«Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το υπαρκτό, αλλά για να το αλλάξουμε, όχι για να υποταχθούμε σ’ αυτό». Συνέντευξη του Σπύρου Ι. Ασδραχά.
Ας ξεκινήσουμε από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Πώς κρίνετε την τωρινή τους θέση;
Για το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχα να πω κάτι άλλο, πέραν του ότι ακολούθησε τη μοίρα των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, από τη στιγμή που εγκολπώθηκαν σαν αναλυτικό εργαλείο, αλλά και σαν εργαλείο άσκησης πολιτικής εξουσίας, τον νεοφιλελευθερισμό.
Ως προς τη ΔΗΜΑΡ, θα έλεγα ότι είναι το λυπηρό απομεινάρι ενός σημαντικού εγχειρήματος – εννοώ τον ευρωκομμουνισμό. Οι εποχές βεβαίως είναι πολύ διαφορετικές· οι απολήξεις όμως σημαδεύουν την αναποτελεσματικότητα, εκ των υστέρων, του μεγάλου σχεδίου του Μπερλινγκουέρ και του Άλντο Μόρο για τον ιστορικό συμβιβασμό. Δεν νομίζω ότι σήμερα είναι εφικτός ένας «ιστορικός συμβιβασμός», ούτε στην Ιταλία ούτε φυσικά στην Ελλάδα. Η ΔΗΜΑΡ εικονογραφεί την αποτυχία ενός μεγάλου για την εποχή του σχεδίου, και αν αναφέρομαι σε αυτή την απόληξη είναι γιατί αποτελεί δείκτη μιας μεγάλης κρίσης.
Και ας προχωρήσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ…
Ας δούμε καταρχάς την πρόσληψη του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ από το εκλογικό σώμα. Ο λόγος αυτός είναι διηθημένος από τα κρατούντα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, όταν δεν είναι απροκάλυπτα αρνητικά ή εχθρικά, είναι μεροληπτικά. Στους πολλούς αποδέκτες, ο λόγος της Αριστεράς, φτάνει παρηλλαγμένος. Κάποτε, η παραλλαγή γίνεται και από τα αριστερά. Θα αναφερθώ σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα: το περίφημο «Δεύτερο Σχέδιο», το γνωστό, αγγλιστί, Plan B — βλέπετε, η αγγλική, μια ορισμένη μορφή της συγκεκριμένα, έχει γίνει η κοινή γλώσσα. Δεν έχει η Αριστερά δεύτερο σχέδιο, μας λένε. Ρωτήθηκαν ποτέ η Δεξιά και τα κεντροαριστερά παραβλαστήματα αν έχουν δεύτερο σχέδιο στην περίπτωση κατά την οποία αποτύχει –και έχουμε ουκ ολίγες ενδείξεις γι’ αυτό– το σχέδιο το οποίο εφαρμόζουν; Κανείς δεν θέτει το ζήτημα αυτό· το πρόβλημα τίθεται μόνο για την Αριστερά, και μάλιστα και από καλόβολους αριστερούς.
Ας διαβάσουν οι ελλόγιμοι κριτές, που μιλάνε για έλλειψη Δεύτερου Σχεδίου της δικής μας Αριστεράς, Μακιαβέλι, «Περί της τέχνης του πολέμου»: Ο καλός στρατηγός, λέει εκεί, προβλέπει το σχέδιο του αντιπάλου, μία, δύο, τρεις, πάμπολλες φορές. Και την τελευταία του σκέψη δεν την εμπιστεύεται ούτε στο πουκάμισό του. Προφανώς, λοιπόν, υπάρχει Δεύτερο Σχέδιο. Και συναρτάται με τη διαπραγματευτική ικανότητα που έχει προς τους λεγόμενους εταίρους η Αριστερά. Και αυτή τη διαπραγματευτική ικανότητα την εξέφρασε η Αριστερά με τον πλέον ρητό τρόπο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στις δημοσκοπήσεις, παρά τα υψηλά ποσοστά του, δεν καταφέρνει να αποκτήσει σταθερό προβάδισμα ως προς τη ΝΔ. Πώς το εξηγείτε;
Μου θέτετε ένα σκληρό ερώτημα: την ισοψηφία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Βλέπουμε λοιπόν ότι το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να γίνει από αντικείμενο, υποκείμενο της Ιστορίας. Τούτο έχει βέβαια ρίζες και αιτίες. Και αυτές δεν είναι άλλες, σε αδρές γραμμές, από την κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας και το παράγωγο, ή μάλλον το σύνδρομό της, τον ατομικισμό. Η υπέρβαση δεν έχει γίνει. Οι ειδικοί επισημαίνουν την αντίφαση, στις δημοσκοπήσεις, ανάμεσα στην πρόθεση ψήφου και τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία (λ.χ. πώς κρίνετε τα αποτελέσματα του Μνημονίου, την ακολουθούμενη πολιτική κ.ο.κ.). Τα ποιοτικά αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της ισοψηφίας. Το ότι δεν οδηγούν δείχνει ότι δεν υπάρχει η λογικώς αναμενόμενη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που κατατρύχουν την αποδομημένη, πλέον, πλειοψηφία της κοινωνικής και συνάμα οικονομικής μας στρωματογραφίας.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι πρέπει να αλλάξουμε λαό. Ούτε, επίσης, σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε τη Μεγάλη Στιγμή της επαναστατικής ανατροπής. Η επαναστατική ανατροπή, η προερχόμενη από την ενσωμάτωση στη σκέψη του υποδείγματος του 1917, οδηγεί σε ό,τι αποκαλούσαμε και αποκαλούμε ακόμη οπορτουνισμό, όσο και αν υπεισέρχεται ο λόγος για «λαϊκή κινητοποίηση», «συνειδητοποίηση της ταξικότητας» και τα συναφή. Εκείνο το οποίο επίσης υπεισέρχεται, και αναφέρομαι στο ΚΚΕ, είναι η δημιουργία μιας συλλογικότητας η οποία εξ αντικειμένου οδηγεί σε ταξικότητα, αλλά εξ υποκειμένου ακολουθεί, η συλλογικότητα αυτή, τη λογική της ιστορικής μοίρας.
Κι εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα, που συνίσταται στην κατανόηση του επαναστατικού ρόλου που μπορεί να παίξει η μεταρρύθμιση. Η μεταρρύθμιση δεν είναι πρωτίστως διατήρηση του υπάρχοντος· ιστορικά, η μεταρρύθμιση είναι η ανατροπή του υπάρχοντος. Αυτό, συλλήβδην, εκτιμώ ότι το έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ. Απομένει το μεγάλο ζήτημα, πώς ο λόγος του δεν θα φτάνει στην κοινωνική πλειονότητα διηθημένος από εχθρούς και, δυστυχώς, δήθεν φίλους.
Ποιες συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις θα προκρίνατε;
Δεν είμαι μάλλον ο κατάλληλος να απαντήσω πώς αντιμετωπίζονται τα επιμέρους προβλήματα, λ.χ. η ανακεφαλαιοποίηση και οι συνενώσεις των τραπεζών, ο διχασμός τους σε «καλό» και «κακό» μέρος — λες και είναι ψάρι, που το χωρίζουμε σε καλό και κακό μέρος… Θα πω όμως κάτι γενικότερο: όλη αυτή η συζήτηση καταλήγει σε ένα μεγάλο πρόβλημα, τι είναι αυτό που προέχει, το ιδιωτικό ή το δημόσιο. Η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να θέλει ισχυρό και αποτελεσματικό δημόσιο. Η Δεξιά και η μεταλλαγμένη σοσιαλιστικής προελεύσεως Αριστερά θεωρεί ότι το δημόσιο πρέπει να υπηρετεί το ιδιωτικό. Εδώ νομίζω πως δεν υπάρχουν γέφυρες. Είναι ένα σημείο ρήξης, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι αποδιαρθρωτική: το ιδιωτικό θα πρέπει να βρει ένα είδος modus vivendi με το δημόσιο.
Ας θυμηθούμε ότι μεταπολιτευτικά την ενίσχυση του δημόσιου τομέα την εξέφρασε ένας δεξιός, ένας αλλαγμένος δεξιός: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και ας μην ξεχνάμε την κριτική που γινόταν σε αυτόν και τον Παπαληγούρα για τη «σοσιαλμανία» τους. Βέβαια, δεν προέκυψαν συμπλεύσεις καραμανλισμού και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, ιδίως στο πεδίο της οικονομίας με επίκεντρο τον δημόσιο τομέα, ο οποίος αποτελούσε για την τότε συγκυρία κοινό τόπο, για να καταλήξει σε αντίθεση όταν οι επίγονοι του Καραμανλή ακολούθησαν αντίθετους δρόμους. Αυτής της ενδεχομενικότητας ως προς τη σύγκλιση έχουμε ποικίλους αποήχους. Τέτοιος απόηχος, με στρεβλό τρόπο ασφαλώς, είναι οι ΑΝΕΛ. Και, ταυτόχρονα, η ανεξαρτησία τους δεν τους οδήγησε στον αναστοχασμό κάποιων βασικών στερεοτύπων της Δεξιάς, λ.χ. της εθνικότητας με τη μορφή του σωβινισμού.
Το επόμενο, βέβαια, που θα σας ρωτήσω είναι η εκτίμησή σας για τη Χρυσή Αυγή.
Το κλασικό ερώτημα, που πλανάται σαν φάντασμα, σε κάθε συζήτηση για την πολιτική στην Ελλάδα σήμερα. Πιστεύω ότι το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» είναι φαινόμενο εθνικοσοσιαλιστικό. Σε αυτή τη συγκυρία βεβαίως δεν έχει λόγους να προτείνει εθνικοσοσιαλιστικό πρόγραμμα, έχει ευκολότερα επιχειρήματα και πεδία: τη ρατσιστική ρητορεία, το μίσος κατά των μεταναστών κλπ. Ωστόσο, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά τη Χρυσή Αυγή, δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στις βιαιότητες, τον μισοξενισμό και τον ρατσισμό της, αλλά και στο ενδεχόμενο να αναδυθεί ο εθνικοσοσιαλισμός. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέρει εργασία και, επίσης, δίνει πεδία δράσης στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα — έτσι εξασφαλίζει αποδοχή. Ευτυχώς, είμαστε μια μικρή χώρα και έτσι είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί η άλλη διάσταση του εθνικοσοσιαλισμού, που την ξέρουμε οδυνηρά από το παρελθόν: ο πόλεμος.
Γιατί δίνω έμφαση στο πρώτο συνθετικό της λέξης εθνικοσοσιαλισμός; Γιατί η εκμετάλλευση από τη Χρυσή Αυγή του στερεοτύπου της ταυτότητας έθνους και Εκκλησίας παρέχει σε αυτό το μόρφωμα τη δυνατότητα να ξεφεύγει από τις συμπληγάδες του δεύτερου συνθετικού, δηλαδή του χιτλερικού «σοσιαλισμού». Εάν μια έκρυθμη κατάσταση καθιστούσε τη Χρυσή Αυγή πολιτική λύση, θα ήταν μια δικτατορία λιγότερο τύπου Μεταξά και περισσότερο τύπου Παπαδόπουλου, με περισσότερους βέβαια εχθρούς: όχι μόνο τους τότε κομμουνιστές και τους ανίκανους αστούς πολιτικούς, αλλά και τη φτωχολογιά της μεταναστευτικού κύματος. Δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι διαφόρων κομματικών εντάξεων, που μέσα στην απελπισία τους δεν διστάζουν να αποδεχθούν μια δικτατορία, παρότι θα μετάνιωναν τη δεύτερη μέρα της επιβολής της.
Και ας κλείσουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, δυνατότητες και προοπτικές.
Όπως έχει λεχθεί κατά κόρον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολυφωνία, Το ζήτημα είναι αν η πολυφωνία οδηγεί σε διαφωνία ή αν ενορχηστρώνεται σε ένα ανελικτικό σχήμα. Ποιες είναι οι προτεραιότητες, και σε ποιο μέτρο πρέπει οι πολιτικές θέσεις να λαμβάνουν υπόψη το εφικτό, χωρίς να υποτάσσονται σε αυτό: πρέπει να λάβουμε υπόψη το υπαρκτό, αλλά για να το αλλάξουμε, όχι για να υποταχθούμε σε αυτό. Για παράδειγμα, η δυναμιτισμένη συζήτηση για τον δημόσιο τομέα. Η Αριστερά ζητά αναδιάρθρωση, αναμόρφωση, αποτελεσματικότητα. Η Δεξιά και τα κεντροαριστερά παραβλαστήματα, με ελάχιστες γνήσιες και πολλές παραπλανητικές αντιδρασεις, καταλήγουν στη διάλυση του δημόσιου προς όφελος του ιδιωτικού. Η επίκληση της ισχύος των νόμων είναι ένα καταφύγιο φτιαγμένο για να αντιμετωπίσει τις «οβίδες» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι τις «έξυπνες βόμβες» που δοκιμάστηκαν επιτυχώς στους λεγόμενους τοπικούς πολέμους των ημερών μας. Κατανοώ το προσωπικό δράμα των ανθρώπων που πίστεψαν ότι η ευθύνη θα οδηγούσε σε ιστορικό συμβιβασμό. Δυστυχώς, όμως, πρόκειται για αν-ιστορικό συμβιβασμό.
* Η συνέντευξη, που πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος, ολοκληρώθηκε στις 25.4.2013
Πηγή: Ενθέματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου