Ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, γύρω από τα προβλήματα της οικονομίας.
Ωστόσο η οικονομία ως έννοια έχει πλέον απόλυτα ταυτιστεί με τρομακτικούς αριθμούς, με το ποσοστό της ύφεσης, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως προς το ΑΕΠ, τις διαφορές στο κόστος δανεισμού και πάει λέγοντας.
Η οικονομία δεν ανακαλεί καμία εικόνα· ακόμα και η τηλεόραση, όταν χρειάζεται να επενδύσει οπτικά τη νιοστή επανάληψη των μέτρων, αναζητά με αμηχανία ταμειακές μηχανές, μετρητές χαρτονομισμάτων, υπαλλήλους της εφορίας επί το έργον, χρηματιστηριακούς δείκτες, και φρεσκοκομμένα κέρματα.
Μόνο κάποτε κάποτε εμφανίζονται επί σκηνής κάποια απομεινάρια της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής (κατά προτίμηση για να ντύσουν τη…συζήτηση για τον κατώτατο μισθό): κάτι ταλαίπωρα σιδηρουργεία, κάτι ραπτομηχανές στη σειρά κ.ο.κ.
Του Κώστα Σπαθαράκη
Και όσο αποψιλώνεται η έννοια της οικονομίας, όσο γίνεται κάτι εντελώς αφηρημένο και γενικό, τόσο υπερεπενδύεται με προσδοκία, τόσο τονίζεται από κάθε πλευρά η ανάγκη της περιώνυμης «ανάπτυξης», μιας έννοιας που είναι πλέον στο στόμα κάθε Έλληνα, που υπερβαίνει τον διαχωρισμό μνημονιακών και αντιμνημονιακών, αλλά κατά παράδοξο τρόπο μένει ακόμη πιο κενή περιεχομένου και από την οικονομία.
Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΗ δείχνει σε ποιο βαθμό έχουν εξαφανιστεί από τον δημόσιο λόγο και τα πιο θεμελιώδη προβλήματα της παραγωγικής βάσης, και ακόμη πόσο έχει υποχωρήσει η λογική του σχεδίου και του σχεδιασμού, ακόμη και σε τομείς όπως η ενέργεια. Η ΔΕΗ, όπως και οι υπόλοιπες κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις, αντιμετωπίζεται απλώς ως σφηκοφωλιά κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών, που πρέπει να αποκοπεί από τον κρατικό κορμό για να εξυγιανθεί. Από την πλευρά της αριστεράς, το ζήτημα φαίνεται να αφορά κυρίως την τιμολογιακή πολιτική: οι κακοί ιδιώτες παίρνουν την κρατική περιουσία, αυξάνουν τα τιμολόγια, πληρώνει ο λαός. Η ανικανότητα να εξειδικευτεί η πρόταση να αποτελέσουν οι κρατικές επιχειρήσεις «εργαλεία» ή «μοχλούς» ανάπτυξης, η αδυναμία να δοθεί μια πρακτική απάντηση στο πώς θα γίνει αυτό, προς ποια κατεύθυνση και με ποιους στόχους, διασφαλίζει την ιδεολογική ηγεμονία του αντιπάλου. Αυτοί ξέρουν.
Τι ξέρουν όμως; Είναι απόλυτα εμφανές, και κάποτε λέγεται και ανοιχτά, ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση εξωτερικών επενδύσεων στην Ελλάδα, ούτε καν σε τομείς όπως η ενέργεια, τομείς δηλαδή που έχουν εγγυημένη απόδοση και λειτουργία, εγγυημένη ζήτηση κ.λπ. Ό,τι γίνει στον περίφημο τομέα των ιδιωτικοποιήσεων θα γίνει εκ των ενόντων· η καλή τράπεζα Χ θα πάρει τα λεφτά της ανακεφαλαιοποίησης από το κράτος, θα δανείσει τον φιλόδοξο επιχειρηματία Ψ, που θέλει να αγοράσει ένα κομμάτι κρατικής περιουσίας, και μετά από πολύ γκρίνια για την κατάσταση στην οποία το αγοράζει ο επενδυτής, για τους συνδικαλιστές, και αφού το κράτος φορτωθεί τα δάνεια της επιχείρησης (ΑΤΕ, Εγνατία οδός), ο «επενδυτής» θα κάνει το πατριωτικό του καθήκον αγοράζοντας με τα κρατικά λεφτά μια κρατική επιχείρηση. Αυτό προφανώς δεν προσφέρει τίποτα από την άποψη της εισροής πόρων στην οικονομία, αφού δεν μεταβάλλει σε τίποτα την κεφαλαιακή βάση· αφορά απλώς τη διαχείριση της εταιρείας και προφανώς τον έλεγχο των εσόδων της.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι δεν έχει σημασία αν η ΔΕΗ είναι κρατική ή όχι, αν ανήκει σε έναν ιδιώτη, στο ελληνικό ή το καταριανό δημόσιο. Ας βάλουμε στην άκρη την αβάσιμη προκατάληψή μας ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν είναι παρά γεράκια που θέλουν να υπερτιμολογήσουν το ρεύμα και να μας πιουν το αίμα. Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε με ποιο τρόπο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης και διαχειριστής της επιχείρησης, θα μπορούσε μια μεγάλη εταιρεία να συμβάλει στην «ανάπτυξη».
Η ευρωπαϊκή στρατηγική της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας από το 2000 και μετά, που είχε στόχο να ανοίξουν οι αγορές και να σπάσουν τα κρατικά μονοπώλια σε ολόκληρη την Ευρώπη, επέβαλε στις μεγάλες κρατικές εταιρείες να ακολουθήσουν μια λογική αποεπένδυσης: να πουλήσουν παραγωγικές μονάδες, να παραχωρήσουν τα δίκτυα, να μην αξιοποιήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά, να αυξήσουν τα τιμολόγια, για να καταστεί συμφέρουσα η ιδιωτική επένδυση στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα με τον διαχωρισμό της παραγωγής, του δικτύου διανομής και της κατανάλωσης, επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν τρεις χωριστές αγορές στη θέση της μίας, αυτονόητα κρατικά ελεγχόμενης, αγοράς. Το ρεύμα έχει όμως μια ιδιαιτερότητα: δεν αποθηκεύεται, δεν μεταφέρεται μακριά, δεν μπορεί να πουληθεί σε χρηστικά πακέτα, όπως π.χ. αυτά της κινητής τηλεφωνίας. Στην πραγματικότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν άλλαξε ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο οι καταναλωτές προσεγγίζουν την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ούτε φυσικά υπήρξε κάποιου τύπου ανταγωνισμός που να μειώνει τα τιμολόγια, όπως ήθελε η νεοφιλελεύθερη φαντασίωση.
Αυτή τη στρατηγική αποεπένδυσης ακολούθησε η ΔΕΗ. Από το 2000 και μετά, αφού μετατράπηκε σε ΔΕΗ Α.Ε., λειτουργεί ως ένας από τους πολλούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Διαχωρίστηκε νομικά η εταιρεία παραγωγής (ΔΕΗ), από την εταιρεία που διαχειρίζεται το δίκτυο (ΔΕΣΜΗΕ, και πλέον ΑΔΜΗΕ, 100% θυγατρική της ΔΕΗ), ενώ μια άλλη εταιρεία, ο «Λειτουργός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας» (ΛΑΓΗΕ), διενεργεί τον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό, δηλαδή τη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας για κάθε μέρα. Πρόκειται για ένα χρηματιστήριο, στο οποίο οι παραγωγοί δίνουν την τιμή ρεύματος ανά σταθμό παραγωγής ενέργειας και ο ΛΑΓΗΕ καθορίζει ποιοι σταθμοί θα λειτουργήσουν, επιλέγοντας από το φθηνότερο κόστος καυσίμου προς το ακριβότερο. Ορίζει έτσι την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ), με βάση την οποία αμείβονται οι παραγωγοί, δηλαδή την τιμή κόστους με την οποία μπαίνει στο σύστημα ο πιο ακριβός σταθμός παραγωγής. Την όλη διαδικασία εποπτεύει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία επιπλέον καθορίζει διοικητικά ένα μέρος της τιμολογιακής πολιτικής (δηλαδή και πάλι επιβάλλει τιμές στη ΔΕΗ που είναι ο μόνος πωλητής στη λιανική) και προστατεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Όλος αυτός ο μηχανισμός αποτρέπει απλώς τη ΔΕΗ από το να καλύψει μόνη της τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, και επιτρέπει στους ιδιώτες να λειτουργήσουν επιδοτούμενοι και με εγγυημένο ένα μίνιμουμ κέρδος.
Γιατί υπάρχει βέβαια και ένας μηχανισμός επιδότησης: ονομάζεται «Μηχανισμός ανάκτησης μεταβλητού κόστους». Με βάση αυτόν οι ιδιώτες παραγωγοί αμείβονται, προκειμένου να είναι διαθέσιμοι, με βάση το μεταβλητό κόστος, δηλαδή το κόστος του καυσίμου, προσαυξανόμενο με 10%. Το ποσό αυτό το καταβάλλει βεβαίως η ΔΕΗ: το 2010 ήταν 28.469.000 ευρώ, αλλά το 2011 αυξήθηκε σε 130.611.000 ευρώ, και αν δεν καταργηθεί ο μηχανισμός, θα κοστίσει στη ΔΕΗ πάνω από 270 εκ. ευρώ το 2012 (124 ,7 εκ. ευρώ ήταν μέχρι τον Αύγουστο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα εξαμήνου). Στην πραγματικότητα αυτή η επιδότηση, που διασφαλίζει στους ιδιώτες παραγωγούς ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό κέρδους (10%), που υπολογίζεται με βάση το κόστος του καυσίμου (άρα ανεξάρτητα από τη διακύμανση της τιμής), τους επιτρέπει να κατεβάζουν την τιμή που δηλώνουν στην ημερήσια δημοπρασία, αφήνοντας έξω τη ΔΕΗ. Έτσι, παρότι η (ιδιωτική) παραγωγή από φυσικό αέριο είναι ακριβότερη από τη λιγνιτική π.χ. παραγωγή, οι ιδιώτες είναι πάντοτε εντός συστήματος, αφού έχοντας εγγυημένο το κέρδος του 10%, μπορούν να προσφέρουν στον ημερήσιο προγραμματισμό τιμές κάτω του κόστους. Κερδίζουν έτσι διπλά, και από την επιδότηση και από την πώληση ενέργειας, αυξάνοντας όμως το συνολικό κόστος παραγωγής ενέργειας, ενώ η ΔΕΗ χάνει και από την επιδότηση και το μερίδιό της στην παραγωγή. Άλλωστε η τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ ρυθμίζεται από το κράτος, όχι μόνο για τους απλούς καταναλωτές αλλά και για τους βιομηχανικούς πελάτες. Η ΔΕΗ αγοράζει υποχρεωτικά κατά την εκκαθάριση της ημερήσιας πώλησης ενέργειας στην Οριακή Τιμή Συστήματος, με βάση την οποία πληρώνει για τις αγορές ενέργειας που έχει κάνει στο σύστημα και πληρώνεται για την ενέργεια που έχει διαθέσει.
Η ΔΕΗ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία (μετά τα ΕΛΠΕ), με τζίρο το 2011 5,5 δισ. ευρώ. Η χρηματιστηριακή της αξία όμως έχει πέσει τα τελευταία δύο χρόνια κατά 84% και αποτιμάται σήμερα στα 45 0 εκατ. ευρώ, παρότι η τελευταία αποτίμηση του ενεργητικού της φτάνει τα 16,6 δισ. ευρώ (είναι η μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου στην Ελλάδα). Η ΔΕΗ κατέχει μονοπωλιακή θέση στην πώληση ηλεκτρικής ενέργειας, μετά τη σκανδαλώδη κατάρρευση των δύο εταιρειών Energa και Hellas Power, που προσπάθησαν να εισέλθουν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. (Οι δύο φιλόδοξοι επενδυτές εντόπισαν και προσπάθησαν να αποσπάσουν τα καλά τιμολόγια της ΔΕΗ· μια μικρή διόρθωση όμως στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ αρκούσε για να πέσουν έξω, φεσώνοντας τον διαχειριστή του συστήματος με 200 εκ. ευρώ.) Οι επενδύσεις της ΔΕΗ κατά το υφεσιακό 2011 ανήλθαν σε περίπου 1 δισ.
Και όμως η επιχείρηση παρουσίασε το 2011 ζημία (148 εκ. ευρώ, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε κλείσει το έτος με κέρδη 55 7,9 εκ. ευρώ). Οι μισθοί των 20.821 εργαζομένων ανέρχονται στο ποσό των 834 ,705 εκ. ευρώ (19,9% των εσόδων), παρά τις μειώσεις του προσωπικού από το 2004 και μετά (το 2004 η ΔΕΗ απασχολούσε 28.019 εργαζόμενους, και η μισθοδοσία απορροφούσε 1,291 δισ. ευρώ). Το άλλο μεγάλο έξοδο της εταιρείας (περίπου 1 δισ. ευρώ) αφορά τις αγορές ενέργειας. Ο παρακάτω πίνακας από τον ισολογισμό της ΔΕΗ για το 2011 δείχνει ακριβώς ποιο είναι το τίμημα που πληρώνει η ΔΕΗ στους ιδιώτες ανταγωνιστές, για να εξιλεωθεί για την κρατικοδίαιτη ύπαρξή της.
Η πολύ σημαντική αύξηση του κόστους αγοράς ενέργειας ανάμεσα στο 2010 και το 2011 οφείλεται μόνο εν μέρει στην αύξηση των τιμών των καυσίμων και στους ειδικούς φόρους. Στην πραγματικότητα ο βασικός παράγοντας είναι η αύξηση των αγορών ενέργειας (κατά 24 ,6%), όχι μόνο λόγω της μειωμένης υδροηλεκτρικής παραγωγής το 2011, αλλά κυρίως λόγω της αυξημένης παραγωγής ιδιωτών. Η τιμή των αγορών ενέργειας από τρίτους αυξήθηκε κατά 24 ,7%, ενώ η επίπτωση από τον μηχανισμό ανάκτησης μεταβλητού κόστους προσέθεσε άλλα 102,1 εκατ. σε σχέση με το 2010. Είναι φανερό ότι το κόστος της απελευθέρωσης της αγοράς είναι δυσβάσταχτο για τη ΔΕΗ, που συμπιέζεται ανάμεσα σε μια χονδρεμπορική αγορά που τη διαμορφώνουν στην πράξη οι ιδιώτες, και στην ανάγκη να κρατηθούν σχετικά χαμηλά τα τιμολόγια. Η ΔΕΗ λειτουργεί εξάλλου ως ύστατος προμηθευτής, έχει δηλαδή διά νόμου υποχρέωση να προσφέρει ρεύμα σε όποιον το ζητήσει, και έτσι οφείλει να έχει τη δυνατότητα να καλύψει το σύνολο της ζήτησης.
Επιπλέον προβλήματα προκαλεί η επιδότηση των ΑΠΕ. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τα προγράμματα επιδότησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων μονάδων, εκτός από την οριζόντια διάχυση σε μεγάλο πλήθος μικροπαραγωγών. Και καθώς στην Ελλάδα η ηλεκτρική ισχύς των ΑΠΕ φτάνει πλέον στα 2.739 MW (η ΔΕΗ έχει συνολική εγκατεστημένη ισχύ 12.760 MW), οι εγγυημένες τιμές που συμφωνήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και είναι κατά πολύ ανώτερες της τιμής πώλησης του ρεύματος στη λιανική διαμορφώνουν ένα πολύ σημαντικό κόστος, το οποίο καλύπτεται απευθείας από το λογαριασμό μας. Οι προσπάθειες να εξορθολογιστεί το κόστος αυτό με τη μείωση των εγγυημένων τιμών παραδόξως δεν καρποφόρησαν και έτσι, τον Αύγουστο 2012, η ΡΑΕ αύξησε το τέλος ΑΠΕ κατά 45 ,9% (από 5,99 ευρώ/MWh σε 8,74 ευρώ/MWh). Η ιδέα της «πράσινης ανάπτυξης» και των προγραμμάτων τύπου Ήλιος δεν αφορά μόνο τους μικρούς ιδιώτες παραγωγούς, αλλά και σημαντικά κεφάλαια που είδαν στις εγγυημένες τιμές μια αγελάδα που θα μπορούν να αρμέγουν τουλάχιστον ως το 2020. Χαρακτηριστικό του ανορθολογισμού που επικράτησε και της ραντιέρικης νοοτροπίας των επενδυτών είναι ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2010 είχαν κατατεθεί στη ΡΑΕ αιτήσεις για ΑΠΕ που αντιστοιχούσαν σε συνολικά 68.000 MW, δηλαδή πενταπλάσια από την εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύ της χώρας, ενώ υπολογίζεται ότι οι παραγωγοί ΑΠΕ θα απορροφήσουν πάνω από 1 δισ. το 2013. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού ξοδεύεται βέβαια για τα φωτοβολταϊκά, την ενέργεια των οποίων αγοράζει η φιλόπτωχος ΔΕΗ με μέση εγγυημένη τιμή 290 ευρώ/MWh, ενώ τα αιολικά πάρκα κινούνται στα πιο λογικά πλαίσια των 87,5 ευρώ/MWh. Το γιατί ακούγεται και εξ αριστερών η υπεράσπιση των «μικροπαραγωγών» που διεκδικούν το δικαίωμά τους να εισπράττουν χωρίς να κουνάνε το δαχτυλάκι τους είναι απορίας άξιον.
Ας θυμηθούμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια επιχείρηση όπου το συντριπτικό ποσοστό των εργαζομένων ήταν και είναι συνδικαλισμένοι (περίπου 6.000 εργάτες των λιγνιτωρυχείων στον «Σπάρτακο» και οι υπόλοιποι στη ΓΕΝΟΠ), όπου το συνδικάτο είχε και έχει προβολή, χρήματα, προνομιακές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ αλλά και με τη διοίκηση της επιχείρησης. Και το αγωνιστικό αντιμνημονιακό προφίλ του προέδρου της ΓΕΝΟΠ δύσκολα μπορεί να κρύψει, όχι μόνο τα σκάνδαλα των χρηματοδοτήσεων του συνδικάτου ή τις διακοπές των στελεχών κ.λπ., αλλά κυρίως τη συναίνεση που, από τη δεκαετία του 1990, προσέφερε ο συνδικαλισμός τύπου ΔΕΗ στον εκσυγχρονισμό και τους διαδόχους του. Ακόμα και σήμερα, οι πιο επιθετικές κινήσεις της ΓΕΝΟΠ (αντίθεση στα χαράτσια, μηνύσεις για την ΟΤΣ κ.λπ.) ακολουθούν και στηρίζουν την πολιτική της επιχείρησης χωρίς να αμφισβητούν τις κεντρικές επιλογές. Στην πραγματικότητα το βασικό ηθικό όπλο των εργαζομένων στη μεγαλύτερη δημόσια επιχείρηση, δηλαδή η «κοινή ωφέλεια», ακυρώνεται από τη γνωστή μαγική τριάδα: μισθάρες, συνταξάρες, κυβερνητικός συνδικαλισμός. Η απειλή ότι στην περίπτωση περαιτέρω ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ θα κατέβουν διακόπτες είναι υπαρκτή και ενοχλεί τους διάφορους επίδοξους επενδυτές, αλλά η ισχύς της μένει να αποδειχθεί επί του πεδίου της μάχης, και μάλιστα απέναντι σε μια εχθρική κοινή γνώμη.
Το ελληνικό δημόσιο είναι ακόμη ο βασικός μέτοχος της ΔΕΗ Α.Ε., κατέχοντας το 51% των μετοχών της. Αποτελεί όμως μνημονιακή υποχρέωση η μεταβίβαση τουλάχιστον του 17% μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας, ώστε η συμμετοχή του δημοσίου να πέσει στο 34 %. Δεν είναι όμως σαφές πώς θα γίνει αυτό, αφού η τιμή της μετοχής βρίσκεται σε απαγορευτικά επίπεδα και δεν πρόκειται να ανέβει σύντομα. Επιπλέον στο 2ο μνημόνιο προβλέπεται η απελευθέρωση της αγοράς λιγνίτη εντός του 2012, ώστε να μπορούν ιδιώτες να συμμετάσχουν στην παραγωγή λιγνίτη μέχρι το 2013. Επίσης το ελληνικό δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να πουλήσει υδροηλεκτρική παραγωγική ικανότητα και άλλα παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία σε επενδυτές, με ρητή μάλιστα πρόβλεψη ότι οι επενδυτές θα μπορούν να αγοράσουν υδροηλεκτρικούς ή άλλους παραγωγικούς σταθμούς μαζί με τον λιγνίτη. Αν σκεφτεί κανείς ότι το μείγμα καυσίμου της ΔΕΗ περιλαμβάνει 66,4% λιγνίτη, καταλαβαίνει ότι ο τζίρος των 6 δισ. της ΔΕΗ προγραμματίζεται να κοπεί σε μικρότερα πακέτα, που θα έχουν από ένα υδροηλεκτρικούλι, λίγο λιγνιτάκο και ό,τι άλλο ευαρεστηθεί να ψωνίσει ο «επενδυτής».
Τα σχέδια που έχουν ως τώρα κατατεθεί για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ κινούνται ακριβώς στην κατεύθυνση της πλήρους αποεπένδυσης και της διάλυσης της επιχείρησης σε μικρά, ανταγωνιστικά δήθεν, φέουδα των μεγάλων παικτών που έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ενέργειας. Η μηντιακή εικόνα λοιπόν του «επενδυτή» ως κάποιου που θα εισφέρει καινούργιο κεφάλαιο στην επιχείρηση αντιστρέφεται: εδώ ο επενδυτής είναι ο διαχειριστής, ο εκτελεστής της διαδικασίας αποεπένδυσης, της απομείωσης του κεφαλαίου και της αναστροφής της συσσώρευσης. Είναι σαφές ότι η ΔΕΗ είναι προς το παρόν η κότα με τα χρυσά αυγά, ενώ ένας στρατηγικός επενδυτής, ένας φανταστικός Σαουδάραβας, θα πίεζε πρώτα από όλους τους ανταγωνιστές-τρωκτικά που αποσπούν ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας με την επιδότηση της ΔΕΗ. Η αμοιβαία καχυποψία των ιδιωτών παικτών της αγοράς ενέργειας και ο φόβος μιας ενιαίας επιχείρησης με το μέγεθος της ΔΕΗ (που θα καθορίζει την τιμή και του βιομηχανικού ρεύματος) οδηγούν στην επιλογή της διάσπασης της επιχείρησης. Μόνο που η διάσπαση αυτή είναι εντελώς ανορθολογική: σε μια μικρή αγορά όπως η ελληνική θα περάσουμε απλώς από το κρατικό μονοπώλιο σε μια ομάδα μικρών ιδιωτών, οι οποίοι δεν θα έχουν κανένα λόγο να επενδύσουν ούτε στην παραγωγή ούτε στο δίκτυο χωρίς άμεση ή έμμεση επιδότηση.
Η ΔΕΗ δεν θα πουληθεί: το κεφάλαιό της θα διασπαστεί και η διαχείρισή του θα ανατεθεί στους επενδυτές, που θα εισπράττουν διαχειριζόμενοι. Η ΔΕΗ έχει 109 σταθμούς παραγωγής φτηνής ενέργειας, πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα δικτύου, μηχανήματα και εξειδικευμένο προσωπικό. Είναι η κληρονομιά του σχεδίου Μάρσαλ, το πιο απτό αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Παράγει. Και ακριβώς γι’ αυτό θα έπρεπε να υπάρχει ένας σχεδιασμός για την αξιοποίηση και την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγικής υποδομής: ο εκσυγχρονισμός των θερμοηλεκτρικών μονάδων, η διασύνδεση των νησιών, η ορθολογική ανάπτυξη των ΑΠΕ, η παροχή ζεστού νερού κ.λπ., θα μπορούσαν να είναι απλοί και πρακτικοί στόχοι, μικροί εξορθολογισμοί. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν συνιστά μακρόπνοο σχέδιο «ανάπτυξης», συγκρίσιμο με τον μεταπολεμικό εξηλεκτρισμό της χώρας. Εκεί οφείλεται άλλωστε η φαινομενική αντιστροφή της διαδικασίας συσσώρευσης – από το μονοπώλιο του κράτους-επενδυτή περνάμε στο καρτέλ των ιδιωτών διαχειριστών. Οι υποσχέσεις της «ανάπτυξης» και των «νέων σχεδίων Μάρσαλ» θα μείνουν εκ των πραγμάτων γενικόλογες. Πρώτον, διότι το κεφάλαιο της ηλεκτρικής ενέργειας έχει κλείσει, η ανάπτυξη (του δικτύου, των υποδομών κ.λπ.) έχει ήδη συντελεστεί, ενώ δεν υπάρχει κάποια σημαντική τεχνολογική εξέλιξη στον χώρο της ενέργειας. Δεύτερον, γιατί ολόκληρη η λογική της «ανάπτυξης» και του σχεδιασμού, το ίδιο το ερώτημα «τι παράγουμε;» (αυτό το πρώτο πληθυντικό που μας υπενθυμίζει τις ευθύνες μας), έρχεται σε αντίφαση με τον ανοργάνωτο και χαοτικό χαρακτήρα της ιδιωτικής επένδυσης, αντιστρατεύεται το πνεύμα της εποχής.
Περιοδικό λεύγα τ. 8 (Σεπτ. 2012), σ. 4-8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου