Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Χιλή, κυβέρνηση και εξουσία

  Η Λεσχη

Του Δημήτρη Δημητούλη
τις 8 Οκτωβρίου τον 1974 στη Γαλλική εφημερίδα Λε Μοντ δημοσιεύεται η παρακάτω είδηση: «Χιλή: Ο Μιγκουέλ Ενρίκεζ, γενικός γραμματέας τον Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR) σκοτώθηκε το Σάββατο 5 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια πολύωρης ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ μελών του MIR -που ήταν περικυκλωμένοι σ’ ένα σπίτι του Σαν Μιγκέλ, λαϊκής συνοικίας του Σαντιάγκο-και ενόπλων δυνάμεων.



Το σύντομο και λακωνικό επίσημο ανακοινωθέν, που αναγγέλλει τον θάνατο του κυριότερου ηγέτη του MIR, δεν δίνει ούτε τον αριθμό, ούτε τα ονόματα των άλλων θυμάτων, εκτός από την κόρη του πρώην πρύτανη τον καθολικού πανεπιστημίου του Σαντιάγκο, κας Κάρμεν Καστίγιο Ετσεβερία που αγωνίστηκε στο πλευρό του. Τραυματισμένη έχει εισαχθεί σε νοσοκομείο. Μια εφημερίδα του Σαντιάγκο, η Τερσέρα, αναφέρει ότι ένας ανιψιός του τελευταίου προέδρου της Χιλής, ο Αντρες Πασκάλ  Αλιέντε, από τους ηγέτες του MIR έχει επίσης τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, αΛλά η είδηση δεν επιβεβαιώθηκε επίσημα» (Κάρμεν Καστίγιο, Μια νύχτα στο Σαντιάγκο, σελ 1, έκδ. Πράξη, 1980).
Ο τριαντάχρονος γιατρός και γενικός γραμματέας του MIR, Μιγκέλ Ενρίκεζ, ενδεχομένως να είχε διαφύγει αν δεν προσπαθούσε -όπως άλλωστε κάθε επαναστάτης που λαμπαδιάζει μέσα στην πιο μεγάλη ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία- να διασώσει την τραυματισμένη σύντροφο του, Κάρμεν Καστίγιο. Ο θάνατος του «συμβολίζει» -υπό μία έννοια- το «δεύτερο» θάνατο μίας από τις πιο ηρωικές και τραγικές -συγχρόνως- εποποιίες στην ιστορία της ταξικής πάλης που εκτυλίσσεται στη Χιλή από τις 4/9/1970μέχρι τις 11/9/1973.
Ο πραγματικός θάνατος βέβαια έχει συντελεστεί στις 11/9/1973με την επικράτηση του φασιστικού πραξικοπήματος και την ποντική γενοκτονίας που το πινοτσετικό καθεστώς εξαπέλυσε εναντίον του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Είναι μια εποποιία της οποίας η σημασία ξεπερνά τον ορίζοντα της Χιλής και της Λατινικής Αμερικής και αφορά γενικότερα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, της Αριστεράς και των εν δυνάμει πρωτοποριών της εποχής μας.
Από μια ορισμένη μάλιστα, «πανουργία» της ιστορίας -όπως θα έλεγε και ο Χέγκελ-το «πείραμα» της Χιλής φαίνεται να αποκτά ιδιάζον ενδιαφέρον για το εργατικό κίνημα οτην  Ελλάδα των ημερών μας. Με κάποια από τα κρίσιμα ζητήματα που ανέδειξε η συγκλονιστική αυτή εμπειρία θα προσπαθήσουμε να καταπιαστούμε εδώ. Θα θέλαμε όμως να σημειώσουμε στο τέλος αυτής της εισαγωγής και κάτι ακόμη ως παρένθεση, στην ιστορική μας αυτογνωσία.
Στις 13/12/2009 διεξήχθη ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Χιλή. Την πρώτη θέση κατέλαβε, 19 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας» και 36 χρόνια μετά τις 11/9/1973, ο ακροδεξιός επιχειρηματίας Σεμπαστιάν Πινιέρα. Την τρίτη θέση κατέλαβε με ποσοστό 20,14%, ο Μάρκος Ενρίκεζ-Ομινάμι, ως ανεξάρτητος υποψήφιος προβάλλοντας ένα πρόγραμμα «κεντροαριστερής», μετριοπαθούς νεοφιλελεύθερης διεύθυνσης της Χιλιανής κοινωνίας. Είναι ο γιος του Μιγκέλ Ενρίκεζ που είχε γεννηθεί στις 12/6/1970, 4μήνες περίπου πριν τη δολοφονία του πατέρα του. Λίγο πριν είχε αποχωρήσει από το μεταλλαγμένο πια Σοσιαλιστικό Κόμμα Χιλής, του οποίου υπήρξε βουλευτής. Και όπως λέει ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας ΣάμουελΜπέκετ: «Πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» (Σ. Μπέκετ, Ο ακατονόμαστος).
Έρημοι δρόμοι -οι ίδιοι δρόμοι που κάποτε το πλήθος στα οδοφράγ­ματα πυροβολούσε το πεπρωμέ­νο- αλλά η πραγματικότητα εί­ναι κάτι το δευτερεύον που διέ­κοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια». Τά­σος Λειβαδίτης, Ταξίδι χωρίς τέλος, από τη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970 ένας συνα­σπισμός εξι κομμάτων με τον τίτλο Λαϊκή Ενότητα (ΛΕ) κατακτά τη σχετική πλει­οψηφία στις προεδρικές εκλογές της Χι­λής με ποσοστό 36,30%. Υποψήφι­ος πρόεδρος της ΛΕ είναι ο ηγέ­της του Σοσιαλιστικού Κόμμα­τος, Σαλβαδόρ Αλιέντε. Στο μέτωπο αυτό εκτός από το Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα μετέχουν επίσης: Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσι­αλδημοκρατικό Κόμμα (Χιλή 1970-1975, έκδοση ΚΝΕ, 1975).
To MIR (Κίνημα Επαναστατικής Αρι­στεράς) που έχει ιδρυθεί το 1965, θεωρώ­ντας ρεφορμιστικό τον συνασπισμό αυτό, αρνείται τη συμμετοχή του, ορθά κατά τη γνώμη μας. Απέχει επίσης από τις εκλο­γές, αφού αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή του σε αυτές ως ασύμβατη με τη «στρατη­γική της ένοπλης πάλης» για την ανατρο­πή της αστικής εξουσίας και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Εντούτοις, κάλεσε τα μέ­λη του να ψηφίσουν ΛΕ, έχοντας το σύν­θημα «στο ένα χέρι την ψήφο και στο άλλο το ντουφέκι» (συνέντευξη στελέχους του MIR στο Αντί τ. 21 Ιούνιος 1975. Τη συνέ­ντευξη την πήρε ο Π. Ευθυμίου). Αιφνιδι­άζεται από το απρόσμενο εκλογικό απο­τέλεσμα και με απόφαση της ΚΕ του που συνέρχεται στις 12 και 13/9/1970, επιλέγει να στηρίξει κριτικά την υπό διαμόρφωση κυβέρνηση της ΛΕ, στην οποία επίσης αρ­νείται να συμμετάσχει, παρά τις προτά­σεις που του έγιναν, λόγω προγραμματι­κών αντιθέσεων. Έτσι, στην απόφαση αυ­τή λέγεται: «Αν και το πρόγραμμα της ΛΕ δεν καθορίζει το χτύπημα ζωτικών πυρή­νων του καπιταλισμού, εντούτοις αν πραγ­ματοποιηθεί, θα προκαλέσει αντεπίθεση των αστών και του ιμπεριαλισμού… Γι’ αυ­τό θα υποστηρίξουμε τα μέτρα που προτεί­νονται στο πρόγραμμα της ΛΕ», (Ρεζί Ντεμπρέ, Ο δρόμος της Χιλής, σελ. 193, εκδ. Μνήμη). Και θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το MIR δεν είναι μια περιθωρια­κή ομάδα της εξωκοινοβουλευτικής Αρι­στεράς (Σουήζυ – Μάγκντοφ, Επανάστα­ση και αντεπανάσταση στη Χιλή, σελ. 29, εκδ. Καρανάσης, 1976).
Στις 4/12/1970 ο Σ. Αλιέντε αναλαμβά­νει το αξίωμα του προέδρου, αφού στις 24/11/1970 το κογκρέσο έχει επικυρώσει την εκλογή του -και με τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών, που δεν πρέπει να ταυτίζονται με τους αντίστοιχους Ευρωπαίους- με 153 από τις 200 ψήφους. Στο πρόγραμμα που υπογράφεται από τα 6 κόμματα της ΛΕ στις 17/12/1969 διακηρύσσεται: «Οι ενωμένες λαϊκές δυνάμεις ζητάνε, ως κύριο στόχο της πολιτικής τους, να αντικατασταθεί η σημερινή δομή της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων για να αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού» (Χιλή: 1970-75, εκδ. ΚΝΕ).
Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει αυτή η συγκλονιστική αναμέτρηση που ο Γκολιέρμο Ατίας, ένας Χιλιανός συγ­γραφέας θα την περιγράψει ως το πείραμα του «ανώδυνου τοκετού» λέγοντας ότι: «Πριν ξεκινήσω ακόμη για το Σαντιάγκο φανταζόμουν τους αριστε­ρούς Χιλιανούς σαν ανθρώπους, που φαί­νεται να πιστεύουν ότι πραγματικά βρή­καν κάτι σαν τη φιλοσοφική λίθο της επα­νάστασης, ότι είχαν πετύχει τον τετραγω­νισμό του επαναστατικού κύκλου. Μοιά­ζει να πιστεύουν ότι έμαθαν να εφαρμό­ζουν τον ανώδυνο τοκετό της επανάστα­σης. Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να εξο­ντωθεί ο αντίπαλος, που έχει καθηλωθεί στη γωνία του εξουθενωμένος» (Γκιλιέρμο Ατίας, Ενάντια στο ρεύμα, σελ. 8, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1978). Μερικά από τα πιο κρίσιμα και επώδυνα ζητήματα που ανέδείξε η εμπειρία της Χιλής νομίζουμε ότι ήταν τα παρακάτω:
Πρώτο: Το κρισιμότερο ζήτημα που έφερε στο προσκήνιο ο «χιλιανός δρό­μος προς το σοσιαλισμό» ήταν εκείνο της αντιμετώπισης του αστικού κράτους και της αστικής πολιτικής εξουσίας γενικότε­ρα. Ένα ζήτημα που αποτέλεσε και συνε­χίζει να αποτελεί και στις μέρες μας ένα από τα σπουδαιότητα -αν όχι το σπουδαι­ότερο- κριτήρια διαχωρισμού ενός επα­ναστατικού – μαρξιστικού σχεδίου υπέρ­βασης του καπιταλισμού, τόσο από μια ρεφορμιστική στρατηγική εν­σωμάτωσης στον καπιταλισμό, όσο και από το μεταφυσικό σχέδιο του αναρχισμού.
Στο έδαφος αυτό δοκιμάστηκε η κυβερνώσα Αριστερά της Χιλής και βρέθηκε «παγιδευμένη» σ’ έναν ρε­φορμιστικό ορίζοντα. Αντί να ανα­γνωρίσει και να υλοποιήσει την αναγκαιότητα συντριβής του αστι­κού κράτους -επιλέγοντας την κα­τάλληλη «στιγμή», τον κρίσιμο χρό­νο δηλαδή, που τον προσδιορίζει ο ταξικός συσχετισμός- προέταξε την ιστορικά αδιέξοδη στρατηγική της βαθμιαίας «μετάλλαξης» του. Δηλα­δή της χρησιμοποίησης ενός εχθρι­κού μηχανισμού -συγκροτημένου με τρόπο συμβατό προς τα συμφέ­ροντα του κεφαλαίου- για την ικα­νοποίηση των άμεσων και ριζικών αναγκών των λαϊκών τάξεων. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στον Εντουάρ Μπαιλμπύ, απεσταλ­μένο του γαλλικού περιοδικού Εξ­πρές: «Εμείς τώρα έχουμε την κυ­βέρνηση. Αργότερα θα πάρουμε την εξουσία» (Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Ιστορικός συμβιβασμός, σελ. 103). Εννοώντας, βέβαια, ότι μέσα από μια διαδικασία βαθμιαίας και ανώ­δυνης μετάβασης, χωρίς την ύπαρ­ξη μιας κορυφαίας τομής – ρήξης με την αστική τάξη και το κρότο; της. θα εκπορ-θηθούν το ένα μετά το άλλο τα «οχυρά» που η αστική τάξη διατηρούσε στο κράτος, αποσπώντας έτσι όλα τα άλλα «τεμάχια», πέραν της κυβέρνησης, που συνιστούν το κράτος της αστικής τάξης ως αδιάσπαστη υλική ενότητα.
Η στρατηγική αυτή δεν επέτρεπε έτσι ή αντιμετώπιζε με δυσπιστία και πάντως δεν ενθάρρυνε στον απαιτούμενο βαθ­μό την αυτενέργεια και αναπτυσσόμενη πρωτοβουλία της εργατικής τάξης και των υποτελών τάξεων γενικότερα, που οδηγού­σε στην οικοδόμηση νέων μορφών εξου­σίας, θεμελιωμένων στην αυτοοργάνωσή τους, διαμορφώνοντας τις συνθήκες μιας δυαδικής εξουσίας. Έτσι, οι Cordones Industriales, οι γνωστές «βιομηχανικές ζώνες», πλατύτερα όργανα συντονισμού των εργατικών εργοστασιακών επιτρο­πών, τα «κοινοτικά κομάντος», όργανα λαϊκής εξουσίας όπου συμμετέχουν εργά­τες, αγρότες, φοιτητές και ευρύτερα λαϊκά στρώματα και οι ειδικές επιτροπές ανε­φοδιασμού και ελέγχου των τιμών (VAP), αντιμετωπίζονται φοβικά και ανασταλτι­κά (Σουήζυ – Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, σελ. 160-190).
Όπως θα αναγνωρίσει και ο γ.γ. του ΚΚ Χιλής, Λουί Κορβαλάν, «η εργατι­κή τάξη και οι άλλες πρωτοπόρες δυνά­μεις επιδίωκαν να δημιουργήσουν κρά­τος νέου τύπου. Εμφανίστηκαν νέες μορ­φές εξουσίας: Στις επιχειρήσεις που κρα­τικοποιήθηκαν δημιουργήθηκαν παραγω­γικές επιτροπές και επιτροπές επαγρύπνη­σης, τα συνδικάτα συνενώθηκαν σε βιομη­χανικές ζώνες, οργανώθηκαν συμβούλια για τον εφοδιασμό και έλεγχο των τιμών. Ωστόσο, αυτά τα έμβρυα της νέας εξουσί­ας δεν βρήκαν την απαραίτητη ανάπτυξη (Λουί Κορβαλάν, Ο μη ένοπλος δρόμος της επανάστασης, Προβλήματα ειρήνης και σο­σιαλισμού, τ. 1/1978). Είναι όμως το ίδιο το ΚΚΧ που σε ανακοίνωση του τον Δε­κέμβριο του 1973 καλούσε «το λαϊκό κί­νημα να αποτρέψει τις ένοπλες δυνάμεις από το να μετατραπούν οριστι­κά σε όργανα της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού» (ΚΟΜΕΠ, τ. 1, Γενάρης 1974).
To MIR είχε έγκαιρα επι­σημάνει στην προαναφερθείσα απόφαση του: «Παίρνοντας την κυβέρνηση η ΛΕ θα βρει ανέπα­φο τον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό που θα της επιβά­λει την παρουσία των παρα­δοσιακών ενόπλων δυνάμεων, τον γραφειοκρατικό μηχανι­σμό και τις ισχύουσες νομιμό­τητες» (Ρεζί Ντεμπρέ, Ο δρό­μος της Χιλής, σελ. 192-193). Αντίθετα, ο Ούγο Σέμελμαν, διευθυντής του προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης στην κυβέρνηση της ΛΕ θα υποστη­ρίξει ότι «ο ορισμός του κρά­τους ως οργάνου στην υπηρε­σία των αστικών συμφερόντων έγινε εμπόδιο στο να μπορέ­σουμε να τον θεωρήσουμε σαν  ένα αντικείμενο που ήταν δυ­νατό να μπει στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων» (Αντί, τ. 81,1977).
Ας δώσουμε το λόγο κλεί­νοντας στα τελευταία λόγια του Αλιέντε: «Μπορούν να μας υποδουλώσουν με τη βία μα κανείς ούτε με τη βία ούτε με τα εγκλή­ματα μπορεί να σταματήσει την ιστορική εξέλιξη. Σε μας ανήκει η ιστορία. Γράφε­ται μόνο από τον; λαούς.
Ο λαός δεν πρέπει να αφήσει να τον υποδουλώσουν και να τον εξουθενώσουν, δεν πρέπει να αφήσει ούτε και να τον τα­πεινώσουν. Θα πρέπει να ξέρετε πως αρ­γά ή γρήγορα, αληθινοί άνθρωποι θα βα­δίσουν πάνω σε πλατιούς δρόμους για να χτίσουν μια καλύτερη κοινωνία» (Χιλή. 1970-1975 ό.π.).
Οι μορφές πάλης και οι εκλογές
Ένα δεύτερο σημείο: Οι μορ­φές πάλης δεν αποτελούν μια αμετάβλητη πραγματι­κότητα, ανεξάρτητη από τη δυναμική και τις απαιτή­σεις της ταξικής πάλης. Οι σχέσεις μετα­ξύ των μορφών πάλης και του περιεχομέ­νου αυτών, δεν είναι σχέσεις μηχανιστι­κής – γραμμικής αντιστοιχίας. Δεν ταυτί­ζεται ο λεγόμενος «ειρηνικός» δρόμος με τον ρεφορμισμό και την ενσωμάτωση και ο ένοπλος με την επανάσταση. Άλλωστε, στην ιστορία της ταξικής πάλης γνωρίζου­με ότι υπήρξε και ο ένοπλος ρεφορμισμός. Η ταύτιση τους προϋποθέτει -σε όλες τις εκδοχές της- την αντιδιαλεκτική αντιστρο­φή των σχέσεων μορφής περιεχομένου. Η παρατήρηση του Λένιν στα «φιλοσοφικά τετράδια» ότι «η μορφή είναι ουσιώδης. Η ουσία είναι διαμορφωμένη» δεν ακυρώνει τον καθοριστικό ρόλο του περιεχομένου. Όπως επίσης είναι καθόλα ιδεαλιστική και αντιδιαλεκτική η ταύτιση της διάκρι­σης ανάμεσα σε ειρηνικές και μη μορφές πάλης, με τη διάκριση βίαιες και μη βίαι­ες μορφές. Η βία ενυπάρχει σε κάθε μορ­φή ταξικής σύγκρουσης.
Τι συνέβη όμως στη Χιλή; Όπως θα πει ο Βολόντια Τεϊτελμπόιμ «στην πο­ρεία ανάπτυξης του επαναστατικού προ­τσές στη Χιλή στις μορφές πάλης δίνο­νταν πρακτικά εξίσου σημασία, όπως και στους σκοπούς της, η μορφή κάπως ανά­γονταν σε ουσία και αυτό ήταν λάθος. Και το λάθος αυτό εκδηλώθηκε στο ότι με την αλλαγή της συγκεκριμένης κατάστασης οι μάζες βρέθηκαν με δεμένα τα χέρια» (ΠΕΣ, 1/77).
Τρίτο: Οι εκλογές αποτελούν ένα πε­δίο ταξικής πάλης, όχι όμως το καθορι­στικό. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπο­ρεί να αποτελέσουν μια «στιγμή» ρήξης μέσα στη χρονική ακολουθία της ταξικής σύγκρουσης, αποτυπώνοντας μια πραγματικότητα στον ταξικό συσχετισμό, ευμενή για τον κόσμο της εργασίας, χωρίς να αναιρείται έτσι η αντιφατική m -στάση της πραγματικότητας. Το γεγονός ότι οι εκλογές στο πλαίσιο της αστικής -κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, παρα­πέμπουν σ’ ένα μοντέλο πολιτικής κινη­τοποίησης συμβατό με τον καπιταλισμό, γιατί μετασχηματίζουν τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης, σε σχέσεις ισότιμων ατό­μων που εκδηλώνουν την «ελεύθερη» θέ­ληση τους, δεν συνεπάγεται ότι δεν είναι πεδίο ταξικής αναμέτρησης.
Ο καθοριστικός ρόλος της στρατηγικής
Οι αιτίες που οδήγησαν στην αιματηρή συ­ντριβή του χιλιανού «πειράματος» υπήρξαν αντικείμενο οξύτατης πολιτικο-ιδεολογικής αντιπαράθεσης στους κόλπους του εργατι­κού κινήματος, μέχρι τις μέρες μας. Ο γενι­κός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμ­ματος Ιταλίας (ΚΚΙ) θα καταφύγει για πρώτη φορά στον όρο «ιστορικός συμβιβασμός» σε μια σειρά άρθρων που θα δημοσιεύσει στο θεωρητικό περιοδικό του ΚΚΙ, Ρινάσιτα στις 28 Σεπτεμβρίου – 9 Οκτωβρίου 1973, με σκο­πό την αποτίμηση της χιλιανής εμπειρίας. Ο όρος «ιστορικός συμβιβασμός» θα αποτυπώ­σει τη στρατηγική της συμμαχίας με τους σο­σιαλιστές του Κράξι και τη χριστιανοδημοκρατία, τη συμμαχία, δηλαδή, με την αστι­κή τάξη και μάλιστα την ηγεμονική της μερί­δα, ως προϋπόθεση για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού πολιτικού σχεδίου υπερά­σπισης των εργατικών συμφερόντων και με­τάβασης στο σοσιαλισμό. «Εμείς πάντα πι­στεύαμε -θα πει ο Μπερλινγκουέρ και σήμε­ρα η χιλιανή εμπειρία μας ενισχύει αυτή την πεποίθηση- ότι η ενότητα των κομμάτων των εργαζομένων και των δυνάμεων της Αριστε­ράς δεν είναι αρκετή προϋπόθεση για την εγ­γύηση της προστασίας της δημοκρατίας… Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς ότι ακόμα κι αν τα κόμματα της Αριστεράς κατόρθωναν να φτάσουν το 51% των ψήφων, αυτό το γεγονός θα εγγυόταν την επιβίωση και το έργο μιας κυβέρνησης που θα ήταν η έκφραση του 51%. Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για “μια αριστερή εναλλακτική λύση” αλλά για μια “δημοκρατική εναλλακτική λύση”, δηλα­δή για την πολιτική προοπτική μιας συνεργα­σίας των λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης με τις λαϊκές δυνάμεις καθολικής έμπνευσης για να ανοί­ξει για το έθνος ένας σίγουρος δρόμος που μπορεί να οριστεί σαν ο νέος μεγάλος ιστορι­κός συμβιβασμός» (Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Ιστορικός συμβιβασμός, σελ. 127-133). Σή­μερα γνωρίζουμε ότι δυστυχώς -και όχι ως φυσική αναγκαιότητα- το ΚΚΙ μεταλλάχτηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα, στυλοβάτη της κυ­βέρνησης Μόντι.
Την ίδια περίοδο, Οκτώβριο του 1973 σε συνέντευξη που θα δώσει στη γαλλίδα δημο­σιογράφο Μαρία Λεόνε, ο Μιγκέλ Ενρίκεζ θα κάνει τη δική του αποτίμηση: «Η κρίση του συ­στήματος εξουσίας που είχε αναπτυχθεί από χρόνια στη Χιλή, αποκρυσταλλώθηκε με την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΛΕ … Αυτή δημιούργησε τις προϋποθέσεις που θα μπο­ρούσαν να είχαν χρησιμεύσει στην ανάληψη της εξουσίας από τους εργάτες και σε μια προλεταριακή επανάσταση, εάν η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιηθεί σαν όργανο για τον αγώ­να των εργατών. Αλλά το ρεφορμιστικό σχέδιο που δοκίμασε να εκτελέσει η ΛΕ δεν στράφη­κε ενάντια στο σύνολο των κυρίαρχων τάξεων, δεν βασίστηκε στην επαναστατική οργάνωση των εργατών, στα δικά τους όργανα εξουσί­ας … Γι’ αυτό επιμένω στη Χιλή δεν απέτυχε η Αριστερά, ούτε ο σοσιαλισμός, ούτε η επανά­σταση, ούτε οι εργάτες. Στη Χιλή βρήκε τρα­γικό τέλος μια ρεφορμιστική αυταπάτη» (Ντο­κουμέντα του MIR, σελ. 14-15, εκδ. Εξάντας, 1975).
Στη Χιλή απέτυχε ένα ιστορικό ρεύμα του εργατικού κινήματος του 20ού αιώνα το οποίο διαμορφώθηκε και επικράτησε μετά την ήττα και τον σταλινικό ενταφιασμό της οκτωβρια­νής επανάστασης. Ένα ρεύμα που οικοδομή­θηκε στο έδαφος μιας καθοριστικής αντιστρο­φής: την υποταγή της στρατηγικής στην τακτι­κή, την άρνηση του πρωταρχικού ρόλου της πρώτης. Ο στρατηγικός σκοπός της υπέρβα­σης του καπιταλισμού έγινε θεολογικό εικόνι­σμα και η όποια επίκληση του γινόταν για τη νομιμοποίηση των τρεχουσών επιλογών που διαιώνιζαν την εγκατάλειψη του. Η εγκατάλει­ψη αυτή συνυπήρχε αρμονικά με τη γραφειο­κρατική οργάνωση και λειτουργία των «παρα­δοσιακών» ρευμάτων του εργατικού κινήμα­τος. Η χιλιανή εποποιία επαλήθευσε με δρα­ματικό τρόπο τη φράση του Γάλλου επανα­στάτη Σαιν Ζυστ: «Όποιος κάνει μισή επανά­σταση σκάβει μόνο το δικό του τάφο».
δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 22/12/2012


http://gregordergrieche.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7431.html#more


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου