Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΚΚΕ: Αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα ή τροτσκιστική αυτοκαταστροφή;

του Βασίλη Λιόση
Την ώρα που σφύριξε το βαπόρι δεν έφυγε το βαπόρι. Έφυγε ο κόσμος. Τι καλά που χάσαμε τον κόσμο και δε χάσαμε το βαπόρι!
Μενέλαος  Λουντέμης
Στο τελευταίο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης(ΚΟΜΕΠ) δημοσιεύτηκε κείμενο του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ) της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ με τον τίτλο «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ»[1]. Από τον τίτλο ακόμη, μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι οι συντάκτες του κειμένου υποστηρίζουν πως το ΚΚΕ βρισκόταν για χρόνια βουτηγμένο στον οπορτουνιστικό βάλτο, ωστόσο είναι πλέον σε διαδικασία κάθαρσης αποτινάζοντας από πάνω του τη λάσπη του ταξικού συμβιβασμού. Έτσι ανακύπτουν μοιραία ορισμένα πολύ κρίσιμα ερωτήματα:
α) Η εντύπωση που προκαλείται από τον τίτλο του κειμένου της ΚΟΜΕΠ, μήπως είναι εσφαλμένη;
β) Αν ναι, τότε τι ακριβώς υπονοεί αυτός ο τίτλος;,
γ) Αν όχι, έχει δίκιο το ΠΓ να καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που μιλάει για πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού του χαρακτήρα;
δ) Αν δεν έχει δίκιο τότε ποιοι είναι οι παράγοντες που το οδήγησαν σε μια τέτοια διαπίστωση;
ε) Για ποιο λόγο η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει να μιλάει για αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα και όχι των μαρξιστικών λενινιστικών χαρακτηριστικών του κόμματος;
Η πλήρης απάντηση όλων αυτών των ερωτημάτων απαιτεί όχι απλά ένα πολυσέλιδο κείμενο αλλά ολόκληρο βιβλίο, οπότε δε θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε όλα. Για όσα πάλι απαντήσουμε, προφανώς και δε θα το κάνουμε ολοκληρωμένα. Θέτουμε, όμως, τα ερωτήματα για ένα γενικότερο προβληματισμό, ενώ για όσα αφήσουμε αναπάντητα θα επανέλθουμε στο μέλλον.
Η «νομιμοποίηση» της άποψης του ΠΓ
Στο σχετικά κοντινό παρελθόν, δηλωνόταν υπόρρητα σε κομματικά ντοκουμέντα και σε αρθρογραφία πως η ιστορία του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από σωρεία οπορτουνιστικών εκτροπών. Δεν υπήρχε ακόμη η κρίσιμη μάζα ιδεολογικών επεξεργασιών που θα νομιμοποιούσε μια τέτοια άποψη και ως εκ τούτου συνήθως οι απόψεις της ηγεσίας διατυπώνονταν λιγότερα ή περισσότερα συγκεκαλυμμένα. Στο άρθρο που αναφερόμαστε, το ΠΓ επικαλείται ορισμένα ντοκουμέντα για να δικαιώσει τις όποιες απόψεις του: την απόφαση του 18ου συνεδρίου για το σοσιαλισμό, το Β΄ δοκίμιο της ιστορίας του ΚΚΕ, το πρόγραμμα του ΚΚΕ όπως διαμορφώθηκε από το 19ο συνέδριο.
Τυπικά το ΠΓ έχει δίκιο. Η νομιμοποιητική βάση για τη διατύπωση της άποψης σύμφωνα με την οποία το ΚΚΕ σήμερα επαναστατικοποιείται, ενώ στο παρελθόν ταλανιζόταν από οπορτουνιστικές εκτροπές, υπάρχει πλέον. Πρόκειται για ντοκουμέντα που εγκρίθηκαν από την κομματική βάση με μεγάλες πλειοψηφίες. Αναφύονται, όμως, τα εξής ερωτήματα: α) και στο παρελθόν δεν υπήρχαν ντοκουμέντα που εγκρίθηκαν με μεγάλες πλειοψηφίες; Το θέτουμε και διαφορετικά: οι μεγάλες πλειοψηφίες δικαιώνουν μιαν άποψη και την καθιστούν αναγκαστικά ορθή; β) με ποιο τρόπο συζητήθηκαν αυτά τα κομματικά ντοκουμέντα; Υπήρξε κλίμα δημοκρατικής και συντροφικής συζήτησης, τηρήθηκαν οι καταστατικοί κανόνες;
Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο ερώτημα. Η λογική με βάση την οποία μια άποψη δικαιώνεται όταν αγκαλιάζεται από πλειοψηφίες και μάλιστα σημαντικές δεν έχει καμία σχέση με τη διαλεκτική.
Για παράδειγμα όταν ο παλιός δικομματισμός της μεταπολιτευτικής Ελλάδας λάμβανε το 85% του εκλογικού σώματος δικαιωνόταν άραγε η πολιτική του;
Ας θυμηθούμε ακόμη πως οι αποφάσεις του 12ου συνεδρίου του ΚΚΕ ήταν ομόφωνες. Κι όμως σε εκείνο το συνέδριο συνυπήρχαν οι Ανδρουλάκης, Κοτζιάς, Παπαρήγα, Γόντικας, Τζιαντζής κ.ά. Λίγο μετά το 12ο συνέδριο, το ΚΚΕ υπέστη δυο οδυνηρές διασπάσεις, ενώ οι επιθέσεις από τη μια φράξια στην άλλη ήταν βιτριολικού περιεχομένου. Με τη μία διάσπαση διαλύθηκε η ΚΝΕ και με την άλλη κινδύνευσε η ύπαρξη του κόμματος. Επομένως, πίσω από τις ομοφωνίες μπορεί να κρύβονται ασταθείς ισορροπίες.
Επίσης, είναι γνωστό πως το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα έχει υποστεί μιαν ήττα δίχως προηγούμενο και βρίσκεται σε τέλμα τα τελευταία 30 χρόνια. Οι λαοί δεν έχουν αγκαλιάσει το κομμουνιστικό όραμα όπως σε άλλες εποχές. Αυτό σημαίνει πως οι κομμουνιστικές ιδέες δε δικαιώνονται και δεν έχουν νόημα ύπαρξης;
Από την άλλη, βέβαια, το να μη βρίσκει αποδοχή η πολιτική ενός φορέα είναι προς προβληματισμό και σήμερα η πολιτική του ΚΚΕ ελάχιστους μπορεί να πείσει, να ενθουσιάσει, να συσπειρώσει.
Για να μην πελαγοδρομούμε σε ένα κυκεώνα περιπτωσιολογίας, πρέπει κάθε φορά να βλέπουμε το ζήτημα ιστορικά, δηλαδή να εξηγούμε με βάση το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αλλά και τους υποκειμενικούς παράγοντες την επιρροή που έχει εκείνη ή η άλλη συλλογικότητα. Εν τέλει, η έγκριση των ντοκουμέντων δε σημαίνει απαραίτητα και ουσιαστική αποδοχή τους.
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα: η συζήτηση και η έγκριση των κομματικών ντοκουμέντων των τελευταίων ετών έγινε κατά τα προβλεπόμενα;
Να ξεκινήσουμε με μια αναφορά στο 17ο συνέδριο. Για πρώτη φορά διατυπώνεται η διαπίστωση με βάση την οποία «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού[…]» [2]. Όποιος στοιχειωδώς έχει παρακολουθήσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα μετά το 2010, η διαπίστωση περί ενίσχυσης των ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών του ελληνικού καπιταλισμού δεν αντέχει σε καμία σοβαρή κριτική. Στο 18οσυνέδριο η παραβίαση του Προγράμματος είναι ακόμη πιο εμφανής, αφού εξαφανίζεται ο χαρακτηρισμός του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού[3]. Οι δυο καινοφανείς επεξεργασίες για την ιστορία του ΚΚΕ (όχι όμως και για την ιστορία του τροτσκισμού)έγιναν σε πλήρη αντίθεση με το μέχρι τότε ισχύον Πρόγραμμα του ΚΚΕ, όπως αυτό είχε εγκριθεί στο 15ο συνέδριο  (αλήθεια αυτό το Πρόγραμμα είχε εγκριθεί με συντριπτική πλειοψηφία;).
Επιπλέον, συχνά διατυπώνονταν απόψεις δίχως προηγουμένως σχετικές επεξεργασίες. Για παράδειγμα, ενταγμένος στη λογική της διολίσθησης ήταν και ο πρόλογος της Ε. Μπέλλου στις Θέσεις και το Καταστατικό του 2ου συνεδρίου της ΚΔ, το 2007. Γράφει χαρακτηριστικά: «[…] Στην πορεία η εμφάνιση του φασισμού αιχμαλώτισε την επαναστατική γραμμή του εργατικού κινήματος στα δίκτυα των αστικών πολιτικών αντιθέσεων, σε συνθήκες μιας νέας επαναστατικής ανόδου που γεννήθηκε μέσα στην κρίση ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, του Β΄ Παγκόσμιου»[4].
Τι εννοεί η Ε. Μπέλλου; Ότι η γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και πιο συγκεκριμένα το 7ο συνέδριο της με την εισήγηση του Δημητρόφ που εισήγαγε την πολιτική των αντιφασιστικών μετώπων, ήταν εγκλωβισμός στην αστική σκέψη και πολιτική. Το ΚΚΕ για δεκαετίες και στήριξε τη λογική του 7ου συνεδρίου και την εφάρμοσε στην πράξη. Κι όμως κόντρα σε κάθε έννοια δημοκρατίας ένα στέλεχος του κόμματος, χωρίς αποφάσεις και χωρίς συζήτηση στις κομματικές οργανώσεις, διατυπώνει μιαν άποψη που εκτός των άλλων είναι και αυτή τροτσκιστική.
Προς επίρρωση των απαράδεκτων αυτών θέσεων κλήθηκε και «ξένη» βοήθεια. Έτσι, σε διήμερο θεωρητικό συμπόσιο της ΚΟΜΕΠ το 2007, ένας τυπικός εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού αριστερισμού, ο Χέρβινγκ Λαρούζ από το Κόμμα Εργατών Βελγίου, αποφάνθηκε πως ο Δημητρόφ το 1935 έριξε τους σπόρους του δεξιού οπορτουνισμού που αναπτύχθηκαν έπειτα στην Ευρώπη[5]. Επομένως η μήτρα του ρεφορμισμού στην Ευρώπη βρίσκεται στο 7ο συνέδριο της ΚΔ, στο Δημητρόφ, στους κομμουνιστές που έδωσαν ποτάμια αίματος για να τσακιστεί ο φασισμός και για να κερδηθούν οι λαοί με το κομμουνιστικό πρόταγμα.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε την «περίφημη» δήλωση της Παπαρήγα με βάση την οποία «[…] δεν είμαστε ούτε σταλινικό, ούτε μπρεζνιεφικό, ούτε κόμμα του Λένιν […] Είμαστε Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε σταλινικό, ούτε λενινιστικό, ούτε τίποτα από αυτά»[6]. Ποιο αλήθεια κομματικό μέλος ή στέλεχος θα διανοούνταν στο παρελθόν να πει ότι δεν είναι λενινιστής και ποιος έδωσε το δικαίωμα στα στελέχη να αποκηρύσσουν το λενινισμό; Γιατί όταν λες ότι δεν είσαι λενινιστικό κόμμα τότε πολύ απλά λες πως δεν είσαι λενινιστής. Βέβαια από την άλλη, με την τροπή που έχει πάρει το ΚΚΕ οφείλουμε να πούμε πως η Α. Παπαρήγα δικαίως αποκηρύσσει το λενινισμό.
Δε θα αναλωθούμε στη διατύπωση άλλων παραδειγμάτων. Νομίζουμε ότι τα παραπάνω είναι και αρκετά και ισχυρά. Υπογραμμίζουν όλη αυτή την πορεία κατά την οποία με παραβιάσεις του καταστατικού, με διαγραφές, με συκοφαντίες όσων διαφωνούσαν, με κείμενα και με δηλώσεις κατά το δοκούν, επιχειρήθηκε να μετασχηματιστεί ριζικά ο χαρακτήρας του κόμματος, κάτι που τελικά επετεύχθη.
Είναι απολύτως θεμιτό και αναγκαίο ένα κόμμα να αλλάζει την πολιτική του και το Πρόγραμμά του. Να θεωρεί ότι πολλά πράγματα στο παρελθόν ήταν λάθος. Αλλά ένα κομμουνιστικό κόμμα, δεν είναι ένα οποιοδήποτε κόμμα. Δεν είναι ή οφείλει να μην είναι όπως τα αστικά ή μικροαστικά κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι πριν την οποιαδήποτε αλλαγή απαιτούνται: α) σοβαρές και όχι πρόχειρες και βιαστικές ιδεολογικές επεξεργασίες, β) συμμετοχή σε αυτές του μέγιστου αριθμού κομματικών δυνάμεων, γ) δημοκρατικός και συντροφικός διάλογος στις κομματικές οργανώσεις που θα έχει οργανωθεί με συγκεκριμένους όρους και όχι με πεντάλεπτες τοποθετήσεις, δ) προσυνεδριακό διάλογο στον οποίο δε θα διαπομπεύονται δημόσια όσοι διατυπώνουν κριτική στις θέσεις της ηγεσίας. Κανένας από αυτούς τους όρους δεν τηρήθηκε στην πορεία υποτιθέμενης επαναστατικοποίησης του ΚΚΕ και ως εκ τούτου δεν υπάρχει επί της ουσίας καμία νομιμοποιητική βάση για τα όσα διατυπώνονται στο κείμενο της ΚΟΜΕΠ.

Για το ζήτημα της κυβέρνησης: Μια ιστορική διάσταση
Μεγάλη έκταση στο κείμενο καταλαμβάνει το ζήτημα της κυβέρνησης. Κατά το ΠΓ όποιος μιλά για την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης που θα διάνοιγε το δρόμο για την κοινωνική ανατροπή, είναι οπορτουνιστής που κουβαλάει την αυταπάτη του ειρηνικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Ας δούμε όμως τι έλεγαν σχετικά με αυτό το ζήτημα οι «μεγάλοι οπορτουνιστές» της ΚΔ, όπως για παράδειγμα ο Λένιν. Στο 4ο συνέδριο της ΚΔ διεξήχθη έντονη αντιπαράθεση για το τι σημαίνει Εργατική Κυβέρνηση (ΕΚ). Ο Ζηνόβιεφ και ο Μπορντίγκα (ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αριστεριστή του μεσοπολέμου) ταύτιζαν την ΕΚ με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Με άλλο λόγια έβλεπαν την επανάσταση ως ένα μονόπρακτο έργο, χωρίς φάσεις, πισωγυρίσματα, διαβαθμίσεις, ελιγμούς, υποχωρήσεις, τακτική.
Τι θέση πήρε ο Λένιν απέναντι στο ζήτημα της ΕΚ; Στο συνέδριο δεν υπάρχει κάποια παρέμβασή του με την οποία να παίρνει εκείνη ή την άλλη θέση (όμως παρενέβη με άλλο τρόπο εντός του συνεδρίου, όπως θα δούμε παρακάτω). Έτσι κι αλλιώς ο Λένιν μίλησε μόνο μια φορά στο συνέδριο, λόγω της εγκεφαλικής συμφόρησης που είχε υποστεί. Ωστόσο, περίπου δυο χρόνια πριν, είχε πάρει θέση στην αντιπαράθεση που είχε προκύψει σχετικά με το ζήτημα της ΕΚ ανάμεσα στο KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) από τη μια και στους Μπέλα Κουν και Ράντεκ από την άλλη[7]. Όλα ξεκινούν όταν εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Καπ το Μάρτιο του 1920, ενώ υπάρχει σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που στην πράξη αδρανεί. Η εργατική τάξη απαντά με απεργία, αυτοοργανώνεται και αντιδρά ένοπλα. Δριμύτατες συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα στα οδοφράγματα. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή της απεργίας τη λαμβάνει ο Λίγκεν, δεξιός σοσιαλδημοκράτης και επικεφαλής των συνδικάτων. Η ηγεσία του  KPD παίρνει απόφαση να μη συμμετάσχει στην απεργία, διότι, όπως αποφαίνεται, το πραξικόπημα και η απεργία αποτελούν μια σύγκρουση «ανάμεσα σε δυο αντεπαναστατικές μερίδες»[8]. Στην εφημερίδα «Rote Fahne» (Κόκκινη Σημαία) που ήταν όργανο του KPD αναφέρεται πως «Πρέπει οι εργάτες να κατέβουν σε γενική απεργία με μια τέτοια κατάσταση: Η εργατική τάξη, που μόλις χτες δεχόταν τις επιθέσεις των Έμπερτ-Νόσκε, είναι άοπλη, στη χειρότερη κατάσταση και ανέτοιμη για δράση. Είναι καθήκον μας να μιλήσουμε ανοικτά. Το εργατικό κίνημα θα μπει στην πάλη ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία την κατάλληλη στιγμή με τα κατάλληλα μέσα. Αυτή η στιγμή δεν έχει φτάσει ακόμα»[9]. Όμως, λίγο αργότερα η θέση του κόμματος αλλάζει και το κόμμα υποστηρίζει τη γενική απεργία. Αιτία είναι το εύρος της επιτυχίας της απεργίας.       Μαζί με την απεργία «άνοιξε» και η συζήτηση για το ζήτημα της ΕΚ. Ο Λίγκεν προτείνει το σχηματισμό κυβέρνησης που θα απαρτίζεται από τους Σοσιαλδημοκράτες, το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας και τα συνδικάτα. Η πρόταση τίθεται προς συζήτηση στη συνέλευση της απεργιακής επιτροπής του Μείζονος Βερολίνου. Στη συζήτηση αυτή, οι κομμουνιστές Πικ και Βάλχερ που διευκρινίζουν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι ενήμερο επ’ αυτού, τοποθετούνται εκφράζοντας την προσωπική τους γνώμη με θετικό τρόπο. Μια μέρα μετά, το KPD αποδοκιμάζει τη θέση των Πικ και Βάλχερ. Στο μεταξύ η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Μπάουερ δηλώνει πως αποδέχεται τους όρους των συνδικάτων: απόσυρση του στρατού από το Βερολίνο, άρση της κατάστασης πολιορκίας, να μη γίνει επίθεση στους ένοπλους εργάτες του Ρουρ κ.λπ. Το κείμενο με τους παραπάνω όρους υπογράφεται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας και τα συνδικάτα[10]. Κατόπιν της σχετικής δήλωσης από την κυβέρνηση Μπάουερ το KPD μεταβάλλει τη θέση του για την ΕΚ: «[…] Το KPD εκτιμά ότι η συγκρότηση μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, χωρίς τη συμμετοχή κανενός αστικού στοιχείου, θα δημιουργήσει ιδιαιτέρως πρόσφορες συνθήκες για την ενεργητική δράση  των προλεταριακών μαζών και θα τους επιτρέψει να φτάσουν στην απαιτούμενη ωριμότητα για την εγκαθίδρυση της πολιτικής και κοινωνικής δικτατορίας τους»[11].
Ο Λένιν τοποθετείται υποστηρικτικά στη νέα θέση του KPD: «Στην μπροσούρα μου διατύπωσα τη γνώμη ότι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους κομμουνιστές και στην αριστερή πτέρυγα των ανεξάρτητων είναι απαραίτητος και ωφέλιμος για τον κομμουνισμό, δεν είναι όμως εύκολο να πραγματοποιηθεί. Τα φύλλα των εφημερίδων που πήρα ύστερα απ’ αυτό επιβεβαίωσαν και το ένα και το άλλο. Στο φύλλο αρ. 32 της  “Κόκκινης Σημαίας”, οργάνου της ΚΕ του ΚΚ Γερμανίας […], δημοσιεύεται “δήλωση” αυτής της ΚΕ για το στρατιωτικό “πραξικόπημα” (συνωμοσία, τυχοδιωκτισμό) των Καππ-Λούβιτς και για τη “σοσιαλιστική κυβέρνηση”.  Η δήλωση αυτή είναι απόλυτα σωστή και ως προς το βασικό επιχείρημα είναι ότι τούτη τη στιγμή δεν υπάρχει η “αντικειμενική βάση” για τη δικτατορία του προλεταριάτου, γιατί η “πλειοψηφία των εργατών της πόλης” ακολουθεί τους “ανεξάρτητους” […]»[12].
Όταν πάλι ο Λένιν ενημερώνεται για την άποψη του Μπέλα Κουν, ο οποίος επιχειρηματολόγησε κατά της άποψης του KPD περί ΕΚ, γράφει: «[…] ο Μπ. Κ. στο άρθρο του “Τα γεγονότα της Γερμανίας” κάνει κριτική στη δήλωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας της 21.ΙΙΙ.1920, που κριτικάρω κι εγώ στην μπροσούρα που προαναφέρθηκε. Ο χαρακτήρας όμως της κριτικής μας διαφέρει ριζικά. Ο σ. Μπ. Κ. κάνει κριτική, στηριζόμενος σε αποσπάσματα από το Μαρξ, που αναφέρονται σε μια κατάσταση διαφορετική από τη σημερινή, απορρίπτει εντελώς την τακτική της ΚΕ του Κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας και παρακάμπτει τελείως το βασικότερο.Παρακάμπτει αυτό που αποτελεί την ουσία, τη ζωντανή ψυχή του μαρξισμού: τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Όταν η πλειοψηφία των εργατών των πόλεων έφυγε από του σαϊντεμανικούς προς τους καουτσκιστές, και στους κόλπους του καουτσκικού (του “ανεξάρτητου” από τη σωστή επαναστατική γραμμή) κόμματος συνεχίζει να απομακρύνεται από τη δεξιά πτέρυγά του και να περνάει στην αριστερή, δηλ. στην πραγματικότητα στον κομμουνισμό, όταν έτσι έχουν τα πράγματα,επιτρέπεται άραγε να αποκρούουμε τη χρησιμοποίηση μεταβατικών, συμβιβαστικών μέτρων απέναντι στους εργάτες αυτούς; […]» (οι υπογραμμίσεις με πλάγια στο πρωτότυπο, με τονισμένα δικές μας)[13].
Σχετικά με την περίπτωση του KPD πήρε θέση και το συνέδριο της ΚΔ: «Στη Γερμανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, στην τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού του Συμβουλίου του, τάχθηκε υπέρ της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και αναγνώρισε ότι είναι δυνατό να υποστηριχτεί μια “ενωτική εργατική κυβέρνηση” που θα ήταν διατεθειμένη να καταπολεμήσει σοβαρά την καπιταλιστική εξουσία. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς εγκρίνει χωρίς επιφύλαξη αυτήν την απόφαση, έχοντας την πεποίθηση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας θα μπορέσει, διατηρώντας την πολιτική του ανεξαρτησία, να εισχωρήσει στα πιο πλατιά προλεταριακά στρώματα και να ενισχύσει την κομμουνιστική επιρροή […]»[14].
Αναφέραμε πριν πως ο Λένιν δεν έκανε εντός του συνεδρίου μια άμεση παρέμβαση υπέρ του ζητήματος της ΕΚ. Είδαμε, όμως, πως κάτι τέτοιο είχε πράξει λίγο καιρό πριν τη διεξαγωγή του συνεδρίου. Επιπλέον, στην ημερήσια διάταξη του 4ου συνεδρίου της ΚΔ που συνήλθε στις 5 Νοεμβρίου-5 Δεκεμβρίου του 1922, βρισκόταν το ζήτημα για το πρόγραμμα της ΚΔ. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν προκλήθηκαν ζωηρές αντιπαραθέσεις για το θέμα των μεταβατικών και μερικών διεκδικήσεων και το ερώτημα αν μπορούν να αποτελέσουν εκείνο το δρόμο που θα οδηγήσει στη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Μπουχάριν ήταν πολέμιος όσων τάχθηκαν υπέρ της υιοθέτησης  μεταβατικών και μερικών διεκδικήσεων, κατηγορώντας τους για οπορτουνισμό. Στις 20 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του Γραφείου της αντιπροσωπείας του ΚΚΡ (μπ) (Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας (μπολσεβίκοι))[15] κατά την οποία έγινε επεξεργασία για το κείμενο που θα κατατίθετο στο συνέδριο. Σύμφωνα με τις ιστορικές πληροφορίες που υπάρχουν, τα σπουδαιότερα σημεία των προτάσεων είχαν σχεδόν αυτολεξεί υπαγορευτεί από το Λένιν[16]:
«[…] 3. Στα εθνικά προγράμματα με όλη την ακρίβεια και κατηγορηματικά θα πρέπει  να επισημαίνεται η ανάγκη της πάλης για τις μεταβατικές διεκδικήσεις με τις κατάλληλες επιφυλάξεις όσον αφορά την εξάρτηση αυτών των διεκδικήσεων από τις συγκεκριμένες συνθήκες τόπου και χρόνου.
»4. Η θεωρητική βάση όλων των παρόμοιων μεταβατικών ή μερικών διεκδικήσεων πρέπει να αναφέρεται ξεκάθαρα στο γενικό πρόγραμμα, παράλληλα το IV συνέδριο δηλώνει ότι η Κομμουνιστική Διεθνής καταδικάζει το ίδιο αποφασιστικά τόσο τις απόπειρες να παρουσιαστεί σαν οπορτουνισμός η προσθήκη των μερικών διεκδικήσεων στο πρόγραμμα, όσο και οποιεσδήποτε απόπειρες να συγκαλυφθεί και να υποκατασταθεί το βασικό επαναστατικό καθήκον με τις μερικές διεκδικήσεις.
»5. Στο γενικό πρόγραμμα πρέπει σαφώς να αναφέρονται οι βασικοί ιστορικοί τύποι των μεταβατικών διεκδικήσεων των εθνικών κομμάτων, ανάλογα με τη ριζική διαφορά των οικονομικών δομών, όπως, λόγου χάρη, η Αγγλία και η Ινδία, κτλ.»[17].
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία το γεγονός ότι ο Λένιν είχε τοποθετηθεί με απόλυτα θετικό τρόπο απέναντι στο ζήτημα της ΕΚ.
Ας δούμε, όμως και τι αποφάσισε το «οπορτουνιστικό» 4ο συνέδριο.Κατόπιν της σχετικής συζήτησης το συνέδριο πήρε αποφάσεις σχετικά με το ζήτημα της ΕΚ που ήταν, κατά τη γνώμη μας, εμβαπτισμένες στη διαλεκτική λογική αποφεύγοντας τόσο το σκόπελο του σεχταρισμού όσο και το σκόπελο του δεξιού οπορτουνισμού.
Στις αποφάσεις, λοιπόν, του συνεδρίου εκτιμάται πως: «Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχομένως και εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύει σαγενικό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα της “εργατικής κυβέρνησης” αποτελεί αναπόφευκτα συνέπεια όλης της τακτικής του ΕΜ […] Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους τω φόρων στους πλουσίους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας […] Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η διατήρηση μιας κυβέρνησης που κάνει επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο λυσσασμένο αγώνα και ίσως, και σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας. Επομένως, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να εξαπολύσει εργατικούς αγώνες.
»Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κομμουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομμουνιστικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις. Αυτό, όμως, μπορούν να το κάνουν μόνον αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικό αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας, με την έννοια που μιλήσαμε παραπάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κανονικοί όροι της συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια τέτοια κυβέρνηση είναι οι ακόλουθοι:
1) Η συμμετοχή στην εργατική κυβέρνηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την έγκριση της ΚΔ.
2) Οι κομμουνιστές που θα αποτελέσουν μέλη της εργατικής κυβέρνησης θα ελέγχονται με τον πιο αυστηρό τρόπο από το κόμμα τους.
3) Τα κομμουνιστικά μέλη της εργατικής κυβέρνησης παραμένουν σε στενή επαφή με τις επαναστατικές οργανώσεις των μαζών.
4) Το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί απόλυτα τη φυσιογνωμία του και την πλήρη ανεξαρτησία της ζύμωσης και της προπαγάνδας του.
»Παρά τα μεγάλα του πλεονεκτήματα, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης έχει επίσης και κινδύνους, όπως και κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Για να προφυλαχθούν από αυτούς τους κινδύνους, τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάνε ότι αν κάθε αστική κυβέρνηση είναι καπιταλιστική, δεν είναι αλήθεια ότι και κάθε εργατική κυβέρνηση είναι  πραγματικά προλεταριακή, δηλαδή ένα επαναστατικό όργανο της προλεταριακής εξουσίας»[18] (η υπογράμμιση δική μας).
Τα ντοκουμέντα του συνεδρίου στη συνέχεια καταγράφουν μια τυπολογία των εργατικών κυβερνήσεων που μπορούν να προκύψουν. Η λογική των ντοκουμέντων διαφοροποιείται από την οπτική του Ζηνόβιεφ. Οι ενδεχόμενες, λοιπόν, περιπτώσεις είναι: α) της φιλελεύθερης εργατικής κυβέρνησης, β) της σοσιαλδημοκρατικής εργατικής κυβέρνησης, γ) της εργατοαγροτικής κυβέρνησης (τέτοιες δυνατότητες υπάρχουν στα Βαλκάνια εκτιμούσε το σχετικό ντοκουμέντο της ΚΔ), δ) της εργατικής κυβέρνησης με συμμετοχή των κομμουνιστών και ε) της πραγματικής προλεταριακής εργατικής κυβέρνησης που στην καθαρότερη μορφή της, μόνο ένα κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να την ενσαρκώσει.
Για τους δυο πρώτους τύπους οι Θέσεις εκτιμούν ότι δεν πρόκειται για επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, αλλά κυβερνήσεις καμουφλαρισμένης συμμαχίας μεταξύ της μπουρζουαζίας και των αντεπαναστατών εργατικών ηγετών.
Για τον τρίτο τύπο κυβέρνησης στο κείμενο των Θέσεων γράφεται πως οι κομμουνιστές είναι έτοιμοι να βαδίσουν μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, χριστιανούς, ακομμάτιστους, συνδικαλιστές κ.λπ. εργάτες, που δεν αναγνωρίζουν ακόμη την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Επίσης, οι κομμουνιστές εκτιμάται ότι είναι διατεθειμένοι, υπό ορισμένες συνθήκες και με ορισμένες εγγυήσεις, να υποστηρίξουν μια μη κομμουνιστική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα θα πρέπει να εξηγούν στην εργατική τάξη ότι θα απελευθερωθεί μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Τέλος, για τον 4ο τύπο εργατικής κυβέρνησης στην οποία οι κομμουνιστές συμμετέχουν, εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για δικτατορία του προλεταριάτου, ούτε και αποτελεί ακόμη μιααναγκαία μεταβατική μορφή προς αυτήν, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει μια αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου[19].
Επομένως, οι «οπορτουνιστές» του 4ου συνεδρίου συμπέραναν «ατυχώς» πως υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης ριζοσπαστικής κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού που μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Και όλα αυτά παρόντος του Λένιν.

Σχετικά με τη συμμετοχή του ΚΚΕ στις κυβερνήσεις ’89-’90
Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε επίσης πως όσον αφορά στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, το ΠΓ ποιεί τη νήσσαν. Να διευκρινίσουμε πως εκείνη την εποχή η συμμετοχή δε δικαιολογήθηκε από το κόμμα ως μια τακτική κίνηση που θα μπορούσε να έφερνε το στρατηγικό στόχο πιο κοντά. Ας δούμε, λοιπόν, γιατί ποιο λόγο υποστηρίζουμε πως το ΠΓ αποφεύγει να πάρει ξεκάθαρη θέση.
Όταν το ΠΓ αναφέρει αρνητικά παραδείγματα συμμετοχής κομμουνιστικών κομμάτων σε κυβερνήσεις (Χιλή, Ελλάδα του 1944 κ.λπ.) δεν κάνει καμία αναφορά στις κυβερνήσεις Ζολώτα και Τζανετάκη[20].
Σε επόμενη σχετική αναφορά, παρατίθενται οι λόγοι συμμετοχής σε εκείνες τις κυβερνήσεις, χωρίς ωστόσο, να διευκρινίζεται αν το σημερινό ΠΓ βρίσκει αιτιολογημένη τη συμμετοχή[21].
Επίσης υπάρχει και μια ντροπαλή δικαιολόγηση για τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε αυτές τις κυβερνήσεις αφού «η συμμετοχή και στήριξη των δυο κυβερνήσεων του 1989-1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του προγράμματος του Κόμματος, δεδομένου ότι στη γενικότητά της ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις»[22].
Βλέποντας κάποιος το γενικότερο πνεύμα του κειμένου θα περίμενε την κάθετη και χωρίς περιστροφές καταδίκη της συμμετοχής στις κυβερνήσεις του 1989-1990. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Το γιατί θα πρέπει να αναζητηθεί στο ποιος ή ποιοι από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ ήταν και τότε σε στελεχικές θέσεις. Η στάση του σημερινού ΠΓ για εκείνη την περίοδο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα χαρακτηριστικό δείγμα οπορτουνισμού.

Για το ζήτημα της κυβέρνησης: Η σημερινή του διάσταση
Το κείμενο του ΠΓ ασκεί κριτική στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ του 15ου που προέβλεπε την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών που θα ήταν η απαρχή της επαναστατικής διαδικασίας. Το σχετικό εδάφιο του Προγράμματος χαρακτηρίζεται ως «παλιό, ανεδαφικό, αποπροσανατολιστικό»[23]. Έτσι, κατά το ΠΓ, το Πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου είχε διαπράξει βαρύ αμάρτημα. Το οπορτουνιστικό ολίσθημα είναι εμφανές αφού εισάγεται η «λογική των σταδίων».
Κατ’ αρχάς είναι αλήθεια πως η εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση είναι μια επικίνδυνηεκδοχή για το κίνημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μιλά καν για ειρηνικό μετασχηματισμό, αλλά προπαγανδίζει μια διαχειριστική πρόταση. Οι «καταργήσεις» μετατρέπονται σε «διαπραγματεύσεις», τα ταξίδια στην Αμερική πυκνώνουν, όλο και περισσότερα στελέχη του παλιού ΠΑΣΟΚ εισχωρούν στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Επομένως, η κριτική του ΚΚΕ εφόσον απευθύνεται στο ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως ορθή. Όμως, είναι σε κάθε περίπτωση ορθή;
Αν για παράδειγμα υποστηρίζει κάποιος την ανάγκη ενός μεταβατικού προγράμματος που θα συσπειρώσει πρώτα από όλα την εργατική τάξη και γύρω από αυτήν όλα τα καταπιεζόμενα στρώματα είναι και αυτός οπορτουνιστής; Ας είμαστε όμως πιο συγκεκριμένοι. Αν σήμερα ένα μεταβατικό πρόγραμμα προβλέπει την κατάργηση της δανειακής σύμβασης, των μνημονίων, των εφαρμοστικών νόμων, των μεσοπρόθεσμων, την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, τον εκδημοκρατισμό του στρατού και της αστυνομίας, την εθνικοποίηση των τραπεζών, τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ποιος στα αλήθεια μπορεί να υποστηρίξει ότι πρόκειται για ένα οπορτουνιστικό πρόγραμμα; Ποιο τμήμα της αστικής τάξης επιθυμεί τέτοιες αλλαγές στο σύνολό τους; Το τονίζουμε: στο σύνολό τους;
Μπορεί υπό προϋποθέσεις κάποια από τα παραπάνω αιτήματα να τα υποστηρίξουν ακόμη και τμήματα της αστικής τάξης π.χ. επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Αλλά θέτουμε και πάλι το ερώτημα: ποιος αστικός ή μικροαστικός φορέας τα θέλει όλα αυτά ως ένα συνεκτικό πολιτικό πακέτο προτάσεων; Ποια τάση πολιτική ή ιδεολογική του καπιταλισμού επιθυμεί όλα τα παραπάνω; Ακόμη και στην κεϋνσιανή περίοδο, την περίοδο των παχιών αγελάδων του καπιταλισμού, δεν υπήρξε ούτε ένας αστός πολιτικός, κανένα αστικό ή μικροαστικό κόμμα, καμία δεξαμενή σκέψης που να είχε υιοθετήσει όλα αυτά τα αιτήματα.
Μπορεί ένα τέτοιο πρόγραμμα να μετατραπεί σε οπορτουνιστικό; Η απάντηση είναι ναι. Μπορεί να γίνει ένα πρόγραμμα διαχείρισης και μάλιστα ουτοπικό αν: οι φορείς που το στηρίζουν δε θέλουν να πάνε ένα βήμα παραπέρα ή αν δεν προετοιμάζουν το λαϊκό παράγοντα να το πάνε μέχρι τέλους, αν κάνουν απαράδεκτες υποχωρήσεις σε συμμάχους που ταλαντεύονται, αν λυγίσουν στις πιέσεις της εγχώριας αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Αν όμως προετοιμάζουν την εργατική τάξη και το λαό για την τελική σύγκρουση; Αν δε χρησιμοποιούν ανόητα τσιτάτα του τύπου «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται»; Αν δεν έχουν αυταπάτες για ειρηνικά περάσματα; Αν γνωρίζουν ότι όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή του «ποιος ποιον», θα απαιτηθεί σκληρή ταξική σύγκρουση, τότε γιατί ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι ή μπορεί να γίνει οπορτουνιστικό;
Η εύκολη κριτική με βάση την οποία κάθε μεταβατικό πρόγραμμα είναι οπορτουνιστικό και η ακόμη ευκολότερη (και όχι και τόσο τίμια) ταύτιση κάθε μεταβατικού προγράμματος με τα πολιτικά προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι μια ιδεοληπτική και αντιδιαλεκτική αντιμετώπιση, που δεν κατανοεί τις ανάγκες του σήμερα.

Για το ζήτημα της πολυπλοκότητας των μορφών της ταξικής πάλης και της επανάστασης
Το ΠΓ κλείνει τα μάτια μπροστά στην πολύτιμη ιστορική εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος και της σκέψης των κλασικών του μαρξισμού. Θα αναφέρουμε μερικά μόνο στοιχεία από αυτή την εμπειρία και τη θεωρητική σκέψη των κλασικών για να αναδείξουμε τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά και τις εκτιμήσεις του ΠΓ.
Ο Μαρξ αφού έκανε ανάλυση του καπιταλισμού που αναπτυσσόταν στην Ινδία μετά τη διείσδυση του βρετανικού κεφαλαίου, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που δεν υποδεικνύει ως άμεσο στρατηγικό καθήκον την προλεταριακή επανάσταση: «Οι Ινδοί δε θα δρέψουν τους καρπούς των νέων στοιχείων της κοινωνίας που έσπειρε ανάμεσά τους η βρετανική μπουρζουαζία παρά μόνον όταν, στην ίδια τη Μεγάλη Βρετανία, οι τάξεις που κυβερνούν τώρα ανατραπούν και τη θέση τους την πάρει το βιομηχανικό προλεταριάτο, ή όταν οι Ινδοί γίνουν αρκετά ισχυροί για να αποτινάξουν τον αγγλικό ζυγό»[24].
Είναι σαφές ότι ο Μαρξ θέτει διαφορετικά καθήκοντα για τις εργατικές τάξεις των δυο χωρών. Ακόμη με μεγαλύτερη διαύγεια τίθεται το ζήτημα των καθηκόντων του προλεταριάτου και των λαϊκών στρωμάτων στην περίπτωση της Ιρλανδίας: «Προσπάθησα με κάθε τρόπο να προκαλέσω αυτή την εκδήλωση των άγγλων εργατών υπέρ του φενιανισμού (σ.σ. κίνημα για τον αποχωρισμό της Ιρλανδίας από την Αγγλία που δημιουργήθηκε το 1857). Άλλοτε θεωρούσα αδύνατο τον αποχωρισμό της Ιρλανδίας από την Αγγλία. Τώρα τον θεωρώ αναπόφευκτο, μόνο που ύστερα από τον αποχωρισμό μπορεί να έχουμε ομοσπονδία»[25]. Και συνεχίζει σε άλλο γράμμα του την ίδια χρονιά: «Ποια συμβουλή πρέπει να δώσουμε στους άγγλους εργάτες; Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κάνουν άρθρο του προγράμματός τους το Repeal (την κατάργηση) της ένωσης» (της Ιρλανδίας με την Αγγλία, δηλαδή τον αποχωρισμό της Ιρλανδίας από την Αγγλία)-«με δυο λόγια τη διεκδίκηση του 1783, μόνο εκδημοκρατισμένη και προσαρμοσμένη στις σύγχρονες συνθήκες. Αυτή είναι η μόνη που μπορεί να γίνει δεκτή στο πρόγραμμα του αγγλικού κόμματος. Η πείρα πρέπει να δείξει αργότερα, αν θα μπορεί να συνεχιστεί η απλή ιδιαίτερη ένωση ανάμεσα στις δυο χώρες…
…Αυτό που χρειάζονται οι Ιρλανδοί είναι:
1. Αυτοδιοίκηση και ανεξαρτησία από την Αγγλία.
2. Αγροτική επανάσταση…»[26].
Ο Λένιν είναι το ίδιο –αν όχι περισσότερο–  κατηγορηματικός: «Πρέπει να καταλάβουμε καλά πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα τέτοιο καθοδηγητικό κέντρο πάνω σε καλούπια, πάνω στη μηχανική ισοπέδωση και συνταύτιση των κανόνων της τακτικής πάλης. Όσον καιρό θα υπάρχουν εθνικές και κρατικές διαφορές ανάμεσα στους λαούς και στις χώρες-και αυτές οι διαφορές θα διατηρούνται πάρα πολύ καιρό ακόμη και ύστερα από την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου σε παγκόσμια κλίμακα-η ενότητα της διεθνούς τακτικής του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος όλων των χωρών δεν απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας ούτε την εξάλειψη των εθνικών διαφορών (αυτό για τις σημερινές στιγμές είναι ένα ανόητο όνειρο), αλλά απαιτεί μια τέτοια εφαρμογή των βασικών αρχών του κομμουνισμού (Σοβιετική εξουσία και δικτατορία του προλεταριάτου) που θα παράλλαζε σωστά αυτές τις αρχές σε επιμέρους ζητήματα, που θα τις προσάρμοζε και θα τις εφάρμοζε σωστά στις εθνικές και στις εθνοκρατικές διαφορές. Να ερευνηθεί, να μελετηθεί, να αναζητηθεί, να μαντευθεί, να κατανοηθεί το εθνικά ιδιαίτερο, το εθνικά ειδικό στους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους κάθε χώρα αντιμετωπίζει τη λύση του ενιαίου διεθνούς καθήκοντος, τη νίκη ενάντια στον οπορτουνισμό και στον αριστερό δογματισμό μέσα στο εργατικό κίνημα, την ανατροπή της αστικής τάξης, την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δημοκρατίας και της προλεταριακής δημοκρατίας, να σε τι συνίσταται το βασικό καθήκον της ιστορικής στιγμής που περνούν οι προηγμένες (και όχι μόνο οι προηγμένες) χώρες»[27] (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα, ο Λένιν σημειώνει: «Η ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων ειδικά, είναι πάντοτε πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο “πονηρή”, απ’ ότι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο πρωτοπόρων τάξεων. Κι’ αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν  σε στιγμές εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη. Από  ’δω βγαίνουν δυο πολύ σπουδαία πρακτικά συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι η επαναστατική τάξη για να εκπληρώσει το καθήκον της πρέπει να ξέρει να κάνει κτήμα τηςόλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές ή τις πλευρές της κοινωνικής δράσης (αποτελειώνοντας ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσία, κάποτε ριψοκινδυνεύοντας πολύ και αντιμετωπίζοντας τεράστιο κίνδυνο, εκείνο που δεν  πρόλαβε να αποτελειώσει πριν απ’ αυτή την κατάκτηση). το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με την άλλη»[28], (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Ο Λένιν δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το αν υπάρχουν «καθαρές» επαναστατικές διαδικασίες, αφού αντιλαμβάνεται ότι η ζωή είναι πολύ πιο πλούσια από κάθε θεωρητικό σχήμα: «Όλα τα έθνη θα φτάσουν στο σοσιαλισμό, αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά δε θα φτάσουν όλα εντελώς. με τον ίδιο τρόπο, το καθένα θα εισάγει μια ιδιομορφία στη μια ή στην άλλη μορφή δημοκρατίας, στη μια ή στην άλλη ποικιλομορφία της δικτατορίας του προλεταριάτου, στον ένα ή στον άλλο ρυθμό των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών των διάφορων πλευρών της κοινωνικής ζωής»[29].
Και σε άλλο σημείο: «Γιατί, όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς  κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στο τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό, εθνικό κ.τ.λ. ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, κι αυτό φαντάζονται ότι θα είναι κοινωνική επανάσταση!! […].
»Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δε θα την δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση»[30], (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Ο Λένιν έδειξε και στην πράξη τι σημαίνει διαλεκτική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Κατά πρώτον σε αντίθεση με τις δήθεν καθαρές ταξικές φόρμουλες του Τρότσκι, χρησιμοποίησε ως στρατηγικό στόχο τη δημοκρατική δικτατορία της αγροτιάς και του προλεταριάτου. Είναι επίσης γνωστό ότι η ρωσική επανάσταση ακολούθησε στη διαδρομή της δυο στάδια. Κατά δεύτερο, μετέβαλλε τη θέση του για τα Σοβιέτ κατ’ επανάληψη. Η πολιτική εξέλιξη των Σοβιέτ ακολούθησε τρία στάδια. Στο πρώτο (Φεβρουάριος-Ιούλιος του 1917) υπήρχε η δυαδική εξουσία και η δυνατότητα ειρηνικού περάσματος της εξουσίας στα Σοβιέτ. Το πρώτο στάδιο τερματίστηκε όταν οι Μενσεβίκοι παρέδωσαν την εξουσία στην αστική τάξη. Στο δεύτερο (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) η δυαδική εξουσία έπαψε να υπάρχει και η εξουσία πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια της αστικής τάξης. Ως εκ τούτου το ειρηνικό πέρασμα κατέστη αδύνατο. Στο τρίτο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) επιταχύνεται η πορεία μπολσεβικοποίησης των Σοβιέτ και η κατάληξη ήταν η νικηφόρα οκτωβριανή επανάσταση. Ο Λένιν στην πρώτη περίοδο υποστήριζε το σύνθημα για το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ, στη δεύτερη ανακάλεσε το εν λόγω σύνθημα και στην τρίτη το επανέφερε. Θα σταθούμε όμως στην πρώτη περίοδο. Ο Λένιν υποστήριξε το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ ενώ οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν την πλειοψηφία σε αυτά. Την πλειοψηφία την είχαν οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι δηλαδή οι οπορτουνιστές! Κι όμως! Ο Λένιν δε δίστασε να προτείνει στα σοβιέτ στα οποία δεν είχαν το πάνω χέρι οι Μπολσεβίκοι, να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Με τα σημερινά κριτήρια του ΠΓ ο Λένιν θα χαρακτηριζόταν ως οπορτουνιστής του χειρίστου είδους.
Λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης ο Λένιν διατύπωσε τις περίφημες «Θέσεις τ’ Απρίλη». Είναι η περίοδος που όλα κρέμονται σε μια κλωστή και ο Λένιν θέτει ως βασικά αιτήματα: την παύση του πολέμου, την εθνικοποίηση της γης και διάθεσή της από τα Σοβιέτ, την άμεση συγχώνευση όλων των τραπεζών σε μια πανεθνική και έλεγχό της από τα Σοβιέτ και καταλήγει: «όχι “εφαρμογή” του σοσιαλισμού, ως άμεσο καθήκον μας, αλλά πέρασμα αμέσως μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων από μέρους του Σοβιέτ και εργατών βουλευτών»[31].
Νομίζουμε ότι με βάση και αυτό το στιγμιότυπο της διαλεκτικής σκέψης του Λένιν, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να αποφανθεί για βαρύ οπορτουνισμό του Λένιν. Εν πάση περιπτώσει η παράθεση παραδειγμάτων δεν επιδιώκει τη μηχανιστική μεταφορά της σκέψης των κλασικών στο σήμερα, αλλά την ανάδειξη των χαοτικών διαφορών ανάμεσα στο ΠΓ του ΚΚΕ και τη σκέψη των κλασικών.

Για το ζήτημα της εξάρτησης
Είναι γνωστό πως το ΚΚΕ για δεκαετίες ολόκληρες υποστήριζε ότι η Ελλάδα είναι μέσου επιπέδου ανάπτυξης και εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το 17ο συνέδριο σήμανε τη ριζική αλλαγή αυτής της θέσης. Το κείμενο του ΠΓ γράφει χαρακτηριστικά: «Στις αναλύσεις-εκτιμήσεις του Κόμματός μας, η συγκριτική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού εμφανίζεται ως ιδιομορφία, αποδίδεται στους ληστρικούς προσανατολισμούς του ξένου κεφαλαίου, στο πλέγμα των διεθνών σχέσεων της χώρας ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Παράλληλα παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα στηρίχτηκε κυρίως στην εσωτερική συσσώρευση και λιγότερο στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων. Παραγνωρίζεται η σύμφυτη με την καπιταλιστική ανάπτυξη ανισομετρία κι ενδοκλαδική δυσαναλογία αντίστοιχα σε διακρατικό και εθνικό επίπεδο.  Υποβαθμίζεται το γενικό ταξικό κριτήριο στην επιλογή ένταξης στην ΕΟΚ, δηλαδή της ενίσχυσης της συνεργασίας με καπιταλιστικά κράτη. Κατηγορείται η αστική τάξη για υποτέλεια, διαχωρίζεται σε εθνική και ξενόδουλη, σε μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή εθνική αστική τάξη»[32].
Δυσκολευόμαστε να ασκήσουμε κριτική στο παραπάνω απόσπασμα γιατί πραγματικά δεν ξέρουμε από πού να αρχίσουμε. Ας επιχειρήσουμε να δούμε μερικές πλευρές:
1) Αν η καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού σε σχέση με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Αγγλία, τη Γαλλία κ.ά. χώρες δεν είναι μια ιδιομορφία, τότε πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί; Εκτός κι αν κάποιος δεν αναγνωρίζει ούτε αυτή την καθυστέρηση που οφείλεται σε σειρά ιστορικών παραγόντων. Είναι αλήθεια, βέβαια, για να είμαστε αντικειμενικοί, πως αν κάποιος μιλά για ιδιομορφίες του καπιταλισμού μπορεί να ρίχνει τον τόνο στο ιδιομορφίες και όχι στον καπιταλισμό, υπονοώντας την ανάγκη εφαρμογής μιας πολιτικής αστικού εκσυγχρονισμού. Επομένως, θα πρέπει να αναρωτηθεί κάποιος αν το ΚΚΕ των προηγούμενων δεκαετιών είχε απεμπολήσει το στόχο της κοινωνικής επανάστασης και αν είχε σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί επιδιώκοντας να ανεβάσει τον ελληνικό καπιταλισμό επίπεδο και να διεκδικήσει για την Ελλάδα άλλη θέση στο διεθνή καταμερισμό. Εμείς υποστηρίζουμε ότι το ΚΚΕ δεν κινήθηκε σε αυτή τη λογική. Το σημερινό ΠΓ τι γνώμη έχει περί αυτού;

2) Υπήρχαν ή όχι ληστρικοί προσανατολισμοί του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα; Γιατί αν δεν υπήρχαν τέτοιοι θα πρέπει κάποιος να απαντήσει στα εξής ερωτήματα: τι ήταν τα δάνεια της Αγγλίας του 1824-1824, ήταν ή όχι η Αγγλία αυτή που ώθησε την ελληνική αστική τάξη στη διεξαγωγή της μικρασιατικής εκστρατείας, έστειλαν ή όχι οι Άγγλοι στρατεύματα για να καταπνίξουν το λαϊκό κίνημα της Ελλάδας στη λήξη του πολέμου, τι ακριβώς ήταν η βοήθεια της ΟΥΝΡΑ των Αμερικανών κατά τη δεκαετία του 1940, το δόγμα του Τρούμαν επίσης καθώς και το σχέδιο Μάρσαλ; Τι ακριβώς σήμαινε η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και η εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος; Ποιος ήταν ο ρόλος των Αμερικανών στο απριλιανό πραξικόπημα; Γιατί έγιναν σκανδαλώδεις ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση των ξένων κεφαλαίων; Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ σήμαινε μόνο την εξυπηρέτηση του ελληνικού κεφαλαίου; Κι εν τέλει ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2010 αφήνει περιθώρια για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν είναι εξαρτημένη; Πώς αλλιώς μπορεί να ονομαστεί η μεταφορά τεράστιων μεγεθών αξίας και υπεραξίας από την Ελλάδα στη Γερμανία και άλλες ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες; Πώς ονομάζεται ο έλεγχος των υπουργείων και όλων των δημόσιων φορέων από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών; Η Ελλάδα έχει τον αντίστοιχο Ράιχενμπαχ και Φούχτελ ως απεσταλμένους στη Γερμανία; Ποιος Έλληνας αξιωματούχος εισέρχεται στα γερμανικά υπουργεία κάνοντας συστάσεις και θέτοντας προαπαιτούμενα; Και πώς ονομάζεται η επί της ουσίας σύνταξη του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού από τη Μέρκελ;
3) Όσον αφορά στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού «στηρίχτηκε κυρίως στην εσωτερική συσσώρευση», μας λέει το κείμενο του ΠΓ. Πρώτον, θα ήταν ενδιαφέρον να είχαμε τη σχετική βιβλιογραφική παραπομπή για τη συγκεκριμένη διαπίστωση. Δεύτερον, θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να μάθουμε ποιες είναι οι αντίστοιχες αναλογίες για τις ιμπεριαλιστικές χώρες (εσωτερική συσσώρευση-επενδύσεις ξένων κεφαλαίων). Τρίτο, γιατί αποδεικνύεται ο μη εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού από το συγκεκριμένο επιχείρημα; Το ζήτημα είναι στενά ποσοτικό ή έχει και ποιοτικά χαρακτηριστικά; Τέταρτο, ακόμη κι αν είναι ποσοτικό ποια είναι τα κρίσιμα νούμερα ώστε μια χώρα να θεωρηθεί εξαρτημένη ή ιμπεριαλιστική ή ό,τι άλλο; Πέμπτο, η Ελλάδα κατόπιν της ένταξής της στην ΕΟΚ μείωσε την ψαλίδα με τις ιμπεριαλιστικές χώρες και πώς μπορεί να τη μείωσε με δεδομένο ότι σειρά κλάδων της κάτω από την πίεση του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού δεν άντεξε;
4) Από πού τεκμαίρεται πως το παλιό ΚΚΕ υποβάθμισε την ταξική διάσταση της ένταξης του ΚΚΕ και διαχώρισε την αστική τάξη σε ξενόδουλη και εθνική αστική τάξη; Σε ποια κομματικά ντοκουμέντα υπάρχουν αυτά; Το 8ο συνέδριο του κόμματος (1961) είχε όντως κάνει αναφορά σε εθνική αστική τάξη, δημιουργώντας σοβαρές αυταπάτες. Όμως, οι διατυπώσεις του ΠΓ αφήνουν εντέχνως να εννοηθεί πως αυτή η γραμμή ήταν κυρίαρχη στην ιστορική διαδρομή του κόμματος. Πρόκειται για μια συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας του κόμματος. Ακόμη και το 1960 που υπήρχαν οι αναφορές για την εθνική αστική τάξη, το ΚΚΕ διευκρίνιζε πως «Τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ την επιδίωξαν και την επέβαλλαν όχι μόνο τα μονοπώλια της Δυτικής Ευρώπης αλλά και οι ντόπιοι τραπεζίτες, εφοπλιστές, μεγαλέμποροι και μεγαλοβιομήχανοι, που συνδέονται στενά με το ξένο κεφάλαιο και καταληστεύουν μαζί του τον τόπο»[33]. Το 1979 εκτιμάται πως «Η άρχουσα τάξη, με την ένταξη στην ΕΟΚ, ελπίζει να σταθεροποιήσει την εξουσία της, να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης του ελληνικού λαού»[34]. Παρόμοιες εκτιμήσεις υπάρχουν καταγεγραμμένες και στις παλαιότερες επεξεργασίες του ΚΜΕ[35]. Το 1992 εκτιμάται πως «το ντόπιο κεφάλαιο προσαρμόζεται στα δεδομένα που δημιουργεί ο νέος, διευρυμένος ρόλος των πολυεθνικών εταιρειών» και «με τη διαμόρφωση της ενιαίας αγοράς εσωτερικής αγοράς και με τη συμμετοχή μας σε αυτήν δυναμώνουν τα εξωτερικά στηρίγματα για την πολιτική της άρχουσας τάξης στη χώρα μας […]»[36]. Ένα χρόνο αργότερα διαπιστώνεται πως «[…] Μετά την ένταξη και ενσωμάτωσή της στην ΕΟΚ (σ.σ. της Ελλάδας), έγινε πιο βαθιά η εξάρτηση της χώρας μας προς όφελος των ιμπεριαλιστών και των συμφερόντων της εγχώριας ολιγαρχίας, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους»[37].
Είναι φανερό ότι η εκτίμηση του ΠΓ με βάση την οποία το ιστορικό ΚΚΕ υποτιμούσε το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης και υποβάθμιζε την ταξική διάσταση του ζητήματος, είναι έξω από κάθε πραγματικότητα. Κατανοούμε την ανάγκη μιας κριτικής αποτίμησης της ιστορίας του ΚΚΕ. Άλλο όμως αυτό κι άλλο η παραχάραξη.
5) Τέλος η ανισομετρία στον καπιταλισμό δεν είναι μια ικανή συνθήκη για να οδηγήσει σε σχέσεις εξάρτησης; Ποιο είναι το οικονομικό και πολιτικό παρεπόμενό της; Γιατί αν δεν υπάρχει τέτοιο, τότε η οποιαδήποτε αναφορά στην ανισόμετρη ανάπτυξη αποκτά ένα στείρο ακαδημαϊκό χαρακτήρα χωρίς καμία πολιτική σημασία. Απλώς καταγράφουμε νούμερα που μας δείχνουν ότι αυτή ή εκείνη η καπιταλιστική οικονομία είναι στην πρώτη γραμμή ή βρίσκεται σε σχετική καθυστέρηση και πέραν τούτου ουδέν.

Τα βαρίδια
Ήδη έχουμε αναφερθεί στις μεθοδεύσεις που υπήρξαν από την πλευρά της ηγεσίας προκειμένου να επιβληθεί η «νέα» γραμμή. Θα περίμενε κανείς πως η πορεία «επαναστατικοποίησης» του ΚΚΕ θα συνοδευόταν και από μια εκτίμηση με βάση την οποία οι γραμμές του κόμματος θα ήταν πλέον «αποκαθαρμένες». Όμως, ο «εσωτερικός εχθρός», υπάρχει ακόμη, κατά πως φαίνεται.
Πρώτα από όλα να σημειώσουμε πως το κείμενο δημιουργεί κλίμα καχυποψίας αφού «Η διαπάλη με τον οπορτουνισμό στις συγκεκριμένες συνθήκες είναι δυνατό να αφήσει αποτυπώματα μέσα στο Κόμμα –ως ένα είδος διαβρωτικής υγρασίας– όταν η αποκατάσταση της φυσιογνωμίας του κόμματος δεν είναι πλήρης ή πλήρως επεξεργασμένη, όταν διατηρούνται ή αναπαράγονται λαθεμένες προσεγγίσεις κι επιλογές στο Πρόγραμμά του, σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας»[38].
Είναι εξαιρετικά εύκολο με μια τέτοια διαπίστωση να καταλήξει κάποιος πως κάθε είδους ένσταση ή διαφωνία για την πολιτική του κόμματος είναι μέρος αυτής της διαβρωτικής υγρασίας. Φαίνεται πως για το ΠΓ μόνο οι ομοφωνίες νεκροταφείου είναι αυτές που εξασφαλίζουν ένα στεγνό και υγιεινό περιβάλλον. Και για να διώξουμε την υγρασία που δημιουργεί μούχλα και σκουριάζει τα μέταλλα, ένας τρόπος υπάρχει. Να κάνουμε την τέλεια μόνωση. Και η τέλεια μόνωση επιτυγχάνεται με τις κατάλληλες επεξεργασίες αλλά και τις κατάλληλες καρατομήσεις.
Μήπως αυτή είναι μια διαπίστωση του ΠΓ που δε συνδέεται απαραίτητα με το σήμερα; Το ίδιο το ΠΓ φροντίζει να λύσει τέτοιες απορίες όταν γράφει: «Με βάση επίσημα συλλογικά ντοκουμέντα του Κόμματος, αλλά και την εμπειρία που ζήσαμε, κατανοούμε ότι υπάρχουν ζητήματα, και μάλιστα κρίσιμα και καθοριστικά, που η διαπάλη με τον οπορτουνισμό το 1968 και στη συνέχεια άφησε στο Κόμμα, ενώ βαρίδια παρέμειναν και μετά από το 1991»[39].
Θεωρούμε ότι η απάντηση είναι σαφής στην ασάφειά της. Τα «βαρίδια» (τι λέξη κι αυτή) που έμειναν μετά το 1991 δε διευκρινίζεται επίτηδες αν παραμένουν μέχρι και σήμερα για έναν απλό λόγο: γιατί το ΠΓ εκτιμά ότι και σήμερα υπάρχουν τέτοια. Να σημειώσουμε επιπλέον, την επιλογή του υποτιμητικού και χαρακτηρισμού «βαρίδια» προκειμένου να απαξιωθεί πλήρως κάθε κριτική φωνή εντός ή εκτός του κόμματος. Προτιμάται αντί κάποιου άλλου πολιτικού χαρακτηρισμού προκειμένου να φορτιστεί το κλίμα απέναντι σε όσους διάκεινται κριτικά στην πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Μήπως, όμως, είμαστε κακόβουλοι και δεν κρίνουμε αντικειμενικά τις αποτιμήσεις του ΠΓ; Ας αφήσουμε πάλι το ίδιο να απαντήσει: «Ας δούμε λοιπόν τα βαρίδια που παρέμειναν στο Κόμμα μετά απόν το 1968 και το 1974, όταν το Κόμμα μας κατέκτησε με τον σπαθί του τη νομιμότητα. Βαρίδια που παραμένουν κι αναπαράγονται στη συνείδηση, στη μνήμη, στις επιλογές ακόμη και φίλων, οπαδών του κόμματος, κομμουνιστών για πολλά χρόνια, με απόψεις για ΚΚΕ “κόμμα κυβερνητικό” στις συνθήκες του καπιταλισμού, για συνεργασία γύρω από ένα “μίνιμουμ πρόγραμμα”, για διαχωρισμό μεταξύ συνεργασιών τακτικής και συνεργασιών στρατηγικής, για την “ενότητα της Αριστεράς”, δηλαδή συνεργασία με τους οπορτουνιστές ή και σοσιαλδημοκράτες. Ζητήματα δηλαδή που δεν τα αντιμετωπίσαμε με ολοκληρωμένη ιδεολογικοπολιτική δουλειά με άξονα το Πρόγραμμα του Κόμματος και μετά από το 1991»[40].
Έτσι, κατά το ΠΓ, άνθρωποι που έδωσαν την κρίσιμη μάχη με τον ευρωκομμουνισμό, που πάλεψαν για τη διατήρηση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΕ, που δοκιμάστηκαν σε φυλακές και εξορίες την επταετία, η γενιά της εθνικής αντίστασης που ακόμη ζούσε τη δεκαετία του 1970, όλοι αυτοί ήταν βαρίδια!!! Επίσης ο διαχωρισμός τακτικής στρατηγικής, η συζήτηση του μίνιμουμ προγράμματος (έννοια που χρησιμοποίησε κατά κόρον ο Λένιν), η εργατική κυβέρνηση όπως την καθόρισε το 4ο συνέδριο της ΚΔ, όλα αυτά είναι παράγωγα της οπορτουνιστικής σκέψης. Και όλα αυτά μαζί, ιδέες και άνθρωποι, ήταν και προφανώς είναι βαρίδια που πρέπει να τα ξεφορτωθούμε. Περιθώριο στα βαρίδια δεν πρέπει να αφήνεις.
Μήπως, όμως και πάλι είμαστε υπερβολικοί και η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ετοιμάζεται για ένα νέο γύρο εκκαθαρίσεων και ένα κυνήγι μαγισσών όπως αυτό εφαρμόζεται εδώ και τρία περίπου χρόνια; Ο λόγος και πάλι στο ΠΓ: «Εξάγεται λοιπόν ένα πολύτιμο, στην ουσία αυτονόητο συμπέρασμα. Σε περιόδους που για διάφορους λόγους ο οπορτουνισμός απειλεί το Κόμμα από τα μέσα ή δυσκολεύει ακόμα την αποτελεσματικότητά του, διαβρώνει την ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, η ΚΕ έχει την ευθύνη να θέσει μπροστά στα μέλη του Κόμματος τις διαφορές και τα μέλη του Κόμματος μετά λόγου γνώσης κι ευθύνης να δώσουν λύση από τα κάτω προς τα πάνω. Σύνθεση διαφορών σε ιδεολογικό και προγραμματικό επίπεδο δεν μπορεί να γίνει, και, αν γίνει, τότε το Κόμμα μετατρέπεται σε οπορτουνιστικό και μόνο, γιατί εκφράζει συμβιβασμό ανάμεσα σε αντιδιαμετρικές απόψεις. Η λεγόμενη “ενότητα μέσ’ από τη διαφορετικότητα”, η σύνθεση διαφορετικών απόψεων σε θέματα ιδεολογίας και προγράμματος, στο όνομα να μη γίνει διάσπαση, λειτουργεί ως ο πιο ασφαλής δρόμος για τη μετάλλαξη του Κόμματος ή για την αυτοπεριθωριοποίησή του, ακόμα και την αυτοδιάλυση που την γνωρίσαμε ως εξέλιξη σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα μετά από το 1991»[41].
Σε απλά ελληνικά: ο κίνδυνος ελλοχεύει και πάλι. Αν λοιπόν χρειαστεί (που θα χρειαστεί), η αποτίναξη της οπορτουνιστικής σκουριάς θα συνεχιστεί ως σωτήρια ενέργεια για το Κόμμα. Νομίζουμε πως μετά από όλες αυτές τις διευκρίνισες του ΠΓ κανένας δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για το πώς η ηγεσία του ΚΚΕ θα πορευτεί σχετικά με την αντιμετώπιση της άλλης άποψης. Άλλωστε το νέο καταστατικό και οι πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα δεν αφήνουν περιθώρια άλλων σκέψεων.

Οι θεωρητικές πηγές ή οι συγγένειες της ηγεσίας του ΚΚΕ
Η νέα γραμμή που έχει επιβάλλει η ηγεσία του ΚΚΕ ασφαλώς και δεν είναι νέα. Πρόκειται για αναμάσημα γνωστών και αποτυχημένων αριστερίστικων συνταγών. Δεν ξέρουμε αν η ηγεσία του ΚΚΕ αναζητά θεωρητικές πηγές από τα παλιά και παίρνει δάνεια από αυτές, πάντως αντικειμενικά συναντιέται με παρωχημένα ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ συναντιέται με τις μπλανκιστικές απόψεις για τη σχέση κόμματος μαζών, με τις απόψεις του Μπορντίγκα για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πάλη για τη δημοκρατία και την κοινωνική επανάσταση, με τις απόψεις του Πάνεκουκ για τη σχέση τακτικής στρατηγικής, με την άποψη του Ζηνόβιεφ για το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, με τη θεώρηση του ελληνικού τροτσκισμού και του Μηλιού για την ιμπεριαλιστική Ελλάδα, με τις απόψεις του Πουλιόπουλου. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μια πληθώρα αποσπασμάτων από τις ιστορικές πηγές του αριστερισμού. Θα παραθέσουμε μόνο ορισμένα χαρακτηριστικά κείμενα. Αυτά αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία την ιδεολογική συγγένεια του σημερινού ΠΓ του ΚΚΕ με διάφορες γκρούπες και πρόσωπα. Όλοι αυτοί στο παρελθόν, κοντινότερο ή πιο μακρινό, ξιφούλκησαν εναντίον του κόμματος λυσσαλέα λέγοντας τα ίδια με αυτά που λέει σήμερα το ΠΓ.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΓΑΡΙΣΤΕΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
«Έχει σημασία το ζήτημα της αντανάκλασης των ενδοαστικών αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα και της διείσδυσής τους στις επεξεργασίες του Κόμματος, καθώς και σήμερα υπάρχουν αντιθέσεις συμφερόντων στους κόλπους της αστικής τάξης […]»«Αλλαγές σημειώθηκαν και στις κοινωνικές δυνάμεις που υποστηρίζουν τα ρεβιζιονιστικά κόμματα. Όχι ευκαταφρόνητα στοιχεία της αστικής τάξης συνδεόμενα κύρια με εμπορομεσιτικές-μεταπρατικές δραστηριότητες, αλλά και τεχνοκράτες κάθε είδους υποστηρίζουν το «Κ»ΚΕ. Εξάλλου, η πολιτική του «Κ»ΚΕ αποβλέπει όλο και πιο ανοικτά στις προσβάσεις προς τέτοια στρώματα», (Αποφάσεις του 2ου συνεδρίου του ΚΚΕ (μ-λ), σελ. 36, 1981).
«[…] στα περισσότερα προγράμματά του (σ.σ. το ΚΚΕ) διατύπωνε με τον ένα ή άλλον τρόπο τη λαθεμένη στρατηγική των σταδίων, υπό την καθοδήγηση και της ΚΔ».




«Το ΚΚΕ υποστηρίζει τη “μετάβαση στο σοσιαλισμό με στάδια”, όπου στο κάθε στάδιο υποβάλει και περιορίζει τους ταξικούς αγώνες στο ρόλο τους για τη βελτίωση του καπιταλιστικού συστήματος και που μέσα από αυτή τη βελτίωση θα καλυτερέψουν και οι συνθήκες της εργατικής τάξης και των άλλων δυνάμει επαναστατικών στρωμάτων (αγρότες, φοιτητές, νεολαία), δηλαδή πολιτική του είναι ο ρεφορμισμός», (Επιλογή από τα κείμενα της ΟΣΕ 1972-1974, σελ. 16, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011).
«Τα βασικά προβλήματα (σ.σ. του 9ουσυνεδρίου του ΚΚΕ) εστιάζονται: Στα δυο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, στην αντίληψη ότι μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού με ένα “μεταβατικό πρόγραμμα” μπορεί να αναπτύξει την επαναστατική διαδικασία, να διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά την εργατική τάξη […] (Σ.σ. Αυτές οι ιδέες) έλκουν την καταγωγή τους από την περίοδο πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αφορούν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τις αποφάσεις της Γ΄ Διεθνούς […]».«Συχνά, κάνοντας παραχωρήσεις σε καθυστερημένες αντιλήψεις, συνάπτει συμμαχίες (σ.σ. ο οπορτουνισμός που κατά το συγγραφέα εκφράζεται και από την 3ηΔιεθνή) με άλλες “προοδευτικές” δυνάμεις, επικαλούμενος ότι έτσι γίνεται εφικτή η κατάκτηση της εξουσίας ή το λιγότερο η διάσπαση του καπιταλιστικού μπλοκ και άρα η επίτευξη ευνοϊκότερων όρων πάλης», (Άντον Πάνεκουκ, Παγκόσμια επαναστατική και κομμουνιστική τακτική, σελ 17, εκδ. Το ένζυμο, 2013)
Ομοίως«Δυστυχώς, η ουσία της θεωρίας των σταδίων και της πολιτικής των «Λαϊκών Μετώπων» δηλώνουν παρών και στο σημερινό πρόγραμμα του ΚΚΕ («Το πρόγραμμα του ΚΚΕ» «Σύγχρονη Εποχή» - 1996). Στην πραγματικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έως σήμερα, η κύρια θέση των προγραμματικών ντοκουμέντων του ΚΚΕ είναι η ίδια: πρώτα ένα ενδιάμεσο στάδιο διακυβέρνησης από ένα Μέτωπο ταξικής συνεργασίας και μετά η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός. Το μόνο που άλλαζε είναι κάθε φορά ήταν η ονομασία αυτής της ενδιάμεσης εξουσίας και του Μετώπου που καλείται να την υλοποιήσει. Τη δεκαετία του 30’ και του 40’ ήταν ένα μέτωπο “δημοκρατικό – αντιφασιστικό”. Τις επόμενες δεκαετίες ήταν ένα μέτωπο “δημοκρατικό – αντιιμπεριαλιστικό”, ενώ την περίοδο από τη δεκαετία του ’70 και μετά χαρακτηρίζεται και “αντιμονοπωλιακό”. Το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ) είναι σε τελική ανάλυση μόνο η σύγχρονη μορφή αυτού του διαχρονικού Μετώπου, που εξασφαλίζοντας μια μόνιμη θέση στο πρόγραμμα του κόμματος πάντοτε εκτόπιζε το σοσιαλισμό στα “τάρταρα” κάποιου μακρινού μέλλοντος, για χατίρι μιας “φιλολαϊκής” διακυβέρνησης, που τάχα θα πρέπει να προηγηθεί, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού» (Κομμουνιστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ, www.marxismos.gr).
«Το ΚΚΕ μετά από το 19ο συνέδριο είναι πιο δυνατό γιατί διαθέτει επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική […] (σ.σ. προφανώς πριν δεν υπήρχε τέτοια)».«Το 19ο συνέδριο του ΚΚΕ αποτέλεσε ορόσημο για την ιστορία του κόμματος. Σε αυτό το συνέδριο μετά από 80 χρόνια, το ΚΚΕ έβγαλε από το πρόγραμμα του την ρεφορμιστική θεωρία των σταδίων. Ο κεντρικός προγραμματικός του στόχος πλέον είναι η εργατική εξουσία και όχι κάποιο ενδιάμεσο, «φιλολαϊκό στάδιο» διαχείρισης του καπιταλισμού. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από κάθε κομμουνιστή» (Κομμουνιστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ, www.marxismos.gr).

Το 19ο συνέδριο του ΚΚΕ αλλά και το κείμενο του ΠΓ που σχολιάσαμε σημαίνουν την ολοκληρωτική ιδεολογική και πολιτική στροφή του ΚΚΕ. Η ηγεσία του ΚΚΕ έκοψε τον ομφάλιο λώρο με την ιστορία του κόμματος. Έχει επιλέξει να βαδίσει ένα δρόμο που στο παρελθόν το βάδισαν οι χειρότεροι εκπρόσωποι του αριστερισμού. Αυτό το ονομάζει πορεία αποκατάστασης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κόμματος. Εμείς το ονομάζουμε πορεία τροτσκιστικοποίησης και αριστερισμού που συνοδεύεται, όμως, από μια δεξιά και συντηρητική πρακτική. Άλλωστε, η ιστορία το έχει δείξει πολλάκις: δεξιός και αριστερός οπορτουνισμός συναντώνται για έναν απλό λόγο. Είναι διαφορετικές εκφάνσεις της μικροαστικής ψυχοσύνθεσης και ιδεολογίας.
Το ΚΚΕ όπως το ξέραμε δεν υπάρχει πλέον. Στην πιο κρίσιμη περίοδο μεταπολιτευτικά για το λαό και το λαϊκό κίνημα, αποφάσισε να υιοθετήσει ιδέες και πρακτικές που έχουν αποτύχει ιστορικά. Στο παρελθόν όσοι ήταν φορείς αντίστοιχων ιδεών και πρακτικών έμειναν θλιβερές μειοψηφίες απομονωμένες από την εργατική τάξη. Δυστυχώς ένα τέτοιο έργο παρακολουθούμε και στις ημέρες μας. Μόνο που αυτή τη φορά οι πρωταγωνιστές έχουν αλλάξει…


[1]. ΚΟΜΕΠ, τ.6, 2013.
[2]Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ στο 17ο συνέδριο, θέση 9, Οκτώβρης 2004, ένθετο στο Ριζοσπάστη.
[3]. «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο συνέδριο», ΚΟΜΕΠ, τ.6, 2008.
[4]. Ό.π., σελ. 13.
[5]. Λαρούζ Χέρβινγκ, «Ο οπορτουνισμός στο Ενιαίο Μέτωπο ενάντια στο φασισμό: οι διεθνείς πηγές του», ΚΟΜΕΠ, τ. 1, σελ. 89, 2009.
[6] . Ριζοσπάστης, 6/11/2008.
[7]. Ειδικά για τις απόψεις Ράντεκ, βλέπε Kommunistische International,  no.12 [August 1920], cols. 2153-62.
[8]. Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 297, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2008.
[9]. Αναφέρεται στο: Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 298, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2008.
[10]. Αστερίου Δημήτρη, «Η γένεση της Κομμουνιστικής Διεθνούς: το 1ο και το 2ο Συνέδριο», Μαρξιστική Σκέψη, τ. 9, σελ. 200-201, 2013.
[11]. Αναφέρεται στο: Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 279, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2008.
[12]. Λένιν Β. Ι., Ο Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 41, σελ. 94-95, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.
[13]. Λένιν Β. Ι., Κομμουνισμός, Άπαντα, τ. 41, σελ. 136, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.
[14]. 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Θέσεις για την κομμουνιστική δράση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, σελ. 402-403, εκδ. Εργατική Πάλη, 2007.
[15]. Στην αντιπροσωπεία συμμετείχαν οι Λένιν, Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Ράντεκ, Μπουχάριν.
[16]. Βλέπε αναλυτικότερα την υποσημείωση 554 στο: Λένιν, Άπαντα, τ. 54, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985.
[17]. Λένιν, Σχέδιο απόφασης  του IV συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς σχετικά με το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Άπαντα, τ. 54, σελ. 347-348, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985.
[18]3η Διεθνής, Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα, σελ. 396-397, εκδ. Εργατική Πάλη, 2007.
[19]. Ό.π., σελ. 397-398.
[20]ΚΟΜΕΠ, τ.6, σελ. 31, 2013.
[21] . Ό.π., σελ. 50.
[22]. Ό.π., σελ. 51.
[23]. Ό.π., σελ. 53.

[24]. Μαρξ Καρλ στο: Karl Marx-Friedrich Engels, Η αποικιοκρατία στην Ασία, Ινδία/Περσία/Αφγανιστάν, 1853, Οι συνέπειες της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία, σελ. 59, εκδ. Άγρα.
[25]. Αναφέρεται στο Λένιν Β.Ι., Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, Άπαντα τ. 25, σελ. 303, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987 .
[26]. Ό.π.
[27]. Λένιν, Ο «αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τ.41, σελ 76-77, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.
[28]. Ό.π., σελ 80-81.
[29]. Λένιν, Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού, Άπαντα, τ. 30, σελ. 123, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.
[30]. Λένιν Β.Ι., Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση, Άπαντα, τ. 30, σελ. 54, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.
[31]. Λένιν, τ. 31, Άπαντα, σελ. 116, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.
[32]ΚΟΜΕΠ, τ.6, σελ. 37-38, 2012.
[33]. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Απόφαση  του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τη σύνδεση της Ελλάδας με την κοινή αγορά, σελ. 145-146, τ.9, 1961-1967.
[34]. Οικονομικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Η αλήθεια για την ΕΟΚ, Μερικές βασικές έννοιες, σελ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1979.
[35]. Βλέπε χαρακτηριστικά Γουλάρας, Χατζηαργύρης, Τομπρογιάννης, Κοινή αγορά και Ελλάδα, Μελέτες ΚΜΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1979.
[36]. Κεντρική μπροσούρα του ΚΚΕ, Οι θέσεις του ΚΚΕ για την Ενιαία Εσωτερική Αγορά και το 1992, χ.χ.
[37]. Κεντρική Μπροσούρα του ΚΚΕ, Οι θέσεις της ΚΕ για τη Δυτικοευρωπαϊκή Καπιταλιστική Ολοκλήρωση, σ.8, Γενάρης, 1993.
[38]. Ό.π., σελ. 33.
[39]. Ό.π., σελ. 34.
[40]. Ό.π., σελ. 41.
[41]. Ό.π., σελ. 54.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου