Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

(Φιλοξενούμενη γνώμη) ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Δρ Νικόλαος Λάος
Εταίρος (Ειδικός σε θέματα Γεωπολιτικής και Παγκόσμιας Ασφάλειας) της
R-Techno private intelligence company, ΜόσχαΑθήνα


Η εκκίνηση της κρίσης χρέους της Ελλάδας.
Οι ΗΠΑ εισήλθαν σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης (recession) το 2007, μετά από την κατάρρευση του κλάδου subprime mortgage της αμερικανικής οικονομίας. Η κατάρρευση του κλάδου subprime mortgage της αμερικανικής οικονομίας πυροδότησε μια παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η οποία εξελίχθηκε σε μεγάλη ύφεση. Τα αξιόγραφα που βασίζονταν στα προβληματικά αμερικανικά subprime mortgages διαπραγματεύονταν στις αγορές παγκοσμίως και γι’ αυτό η κρίση τους επέδρασε στις αγορές σε παγκόσμια κλίμακα. Κατ’ επέκταση, εξ αυτού του λόγου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξαναγκάστηκαν να διασώσουν (“bailout”) τα τραπεζικά τους συστήματα, στα λογιστικά βιβλία των οποίων ήταν εγγεγραμμένες μεγάλες ποσότητες από αυτά τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία (assets), δηλαδή τοξικά αξιόγραφα, προερχόμενα από τη «φούσκα» των αμερικανικών subprime mortgages και από την ακόμη μεγαλύτερη «φούσκα» των χρηματιστηρίων παραγώγων (financial derivatives). Η απόφαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προβούν σε μεγάλα προγράμματα bailout, προκειμένου να διασώσουν χρηματοδοτικά (αντί να θεραπεύσουν με δομικά μέτρα) τα προβληματικά και εντόνως κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά τους συστήματα, σε συνδυασμό με τα ήδη υψηλά επίπεδα εθνικού χρέους που χαρακτήριζαν ήδη τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης πυροδότησαν αμφιβολίες μεταξύ των επενδυτών σχετικά με το αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν επιτυχώς να εξυπηρετήσουν τις δανειακές ανάγκες τους και γι’ αυτόν τον λόγο, τελικά, προκλήθηκε η κρίση χρέους των ευρωπαϊκών κρατών (European sovereign debt crisis). Το 2009, είχε ήδη καταστεί σαφές ότι ορισμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα χρειάζονταν βοήθεια από εξωτερικούς θεσμούς για να διαχειριστούν τα χρέη τους. Ένα από αυτά τα κράτη ήταν και η Ελλάδα.

Οι ειδικοί λόγοι της ελληνικής κρίσης.
    Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, οι ελληνικές κυβερνήσεις δημιουργούσαν συστηματικά χρέη τα οποία χρηματοδοτούσαν εκδίδοντας κρατικά ομόλογα. Η θέσπιση του ευρώ, το 1999, δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία όλα τα ευρωζωνικά ομόλογα θεωρούνταν ίδιας φερεγγυότητας, γεγονός που σήμαινε ότι, υιοθετώντας το ευρώ, η Ελλάδα θα πλήρωνε σημαντικά μικρότερους τόκους για τα ομόλογα που εξέδιδε. Η προαναφερθείσα κατάσταση (μείωση του κόστους δανεισμού) ενθάρρυνε την Ελλάδα (η οποία είχε, ούτως ή άλλως, ισχυρή ροπή στον υπερδανεισμό και τη δημοσιονομική κακοδιαχείριση) να προβαίνει σε υπερβολικές δαπάνες χρηματοδοτούμενες με δάνεια. Μάλιστα, η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη έφθασε στο σημείο να συνεργάζεται με ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Goldman Sachs, για να αποκρύπτει το πραγματικό επίπεδο χρέους της χώρας μέσω λογιστικών και χρηματοοικονομικών τεχνικών και εργαλείων. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, με ακόμη χειρότερο τρόπο: προέβη σε επαναπροσδιορισμό του εθνικού χρέους προς τα επάνω και εφάρμοσε μια άκρως σπάταλη και δημοσιονομικά καταστροφική πολιτική στη χρηματοδότηση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) και του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος (υπόθεση «δομημένων ομολόγων» κ.λπ.), ενώ συντήρησε και εξυπηρέτησε την ιδρυμένη εγχώρια οικονομική ολιγαρχία. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, οι ελληνικές κυβερνήσεις συστηματικά αποτύγχαναν να εφαρμόσουν ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και να πατάξουν περιπτώσεις μεγάλων φοροφυγάδων και λαθρεμπόρων. Τα προαναφερθέντα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τη διατήρηση ενός υπερτροφικού δημόσιου τομέα (προς οικονομική τακτοποίηση των «κομματικών στρατών» των κυβερνώντων κομμάτων), οδηγούσαν συνεχώς τις δημόσιες δαπάνες σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, ωθώντας την Ελλάδα να δανείζεται όλο και περισσότερο. Έτσι, το 2010, το εθνικός χρέος της Ελλάδας εκτοξεύθηκε στο 146 τοις εκατό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας.

Το διαρθρωτικό πρόβλημα του ιδίου του ευρώ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι οικονομολόγοι Ρόμπερτ Μαντέλ (Robert Mundell), Ρόναλντ Μακίνον (Ronald McKinnon) και Πίτερ Κένεν (Peter Kenen) ανέπτυξαν τη θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών», αγγλιστί «optimum currency areas» (βλ. R. A. Mundell, International Economics, Εκδ. Macmillan, 1968, σελ. 177-186. Ο Ρόμπερτ Μαντέλ έλαβε το βραβείο Νομπέλ Οικονομικών το 1999). Αυτή η θεωρία προσδιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες διάφορες χώρες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος (και άρα κοινής νομισματικής πολιτικής), αντί η κάθε μια τους να έχει το δικό της εθνικό νόμισμα (και άρα να ακολουθεί τη δική της εθνική νομισματική πολιτική). Το σκεπτικό της θεωρίας των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών» είναι σαφές και ευκολονόητο. Κατ’ αρχάς, εκκινεί από την απλή διαπίστωση ότι το χρήμα είναι η βάση της νομισματικής πολιτικής, και η νομισματική πολιτική παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική σταθεροποίηση. Η νομισματική πολιτική μπορεί να αυξήσει τον μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης διότι, όταν εφαρμόζεται σωστά, εξομαλύνει τις δυσμενείς συνέπειες των υφεσιακών φαινομένων. Συνεπώς, η θεσμοθέτηση ενιαίου νομίσματος θα είναι επωφελής όταν οι διάφορες εθνικές οικονομίες είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, δηλαδή όταν έχουν την ίδια δυναμική, τόσο από πλευράς πραγματικής δραστηριότητας όσο και από πλευράς πληθωρισμού. Η υιοθέτηση κοινής νομισματικής πολιτικής, σε αυτήν την περίπτωση, συνάδει με τις οικονομικές συνθήκες όλων των κρατών που μετέχουν στη νομισματική ένωση, εφόσον όλα αυτά τα κράτη βρίσκονται στην ίδια φάση του οικονομικού κύκλου σε κάθε χρονική στιγμή.
    Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό οι χώρες που υιοθετούν κοινό νόμισμα να έχουν προηγουμένως συγκλίνει σε κοινό επίπεδο πληθωρισμού, διότι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού συνεπάγονται ότι η χώρα στην οποία τα κόστη αυξάνονται περισσότερο από ό,τι στις άλλες θα υποστεί απώλεια στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Το πιο πρόσφορο μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι η υποτίμηση του νομίσματος, αλλά η θέσπιση κοινού νομίσματος αφαιρεί αυτή τη δυνατότητα από τη χώρα που την έχει ανάγκη. Συνεπώς, για να μην υποστούν ζημίες από τη θέσπιση κοινού νομίσματος, οι οικονομίες που μετέχουν σε αυτό πρέπει να έχουν προηγουμένως επιτύχει τον μακροοικονομικό συγχρονισμό μεταξύ τους. Μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση είναι συμφέρουσα η θέσπιση ενός ενιαίου νομισματικού καθεστώτος. Επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομισματικού καθεστώτος είναι η εξασφάλιση αποτελεσματικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη τη νομισματική περιοχή.
    Από την άλλη πλευρά, μια απλή εξέταση των χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών κρατών που εντάχθηκαν στην ευρωζώνη δείχνει ότι δεν ανήκουν σε μια «βέλτιστη νομισματική περιοχή». Οι οικονομίες τους δεν είναι συγχρονισμένες μεταξύ τους, τα επίπεδα πληθωρισμού όχι μόνο δεν είναι κοινά μεταξύ τους, αλλά αποκλίνουν, και η διεθνής κινητικότητα του εργατικού δυναμικού στην ευρωζώνη είναι πολύ περιορισμένη (π.χ. οι άνεργοι στην ευρωζώνη δεν αναζητούν εργασία στη Βαυαρία με τον τρόπο και την ευκολία που οι άνεργοι της Πολιτείας Κεντάκι θα αναζητούσαν εργασία στην Πολιτεία Βερμόντ στις ΗΠΑ). Μικρές χώρες, όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Αυστρία, οι οποίες έχουν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τη Γερμανία και παρόμοια επίπεδα πληθωρισμού μεταξύ τους, θα μπορούσαν να αποτελούν μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής του γερμανικού μάρκου. Όμως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, όπως επίσης η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, δεν είναι μέλη μιας βέλτιστης νομισματικής περιοχής, είτε αυτή είναι του γερμανικού μάρκου είτε του ευρώ.
    Υπό αυτές τις συνθήκες, η απώλεια της επιλογής άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πολιτικής οικονομικής σταθεροποίησης και γι’ αυτό, κατ’ επέκταση, μειώνει μακροπρόθεσμα την οικονομική μεγέθυνση, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλα επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης σε εθνικό επίπεδο. Μια και μόνη συνταγή νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να συνταιριάξει στις ανάγκες διαφορετικών εθνικών οικονομιών συγχρόνως. Γι’ αυτό, η υιοθέτηση κοινού νομίσματος μειώνει το εισόδημα (σε σύγκριση με το εισόδημα που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν εφαρμοζόταν η κατάλληλη εθνική νομισματική πολιτική) στις χώρες που το υιοθετούν χωρίς να πληρούνται οι όροι που θέτει η θεωρία των «βέλτιστων νομισματικών περιοχών». Για παράδειγμα, εξ αιτίας της συμμετοχής της στην ευρωζώνη, η Ελλάδα, μετά από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αντί να υποτιμήσει το νόμισμά της (όπως θα έκανε αν είχε δυνατότητα άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής), υποχρεώθηκε να υποβαθμίσει ραγδαία το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και να λάβει μέτρα που εκτόξευσαν την ανεργία περίπου στο 30 τοις εκατό και διέλυσαν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης.
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας έγινε εντονότερη το Απρίλιο του 2010, όταν η εταιρεία αξιολόγησης χρηματοοικονομικής φερεγγυότητας Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στη βαθμίδα «junk» (σκουπίδια), δηλαδή ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα δεν άξιζε για επενδύσεις. Αυτή η εξέλιξη, λόγω της μεγάλης επιρροής που ασκούν οι οικονομικές αξιολογήσεις κρατών στις οποίες προβαίνει η εταιρεία Standard & Poor’s, είχε καταλυτικές συνέπειες: η Ελλάδα απεκόπη από τις ιδιωτικές αγορές χρήματος και κεφαλαίου ως πηγή δανεισμού. Διεθνείς εταιρείες οικονομικής αξιολόγησης κρατών, όπως λ.χ. η Standard & Poor’s, παρακολουθούν συνεχώς και αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και τα συμπεράσματά τους, με τη σειρά τους, προσδιορίζουν τη χρηματοοικονομική πορεία της χώρας, ειδικότερα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων. Τον Ιούνιο του 2011, η πιστωληπτική ικανότητα της Ελλάδας βαθμολογήθηκε με CCC, τον κατώτατο βαθμό και, κατ’ αποτέλεσμα, τα επιτόκια της χώρας εκτοξεύθηκαν σε επίπεδα που χαρακτήριζαν την περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία δεν είχε ενταχθεί στην ευρωζώνη. Όμως, ενώ πριν από την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, η Ελλάδα μπορούσε να ασκεί εθνική νομισματική πολιτική και να αντισταθμίζει, σχετικά, φαινόμενα υψηλού κόστους δανεισμού, η υποβάθμιση της Ελλάδας σε επίπεδο CCC εντός του ευρώ (δηλαδή χωρίς καμιά δυνατότητα άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής) σήμαινε οικονομική ασφυξία. Η Ελλάδα βαθμολογήθηκε με CCC επί τη βάσει πεποιθήσεων ότι ήταν πολύ πιθανό να κηρύξει αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της, δηλαδή να κηρύξει πτώχεση.

Η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης από την Τρόικα.
Καθώς, περί τα μέσα του 2010, η Ελλάδα ήταν αντιμέτωπη με υψηλή πιθανότητα πτώχευσης, προέβη σε συμφωνίες δανεισμού με μια ομάδα πιστωτών η οποία αποτελούνταν από άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που ονομάστηκαν από κοινού η «Τρόικα». Το πρώτο δανειακό πακέτο συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2010, ύψους 110 δις ευρώ. Εξ αιτίας των ακραίων συνθηκών, τον Ιούλιο του 2011, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενέκρινε ένα ακόμη δανειακό πακέτο προς την Ελλάδα ύψους 109 δις ευρώ. Τον Οκτώβριο του 2011, οι ηγέτες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ συμφώνησαν με τις τράπεζες να διαγράψουν («κουρέψουν») το 50 τοις εκατό του χρέους της Ελλάδας σε χρονικό διάστημα εννέα ετών, ώστε το ελληνικό χρέος να μειωθεί στο 120 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020.

Οι όροι της δανειοδότησης της Ελλάδας.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εφαρμόσει μέτρα σκληρής λιτότητας σε αντάλλαγμα προς τα δάνεια που έλαβε από την Τρόικα. Αυτά τα μέτρα σκληρής λιτότητας περιελάμβαναν σημαντικές περικοπές δαπανών, μειώσεις μισθών στον δημόσιο τομέα και συντάξεων, αλλαγή εργατικού δικαίου (σε βάρος εργατικών προνομίων), καθώς και ιδιωτικοποιήσεις εθνικών βιομηχανιών και πόρων. Τα προαναφερθέντα μέτρα προκάλεσαν μαζικές και έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις φάνηκαν απρόθυμες να προβούν στη λήψη επώδυνων διαρθρωτικών μέτρων σε βάρος των «κομματικών στρατών» που είχαν στοιβάξει στον δημόσιο τομέα και επιπλέον συνέχισαν να διατηρούν τη συστημική σχέση τους με τους εγχώριους επιχειρηματικούς ολιγάρχες, με τους οποίους συνέθεσαν και δόμησαν το λεγόμενο καθεστώς της «μεταπολίτευσης» από το 1974 και μετά. Το 2012, το ΔΝΤ παραδέχθηκε ότι δεν προέβλεπε την επιτυχία του προγράμματος λιτότητας για την Ελλάδα, πυροδοτώντας έτσι την επιδείνωση της ελληνικής ύφεσης. Μαζικές και σε κάποιες περιπτώσεις βίαιες διαδηλώσεις ξέσπασαν στην Αθήνα το 2012.

Οι συνέπειες της λιτότητας.
Ως συνέπεια του προγράμματος λιτότητας που επέβαλε η Τρόικα στην Ελλάδα, η ανεργία στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2015, ανήλθε περίπου στο 30 τοις εκατό και η ανεργία των νέων μέχρι 25 ετών έφθασε περίπου στο 50 τοις εκατό. Επίσης, τον Φεβρουάριο του 2015, το βιοτικό επίπεδο περίπου του ενός τρίτου του πληθυσμού της Ελλάδας είχε πλέον πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας και η Ελλάδα είχε το υψηλότερο επίπεδο παιδικής φτώχειας στην Ευρώπη (περίπου 40 τοις εκατό). Παράλληλα με την κοινωνική αποδιάρθρωση της Ελλάδας, το σχέδιο λιτότητας που επέβαλε στη χώρα η Τρόικα κατέστρεψε τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, εξαφανίζοντας χιλιάδες επιχειρήσεις και πλήττοντας βάναυσα την αγροτική οικονομία της χώρας, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμη δυσκολότερη η παραγωγική επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.

Συστημικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
1.      Το καθεστώς της «μεταπολίτευσης» του 1974 και η ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ε.Ο.Κ. (28 Μαΐου 1979) δημιούργησαν ένα οικονομικά αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο σύστημα τοπικής πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας μέσω του οποίου οι ευρωατλαντικοί θεσμοί (κυρίως η τότε Ε.Ο.Κ. και το ΝΑΤΟ) εξασφάλιζαν την εξυπηρέτηση των γεωστρατηγικών (πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών) συμφερόντων και σχεδίων τους στη Βαλκανική (γεωπολιτικώς και ιστορικώς γνωστή και ως «βυζαντινή Ευρώπη») και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή.
    Ήδη από την αρχή της περιόδου ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., οι εταίροι της Ελλάδας επεδίωξαν συστηματικά και πέτυχαν –αφενός δια της πολιτικής του «ανοίγματος αγορών», αφετέρου δια της πολιτικής των «ποσοστώσεων» (δηλαδή επιβολής ανωτάτων οριών παραγωγής σε προϊόντα, όπως π.χ. το γάλα, ο χάλυβας, το βαμβάκι, που είτε τα παρήγαν οι άλλοι εταίροι, ιδιαίτερα οι βόρειοι, είτε τα εισήγαν από τρίτες χώρες, με τις οποίες η Ε.Ο.Κ. είχε συνάψει ειδικές συμφωνίες) και των «επιδοτήσεων» (που διάβρωναν και απονεύρωναν συστηματικά την παραγωγική ικανότητα της χώρας)– την εξάλειψη πολλών ελληνικών προϊόντων και την κυριαρχία δικών τους, καθώς και την αποδόμηση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και της ελληνικής μεταποίησης. Έτσι, σκοπίμως η Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα ΕΕ ανέχθηκε και υπέθαλψε (πολιτικά και οικονομικά) την υπερτροφική και αντιπαραγωγική ανάπτυξη του ελληνικού δημόσιου τομέα, εφόσον μέσω αυτού συντηρούνταν οικονομικά κοινωνικές μάζες σε μια χώρα από την οποία ουσιαστικά είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής εθνικής οικονομικής ανάπτυξης. Η διαδικασία αφαίρεσης από την Ελλάδα της δυνατότητας άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής εθνικής οικονομικής ανάπτυξης ολοκληρώθηκα με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη.
    Η Ελλάδα της Ε.Ο.Κ. και μετέτειτα της ΕΕ και της ευρωζώνης κυριαρχείται, σε εσωτερικό επίπεδο, από μια μεταπρατική, κοινωνικοπνευματικά υπανάπτυκτη αστική τάξη η οποία προσομοιάζει κοινωνιολογικά στις ελίτ που οι αποικιοκρατικές δυνάμεις δημιουργούσαν και εγκαθιστούσαν ως διαχειριστές των πρώην αποικιών τους στην Αφρική και την Ασία, όταν, ειδικά στον 20ό αιώνα, το παλαιό αποικιοκρατικό μοντέλο αντικαταστάθηκε από ένα νεοαποικιοκρατικό μοντέλο, πιο έμμεσο, παρασκηνιακό και ‘εξευγενισμένο’ ως προς την εξωτερική μορφή του, αλλά πολύ πιο ισχυρό, βαθύ και ευρύ κατά την ουσία του. Συνεπώς, η οικονομική και ευρύτερα κοινωνική και εθνική αναδιοργάνωση και ανάπτυξη της Ελλάδας απαιτούν και προϋποθέτουν «αλλαγή καθεστώτος» (regime change). Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα, χρειάζεται μια νέα πολιτική, οικονομική και πνευματική ηγεσία, εθνικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, με ελεύθερη, στρατηγικά σχεδιασμένη αξιοποίηση όλων των αγορών, από τη Ρωσία και την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, τον οργανισμό BRICS μέχρι και την Αμερική, καθώς και επανεξέταση και αναμόρφωση του υπαρξιατικού καταστατικού του νεοελληνικού κράτους και των ταυτοτικών ζητημάτων της νεοελληνικής κοινωνίας.
    Δυστυχώς, ο εγκλωβισμός της Ελλάδας στην ευρωζώνη και στην πολιτική της Τρόικας, καθώς και το έλλειμμα εθνικής στρατηγικής σκέψης από μεγάλο μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος (το οποίο φαίνεται να λειτουργεί με λογική «κοτζαμπάση» στην υπηρεσία των Βρυξελλών, κατ’ αναλογία προς τους κοτζαμπάσηδες που διοικούσαν τους Έλληνες επί επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να πραγματώσει το δυναμικό της, πνευματικό, πολιτικό και οικονομικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στις 12 Ιουλίου 2015, ο υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας, Αλεξάντρ Νόβακ, δήλωσε: «η Ρωσική Ομοσπονδία προτίθεται να υποστηρίξει την αποκατάσταση της οικονομίας της Ελλάδας, μέσω της διεύρυνσης της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα. Για τον σκοπό αυτό μελετούμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε απευθείας εξαγωγές ενεργειακής πρώτης ύλης προς την Ελλάδα στο αμέσως προσεχές διάστημα». Επίσης, στις 10 Ιουλίου 2015, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνέντευξη Τύπου στην πόλη Ούφα, μετά από τη συνεδρίαση της Ομάδας των BRICS, δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει από τη Ρωσία βοήθεια για να ξεπεράσει την οικονομική της κρίση και αμφισβήτησε τον τρόπο χειρισμού του θέματος από την Ευρωπαϊκή Ενωση, επισημαίνοντας και τα εξής: «μπορεί κάποιος να κατηγορήσει την Ελλάδα για τα πάντα, αλλά πού ήταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εάν υπήρχαν παραβιάσεις στην συμπεριφορά (των Ελλήνων); Γιατί δεν έκαναν διορθώσεις στα οικονομικά προγράμματα των προηγούμενων κυβερνήσεων;» Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, εν μέσω σκληρής ευρωζωνικής λιτότητας, το 2015, προσυπέγραψε ιδιαιτέρως επιβλαβείς για την ελληνική οικονομία και διπλωματία οικονομικές κυρώσεις τις οποίες επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση σε βάρος της Ρωσίας (με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία). Επιπλέον, λόγω της Συνθήκης Σένγκεν, η Ελλάδα, όχι μόνο έχει γίνει ο «απορροφητήρας» του κύμματος λαθρομετανάστευσης προς την Ευρώπη, αλλά δεν μπορεί να απελευθερώσει την έκδοση βίζας προς την πληθώρα Ρώσων τουριστών και επενδυτών που θέλουν να επισκεφθούν την Ελλάδα.
2.      Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν κατόρθωσε να εξαλείψει την ουσία του εθνικισμού –δηλαδή τον ατομικισμό του συλλογικού ατόμου που ονομάζεται ‘έθνος’– και γι’ αυτό, εντός της αρένας των ευρωπαϊκών θεσμών, εκδηλώνονται και εθνικιστικοί ανταγωνισμοί. Με λίγα λόγια, η ΕΕ είναι πνευματικώς ανίκανη να δημιουργήσει κοινωνική ενότητα· μπορεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να δημιουργεί εταιρικές σχέσεις μεταξύ ατομικών συμφερόντων (‘εταίρων’ στις δομές της ΕΕ), αλλά ποτέ δεν μπορεί να γεφυρώσει τα κοινωνικά ρήγματα της κατ’ όνομα ‘Ενωμένης Ευρώπης’.
3.      Η ΕΕ έχει επί μακρόν αποτελέσει ένα μοντέλο αντιδημοκρατικής οργάνωσης της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα. Η ΕΕ μεθοδικά και συστηματικά περιφρονεί τη βούληση των λαών ως προς το ζήτημα της συμμετοχής τους στους θεσμούς της ΕΕ. Όχι μόνο η ΕΕ δεν διενεργεί δημοψηφίσματα, ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να ασκούν δημοκρατικό έλεγχο επί της πορείας της ΕΕ, αλλά και υπονομεύονται όλες οι πρωτοβουλίες δημοψηφισμάτων σε χώρες-μέλη της ΕΕ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ιρλανδίας. Τον Ιούνιο του 2001, έγινε δημοψήφισμα στην Ιρλανδία για την επικύρωση της Συνθήκης της Νίκαιας. Οι Ιρλανδοί ψήφισαν ‘όχι’ σε ποσοστό 54%. Η φίλα προσκείμενη προς την ΕΕ γαλλική εφημερίδα Liberation έγραψε ότι το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ αντιμετώπισε τη βούληση του ιρλανδικού λαού σαν ένα «ιρλανδικό ατύχημα στη διάρκεια της διαδρομής», σύμφωνα με την έκφραση του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ιμπέρ Βεντρίν (Iber Vedrin), και ακόμη αποφάσισε να διενεργηθεί ένα νέο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, κατάλληλα χειραγωγηγένο αυτήν τη φορά, ώστε οι Ιρλανδοί «να ξαναψηφίσουν και να μην ξαναμιλήσει κανείς γι’ αυτό». Ο δε υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας Πιέρ Μοσκοβισί (Pierre Moscovici) απέκλεισε κάθε σκέψη περί διενέργειας σχετικού δημοψηφίσματος στη Γαλλία διότι, όπως δήλωσε, σε περίπτωση δημοψηφίσματος, θα υπερτερούσε το ‘όχι’. Τελικώς, το δημοψήφισμα επαναλήφθηκε στην Ιρλανδία τον Οκτώβριο του 2002, αλλά το ερώτημα ετέθη με έναν δόλιο και εκβιαστικό τρόπο: στο ερώτημα της επικύρωσης της Συνθήκης της Νίκαιας προστέθηκε και το ουσιαστικώς άσχετο ερώτημα αν η Ιρλανδία θα διατηρούσε στρατιωτική ουδετερότητα· οι Ιρλανδοί είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν ή ‘ναι’ και στα δύο ερωτήματα ή ‘όχι’ και στα δύο ερωτήματα! Δεδομένου ότι η Ιρλανδία έχει μια ισχυρή παράδοση στρατιωτικής ουδετερότητας (δεν συμμετείχε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε δέχθηκε να συμμετέχει στην λεγόμενο δεύτερο πυλώνα της ΕΕ, που είναι η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας), το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου 2002 τέθηκε με έναν τρόπο που εκβίασε τους Ιρλανδούς ή να δεχθούν τη Συνθήκη της Νίκαιας ή να απεμπολήσουν τη στρατιωτική τους ουδετερότητα. Οι Ιρλανδοί, έχοντας ως κριτήριο την επιλογή του μικρότερου κακού, ψήφισαν κατά πλειοψηφία ‘ναι’ σε αυτό το δημοψήφισμα, κι έτσι η ΕΕ ξεπέρασε το «ιρλανδικό ατύχημα». Στο τεύχος της Άνοιξης 2009 του ηλεκτρονικού περιοδικού Europe’sWorld, δημοσιεύθηκε άρθρο του υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας Πιέρ Μοσκοβισί, υπό τον τίτλο «Πώς η ύβρις οδηγεί την ΕΕ στην νέμεσίν της», όπου ο Μοσκοβισί έγραψε σχετικά με τα πολιτικά προβλήματα της ΕΕ: «Ίσως η ύβρις έχει τελικώς επιφέρει την νέμεσιν υπό τη μορφή μιας Ένωσης χωρίς τον λαό, όπου οι συνθήκες έχουν αντικαταστήσει το πνεύμα της Ευρώπης» (βλ. Το πλήρες άρθρο του Μοσκοβισί δημοσιεύεται στην ακόλουθη ιστοσελίδα: http://www.europesworld.org/NewEnglish/Home/Article/tabid/191/ArticleType/articleview/ArticleID/21310/Default.aspx).
4.      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (στο οποίο μετέχουν οι αρχηγοί κράτους ή κυβέρνησης όλων των χωρών της ΕΕ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο οποίος προεδρεύει στις συσκέψεις, καθώς και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας), το Συμβούλιο των Υπουργών (υπό τον αντίστοιχο Επίτροπο) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (το οποίο αποτελεί συγχρόνως εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, αρμόδιο για την εφαρμογή των κοινών πολιτικών και την εξασφάλιση της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενώ παράλληλα διαχειρίζεται τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τον οικονομικό προϋπολογισμό της) λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μέσα από απόρρητες συνεδριάσεις και δημοσιοποιούν μόνο κοινά ανακοινωθέντα. Στο πλαίσιο της ΕΕ, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ (1992), του Άμστερνταμ (1997), της Νίκαιας (2001) και της Λισαβόνας (2007), η ουσία της πολιτικής διαδικασίας είναι κρυμμένη πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες και προσδιορίζεται, σε μεγάλη έκταση, από τη βούληση και τα σχέδια μιας ελίτ τεχνοκρατών-γραφειοκρατών και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, θυμίζοντας το αδιαφανές και δεσποτικό υπερ-κράτος που είχε διαμορφώσει το πάλαι ποτέ Ανώτατο Σοβιέτ, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν στο όνομα του λαού και μέσα από θεσμούς που διατηρούσαν προσχήματα δημοκρατικότητας, αλλά η ουσιαστική συμμετοχή του λαού στην πολιτική διαδικασία ήταν ασήμαντη. Γι’ αυτό, γύρω από τους κεντρικούς θεσμούς της ΕΕ, έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα από εταιρείες άσκησης πολιτικής πίεσης (lobbying), οι οποίες δρουν για λογαριασμό των πελατών τους αξιοποιώντας την αδιαφάνεια και τη συστημική διαφθορά στην ΕΕ.
    Η διαφθορά έχει λάβει τόσο μεγάλη έκταση στην ΕΕ ώστε, τον Μάρτιο του 1999, ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επί Προεδρίας Σαντέρ αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό το βάρος των σκανδάλων της. Επίσης, στην ΕΕ, η διαφθορά έχει σε πολλές περιπτώσεις θεσμοθετηθεί, υπό την έννοια λ.χ. ότι πολλά δημόσια έργα χρηματοδοτούνται από την ΕΕ με κριτήριο τα συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων και τις ανάγκες μεγάλων επιχειρήσεων για διακίνηση των προϊόντων τους, και πολλά ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούνται από την ΕΕ με κύριο σκοπό τη δημιουργία –δια του χρηματισμού– ενός δικτύου φίλα προσκείμενων προς την ΕΕ πανεπιστημιακών και άλλων επιστημονικών οργανισμών.
5.      Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποτελεί έναν ακόμη μείζονος σημασίας θεσμό ο οποίος, με τον τρόπο που διαμορφώθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, υπονομεύει τη δημοκρατία και την ισότιμη ανάπτυξη στο πλαίσιο της ΕΕ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ εγκαθίδρυσε μια οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης η οποία πρωτίστως αντανακλά και υπηρετεί τα συμφέροντα μιας επιχειρηματικής, και ιδίως τραπεζικής, ελίτ και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας. Για να κατανοήσουμε αυτό ο ζήτημα καλύτερα, είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε από την παρατήρηση ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης δεν εγκαθιδρύθηκε ως πραγμάτωση κάποιας σχετικής επιθυμίας των ευρωπαϊκών λαών, ούτε καν ήταν επιγέννημα εξελίξεων στην πραγματική οικονομία της ΕΕ. Το ευρώ ήταν πρωτίστως ένα νόμισμα που αντανακλούσε τη βούληση και τα συμφέροντα μιας επιχειρηματικής και τραπεζικής ελίτ και συγχρόνως  την πρόθεση ενός συμβουλίου πολιτικών ηγετών ευρωπαϊκών κρατών να χρησιμοποιήσουν το κοινό νόμισμα ως μέσο ενίσχυσης και προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με άλλα λόγια, η ΟΝΕ, στην ίδια τη σύλληψη και τη δομή της, ήταν ένα φορμαλιστικό εγχείρημα, υπό την έννοια ότι μια οικονομικο-πολιτική ελίτ συνέλαβε μια ιδεατή λογική δομή για την ευρωπαϊκή οικονομία και απεφάσισε να ‘καλουπώσει’ την οικονομική πραγματικότητα της Ευρώπης σε αυτήν τη δομή. Εξ ου και ο Τζον Μέιτζορ (John Major), τέως πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, είχε διαφωνήσει ριζικά προς το σχέδιο Ντελόρ (Delors) για την ΟΝΕ. Σύμφωνα με τον Τζον Μέιτζορ, και σε αντίθεση προς το σχέδιο Ντελόρ, το ευρώ –αρχικά και για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν– θα έπρεπε να είναι ένα ξεχωριστό νόμισμα ιδίω ονόματι το οποίο θα εξέδιδε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και θα το προστάτευε από το πληθωρισμό με μια αυστηρή νομισματική πολιτική, ενώ τα κράτη μέλη της Ένωσης θα έπρεπε να το υιοθετήσουν, σε αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων τους, σταδιακά, όταν θα είναι έτοιμες οι πραγματικές εθνικές οικονομίες, δηλαδή όταν θα έχουν συγκλίνει όλα τα κράτη μέλη του ενιαίου νομίσματος στα κατώτατα επίπεδα ανεργίας και πληθωρισμού. Αντίθετα, ο εγκλωβισμός της ΟΝΕ μόνο στην ονομαστική σύγκλιση των κρατών μελών και σε φορμαλιστικά δόγματα ενέχει τον κίνδυνο να καταδικάσει ορισμένες περιφέρειες σε παρατεταμένη υπανάπτυξη. 
    Ειδικότερα, ο Μάρτιν Φελντστάιν (Martin Feldstein), ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών (National Bureau of Economic Research) των ΗΠΑ από το 1978 μέχρι το 2008 καθώς και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, έκανε την ακόλουθη πρόβλεψη στο περιοδικό The Economist στις 13 Ιουνίου 1992: «Η νομισματική ένωση δεν είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν τα πλεονεκτήματα μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Αντίθετα, μια τεχνητά κατασκευασμένη νομισματική ένωση θα μπορούσε στην πράξη να μειώσει τον όγκο του εμπορίου, και σχεδόν με βεβαιότητα θα αύξανε το επίπεδο ανεργίας». Στο ίδιο πνεύμα, ο Έντι Τζόρτζ (Eddie George), Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, είχε εξηγήσει τον δεσμό μεταξύ ΟΝΕ και ανεργίας σε ομιλία του στις 31 Ιανουαρίου 1995 ως εξής: «Φαίνεται πολύ πιθανό ότι ένα μέρος της απάντησης στα ευρέως αποκλίνοντα επίπεδα δομικής ανεργίας θα χρειαστεί να είναι η αναπροσαρμογή των σχετικών μισθών. Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μείωση των ονομαστικών μισθών στις χώρες με υψηλή ανεργία, και, αν απορρίψουμε αυτήν την επιλογή, θα υπάρξει ανάγκη αναπροσαρμογών των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ώστε να επιτευχθεί μια αναπροσαρμογή των πραγματικών μισθών. Μια ανεπιτυχής σύγκλιση [των πραγματικών οικονομιών] θα σήμαινε κατά πάσα πιθανότητα βραδύτερη οικονομική μεγέθυνση και έντονα αυξανόμενη ανεργία σε ορισμένες χώρες, σε αντίθεση προς κάποιες άλλες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ανισορροπίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσω κάποιου συνδυασμού τριών εφικτών μηχανισμών προσαρμογής: πρώτον, μακροπρόθεσμη στασιμότητα και ανεργία σε ορισμένα μέρη της νομισματικής ένωσης· δεύτερον, μετανάστευση· τρίτον, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις προς τις χώρες με υψηλότερη ανεργία. Κανένας από αυτούς τους μηχανισμούς δεν φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστικός...Το σημαντικό ζήτημα είναι ότι πρέπει να αντιληφθούμε την οικονομική σημασία της νομισματικής ένωσης και να συζητήσουμε τα ζητήματα αυτά χωρίς πάθος». Στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσης της ευρωζώνης, από το 2010 και μετά, επιβεβαιώθηκαν οι ανησυχίες του Μάρτιν Φελντστάιν και του Έντι Τζόρτζ. Για παράδειγμα, η Ελλάδα, έχοντας εισέλθει στην ευρωζώνη, σύμφωνα με μια καταστροφική πολιτική ονομαστικής σύγκλισης (χωρίς πραγματική σύγκλιση) που ακολούθησε η Κυβέρνηση Κ. Σημίτη, πραγματοποιώντας τις δεσμεύσεις που με περισσή άγνοια και επιπολαιότητα είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη υπογράφοντας τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, στέρησε από την Ελλάδα σημαντικά εργαλεία νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια περίοδο κατά την οποία αυτά ακριβώς τα εργαλεία, κι όχι το ευρώ, ήταν απαραίτητα στην Ελλάδα για να αναπτυχθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα οδηγήθηκε το 2010 στο να δεχθεί ένα επώδυνο μείγμα οικονομικής προσαρμογής που βασίζεται στους τρεις μηχανισμούς, που είχε προβλέψει, δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Έντι Τζόρτζ –δηλαδή, μακροπρόθεσμη στασιμότητα και ανεργία, μετανάστευση (ειδικότερα του πιο υψηλά εκπαιδευμένου μέρους του εργατικού δυναμικού), και επαχθής και τεράστιος δανεισμός κεφαλαίων.
    Η Γερμανία όμως είχε κάθε συμφέρον να υιοθετήσει το γραφειοκρατικό-φορμαλιστικό μοντέλο Ντελόρ για την ΟΝΕ διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η πολιτική της Γερμανίας, κατά τη δεκαετία του 2000, βασίζεται στην ανάπτυξη των εξαγωγών της και στη διατήρηση υψηλού επιπέδου αποταμίευσης των νοικοκυριών και χαμηλού επιπέδου κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η Γερμανία όχι μόνο να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά ως προς την οικονομική ανάπτυξη της ευρωζώνης αλλά και να μεταχειρίζεται την ευρωζώνη ως ένα εργαλείο επιδίωξης της μεγιστοποίησης του εθνικού της συμφέροντος σε βάρος των ‘εταίρων’ της εντός της ευρωζώνης. Αυτό συμβαίνει διότι, λ.χ. ένα εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ως προς την Ελλάδα ισοδυναμεί μ’ ένα αντίστοιχο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας ως προς τη Γερμανία, εφόσον η Ελλάδα, δεν μπορεί –λόγω της ΟΝΕ– να διορθώσει το εμπορικό της ισοζύγιο με νομισματικά μέτρα, παρά μόνο με μέτρα σκλήρυνσης των όρων εργασίας, μείωσης μισθών και γενικώς πτώσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Η εμπορική επιτυχία της Γερμανίας λαμβάνει χώρα σε βάρος των εμπορικών εταίρων της στην ευρωζώνη, και μάλιστα η επιτυχία της Γερμανίας στο να συγκρατήσει σε χαμηλά επίπεδα την αύξηση των μισθών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 ισοδυναμούσε με πολιτική ανταγωνιστικής υποτίμησης σε βάρος των εταίρων της στην ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά, όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές, οι περισσότερο αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πολιτική μείωσης των πραγματικών μισθών, ώστε να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους ως προς τη Γερμανία, χωρίς να διακινδυνεύσουν να προκαλέσουν στους εαυτούς τους επικίνδυνα φαινόμενα αποπληθωρισμού (βλ. λ.χ. M. Wolf, “Why Germany Cannot Be a Model for the Eurozone”, Financial Times, 30 March 2010, και W. Münchau, “Germany’s Rebound Is No Cause to Cheer”, Financial Times, 29 August 2010). Γενικώς, όπως ανέφερε ειδική έκθεση του χρηματοπιστωτικού οίκου JP Morgan, «το θεμελιώδες πρόβλημα εντός της ευρωζώνης είναι μια διαίρεση μεταξύ Βορρά/Νότου που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από έντονη διαφορά ως προς την ανταγωνιστικότητα. Στο παρελθόν αυτό λυνόταν μέσω της ελαστικής συναλλαγματικής πολιτικής. Σήμερα, εντός του ενιαίου νομίσματος, πρέπει να λυθεί μέσω αλλαγών στις τιμές και στους μισθούς» (βλ. T. Elliott, “Germany and the Euro”, J.P. Morgan Asset Management, Market Insights, October 2010). Με άλλα λόγια, χώρες, όπως λ.χ. η Ελλάδα, που δεν είχαν κατορθώσει να συγκλίνουν οικονομικά σε πραγματικούς όρους με τις πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωζώνης και ενσωματώθηκαν στην ευρωζώνη αυτοκαταδικάστηκαν σε οικονομική υπανάπτυξη και εξωθούνται από τη γερμανική οικονομική πολιτική και από την πολιτική της επιχειρηματικής και τραπεζικής ελίτ που κυβερνά την ευρωζώνη να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους, όχι μέσω βελτίωσης της δημιουργικότητας και της επιχειρηματικότητας, αλλά με το να μετατρέψουν το εργατικό δυναμικό τους σε τριτοκοσμικών προδιαγραφών φθηνό εργατικό δυναμικό και με το να πωλήσουν εθνικά περιουσιακά στοιχεία σε τιμή ξεπουλήματος και υπό καθεστώς εκβιασμού.
    Το να ορίζεις ότι η κεντρική νομισματική αρχή είναι ανεξάρτητη από πολιτικό έλεγχο σε ζητήματα ρουτίνας είναι ένα θέμα. Το να ορίζεις ότι η κεντρική νομισματική αρχή θα λειτουργεί επί μακρόν, ακολουθώντας ένα φορμαλιστικό πρόγραμμα, ανεξάρτητα από το εάν έχει ή όχι μια ευρεία και ισχυρή πολιτική συναίνεση είναι εντελώς άλλο θέμα. Το πρώτο αίτημα είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική λειτουργία της κεντρικής τράπεζας. Το δεύτερο αίτημα, δηλαδή η αυτονόμηση της κεντρικής τραπεζικής από την πολιτική, δεν είναι καθόλου απαραίτητο, και μάλιστα χαρακτηρίζεται από εγγενή αδιέξοδα και αποτυχίες και αντιφάσκει προς το αίτημα δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας.


Σημείωση: Το παρόν άρθρο αποτελεί σύνοψη ορισμένων κεφαλαίων ειδικής μελέτης που συνέγραψε ο δρ Νικόλαος Λάος με αντικείμενο την τρέχουσα γεωπολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης στο πλαίσιο των αναλυτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών που παρέχει σε οικονομικούς, πολιτικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες μέσω της R-Techno και ενός διεθνούς δικτύου συνεργαζομένων ιδιωτικών εταιρειών πληροφοριών.
Copyright: Νικόλαος Λάος

http://vmediagr.blogspot.gr/2015/07/blog-post_681.html


2 σχόλια:

  1. Σωστά τα λέει στα περισσότερά με βρίσκει απολύτως σύμφωνο τα μαθήματα απέδωσαν το κέρδος μηδέν.......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΘΕΜΑ: ΕΓΩ καλά Σου Τάλεγα ...

    Βρήκαμε κάτι ενδιαφέρον ! Πως Μεταφράζεται ;;
    Μάλλον η τελευταία ... γραμμή ίσως έχει ... Ενδιαφέρον !!!!

    Ανώνυμος30 Ιουνίου 2015 - 6:26 μ.μ.

    Quod Scripsi, Scripsi !
    Quousque tandem ?
    Quod erat demonstrandum !
    Qui tacet, consentrive videtur !

    Vae Victis !


    Υ.Γ. Η επιβεβαίωση του Σήμερα ;;;

    Σημ. Γνωρίζετε τίποτα από την "Εκπαραθύρωση της Πράγας" ;; Μπορούμε να το εφαρμόσουμε στους "Θεσμούς/Τρόικα" και στα Ντόπια σκουπίδια ;;

    ΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣΛΑΟΣΕΙΝΑΙΕΤΟΙΜΟΣ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή