Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Θεόδωρος Μαριόλης-Ερμηνείες των οικονομικών κρίσεων: Ένα μη νεοκλασικό και συστημικό πλαίσιο ανάλυσης


Θεόδωρος Μαριόλης
Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ερμηνείες των Οικονομικών Κρίσεων:
Ένα Μη Νεοκλασικό και Συστημικό Πλαίσιο Ανάλυσης*
1. Εισαγωγή
Στα μέσα του 2007 έλαβαν χώρα δύο ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις, ήτοι (i) η χρηματοπιστωτική αναταραχή, η οποία ξέσπασε στις ΗΠΑ και προκάλεσε περιορισμό της ρευστότητας, άνοδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, έντονες διακυμάνσεις των βασικότερων συναλλαγματικών ισοτιμιών και αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, και
(ii) η μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, των βασικών μετάλλων και των τροφίμων, η οποία δημιούργησε έντονες πιέσεις στο – άμεσο και έμμεσο – κόστος παραγωγής, πληθωριστικές προσδοκίες και αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη του επιπέδου των τιμών. Αυτές οι εξελίξεις είχαν ως συνέπεια, από τη μία πλευρά, τη μείωση του ρυθμού ανόδου της συνολικής ενεργού ζητήσεως, τόσο για κατανάλωση όσο και για επενδύσεις, και, από την άλλη πλευρά, τη χειροτέρευση των συνθηκών της προσφοράς. Έτσι, το διεθνές σύστημα άρχισε να κινείται, έπειτα από μία περίοδο μάλλον επιταχυνόμενης μεγέθυνσης (2002-2006), προς την καθοδική φάση του οικονομικού «κύκλου»: Ο παγκόσμιος ρυθμός μεγέθυνσης έπεσε στο 1% το τελευταίο τετράμηνο του 2008, και ήταν ο χαμηλότερος μετά το 1982. Οι επακόλουθες μειώσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, στα μέσα του 2008 (από 4.8% τον Ιούλιο σε 0.6% το Δεκέμβριο), ώθησαν τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες σε συντονισμένη αντιστροφή της πολιτικής που ακολούθησαν κατά την περίοδο 2006-2007, αλλά οι ισχυρές μειώσεις των βασικών επιτοκίων δεν αποδείχθηκαν ικανές να τονώσουν την ενεργό ζήτηση και, έτσι, να αποτρέψουν την είσοδο του συστήματος σε φάση παρατεταμένης ύφεσης.[1]

Σκοπός του παρόντος δεν είναι να προσφέρει μία ερμηνεία της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, αλλά τις γενικές γραμμές ενός μη νεοκλασικού και συστημικού πλαισίου ανάλυσης των υφέσεων-κρίσεων, οι οποίες προσιδιάζουν στον σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ή, αλλιώς, στις «κοινωνίες της αγοράς». Καταυτόν τον τρόπο ασκείται, επίσης, κριτική στις αιτιακές προσεγγίσεις-ερμηνείες, δηλ. σε προσεγγίσεις οι οποίες επιχειρούν να προσδιορίσουν την αιτία (ή, έστω, τις αιτίες) των κρίσεων, και εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με τις εξισορροπητικές ικανότητες των μηχανισμών της αγοράς και του κράτους.

Το υπόλοιπο του κειμένου δομείται ως εξής: Η Ενότητα 2 εκθέτει το πλαίσιο ανάλυσης. Η Ενότητα 3 πραγματεύεται κριτικά την – μάλλον – κυρίαρχη, στο εσωτερικό της μαρξιστικής θεωρίας, αιτιακή ερμηνεία των κρίσεων, η οποία βασίζεται στο λεγόμενο «νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους». Η Ενότητα 4 συνοψίζει το γενικό συμπέρασμα.



2. Το πλαίσιο ανάλυσης

Σε αντίθεση με τις νεοκλασικές αναλύσεις, οι οποίες προσεγγίζουν τα κρισιακά φαινόμενα ως αποτελέσματα δυσλειτουργιών του μηχανισμού της αγοράς ή/και της δράσης εξωγενών, ως προς την αγορά, παραγόντων (ατελώς ανταγωνιστικές καταστάσεις, κρατικές παρεμβάσεις, διακυμάνσεις τιμών μη αναπαραγομένων εισροών, τεχνολογικά «σοκ», πολιτικά γεγονότα, πολεμικές συρράξεις, φυσικά φαινόμενα κ.λπ.),[2] εκείνο το συνθετικό ρεύμα της μετακεϋνσιανής θεωρίας, το οποίο εμπνέεται από τις επιμέρους συμβολές των Κ. Marx (1978, 1981), N. Kaldor (1940), M. Kalecki (1971), J. Steindl (1952, 1979), P. Sraffa (1960) και R. M. Goodwin (1967, 1983, 1986), υποστηρίζει ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις είναι κατά βάση ενδογενείς. Προκύπτουν από πολύπλοκες και αυτοτροφοδοτούμενες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην κατανομή του εισοδήματος, το ποσοστό ανεργίας, την ενεργό ζήτηση, την επισώρευση κεφαλαίου και την τεχνολογική μεταβολή.[3] Ειδικότερα, οι περίοδοι υφέσεων και κρίσεων συνίστανται, καταρχάς, σε φαινόμενα υπερπαραγωγής (δηλ. επισώρευσης αποθεμάτων), όπου οι αποταμιεύσεις υπερβαίνουν τις επιθυμητές (desired) ή, αλλιώς, ex ante επενδύσεις, υποαπασχόλησης του επενδεδυμένου κεφαλαίου (ή, αλλιώς, της δυναμικότητας παραγωγής) και του εργατικού δυναμικού, και επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού. Αν και ο «(σερβο-) μηχανισμός» αποταμιεύσεων-επενδύσεων δύναται να οδηγήσει στη βαθμιαία μείωση του επιπέδου παραγωγής και, έτσι, στην αποκατάσταση της ισότητας ανάμεσα στο παραγόμενο και στο ζητούμενο προϊόν (δηλ. στην εξάλειψη της υπερπαραγωγής), τίποτε δεν διασφαλίζει a priori την επαναφορά του συστήματος σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης του επενδεδυμένου κεφαλαίου ή/και της εργασίας, καθώς επίσης και τη διόρθωση των ανισορροπιών του κρατικού ή/και του εξωτερικού τομέα. Για την ακρίβεια, το σύστημα δύναται να εγκλωβιστεί σε καταστάσεις «στασιμότητας» («stagnation») ή, αλλιώς, να ισορροπήσει σε καταστάσεις οικονομικής ανισορροπίας, η αναίρεση των οποίων απαιτεί την αύξηση της συνολικής ενεργού ζητήσεως (από τον ιδιωτικό, τον κρατικό ή/και τον εξωτερικό τομέα). Η περαιτέρω ανάλυση του ζητήματος δείχνει ότι οι εν λόγω καταστάσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των και, συγκεκριμένα, διακρίνονται από τις επιπτώσεις που έχει η άσκηση εισοδηματικής, δημοσιονομικής, νομισματικής ή, τέλος, συναλλαγματικής πολιτικής, σε συνθήκες απουσίας (καταρχάς) τεχνολογικής μεταβολής. Εάν, χάριν συντομίας και σαφήνειας (αλλά χωρίς βλάβη της γενικότητας), εστιάσουμε στις επιπτώσεις της εισοδηματικής πολιτικής (π.χ. μίας αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών), τότε εντοπίζουμε τις ακόλουθες τρεις, γενικές κατηγορίες «καθεστώτων επισώρευσης κεφαλαίου» («regimes of capital accumulation»):[4]

(i). «Καθεστώς υποκατανάλωσης» («regime of underconsumption»), όπου το αποτέλεσμα της εξωγενούς αύξησης του πραγματικού μισθού ανά εργαζόμενο, δηλ. του πραγματικού «ωρομισθίου», ή, ισοδυνάμως, της εξωγενούς μείωσης του μεριδίου των κερδών στο προϊόν, είναι η αύξηση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου, του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης των μισθωτών συνιστά συνθήκη της αύξησης όλων των προαναφερθέντων μεγεθών (και, άρα, υπέρβασης της στασιμότητας) ή, διαφορετικά ειπωμένο, ότι τα τρέχοντα-ισχύοντα επίπεδα των προαναφερθέντων μεγεθών είναι μικρότερα από ό,τι θα μπορούσαν να είναι, έπειτα από την αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης των μισθωτών.

(ii). «Καθεστώς υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» («regime of capital overaccumulation»), όπου το αποτέλεσμα της εξωγενούς αύξησης του πραγματικού ωρομισθίου είναι η αύξηση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου και η μείωση του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης των μισθωτών συνιστά συνθήκη της αύξησης του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου αλλά όχι και του ποσοστού κέρδους, επειδή το υφιστάμενο απόθεμα κεφαλαίου είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για να ικανοποιηθεί η ζητούμενη ποσότητα προϊόντος.[5]

(iii). «Κεϋνσιανό καθεστώς» («Keynesian regime»), όπου το αποτέλεσμα της εξωγενούς αύξησης του πραγματικού ωρομισθίου είναι η μείωση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου, του ποσοστού κέρδους και του ρυθμού μεγέθυνσης του κεφαλαίου (βλέπε και Keynes, [1936] 2001, Μέρος 5). Αυτό σημαίνει ότι η μείωση του πραγματικού ωρομισθίου, η οποία ενδέχεται να οδηγεί σε αύξηση των συνολικών πραγματικών μισθών (λόγω της αύξησης στην απασχόληση της εργασίας που προκαλεί η αύξηση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου), συνιστά συνθήκη υπέρβασης της στασιμότητας.

Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι δεν υφίσταται μονοσήμαντη σχέση ανάμεσα στο πραγματικό ωρομίσθιο και στο ποσοστό κέρδους, και η ιδιαίτερη σημασία της παρούσης ανάλυσης έγκειται, ακριβώς, στο ότι συλλαμβάνει τον διττό ή, υπό μίαν έννοια, αντιφατικό ρόλο των μισθών (ή, γενικότερα, κάθε μέτρου οικονομικής πολιτικής) στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα (βλέπε, επίσης, Μαρξ, 1978, τ. 2, σελ. 315, υποσημείωση 32): Από τη μία πλευρά, το πραγματικό ωρομίσθιο αποτελεί συνιστώσα του συνολικού κόστους παραγωγής και, άρα, μία αύξησή του τείνει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις επιθυμητές επενδύσεις, συνεπεία της μείωσης των κερδών, και, έτσι, στο ύψος του ζητούμενου και τελικά παραγόμενου προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, οι πραγματικοί μισθοί αποτελούν τη σημαντικότερη συνιστώσα της καταναλωτικής ζήτησης (στο βαθμό που, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, η ροπή προς κατανάλωση (αποταμίευση) από μισθούς είναι μεγαλύτερη (μικρότερη) της ροπής προς κατανάλωση (αποταμίευση) από κέρδη) και, άρα, μία αύξηση του πραγματικού ωρομισθίου τείνει να τονώσει την ενεργό ζήτηση και, επομένως, να έχει θετικές επιπτώσεις στο ύψος του τελικά παραγόμενου προϊόντος και, έτσι, στην κερδοφορία. Και για αυτό δύναται να λεχθεί, έστω σχηματικά, ότι κάθε επιμέρους κεφαλαιοκράτης θα επιθυμούσε να καταβάλλει όσο το δυνατόν χαμηλότερους μισθούς στους δικούς του εργαζόμενους, ούτως ώστε να έχει το χαμηλότερο δυνατό κόστος παραγωγής, και, ταυτοχρόνως, όλοι οι άλλοι κεφαλαιοκράτες να καταβάλλουν όσο το δυνατόν υψηλότερους μισθούς, ούτως ώστε να εκδηλώνεται υψηλή ζήτηση για το προϊόν που αυτός παράγει.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμάται ότι, όχι τόσο στο «χαρτί» όσο στην πράξη, ο προσδιορισμός (i) τoυ συγκεκριμένου «καθεστώτος επισώρευσης», στο οποίο όντως βρίσκεται, σε ορισμένη χρονική στιγμή, κάθε επιμέρους εθνική οικονομία (ή, ακόμα, η παγκόσμια οικονομία), και (ii) του εύρους της απαιτούμενης εξωγενούς μεταβολής (-ών), για την υπέρβαση των κρισιακών φαινομένων, αποτελούν αμφιλεγόμενα ζητήματα, ακόμα κι αν υποτίθεται ότι δεν υφίσταται τεχνολογική μεταβολή. Μάλιστα, η περαιτέρω διερεύνηση δείχνει ότι μάλλον δεν είναι δυνατόν να υπάρχει υποκείμενο, το οποίο να είναι σε θέση να προϋπολογίζει ή/και να ελέγχει τις επιπτώσεις μίας αναδιανομής του εισοδήματος. Διότι αυτές οι επιπτώσεις προσδιορίζονται από την «άθροιση» των επενδυτικών αποφάσεων των επιμέρους αυτόνομων και σχετικά ανεξάρτητων κεφαλαιοκρατών, καθώς επίσης και από την αντικειμενικά απρόβλεπτη αντίδραση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου,[6] ήτοι από τη σύμπλεξη διαδικασιών και μεγεθών που είναι εξορισμού συστημικά. Έτσι, για παράδειγμα, είναι απολύτως δυνατόν ένα σύστημα, πρώτον, να βρίσκεται αρχικά σε «καθεστώς υπερσυσσώρευσης» και, τελικά, να επανέρχεται σε αυτό, ως αποτέλεσμα της ανόδου του πραγματικού ωρομισθίου, αφού πρώτα βρεθεί σε «καθεστώς υποκατανάλωσης» και, εν συνεχεία, σε «κεϋνσιανό καθεστώς», και, δεύτερον, να ενέχει περισσότερες από μία τιμές του πραγματικού ωρομισθίου, στις οποίες αντιστοιχεί πλήρης απασχόληση του κεφαλαίου .........Σε τελική ανάλυση, επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω επιπτώσεις είναι a priori άγνωστες, ακριβώς επειδή προσδιορίζονται από δυνάμεις που δρουν «πίσω από την πλάτη» (Marx) των διαφόρων υποκειμένων και τις οποίες, όμως, τα ίδια αυτά υποκείμενα θέτουν σε κίνηση.[7]


Από την προηγηθείσα ανάλυση εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:


(i). Η ερμηνεία μίας δεδομένης ύφεσης-κρίσης προϋποθέτει την – θεωρητική και, κυρίως, εμπειρική – ανάλυση του κυκλώματος «κατανομή εισοδήματος – ποσοστό ανεργίας – ενεργός ζήτηση – επισώρευση κεφαλαίου – τεχνολογική μεταβολή». Μέσω αυτής της ανάλυσης δύναται να προσδιοριστεί το πλέγμα των παραγόντων που την προκάλεσε, δηλ. ποιες από τις υφιστάμενες αλληλεπιδράσεις διαδραμάτισαν, στη δεδομένη περίπτωση, τον κύριο ρόλο για την εκδήλωσή της, αλλά όχι η αιτία της: Εφόσον έχουμε, κατά βάση, ένα «κύκλωμα επιστροφής (loop) ή κλειστού βρόχου» δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για αιτία ή, έστω, αιτίες .[8]

(ii). Η εν λόγω ανάλυση είναι περαιτέρω αναγκαία για την ταυτοποίηση του καθεστώτος επισώρευσης, στο οποίο βρίσκεται το σύστημα, και, συνεπώς, για τον προσδιορισμό του μείγματος οικονομικής πολιτικής, το οποίο θα το επαναφέρει, σταθερών όλων των άλλων, στην πλήρη απασχόληση. Χωρίς την ταυτοποίηση δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για οικονομική πολιτική, αλλά δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι, πρώτον, η ταυτοποίηση δεν φαίνεται να είναι μία εύκολη υπόθεση, δεύτερον, κάθε μέτρο οικονομικής πολιτικής δεν αποκλείεται να οδηγεί σε μεταβολή μεγέθους, το οποίο θεωρήθηκε δεδομένο κατά τον προσδιορισμό αυτού του μέτρου ως ενδεδειγμένου, τρίτον, είναι δυνατόν να υφίστανται πολλαπλές καταστάσεις πλήρους απασχόλησης και, τέταρτον, με την εξαίρεση του «καθεστώτος υποκατανάλωσης», τα υπόλοιπα «καθεστώτα» ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις δύο, βασικές, κοινωνικές τάξεις. Συνεπώς, καθίσταται εμφανές ότι η συνήθης πρόταση «αριστερών» («δεξιών») οικονομολόγων, περί αύξησης (μείωσης) του πραγματικού ωρομισθίου, για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν είναι, βέβαια, κενή περιεχομένου αλλά πολλαπλά ελεγχόμενη.[9]

(iii). Η προσπάθεια αντιμετώπισης της τρέχουσας κρίσης μέσω – κυρίως – της νομισματικής πολιτικής (μειώσεις βασικών επιτοκίων), δεν αποτελεί μόνον μία ρητή «δήλωση-πιστοποίηση» της συστηματικής δέσμευσης των αρχών οικονομικής πολιτικής σε νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις και πρακτικές, αλλά βασίζεται και στον ακόλουθο, άρρητο, συλλογισμό: Η ισχυρή αύξηση της ανεργίας θα συμπιέσει τους πραγματικούς μισθούς (συνεπεία μείωσης της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών) και, άρα, θα αυξήσει τα κέρδη και, κατ’ επέκταση, τον όγκο των επιθυμητών, από τον ιδιωτικό τομέα, επενδύσεων. Επομένως, δεν απαιτείται χρήση του αμφιλεγόμενου μέσου της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλ. η πραγματοποίηση κρατικών δαπανών, διότι η τόνωση της ενεργού ζητήσεως θα συντελεσθεί μέσω της αύξησης των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα.[10] Όπως είδαμε, όμως, εάν το σύστημα βρίσκεται σε «καθεστώς υποκατανάλωσης ή υπερσυσσώρευσης» (πράγμα που δεν αποκλείεται καθόλου, εάν ληφθεί υπόψη ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται, σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, τάση σταθερής μείωσης του μεριδίου των μισθών στο προϊόν – βλέπε π.χ. Ellis and Smith, 2007), τότε το τελικό αποτέλεσμα δεν θα είναι παρά η μείωση της συνολικής ενεργού ζητήσεως ή η μείωση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου και η αύξηση του ποσοστού κέρδους, αντιστοίχως.[11] Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, σε περιόδους ύφεσης υπάρχει τάση εγκλωβισμού του συστήματος στη λεγόμενη «παγίδα ρευστότητας» (ή, ακόμα, και στην «παγίδα επενδύσεων» – βλέπε Keynes, [1936] 2001, κεφ. 12 και 15), και αυτό συνεπάγεται ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι από μόνη της σε θέση να προκαλέσει τόνωση της ενεργού ζητήσεως.[12]



3. Πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και κρίσεις



Σύμφωνα με τις κυρίαρχη, στο εσωτερικό της μαρξιστικής θεωρίας, προσέγγιση, (και) η τρέχουσα ύφεση-κρίση ερμηνεύεται στη βάση του «νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (βλέπε Μαρξ, 1978, κεφ. 13-15), ο οποίος – υποτίθεται ότι – διέπει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και δημιουργεί τους αντικειμενικούς και, εν μέρει, τους υποκειμενικούς όρους για τη μετεξέλιξή του σε έναν ποιοτικά διαφορετικό τρόπο παραγωγής, όπου ο κοινωνικός καταμερισμός-συνδυασμός της εργασίας θα οργανώνεται άμεσα και συνειδητά από τους ίδιους τους εργαζόμενους («κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής»). Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι οι υφέσεις-κρίσεις έχουν ως αιτία τη στασιμότητα των συνολικών κερδών, η οποία ανάγεται, με τη σειρά της, στην πτώση του ποσοστού κέρδους.[13] Επί αυτής της προσέγγισης θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής:


(i). H πρόταση «αιτία είναι η στασιμότητα των συνολικών κερδών, η οποία ανάγεται, με τη σειρά της, στην πτώση του ποσοστού κέρδους» είναι μάλλον ταυτολογική, υπό την έννοια ότι η ύφεση-κρίση πάντοτε συνυπάρχει με τη στασιμότητα των συνολικών κερδών και το φθίνον ποσοστό κέρδους.


(ii). Υποθέτοντας, χωρίς βλάβη της γενικότητας, ότι το κεφάλαιο δεν φθείρεται και ότι οι μισθοί καταβάλλονται εξολοκλήρου στο τέλος της περιόδου παραγωγής, τo ποσοστό κέρδους, r, δύναται να εκφρασθεί ως

r P / K = [P / (px)] [(px) / (pxp)] [(pxp) / K)] (1)

ή

r = huπC (1α)

ή

r = [1 – (wm / πL)]uπC (1β)

όπου P px – wmL είναι τα συνολικά κέρδη, p το διάνυσμα τιμών των παραγομένων προϊόντων, x το διάνυσμα των πράγματι (actual) παραγομένων προϊόντων, wm το χρηματικό ωρομίσθιο, L η απασχολούμενη ποσότητα εργασίας, Κ η χρηματική αξία του αποθέματος κεφαλαίου, xp το διάνυσμα των δυνητικών (potential) προϊόντων, δηλ. αυτών που δύνανται να παραχθούν, όταν απασχολείται πλήρως το υφιστάμενο απόθεμα κεφαλαίου, h P / (px) το μερίδιο των κερδών στο προϊόν, u (px) / (pxp) ο εξ υποθέσεως ενιαίος βαθμός απασχόλησης του αποθέματος κεφαλαίου, πC (pxp) / K η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και πL (px) / L η παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ το (wm / πL) εκφράζει το μερίδιο των μισθών στο προϊόν, το οποίο ισούται, εξορισμού, με 1 – h. Ο «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», όπως διατυπώθηκε από τον Marx, συνίσταται, εν συντομία, στο εξής: Εάν η παραγωγικότητα του κεφαλαίου μειώνεται συνεχώς και τείνει μακροχρονίως προς το μηδέν, τότε το ποσοστό κέρδους, καίτοι δύναται να κυμαίνεται, τείνει μακροχρονίως προς το μηδέν, αναπόφευκτα. Πράγματι, δεδομένου ότι 0 b h b 1 και 0 < u b 1, από την εξίσωση (1α) έπεται ότι r b πC, δηλ. η παραγωγικότητα του κεφαλαίου αποτελεί το άνω φράγμα του ποσοστού κέρδους. Άρα, εάν το πC μειώνεται συνεχώς, τείνοντας προς το μηδέν, τότε το ποσοστό κέρδους τείνει μακροχρονίως προς το μηδέν. Από τη μία πλευρά, οι κεφαλαιοκράτες δύνανται (ενδεχομένως) να αυξάνουν, μέσω μηχανοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, την παραγωγικότητα της εργασίας, με ποσοστιαίους ρυθμούς που υπερβαίνουν τους ποσοστιαίους ρυθμούς αύξησης του χρηματικού ωρομισθίου, και, έτσι, να αυξάνουν το μερίδιο των κερδών.[14] Από την άλλη πλευρά, οι αρχές οικονομικής πολιτικής δύνανται (ενδεχομένως) να αυξάνουν, μέσω εισοδηματικής πολιτικής, το μερίδιο των κερδών και, μέσω δημοσιονομικής, νομισματικής, συναλλαγματικής ή/και εμπορικής πολιτικής, το βαθμό απασχόλησης του κεφαλαίου. Στο βαθμό, ωστόσο, που η παραγωγικότητα του κεφαλαίου τείνει, συνεχώς μειούμενη, προς το μηδέν, τίποτε δεν μπορεί να αναιρέσει το τελικό, μακροχρόνιο, αποτέλεσμα, το οποίο είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους.[15]

Το πρόβλημα με αυτόν τον νόμο είναι, όμως, ότι δεν έχουμε καμία πειστική ένδειξη (θεωρητική ή εμπειρική) ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από αδυναμία αύξησης της παραγωγικότητας του κεφαλαίου.[16] Αλλά ακόμα και εάν είχαμε τέτοιες ενδείξεις, δεν θα αρκούσαν: Εάν η συνεχώς μειούμενη παραγωγικότητα του κεφαλαίου τείνει σε μία θετική τιμή, τότε αναιρείται η βάση ισχύος του νόμου, ακριβώς επειδή δεν αποκλείεται το ποσοστό κέρδους να είναι αμετάβλητο ή να αυξάνεται συνεχώς ή, τέλος πάντων, να εμφανίζει ανοδική τάση (βλέπε, για παράδειγμα, στο Σχήμα 4, όπου το πC τείνει στην τιμή (πC)*, τις καμπύλες r1, r2 και r3, αντιστοίχως). Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν, σε καμία περίπτωση, να συγκροτηθεί μία συναφής ερμηνεία των υφέσεων-κρίσεων (για μία αναλυτική έκθεση του μαρξικού νόμου και της κριτικής του, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο εμπειρικό επίπεδο, βλέπε Μαριόλης, 2010, Δοκίμιο 10).


(iii). Ακόμα και αν, όχι μόνον ίσχυε ο μαρξικός νόμος αλλά και το ποσοστό κέρδους μειωνόταν σε κάθε χρονική στιγμή, αυτό δεν θα οδηγούσε κατανάγκην στη «στασιμότητα των συνολικών κερδών».
Αλλά ακόμα και εάν όντως υπάρχει μία χρονική στιγμή, στην οποία σημειώνεται στασιμότητα των κερδών, το παρόν θεωρητικό σχήμα ενέχει μία, μοναδική, και τελική κρίση για το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Άρα, δεν είναι σε θέση να συλλάβει την πραγματική κίνηση του συστήματος, την εναλλαγή φάσεων μεγέθυνσης-ύφεσης. Με μία λέξη, συνιστά «θεωρία» της τελικής κρίσης αλλά όχι των κρίσεων.


(iv). Το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, οι οποίοι δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ των, δηλαδή, από το χρηματικό ωρομίσθιο, τις παραγωγικότητες και το βαθμό απασχόλησης του κεφαλαίου . Όπως αναφέρθηκε, η ειδικά μαρξική πτώση του ποσοστού κέρδους οφείλεται στη συνεχή, έως μηδενισμού, μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου. Όμως είναι δυνατόν να μειώνεται το ποσοστό κέρδους και, για παράδειγμα, σε συνθήκες αύξησης της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, της παραγωγικότητας της εργασίας και του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου.............δεν έχει νόημα να λέγεται ότι αιτία των υφέσεων-κρίσεων είναι «η πτώση του ποσοστού κέρδους» (και με αυτό, μάλιστα, να δηλώνεται, ρητά ή άρρητα, η ειδικά μαρξική πτώση του ποσοστού κέρδους), διότι δεν υφίσταται μία, και μοναδική, πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά πολλές, εναλλακτικές και ενδεχόμενες, περιπτώσεις πτώσης του ποσοστού κέρδους, κάθε μία από τις οποίες ανάγεται σε ιδιαίτερες, σχετικές κινήσεις του χρηματικού ωρομισθίου, των παραγωγικοτήτων και του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η οποία παρατηρήθηκε, στις κεφαλαιοκρατικά ανεπτυγμένες οικονομίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ανάγεται, κυρίως, στην επιβράδυνση του ποσοστιαίου ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία συνδυάστηκε με την αύξηση του ωρομισθίου και εκφράστηκε στη μείωση του μεριδίου των κερδών. Η δε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας δεν αποκλείεται να απέρρεε από τη μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του κεφαλαίου, την οποία προκάλεσε μία διόγκωση των καταναλωτικών δαπανών, ανά μονάδα αποθέματος κεφαλαίου, του δημοσίου τομέα και των μεταβιβαστικών πληρωμών του, ανά μονάδα απασχολούμενης εργασίας (για μία συνοπτική παρουσίαση εμπειρικών ευρημάτων, από διάφορες χρονικές περιόδους, βλέπε Μαριόλης, 2010, Δοκίμιο 10, Παραρτήματα 7 και 9, ενώ ειδικά για την περίοδο που αναφέραμε, βλέπε και Armstrong et al., 1984).

(v). Από καθαρά επιστημολογική άποψη, είναι ακόμα πιο σημαντικό ότι οι εναλλαγές ανάμεσα σε περιόδους μεγέθυνσης και περιόδους υφέσεων-κρίσεων, όπου (και) το ποσοστό κέρδους μειώνεται, δεν δύνανται να αναχθούν σε «αιτίες», αλλά συνιστούν, αντιθέτως, φαινόμενα-συμπτώματα που απορρέουν από τη σύνολη δομή και λειτουργία του συστήματος. Έτσι, στα πλαίσια της θεωρίας του περί «εφεδρικού στρατού των εργατών», δηλ. ακόμα και όταν εστιάζει στην αλληλεπίδραση κατανομής εισοδήματος-ποσοστού ανεργίας και, άρα, αντιπαρέρχεται τις (ανα-) δράσεις της ενεργού ζητήσεως και της τεχνολογικής μεταβολής (αναλυτικά, βλέπε Μαριόλης, 2006, κεφ. 4), ο ίδιος ο Marx τονίζει: «Απαράλλαχτα όπως τα ουράνια σώματα επαναλαμβάνουν πάντα μία καθορισμένη κίνηση που τους έχει δοθεί, έτσι και η κοινωνική παραγωγή επαναλαμβάνει την κίνηση της εναλλασσόμενης διαστολής και συστολής όταν έχει πια ριχτεί σ’ αυτήν την κίνηση. Τα αποτελέσματα γίνονται με τη σειρά τους αίτια και οι εναλλασσόμενες φάσεις του όλου προτσές, που αναπαράγει διαρκώς τους δικούς του όρους, αποκτούν τη μορφή της περιοδικότητας.» (Μαρξ, 1978, τ. 1, σελ. 656 – πρόσθετη έμφαση). Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, από τον Galileo Galilei (1564-1642) και μετά, η επιστήμη, γενικά, εγκατέλειψε, την αναζήτηση της «αιτίας (-ίων)», αναζήτηση η οποία θεωρήθηκε μεταφυσική, και κινήθηκε, αρχικά, προς τη διατύπωση του «νόμου» που διέπει το υπό παρατήρηση φαινόμενο[17] και, αργότερα, προς την – τις τελευταίες δεκαετίες επονομαζόμενη – «συστημική προσέγγιση», της οποίας όχι μόνον η έννοια του «πεδίου δυνάμεων» (Michael Faraday (1791-1867)), στη φυσική επιστήμη, αλλά και το έργο των K. Marx και F. Engels, στις κοινωνικές επιστήμες, συγκροτούν πρωτοπόρα παραδείγματα.[18]

Για όλους αυτούς τους λόγους, επομένως, η παρούσα μαρξίσουσα (παρά μαρξική) ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.



4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Στο παρόν εκτέθηκε ένα γενικό, μη νεοκλασικό πλαίσιο ανάλυσης των κρισιακών φαινομένων, το οποίο εμμένει στο συστημικό και ενδογενή χαρακτήρα των, και ασκήθηκε κριτική σε σχετικές αιτιακές, «μονοδιάστατες» ή/και a priori προσεγγίσεις. Ειδικότερα, επισημάνθηκε ότι, ως συνέπεια μάλλον πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων, υφίστανται διακριτά, αλλά εναλλασσόμενα (στη γενική περίπτωση), καθεστώτα οικονομικής στασιμότητας, σε κάθε ένα από τα οποία ενδείκνυται διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής.

Δεδομένου ότι αυτή η γραμμή διερεύνησης είναι ανοικτή σε εμπειρικούς συσχετισμούς και μετρήσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για, πρώτον, την ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 και, δεύτερον, την αποτίμηση της επακόλουθης αντίδρασης των αρχών οικονομικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τις αντικειμενικές δυνατότητες των μηχανισμών της αγοράς και του κράτους να διαμορφώνουν συνθήκες ισόρροπης και αναλογικής μεγέθυνσης.




Σημειώσεις:



* Για σχόλια, παρατηρήσεις και συζητήσεις ευχαριστώ την Ειρήνη Λεριού και τους Μανώλη Μπουσούνη, Νίκο Ροδουσάκη, Στέλιο Σφακιωτάκη και Λευτέρη Τσουλφίδη.


[1] Υποστηρίζεται ότι παρόμοια μοτίβα μεταστροφής του οικονομικού «κύκλου» έχουν παρατηρηθεί στις δεκαετίες 1820-1830, 1870-1880, 1920-1930 και 1970-1980. Για ένα υπόδειγμα που επιχειρεί να τα απεικονίσει, βλέπε Korpinen (1987) (το οποίο σχολιάζεται στο Μαριόλης, 2006, σσ. 183-188).

[2] Για μία κριτική επισκόπηση, βλέπε Abraham-Frois et Berrebi (1995). Μιλώντας πολύ συνοπτικά, το κύριο πρόβλημα με τις νεοκλασικές προσεγγίσεις, παρά το φορμαλιστικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, έγκειται στο ότι δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν, τελικά, την ύπαρξη διακυμάνσεων παρά μόνον μέσω «περιοδικών» ωθήσεων που ασκούνται από το περιβάλλον του οικονομικού συστήματος. Εάν δεν υπήρχαν, δηλαδή, αυτές οι ωθήσεις, δεν θα υπήρχαν διακυμάνσεις και το σύστημα θα ήταν, υποτίθεται, σε κατάσταση ισόρροπης και αναλογικής μεγέθυνσης. Γιατί, όμως, οι ωθήσεις είναι «περιοδικές»; Δεν δύναται να υπάρξει απάντηση και η συζήτηση σταματάει ακριβώς στο σημείο, όπου θα έπρεπε να ξεκινήσει.

[3] Αναλυτικά, βλέπε Μαριόλης (2006). Εννοείται ότι τόσο οι προσδοκίες των επιμέρους «μονάδων» του συστήματος όσο και οι κρατικές παρεμβάσεις αποτελούν στοιχεία αυτού του κυκλώματος (ειδικά για το δεύτερο, βλέπε Phillips, 1954, και Goodwin, 1990, chs 8 and 9).

[4] Τονίζεται ότι σημασία δεν έχει, εδώ, η μορφή της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, αλλά οι επιπτώσεις της. Στην ίδια, κατά βάση, διάκριση θα καταλήγαμε εάν υποθέταμε την εξωγενή μεταβολή π.χ. των φορολογικών συντελεστών, των ελλειμμάτων ή χρεών ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου, των βασικών επιτοκίων ή, τέλος, της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ό,τι ακολουθεί βασίζεται στα Bhaduri and Marglin (1990), Kurz (1990), You and Dutt (1996), τα οποία αφορούν σε μονοτομεακά συστήματα, και στα Metcalfe and Steedman (1979, 1981) και Mariolis (2006, 2007), τα οποία αφορούν σε πολυτομεακά συστήματα, ενώ παραβλέπονται οι πρόσθετες περιπλοκές που αντιστοιχούν σε συστήματα συμπαραγωγής (joint production – βλέπε Mariolis, 2008). Μία φορμαλιστική έκθεση βρίσκεται στο Παράρτημα του παρόντος, αλλά θα μπορούσε να παρακαμφθεί σε πρώτη ανάγνωση.

[5] Οι έννοιες «υποκατανάλωση-υπερσυσσώρευση» συναντώνται και στη μαρξιστική θεωρία (βλέπε π.χ. Μοσκόβσκα, 1988, Sherman, 1971, 1979, και Clarke, 1994). Ωστόσο, όχι μόνον δεν έχουν το ίδιο, ακριβώς, περιεχόμενο, αλλά είναι και εξαιρετικά αμφιλεγόμενες (για μία κριτική συζήτηση, βλέπε Μαριόλης, 2006, σσ. 156-158).

[6] Ο κατά σειρά δεύτερος παράγοντας είναι ανενεργός μόνον στην – μη ρεαλιστική – περίπτωση των μονοτομεακών συστημάτων (βλέπε το Παράρτημα του παρόντος).

[7] Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, ο Debord (1961) επιλέγει την ακόλουθη διατύπωση: «Το ζήτημα δεν είναι να αναγνωρισθεί ότι κάποιοι άνθρωποι ζουν περισσότερο ή λιγότερο φτωχά από κάποιους άλλους, αλλά ότι όλοι ζούμε με τρόπους που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας.».

[8] Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις, όπως αυτή της τρέχουσας ελληνικής κρίσης, όπου – κατά την άποψή μου – είναι δυνατόν, σε πρώτη προσέγγιση, να εντοπιστεί ένας παράγοντας ως καθοριστικός (βλέπε τα Δοκίμια 4 και, κυρίως, 9 του παρόντος).

[9] Στα πλαίσια της κριτικής του στην τρίτη έκδοση (1959) του Εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας της ΕΣΣΔ, ο Μάο Τσετούνγκ (1975, σσ. 128-132) εκθέτει όψεις μίας ευρύτερης λογικής: «Η ισορροπία και η ανισορροπία είναι δύο πλευρές μίας αντίθεσης. Η ανισορροπία είναι η απόλυτη πλευρά, ενώ η ισορροπία είναι η σχετική πλευρά. […] Αυτός είναι ένας καθολικός νόμος. Πώς είναι δυνατόν να λέμε ότι αυτός ο νόμος δεν εφαρμόζεται σε μία σοσιαλιστική οικονομία; Κανονικά θα έπρεπε να βεβαιώνουμε ότι εφαρμόζεται και σ’ αυτήν. […] Είναι ασύλληπτο να λέμε πως η ανάπτυξη μίας σοσιαλιστικής οικονομίας γίνεται χωρίς κύματα, όσο μικρά κι αν είναι. Μία ανάπτυξη δεν είναι ποτέ γραμμική, είναι σπειροειδής ή κατά κύματα. Σε μία σοσιαλιστική κοινωνία μπορούμε να αναπτύξουμε την εθνική οικονομία σχεδιασμένα και αναλογικά. Αυτό μας επιτρέπει να ρυθμίζουμε τις ανισορροπίες, χωρίς ωστόσο να τις εκμηδενίζουμε. «Η ανισορροπία είναι σύμφυτη στα πράγματα». Χάρη στη κατάργηση του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας, η οικονομία μπορεί να οργανώνεται σχεδιασμένα. Μπορούμε, λογουχάρη, να ελέγχουμε και να χρησιμοποιούμε συνειδητά τους αντικειμενικούς νόμους της ανισορροπίας για να δημιουργούμε πολλές σχετικές και πρόσκαιρες ισορροπίες.».

[10] Αυτός ο μηχανισμός επαναφοράς του συστήματος σε τροχιά μεγέθυνσης ενέχεται στο περίφημο υπόδειγμα Lotka-Volterra ή, αλλιώς, «θηρευτή (μερίδιο μισθών στο προϊόν) – θηράματος (ποσοστό απασχόλησης της εργασίας)» του Goodwin (1967), το οποίο συνιστά φορμαλιστική έκφραση της θεωρίας του Marx (1978, τ. 1, κεφ. 23) περί «εφεδρικού στρατού των εργατών». Πρόκειται, ωστόσο, για υπόδειγμα, στο οποίο γίνεται αφαίρεση από κάθε ζήτημα ενεργού ζητήσεως, δηλ. αξιώνεται ισότητα αποταμιεύσεων-επενδύσεων και πλήρης απασχόληση του κεφαλαίου.

[11] Εάν και θα έπρεπε να γίνει η σχετική εμπειρική έρευνα, τα όσα εκτίθενται στο Δοκίμιο 7 του παρόντος μάλλον υποδηλώνουν ότι η ελληνική οικονομία δεν τείνει να βρεθεί σε «καθεστώς υποκατανάλωσης». Περαιτέρω, σε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο περιοδικό Έψιλον (13/2/11, σελ. 42), της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, ο David M. Kotz επισημαίνει τα ακόλουθα: «Η άποψή μου είναι ότι οι μαρξιστές οικονομολόγοι έχουν ακολουθήσει λανθασμένο δρόμο, ψάχνοντας για μία ενιαία αιτία κρίσης που είναι ενεργή σε κάθε καπιταλιστική κρίση. Ο καπιταλισμός έχει διάφορες πιθανές αιτίες κρίσης, κάθε μία εκ των οποίων συνδέεται με μία ιδιαίτερη αντίφασή του. Η δική μου έρευνα προτείνει ότι η ενεργός αιτία εξαρτάται από την ιδιαίτερη μορφή του καπιταλισμού πριν από την κρίση. Ο κρατικά ελεγχόμενος καπιταλισμός τείνει να φέρνει στην επιφάνεια την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους εξαιτίας της αύξησης των μισθών, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι έχουν μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη στον ελεγχόμενο καπιταλισμό. Ο (νεο)φιλελεύθερος καπιταλισμός τείνει να φέρνει κρίσεις εξαιτίας της συμπίεσης των μισθών προς τα κάτω, αλλά αυτό μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, συμπεριλαμβανομένης της υποκατανάλωσης ή της υπερεπένδυσης. Προσωπικά, θεωρώ ότι η σημερινή κρίση οφείλεται στην υπερεπένδυση. Η στασιμότητα των μισθών στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό δημιούργησε ένα πρόβλημα ζήτησης αλλά η κρίση αναβλήθηκε σε κάθε δεκαετία (1980, 1990, 2000) από μια μεγάλη φούσκα των περιουσιακών στοιχείων που επέτρεπε στη ζήτηση να αυξάνεται γρηγορότερα από το εισόδημα, καθώς οι άνθρωποι δανείζονταν έναντι της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων (εταιρικά αποθέματα στη δεκαετία του ’90, ακίνητα στη δεκαετία του 2000). Αυτό ήταν μία μη βιώσιμη τροχιά, καθώς το χρέος αυξήθηκε και η ικανότητα παραγωγής ξεπέρασε τη ζήτηση που παρέμεινε μετά το σπάσιμο της φούσκας. Όλο αυτό κατέρρευσε το 2008.». Για σχετικές αναλύσεις, βλέπε Gouverneur (1999, σσ. 239-242 και κεφ. 9) και Kotz (2009).

[12] Τελευταίο, χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκλωβισμού είναι αυτό της Ιαπωνίας, κατά τη δεκαετία του 1990, όπου η ύφεση ξεπεράστηκε, τελικά, με τη συνδρομή της δημοσιονομικής επέκτασης (βλέπε π.χ. Blanchard, 2006, σσ. 524-532). Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μελέτη της Goldman Sachs (βλέπε BusinessWeek, 19/1/2009), η ανάκαμψη των ΗΠΑ προαπαιτεί την ceteris paribus πτώση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων σε ένα αρνητικό επίπεδο της τάξης του -6%.

[13] Ενδεικτικά, βλέπε Shaikh (1977, 1992, pp. 177-180) και Μανιάτης et al. (1999, σσ. 151-156). Για αναλυτικές παρουσιάσεις διαφόρων μαρξιστικών θεωρήσεων των κρίσεων που βασίζονται στον ή σχετίζονται άμεσα με τον εν λόγω νόμο, βλέπε Howard and King (1992, ch. 7) και Clarke (1994).

[14] Δεδομένου ότι h = 1 – (wm / πL), έπεται ότι, όταν , τότε , όπου το σύμβολο « ^ » δηλώνει τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής μίας μεταβλητής x, ήτοι . Θα είναι σαφές ότι το αυξανόμενο μερίδιο των κερδών δύναται να νοηθεί ως παράγοντας διαμόρφωσης ενός – κινούμενου –κάτω φράγματος του ποσοστού κέρδους, το οποίο έχει, όμως, μία μέγιστη δυνατή τιμή, δεδομένου ότι το μερίδιο των κερδών έχει μία μέγιστη δυνατή τιμή (h = 1 όταν wm = 0, δηλαδή, όταν «οι εργάτες ζουν με αέρα» (Marx)).

[15] Σύμφωνα με τη διερεύνηση του Marx (1978, τ. 1, κεφ. 10-23), το κεφαλαιοκρατικό σύστημα χαρακτηρίζεται, στη μακρά περίοδο, από την αύξηση του πραγματικού ωρομισθίου, της παραγωγικότητας της εργασίας και του μεριδίου των κερδών, και τη μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, ενώ κατά τη συγκρότηση του νόμου γίνεται αφαίρεση του ζητήματος της ενεργού ζήτησης και, έτσι, αξιώνεται ισορροπία αποταμιεύσεων-επενδύσεων και πλήρης απασχόληση του αποθέματος κεφαλαίου. Δεδομένου ότι, όταν u = 1, ο λόγος της παραγωγικότητας του κεφαλαίου προς την παραγωγικότητα της εργασίας ισούται με την ένταση του κεφαλαίου, K / L, και δεδομένου ότι, κατά τον Marx, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου μειώνεται, έπεται ότι η ένταση κεφαλαίου αυξάνεται ποσοστιαία περισσότερο από όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Με άλλα λόγια, κάθε ορισμένη ποσοστιαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προϋποθέτει μία υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση της έντασης του κεφαλαίου (ή, αλλιώς, μία σχετικά έντονη μηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας), και αυτό οδηγεί στη μείωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου. Τέλος, αποδεικνύεται ότι η σύμφωνη με τον Marx διαχρονική εξέλιξη της παραγωγικότητας του κεφαλαίου (πC 0) αναπόφευκτα συνεπάγεται, από ένα χρονικό σημείο και μετά, (και) τη μείωση της απασχολούμενης ποσότητας εργασίας και, έτσι, την αύξηση του ποσοστού ανεργίας, υπό τον όρο ότι η προσφορά εργασίας δεν μειώνεται (για την απόδειξη, βλέπε Okishio, 1972, 1987).

[16] Για την ακρίβεια, υπάρχουν αρκετές εμπειρικές ενδείξεις αυτής της αδυναμίας, για τις κεφαλαιοκρατικά ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες αφορούν, όμως, μόνον στην περίοδο από το 1870 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1910, όπου το κεφαλαιοκρατικό σύστημα μεταβαίνει, θα πρέπει να επισημανθεί, στο στάδιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού (για μία προσπάθεια συσχετισμού αυτών εξελίξεων, βλέπε Μαριόλης, 2010, σσ. 278, υποσημείωση 18, 320-321 και 337).

[17] Σχετικά με τη δύναμη που συνέχει το ηλιακό σύστημα, την οποία ο Johannes Kepler (1571-1630) θεώρησε, αρχικά, μάλλον σαν «πνευματική» και, τελικά, ως «υλική» («αρχικά, πίστεψα ότι αίτιο που κινεί τους πλανήτες είναι μία ψυχή. Όμως, όταν σκέφτηκα ότι αυτό το κινητήριο αίτιο εξασθενεί με την απόσταση, συμπέρανα ότι αυτή η δύναμη είναι κάτι το υλικό», Mysterium Cosmographicum, 1596), ο Crease (2009, σελ. 73) σημειώνει: «Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η υλική δύναμη; Αυτό το ερώτημα θα γινόταν αντικείμενο διαμάχης στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Μερικοί συμφωνούσαν με τον Κέπλερ, ότι ήταν υλική δύναμη. Άλλοι, όπως ο Ντεκάρτ, πίστευαν ότι είναι καθαρά μηχανική, και οφείλεται σε μικροσκοπικές κινήσεις, τις δίνες, σε μία ρευστή ουσία που ονομάζεται αιθέρας, και στην οποία είναι βυθισμένο το ηλιακό σύστημα. Ο Γαλιλαίος, κάνοντας ένα βήμα προς αυτό που ο Κοντ θα ονόμαζε [μετάβαση από τη μεταφυσική στην] επιστημονική σκέψη, προτιμούσε να πάψει να συζητά τη φύση της βαρύτητας, και να εστιάσει στη μέτρηση των ποσοτικών επιδράσεών της. Απλώς, δώστε μας τους αριθμούς, παρακαλώ.».


[18] Για το κατά σειρά πρώτο παράδειγμα, βλέπε Einstein και Infeld (1978, κεφ. 3), ενώ για το δεύτερο, βλέπε Μαρξ (1978, τ. 1, σσ. 23-26) και π.χ. Kouzmine (1987). Σε αυτή τη συνάφεια αξίζει, επομένως, να σημειωθεί το εγχείρημα του Μουρέλου (1991, σελ. 233), το οποίο έγκειται στη συγκρότηση της έννοιας «αιτιακό πεδίο»: «Αν όμως, όπως πιστεύουμε, η αιτιότητα εκφράζει μία σχέση, η σχέση αυτή μέσα στα ίδια τα πράγματα είναι πάντα σχέση του όλου προς το κάθε μέρος και όχι μονάχα σχέση του ενός μέρους προς το άλλο. Η άποψή μας είναι ότι την πολυμορφία των σχέσεων που διέπουν το όλο, πρέπει να τη θεωρήσουμε σαν ένα πεδίο, όπου η αλλαγή της ισορροπίας των δυνάμεων που το αποτελούν, το πέρασμα από μία συνολική κατάσταση σε μίαν άλλη, έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία των φαινομένων. Είναι οι δυνάμεις που κυριαρχούν μιαν ορισμένη χρονική στιγμή και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται μεταξύ τους που αποτελούν αυτό που ονομάζουμε αιτιακό πεδίο.»
.

PRAXIS
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου