Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Το "Ιερόν κατάστημα": Η μεγαλόχαρη της Τήνου και η κατασκευή της Λατρείας




Το κείμενο   έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Unfollow" τον Αύγουστο του 2013
Του Αυγουστίνου Ζενάκου
Eνα απόγευμα πριν από λίγες εβδομάδες, καθώς ψιλοκουβεντιάζαμε με μια παρέα σ' ένα καφενείο στη Χώρα της Τήνου, ένας περαστικός κοντοστάθηκε και μας ρώτησε τι ώρες είναι ανοιχτή η Μεγαλόχαρη.


«Ώρες καταστημάτων φυσικά» αποκρίθηκε ένας από την παρέα. Γελάσαμε βεβαίως, διότι είχαμε δει το εμπορικό πανηγύρι που κυριαρχεί στο ναό της Ευαγγελιστρίας. Περιστοιχίζεται από δεκάδες καταστήματα λατρευτικών αντικειμένων -από τις πλέον κακότεχνες εικόνες «σε προσφορά» μέχρι μπουκαλάκια για το άγιασμα- με κορυφαίο ίσως αντικείμενο τις λαμπάδες, που διαθέτουν έναν συγκλονιστικό όσο και χαρακτηριστικό κύκλο ζωής: Λαμπάδα μπορεί να αγοράσει κανείς ολόγυρα στο ναό, κυριολεκτικά παντού, σε κάθε μέγεθος ή «μπόι», κοστολογούνται δε ανάλογα με το ύψος.
Αφού την αγοράσει, προσέρχεται στο χώρο στο πλάι του ναού, όπου την εναποθέτει αναμμένη σε μια επιμήκη κατασκευή την οποία επιβλέπει ένας υπάλληλος. Όσο οι λαμπάδες ανάβουν από τη μία -καθώς άνθρωποι που έρχονται από μακριά εύχονται για αρρώστους και αγάπημένους- σβήνουν από την άλλη, κι αυτό ασταμάτητα, το πλήθος δεν σταματάει, και πετιούνται με θόρυβο σε μια μεταλλική τρύπα στον τοίχο, μ' ένα θόρυβο σχεδόν εργοστασιακό, κλανγκ κλανγκ, για να πάνε, υποθέτω, για λιώσιμο.

Δεν ξέρω αν κάποιος θίχτηκε από μέσα του που γελάσαμε με τις «ώρες καταστημάτων». Το να αναφέρεται πάντως κανείς στη διάσημη εκκλησία του νησιού ως «κατάστημα» μόνο σύγχρονο δεν είναι και κάθε άλλο παρά ανήκει στον φίλο μας που το ξεστόμισε εκείνη τη στιγμή. Απεναντίας, ο ναός της Ευαγγελιστρίας ονομάζεται «κατάστημα» ή «ιερόν κατάστημα» τοπικά ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, προκαλώντας την κριτική ή και τι χλεύη λογίων και λαογράφων που αισθάνονται ότι κάτι τέτοιο προσβάλλει τη θρησκεία, όπως λόγου χάρη ο Γεώργιος Μαζαράκης, που καταγγέλλει τη «θρησκοκέρδεια» κι επιτίθεται σε όσους αγοράζουν «ανόητα και ακάθαρτα πράγματα» στο όνομα της Ευαγγελιστρίας, «μάλλον δ' ειπείν το "Καταστήματος", όπως εν Τήνω καλείται ο Ναός αυτής».
Η ονομασία αποτυπώνεται στο Διάταγμα του 1851, με το οποίο ο ναός ορίζεται ως «δημόσιο κατάστημα», κι εγκαταλείπεται μόνο με τη νομοθετική ρύθμιση του 1929 όταν εισάγεται η έννοια του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
 
Η λατρεία της Ευαγγελιστρίας στην Τήνο είναι περίπλοκο φαινόμενο. Εξετάζοντας το, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σχέση της θρησκείας με το εμπόριο, καθώς «καθαγιάζονται» τα υλικά μέσω της ιερότητας τους, την επίδραση της Εκκλησίας στην τοπική οικονομία και την εμπλοκή της με την κρατική πολιτική, αλλά και ένα πολύ σημαντικό μέρος της κατασκευή της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
 
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ 0Ι ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ
Το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (ΠΠΕΤ) συστάθηκε τον Ιανουάριο του 1825 με τη δημοσίευση της Διαθήκης των Κτητόρων κι Ιδρυτών του Προσκυνήματος. Οι Κτήτορες ήταν οι Σταματέλος Καγκαδή Γεώργιος Περίδης, Αντώνιος Καλλέργης και Χατζηγεώργιος Σιώτος, οι οποίοι με πρόεδρο τον μητροπολίτη Γαβριήλ διατέλεσαν πρώτοι Επίτροποι του ναού, καθότι επί των ημερών τους βρέθηκε η περίφημη -θαυματουργή σύμφωνα με την Εκκλησία- εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, γύρω από την οποία έχει οργανωθεί η λατρεία στην Τήνο. Αυτοί συνέστησαν τη διαθήκη του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, ενώ η ελληνική πολιτεία ήδη από το 1835 χαρακτήρισε με πράξη της το ίδρυμα ως «προσκύνημα των απανταχού Ορθοδόξων» και το διέκρινε από άλλους ναούς.
Με το Βασιλικό Διάταγμα του 1851 που αναφέραμε πιο πάνω επιβεβαιώθηκε η αυτοτέλεια και το αυτοδιοίκητο του «ιερού καταστήματος», ενώ σήμερα το ίδρυμα έχει τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.

Το ίδρυμα διοικείται από δεκαμελή διοικούσα επιτροπή, η οποία προκύπτει από ένα είδος «εκλογών»: τους δέκα επιτρόπους επιλέγει τριανταπενταμελές εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείται από τον δήμαρχο Τήνου και το δημοτικό συμβούλιο, τους πρόεδρους των τοπικών κοινοτήτων, καθώς και το επταμελές διοικητικό συμβούλιο της Αδελφότητας Τηνίων εν Αθήναις.
Η περιουσία του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας προέρχεται από τα αφιερώματα των πιστών που συρρέουν για να προσκυνήσουν την εικόνα στο ναό της Παναγίας της Τήνου.


Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ 0Ι ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΕΣ  ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Σήμερα δεν είναι εφικτό να δει κανείς την εικόνα της Ευαγγελιστρίας, σκεπασμένη καθώς είναι από τάματα, προσφορές κι αφιερώματα. Μπορεί μόνο να τη λατρέψει, δίχως να τη βλέπει. Και η διοίκηση του ναού μάλλον δεν πολυστενοχωριέται γι' αυτό. Ισως, αν μπορούσαν πιο πολλοί κοσμικοί μελετητές να εξετάσουν την περίφημη εικόνα, να απειλούνταν το αφήγημα στο οποίο στηρίζεται η αντίληψη της ιερότητας της.

Το αφήγημα αυτό, όπως το υποστηρίζει και το διαδίδει η Εκκλησία, είναι το εξής: Γεννημένη το 1752 στο χωριό Κάμπο της Τήνου, η Πελαγία μπήκε στο Μοναστήρι Κεχροβουνίου σε ηλικία 15 ετών. Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822, όταν η Πελαγία ήταν πλέον 73, είδε στον ύπνο της μα γυναίκα με φωτοστέφανο, η οποία της είπε ότι υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα και της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του μεταφέρει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το μέγαρο της, που ήταν θαμμένο στον αγρό του Αντώνη Δωξαρά. Όταν ξύπνησε η Πελαγία, ωστόσο, είχε αμφιβολίες και δεν είπε τίποτε σε κανέναν.

Την επόμενη Κυριακή, 16 Ιουλίου 1822, η γυναίκα εμφανίστηκε και πάλι στον ύπνο της Πελαγίας και της είπε τα ίδια, αλλά η Πελαγία πάλι είχε αμφιβολίες και πάλι δεν είπε τίποτε το πρωί. Η Πελαγία αποφάσισε να δράσει όταν για τρίτη Κυριακή στη σειρά, στις 23 Ιουλίου 1822, εμφανίστηκε πάλι στον ύπνο της η γυναίκα, για την οποία είχε πλέον πειστεί ότι ήταν η Παναγία. Πήγε λοιπόν στην Ηγουμένη της, η οποία επισκέφθηκε τον επίτροπο, κι αυτός με τη σειρά του τον μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ.

Ο Αντώνης Δωξαράς, στον οποίο ανήκε ο επίμαχος αγρός, έλειπε στην Κωνσταντινούπολη και η γυναίκα του αρνήθηκε να δώσει άδεια να γίνουν ανασκαφές. Εκείνη τη νύχτα, λέει το εκκλησιαστικό αφήγημα, είδε στον ύπνο της έναν άγριο φουστανελοφόρο, ο οποίος την επέπληξε. Το πρωί, έδωσε την άδεια της. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 αλλά δεν έφερναν αποτέλεσμα. Τελικά, η Πελαγία ζήτησε την εκ νέου βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκάλυψε το ακριβές σημείο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1823, ο εργάτης Δημήτρης Βλάσσης χτύπησε την εικόνα της Ευαγγελιστρίας με την αξίνα του. Η Πελαγία ανακηρύχτηκε αγία το 1970 και η μνήμη της τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα του οράματος της.

Όπως συμβαίνει συνήθως, διάφορες ενοχλητικές λεπτομέρειες έχουν απαλειφθεί από το εκκλησιαστικό αφήγημα. Κατά την Εκκλησία, λόγου χάρη, σημαντικό ρόλο στο αφήγημα της εύρεσης παίζει η «πανώλη», η οποία πλήττει το νησί.
Η επιδημία ερμηνεύεται ως θεία τιμωρία για την καθυστέρηση να βρεθεί η εικόνα και σταματά με την εύρεση της, γεγονός που συμπίπτει πράγματι με μια ύφεση της επιδημίας τον Ιανουάριο του 1823, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν όμως ότι η επιδημία χολέρας επανέκαμψε και διήρκεσε ως τον Ιούλιο του 1823, ένα χρόνο αργότερα.
Ή, πάλι, ενώ η εφημερίδα Τήνος αναγγέλλει, στις 31 Δεκεμβρίου του 1877, το θάνατο του Δημητρίου Βλάσση, «όστις εργάτης ων, την 30ή Ιανουαρίου 1823 ανεύρε την ενταύθα θαυματουργόν εικόνα της Ευαγγελιστρίας», υπάρχουν εκκλησιαστικά φυλλάδια που υποστηρίζουν ότι την εικόνα βρήκε ένας άλλος εργάτης, ο Εμμανουήλ Μάτσας ή Σπανός, κι άλλες πηγές προτείνουν έναν τρίτο, ονόματι Περλάκια. Ή, ακόμη, σημαντικές αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί για το κατά πόσο η περίφημη εικόνα αντιπροσωπεύει όντως το ορθόδοξο δόγμα, καθότι από το αντίγραφο χαρακτικό της μοιάζει δυτικότροπη και όχι βυζαντινή. Και, τέλος, το αντίγραφο αυτό δεν συμφωνεί με την άλλη απεικόνιση της ιερής εικόνας, που κάνει την εμφάνιση της στην αναπαράσταση της Αγίας Πελαγίας, η οποία την κρατά στο χέρι, αν και μοιάζει κι αυτό δυτικότροπο και όχι βυζαντινό. (Πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, στην εικόνα, ώστε να μελετηθεί, δεν υπάρχει.)


Η ΤΗΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Η σχέση της εύρεσης της εικόνας με την Επανάσταση του 1821 είναι φανερή. Ανακαλύπτεται έναν περίπου χρόνο μετά την κήρυξη της επανάστασης, γεγονός που η Εκκλησία τονίζει υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «καλό οιωνό».
Η εμφάνιση μάλιστα του άγριου φουστανελοφόρου στον ύπνο της γυναίκας του Δωξαρά λειτουργεί συνδέοντας την ιερότητα της θρησκείας με τις τύχες του υπό αφύπνιση Έθνους. Αργότερα, ο Θεόδωρος Κολωκοτρώνης θα επικυρώσει εμβληματικά τη σχέση αυτή προσκυνώντας την εικόνα και προσφέροντας το δαχτυλίδι του. Οι συμβολισμοί ενισχύονται από τα κειμήλια που φυλάσσει το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας, όπως η χάρτα του Ρήγα και η εικόνα από τη ναυαρχίδα του Κωνσταντίνου Κανάρη.

Πολύ περισσότερο όμως από την προσπάθεια των επαναστατημένων με τη στενή έννοια, η αναγόρευση της Τήνου σε «ιερό τόπο» έρχεται να υποστηρίξει έναν νέο εθνικισμό, την κατασκευή μιας νέας εθνικής ταυτότητας, ικανής να διεκδικήσει ένα νέο εθνικό κράτος: Οι 'Ελληνες, σύμφωνα με αυτό τον εθνικισμό, είναι ο λαός που επί χιλιάδες χρόνια ενδημεί σε αυτήν τη γη, απευθείας απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που τεκμαίρεται αν εξετάσει κανείς τις θρησκευτικές πρακτικές τους και τους τόπους τους.

Τώρα, από πού προκύπτει ότι αν εξετάσει κανείς τη χριστιανική λατρεία των Ελλήνων -και δη των Τηνίων- του 19ου αιώνα, θα ανακαλύψει την αδιάκοπη συνέχεια ενός «έθνους» από την εποχή του Ομήρου, αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα. Κι όμως, αυτό ακριβώς επιχειρείται: Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρίζεται, σε σχέση αλληλοεξάρτησης με την πολιτική εξουσία, τόσο την προεπαναστατική σε τοπικό επίπεδο όσο και το μετεπαναστατικό κράτος, ενός είδους «σκέπη» για το ιστορικό Έθνος των Ελλήνων. Η παραδοξότητα του να εμφανίζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεματοφύλακας της συνέχειας ενός ελληνικού εθνικού πολιτισμού -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- από την αρχαιότητα και ένθεν, υιοθετείται ως αυταπόδεικτο γεγονός και συνιστά τον ιδεολογικό θεμέλιο λίθο της νεότερης Ελλάδας.

Η Τήνος -και η θαυματουργή εικόνα της- πρωτοστατεί σε αυτήν τη διαδικασία: «Η Τήνος αντικατέστησε την Δήλον...» γράφει ο Αγγελος Τανάγρας. «Απέθαναν οι παλαιοί θεοί! Κάτω από τον ουρανόν της παλαιάς λατρείας, βωμοί εκρημνίσθησαν και βωμοί ανηγέρθησαν, ναοί ηρειπώθησαν και ναοί ανεκτίσθησαν, η πίστις όμως έμεινεν η ιδία...».

Ο άγγλος περιηγητής Τζέιμς Θίοντορ Μπεντ επισημαίνει: «Όσοι υποστήριζαν τη σλαβική καταγωγή των νεότερων Ελλήνων, καλό θα ήταν να περάσουν την εορταστική εβδομάδα στην Τήνο, όπου θα πείθονταν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Έλληνας που πηγαίνει σήμερα στην Τήνο είναι απευθείας απόγονος του 'Ελληνα που πήγαινε στη γειτονική Δήλο για να λατρέψει τους θεούς του πριν από δυο χιλιάδες χρόνια...»

Ο τήνιος ακαδημαϊκός Μάρκος Σιώτος θεωρεί ότι η Τήνος «εχαρακτηρίζετο ανέκαθεν ως νήσος ιερά» και ότι η ιερότητα αυτή «είχεν ανέκαθεν τον διττόν αυτής χαρακτήρα, ήτοι τον εθνικόν άμα και τον θρησκευτικόν».
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ονομάζει την Τήνο «συνεντευκτήριον των από πάσης γης Ελλήνων». Και σε φυλλάδιο του ίδιου του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας απαντάται ο απίθανος συνδυασμός να περιγράφεται η Τήνος ως «νέα Ιερουσαλήμ του εκλεκτού λαού του Κυρίου» και ταυτόχρονα «νήσος ιερά, ως πάλαι ποτέ η γείτων αυτής Δήλος».

ΛΑΪΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Πασίγνωστη είναι, τουλάχιστον από τη διδακτική ύλη των ελληνικών σχολείων, η βύθιση της Έλλης, του ελληνικού καταδρομικού, ή «ευδρόμου» κατά την ορολογία της εποχής, από τους Ιταλούς στο λιμάνι της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο του 1940.

Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι πως η παρουσία της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου δεν ήταν ασυνήθιστη ούτε αποτελούσε μέρος στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η Έλλη δεν εκτελούσε πλέον χρέη καταδρομικού αλλά ναρκοθετικού πλοίου, βρισκόταν ωστόσο στην Τήνο για να αποδώσει τιμές στην ιερή εικόνα. Από το τέλος του 19ου αιώνα, κάθε χρόνο ένα πολεμικό πλοίο στέλνεται να αποδώσει τιμές στην Παναγία της Τήνου, γεγονός που εμβληματοποιεί τις άρρηκτες σχέσεις θρησκείας και πολιτικής.

«Κάθε χρόνον» γράφει η εφημερίδα Εστία μία μέρα μετά τη βύθιση της 'Ελλης «[το ελληνικό κράτος] στέλλει ένα πολεμικόν πλοίον, του οποίου τα τηλεβόλα, εξαγνιζόμενα διά τον φονικόν των προορισμόν, θα χαιρετήσουν την εικόνα της Θεομήτορος με τας τιμητικάς των βολάς».
Η βύθιση της'Ελλης αποτελεί συμβολική στιγμή για την έναρξη, μετά από λίγο, του αγώνα των Ελλήνων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το εθνικοθρησκευτικό ιδεολόγημα σπεύδει για άλλη μια φορά να επικυρώσει τον ρόλο της ορθοδοξίας ως σκέπης του 'Εθνους: σε πολλές πηγές γίνεται λόγος για «ανάσταση» της Έλλης και «ασέβεια» των Ιταλών που «ύβρισαν» την Παναγία, ενώ γίνεται φυσικά και επίκληση στη συνέχεια του Έθνους με τον παραλληλισμό της Θεοτόκου με τη θεά Αθηνά και της Τήνου με τη Δήλο.

Στις τρέχουσες συζητήσεις περί διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη επαρκώς το βάθος της εμπλοκής του ενός και του άλλου στο πλαίσιο της νεοελληνικής ιδεολογίας. Όχι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέστη θεματοφύλακας του «ελληνισμού», αλλά από πολύ νωρίς έγινε επίκληση σε πολιτικές εξουσίες να εγγυηθούν και να διαφυλάξουν την ορθοδοξία. Οι δύο αυτοί παράγοντες αλληλοεξαρτώνται - η δε Τήνος αποτελεί για τη νεότερη Ελλάδα το σύμβολο αυτής της αλληλοεξάρτησης.

Ένας λόγος είναι ότι η Τήνος έχει εξ αρχής ισχυρή πολιτική αποστολή: όπως υπονοεί ο Κονδυλάκης με το «συνεντευκτήριον των από πάσης γης Ελλήνων», αποτελεί τόπο συνάντησης των Ελλήνων του νεοσύστατου κράτους με όσους ζουν ακόμη εκτός επικράτειας - το δε κοινό που μοιράζονται δεν είναι φυσικά το κράτος αλλά η πίστη. Ακόμη περισσότερο, όμως, είναι τέτοιος ο σχεδιασμός -ακόμη και ο συμβολισμός- από την αρχή: ας μην ξεχνάμε ότι η Παναγία έδωσε εντολή στην Πελαγία να αναφέρει την επιθυμία της σε έναν λαϊκό, όχι σε έναν ιερέα.

Πρώτος αποδέκτης του θείου μηνύματος είναι ο Σταματέλος Καγκάδης, επίτροπος του Μοναστηριού του Κεχροβουνίου και μετά Κτήτορας κι επίτροπος του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας. Ο μητροπολίτης Γαβριήλ είναι ο αμέσως επόμενος. Κοντά λοιπόν στη διοικητική αυτοτέλεια που φαίνεται να διεκδικεί εξαρχής το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας, μοιάζει να υπάρχει και η πρόθεση αλληλοστήριξης μεταξύ λαϊκών αρχών και θρησκευτικής ιεραρχίας. Τη σύμπραξη «λαού» και Εκκλησίας την έχει άλλωστε επιλέξει η ίδια η Θεοτόκος.
------------------------

Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου  είδαμε πώς ο νεοελληνικός εθνικισμός, δηλαδή η ιδεολογία του νεοελληνικού εθνικού κράτους, συγκροτείται ως αντίληψη μιας αδιάκοπης συνέχειας ενός «εθνικού ελληνικού πολιτισμού», όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία επωμίζεται -καίτοι παράδοξα- το ρόλο του «εγγυητή» αυτής της συνέχειας. Είδαμε ακόμη πώς, μέσω της εύρεσης της ιερής εικόνας, αυτός ο ρόλος της Ορθοδοξίας εμβληματοποιείται στην Τήνο, η οποία παρουσιάζεται από τη μια ως «διάδοχος» της Δήλου, προσφέροντας έτσι την «απόδειξη» της συνέχειας, κι από την άλλη ως τόπος συνάντησης των όπου γης Ελλήνων, παρέχοντας έτσι το εργαλείο της ταύτισης των υπηκόων του ελληνικού κράτους με όσους ακόμη βρίσκονται εκτός της επικράτειας του.
Είδαμε, τέλος, πώς το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας σχηματίζεται εξαρχής με τη σύμπραξη λαϊκών και θρησκευτικών αρχών -και μάλιστα με «θεϊκή» εντολή, εγγεγραμμένη ήδη στο όραμα της Μοναχής Πελαγίας-, γεγονός που μας δίνει μια ιδέα για τη βαθιά ριζωμένη θέση που κατέχει η σχέση Κράτους και Εκκλησίας στη νεοελληνική ιδεολογία.
 
Ίσως λοιπόν είναι σκόπιμο -ιδιαίτερα καθότι έννοιες όπως το «έθνος» η «πίστη» επανέρχονται εν μέσω κρίσης στη ρητορική των κυβερνώντων- να κάνουμε εδώ μια εκτενή παρέκβαση και να εξετάσουμε κάπως ειδικότερα τι είναι αυτό που ονομάζουμε «ιδεολογία».
 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ιδεολογία είναι ένας τρόπος να βλέπει κανείς τον κόσμο και τον εαυτό του στον κόσμο. Η συμβατική αντίληψη θέλει την ιδεολογία να αποτελείται από σειρά πεποιθήσεων ή αξιών, βάσει των οποίων κανείς πράττει, παίρνει δηλαδή αποφάσεις και κάνει επιλογές, δημιουργεί σχέσεις, κοινωνικοποιείται, ανήκει ή δεν ανήκει κάπου.

Τι σημαίνει όμως «ένας τρόπος να βλέπω τον κόσμο»; Με τα απλούστερα δυνατά λόγια, σημαίνει ότι ως άνθρωπος έχω την ανάγκη ο κόσμος -τα πάντα δηλαδή, όλη μου η εμπειρία με την οποία έρχομαι αντιμέτωπος- «βγάζει νόημα».
Κι επειδή το «νόημα» είναι κάτι εξ ορισμού συμβολικό, τρόπος να «βλέπω τον κόσμο» σημαίνει τελικά πως κατασκευάζω έναν τρόπο παράστασης, έναν τρόπο να βάλω «απέναντι» μου τον κόσμο και τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν, αντικειμενοποιώ την εμπειρία μου -ασφαλώς και την εμπειρία μου από τον ίδιο μου τον εαυτό- λέω, δηλαδή: Εγώ είμαι αυτό, αυτό είναι εκείνο.

Τώρα, μια κλασική θεωρία της ιδεολογίας λέει πως η ιδεολογία δεν είναι ένα οποιοδήποτε συμβολικό σύστημα. Για την ακρίβεια, η συμβατική αντίληψη, αυτή που θέλει την ιδεολογία να αποτελείται από μια σειρά πεποιθήσεων ή αξιών, βάσει των οποίων κανείς πράττει, αντιστρέφεται πλήρως, σε βαθμό αντιδιαισθητικό: ιδεολογία είναι αυτό που «νομιμοποιεί»τις πράξεις εκ των υστέρων, όχι αυτό που τις καθορίζει εκ των προτέρων. Ακριβέστερο θα ήταν μάλιστα να πούμε ότι η ιδεολογία «αφηγείται» τις πράξεις, σου λέει δηλαδή μια «ιστορία» για όσα κάνεις, μια «ιστορία» βάσει της οποίας όσα κάνεις «βγάζουν νόημα».

 Όμως κι εδώ τα πράγματα περιπλέκονται λίγο: το «εκ των υστέρων» και το «εκ των προτέρων» δεν πρέπει να τα δούμε κυριολεκτικά ως χρονικούς προσδιορισμούς, δηλαδή ότι τάχατες πράττεις δίχως να έχεις λόγο γι' αυτό αλλά μετά βρίσκεις κάτι που να δικαιολογεί την πράξη σου, αλλά ως δύο «φάσεις» ταυτόχρονες, δυο «όψεις» που συνομιλούν αενάως, τροφοδοτώντας η μία την άλλη.

Ένας άλλος τρόπος να το πούμε αυτό θα ήταν πως η ιδεολογία είναι μια εκ των υστέρων αφήγηση που λειτουργεί ως εκ των προτέρων, είναι χαρακτηριστικό της να εμφανίζεται αιωνίως παρούσα.

Η μεγάλη παγίδα, ωστόσο, του κλασικού τρόπου να δει κανείς την ιδεολογία είναι ότι καταλήγει να τη βλέπει ως φενάκη. Αν δεχτούμε δηλαδή ότι η ιδεολογία «αφηγείται» κάτι, τότε αυτό το κάτι πρέπει να είναι πιο «πραγματικό», πρέπει να είναι ενός είδους «πρωτότυπο», το «πραγματικό κάτι» που «κρύβεται» πίσω από την αφήγηση. Με μια έννοια, αυτό είναι σωστό: στ' αλήθεια πίσω από μια «εθνική ιδεολογία» «κρύβεται» η συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, ο τρόπος με τον οποίο διεκδικεί τα σύνορα του και την ομοθυμία των πολιτών του, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει τη ζωή του πληθυσμού του κτλ.

Από την άλλη, όμως, είναι λάθος, όπως είπαμε και πριν, να θεωρήσουμε πως κάτι τέτοιο «προηγείται» της ιδεολογίας. Ακόμη περισσότερο, είναι λάθος να θεωρήσουμε πως κάτι τέτοιο είναι πιο «πραγματικό». Τουναντίον, η ιδεολογία είναι απολύτως «πραγματική» -κάποιοι θα έλεγαν πιο «πραγματική»-, αφήνει δηλαδή ίχνος σ' αυτό το οποίο αφηγείται: όντως, πίσω από την εθνική ιδεολογία κρύβεται η συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, το κράτος αυτό, όμως, συγκροτείται ακριβώς βάσει αυτής της ιδεολογίας• η ιδεολογία, μ' άλλα λόγια, αφηγούμενη λόγου χάρη τη διεκδίκηση συνόρων παρέχει και τον ίδιο τον τρόπο διεκδίκησης τους.


Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ας δούμε λοιπόν τώρα λίγο τη θρησκεία με ανάλογους όρους. Και μολονότι ως αυτό το σημείο αποφύγαμε την πλειάδα αναφορών που θα έκανε τούτη τη σύντομη εξέταση να ξεχειλώσει, είναι τώρα απαραίτητο να παραθέσουμε αυτολεξεί τον ορισμό της θρησκείας από τον Κλίφορντ Γκίερτς, έναν από τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους και μελετητές του θρησκευτικού φαινομένου, καθότι ο ορισμός αυτός, που περιέχεται στο διάσημο δοκίμιο «Η θρησκεία ως πολιτιστικό σύστημα», θεωρείται ο πλέον κλασικός. Σύμφωνα με τον Γκίερτς, λοιπόν, η θρησκεία είναι: «Ένα σύστημα συμβόλων, το οποίο δρα για να εγκαταστήσει στους ανθρώπους ισχυρές, διεισδυτικές και μακρόπνοες διαθέσεις και κίνητρα, σχηματίζοντας αντιλήψεις μιας γενικής τάξης της ύπαρξης και ενδύοντας αυτές τις αντιλήψεις με έναν τέτοιο φωτοστέφανο αντικειμενικότητας, ώστε οι διαθέσεις και τα κίνητρα να μοιάζουν με μοναδικό τρόπο ρεαλιστικά».
Ένα σημείο που πρέπει να τονίσουμε συνεπώς ιδιαίτερα είναι ότι δεν αρκεί να έχουμε μια «αντίληψη γενικής τάξης της ύπαρξης» (μια «αφήγηση που να βγάζει νόημα»)• χρειάζεται αυτή να συμπορεύεται με εγκατεστημένες «διαθέσεις και κίνητρα», τα οποία καθίστανται μέρος του κόσμου επειδή ο κόσμος είναι έτσι φτιαγμένος («μοιάζουν με μοναδικό τρόπο ρεαλιστικά»).

Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μοιάζουν μεταξύ τους όλα τα προηγούμενα, στο σημείο να μπορούμε να δούμε τη θρησκεία ως ένα είδος ιδεολογίας. Αυτό που έχει, ωστόσο, σημασία για τους σκοπούς τούτου του κειμένου είναι το πώς συνεργάζονται, το πώς, για να το πούμε σχηματικά, η ελληνική εθνική ιδεολογία συγκροτεί το πεδίο κυριαρχίας της ορθόδοξης θρησκείας, την ίδια στιγμή που η θρησκεία αποτελεί τον εγγυητή της ιδεολογίας του εθνικού κράτους.

Η ΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ ΕΛΛΑΔΑ
Αν και επηρεασμένος από το πολιτικό τοπίο της εποχής, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δίνει μια πολύ ωραία περιγραφή του υποκειμένου -του «πολίτη»- που προκύπτει από αυτήν τη συνεργασία: Ο Έλληνας, γράφει ο Ζαμπέλιος στα 1852, «λατρεύει την ορθοδοξίαν μάλλον ως φρόνημα του γένους του, ως αποθήκην της παραδόσεως του, ως σύνδεσμον της εθνικής του κοινωνίας...».

 Το 1883, ο Απόστολος Μακράκης πηγαίνει την ταύτιση μεταξύ λατρείας και εθνικής ταυτότητας, που συνιστά την πολιτική υπόσταση του Έλληνα, ακόμη πιο μακριά: «Πας Έλλην μη ων και χριστιανός είνε τι οθνείον και έκφυλον και τερατώδες»!

Και ο Σπύρος Μελάς, γράφοντας στο βιβλίο του Η δόξα του 40. Στα βουνά και στα πέλαγα για τον τορπιλισμό της Έλλης, δίνει ίσως την πληρέστερη περιγραφή της «συνέχειας του Έθνους» μέσω της εγγύησης που προσφέρει η ορθόδοξη λατρεία: «Ο σεπτός ναός της Παρθένου στάθηκε το ψυχικό στρατηγείο του έθνους. Μια θεία κόρη στρατηγεύει πάντα στους μεγάλους πολέμους των Ελλήνων. Η Αθηνά παράστεκε τους ήρωες στην Ιλιάδα. Τα στρατεύματα και τα καράβια μας, στον αγώνα τούτο της λευτεριάς, η Μεγαλόχαρη της Τήνου. [...] Αγναντεύοντας τη Δήλο, από κάποια πλαγιά της Τήνου, βλέπεις ν' ασπρίζουν τα ρημαγμένα μάρμαρα της θείας πολιτείας του Απόλλωνα. Ιερά πλοία έστελνε, την Πάραλο και την Σαλαμινία, στα πανηγύρια της ο πανάρχαιος Ελληνισμός, ένας λαός που μισούσε το σκοτάδι και την σκλαβιά. [...] Απαραβίαστα ήταν αυτά τα καράβια. Κι έπρεπε να προσμένει τη θεία δίκη, όποιος τολμούσε να τα βλάψει. Ο ψευτοκαίσαρας της Ρώμης είχε ξεχάσει πόσο μικρή απόσταση χώριζε την Δήλο από την Τήνο. Είχε λησμονήσει κατά πόσο η Ελλάδα μένει αναλλοίωτη, κάτω από τα διάφορα πρόσωπα της. Αστόχησε ότι μένουν αθάνατες οι θεότητες της, ότι μια θεότητα λατρεύεται και σ' αυτό το νησί, στη Λούρδη του Αιγαίου, και ότι το καράβι που στέλνουμε, κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης, όποιο και νάναι, ό,τι όνομα και νάχει στην πρύμνη του, είναι ιερό και λέγεται, για μας, Πάραλος και Σαλαμινία».

Το κείμενο του Μελά προσφέρει έναν πρώτης τάξεως καμβά όπου μπορούμε να αποτυπώσουμε συγκεκριμένα αυτά που λέγαμε θεωρητικά πιο πάνω: Πράττουμε ως πολίτες -και στρατιώτες- επειδή έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος: Η Ελλάδα είναι μία, από τη θεία πολιτεία του Απόλλωνα ως τη Μεγαλόχαρη της Τήνου, και αναλλοίωτη, όποια θεότητα κι αν λατρεύουμε.

Και ποια «θεότητα» εγγυάται το «ρεαλισμό» αυτής της διακήρυξης; Η Παναγία, η θεότητα που λατρεύουμε τώρα, γεγονός που αντλεί την «αντικειμενικότητα» του από την ιερή εικόνα της, μια θεότητα την οποία προσέβαλε αυτός που βύθισε το πλοίο που είχε έρθει για να τιμήσει την εικόνα. Συνεπώς, βλέποντας τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που έτσι είναι, λέμε πως αξίζει τον εχθρό μας αυτόν να τον τιμωρήσει το Έθνος, η μία και αναλλοίωτη Ελλάδα. Ή, όπως το λέει ορθά-κοψτά η Κατερίνα Σεραϊδάρη στο βιβλίο της Μεγάλη η Χάρη της: «Η ίδια η ευσέβεια έχει πλέον ένα στόχο που δεν είναι ατομικός ή κοινωνικός, αλλά κρατικός: η πίστη δεν συμβάλλει στην δημιουργία καλών ανθρώπων ή μιας δίκαιης κοινωνίας, αλλά διαπλάθει πειθήνιους πολίτες για το κράτος».

Και κλείνοντας εδώ αυτήν τη θεωρητική παρέκβαση, στο επόμενο μέρος αυτού του κειμένου θα ασχοληθούμε με τη λατρεία της Ευαγγελιστρίας στις μέρες μας και το πώς αυτή εξακολουθεί όχι μόνο να οργανώνει την οικονομική και πολιτική ζωή της Τήνου, αλλά και να κατέχει κομβική θέση στην αντίληψη μας για το εθνικό κράτος.

το είδα στο  Βαθυ Κοκκινο
http://gregordergrieche.blogspot.gr/2014/08/blog-post_514.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου