του Απόστολου Αποστολόπουλου
(Περί Αριστεράς και Δεξιάς)
Η κατάντια της ελληνικής κυβερνώσας ελίτ είναι απερίγραπτη. Ήταν συνηθισμένη να παραδίδει στους ξένους επικυρίαρχους ότι ζητούν, με αντάλλαγμα την παραμονή της στην εξουσία.
Θεωρούσε αυτή την συναλλαγή αυτονόητη. Τώρα τρώει κλωτσιές και χαστούκια, την εξευτελίζουν απροσχημάτιστα στα μάτια του «πόπολου». Οι επικυρίαρχοι δεν ενδιαφέρονται να κρατήσουν την «τιμή και την υπόληψή» της ελληνικής ελίτ, προϋπόθεση για να συνεχίσει να κυβερνά. Ένας λόγος είναι η ίδια της η ανικανότητα αλλά και η απληστία της. Έγινε βάρος στους προστάτες της. Και αυτοί, με τη συμπεριφορά τους, δείχνουν ότι δεν πιστεύουν ότι μπορεί αυτή η σημερινή ελίτ να συνεχίσει να κυβερνά. Ο Γερμανικός, κοντόθωρος, αυταρχισμός παίζει ασφαλώς ένα ρόλο στη, σχεδόν χυδαία, στάση του Βερολίνου απέναντι στην Αθήνα. Αλλά πρώτα έγινε ολοφάνερη η απαξίωση του πολιτικού κόσμου από τον ελληνικό λαό και μετά εκδηλώθηκε η απροσχημάτιστη περιφρόνηση του Βερολίνου προς την Αθήνα . Βερολίνο και ελληνικός λαός θεωρούν «αυτούς εκεί στη Βουλή» τελειωμένους. Και είναι.
Θεωρούσε αυτή την συναλλαγή αυτονόητη. Τώρα τρώει κλωτσιές και χαστούκια, την εξευτελίζουν απροσχημάτιστα στα μάτια του «πόπολου». Οι επικυρίαρχοι δεν ενδιαφέρονται να κρατήσουν την «τιμή και την υπόληψή» της ελληνικής ελίτ, προϋπόθεση για να συνεχίσει να κυβερνά. Ένας λόγος είναι η ίδια της η ανικανότητα αλλά και η απληστία της. Έγινε βάρος στους προστάτες της. Και αυτοί, με τη συμπεριφορά τους, δείχνουν ότι δεν πιστεύουν ότι μπορεί αυτή η σημερινή ελίτ να συνεχίσει να κυβερνά. Ο Γερμανικός, κοντόθωρος, αυταρχισμός παίζει ασφαλώς ένα ρόλο στη, σχεδόν χυδαία, στάση του Βερολίνου απέναντι στην Αθήνα. Αλλά πρώτα έγινε ολοφάνερη η απαξίωση του πολιτικού κόσμου από τον ελληνικό λαό και μετά εκδηλώθηκε η απροσχημάτιστη περιφρόνηση του Βερολίνου προς την Αθήνα . Βερολίνο και ελληνικός λαός θεωρούν «αυτούς εκεί στη Βουλή» τελειωμένους. Και είναι.
Η ανικανότητα και η απληστία εμπόδισαν την ελληνική ελίτ να αντιληφθεί δυο άλλες δυσμενείς (γι’ αυτήν) εξελίξεις. Η πρώτη είναι η κρίση του Δυτικού Κόσμου. Η κρίση εκδηλώθηκε πρώτα και κυρίως στην Οικονομία. Αλλά έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος. Συνοπτικά, το δυτικό καπιταλιστικό σύστημα επιχειρεί να περάσει, με εργαλείο την Παγκοσμιοποίηση, σε μια άλλη φάση. Ο νεοφιλελευθερισμός σαρώνει παλιές αντιλήψεις, οικονομίες, αξίες. Και παραμερίζει τους ανίκανους. Όποιον δεν προσαρμόζεται τον συντρίβει. Εννοείται ότι δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ ανίκανων «δεξιών» και υποτιθέμενων, εξ ίσου ανίκανων, «αριστερών». Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αυτοί που (θέλουν να) καθορίζουν τις τύχες του Κόσμου αφήνουν να παιδεύεται με αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες το «πόπολο». Τα παιδία παίζει.
Η δεύτερη δυσμενής εξέλιξη είναι ότι η σχετική κάμψη της αμερικανικής αυτοκρατορίας συνέπεσε με περίοδο ανόδου της ισχύος της Γερμανίας. Το Βερολίνο, ως νέος κτήτωρ, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με το παλιό, αμερικανικών καταβολών, πολιτικό προσωπικό. Σ’ αυτή τη φάση το ταπεινώνει για να το ελέγξει απολύτως. Στην επόμενη θα (επιδιώξει να) το αντικαταστήσει. Κανείς δεν θα λυπηθεί.
Μερικοί, στην Αριστερά, είδαν ότι οι κυβερνώντες δεν μπορούν πια να κυβερνούν αλλά και ο λαός δεν μπορεί να τους ανατρέψει. Είχαν μόλις σηκώσει το κεφάλι από τα βιβλία και αποφάνθηκαν: Να τη μπροστά μας (και πάλι)η 18η Μπρουμέρ, όταν η αστική και η εργατική τάξη, στη Γαλλία, ισορροπούσαν και ο Βοναπάρτης (ο Λουί, όχι ο άλλος) επέβαλλε την Τάξη. Ο Μαρξ το είχε πει και αυτό, τι προφήτης θα ήταν αν δεν το έλεγε από τότε; Με κάτι τέτοια, ο «επιστημονικός σοσιαλισμός» γίνεται, ανεπαισθήτως, θρησκόληπτος, ή μήπως θρησκόπληκτος; Γιατί, όλα καλά, αλλά για μια νέα Μπρουμέρ χρειάζεται (τουλάχιστον) ένας Βοναπάρτης (έστω μικρούλης) και ο Παπαδήμος δεν γεμίζει το μάτι, έστω κατά συνθήκη. Επίσης χρειάζεται, οπωσδήποτε, μια εργατική τάξη. Μαζί και μια Επανάσταση, έστω αποτυχημένη. Η δική μας εργατική τάξη που είναι; Μήπως παρελαύνει με το ΠΑΜΕ; Μήπως ακολουθεί τη ΓΣΕΕ; Όλοι αυτοί, την Κυριακή, ήταν «εργατική τάξη»; Οφθαλμαπάτη ή στραβομάρα; Μια «εργατική τάξη» που συστηματικά την κάνουν καλά οι κουκουλοφόροι, συστηματικά, όχι μόνο προχθές; Πότε θα οργανωθεί; Ποιος θα την οργανώσει; Γιατί δεν έχει οργανωθεί; Τι λένε τα βιβλία επ’ αυτού; Ο Μαρξ, πάντως, έχει μιλήσει και γι’ αυτό. Δήλωσε ότι δεν είναι μαρξιστής, βλέποντας την ανοησία των «οπαδών» του. Από τότε. Οι «κάποιοι» της Αριστεράς που τρώγονται με τον ταξικό αγώνα, την «Μπρουμέρ» και άλλα παρόμοια δεν βλέπουν ότι ο λαός δεν μπορεί να ανατρέψει τους κυβερνώντες (περιμένει τις εκλογές…)αλλά μπορούν οι ξένοι κατά βούληση να τους κρατήσουν ή να τους ξαποστείλουν όταν πρέπει-ιδού ο Βοναπάρτης, γνήσιος Βερολινέζος. Η (ιστορική) Αριστερά θα κλαίει (αλλά ποιος της φταίει;) και η ξεβολεμένη κεντροδεξιοαριστερά του εκσυγχρονισμού θα αναρωτιέται πόσο ακόμα πρέπει να σκύψει.
Και οι (καταραμένοι) αστοί, που ήταν την Κυριακή και τις άλλες φορές; Σπίτι τους; Σε αντιδραστικές αντισυγκεντρώσεις; Μήπως (παριστάνουν) τους αγανακτισμένους για να ξεγελάσουν τους καθαρόαιμους, αγνούς εργάτες, φοιτητές και αγρότες; Μήπως (ας είμαστε καχύποπτοι) ανακατεύονται με το γνήσιο σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό, επαναστατικό κίνημα για να το εκτρέψουν από την πορεία του; Το ρωτάω γιατί τόσο μεγάλη (αριθμητικά) εργατική τάξη στην Ελλάδα (όσο ήταν, μόνο στην Αθήνα, οι συγκεντρωμένοι) δεν ξέρω. Ωστόσο, αν είναι έτσι, αν οι (τρισκατάρατοι, επαναλαμβάνω) αστοί διεισδύουν (και μολύνουν) το λαϊκό κίνημα, έχω το αντίδοτο: να διωχθούν, να καταγγελθούν, να αποπεμφθούν. Έξω και μακριά. Απόβλητοι. Καμιά επαφή, ούτε κουβέντα μαζί τους. Πόσο μάλλον συμμαχία. Όποιος δηλώνει, τίμια και ευθαρσώς, ότι θέλει σοσιαλισμό, θα το εξετάσουμε, θα το συζητήσουμε (δημοκρατία έχουμε) και θα αποφασίσουμε. Και αν κάποιος φιλοπερίεργος ρωτήσει «ποιο σοσιαλισμό, βρε παιδιά; Πες τε μου κι εμένα για να καταλάβω» θα του πούμε «θα το μάθεις εν καιρώ». Ως τότε κολύμπα. Το «σκάσε» (και κολύμπα) δεν θα το πούμε, από ευγένεια. Αλλά αυτός θα καταλάβει το υπονοούμενο. Και γι’ αυτό δεν πλησιάζει. Αλλά εμείς κρατάμε γερά.
Ξέρω- ξέρω, το ειρωνικό ύφος δεν ταιριάζει στις πολιτικές αναλύσεις και απάδει στην (επιβαλλόμενη) σεμνότητα (ύφους, τουλάχιστον) ενός τίμιου και καθαρού αγωνιστή της αριστεράς. Ο σεβασμός στη γνώμη του άλλου είναι ο χρυσός κανόνας, (αστικός, ωστόσο), απαράβατος. Λίγο παράξενο κι αυτό αφού όσοι διαβάζουν Μαρξ ή και Λένιν (ιδίως αυτόν) ξέρουν ότι έλουζαν ανενδοίαστα τους αντιπάλους τους με κάθε λογής επίθετα. Αλλά έκτοτε εκπολιτιστήκαμε, έστω τόσο δα. Μη μας πούνε και σταλινικούς. Όχι τίποτα άλλο αλλά δεν είναι της μόδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου