν ακολουθήσει δύο κολοσσοί της χρηματοδότησης στεγαστικών δανείων, η Fannie Mae και η Freddie Mac, οι οποίες τελικά κρατικοποιήθηκαν (!), με τους κυβερνώντες να «ξεχνούν» την «ελεύθερη αγορά» και να παίρνουν προστατευτικά μέτρα προσπαθώντας να γλιτώσουν τα χειρότερα. Τελικά, τα χειρότερα ήρθαν από την Lehman Brothers, την οποία δεν μπόρεσαν να διασώσουν, αφού καμία από τις εταιρίες που παζάρευαν να την αγοράσουν δεν την έπαιρνε αν δεν λάμβανε ισχυρή κρατική βοήθεια. Ομως, ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, αποφάσισε να μη σώσει τη Lehman Βrothers ρισκάροντας και άλλο δημόσιο χρήμα. Το κακό όμως δεν σταμάτησε. Λίγο αργότερα, ήρθε η σειρά της Merrill Lynch (της τρίτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας, με 62.000 εργαζόμενους) να καταρρεύσει, αλλά «σώθηκε» χάρη στην εξαγορά της από την Bank of America.
Το κύμα εξαγορών και πτωχεύσεων που ακολούθησε κλόνισε συθέμελα τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε σημείο που ακόμα και αστικές φυλλάδες να… ανακαλύπτουν τον Μαρξ και ο βρετανικός Guardian να καταλήγει σε ένα κρεσέντο… αντικαπιταλισμού: «Ο καπιταλισμός, που είχε κρυφτεί ντροπαλά πίσω από ένα πλατύ παραπέτασμα ευημερίας και χλιδής, τώρα αποκαλύπτει το πρόσωπό του πίσω από την ξεθωριασμένη διακοσμητική ενδυμασία, για να μοιάσει για μια ακόμα φορά στον «πραγματικό κόσμο» στον οποίο βασίστηκε: χαμένες ζωές που καταστράφηκαν, ασφάλεια που πετάχτηκε στα σκουπίδια, ελπίδα που ποδοπατήθηκε. Μια γενιά που ανατράφηκε πιστεύοντας ότι η αφθονία αντιπροσωπεύει μια υπαρξιακή αλήθεια γύρω από τις ζωές μας θα αποπροσανατολιστεί και θα οργιστεί αναπόφευκτα. Αν η πτώχευση που έρχεται φέρει μια αύξηση της βίας, του εγκλήματος, του ρατσισμού και της αποσύνθεσης, ποιος θα υποστεί το κόστος, ποιος θα βοηθήσει μια χρεοκοπημένη κοινωνία; Σίγουρα όχι αυτοί που έκαναν περιουσίες, των οποίων τις δραστηριότητες μέχρι πρόσφατα θαυμάζαμε ως πράξεις ηρώων και ημίθεων» (Guardian, 15/9/08, «Ποιον να κατηγορούμε για τη χρεοκοπία της αγοράς; Συμπέρασμα: όχι τους τραπεζίτες – Οταν τα λεφτά βγαίνουν, υπεύθυνοι είναι όσοι πολιτογραφούνται στο οικονομικό σύστημα. Σε μια αναποδιά, υπεύθυνο είναι το “συλλογικό εμείς“»).
Η 15η Σεπτέμβρη του 2008 θα μείνει στην Ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας όπως η 11η Σεπτέμβρη του 2001, με τη διαφορά ότι τα θραύσματα της δεύτερης μεταφέρθηκαν μέσω δύο μεγάλων πολέμων (Αφγανιστάν και Ιράκ) στους εξαθλιωμένους των χωρών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», ενώ τα οικονομικά θραύσματα της πρώτης εξαπλώθηκαν σαν πανούκλα πάνω στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Τις διαδικασίες μέσω των οποίων εκτινάχτηκαν τα δάνεια τις έχουμε αναλύσει επανειλημμένα από αυτές εδώ τις στήλες (βλ. http://www.eksegersi.gr/issue/524/Διεθνή/4560.Τις-χειρότερες-μέρες-δεν-τις-έχουμε-ζήσει-ακόμα-1, http://www.eksegersi.gr/issue/525/Διεθνή/4695.Τις-χειρότερες-μέρες-δεν-τις-έχουμε-ζήσει-ακόμα-2, http://www.eksegersi.gr/issue/701/Διεθνή/17654.Υπάρχει-φως-στο-βάθος-του-τούνελ-1 και http://www.eksegersi.gr/issue/528/Διεθνή/3840.Πίσω-από-τη-γυαλιστερή-βιτρίνα-των-ενυπόθηκων).
Δεν ήταν τα άπληστα golden boys (όπως ονομάστηκαν οι υψηλόμισθοι χρηματιστές των εταιριών του χρηματιστικού κεφαλαίου) που ευθύνονταν γι’ αυτή την κατάσταση. Αυτοί ήταν και συνεχίζουν να είναι απλοί διαχειριστές (με το αζημίωτο φυσικά) των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό δεν το αναφέρουμε για να τους δώσουμε… συγχωροχάρτι, αλλά για να μπει κάποια φορά τέλος στην απόδοση ευθυνών μόνο σε κάποια άτομα (golden boys ή πολιτικούς) ή σε ασαφείς οντότητες («αγορές») και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Στις ΗΠΑ, το πιστωτικό σύστημα πήρε τεράστιες διαστάσεις την προηγούμενη δεκαετία. Προκειμένου να αποκομίσει τεράστια κέρδη, το χρηματιστικό κεφάλαιο έσπευσε να «επενδύσει» περισσότερο στο δανεισμό αντί της παραγωγής.
Μία από τις βασικές πηγές του δανεισμού αυτού ήταν η αγορά κατοικίας, που γνώρισε τεράστια άνθιση βασιζόμενη στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης» (subprime mortgage loans). Ηταν δάνεια στους φτωχότερους Αμερικανούς, γι’ αυτό και τα επιτόκια εκτινάσσονταν όταν αυτοί αδυνατούσαν να πληρώσουν έγκαιρα τις δόσεις τους. Εφτασαν να απαιτούν επιτόκιο πάνω από 12% από τους δανειολήπτες που καθυστερούσαν τις δόσεις τους. Επιτόκιο υπερδιπλάσιο απ’ αυτό της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), που εκείνη την περίοδο δεν ξεπερνούσε το 5.5%. Φτηνό χρήμα για τους καπιταλιστές δανειολήπτες και ακριβό για τους φτωχότερους Αμερικανούς. Αυτή ήταν η δικαιοσύνη της «ελεύθερης αγοράς»!
Καθώς ο δανεισμός διογκωνόταν και ο αριθμός των κακοπληρωτών δανειοληπτών έφτανε μέχρι και τα έξι εκατομμύρια, οι προνοητικοί τραπεζίτες έσπευσαν να φυλάξουν τα νώτα τους.
Η αντασφάλιση και το μοίρασμα του ρίσκου έγιναν με την έκδοση ομολόγων από τις ίδιες τις τράπεζες που δάνειζαν τα λεφτά για τα σπίτια. Τα ομόλογα αυτά τα αποκάλεσαν Mortgage-backed Securities (MBS) και τα πούλησαν στην παγκόσμια αγορά, «σπάζοντάς» τα σε διάφορους τίτλους που τους ονόμασαν Collateralized Dept Obligations («Εγγυημένες Δανειακές Υποχρεώσεις») ή CDO σε σύντμηση. Αυτά τα δομημένα ομόλογα (τα CDO) τα είχαν χωρίσει σε τρεις τύπους: υψηλού, μέσου και χαμηλού ρίσκου. Ο κάθε τύπος ομολόγου έδινε επιτόκιο ανάλογο του ρίσκου που είχε. Ετσι, τα ομόλογα υψηλού ρίσκου είχαν τη μεγαλύτερη απόδοση και υπόσχονταν τρελά κέρδη, με το ρίσκο όμως, αυτός που θα τα αγοράσει να χάσει ακόμα και το σύνολο του επενδεδυμένου σ’ αυτά κεφαλαίου, αν «στράβωνε» το πράγμα (όπως κι έγινε, όταν οι αμερικάνοι δανειολήπτες ξέμειναν από λεφτά και δεν μπορούσαν πλέον να πληρώνουν τις δόσεις και τους υπέρογκους τόκους, από τους οποίους κέρδιζαν μέχρι τότε τα λεφτά τους οι τράπεζες και οι κάτοχοι των ομολόγων-CDO). Τότε, τα ομόλογα αυτά θα μετατρέπονταν σε «τοξικά χρέη», γιατί θα ήταν απλά «χαρτιά» χωρίς αξία.
Ετσι, οι τράπεζες που είχαν δανείσει το χρήμα στα αμερικάνικα νοικοκυριά για ν’ αγοράσουν σπίτι, δανείστηκαν με τη σειρά τους λεφτά από τους αγοραστές των ομολόγων CDO, τα οποία πολλές φορές τα χρησιμοποίησαν για να δανείσουν ακόμα περισσότερους Αμερικανούς!
Ομως, το μοίρασμα του ρίσκου δε γινόταν μόνο με την πώληση των δομημένων ομολόγων CDO. Γινόταν και με τις «συμφωνίες ανταλλαγής πιστωτικών κινδύνων» (τα λεγόμενα Credit Default Swaps - CDS). Οι συμφωνίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν πλατιά ως αντασφάλιση σε περίπτωση χρεοκοπίας, όχι μόνο στον τομέα της κατοικίας αλλά και στις περιπτώσεις κρατικών ομολόγων. Με μια τέτοια συμφωνία, ο ασφαλιστής εγγυάται να πληρώσει το σύνολο του ποσού του ομολόγου στο οποίο αναφέρεται το CDS, σε περίπτωση που το ομόλογο αυτό καταπέσει. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή την εγγύηση, αυτός που ζητά προστασία πληρώνει «ασφάλιστρα» σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε περίπτωση, δηλαδή, που ο αρχικός δανειολήπτης (για παράδειγμα ο Αμερικανός που αγόρασε σπίτι με υποθήκη) πτωχεύσει, η τράπεζα που του δάνεισε τα λεφτά θα τα πάρει πίσω από τον αγοραστή ασφαλιστή. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η τράπεζα μεταφέρει το ρίσκο της πτώχευσης στον ασφαλιστή.
Για να καταλάβετε καλύτερα τι εστί «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής», θεωρήστε το παρακάτω υποθετικό παράδειγμα. Εστω ότι μια τράπεζα (όχι κατ’ ανάγκη από τις μεγάλες) έχει δανείσει κάποια χρήματα (έστω 100.000 δολάρια) σε μια επιχείρηση. Η τράπεζα φοβάται ότι η επιχείρηση μπορεί να κλείσει και τα δανεικά να γίνουν… καπνός. Πάει λοιπόν στην Lehman Brothers και της ζητά «προστασία», πληρώνοντάς την έστω 100 δολάρια το μήνα για κάποιο χρονικό διάστημα (έστω πέντε χρόνια) και η Lehman Brothers υπόσχεται ότι θα αποζημιώσει την τράπεζα σε περίπτωση που η επιχείρηση που της δάνεισε βαρέσει κανόνι. Αν μέσα στα πέντε χρόνια η επιχείρηση που δανείστηκε τα 100.000 δολάρια δεν κλείσει, τότε η Lehman Brothers θα μπορεί να γεύεται με ικανοποίηση τα 6.000 δολάρια (δηλαδή 100 δολάρια Χ 12 μήνες Χ 5 χρόνια) χωρίς να έχει κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι. Αν όμως η επιχείρηση φουντάρει, τότε η Lehman Brothers θα πρέπει να πληρώσει στην τράπεζα που ζήτησε προστασία την ονομαστική αξία του παραγώγου (100.000 δολάρια) μείον την αξία των μετοχών της εταιρίας που πτώχευσε,. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι μεγάλο μπελά μπορεί να βρει η κάθε Lehman Brothers, αν οι επιχειρήσεις για τις οποίες «εγγυήθηκε» φουντάρουν η μία μετά την άλλη.
Τα CDS γνώρισαν τεράστια άνθηση την περασμένη δεκαετία. Από τα 900 δισ. δολάρια που ήταν η αγοραία αξία αυτών των ομολόγων το 2000, έφτασε στα 45.5 τρισ. δολάρια στις αρχές του 2008! Δηλαδή, πενηνταπλασιάστηκε, αντιστοιχώντας στο διπλάσιο περίπου του συνόλου των μετοχών της αμερικάνικης χρηματαγοράς ή στο υπερτριπλάσιο του ετήσιου αμερικάνικου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος! Βέβαια, αυτά τα νούμερα είναι απλά φούσκες. Κι αυτό γιατί τα 45.5 τρισ. δολάρια απέχουν πολύ από τα 5.7 τρισ. δολάρια της αξίας που «προστατεύουν» (δηλαδή της αξίας που θα πρέπει να πληρωθεί αν πτωχεύσει ο δανειστής).
Η Lehman Brothers ήταν μέσα στις δέκα εταιρίες με τις μεγαλύτερες δοσοληψίες τέτοιων παραγώγων διακρατώντας συμβόλαια ονομαστικής αξίας περίπου 800 δισ. δολαρίων, δηλαδή 25% μεγαλύτερης αξίας από το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων! Το ίδιο χωμένη σ’ αυτά τα ριψοκίνδυνα παράγωγα ήταν και η AIG (American International Group), μια από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες στον κόσμο (με μακρά ιστορία καθώς ιδρύθηκε το 1919), με περισσότερα από 130 υποκαταστήματα παγκόσμια και 116.000 εργαζόμενους.
Η AIG (μέγας χορηγός τόσο των «Δημοκρατικών» όσο και των «Ρεπουμπλικανών»), που δημιούργησε ένα χαρτοφυλάκιο αξίας 2.7 τρισ. δολαρίων σε παράγωγα, έσπευσε να ασφαλίσει πολλούς από αυτούς που είχαν αγοράσει ομόλογα βασισμένα στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ. Ετσι, όχι μόνο παρείχε αντασφάλιση του κινδύνου των κατόχων των διαφόρων ομολόγων που βασίζονταν στην αγορά κατοικίας, αλλά και τα ασφάλιστρα που έπαιρνε τα επένδυσε σε ριψοκίνδυνα ενυπόθηκα δάνεια!
Ομως, το άνοιγμα που έκανε ήταν πολύ μεγάλο για να μπορέσει να τους πληρώσει όλους ταυτόχρονα, ούτε και περίμενε να γίνει κάτι τέτοιο. Το κράτος έσπευσε, λοιπόν, να πάρει υπό τον έλεγχό του το 80% της AIG, χρηματοδοτώντας την εταιρία που κατέρρεε με τέσσερα τον αριθμό «πακέτα στήριξης», αξίας 170 δισ. δολαρίων! (βλ. http://www.eksegersi.gr/issue/550/Διεθνή/2168.Καπιταλισμός-με-τις-πλάτες-του-κράτους-1).
Το ζεστό χρήμα που έδωσαν τα αστικά κράτη για να στηρίξουν τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις («too big to fail» τις ονομάζανε, δηλαδή πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν) ήταν τεραστίων διαστάσεων: 1.5 τρισ. δολάρια έδωσε το αμερικάνικο δημόσιο, ενώ άλλα 3 τρισ. αποφάσισαν να δώσουν (είτε ως ζεστό χρήμα είτε με παροχή εγγυήσεων) οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου! Απέδειξαν έτσι ότι το κράτος λειτουργεί ως προστάτης των μεγάλων κεφαλαίων σε ώρα ανάγκης.
Μπορεί οι επιχειρήσεις να φαλίριζαν, όμως τα στελέχη θησαύριζαν. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, 73 μεγαλοστελέχη του τμήματος της εταιρίας που εμφάνισε τις μεγαλύτερες ζημιές (της AIG-FP) έπαιρναν 1 εκατ. δολάρια αμοιβή έκαστος, ενώ ο πρόεδρος του ίδιου τμήματος τσέπωσε 280 εκατ. δολάρια τα οχτώ τελευταία χρόνια πριν από την κρατικοποίηση της AIG!
Αναζητώντας τον πραγματικό ένοχο για όλη αυτή την κατάσταση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η πίστωση στον καπιταλισμό αποτελεί μέρος της λειτουργίας του. Ετσι βγαίνουν τεράστια κέρδη που τα αποκομίζει το χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο -επενδύοντας στην παραγωγή- κερδίζει κι αυτό το μερίδιό του από την υπεραξία των εργατών. Εγραφε ο γερο-Κάρολος πριν από ενάμιση αιώνα: «Το πιστωτικό σύστημα, με κέντρο τις δήθεν εθνικές τράπεζες και με γύρω τους τους μεγάλους δανειστές χρήματος και τοκογλύφους, αποτελεί μία τεράστια συγκεντροποίηση και δίνει σ' αυτή την τάξη των παρασίτων μια μυθική δύναμη, τη δύναμη όχι μόνο να αποδεκατίζει κατά περιόδους τους βιομήχανους κεφαλαιοκράτες, αλλά και να επεμβαίνει με τον πιο επικίνδυνο τρόπο στην πραγματική παραγωγή - και η συμμορία αυτή δεν έχει ιδέα από παραγωγή και δεν έχει καμία δουλειά μαζί της» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος, κεφ. 33, σελ. 684).
Οσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός τόσο διογκώνεται το πιστωτικό σύστημα, γεγονός που όμως εντείνει τις κρίσεις, όταν αυτές ξεσπούν. Και οι κρίσεις θα ξεσπούν γιατί είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό, ο οποίος τείνει να αυξάνει συνεχώς την παραγωγή, κοινωνικοποιώντας την -από την άποψη της ολοένα και πιο πλατιάς συνεργασίας των παραγωγών του πλούτου- και εξαθλιώνοντας ταυτόχρονα εκατομμύρια ανθρώπους, ακόμα και τους ίδιους τους παραγωγούς που έχουν μετατραπεί σε σύγχρονους μισθωτούς σκλάβους. Ομως, η παραγωγή ζητά και κατανάλωση. Κι όταν οι καταναλωτικές δυνατότητες των πλατιών λαϊκών μαζών περιορίζονται ή δεν είναι αρκετές για να αγοράσουν όσα παράγονται, τότε τα προϊόντα παραμένουν απούλητα.
Το αποτέλεσμα το διαπιστώσαμε όλοι με την έκρηξη των κρατικών χρεών, που αποτελούν εργαλεία για την παραπέρα καταλήστευση της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Στο επόμενο: Η έκρηξη των κρατικών χρεών και η «ανάκαμψη».
Τα προεόρτια
Το πρώτο μπουρίνι, που αποτέλεσε τον προάγγελο ενός οικονομικού τσουνάμι, είχε ξεσπάσει ένα χρόνο πριν, τον Αύγουστο του 2007. Τότε που η θερινή ραστώνη ταράχτηκε από την ανακοίνωση της μεγαλύτερης εισηγμένης γαλλικής τράπεζας, της BNP Paribas, ότι παγώνει τις πληρωμές ομολόγων τριών επενδυτικών οίκων, που είχε στην κατοχή της, επειδή τα ομόλογα αυτά δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν, γιατί σχετίζονταν με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, που κατέρρεαν στις ΗΠΑ. Μέσα σε πέντε μέρες (από τις 9 μέχρι τις 14 Αυγούστου του 2007), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να χορηγήσει στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα ζεστό χρήμα ύψους 335 δισ. ευρώ («ενέσεις ρευστότητας» τις αποκάλεσαν τότε), προκειμένου να μην ξεμείνουν οι τράπεζες από ρευστό. Το μπουρίνι σταμάτησε εκεί, για να επανέλθει ένα χρόνο μετά, με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η Lehman Brothers, η οποία δεν ήταν καταθετική, αλλά καθαρά επενδυτική τράπεζα, δηλαδή δεν είχε συναλλαγές με ευρύ κοινό, αλλά εξέδιδε διαφόρων τύπων ομόλογα και προσέφερε υπηρεσίες συμβούλου σε εταιρίες, δεν μπόρεσε να αντέξει τη συνεχή μείωση των κερδών της, που κατέληξε σε ζημιά της τάξης των 3.9 δισ. δολαρίων και συσσωρευμένα χρέη αξίας 613 δισ. δολαρίων! Ομως, η πτώχευσή της δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Γιατί παρόμοια πορεία είχε ακολουθήσει πριν από μερικούς μήνες η πέμπτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ (κι αυτή με ιστορία από το 1923), η Bear Stearns, η οποία εξαγοράστηκε τελικά από την JP Morgan, με αποτέλεσμα… να πάνε στα σπίτια τους οι μισοί από τους 14.000 εργαζόμενους της πρώτης.
Παρόμοια πορεία είχαν ακολουθήσει δύο κολοσσοί της χρηματοδότησης στεγαστικών δανείων, η Fannie Mae και η Freddie Mac, οι οποίες τελικά κρατικοποιήθηκαν (!), με τους κυβερνώντες να «ξεχνούν» την «ελεύθερη αγορά» και να παίρνουν προστατευτικά μέτρα προσπαθώντας να γλιτώσουν τα χειρότερα. Τελικά, τα χειρότερα ήρθαν από την Lehman Brothers, την οποία δεν μπόρεσαν να διασώσουν, αφού καμία από τις εταιρίες που παζάρευαν να την αγοράσουν δεν την έπαιρνε αν δεν λάμβανε ισχυρή κρατική βοήθεια. Ομως, ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, αποφάσισε να μη σώσει τη Lehman Βrothers ρισκάροντας και άλλο δημόσιο χρήμα. Το κακό όμως δεν σταμάτησε. Λίγο αργότερα, ήρθε η σειρά της Merrill Lynch (της τρίτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας, με 62.000 εργαζόμενους) να καταρρεύσει, αλλά «σώθηκε» χάρη στην εξαγορά της από την Bank of America.
Η κατάρρευση
Το κύμα εξαγορών και πτωχεύσεων που ακολούθησε κλόνισε συθέμελα τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε σημείο που ακόμα και αστικές φυλλάδες να… ανακαλύπτουν τον Μαρξ και ο βρετανικός Guardian να καταλήγει σε ένα κρεσέντο… αντικαπιταλισμού: «Ο καπιταλισμός, που είχε κρυφτεί ντροπαλά πίσω από ένα πλατύ παραπέτασμα ευημερίας και χλιδής, τώρα αποκαλύπτει το πρόσωπό του πίσω από την ξεθωριασμένη διακοσμητική ενδυμασία, για να μοιάσει για μια ακόμα φορά στον «πραγματικό κόσμο» στον οποίο βασίστηκε: χαμένες ζωές που καταστράφηκαν, ασφάλεια που πετάχτηκε στα σκουπίδια, ελπίδα που ποδοπατήθηκε. Μια γενιά που ανατράφηκε πιστεύοντας ότι η αφθονία αντιπροσωπεύει μια υπαρξιακή αλήθεια γύρω από τις ζωές μας θα αποπροσανατολιστεί και θα οργιστεί αναπόφευκτα. Αν η πτώχευση που έρχεται φέρει μια αύξηση της βίας, του εγκλήματος, του ρατσισμού και της αποσύνθεσης, ποιος θα υποστεί το κόστος, ποιος θα βοηθήσει μια χρεοκοπημένη κοινωνία; Σίγουρα όχι αυτοί που έκαναν περιουσίες, των οποίων τις δραστηριότητες μέχρι πρόσφατα θαυμάζαμε ως πράξεις ηρώων και ημίθεων» (Guardian, 15/9/08, «Ποιον να κατηγορούμε για τη χρεοκοπία της αγοράς; Συμπέρασμα: όχι τους τραπεζίτες – Οταν τα λεφτά βγαίνουν, υπεύθυνοι είναι όσοι πολιτογραφούνται στο οικονομικό σύστημα. Σε μια αναποδιά, υπεύθυνο είναι το “συλλογικό εμείς“»).
Η 15η Σεπτέμβρη του 2008 θα μείνει στην Ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας όπως η 11η Σεπτέμβρη του 2001, με τη διαφορά ότι τα θραύσματα της δεύτερης μεταφέρθηκαν μέσω δύο μεγάλων πολέμων (Αφγανιστάν και Ιράκ) στους εξαθλιωμένους των χωρών του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», ενώ τα οικονομικά θραύσματα της πρώτης εξαπλώθηκαν σαν πανούκλα πάνω στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Τα δάνεια
Τις διαδικασίες μέσω των οποίων εκτινάχτηκαν τα δάνεια τις έχουμε αναλύσει επανειλημμένα από αυτές εδώ τις στήλες (βλ. http://www.eksegersi.gr/issue/524/Διεθνή/4560.Τις-χειρότερες-μέρες-δεν-τις-έχουμε-ζήσει-ακόμα-1, http://www.eksegersi.gr/issue/525/Διεθνή/4695.Τις-χειρότερες-μέρες-δεν-τις-έχουμε-ζήσει-ακόμα-2, http://www.eksegersi.gr/issue/701/Διεθνή/17654.Υπάρχει-φως-στο-βάθος-του-τούνελ-1 και http://www.eksegersi.gr/issue/528/Διεθνή/3840.Πίσω-από-τη-γυαλιστερή-βιτρίνα-των-ενυπόθηκων).
Δεν ήταν τα άπληστα golden boys (όπως ονομάστηκαν οι υψηλόμισθοι χρηματιστές των εταιριών του χρηματιστικού κεφαλαίου) που ευθύνονταν γι’ αυτή την κατάσταση. Αυτοί ήταν και συνεχίζουν να είναι απλοί διαχειριστές (με το αζημίωτο φυσικά) των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό δεν το αναφέρουμε για να τους δώσουμε… συγχωροχάρτι, αλλά για να μπει κάποια φορά τέλος στην απόδοση ευθυνών μόνο σε κάποια άτομα (golden boys ή πολιτικούς) ή σε ασαφείς οντότητες («αγορές») και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Στις ΗΠΑ, το πιστωτικό σύστημα πήρε τεράστιες διαστάσεις την προηγούμενη δεκαετία. Προκειμένου να αποκομίσει τεράστια κέρδη, το χρηματιστικό κεφάλαιο έσπευσε να «επενδύσει» περισσότερο στο δανεισμό αντί της παραγωγής.
Μία από τις βασικές πηγές του δανεισμού αυτού ήταν η αγορά κατοικίας, που γνώρισε τεράστια άνθιση βασιζόμενη στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης» (subprime mortgage loans). Ηταν δάνεια στους φτωχότερους Αμερικανούς, γι’ αυτό και τα επιτόκια εκτινάσσονταν όταν αυτοί αδυνατούσαν να πληρώσουν έγκαιρα τις δόσεις τους. Εφτασαν να απαιτούν επιτόκιο πάνω από 12% από τους δανειολήπτες που καθυστερούσαν τις δόσεις τους. Επιτόκιο υπερδιπλάσιο απ’ αυτό της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), που εκείνη την περίοδο δεν ξεπερνούσε το 5.5%. Φτηνό χρήμα για τους καπιταλιστές δανειολήπτες και ακριβό για τους φτωχότερους Αμερικανούς. Αυτή ήταν η δικαιοσύνη της «ελεύθερης αγοράς»!
Καθώς ο δανεισμός διογκωνόταν και ο αριθμός των κακοπληρωτών δανειοληπτών έφτανε μέχρι και τα έξι εκατομμύρια, οι προνοητικοί τραπεζίτες έσπευσαν να φυλάξουν τα νώτα τους.
Αντασφάλιση και μοίρασμα του ρίσκου
Η αντασφάλιση και το μοίρασμα του ρίσκου έγιναν με την έκδοση ομολόγων από τις ίδιες τις τράπεζες που δάνειζαν τα λεφτά για τα σπίτια. Τα ομόλογα αυτά τα αποκάλεσαν Mortgage-backed Securities (MBS) και τα πούλησαν στην παγκόσμια αγορά, «σπάζοντάς» τα σε διάφορους τίτλους που τους ονόμασαν Collateralized Dept Obligations («Εγγυημένες Δανειακές Υποχρεώσεις») ή CDO σε σύντμηση. Αυτά τα δομημένα ομόλογα (τα CDO) τα είχαν χωρίσει σε τρεις τύπους: υψηλού, μέσου και χαμηλού ρίσκου. Ο κάθε τύπος ομολόγου έδινε επιτόκιο ανάλογο του ρίσκου που είχε. Ετσι, τα ομόλογα υψηλού ρίσκου είχαν τη μεγαλύτερη απόδοση και υπόσχονταν τρελά κέρδη, με το ρίσκο όμως, αυτός που θα τα αγοράσει να χάσει ακόμα και το σύνολο του επενδεδυμένου σ’ αυτά κεφαλαίου, αν «στράβωνε» το πράγμα (όπως κι έγινε, όταν οι αμερικάνοι δανειολήπτες ξέμειναν από λεφτά και δεν μπορούσαν πλέον να πληρώνουν τις δόσεις και τους υπέρογκους τόκους, από τους οποίους κέρδιζαν μέχρι τότε τα λεφτά τους οι τράπεζες και οι κάτοχοι των ομολόγων-CDO). Τότε, τα ομόλογα αυτά θα μετατρέπονταν σε «τοξικά χρέη», γιατί θα ήταν απλά «χαρτιά» χωρίς αξία.
Ετσι, οι τράπεζες που είχαν δανείσει το χρήμα στα αμερικάνικα νοικοκυριά για ν’ αγοράσουν σπίτι, δανείστηκαν με τη σειρά τους λεφτά από τους αγοραστές των ομολόγων CDO, τα οποία πολλές φορές τα χρησιμοποίησαν για να δανείσουν ακόμα περισσότερους Αμερικανούς!
Ομως, το μοίρασμα του ρίσκου δε γινόταν μόνο με την πώληση των δομημένων ομολόγων CDO. Γινόταν και με τις «συμφωνίες ανταλλαγής πιστωτικών κινδύνων» (τα λεγόμενα Credit Default Swaps - CDS). Οι συμφωνίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν πλατιά ως αντασφάλιση σε περίπτωση χρεοκοπίας, όχι μόνο στον τομέα της κατοικίας αλλά και στις περιπτώσεις κρατικών ομολόγων. Με μια τέτοια συμφωνία, ο ασφαλιστής εγγυάται να πληρώσει το σύνολο του ποσού του ομολόγου στο οποίο αναφέρεται το CDS, σε περίπτωση που το ομόλογο αυτό καταπέσει. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή την εγγύηση, αυτός που ζητά προστασία πληρώνει «ασφάλιστρα» σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε περίπτωση, δηλαδή, που ο αρχικός δανειολήπτης (για παράδειγμα ο Αμερικανός που αγόρασε σπίτι με υποθήκη) πτωχεύσει, η τράπεζα που του δάνεισε τα λεφτά θα τα πάρει πίσω από τον αγοραστή ασφαλιστή. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η τράπεζα μεταφέρει το ρίσκο της πτώχευσης στον ασφαλιστή.
Για να καταλάβετε καλύτερα τι εστί «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής», θεωρήστε το παρακάτω υποθετικό παράδειγμα. Εστω ότι μια τράπεζα (όχι κατ’ ανάγκη από τις μεγάλες) έχει δανείσει κάποια χρήματα (έστω 100.000 δολάρια) σε μια επιχείρηση. Η τράπεζα φοβάται ότι η επιχείρηση μπορεί να κλείσει και τα δανεικά να γίνουν… καπνός. Πάει λοιπόν στην Lehman Brothers και της ζητά «προστασία», πληρώνοντάς την έστω 100 δολάρια το μήνα για κάποιο χρονικό διάστημα (έστω πέντε χρόνια) και η Lehman Brothers υπόσχεται ότι θα αποζημιώσει την τράπεζα σε περίπτωση που η επιχείρηση που της δάνεισε βαρέσει κανόνι. Αν μέσα στα πέντε χρόνια η επιχείρηση που δανείστηκε τα 100.000 δολάρια δεν κλείσει, τότε η Lehman Brothers θα μπορεί να γεύεται με ικανοποίηση τα 6.000 δολάρια (δηλαδή 100 δολάρια Χ 12 μήνες Χ 5 χρόνια) χωρίς να έχει κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι. Αν όμως η επιχείρηση φουντάρει, τότε η Lehman Brothers θα πρέπει να πληρώσει στην τράπεζα που ζήτησε προστασία την ονομαστική αξία του παραγώγου (100.000 δολάρια) μείον την αξία των μετοχών της εταιρίας που πτώχευσε,. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι μεγάλο μπελά μπορεί να βρει η κάθε Lehman Brothers, αν οι επιχειρήσεις για τις οποίες «εγγυήθηκε» φουντάρουν η μία μετά την άλλη.
Η εξάπλωση της… φούσκας
Τα CDS γνώρισαν τεράστια άνθηση την περασμένη δεκαετία. Από τα 900 δισ. δολάρια που ήταν η αγοραία αξία αυτών των ομολόγων το 2000, έφτασε στα 45.5 τρισ. δολάρια στις αρχές του 2008! Δηλαδή, πενηνταπλασιάστηκε, αντιστοιχώντας στο διπλάσιο περίπου του συνόλου των μετοχών της αμερικάνικης χρηματαγοράς ή στο υπερτριπλάσιο του ετήσιου αμερικάνικου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος! Βέβαια, αυτά τα νούμερα είναι απλά φούσκες. Κι αυτό γιατί τα 45.5 τρισ. δολάρια απέχουν πολύ από τα 5.7 τρισ. δολάρια της αξίας που «προστατεύουν» (δηλαδή της αξίας που θα πρέπει να πληρωθεί αν πτωχεύσει ο δανειστής).
Η Lehman Brothers ήταν μέσα στις δέκα εταιρίες με τις μεγαλύτερες δοσοληψίες τέτοιων παραγώγων διακρατώντας συμβόλαια ονομαστικής αξίας περίπου 800 δισ. δολαρίων, δηλαδή 25% μεγαλύτερης αξίας από το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων! Το ίδιο χωμένη σ’ αυτά τα ριψοκίνδυνα παράγωγα ήταν και η AIG (American International Group), μια από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες στον κόσμο (με μακρά ιστορία καθώς ιδρύθηκε το 1919), με περισσότερα από 130 υποκαταστήματα παγκόσμια και 116.000 εργαζόμενους.
Η AIG (μέγας χορηγός τόσο των «Δημοκρατικών» όσο και των «Ρεπουμπλικανών»), που δημιούργησε ένα χαρτοφυλάκιο αξίας 2.7 τρισ. δολαρίων σε παράγωγα, έσπευσε να ασφαλίσει πολλούς από αυτούς που είχαν αγοράσει ομόλογα βασισμένα στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ. Ετσι, όχι μόνο παρείχε αντασφάλιση του κινδύνου των κατόχων των διαφόρων ομολόγων που βασίζονταν στην αγορά κατοικίας, αλλά και τα ασφάλιστρα που έπαιρνε τα επένδυσε σε ριψοκίνδυνα ενυπόθηκα δάνεια!
Κρατικές πλάτες
Ομως, το άνοιγμα που έκανε ήταν πολύ μεγάλο για να μπορέσει να τους πληρώσει όλους ταυτόχρονα, ούτε και περίμενε να γίνει κάτι τέτοιο. Το κράτος έσπευσε, λοιπόν, να πάρει υπό τον έλεγχό του το 80% της AIG, χρηματοδοτώντας την εταιρία που κατέρρεε με τέσσερα τον αριθμό «πακέτα στήριξης», αξίας 170 δισ. δολαρίων! (βλ. http://www.eksegersi.gr/issue/550/Διεθνή/2168.Καπιταλισμός-με-τις-πλάτες-του-κράτους-1).
Το ζεστό χρήμα που έδωσαν τα αστικά κράτη για να στηρίξουν τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις («too big to fail» τις ονομάζανε, δηλαδή πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν) ήταν τεραστίων διαστάσεων: 1.5 τρισ. δολάρια έδωσε το αμερικάνικο δημόσιο, ενώ άλλα 3 τρισ. αποφάσισαν να δώσουν (είτε ως ζεστό χρήμα είτε με παροχή εγγυήσεων) οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου! Απέδειξαν έτσι ότι το κράτος λειτουργεί ως προστάτης των μεγάλων κεφαλαίων σε ώρα ανάγκης.
Μπορεί οι επιχειρήσεις να φαλίριζαν, όμως τα στελέχη θησαύριζαν. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, 73 μεγαλοστελέχη του τμήματος της εταιρίας που εμφάνισε τις μεγαλύτερες ζημιές (της AIG-FP) έπαιρναν 1 εκατ. δολάρια αμοιβή έκαστος, ενώ ο πρόεδρος του ίδιου τμήματος τσέπωσε 280 εκατ. δολάρια τα οχτώ τελευταία χρόνια πριν από την κρατικοποίηση της AIG!
Ενοχος ο καπιταλισμός
Αναζητώντας τον πραγματικό ένοχο για όλη αυτή την κατάσταση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η πίστωση στον καπιταλισμό αποτελεί μέρος της λειτουργίας του. Ετσι βγαίνουν τεράστια κέρδη που τα αποκομίζει το χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο -επενδύοντας στην παραγωγή- κερδίζει κι αυτό το μερίδιό του από την υπεραξία των εργατών. Εγραφε ο γερο-Κάρολος πριν από ενάμιση αιώνα: «Το πιστωτικό σύστημα, με κέντρο τις δήθεν εθνικές τράπεζες και με γύρω τους τους μεγάλους δανειστές χρήματος και τοκογλύφους, αποτελεί μία τεράστια συγκεντροποίηση και δίνει σ' αυτή την τάξη των παρασίτων μια μυθική δύναμη, τη δύναμη όχι μόνο να αποδεκατίζει κατά περιόδους τους βιομήχανους κεφαλαιοκράτες, αλλά και να επεμβαίνει με τον πιο επικίνδυνο τρόπο στην πραγματική παραγωγή - και η συμμορία αυτή δεν έχει ιδέα από παραγωγή και δεν έχει καμία δουλειά μαζί της» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος, κεφ. 33, σελ. 684).
Οσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός τόσο διογκώνεται το πιστωτικό σύστημα, γεγονός που όμως εντείνει τις κρίσεις, όταν αυτές ξεσπούν. Και οι κρίσεις θα ξεσπούν γιατί είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό, ο οποίος τείνει να αυξάνει συνεχώς την παραγωγή, κοινωνικοποιώντας την -από την άποψη της ολοένα και πιο πλατιάς συνεργασίας των παραγωγών του πλούτου- και εξαθλιώνοντας ταυτόχρονα εκατομμύρια ανθρώπους, ακόμα και τους ίδιους τους παραγωγούς που έχουν μετατραπεί σε σύγχρονους μισθωτούς σκλάβους. Ομως, η παραγωγή ζητά και κατανάλωση. Κι όταν οι καταναλωτικές δυνατότητες των πλατιών λαϊκών μαζών περιορίζονται ή δεν είναι αρκετές για να αγοράσουν όσα παράγονται, τότε τα προϊόντα παραμένουν απούλητα.
Το αποτέλεσμα το διαπιστώσαμε όλοι με την έκρηξη των κρατικών χρεών, που αποτελούν εργαλεία για την παραπέρα καταλήστευση της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Στο επόμενο: Η έκρηξη των κρατικών χρεών και η «ανάκαμψη».
Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018
http://www.eksegersi.gr/%CE%95%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1/31359.%CE%94%CE%AD%CE%BA%CE%B1-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%81%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-lehman-brothers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου